93
Πάουλ Τσέλαν, Του κανενός το ρόδο (μετάφραση Χρήστος Γ. Λάζος, εκδόσεις Άγρα) Στη μνήμη του Όσιπ Μάντελσταμ

Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

  • Upload
    fragm

  • View
    360

  • Download
    50

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ποίηση

Citation preview

Page 1: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Πάουλ Τσέλαν, Του κανενός το ρόδο

(μετάφραση Χρήστος Γ. Λάζος, εκδόσεις Άγρα)

Στη μνήμη του Όσιπ Μάντελσταμ

Page 2: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Ι.

Page 3: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΗΤΑΝ ΧΩΜΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ, και

αυτοί έσκαβαν.

Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε

η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δε δοξάζανε το Θεό,

που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,

που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.

Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια·

δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι,

δεν επινόησαν καμιά γλώσσα.

Αυτοί έσκαβαν.

Ήρθε μια γαλήνη, ήρθε και μια θύελλα,

ήρθαν οι θάλασσες όλες.

Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,

κι αυτό που τραγουδάει εκεί λέει: αυτοί σκάβουν.

Ώ ένα, ώ ουδένα, ώ κανένα, ώ εσύ:

πού πήγαινε, αφού στο πουθενά πήγαινε;

Ώ εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, και σκάβω μέσα μου ως εσένα,

και στο δάχτυλό μας ξυπνάει το δαχτυλίδι.

Ο ΛΟΓΟΣ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ,

αυτός που διαβάσαμε.

Page 4: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Τα χρόνια, οι λέξεις έκτοτε.

Εμείς αυτό είμαστε τώρα και πάντα.

Ξέρεις, ο χώρος είναι άπειρος,

ξέρεις, δε χρειάζεται να πετάξεις,

ξέρεις, αυτό που στο μάτι σου γράφτηκε,

μας βαθαίνει το βάθος.

ΜΕ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΞΟΔΕΜΑ, και με

τα δυο ως τον πάτο:

Page 5: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

εγώ έφιππος πέρασα μέσ’ απ’ το χιόνι, ακούς εσύ,

ίππευα τον Θεό στ’ απόμακρο –το κοντινό, αυτός

τραγουδούσε,

ήταν

ο τελευταίος καλπασμός μας πάνω

από τους ανθρώπους φράχτες.

Σκύβανε, όταν

μας άκουγαν να περνάμε από πάνω τους,

μεταγράφανε,

ψευτίζανε το δικό μας χλιμίντρισμα

σε μια

απ’ τις εικονογραφημένες γλώσσες τους.

ΖΥΡΙΧΗ, ZUM STORCHEN

Στη Νέλλυ Ζάξ

Για το υπέρμετρο ήταν ο λόγος, για

το ελάχιστο. Για το Εσύ

Page 6: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

και τ’ Όχι-Εσύ, για

τη λάμψη που ταράζει, για

πράγματα εβραϊκά, για

τον Θεό σου.

Για

αυτά.

Ανήμερα της Αναλήψεως, η

μητρόπολη στεκόταν στην απέναντι όχθη, ήρθε

με λίγο χρυσό πάνω απ’ το νερό.

Για τον θεό σου ήταν ο λόγος, εγώ μίλησα

εναντίον του,

άφησα την καρδιά, αυτήν που είχα,

να ελπίσει:

στον

ύψιστο, ρογχαστικό, στο δικό του

φιλόνικο λόγο

Το μάτι σου με κοίταξε, κοίταξε πιο μακριά,

το στόμα σου

παρηγόρησε το μάτι, εγώ άκουσα:

Μα εμείς

δεν ξέρουμε, ξέρεις,

μα εμείς

δεν ξέρουμε,

τι αξίζει.

Page 7: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΤΡΙΑΔΑ, ΤΕΤΡΑΔΑ

Σγουρέ δυόσμε, δυόσμε, σγουρέ,

της αυλής μας ένοικε χλωρέ.

Αυτή η ώρα, δική σου ώρα,

και με το στόμα μου μιλάει.

Page 8: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Με το στόμα, τη σιωπή του,

με τις λέξεις που δε βγαίνουν.

Με το ευρύ, με το στενό,

με τη φθορά, το δειλινό.

Μ’ εμένα μόνο, μ εμάς τους τρεις,

μισό δεμένους, μισό λυτούς.

Σγουρέ δυόσμε, δυόσμε, σγουρέ,

της αυλής μας ένοικε χλωρέ.

Page 9: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΤΟΣΟ ΠΟΛΛΟΙ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ, που

κάποιος μας προτείνει. Ήμουν,

όταν σε κοίταξα –πότε;-,

έξω

στους άλλους κόσμους.

Ώ εκείνοι οι δρόμοι, γαλαξιακοί,

ώ εκείνη η ώρα, που

πρόσθεσε τις νύχτες στο βάρος των ονομάτων μας

και τις ζύγισε μαζί. Δεν είναι,

το ξέρω, δεν είναι αλήθεια

ότι ζήσαμε, πέρασε μόνο

μια ανάσα τυφλή ανάμεσα σε

εκεί κι όχι –εδώ και κάποτε,

σαν κομήτης σφυρίζοντας πέρασε ένα μάτι

προς κάτι σβησμένο, μες στα φαράγγια,

εκεί που η φωτιά ξεψύχαγε, στεκόταν

λαμπρός μαστοφόρος ο Χρόνος,

κι από μέσα του βλάσταινε κιόλας

προς τα πάνω και κάτω και πέρα, ό,τι

είναι ή ήταν ή θα είναι-,

εγώ ξέρω,

ξέρω και ξέρεις, εμείς ξέραμε,

εμείς δεν ξέραμε, αφού

ήμαστε εδώ και όχι εκεί,

και κάποτε, όταν

μόνο το τίποτα στεκόταν ανάμεσα, βρίσκαμε

εντελώς ο ένας τον άλλο.

Page 10: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΟΥ

ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ απόψε τη νύχτα.

Με λέξεις πήγα και σ’ έφερα ξανά, εδώ είσαι,

όλα είναι αληθινά και μια αναμονή

αληθινού.

Σκαρφαλώνει η φασολιά μπρος

στο παράθυρό μας: σκέψου

ποιος πλάι μας μεγαλώνει και

την παρατηρεί.

Ο Θεός, αυτό διαβάσαμε, είναι

ένα μέρος κι ένα δεύτερο, σκόρπια:

με το θάνατο

όλων των θερισμένων

γίνεται ένα και βλασταίνει.

Προς τα εκεί

μας οδηγεί το βλέμμα,

με τούτο το

μισό

έχουμε πάρε-δώσε.

Page 11: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙΑ, εκεί

που μου βλασταίνανε τ’ αστέρια, μακριά από

κάθε ουρανό, κοντά σε

κάθε ουρανό:

Πώς

μένει άγρυπνο εδώ! Πώς

ανοίγεται για μας ο κόσμος, στο κέντρο

μέσ’ από μας!

Είσαι,

όπου είναι το μάτι σου, είσαι

πάνω, είσαι

κάτω, εγώ

βρίσκω διέξοδο.

Ώ τούτο το περιπλανώμενο κενό

φιλόξενο κέντρο. Χωρισμένοι,

εγώ πέφτω σ’ εσένα, εσύ πέφτεις

σ’ εμένα, διαφεύγοντας

ο ένας του άλλου, βλέπουμε απ’ το

ενδιάμεσο:

Το

ίδιο

μας έχει

χάσει, το

ίδιο

μας έχει

Page 12: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ξεχάσει, το

ίδιο

μας έχει- -

Page 13: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Η γραμμή που έμεινε

αληθινή, που έγινε

αληθινή:...το δικό σου

σπίτι στο Παρίσι-

βωμός των χεριών σου.

Τρεις φορές πέρασε η ανάσα,

τρεις φορές πέρασε η λάμψη.

.................................................

