14
Μπουκανιέροι και φλιμπουστιέροι Κάποιος ισχυρός της γης, αφού σκότωσε κάμποσους αθώους ανθρώπους κι έκανε τον κόσμο άνω κάτω από τη μεγαλομανία του, πήγε σένα νησί στην άλλη άκρη του κόσμου, για να ησυχάσει . Με τι τρόπο θα βρει ησυχία, πώς θα μπορέσει να κοιμάται , ύστεραπό τόσο αίμα που έχυσε και με τόσες κατάρες που σηκώνει στην καμπούρα του αυτός ο άνθρωπος; Εμείς οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Ωστόσο, εγώ είμαι σίγουρος πως δε θα βρήκε ούτε μια στιγμή ανάπαυση κι ησυχία, γιατί εκείνο το νησί που πήγε θα τρεμε κάτω από τα πόδια του όπως έτρεμε η γης κάτω από τα πόδια του Κάιν. Κι αληθινά, έφυγε από κει γλήγορα και γύρισε στον τόπο του, για να πιάσει πάλι την ίδια βλογημένη δουλειά που έκανε πριν. Το νησί που πήγε αυτός ο δυστυχής άνθρωπος το λένε Γιαμάικα και βρίσκεται ανάμεσα σένα κοπάδι από πολλά νησιά που τα λένε Αντίλλες και που βρίσκουνται στην Αμερική, κατά το μέρος του Ατλαντικού Ωκεανού, ανατολικά από τον κόρφο του Μέξικου, αραδιασμένα από τον μαΐστρο (ΒΔ) στον σορόκο-λεβάντε (ΝΑ). Φτάνουνε σε τρεις χιλιάδες μίλια μάκρος, από τη μπούκα του μεξικάνικου κόρφου ίσαμε ανοιχτά από τη στεριά της Μπενεζουέλας, εκεί που χύνεται στη θάλασσα ο μεγάλος ποταμός Ορενόκος. Όσα πέφτουνε κατά τον κόρφο του Μέξικου τα λένε Μεγάλες Αντίλλες, κι όσα βρίσκουνται κατά τη Μπενεζουέλα τα λένε Μικρές Αντίλλες. Οι Μεγάλες Αντίλλες είναι η Κούβα, η Αϊτή ή Σπανιόλα, η Γιαμάικα και το Πόρτο Ρίκο. Οι Μικρές Αντίλλες είναι η Γουαδελούπα, η Μαρτινίκα, η Ινάγκουα, η Μπαρμπάδα, καθώς και τα νησιά Μπαχάμα, η Προβιντέντσα κι άλλα μικρότερα. Τις Μικρές Αντίλλες τις λέγανε και Καραϊμπικά Νησιά από τους ανθρωποφάγους Καραΐμπους που τα κατοικούσανε. Κοντά στη στεριά της Μπενεζουέλας, κατά το βασίλεμα, βρίσκουνται τα νησιά Αρούβα, Κουρασό και Μπουέν Άιρε, που είναι σήμερα ολλαντέζικα. Αμερικάνικα είναι το Πόρτο Ρίκο, ο Άγιος Θωμάς κι ο Άγιος Γιάννης. Η Κούβα είναι ανεξάρτητη δημοκρατία, καθώς κι η Αϊτή. Γαλλικές είναι η Γουαδελούπα, η Μαρτινίκα και κάποια άλλα μικρόνησα. Εγγλέζικη είναι η Γιαμάικα και κάτι μαζεμένα νησιά, που βρίσκουνται βορινά από την Αϊτή κι από την Κούβα και που λέγουνται Μπαχάμα, καθώς και κάποια άλλα κοντά στη Μπενεζουέλα. Ανάμεσα στα νησιά της Μπαχάμας που έχουνε οι Εγγλέζοι είναι κι ένα που το λένε Σαν Σαλβατόρ, δηλαδή Άγιο Σωτήρα. Αυτό το νησί είναι η πρώτη στεριά που βρήκε ο Κολόμπος σαν ανακάλυψε την Αμερική. Προ τρακόσια πενήντα χρόνια, στις Αντίλλες είχανε μαζευτεί λογής λογής τυχοδιώχτες, της λεμονιάς τάνθος, κατά το λεγόμενο, και κλέβαν ο ένας τον άλλον, ανθρώποι από διάφορες φυλές, μα οι περισσότεροι ήτανε Εγγλέζοι , Φραντσέζοι κι Ολλαντέζοι . Στο τέλος ενωθήκανε όλοι μαζί, σμίξανε τα κεφάλαιά τους, κάνανε μια κομπανία και κουρσεύανε τα καράβια. Δεν ήταν όλοι κακοί άνθρωποι , μόνο ήτανε κακομαθημένοι και δυστυχισμένοι , έρημοι στον κόσμο κι επειδή δεν γνωρίζανε καμιά δουλειά, το ρίχνανε στο κούρσος και στην κλεψιά. Οι πρώτοι απαυτούς πιάσανε το νησί της Σπανιόλας, που το λέγανε κι Άγιο Ντομίγκο, και κυνηγούσανε αγριόβοδα που ζούσανε απάνω σαυτό το νησί. Άλλοι απαυτούς ήτανε καραβοτσακισμένοι , άλλοι είχανε φύγει από τα καράβια, επειδής είχανε βαρεθεί ή είχανε κανωμένο κανένα φονικό, μέναν λόγο, λίγο ως πολύ, ήτανε του σκοινιού και του παλουκιού. Οι περισσότεροι ήτανε θαλασσινοί , μα είχε και στεριανούς που κάνανε διάφορες δουλειές μέσα στα καράβια, μαραγκοί , σιδεράδες, τσαγκαράδες, χασάπηδες. Ζούσανε με πολλή σκληραγωγία, σαν τους αγριανθρώπους, και καθόντανε πεντέξι μαζί, σε κάτι καλύβες κανωμένες από χοντρά δέντρα, επειδή στη Σπανιόλα είχε πολλά δέντρα, και σκεπασμένες με χορτάρια ή με τομάρια. Τρώγανε κρέας και πωρικά, που τα κόβανε από τα δέντρα. Όπως είπαμε στην αρχή, κυνηγούσανε άγρια βόδια και καπνίζανε τα κρέατά τους και τα πουλούσανε στα καράβια. Κι επειδής αυτή την τέχνη την μάθανε από τους αγριανθρώπους Καραΐμπους που τη λέγανε «μπουκάν», τους είπανε κι αυτούς μπουκανιέρους. Τα πιο πολλά καράβια, που είχανε μαζί τους δοσοληψία, ήτανε κουρσάρικα κι απαυτά σιγά σιγά κολλήσανε την αρρώστια και στο τέλος γινήκανε όλοι τους κουρσάροι και τους είπανε φλιμπουστιέρους. Οι Σπανιόλοι , βλέποντας πως οι μπουκανιέροι προκόβανε και πληθαίνανε, τους κυνηγούσανε αλύπητα, προ πάντων τους Εγγλέζους και τους Φραντσέζους, που είχανε πόλεμο μαζί τους. Κι αυτοί πάλι , όπου βρίσκανε Σπανιόλο, τον σκοτώνανε. Οι μπουκανιέροι , σαν είδανε πως δεν μπορούσανε να σταθούνε στη Σπανιόλα, περάσανε σένα μικρό ρημονήσι , που το λέγανε Τορτούγα, δηλαδή Χελώνα, επειδής έμοιαζε με το καύκαλο της χελώνας. Εκεί 1 of 14 9/7/2009 10:32 AM

ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

literature

Citation preview

Page 1: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

Μπουκανιέροι και φλιμπουστιέροι

Κάποιος ισχυρός της γης, αφού σκότωσε κάμποσους αθώους ανθρώπους κι έκανε τον κόσμο άνωκάτω από τη μεγαλομανία του, πήγε σ’ ένα νησί στην άλλη άκρη του κόσμου, για να ησυχάσει. Με τιτρόπο θα βρει ησυχία, πώς θα μπορέσει να κοιμάται, ύστερ’ από τόσο αίμα που έχυσε και με τόσεςκατάρες που σηκώνει στην καμπούρα του αυτός ο άνθρωπος; Εμείς οι συνηθισμένοι άνθρωποι δενμπορούμε να το καταλάβουμε. Ωστόσο, εγώ είμαι σίγουρος πως δε θα βρήκε ούτε μια στιγμή ανάπαυσηκι ησυχία, γιατί εκείνο το νησί που πήγε θα ‘τρεμε κάτω από τα πόδια του όπως έτρεμε η γης κάτω απότα πόδια του Κάιν. Κι αληθινά, έφυγε από κει γλήγορα και γύρισε στον τόπο του, για να πιάσει πάλι τηνίδια βλογημένη δουλειά που έκανε πριν. Το νησί που πήγε αυτός ο δυστυχής άνθρωπος το λένε Γιαμάικα και βρίσκεται ανάμεσα σ’ ένακοπάδι από πολλά νησιά που τα λένε Αντίλλες και που βρίσκουνται στην Αμερική, κατά το μέρος τουΑτλαντικού Ωκεανού, ανατολικά από τον κόρφο του Μέξικου, αραδιασμένα από τον μαΐστρο (ΒΔ) στονσορόκο-λεβάντε (ΝΑ). Φτάνουνε σε τρεις χιλιάδες μίλια μάκρος, από τη μπούκα του μεξικάνικουκόρφου ίσαμε ανοιχτά από τη στεριά της Μπενεζουέλας, εκεί που χύνεται στη θάλασσα ο μεγάλοςποταμός Ορενόκος. Όσα πέφτουνε κατά τον κόρφο του Μέξικου τα λένε Μεγάλες Αντίλλες, κι όσαβρίσκουνται κατά τη Μπενεζουέλα τα λένε Μικρές Αντίλλες. Οι Μεγάλες Αντίλλες είναι η Κούβα, ηΑϊτή ή Σπανιόλα, η Γιαμάικα και το Πόρτο Ρίκο. Οι Μικρές Αντίλλες είναι η Γουαδελούπα, ηΜαρτινίκα, η Ινάγκουα, η Μπαρμπάδα, καθώς και τα νησιά Μπαχάμα, η Προβιντέντσα κι άλλαμικρότερα. Τις Μικρές Αντίλλες τις λέγανε και Καραϊμπικά Νησιά από τους ανθρωποφάγουςΚαραΐμπους που τα κατοικούσανε. Κοντά στη στεριά της Μπενεζουέλας, κατά το βασίλεμα,βρίσκουνται τα νησιά Αρούβα, Κουρασό και Μπουέν Άιρε, που είναι σήμερα ολλαντέζικα.Αμερικάνικα είναι το Πόρτο Ρίκο, ο Άγιος Θωμάς κι ο Άγιος Γιάννης. Η Κούβα είναι ανεξάρτητηδημοκρατία, καθώς κι η Αϊτή. Γαλλικές είναι η Γουαδελούπα, η Μαρτινίκα και κάποια άλλαμικρόνησα. Εγγλέζικη είναι η Γιαμάικα και κάτι μαζεμένα νησιά, που βρίσκουνται βορινά από τηνΑϊτή κι από την Κούβα και που λέγουνται Μπαχάμα, καθώς και κάποια άλλα κοντά στη Μπενεζουέλα.Ανάμεσα στα νησιά της Μπαχάμας που έχουνε οι Εγγλέζοι είναι κι ένα που το λένε Σαν Σαλβατόρ,δηλαδή Άγιο Σωτήρα. Αυτό το νησί είναι η πρώτη στεριά που βρήκε ο Κολόμπος σαν ανακάλυψε τηνΑμερική. Προ τρακόσια πενήντα χρόνια, στις Αντίλλες είχανε μαζευτεί λογής λογής τυχοδιώχτες, της λεμονιάςτ’ άνθος, κατά το λεγόμενο, και κλέβαν ο ένας τον άλλον, ανθρώποι από διάφορες φυλές, μα οιπερισσότεροι ήτανε Εγγλέζοι, Φραντσέζοι κι Ολλαντέζοι. Στο τέλος ενωθήκανε όλοι μαζί, σμίξανε τακεφάλαιά τους, κάνανε μια κομπανία και κουρσεύανε τα καράβια. Δεν ήταν όλοι κακοί άνθρωποι, μόνοήτανε κακομαθημένοι και δυστυχισμένοι, έρημοι στον κόσμο κι επειδή δεν γνωρίζανε καμιά δουλειά, τορίχνανε στο κούρσος και στην κλεψιά. Οι πρώτοι απ’ αυτούς πιάσανε το νησί της Σπανιόλας, που το λέγανε κι Άγιο Ντομίγκο, καικυνηγούσανε αγριόβοδα που ζούσανε απάνω σ’ αυτό το νησί. Άλλοι απ’ αυτούς ήτανεκαραβοτσακισμένοι, άλλοι είχανε φύγει από τα καράβια, επειδής είχανε βαρεθεί ή είχανε κανωμένοκανένα φονικό, μ’ έναν λόγο, λίγο ως πολύ, ήτανε του σκοινιού και του παλουκιού. Οι περισσότεροι ήτανε θαλασσινοί, μα είχε και στεριανούς που κάνανε διάφορες δουλειές μέσα στακαράβια, μαραγκοί, σιδεράδες, τσαγκαράδες, χασάπηδες. Ζούσανε με πολλή σκληραγωγία, σαν τουςαγριανθρώπους, και καθόντανε πεντέξι μαζί, σε κάτι καλύβες κανωμένες από χοντρά δέντρα, επειδήστη Σπανιόλα είχε πολλά δέντρα, και σκεπασμένες με χορτάρια ή με τομάρια. Τρώγανε κρέας καιπωρικά, που τα κόβανε από τα δέντρα. Όπως είπαμε στην αρχή, κυνηγούσανε άγρια βόδια και καπνίζανε τα κρέατά τους και τα πουλούσανεστα καράβια. Κι επειδής αυτή την τέχνη την μάθανε από τους αγριανθρώπους Καραΐμπους που τηλέγανε «μπουκάν», τους είπανε κι αυτούς μπουκανιέρους. Τα πιο πολλά καράβια, που είχανε μαζί τουςδοσοληψία, ήτανε κουρσάρικα κι απ’ αυτά σιγά σιγά κολλήσανε την αρρώστια και στο τέλος γινήκανεόλοι τους κουρσάροι και τους είπανε φλιμπουστιέρους. Οι Σπανιόλοι, βλέποντας πως οι μπουκανιέροι προκόβανε και πληθαίνανε, τους κυνηγούσανεαλύπητα, προ πάντων τους Εγγλέζους και τους Φραντσέζους, που είχανε πόλεμο μαζί τους. Κι αυτοίπάλι, όπου βρίσκανε Σπανιόλο, τον σκοτώνανε. Οι μπουκανιέροι, σαν είδανε πως δεν μπορούσανε να σταθούνε στη Σπανιόλα, περάσανε σ’ ένα μικρόρημονήσι, που το λέγανε Τορτούγα, δηλαδή Χελώνα, επειδής έμοιαζε με το καύκαλο της χελώνας. Εκεί