Κάτι βουβαίνεται, κάτι κουφαίνεται

πίσω απ’ τα μάτια.

Βλέπω το φαρμάκι ν’ ανθίζει.

Σε κάθε λέξη και μορφή.

Πήγαινε. Έλα.

Ο έρωτας σβήνει τα’ όνομά του: σου

αφιερώνεται.

Page 14: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Μ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ βγήκα

έξω απ’ τον κόσμο: ήσουν εκεί,

εσύ σιωπηλή μου, εσύ ανοιχτή μου, και –

μας δέχτηκες.

Ποιος

είπε, πως όλα πέθαναν για μας

όταν το μάτι μας έσβησε;

Όλα ξύπνησαν, όλα άρχισαν.

Πελώριος ένας ήλιος ήρθε κολυμπώντας, φωτεινά

στάλθηκαν μπρος του ψυχή και ψυχή, καθαρά,

τυραννικά χάραξαν την τροχιά του

στη σιωπή.

Εύκολα

ανοίχτηκε ο κόρφος σου, γαλήνια

ανέβηκε μια πνοή στον αιθέρα,

κι ό,τι έγινε σύννεφο, δεν ήταν,

δεν ήταν μορφή που βγήκε από μέσα μας,

δεν ήταν

κάτι σαν όνομα;

Page 15: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Η ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Πάνω απ’ όλο το δικό σου

πένθος: δεν έχει

δεύτερο ουρανό.

..........................................

Σ’ ένα στόμα,

που την είχε πει χίλιες φορές,

έχασα-

έχασα μια λέξη,

που μου ‘χε απομείνει:

αδελφή.

Στην

πολυθεΐα

έχασα μια λέξη, που μ’ αναζητούσε:

Kaddisch.

Μέσα

απ’ την πόρτα του νερού έπρεπε να περάσω,

σε χείμαρρο γλυφό ξανά τη λέξη να βαφτίσω,

και να τη σύρω κι απ’ την άλλη μεριά να τη βγάλω

για να τη σώσω:

Jiskor.

Page 16: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΒΟΥΒΕΣ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ. Το

αστρολούλουδο, ατσάκιστο, πέρασε

μεταξύ πατρίδας κι αβύσσου από

τη μνήμη σου.

Ενός άλλου το ξόδεμα έπαιρνε

μορφή στο παρόν, είχες

σχεδόν

ζήσει.

Page 17: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΠΑΓΟΣ, ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Υπάρχει μια χώρα, τη λένε Χαμένη,

εκεί στο καλάμι φεγγάρι βλασταίνει,

κι αυτό που μαζί μας στον πάγο πεθαίνει,

μια φλόγα σκορπίζει τριγύρω και βλέπει.

Σαν βλέπει, πως έχει δυο μάτια σημαίνει,

το κάθε μάτι μια γη φωτεινή.

Η νύχτα, η νύχτα, μ’ αλκάλι σε πλένει.

Και βλέπει, το μάτι αθώο παιδί.

Βλέπει και βλέπει, τα βλέπουμε όλα,

σε βλέπω, σε βλέπω, με βλέπεις κι εσύ.

Ο πάγος, μια φλόγα, ανασταίνεται τώρα,

προτού να τελειώσει και κλείσει η ώρα.

Page 18: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΨΑΛΜΟΣ

Κανένας δεν μας πλάθει ξανά από χώμα και πηλό,

κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας.

Κανένας.

Δόξα σοι ο Κανένας.

Για την αγάπη σου θέλουμε

ανθίσει.

Σ’ εσέναν

απέναντι.

Ένα Τίποτα

ήμαστε, είμαστε, για πάντα

θα μείνουμε, που ανθίζει:

του Τίποτα, του

Κανενός το ρόδο.

Με

το στύλο φως ψυχής,

το στήμονα έρημο ουρανού,

τη στεφάνη κόκκινη

από τη λέξη πορφύρα, που ταγουδούσαμε

πάνω, ώ πάνω

απ’ τ’ αγκάθι.

Page 19: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΤΥΒΙΓΓΗ, ΓΕΝΑΡΗΣ

Μάτια σ’ ένα χείμαρρο

από λέξεις τυφλωμένα.

Δική τους –«αίνιγμα

είναι ό,τι καθαρό

αναβλύζει» -δική τους

η ανάμνηση

πύργων του Χαίλντερλιν να κολυμπούν, πιασμένοι

στη δίνη των γλάρων.

Επισκέψεις πνιγμένων μαραγκών

σ’ αυτές τις

λέξεις που βουλιάζουν:

Αν ερχόταν,

ερχόταν ένας άνθρωπος,

ερχόταν ένας άνθρωπος στον κόσμο, σήμερα, με

τα γένια από φως των

Πατέρων: αυτός θα ‘πρεπε,

αν μιλούσε για τούτο

τον καιρό,

θα ‘πρεπε

μόνον να τραυλίζει και να τραυλίζει,

όλο-, όλο-

έναένα

(“Pallaksch. Pallaksch.”)

Page 20: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΧΥΜΙΚΟ

Σιωπή, σα χρυσός ψημένη, σε

καρβουνιασμένα

χέρια.

Μεγάλη, γκρίζα,

σαν όλο το χαμένο κοντινή

αδελφή μορφή:

Όλα τα ονόματα, όλα τα μαζί

καμένα

ονόματα. Τόσο πολλή

για να ευλογήσεις στάχτη. Τόσο πολλή

κερδισμένη γη

πάνω

απ’ τα ελαφρά, τόσο ελαφρά

ψυχών

δαχτυλίδια.

Μεγάλη. Γκρίζα. Δίχως

σκουριές.

Εσύ, άλλοτε.

Εσύ με το χλομό,

από δάγκωμα ανοιγμένο μπουμπούκι.

Εσύ μες στου κρασιού το χείμαρρο.

(Κι εμάς –έτσι δεν είναι;-

Page 21: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

μας έπαψε εκείνο το ρολόι.

Καλά,

καλά, όπως πέθαινε η λέξη σου περνώντας από εδώ.)

Σιωπή, σα χρυσός ψημένη, σε

καρβουνιασμένη, καρβουνιασμένα

χέρια.

Δάχτυλα, λιγνός καπνός. Σαν στεφάνια, αέρινα στεφάνια

γύρω- -

Μεγάλη. Γκρίζα. Δίχως

ίχνη.

Βασι

-λική.

Page 22: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΕΝΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΓΙΑ ΛΩΠΟΔΥΤΕΣ ΚΑΙ ΛΗΣΤΕΣ

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ EMPRÈS PONTOISE

ΑΠΟ ΤΟΝ PAUL CELAN

ΑΠΟ ΤΟ ΤΣΕΡΝΟΒΙΤΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΣΑΝΤΑΓΚΟΡΑ

Μόνο που κάποτε, σε σκοτεινούς καιρούς,

ΧΑΪΝΡΙΧ ΧΑΪΝΕ, «Στον Εδώμ»

Τότε, που είχε ακόμα κρεμάλες,

τότε –έτσι δεν είναι;- είχε και

ένα πάνω.

Πού είναι τα γένια μου, άνεμε, πού είναι

η κηλίδα του εβραίου, πού είναι

τα γένια μου τα μαδημένα;

Γαμψός ήταν ο δρόμος που πήρα,

γαμψός ήταν, ναι,

γιατί, ναι,

ήταν ίσιος.

Νάνι, νάνι, ναι.

Γαμψή, έτσι γίνεται η μύτη μου.

Μύτη.

Και τραβήξαμε για το Φρίουλι.

Εκεί θα ‘χαμε, εκεί θα ‘χαμε.

Γιατί ήταν ανθισμένη η μυγδαλιά.

Page 23: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Μυγδαλόδεντρο, δεντρομύγδαλο.

Μυγδαλόνειρο, νειρομύγδαλο.

Ακόμα και ο κέδρος.

Κερόδεντρο.