1 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 2: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

γίνηκε σιγά-σιγά σαν ένα χωριό με σπίτια, με ντεπόζιτα που φυλάγανε λογής λογής πραμάτειες, για νακάνουνε τράμπα, με λιμάνι, μ’ ένα καπηλειό, χτίσανε κι ένα μικρό κάστρο, για ασφάλεια, κάνανε καιμια εκκλησιά, για να τους βοηθήσει ο Θεός να πάνε καλά οι δουλειές τους. Πιο ύστερα, φέρανε και μιακαραβιά γυναίκες από τη Φράντζα. Σε λίγον καιρό, η Χελώνα γίνηκε ένα πόρτο πολυσύχναστο, πουμαζευότανε σ’ αυτό θαλασσινοί, κυνηγοί και κοντραμπατζήδες, που πληθαίνανε ολοένα. Είχανε έναν αρχηγό και δική τους σημαία, που ‘χε απάνω ζωγραφισμένα δυο σταυρωτά κόκαλα καιστη μέση μια νεκροκεφαλή. Ό,τι πρέζα πιάνανε στο κούρσος, τη μοιραζόντανε μεταξύ τους με τάξη. Οκαπετάνιος έπαιρνε τρεις ως έξι φορές περισσότερα απ’ όσα έπαιρνε ο κάθε μπουκανιέρος, ο κάθε

κολίγας[1]

κι οι άλλοι αξιωματικοί παίρνανε αναλόγως. Όποιος τύχαινε να λαβωθεί κοντά στο μερτικότου έπαιρνε και κάτι παραπάνω. Αν έχανε, να πούμε, τα δυο μάτια του ή τα δυο ποδάρια του, έπαιρνεεξακόσα ριάλια, αν έχανε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού του είτε το ‘να μάτι του, έπαιρνετρακόσα ριάλια και για κάθε άλλο δάχτυλο που θα ‘χανε έπαιρνε εκατό ριάλια. Ζούσανε μια ζωή σκυλίσια και γι’ αυτό δεν λογαριάζανε τον θάνατο. Μέσα σ’ ένα μικρό καράβιζούσανε ως εκατόν πενήντα νοματέοι και κοιμόντανε ο ένας απάνω στον άλλον. Οι ναύτες καθόντανεαπάνω στην κουβέρτα και πότε τους έψηνε ο ήλιος, πότε τους έδερνε η βροχή. Τις ώρες που δεν είχανεδουλειά, άλλοι παίζανε τζόγο, άλλοι λέγανε ιστορίες, άλλοι τσακωνόντανε, άλλοι κοιμόντανε μέσα σεκείνον τον σαματά, άλλοι μεθοκοπούσανε. Στο μεταξύ, όλοι ρίχνανε κι από μια ματιά στο πέλαγο,επειδής όποιος έβλεπε πρώτος καράβι για πιάσιμο έπαιρνε ρεγάλο. Αλίμονο στο καράβι που θα ‘πεφτε στα νύχια τους! Κατά πρώτο, σκοτώνανε τους άντρες, ύστεραψάχνανε τη σκάφη καλά καλά μέχρι την καρίνα, κατόπι βάζανε τους μούτσους μέσα σε μια βάρκα καιτους προστάζανε να πάνε να βάλουνε φωτιά στο καράβι και να το τινάξουνε στον αγέρα. Ύστεραερχόντανε η μοιρασιά. Σαν πιάσανε κανένα να κρύβει τίποτα από την πρέζα για τον εαυτό του, τονβγάζανε σε κανένα ρημονήσι. Αφού μοιράζανε τα κέρδητα, γυρίζανε στη Χελώνα κι αρχίζανε ναμεθοκοπάνε μέρα νύχτα, να παίζουνε χαρτιά ή ζάρια, να μαχαιρώνουνται για τις γυναίκες. Άμα περνούσανε δυο τρεις βδομάδες, βγαίνανε πάλι στο κούρσος. Πριν να κάνουνε πανιά, πηγαίνανεστην εκκλησιά, κάνανε λειτουργία και ξεμολογιόντανε παίρνοντας συγχώρεση ο ένας από τον άλλον.Ύστερα κάνανε μια λιτανεία και κατεβαίνανε στην ακροθαλασσιά βαστώντας μια λαμπάδα ο καθένας.Μα και τον καιρό που βρισκόντανε στο πέλαγο, κάθε Κυριακή, ο καπετάνιος έβγαζε από το σεντούκιτου το Ευαγγέλιο και διάβαζε ένα δυο φύλλα, σα να ‘τανε παπάς κι οι ναύτες ακούγανε ξεσκούφωτοικαι κάνανε τον σταυρό τους. Είχαμε πει πως οι μπουκανιέροι είχανε βρει για καταφύγιο την Τορτούγα, επειδή τους κυνηγούσανεοι Σπανιόλοι. Μα κι εκεί δεν ησυχάσανε πολύν καιρό. Οι Σπανιόλοι πήγανε στη Χελώνα και τουςρημάξανε, γκρεμνίσανε και το κάστρο. Αλλά οι μπουκανιέροι δεν απελπιστήκανε και ξαναχτίσανε τοκάστρο και πιο γερό μάλιστα. Αρχηγός τους γίνηκε ένας Φραντσέζος, που τον λέγανε Λεβασέρ. Αυτός είχε μεγάλη έχθρητα με τουςΣπανιόλους που ήτανε παπικοί, γιατί αυτός ήτανε λουθηρανός. Τους γύμνασε καλά κι έχτισε το σπίτιτου απάνω σ’ έναν απόγκρεμνον βράχο, που ανέβαινε κανένας με μια σιδερένια ανεμόσκαλα κι αυτό τοπαλάτι το ‘λεγε «Περιστεριώνα». Μόλις μάθανε οι Σπανιόλοι πως οι πειρατές ξαναχτίσανε το κάστρο και γυμνάσανε καλά τον στρατότους, πήγανε καταπάνω τους. Μα φάγανε τέτοια φωτιά, που φύγανε στο Σαν Ντομίγκο και δενξαναφανήκανε. Από τότες η Χελώνα μεγάλωσε και δυνάμωσε. Φυτέψανε καπνά και ζαχαροκάλαμα κι όσοι ζούσανεσ’ αυτό το νησί περνούσανε καλή ζωή, όπως στ’ άλλα μεγάλα νησιά, που βγάζανε καπνά καιζαχαροκάλαμα και πηγαίνανε σ’ αυτά άνθρωποι από κάθε μέρος της Ευρώπης, τραβηγμένοι από τοκέρδος. Μάλιστα διάβασα σ’ ένα παλιό βιβλίο πως ανάμεσα στους πρώτους που πήγανε στις Αντίλλες,ήτανε κι ένας Έλληνας, που βαστούσε από τους βασιλιάδες της Κωνσταντινούπολης. Η Χελώνα έγινε ο φόβος κι ο τρόμος για όλα τα καράβια που ταξιδεύανε, όχι μονάχα σε κείνα τανερά, αλλά και μακριά στον ωκεανό, προπάντων στα σπανιόλικα. Οι κουρσάροι κυνηγούσανε πιο πολύτα μοναχιασμένα καράβια, επειδής η λεγόμενη φλότα, δηλαδή τα βασιλικά σπανιόλικα καράβια πουταξιδεύανε μαζεμένα ήτανε καλά αρματωμένη και δεν αποκοτούσανε να τα βάλουνε μαζί της. Οι Σπανιόλοι, για να φυλάξουνε τις σκάλες που είχανε σ’ όλες τις θάλασσες, σκαρώσανε στα 1640ένα μεγάλο πλήθος καράβια. Τα μισά τα βάλανε να φυλάγουνε τις φλότες και τ’ άλλα μισά τα ρίξανεστα νερά της Ευρώπης, για να πολεμάνε τους Ολλαντέζους, τους Εγγλέζους και τους Φραντσέζους. Κιέτσι αφήσανε στην τύχη τους τις Αντίλλες, προπάντων τα νησιά που είπαμε πως βρίσκουνται κοντά στη