Νάνι, νάνι, ναι.

Έντρο.

Envoi

Κι όμως,

όμως αφηνιάζει και το δέντρο.

Κι αυτό

ορθώνεται εναντίον

της πανούκλας.

Page 24: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΙΙ.

Page 25: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο
Page 26: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ

Μια λέξη,

που για χάρη της σ’ έχασα:

η λέξη

ποτέ.

Ήταν,

και κάπου κάπου το θυμόσουν κι εσύ,

ήταν

μια ελευθερία.

Κολυμπούσαμε.

Ξέρεις ακόμα, πώς τραγουδούσα;

Με το φωτόδεντρο τραγουδούσα, με το τιμόνι.

Κολυμπούσαμε.

Ξέρεις ακόμα, πώς κολυμπούσες;

Ανοιχτή ήσουν μπροστά μου,

ξαπλωμένη μπροστά μου, ξαπλωμένη

μπροστά

στην

προ-

εξοχή της ψυχής μου.

Κολυμπούσα και για τους δυο μας. Δεν κολυμπούσα.

Το φωτόδεντρο κολυμπούσε.

Κολυμπούσε; Γιατί ήταν

βάλτος τριγύρω. Ήταν το ατέλειωτο τέλμα.

Page 27: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Μαύρο κι ατέλειωτο, έτσι κρεμόταν,

έτσι κρεμόταν προς τον κόσμο.

Ξέρεις ακόμα, πώς τραγουδούσα;

Αυτή-

ώ αυτή η παρεκτροπή.

Ποτέ. Προς τον κόσμο. Δεν τραγουδούσα. Ανοιχτή

ήσουν μπροστά μου, ξαπλωμένη μπροστά

στην ψυχή που ταξίδευε.

Page 28: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ

Τα βράδια σου σκάβονται

κάτω απ’ το μάτι. Με τα χείλη

συγκεντρωμένες συλλαβές –ωραίος,

άφωνος κύκλος-

οδηγούν το αστέρι που σέρνεται

στο κέντρο τους. Η πέτρα,

πλάι στους κροτάφους άλλοτε, εδώ ανοίγεται:

μαζί με όλους

τους διεσπαρμένους

ήλιους, ψυχή,

ήσουν, στον αιθέρα.

Page 29: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΚΑΤΙ ΣΑΝ

ΧΕΡΙ, σκοτεινό,

ήρθε με τα χόρτα:

Αμέσως –απελπισία, εσύ είσαι

ο πλάστης!-, αμέσως

έδωσε η ώρα τον πηλό, αμέσως

γεννήθηκε το δάκρυ-:

ακόμα μια φορά, με γαλανό λουλούδι,

μας τύλιξε, το

σήμερα.

Page 30: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

... ΚΕΛΑΡΥΖΕΙ Η ΠΗΓΗ

Εσείς στην προσευχή, εσείς στη βλαστήμια, εσείς

στην προσευχή ακονισμένα λεπίδια

της

σιωπής μου.

Εσείς δικές μου, μαζί μου

σακατεμένες λέξεις, εσείς

οι ευθείες μου.

Κι εσύ:

εσύ, εσύ, εσύ

αληθινό μου και κάθε μέρα αληθινότερο

γδαρμένο αργότερα

των ρόδων-:

Πόσος, ώ πόσος

κόσμος. Πόσοι

δρόμοι.

Δεκανίκι είσαι, φτερούγα. Εμείς - -

Εμείς θα τραγουδήσουμε το παιδικό τραγούδι, αυτό,

ακούς εσύ, αυτό

με τους μεν και με τους δε, με τους ανθρώπους, ναι αυτό

με τους θάμνους και με

δυο μάτια, πεσμένα εκεί έτοιμα σαν

δάκρυ –και-

δάκρυ.

Page 31: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ

αυτό

το βάρος

που κάποτε μαζί σου

βυθίζεται στην ώρα. Είναι

ένα άλλο.

Είναι το αντίβαρο που ζυγίζει το κενό,

το κενό που στο δρόμο

θα σου κράταγε το χέρι.

Δεν έχει όνομα, όπως κι εσύ. Ίσως

και να ‘στε το ίδιο πράγμα. Ίσως

μια μέρα κι εσύ να με ονομάσεις

έτσι.

Page 32: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

RADIX, MATRIX

Όπως μιλάει κανείς στην πέτρα, όπως

εσύ,

σε μένα από την άβυσσο, από

μια πατρίδα συν-

αδελφωμένη, εκ-

σφενδονισμένη, εσύ,

εσύ σε μένα από το βάθος του χρόνου,

εσύ σε μένα στο τίποτα μιας νύχτας,

εσύ στην όχι –νύχτα συν-

απαντημένη, εσύ,

Όχι-εσύ-:

Άλλοτε, τότε που εγώ δεν ήμουν εδώ,

άλλοτε, τότε που εσύ

με το βήμα μετρούσες το χωράφι, μόνη:

Ποια,

ποια ήταν, εκείνη

η φυλή, εκείνη η δολοφονημένη, εκείνη

η μαύρη στον ουρανό στημένη:

βάλανος και όρχις -;

(Ρίζα.

Ρίζα του Αβραάμ. Ρίζα του Ιεσσαί. Του κανενός

ρίζα –ώ

δική μας.)

Ναι,

Page 33: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

όπως μιλάει κανείς στην πέτρα, όπως

εσύ

με τα δικά μου χέρια μακριά

και μες στο τίποτα αδράχνεις, έτσι

είναι, ό,τι εδώ είναι:

χαίνει κι αυτό

το καρποφόρο χώμα,

αυτό

που πέφτει

είναι η στεφάνη ενός από

τ’ αγριολούλουδα που ανθίζουν.

Page 34: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΜΑΥΡΗΓΗ, μαύρη

γη εσύ, των ωρών

μήτρα

απελπισία:

κάτι που γεννήθηκε

απ’ το χέρι σου

και την πληγή σου

κλείνει τους κάλυκές σου.

Page 35: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Σ’ ΕΝΑΝ, ΠΟΥ ΣΤΕΚΟΤΑΝ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ένα

βράδυ:

σ’ αυτόν

άνοιξα τη λέξη μου -: προς το

υδροκέφαλο τον είδα να τριποδίζει, το

μισο-

κουρεμένο, το

αδέρφι που γεννήθηκε

στην κοπρισμένη μπότα του φαντάρου, με το

ματωμένο

φύλο

του Θεού, το

ανθρωπάκι που τιτιβίζει.

Ραββί, γρύλισα, Ραββί

Λέβ:

Εκείνου

περίτμησε τη λέξη,

εκείνου

γράψε το ζωοποιό

τίποτα στην καρδιά,

εκείνου

χώρισε τα δύο

σακατεμένα δάχτυλα για

μια σωτηρία ευλογία.

Εκείνου.

..........................................

Page 36: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Κλείσε και την πόρτα του βραδιού, Ραββί.

...............................................................

Άνοιξε καλά την πόρτα της αυγής, Ρα- -

Page 37: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

MANDORLA

Μες στο μύγδαλο – τι στέκει μες στο μύγδαλο;

Το Τίποτα.

Στέκει το Τίποτα μες στο μύγδαλο.

Εκεί στέκει και στέκει.

Μες στο Τίποτα – ποιος στέκει εκεί;

Εκεί στέκει ο βασιλιάς, ο βασιλιάς.

Εκεί στέκει και στέκει.

Βόστρυχε εβραίου, δεν θα γίνεις γκρίζος.

Και το μάτι σου – πού στέκει το μάτι σου;

Το μάτι σου στέκει στο μύγδαλο απέναντι.

Το μάτι σου, στέκει στο Τίποτα απέναντι.

Παραστέκει το βασιλιά.

Έτσι στέκει και στέκει.

Βόστρυχε ανθρώπου, δεν θα γίνεις γκρίζος.

Μύγδαλο αδειανό, μπλε βασιλικό.

Page 38: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΚΟΛΛΗΜΕΝΟΣ με το μάγουλο –

σε σένα ζωή.

Σε σένα, που βρέθηκες

με το ανάπηρο χέρι.

Εσείς δάχτυλα.

Μακριά, στο δρόμο,

στα σταυροδρόμια, κάποτε,

η ανάπαυση

με τα μέλη λυμένα,

πάνω

στο άλλοτε, ένα σκονισμένο μαξιλάρι.

Ξυλιασμένη προσφορά της καρδιάς: ο

δούλος της αγάπης και της λάμψης

που σιγοκαίει.

Μια φλογίτσα μισό

ψέμα ακόμα

σ’ αυτόν, σ’ εκείνον τον

ξάγρυπνο πόρο,

που αγγίζετε.

Κρότοι από κλειδιά πάνω,

στο δέντρο

της ανάσας που σας σκεπάζει:

η τελευταία

Page 39: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

λέξη, που σας κοίταξε,

τώρα θα μαζευτεί και θα ησυχάσει.

..........................................................

Σε σένα κολλημένος,

που βρέθηκες με το ανάπηρο χέρι

ζωή.

Page 40: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΔΙΟΙΚΟΣ ΕΙΣΑΙ, ΑΙΩΝΙΕ, μη-

κατοικήσιμος. Γι’ αυτό

χτίζουμε και χτίζουμε. Γι’ αυτό

στέκει στρωμένο, τούτο

το κακόμοιρο κρεβάτι, - στη βροχή,

εκεί στέκει.

Έλα, αγαπημένη.

Έλα να πλαγιάσουμε εδώ,

είναι ο μεσότοιχο -: Είναι

διπλά αυτάρκης.

Ας’ τον, να

κατέχει εντελώς τον εαυτό του, σαν το μισό

και το άλλο μισό. Εμείς,

εμείς είμαστε το κρεβάτι της βροχής,

να έρθει και να μας στεγνώσει.

...................................................

Δεν έρχεται, δεν μας στεγνώνει.

Page 41: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΣΙΒΗΡΙΚΟ

Προσευχές τόξα –εσύ

δεν τους μιλούσες, ήσαν,

το σκέφτεσαι, οι δικοί σου.

Ο κύκνος κοράκι κρεμόταν

μπρος στο πρώιμο άστρο:

με σπαραγμένα βλέφαρα

στεκόταν ένα πρόσωπο – κάτω απ’ την ίδια

σκιά.

Μικρό, στην παγωνιά

παρατημένο

κουδουνάκι

με το

άσπρο σου χαλίκι στο στόμα:

Κι εμένα

μου στέκεται η χιλιόχρονα βαμμένη

πέτρα στο λαιμό, η καρδιά πέτρα,

κι εγώ

βάζω πράσινο του χαλκού

στα χείλη.

Μέσ’ από τα ερείπια, εδώ,

μέσ’ από την ψάθινη θάλασσα σήμερα

περνάει, ο δικός μας

χάλκινος δρόμος.

Page 42: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Εκεί είμαι ξαπλωμένος και σου μιλώ

μ’ ένα γδαρμένο

δάχτυλο.

Page 43: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

BENEDICTA

Μπορείς στον ουρανό ν’ ανέβεις και να ρωτήσεις τον Θεό

αν έχουνε δικαίωμα τα πράγματα έτσι να ‘ναι;

Τραγούδι γίντις

Ή-

πιες,

ό,τι ερχόταν απ’ τους προγόνους μου

και πέρα απ’ τους προγόνους:

- -, Πνεύμα.

Ευ-

λογημένη βα ‘σαι, από μακριά,

πέρα από τα

σβησμένα δάχτυλά μου.

Ευλογημένη: εσύ, που τη χαιρέτησες,

την επτάφωτη λυχνία του σκότους.

Εσύ, που άκουσες, μόλις έκλεισα τα μάτια, πως

η φωνή σταμάτησε το τραγούδι:

‘s mus asoj sajn.

Εσύ, που είπεσς στους

τυφλούς λειμώνες:

την ίδια, την άλλη

λέξη:

Ευλογημένη συ.

Page 44: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Ή-

πιες.

Ευ-

λογημένη.

Ge-

bentscht.

Page 45: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

A LA POINTE ACÉRÉE

Είναι γυμνές οι φλέβες των ορυκτών, οι κρύσταλλοι

στις πτυχές των πετρωμάτων.

Άγραφο, που

σκλήρυνε κι έγινε γλώσσα, αφήνει

έναν ουρανό ελεύθερο.

(Προς τα πάνω ριγμένοι, στο φως,

λόξα, έτσι

κι εμείς πλαγιάζουμε.

Πόρτα εσύ μπροστά του άλλοτε, πίνακας

με το σκοτωμένο

αστέρι από κιμωλία:

το

έχει τώρα ένα μάτι – που διαβάζει;)

Δρόμοι για εκεί.

Ώρα του δάσους πλάι

στο γάργαρο αυλάκι της ρόδας.

Από κάτω

μαζεμένο,

μικρό, σχισμένο

βελανίδι: κάτι ανοιχτό

και μαυρισμένο, που

το ρωτάνε δάχτυλα σκέψεις

για - -

για πού;

Page 46: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Για το ανεπανάληπτο, για

αυτό, για

όλα.

Γάργαροι δρόμοι για εκεί.

Κάτι, που προχωράει, αχαιρέτιστο

σα να ‘γινε καρδιά,

έρχεται.

Page 47: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΙΙΙ.

Page 48: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΟΙ ΦΩΤΕΙΝΕΣ

ΠΕΤΡΕΣ διασχίζουν τον αέρα, οι φωτεινό-

λευκές, οι φωτο-

φόρες.

Δεν θέλουν

να προσγειωθούν, να πέσουν,

να πετύχουν.

Ανεβαίνουν,

σαν τις ταπεινές

αγριοτριανταφυλλιές, έτσι ανοίγουν,

έρχονται μετέωρες

σε σένα σιωπηλή μου,

σε σένα αληθινή μου -:

σε βλέπω, τις μαζεύεις με

τα καινούρια χέρια μου,

του καθενός και δικά μου, τις βάζεις

άλλη μια φορά στο φως, που κανείς

δεν χρειάζεται να κλάψει ή να ονομάσει.

Page 49: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΑΝΑΒΑΣΗ

Τούτη

η στενή ανάμεσα σε τοίχους γραμμένη

άβατη-αληθινή

άνοδος κι επιστροφή

στο φωτεινόκαρδο μέλλον.

Εκεί.

Συλλαβών

μόλοι, θαλασσο-

βαμμένοι, μακριά

στον απέραντο πόντο.

Έπειτα:

σημαδούρες,

λύπης σημαδούρες αράδα

με τα

για μια στιγμή ωραία αναδυόμενα

λαμπυρίσματα της ανάσας -: ήχοι

καμπάνας φωτεινής (ντούμ-,

ντούν-, ούν-,

unde suspirat

cor),

από-

πληρωμένοι, από-

λυτρωμένοι, δικοί μας.

Page 50: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Κάτι ορατό, ακροάσιμο, η

απ-

ελευθερωμένη λέξη-σκηνή:

Μαζί.

Page 51: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΕΝΑ ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΓΚ, σε δρόμους της ανάσας,

έτσι μεταναστεύει, το φτερο-

δύναμο, το

αληθινό. Σε

αστεριών

τροχιές, από θραύσματα

κόσμων φιλημένο, από σπόρους

του καιρού σημαδεμένο, απ’ τη σκόνη του χρόνου,

μαζί τους ορφανεμένο,

ελαφρόπετρα, που έγινε ελάχιστη,

μίκρυνε, εκ-

μηδενίστηκε,

εκτοπίστηκε και πετάχτηκε,

στιχουργεί τον εαυτό της, -

έτσι έρχεται

ιπτάμενο, έτσι

επιστρέφει,

για να κρατήσει

έναν χτύπο της καρδιάς, μια χιλιετία, σαν

το μοναδικό δείκτη στον κύκλο,

που μια ψυχή,

η δική του

ψυχή

περιέγραφε,

που μια ψυχή

αριθμούσε και

σφράγιζε.