2 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 3: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

Μπενεζουέλα και που τα λέγανε Σότο Βέντο, από τον Ορενόκο ως το Πόρτο Ρίκο και τ’ αρπάξανεάλλοι. Τη Γιαμάϊκα την πήρανε οι Εγγλέζοι στα 1655. Στους Σπανιόλους είχε απομείνει μονάχα ηΚούβα κι όσα μέρη είχανε απάνω στη στεριά. Όλη τη θάλασσα γύρω στις Αντίλλες την εξουσιάζανε οι κουρσάροι. Δεν κυνηγούσανε μονάχα τασπανιόλικα καράβια, μα της κάθε νατσιόνας, ακόμα και τους πατριώτες τους, και σκοτώνανε τουςανθρώπους που ήτανε μέσα. Τα κουρσάρικα μπαίνανε μέσα στο λιμάνι, έχοντας κρεμασμένους στιςαντένες τους τους σκλάβους που είχανε πιασμένους. Και τα σπανιόλικα καράβια κάνανε το ίδιο.

Ιστορία του Ολονέ

Πρώτος αρχηγός τους στάθηκε ένας Πέτρος. Δεύτερος ένας που τον λέγανε Πορτουγέζο. Ο τρίτοςήτανε ένας που τον λέγανε Μπραζιλιάνο. Ο τέταρτος κι ο πιο καλύτερος ήτανε ένας Φραντσέζος πουτον λέγανε Φραντσέσκο Ολονέ. Τ’ αληθινό του όνομα ήτανε Γιάννης Νάνας, μα τον λέγανε Ολονέ,επειδής είχε γεννηθεί (που να μην το ‘σωνε) σ’ ένα λιμάνι λεγόμενο Αμμόξερα του Ολονέ. Αυτός τουςξεπέρασε όλους τους στα κατορθώματα. Η φύση δεν γέννησε άλλον άνθρωπο τόσο σκληρόκαρδον.Κορυφαίος στην κατεργαριά και στην κλεψιά, πονηρός σαν αλεπού, άκαρδος, δίχως σπλάχνο ολότελα.Από τα μικρά χρόνια του γύριζε από δω κι από κει, ως που τον στρατολογήσανε κάποιοι παλιάνθρωποι,που μαζεύανε τέτοιους αλήτες και τους στέλνανε στα καινούρια μέρη κι έτσι ξεμπαρκάρισε στιςΑντίλλες. Για κάμποσον καιρό κυνηγούσε τα αγριόβοδα στην Αϊτή, ώσπου γίνηκε κι αυτός κουρσάρος. Στο τίμιο αυτό επάγγελμα έδειξε μεγάλη αξιοσύνη κι αφοβιά, τόσο, που ο γκουβερναδόρος τουεμπιστεύτηκε ένα καράβι και τον έκανε καπετάνιο, με όλο που ήτανε πολύ νέος. Καταπιάστηκε να κάνεικάποια κατορθώματα, που μοναχά ένας τρελός θα τα καταπιανότανε και όμως τα ‘βγαλε πέρα και τ’όνομά του ξακούστηκε. Τρομάρα έπιανε τους Σπανιόλους, σαν ακούγανε τ’ όνομά του, γιατί όσοιπέφτανε στα χέρια του, τους θανάτωνε με σκληρά βασανιστήρια. Μια φορά κοντέψανε να τον πιάσουνε. Μια φουρτούνα πέταξε όξω το καράβι του, κοντά σε μιασπανιόλικη πολιτεία λεγόμενη Καμπέχο, στον κόρφο του Μέξικου. Ο Ολονές κι οι άνθρωποί τουγλιτώσανε και βγήκανε στη στεριά και περπατούσανε στην ακροθαλασσιά. Δεν πέρασε πολλή ώρα καιπέσανε απάνω σε κάμποσους Σπανιόλους αρματωμένους κι αρχίσανε τον πόλεμο. Οι περισσότεροικουρσάροι σκοτωθήκανε, λιγοστοί πιαστήκανε σκλάβοι. Ο Ολονές πληγώθηκε. Για να γλιτώσειπασάλειψε το μούτρο του με αίματα και με άμμο κι έκανε τον πεθαμένον. Το σχέδιο πέτυχε. ΟιΣπανιόλοι τον πήρανε για σκοτωμένον και τον αφήσανε ανάμεσα στα κουφάρια. Μόλις είδε πωςφύγανε, σηκώθηκε απάνω και πήγε και κρύφτηκε μέσα στα δέντρα κι έδεσε με κάτι κουρέλια τις πληγέςτου. Σαν νύχτωσε, γύρισε στον τόπο που κειτόντανε οι σκοτωμένοι, ξεντύθηκε τα ρούχα του κι έβαλε ταρούχα ενός σκοτωμένου κι ύστερα πήγε και τρύπωσε μέσα στο δάσος, ώσπου συνέφερε λίγο κι ύστεραπήρε τον δρόμο που πήγαινε στο Καμπέχο, χωρίς να τον υποψιαστεί κανένας. Τη βραδιά που έφτασε στο Καμπέχο, είδε φέστες και μεγάλη φωτοχυσία, χτυπούσανε οι καμπάνες κιο κόσμος πήγαινε στις εκκλησιές, για να ευχαριστήσει τον Θεό που τους γλίτωσε από τον Ολονέ,εκείνον τον αιμοβόρο κουρσάρο, επειδής οι συντρόφοι του που σκλαβωθήκανε είπανε στουςΣπανιόλους πως ο καπετάνιος τους είχε σκοτωθεί. Ο Ολονές ανακατώθηκε με τον κόσμο που γιόρταζεκαι χοροπηδούσε και φώναζε κι αυτός μαζί τους. Την ίδια βραδιά, γνωρίστηκε με δυο σκλάβους που δουλεύανε σ’ ένα καράβι και τους είπε πως θατους λευτέρωνε, αν τον βοηθούσανε ν’ αρπάξουνε τη βάρκα του καραβιού. Κι αληθινά, καταφέρανε καιπήρανε τη βάρκα και πιάσανε το πέλαγο και φτάξανε στο νησί της Χελώνας. Ο Ολονές στενοχωριότανε, γιατί δεν είχε πεντάρα, για να κάνει καμιά καινούρια επιχείρηση και το‘ριξε στο ρούμι, που το έπαιρνε βερεσέ. Ύστερ’ από καιρό, κατάφερε έναν ψαρά να του δώσει τη βάρκατου, για να βγει στο κούρσος. Πήρε μαζί του και δυο μπουκανιέρους, που θελήσανε να δοκιμάσουνε τηντύχη τους. Ο Ολονές συλλογίστηκε τι μπορούσε να κάνει με κείνη την παλιόβαρκα και με τρειςνοματέους, ώσπου σκάρωσε το σκέδιό του. Υπήρχε στο βορινό μέρος της Κούβας ένα χωριό που το λέγανε Λος Κάγιος, που έκανε κάμποσοεμπόριο από ζάχαρη, καπνό και πετσιά. Από κείνο το λιμάνι φορτώσανε κάθε τόσο τέσσερα καράβιατρικάταρτα και πηγαίνανε στην Αβάνα. Αποφάσισε λοιπόν να τα πιάσει. Έκανε πανιά και τράβηξε κατάκει. Πηγαίνοντας, αντάμωσε στον δρόμο ένα καΐκι κουρσάρικο και κολιγιάσανε μαζί του. Βολτατζάρανεκάμποσες μέρες σε κείνα τα νερά, μα δεν φάνηκε κανένα καράβι. Δεν μπορούσανε να καταλάβουνε