Page 52: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

HAWDALAH

Στο ένα, στο

μοναδικό

νήμα, σ’ αυτό

υφαίνεις – αυτό

σε τυλίγει, σε τόπο

ελεύθερο, εκεί,

σε τόπο δεμένο.

Πελώρια

στέκουν τ’ αδράχτια

σε χώρα ανύπαρχτη, τα δέντρα: είναι ένα φως,

βγαίνει από κάτω,

δεμένο κόμπο στ’ αέρινο χαλί,

και πάνω στρώνεις το τραπέζι, βάζεις τις άδειες

καρέκλες και τη δική τους

λάμψη του Σαββάτου προς - -

προς τιμήν.

Page 53: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

LE MENHIR

Γκρίζο της πέτρας

που βλασταίνει.

Γκρίζα μορφή, βλέμμα της πέτρας

δίχως μάτια, με σένα

πρόβαλε η γη μπροστά μας, ανθρώπινα,

σε σκοτεινούς, σε λευκούς δρόμους έρημης χώρας,

το βράδυ, μπροστά

σου, χάος τα’ ουρανού.

Κάτι που μοιχεύτηκε, παρασυρμένο μέχρι εδώ, βούλιαζε

πίσω από την πλάτη της καρδιάς. Θαλασσό-

μυλος άλεθε.

Με φωτεινά φτερά κρεμόσουν, το πρωί,

ανάμεσα σε σπάρτο και πέτρα,

μικρή πεταλούδα.

Μαύροι, των φυλαχτών

το χρώμα, έτσι ήσαστε,

κόκκοι συμ-

προσευχόμενοι.

Page 54: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΜΕ ΤΣΙΡΚΟ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΟ

Στη Βρέστη, μπρος σε στεφάνια από φωτιά,

στη σκηνή, εκεί που πήδηξε ο τίγρης,

εκεί σε άκουσα, πεπερασμένο, να τραγουδάς,

εκεί σε είδα, Μάντελσταμ.

Ο ουρανός κρεμόταν πάνω από τον όρμο,

ο γλάρος κρεμόταν πάνω από το γερανό.

Ό,τι έχει τέλος τραγουδούσε, ό,τι μένει απαράλλαχτο,-

κανονιέρα, σε λένε “Baobab”.

Χαιρέτησα την τρίχρωμη σημαία

με μια ρώσικη λέξη-

Το χαμένο δεν ήταν χαμένο,

η καρδιά είναι ένας τόπος οχυρός.

Page 55: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ

Ουρανός λόγου τομάρι. Και πάντα

γράφει μια φτερούγα καθαρή.

Θυμήσου, εσύ

που βάφτηκες

με σκόνη, ήρθα κι εγώ

σαν γερανός.

Page 56: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

KERMORVAN

Μικρό μου αστέρι κενταυρίδα,

κι εσύ οξιά, σκλήθρο και φτέρη:

είμαι κοντά σας σε ξένα μέρη,-

Πέφτουμε στα δίχτυα σου πατρίδα.

Δίπλα σε φοινικιάς κορμό με γένι

κρέμεται μαύρο το τσαμπί της ροδοδάφνης.

Αγαπώ, ελπίζω, πιστεύω, -

μικρό της θάλασσας φοινίκι χαίνει.

Ένας λόγος λέει –σε ποιόν; Στον εαυτό του:

Servir Dieu est régner, -μπορώ τώρα

να τον διαβάσω, έχει φως δικό του,

πέρα απ’ του Kannitverstan τη χώρα.

Page 57: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΕΓΩ ΕΚΟΨΑ ΚΑΛΑΜΙΑ:

για σένα, γιε μου.

Έζησα.

Τούτο το καλύβι που αύριο θα χαλαστεί, σήμερα

στέκει.

Εγώ δεν έχτισα παρέα: εσύ

δεν ξέρεις, σε τι

δοχεία έβαζα

την άμμο γύρω μου, για χρόνια, με

διαταγή και εντολή. Η δική σου

έρχεται από τόπο ελεύθερο – μένει

ελεύθερη.

Το καλάμι, που εδώ πιάνει ρίζα, αύριο

θα στέκει ακόμα, όπου κι αν

σε πάει η ψυχή σου σε τόπο α-

δέσμευτο.

Page 58: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΚΩΛΟΝ

Κανένα από το φως της αγρύπνιας

των λέξεων παραπλανημένο

χέρι.

Αλλά εσύ, Κοιμωμένη, πάντα

στη γλώσσα αληθινή σε κάθε

παύση:

με αντάλλαγμα

πόσους αποχωρισμούς

το ετοιμάζεις πάλι για ταξίδι:

το κρεβάτι

μνήμη!

Το νοιώθεις, είμαστε εδώ

λευκοί από χίλια

χρώματα, χίλια

στόματα από

άνεμο-καιρό, πνοή-χρονιά, καρδιά-ποτέ.

Page 59: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΙV.

Page 60: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΤΙ ΕΓΙΝΕ; Η πέτρα κύλησε από το βουνό.

Ποίος ξύπνησε; Εσύ κι εγώ.

Γλώσσα, γλώσσα. Αστέρι αδερφός. Γη γειτονική.

Φτωχότερο. Ανοιχτό. Της πατρίδας.

Που πήγαινε; Προς τον αντίλαλο που ακόμα δεν έσβησε.

Με την πέτρα πήγαινε, μ’ εμάς τους δυο.

Καρδιά και καρδιά. Πολύ βαρύ βρέθηκε.

Βαρύτερο γίνεται. Ελαφρότερο είναι.

Page 61: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΟΛΑ Σ’ ΕΝΑ

Δεκατρείς Φλεβάρη. Στο στόμα της καρδιάς

ξυπνημένο schibboleth. Μαζί σου,

Peuple

de Paris. No pasarán.

Πρόβατο στ’ αριστερά: ο Αμπαντίας,

ο γέρος από τη Χουέσκα, ήρθε με τα σκυλιά

μέσ’ από το χωράφι, στην εξορία

στεκόταν λευκό ένα σύννεφο

ανθρώπινης χάρης, τη λέξη που είχαμε ανάγκη

μας την είπε στο χέρι, ήταν

ισπανικά τσοπάνου, εκεί,

μέσα στο παγωμένο φως του καταδρομικού «Αουρόρα»:

το χέρι του αδελφού, κάνοντας σινιάλο με τον

επίδεσμο βγαλμένο

απ’ τα εύγλωττα μάτια –Πετρούπολη, των

αλησμόνητων περιπλανώμενη πολιτεία, ακόμα

κι εσύ την είχες με τον τρόπο της Τοσκάνης στην καρδιά.

Ειρήνη στα καλύβια!

Page 62: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΕΞΩ ΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΟΣ,

έξω φτυσμένος μες στη νύχτα.

Κάτω από τι

αστέρια! Καθαρό

ασήμι σφυρηλατημένο γκρίζο απ’ τους χτύπους της

καρδιάς. Και

η κόμη της Βερενίκης κι εδώ, - έπλεξα

ξέπλεξα,

πλέκω, ξεπλέκω.

Εγώ πλέκω.

Γαλανό χάος, μέσα σου

σπρώχνω το χρυσάφι. Και μ’ αυτό, αυτό

που σπαταλήθηκε με γυναίκες και πόρνες,

έρχομαι κι έρχομαι. Σε σένα,

αγαπημένη.

Και με βλαστήμια και προσευχή. Και με κάθε

ρόπαλο που σφυρίζει

πάνω απ’ το κεφάλι μου: κι όλα σ’ ένα

λιωμένα,

φαλλικό δεμάτι στραμμένο σε σένα,

στεφάνι-και-λέξη.