3 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 4: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

γιατί δεν βγήκανε τα καράβια από το λιμάνι. Στο τέλος υποψιαστήκανε πως προδοθήκανε, όπως κιήτανε η αλήθεια. Στο Λος Κάγιος είχανε μάθει πως το σκυλόψαρο τριγύριζε για να χάψει τα καράβιακαι στείλανε κι ειδοποιήσανε τον διοικητή. Μα ο διοικητής τους είπε πως τρελαθήκανε από το φόβοτους, αφού ο Ολονές είχε σκοτωθεί στο Καμπέχο. Οι απεσταλμένοι τον βεβαιώσανε πως αληθινά είχε φανερωθεί εκείνος ο σατανάς με δυο καΐκια,ανοιχτά από το Λος Κάγιος. Τότες ο διοικητής πρόσταξε να πάγει ένα καράβι να τον κυνηγήσει,δίνοντας διαταγή να μη γυρίσει πίσω, αν δεν τον πιάσουνε. Μάλιστα πρόσταξε να πάγει μαζί τους κι ομπόγιας, ένας αράπης, για να τους περάσει τον λαιμοδέτη στον λαιμό και να τους κρεμάσει στις αντένεςτου καραβιού. Τους παράγγειλε όμως τον Ολονέ να μην τον σκοτώσουνε, αλλά να του τον πάνεζωντανόν, για να τον δει με τα μάτια του, ώστε να είναι σίγουρος πως είναι αυτός ο ίδιος. Το καράβι πήγε και φουντάρισε στο Λος Κάγιος. Στον δρόμο δεν είδε τίποτα κουρσάρους. Γιατί οΟλονές είχε μάθει το τι γινότανε από έναν ψαρά και, σαν νύχτωσε, πήγανε οι δυο βάρκες καιτρυπώσανε στο λιμάνι, δίχως να τους πάρουνε χαμπάρι. Το Λος Κάγιος είναι χτισμένο στο στόμα ενός ποταμού. Μέσα στο ποτάμι ήτανε φουνταρισμένο τοβασιλικό καράβι που ‘χε στείλει ο διοικητής, με την πλώρη γυρισμένη καταπάνω στο ρέμα. Οι δυοκουρσάρικες βάρκες πήγανε κοντά στο καράβι και χωθήκανε ανάμεσα σ’ αυτό και στις οχτιές τουποταμιού, στις δυο μπάντες του καραβιού. Ο άνθρωπος που φύλαγε βάρδια απάνω στην κουβέρτα, άκουσε τα κουπιά κι είδε τις δυο βάρκες πουτραβούσανε από τις δυο μεριές του καραβιού, και φώναξε: «Από πού ερχόσαστε;» Οι κουρσάροιαποκριθήκανε: «Από το τάδε μέρος». Ο βαρδιάνος τους ξαναρώτησε: «Μήπως ανταμώσατε ανοιχτάτίποτα κουρσάρους;» Και κείνοι του είπανε: «Δεν είδαμε τίποτα!» Ο βαρδιάνος δεν υποπτεύτηκε. Οι βάρκες τραβήξανε λίγο παραπάνω κι αράξανε, η μια από τη μιαοχτιά κι η άλλη από την άλλη κι οι κουρσάροι βγήκανε στη στεριά και πήγανε κοντά στο καράβι, δίχωςνα φαίνουνται μέσα στο σκοτάδι. Καθίσανε εκεί πέρα δίχως ν’ ακουστούνε. Σαν άρχισε να γλυκοχαράζει, με μιας βροντολόγησε ο κόσμος. Από τις δυο οχτιές άνοιξε τουφεκίδιακατάπαυστο καταπάνω στο καράβι. Οι μπάλες πέφτανε βροχή ανάμεσα στα ξάρτια και καρφωνόντανεστα μαδέρια και στ’ άρμπουρα του καραβιού. Η βάρδια φώναξε: «Στ’ άρματα! Στ’ άρματα!» Οκαπετάνιος πετάχτηκε με τα νυχτικά του απάνω στην κουβέρτα, το ίδιο κι οι ναύτες, και πιάσανε καιτρέχανε σαν τρελοί από δω κι από κει. Θελήσανε να πάνε στα κανόνια, μα δεν μπορούσανε, επειδής οικουρσάροι τους χτυπούσανε από τις δυο μεριές και τους σαστίσανε τόσο, που οι περισσότεροί τουςσκοτωθήκανε ή πληγωθήκανε πριν να μάθουνε τι γίνεται. Οι μπουκανιέροι ρίχνανε, ώσπου καθαρίσανε την κουβέρτα. Σαν είδανε πως δεν σάλευε ψυχή,μπήκανε γρήγορα στις βάρκες τους και πήγανε απάνω στο καράβι. Όσοι ναύτες ήτανε ζωντανοί,τρυπώσανε στα κουβούσια. Οι κουρσάροι βγάλανε κάτι άγριες φωνές και σκαρφαλώσανε στο καράβι μετα μαχαίρια στο χέρι. Ο Ολονές χούγιαζε σαν δαίμονας, πασαλειμμένος με τα αίματα. Κι οι άλλοικάνανε σαν θηρία. Χτυπούσανε με τα γιαταγάνια όποιον βρίσκανε. Σε λίγο τους σκοτώσανε όλους κιαποτελειώσανε όσους είχανε λαβωθεί από τα τουφέκια. Σαν έπαψε ο θρήνος, φανερώθηκε ο μπόγιας ο αράπης και πήγε κι έπεσε στα πόδια του Ολονέ και τονπαρακαλούσε να μην τον σκοτώσει, λέγοντάς του πως θα φανέρωνε τα μυστικά των Σπανιόλων. Τουείπε ακόμα πως αυτός ήτανε ο μπόγιας που θα τους κρέμαζε. Ακούγοντας ο Ολονές αυτά τα λόγια,γίνηκε θηρίο. Στάθηκε μπροστά στο μεγάλο κουβούσι, τριγυρισμένος από τους δικούς του, καιπρόσταξε ν’ ανεβούνε απάνω οι Σπανιόλοι που ήτανε κρυμμένοι στ’ αμπάρι. Μόλις ανέβαινε κανένας, οΟλονές του ‘κοβε το κεφάλι κι ύστερα έγλειφε το σπαθί του. Στο τέλος έσφαξε και τον αράπη. Ηκουβέρτα έγινε σαν χασάπικο, γεμάτη κορμιά που τινάζανε ακόμα, και κεφάλια βουτηγμένα στο αίμα.Ο κουρσάρος άφησε ζωντανόν μονάχα έναν Σπανιόλο, για να πάγει στην Αβάνα να πει στον διοικητήόσα είδε. Το καράβι που σκλαβώσανε ήτανε μια έμορφη φρεγάδα. Παρατήσανε τις βάρκες κι ο Ολονές κάθισεστο τιμόνι της σαν να ‘χε το καράβι από τον πατέρα του. Αρχίσανε λοιπόν και βολτατζάρανε ανάμεσαστην Αϊτή και στη μεγάλη στεριά. Σε λίγο πιάσανε ένα μεγάλο μπάρκο, που είχε φύγει από το λιμάνι του Μαρακαΐμπο φορτωμένοασήμι κι άλλα ακριβά πράματα. Το δέσανε από πίσω από τη φρεγάδα και πήγανε στη Χελώνα κι εκείτους κάνανε μεγάλη υποδοχή. Ο Ολονές, εκεί που μεθοκοπούσε, έκανε μεγάλα σκέδια, τώρα που είχε στα χέρια του ένα μεγάλο καιγλήγορο καράβι. Συντρόφιασε μ’ έναν άλλον ξακουσμένον κουρσάρο, λεγόμενον Μιχάλη Μπάσκο και

4 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 5: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

κάνανε ένα κοντράτο πως θα δουλέψουνε μαζί. Όλο το χωριό πήγε και γράφτηκε στην κομπανία. Οκάθε άνθρωπος που καθότανε στο βλογημένο νησί της Χελώνας θα ‘χε μερδικό απάνω στις πρέζες πουθα πιάνανε τα κουρσάρικα. Αρματώσανε οχτώ καράβια και μπαρκάρανε σ’ αυτά απάνω απότετρακόσιοι κατεργαρέοι, της κοπριάς τ’ άνθος. Οι δυο κουρσάροι δεν είχανε σκοπό να κυνηγήσουνεκαράβια, μα να ρημάξουνε καμιά σπανιόλικη πολιτεία, από κείνες που είχανε μάλαμα. Σηκωθήκανε στα πανιά στα 1667, τον Απρίλη μήνα, και πρώτα πήγανε σ’ ένα λιμάνι που είχανε οιμπουκανιέροι στη βορινή ακροθαλασσιά της Αϊτής, λεγόμενο Μπαγιάλα, κι εκεί κάνανε την καμπάνιατους. Πήρανε καπνισμένο κρέας κι άλλα πράγματα, πήρανε και κάμποσους κυνηγούς που τουςπαρακαλέσανε να πάνε μαζί τους. Μόλις βγήκανε στο πέλαγο, πιάσανε δυο καράβια φορτωμένα με πραμάτειες. Είχανε μέσα παραπάνωαπό χίλια καντάρια κακάο, εβδομήντα καντάρια μπαρούτι, ένα σωρό μουσκέτα, κι εξηνταδυό χιλιάδεςριάλια. Τα κλεμμένα τα φορτώσανε σ’ ένα καράβι και τα στείλανε στη Χελώνα, να τα σιγουράρουνε.Σαν γύρισε πίσω το καράβι, τους πήγε κι άλλες κουμπάνιες και κάμποσους καινούριους κατεργαρέους.Κι έτσι ο καπετάν Ολονές κι ο καπετάν Μπάσκος είχανε στις διαταγές τους παραπάνω από εξακόσουςπενήντα νοματέους. Λοιπόν, με τόσο στρατό που είχανε, αποφασίσανε να κουρσέψουνε το Μαρακαΐμπο και να γίνουνελόρδοι μια και καλή, να γυρίζουνε με τα χρυσά τ’ αμάξια κι έτσι ν’ αλλάξουνε κείνη τη σκυλίσια ζωή.Είχανε πιασμένους δυο Φραντσέζους πιλότους από το Μαρακαΐμπο κι αυτοί ξιστορούσανε τ’ αρίφνηταπλούτη που ‘χε κείνη η πολιτεία. Το Μαρακαΐμπο είναι χτισμένο μέσα σ’ ένα μπουγάζι, απάνω στη στεριά της Μπενεζουέλας. Έχειδυο περάσματα, για να βγει κανένας στην όξω θάλασσα. Το μπάσιμο του μπουγαζιού το φράζουνε δυονησιά. Το ένα που πέφτει κατά τον λεβάντη το λένε Βιντζίλια κι είχε απάνω μια βάρδια. Τ’ άλλο πουβρίσκεται κατά το βασίλεμα το λένε Παλόμα κι είχε χτισμένο ένα κάστρο, αρματωμένο με δεκάξικανόνια. Το στενό που βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά τα νησιά ήτανε αρματωμένο καλά κι από κειμπαίνανε τα καράβια μέσα στο μπουγάζι του Μαρακαΐμπου. Μπαίνοντας μέσα, βλέπανε ένα εξαίσιο πανόραμα. Από τα δεξιά φαινότανε τα σπίτια της πολιτείας,χτισμένα μέσα σε πρασινάδες, και παραμέσα ένα απάτητο δάσος. Από τ’ αριστερό χέρι, η στεριά ήτανεαπόγκρεμνη, φυτρωμένη μ’ άγρια χαμόδεντρα, που δεν μπορούσε να περάσει άνθρωπος. Φαινόντανεκαι κάποιες καλύβες κανωμένες απάνω σε παλούκια κι απάνω στα δέντρα. Σ’ αυτά καθόντανε οιντόπιοι Ιντιάνοι και τα φτιάνανε κρεμάμενα στον αγέρα, για να φυλαχτούνε από τα κουνούπια κι απότις πλημμύρες. Το μπουγάζι ήτανε σαν μια λίμνη, γεμάτη από αμμόξερες κι από πολλά νησάκια. Κατά τη νοτιά φαινόντανε και κάτι άλλα σπίτια. Ήτανε μια πλούσια πολιτεία, που τη λέγανεΤζιμπιράλτα. Παραμέσα στη στεριά ξεχωρίζανε κάποια χιονισμένα βουνά, οι φημισμένες Άντες. Απ’ αυτές τις δυο πολιτείες, δηλαδή από το Μαρακαΐμπο κι από τη Τζιμπιράλτα, μπαρκάρανε οιέμποροι τις πραμάτειες που ερχόντανε από τη Μερίντα, την πρωτεύουσα. Φέρνανε πραμάτειες κι από τοΠερού, μα μοναχά το καλοκαίρι, γιατί τον χειμώνα οι δρόμοι ήτανε κλεισμένοι από τα χιόνια. Ωστόσοκι η Τζιμπιράλτα είχε καλή γη κι έβγαζε πολλά πωρικά, ζαχαροκάλαμα, κακάο και ξύλα από τα μεγάλακέδρα που ‘χε ο τόπος. Αλλά και το Μαρακαΐμπο έναν σπουδαίο καπνό, που τον λέγανε «δεσποτικόνταμπάκο», καθώς και καλά κρέατα. Είχε ως τέσσερες χιλιάδες ψυχές.. Η Τζιμπιράλτα είχε χίλιεςδιακόσιες. Κι οι δυο πολιτείες είχανε πολλές εκκλησιές, μοναστήρια και νοσοκομεία. Καταλαβαίνεις λοιπόν με τι όρεξη βάλανε πλώρη οι μπουκανιέροι για το Μαρακαΐμπο. Σαν φτάξανεγιαλό, φουντάρανε απόμερα, για να μην τους δούνε οι στρατιώτες που φυλάγανε απάνω σ’ ένα νησίβρισκόμενο από το βορινό μπάσιμο του μπουγαζιού, που το λέγανε Περιστερόνησο, μα το λέγανε κιΑμπάρα, γιατί ήτανε αληθινή αμπάρα που έκλεινε από κείνο το μέρος το μπουγάζι και την πολιτεία. Την άλλη μέρα, οι κουρσάροι κάνανε πανιά και βάλανε πλώρη για το μπάσιμο του μπουγαζιού. ΟιΣπανιόλοι τους είδανε κι ετοιμαστήκανε. Φτάνοντας σ’ ένα μίλι ανοιχτά από το καστράκι, ρίξανε τηνάγκουρα και στείλανε κάμποσες βάρκες γεμάτες ανθρώπους καλά αρματωμένους, για να χτυπήσουνετους Σπανιόλους. Ο φρούραρχος της Αμπάρας θέλησε να τους βάλει στη μέση, την ώρα που κάνανεγιουρούσι, για να πάρουνε το κάστρο και να τους χτυπήσει από πίσω, αλλά δεν τα κατάφερε, επειδής οΜπάσκος, που ήτανε γέρικη αλεπού στα πολεμικά, πρώτα ξετρύπωσε τους Σπανιόλους που ήτανεταμπουρωμένοι στα μετερίζια από πίσω του και τους έφταξε. Ύστερα χύθηκε καταπάνω στο κάστρο. ΟιΣπανιόλοι πολεμήσανε αντρειωμένα επί τρεις ώρες, αλλά δεν μπορέσανε να βαστάξουνε παραπάνω κιοι μπουκανιέροι πήρανε το κάστρο. Ευθύς βουλώσανε τα κανόνια και κάψανε ό,τι βρήκανε. Τη νύχτα καθίσανε εκεί μέσα. Τα ξημερώματα ισάρανε τα πανιά, για να μπούνε στη μέσα θάλασσα κι