Με ονόματα, ποτισμένα

από κάθε εξορία.

Με ονόματα και σπέρματα,

Page 63: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

με ονόματα, βουτηγμένα

σ’ όλους τους

κάλυκες, που στέκουν γεμάτοι

απ’ το βασιλικό σου αίμα, άνθρωπε – σ’ όλους τους

κάλυκες του μεγάλου

ρόδου του γκέτο, από εκεί που

μας κοιτάς, αθάνατος από τόσους

σε πρωινούς δρόμους πεθαμένους θανάτους.

(Και τραγουδήσαμε τη Βαρσοβιάνκα.

Με βουρλισμένα χείλη, Πετράρχη.

Στ’ αυτιά της τούντρας, Πετράρχη.)

Κι ανεβαίνει μια γη, η δική μας,

ετούτη.

Και δε στέλνουμε

κανένα δικό μας κει κάτω

σε σένα,

Βαβέλ.

Page 64: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΠΟΥ ΜΟΥ ‘πεσε η λέξη, η αθάνατη:

στο χάος τα’ ουρανού πίσω απ’ το μέτωπο,

εκεί πάει, οδηγημένο από σάλιο και σκουπίδια,

το επτάφωτο άστρο, που ζει στο πλευρό μου.

Στο σπίτι της νύχτας, οι στίχοι, η ανάσα στην κοπριά,

το μάτι δούλος των εικόνων –

Κι όμως: μια ορθή σιωπή, μια πέτρα,

που παρακάμπτει τη ράμπα του διαβόλου.

LES GLOBES

Page 65: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Στα μάτια που χάσανε το δρόμο – εκεί διάβασε:

των ήλιων-, της καρδιάς –τις τροχιές, το

ωραίο σαν σφύριγμα σφαίρας ματαίως.

Τους νεκρούς κι όλα

όσα από εκείνους γεννήθηκαν. Την

αλυσίδα των γενεών,

που είναι θαμμένη εδώ και

ακόμα κρέμεται, στον αιθέρα,

αιωρούμενη στην άκρη της αβύσσου. Όλων των

προσώπων γραφή, εκεί που

σφυρίζοντας καρφώθηκαν

άμμος οι λέξεις – μικρή αιωνιότητα,

συλλαβές.

Όλα,

και το πιο βαρύ, θα

πετούσαν, τίποτα δεν

τα κρατούσε.

ΙΟΥΤΑΘΙ

Page 66: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Βαρύ, βαρύ, βαρύ

και δυσκίνητο σε

δρόμους και ξεφτίδια λέξεων.

Και – ναι –

οι μεμβράνες των ποιητών-προγραφέων

κοάζουν και βαδίζουν και ψιθυρίζουν και σαν οχιές σφυρίζουν,

επιστολογαφούν.

Χολή, από

άντερο στο χέρι και το δάχτυλο, εκεί

πέρα από τη γραφή ενός

προφήτη το όνομα αφήνει το ίχνος του, σαν

ανά- και περί- κι υστερόγραμμα, με

ημερομηνία του κανενός τη μέρα το Σεπτέμβρη -:

Πότε,

πότε ανθίζουν, πότε,

πότε ανθίζουν τα, θιζουνταθί,

ιουταθί, ναι αυτά, του Σεπτέμβρη τα

ρόδα;

Γχά – on tou… Μα πότε;

Πότε, ποτεπότε,

τρελό πότε, ναι τρελό, -

αδελφέ

Τυφλωμένε, αδελφέ

Σβησμένε, διαβάζεις,

τούτο δω, τούτο;

Page 67: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Παρά-

ταιρο -: Πότε

ανθίζει, το πότε,

το από πού, το προς τα πού κι αυτό

κι εκείνος που

βαθιά και δύσκολα και μέχρις εσ΄χατων κι εντός του ζει, τον

άξονα τόνο, Tellus, στο

αυτί της ψυχής του

που βουίζει από

φως ακροάσιμο, τον

άξονα τόνο βαθιά

στο μυχό της

στρογγυλής σαν αστέρι συντριβής

που έγινε σπίτι μας; Κι όμως

κινείται, στης καρδιάς το δρόμο.

Τον τόνο, ωχ,

τον Ωχ-τόνο, αχ,

το Α και το Ω,

το Ωχ-πάλι-κρεμάλες, το Αχ-πώς-θεριεύει

σε αρχαίο

αγρό μανδραγόρων θεριεύει,

σα στολίδι αστόλιστο βότανο,

σα βότανο, σαν επίθετο, σα λέξη τσεκούρι,

επι-

θετικά, έτσι ορμάνε

στον άνθρωπο, σκιά,

λένε, ήταν

Page 68: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

το αντίδοτο –

γλυκά σε γιορτινό τραπέζι, τίποτ’ άλλο, -:

Λιτός,

συγκαιρινός, νομιμόφρων

πιάνει ο Σιντερχάνες δουλειά,

κοινωνικός κι οιονεί αλμπίνος, και

η Ιουλιέτα, η Ιουλιέτα:

παχύσαρκη ύπαρξη ρύεται,

αρχίζει η λαιμητόμος να ρεύεται, -call it (ντε!)

love.

Oh quand refleuriront, oh roses, vos septembres?

Page 69: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΛΥΒΑΣ

Το μάτι σκοτεινό:

σαν παράθυρο καλύβας. Μαζεύει,

ό,τι ήταν κόσμος, μένει κόσμος: την περιπλανώμενη

Ανατολή, τους

μετέωρους, τους

ανθρώπους-κι-εβραίους,

το λαό-της-νεφέλης, μαγνητικά

σε τραβάει, με της καρδιάς τα δάχτυλα,

Γη:

έρχεσαι, έρχεσαι,

θα ‘χουμε σπίτι, σπίτι, κάτι

-μια ανάσα; ένα όνομα;-

πάει στον ορφανεμένο τόπο τριγύρω,

χορευτικά, μονοκόμματα,

του αγγέλου

φτερό, βαρύ από κάτι αόρατο, στο

γδαρμένο πόδι που αφόρμισε, με το βάρος

στο κεφάλι στοιβαγμένο

απ’ το μαύρο χαλάζι, που

έπεφτε κι εκεί, στο Βιτέμπσκ,

-κι αυτοί, που το σπείρανε, αυτοί

το ξεγράψανε

με μιμητικά αντιαρματικά ορνιθοσκαλίσματα!-,

πάει, πάει τριγύρω,

Page 70: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ψάχνει,

ψάχνει κάτω,

ψάχνει πάνω, μακριά, ψάχνει

με το μάτι, πάει και φέρνει

το Άλφα του Κενταύρου, τον Αρκτούρο, φέρνει

και την ακτίνα, από τα μηνύματα,

πάει στο Γκέτο και στην Εδέμ, μαζεύει

το αλφαβητάρι των άστρων, φτιάχνει τον αστερισμό,

που ο άνθρωπος τον έχει για σπίτι, εδώ,

ανάμεσα στους ανθρώπους,

επιθεωρεί

όλα τα στοιχεία και των στοιχείων τη θνητή-

αθάνατη ψυχή,

πάει στο άλεφ και γιούντ και πάει παραπέρα,

τη χτίζει, την ασπίδα του Δαυίδ, την αφήνει

να πάρει φωτιά, μια φορά,

την αφήνει να σβήσει – εκεί στέκει,

αόρατος, στέκει

πλάι στο άλφα και το άλεφ, πλάι στο γιούντ,

πλάι στα άλλα, πλάι

σ’ όλα: σε

σένα,

μπέθ,-αυτό είναι

το σπίτι, εκεί που στέκει το τραπέζει με

Page 71: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

το φως και το φως.

Page 72: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΟΙ ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΠΟΝΟΣ

Προσφερόταν σε Σένα, στο χέρι σου:

ένα Εσύ, πέρα από το θάνατο,

όπου κάθε Εγώ επέστρεφε στον εαυτό του. Γύρω

φωνές χωρίς λέξεις, άδειες μορφές, μέσα τους

όλα χωρούσαν, ανάμεικτα,

ξεχωριστά,

και πάλι

ανάμεικτα.

Και αριθμοί ήσαν

συνυφασμένοι στο

αναρίθμητο. Ένα και χίλια και ό,τι

μπρος και πίσω

ήταν μεγαλύτερο απ’ τον εαυτό του, μικρότερο, φτασμένο

στην ώρα του και

στο παρελθόν και το μέλλον

μεταμορφούμενο σε

σπερμοφόρο ποτέ.

Ξεχασμένο αρπάχτηκε

απ’ ό,τι πρόκειται να ξεχαστεί, μέρη του κόσμου, μέρη

της καρδιάς

κολυμπούσαν,

βούλιαζαν και κολυμπούσαν. Ο Κολόμβος,

πέρα από το χρόνο, το κολχικό

στο μάτι, τη μήτρα-

λουλούδι,

Page 73: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

τσάκισε ξάρτια και πανιά. Όλα ξανοίχτηκαν,

ελεύθερα,

αποκαλυπτικά,

το ρόδο των ανέμων τίναξε τα λουλούδια, φυλλορρόησε,

ένας ωκεανός

άνθισε πάνδημος και φωτεινός, μέσα στο μαύρο φως

που χάραζε το ακυβέρνητο τιμόνι. Σε φέρετρα,

λάρνακες και κανόπες,

ξυπνούσαν τα μικρά παιδιά

Ίασπις, Αχάτης, Αμέθυστος – λαοί,

φυλές και γένη, ένα τυφλό

έστω

δέθηκε στο

λυμένο καραβόσκοινο

με κεφάλι φιδιού – ένας

κόμπος

(κι αντίκομπος, και κόντρα-κόμπος, και μη-κόμπος, και

δίδυμος,

και χίλιοι κόμποι), και πάνω του

με μάτι νύχτας του καρναβαλιού η επώαση

των χρυσόμαλλων άστρων στην άβυσσο

από-,από-,από-

τύπωνε, τύπωνε.

Page 74: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

LA CONTRESCARPE

Βγάλε της ανάσας το νόμισμα από μέσα σου

από τον αέρα γύρω σου και το δέντρο:

τόσο

πολύ

ζητάνε απ’ αυτόν,

που η ελπίδα σαρώνει

στην καμπούρα του δρόμου της καρδιάς –τόσο

πολύ

στη στροφή,

εκεί που πετυχαίνει το βέλος ψωμί,

που ήπιε το κρασί της νύχτας του, το κρασί

για της μιζέριας, για του βασιλιά

την αγρύπνια.

Δεν ήρθαν μαζί, τα χέρια που αγρυπνούσαν,

δεν ήρθε η βαθιά

στου ματιού σου τον κάλυκα θαμμένη ευτυχία;

Δεν ήρθε, με χνούδι,

το καλάμι του Μάρτη που έβγαζε ήχο ανθρώπινο, που

έδινε φως,

άλλοτε, σε μέρη μακρινά;

Ξέκοψε το ταχυδρομικό περιστέρι, έπρεπε το δαχτυλίδι

του

ν’ αποκρυπτογραφηθεί; (Όλη η

Page 75: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

νεφέλη γύρω του –ήταν αναγνωρίσιμη.) Ταίριαζε

στο σμήνος; Και κατάλαβε,

και πέταξε όταν εκείνο δε γύρισε πια;

Αμπάρι στέγη γερτή –σε περιστεριού

καρένα ακουμπάει ό,τι κολυμπάει. Μέσ’ από τα στραβό-

ξυλα

ματώνει το μήνυμα, πράγμα που πέρασε ο καιρός του

ξανανιώνει ριγμένο στη θάλασσα:

Μέσω Κρακοβίας

έφτασες, στο σταθμό

Anhalter

κύλησε προς το βλέμμα σου ένας καπνός,

που ερχόταν από το αύριο. Κάτω από

πωλόβνιες

είδες τα μαχαίρια να στέκουν, ξανά,

ακονισμένα απ’ την απόσταση. Θα γινόταν

χορός. (Quatorze

juillets. Et plus de neuf autres.)

Κάτι στρεβλό, στίχος μαϊμούς, στόμα λοξό

μιμούνταν το βίωμα. Ο Κύριος,

τυλιγμένος σ’ ένα ειλητάριο, πλησίασε

τον κόσμο. Τράβηξε

μια μικρή αναμνηστική φωτογραφία. Ο αυτόματος

διακόπτης, ήσουν

εσύ.

Page 76: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Ώ αυτή η συμ-

φιλίωση. Κι όμως πάλι, ξανά,

εκεί, εκεί που πρέπει να πας, το μοναδικό

ακριβές

κρύσταλλο.

Page 77: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΣ, απ’ ό,τι εσύ νομίζεις, απ’ ό,τι εγώ

νομίζω,

η σημαία κυματίζει ακόμα,

τα μικρά μυστικά είνι ακόμα στη θέση τους,

ρίχνουν ακόμα σκιές, απ’ αυτές

ζεις εσύ, ζω εγώ, ζούμε εμείς.

Το ασημένιο νόμισμα πάνω στη γλώσσα σου λιώνει,

έχει τη γεύση του αύριο, του πάντα, ένας δρόμος

για τη Ρωσία σου ανεβαίνει στην καρδιά,

η σημύδα της Καρελίας

περίμενε,

τ’ όνομα Όσιπ έρχεται προς το μέρος σου, εσύ του

αφηγείσαι,

ό,τι ήδη ξέρει, το παίρνει, το παίρνει από πάνω σου, με

χέρια,

του ξεκολλάς το μπράτσο απ’ τον ώμο, το δεξιό,

τ’ αριστερό,

ράβεις τα δικά σου στη θέση τους, με χέρια, με δάχτυλα,

με γραμμές,

-ό,τι σχίστηκε, γίνεται ένα και βλασταίνει ξανά-

εκεί τα ‘χεις, εκεί πάρ’ τα, εκεί τα ‘χεις και τα δυο,

τ’ όνομα, τ’ όνομα το χέρι, το χέρι,

εκεί παρ’ τα για ενέχυρο,

το παίρνει κι αυτό, κι εσύ έχεις

ξανά, ό,τι είναι δικό σου, ό,τι ήταν δικό του,

ανεμόμυλοι

Page 78: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

σου φυσάνε αέρα στα πνευμόνια, κωπηλατείς

μέσ’ από ισθμούς, λαγκούνες και κανάλια,

με το φέγγος των λέξεων,

στην πρύμνη ούτ’ ένα γιατί, στην πλώρη ούτ’ ένα προς

πού, ένα κέρας κριού σε συνεπαίρνει

-Tekiah!-

σαν ήχος μιας σάλπιγγας πέρα απ’ τη νύχτα μέχρι τη μέρα, οι οιωνοί

ξεσχίζουν ο ένας τον άλλον, ο άνθρωπος

έχει την ειρήνη του, ο Θεός

τη δική του, ο έρωτας

γυρνάει στα κρεβάτια, τα μαλλιά

των γυναικών μεγαλώνουν ξανά,

το μέσα στραμμένο

μπουμπούκι στο στήθος τους

σκάει πάλι στη μέρα, στης ζωής,

στης καρδιάς τις γραμμές ξυπνάει

μέσα στο χέρι σου, που ανηφόριζε των λαγόνων το

δρόμο,-

πώς τη λένε, τη χώρα σου

πίσω απ’ το βουνό, πίσω απ’ τον χρόνο;

Εγώ ξέρω, πώς τη λένε.