5 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 6: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

επειδή στο μεταξύ έπεσε ο αγέρας, φτάξανε μπροστά στο Μαρακαΐμπο κατά το μεσημέρι. Ευθύςαρχίσανε και χτυπούσανε την πολιτεία με τα μεγάλα κανόνια, βγάλανε στη στεριά και κάμποσουςπειρατές, που βάλανε φωτιά στα ακρινά σπίτια. Μέσα στην πολιτεία δεν ακουγότανε ψυχή ζωντανή. Αφού τη βαρέσανε κάμποση ώρα με τιςμπομπάρδες, αρχίσανε και μπαίνανε μέσα με προφύλαξη. Αλλά απορήσανε πώς δεν βρήκανεανθρώπους μέσα στα σπίτια, γιατί κάποιοι στρατιώτες, που είχανε φύγει από το νησί της Αμπάρας, τουςείχανε ειδοποιημένους αποβραδίς κι όλος ο κόσμος έφυγε πατείς με πατώ σε. Οι περισσότεροι πήγανεστη Τζιμπιράλτα, οι άλλοι τρυπώσανε στα δάση. Οι κουρσάροι μπήκανε στ’ αρχοντόσπιτα και ξαποστάσανε τα ραχοκόκαλά τους μέσα στις μαλακέςπολυθρόνες και στα καθαρά ρούχα. Στις πλατείες και στα σταυροδρόμια βάλανε βάρδιες, και στημητρόπολη καταστήσανε το στρατηγείο τους. Από φαγιά κι από πιοτά είχανε όσα θέλανε, αλλά χρυσάφικι ακριβά πετράδια δεν ηύρανε ολότελα κι είχανε μεγάλη στενοχώρια. Την άλλη μέρα ο Ολονές έστειλε ένα τσούρμο αρματωμένους, για να πιάσουνε τίποτα ντόπιους. Τοβράδυ γυρίσανε και του πήγανε είκοσι Σπανιόλους, μισοπεθαμένους από τον φόβο και κάποιαγυναικόπαιδα, μαζί με πέντ’ έξι μουλάρια φορτωμένα λογιών λογιών πράγματα. Ο καπετάνιος πρόσταξε και βάλανε δυο τρεις άντρες στα βασανιστήρια, για να μολογήσουνε σε ποιομέρος είχανε κρυμμένα τα χρυσαφικά τους οι πατριώτες. Τους χώσανε καλάμια στα νύχια, τους σφίξανετα κεφάλια μ’ ένα σκοινί ώσπου πεταχτήκανε όξω τα μάτια τους, τους κάνανε κι άλλα πολλά μαρτύρια,πλην άδικα. Τότες ο Ολονές τράβηξε το σπαθί του και πηγαίνοντας κοντά σ’ έναν από κείνους τουςδυστυχισμένους, του το κατέβασε με τέτοια μανία, που τον χώρισε στη μέση. Ο άνθρωπος έπεσε χάμωκαι σπάραζε κι ο δαίμονας εκείνος τον έσπρωξε με το ποδάρι του κι είπε στους άλλους που τρέμανε:«Όποιος δεν μου πει γλήγορα σε ποιο μέρος είναι κρυμμένο το χρυσάφι, θα τον σφάξω σαν καιτούτον!» Τότες ένας από τους Σπανιόλους είπε σε ποιο μέρος ήτανε κρυμμένοι πολλοί πατριώτες του πουξέρανε την κρυψώνα. Πήγανε αμέσως κάμποσοι αρματωμένοι σε κείνο το μέρος, μα δεν βρήκανεκανέναν, επειδή πήρανε μυρουδιά και φύγανε. Οι κλέφτες καθίσανε στο Μαρακαΐμπο δεκαπέντε μέρες, και μπαρκάρανε στα καράβια ό,τι κοστόζοπράγμα βρήκανε. Αλλά πριν φύγουνε, αποφασίσανε να πάνε και στη Τζιμπιράλτα. Στο μεταξύ οι Σπανιόλοι στείλανε κι ειδοποιήσανε τον διοικητή στη Μερίντα, και τους έστειλετετρακόσους νοματέους, κι έτσι, μέσα στη Τζιμπιράλτα βρισκότανε οχτακόσιοι πολεμιστές. Γρήγοραγρήγορα δυναμώσανε τ’ αδύνατα μέρη του κάστρου από το μέρος της στεριάς. Από τη θάλασσα βάλανεκάμποσα καράβια να φυλάγουνε. Ένα στενό πέρασμα που είχε η πολιτεία από τη στεριά το φράξανε μεσίδερα. Ο διοικητής πρόσταξε κι ανοίξανε έναν πρόχειρο δρόμο, σταυρωτά με τον αληθινόν, για ναπαραπλανέψει τους κουρσάρους και να τους τραβήξει σε μέρη απερπάτητα και βαλτοτόπια. Στο μέροςπου έβγαζε αυτός ο καινούριος δρόμος, πρόσταξε και σκάψανε μια γράνα και την αρμάτωσε μ’ έξικανόνια, που να μην μπορεί να σιμώσει κανένας. Οι κουρσάροι, σαν είδανε από μακριά το αρμάτωμα που είχανε κάνει οι Σπανιόλοι και τις σημαίεςτους, κάνανε συμβούλιο κι αποφασίσανε ή να πάρουνε