Σαν το παραμύθι του χειμώνα, έτσι τη λένε,

τη λένε σαν το παραμύθι του καλοκαιριού,

τη χώρα των τριών χρόνων της μάνας σου, αυτή ήταν,

αυτή είναι,

μεταναστεύει παντού, σαν τη γλώσσα,

πέτα την πέρα, πέτα την πέρα,

Page 79: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

και τότε την έχεις ξανά, σαν κι αυτό,

το χαλίκι από τη λεκάνη της Μοραβίας,

που η σκέψη σου έσερνε μέχρι την Πράγα,

μέσ’ απ’ το μνήμα, μέσ’ απ’ τα μνήματα, στη ζωή,

από καιρό

έχει φύγει, σαν το γράμμα, σαν όλα

τα φανάρια του δρόμου, ξανά

πρέπει να το ψάξεις, εκεί είναι,

μικρό είναι, άσπρο,

στη γωνία, εκεί είναι πεσμένο, πλάι στη Νορμανδία-Νιέμεν –στη Βοημία,

εκεί, εκεί, εκεί,

πίσω απ’ το σπίτι, μπρος απ’ το σπίτι,

άσπρο είναι, άσπρο και λέει:

Σήμερα –αξίζει.

Άσπρο είναι, άσπρο, μια ακτίνα

νερού βρίσκει το δρόμο, μια ακτίνα καρδιάς,

ένα ποτάμι,

εσύ ξέρεις τα’ όνομά του, οι όχθες

κρέμονται στο φως, σαν το όνομα,

εσύ το ψηλαφείς, με το χέρι:

Alba.

Page 80: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΡΟΥΣΑ

Όλοι οι ποιητές εβραίοι

ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ

Από

τον αστερισμό του Κυνός, από

το πιο λαμπρό του αστέρι κι απ’ το μικρό

φανάρι, που μαζί του υφαίνει

σε δρόμους που καθρεφτίζονται στη γη,

από

ραβδιά προσκυνητών, κι εκεί ακόμα, απ’ το νότο, ξένο

κι από νήμα της νύχτας οικείο

σαν άταφες λέξεις,

που τριγυρνάνε

στο μαγεμένο τόπο κατακτημένων

στόχων και λίκνων και στηλών.

Από

κάτι αληθινά

κι από πριν και πάνω απ’ όλα σε σένα,

από

κάτι ειπωμένο προς τον ουρανό,

που έτοιμο εδώ περιμένει, μια

πέτρα όμοια με την καρδιά του, που κάποιος τη φτύνει

μαζί με τ’ ά-

φθαρτα της ώρας της γρανάζια, έξω

εκεί που δεν έχει ώρα και χρόνο. Από τέτοιο

χτύπο και χτύπο ανάμεσα

Page 81: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

σε κύβους από χαλίκια με

αυτήν που μπορείς να πάρεις αμφί-

δρομα ακολουθώντας τα ίχνη που άφησε ύαινα,

τη γραμμή

των προγόνων,

που πήραν τ’ όνομα από τ’ όνομα

κι από την άβυσσο που ανοίγει ο κύκλος.

Από

ένα δέντρο, από ένα.

Ναι, κι απ’ αυτό. Κι από το δάσος γύρω του. Από δάσος

απάτητο, από

τη σκέψη, εκεί που γεννήθηκε, σαν ήχος

μισός κι αχός κι απόηχος που σβήνει, σε τρόπο σκυθικό

στιχουργημένος

στο ρυθμό

που χτυπούν οι κρόταφοι εκείνων

που έσυρε το κύμα στο ακρογιάλι,

με

τα’ άχυρα

της στέπας που ανάσανε

γραμμένα στην καρδιά

της συγκοπής των ωρών –στο βασίλειο,

από τα βασίλεια

το πιο ευρύχωρο,

στη μεγάλη εσώτατη φλέβα

πέρα

από τη ζώνη των άλαλων λαών, σ’ εσένα

Page 82: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

της γλώσσας ζυγαριά, του λόγου ζυγαριά, της πατρίδας

ζυγαριά εξορία.

Από εκείνο το δέντρο, εκείνο το δάσος.

Από της γέφυρας

την πλάκα, από εκεί

που πήδησε στη ζωή

και διάβηκε, ιπτάμενος

από πληγές, -από την

Pont Mirabeau.

Εκεί που δεν κυλάει ο Όκα. Et quels

amours! (Κυριλλικά, φίλοι, ακόμα και κυριλλικά

καβάλα πέρασα πάνω απ’ το Σηκουάνα,

καβάλα πάνω απ’ το Ρήνο.)

Από ένα γράμμα, απ’ αυτό.

Από το ένα-γράμμα, από το γράμμα-ανατολή. Από ένα

σκληρό,

ελάχιστο σωρό λέξεων, από το

άοπλο μάτι, που

τα τρία

αστέρια της ζώνης του Ωρίωνα –ραβδί

του Ιακώβ, εσύ,

πάλι επιστρέφεις!-

οδηγεί στο

χάρτη τ’ ουρανού, που άνοιξε για χάρη του.

Page 83: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

Από το τραπέζι, εκεί που έγινε.

Από μια λέξη, που βγήκε απ’ το σωρό,

κι έκανε το τραπέζι

κάτεργο, από τα μέρη του ποταμού Όκα

και τα νερά.

Από τη διπλανή λέξη, που

ένας κατάδικος γρυλίζει, στο αυτί –όψιμο καλοκαίρι-

του σκαρμού του

που σκλάβωσε το φως:

Κολχίδα.

Page 84: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ, εκεί μένει η ρίζα σου, εκεί,

στον αέρα.

Εκεί που το χώμα σβολιάζει, γήινο,

ανάσα-και-πηλός.

Πελώριος

προχωράει εκεί πάνω ο Εξόριστος, ο

Καμένος: ένας Πομερανός, πάλι σπίτι του

στο τραγούδι των χρυσών σκαθαριών, που έμεινε μητρικό,

καλοκαιρινό, φωτεινό

αίμα στην άκρη

κάθε απόκρημνης,

ψυχρής χειμωνιάτικης

συλλαβής.

Μαζί του

μεταναστεύουν οι μεσημβρινοί:

απορροφημένοι

από τον πόνο του

που κυβερνάει τον ήλιο, που αδελφώνει τις χώρες κατά

το λόγο του μεσημεριού ενός

τόπου μακρινού

που αγαπάει. Όλοι

οι τόποι είναι Εδώ κι είναι Σήμερα, από την απελπισία

βγαλμένη,

η λάμψη,

και μέσα της μπαίνουν οι διχασμένοι

με τα τυφλωμένα στόματά τους:

Page 85: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο

το φιλί, νυχτερινό,

κάψιμο που τυπώνει σε μια γλώσσα το νόημα, κι εκεί

ξυπνούν, αυτοί-:

παλιννοστούντες στον

ανοίκειο τόπο του αναθέματος,

που μαζεύει τους διεσπαρμένους, όσοι

διάβηκαν την άναστρη ψυχή, οι

σκηνοποιοί ψηλά στο χώρο

των καραβιών και των βλεμμάτων τους,

η ελπίδα μικρών στεφανιών,

μέσ’ από φτερά αρχαγγέλου κελαρύζει, από τη μοίρα,

οι αδελφοί, οι αδελφές, όσοι

πολύ ελαφροί, πολύ βαριοί, πολύ ελαφροί

βρεθήκανε με

τη ζυγαριά των κόσμων στον αιμο-

μιχτικό, στον

καρποφόρο κόλπο, οι όλη τη ζωή ξένοι,

σπερματικά στεφανωμένοι μ’ αστέρια, βαριά

στα ρηχά ξαπλωμένοι, τα κορμιά

σωρός, υψώματα, αναχώματα, -οι

άνθρωποι περάσματα, που

το στραβό ποδάρι των θεών δια-

σχίζει σκοντάφτοντας –για

τίνος

τον αστρικό χρόνο πολύ αργά;

Page 86: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο
Page 87: Πάουλ Τσέλαν-Του κανενός το ρόδο