την πολιτεία ή να πεθάνουνε. Αποβραδίς αράξανε μισό μίλι ανοιχτά από τη στεριά. Την άλλη μέρα την αυγή ξεμπαρκάρανε καμιάτρακοσαριά νοματέους, αρματωμένους μονάχα μ’ ένα μαχαίρι και με δυο πιστόλια, για να είναιαλαφροί και σβέλτοι. Μαζευτήκανε σ’ ένα μέρος, δίχως να τους δούνε κι ύστερα τραβήξανε με τάξηκατά την πολιτεία. Ο Ολονές πήγαινε μπροστά, έχοντας κοντά του τον Φραντσέζο πιλότο. Αυτός τους επήγε από τομπάσιμο που είχανε φράξει οι Σπανιόλοι. Βλέποντας πως ήτανε κλεισμένοι, σταθήκανε λίγο, για νασυλλογιστούνε τι θα κάνουνε. Στο μεταξύ βρήκανε τον καινούριον δρόμο. Σε λίγο ξημέρωσε κι ο Ολονές, σαν είδε και κατάλαβε τι είχε γίνει, πρόσταξε να χτυπήσουνε τοκαινούριο πέρασμα. Αλλά τα βρήκανε σκούρα, επειδή πέσανε σ’ έναν διαβολότοπο και βουλιάξανεμέσα στη λάσπη. Σ αυτό το μεταξύ αρχίσανε και ρίχνανε καταπάνω τους τα κανόνια και τα μουσκέτα καισφεντονιζότανε γύρω τους τα κλαριά, κομμένα από τα δέντρα κι οι λάσπες τους περιχύνανε. Οικουρσάροι τρομάξανε και κάνανε πίσω. Ο Ολονές, σαν είδε πως τα χρειαστήκανε, πρόσταξε να ρίξουνεστον δρόμο κομμένα δέντρα, για να πατάνε απάνω και να μην τσαλαβουτάνε στα νερά. Γύρω τουςγινότανε θρήνος. Μοναχά τέτοιοι άνθρωποι σκληροί και μαθημένοι σε όλα μπορέσανε να βαστάξουνε σ’ εκείνη την

6 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 7: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

κοσμοχαλασιά. Οι μπάλες και τα μυσδράλια πέφτανε απάνω τους βροχή, ο βρόντος τους ξεκούφαινε, οκαπνός τους στράβωνε και τους μπόδιζε να δούνε. Και μ’ όλα ταύτα, καταφέρανε και περάσανε τοδάσος και βρεθήκανε άξαφνα μπροστά στα κανόνια. Εκεί ξαναπέσανε πάλι μέσα στον βούρκο και χωθήκανε ίσαμε τα γόνατα. Πάλι ρίξανε δέντρα, για ναπατήσουνε. Αλλά, ως να σταθούνε στα ποδάρια τους, φάγανε μια βροχή από μυσδράλια κι από σίδεραπυρωμένα που τους ξεθεώνανε. Την ίδια στιγμή, οι Σπανιόλοι πηδήξανε από τα μετερίζια και πέσανεαπάνω στους κουρσάρους, που ήτανε σαστισμένοι, και τους κυνηγήσανε πέρα από το ρουμάνι. Σαν είδανε τι πάθανε από κει, θελήσανε να κάνουνε γιουρούσι στον φραγμένον δρόμο. Μα δενκαταφέραμε τίποτα. Τότε θελήσανε πάλι να μπούνε από το καινούριο μπάσιμο που είχανε πάθει τησυμφορά, αλλά και τούτη τη φορά δεν μπορέσανε, αν και φτάξανε κοντά στα κανόνια. Ο Ολονές θέλησε να ξεγελάσει τους Σπανιόλους και πρόσταξε τους δικούς του να τραβηχτούνε πίσω.Οι Σπανιόλοι πέσανε από πίσω τους, κι ο Ολονές τους άφησε να τους κυνηγήσουνε, ώσπου τουςξεμάκρυνε κάμποσο και βρεθήκανε πέρα από τη φωτιά του κανονιού. Ύστερα πρόσταξε τους δικούς τουνα στρίψουνε κατά πίσω και πέσανε απάνω στους Σπανιόλους κι έπιασε πόλεμος κορμί με κορμί. Κιεπειδή σ’ αυτόν τον πόλεμο οι μπουκανιέροι ήτανε μαστόροι, μέσα σε λίγη ώρα σκοτώσανε καμιάδιακοσαριά Σπανιόλους. Όσοι γλιτώσανε τρυπώσανε στα δέντρα κι άλλοι παραδοθήκανε. Οι κανονιέρηδες ρίξανε λίγη ώρα, μα σαν είδανε πως είχανε απομείνει μοναχοί, παραδοθήκανε καικείνοι κι έτσι οι κουρσάροι πήρανε το κάστρο και την πολιτεία. Ξεσκίσανε τη σπανιόλικη σημαία καιβάλανε τη δική τους και κάνανε έναν αλαλαγμό, σαν να ‘χανε χαμένα τα φρένα τους. Μέσα στην πολιτεία δεν βρήκανε ανθρώπους, γιατί οι περισσότεροι προφτάξανε και φύγανε σταβουνά με ό,τι ακριβό πράγμα είχανε. Οι λίγοι που απομείνανε, είχανε κλειστεί στην εκκλησιά μαζί μεκάτι στρατιώτες και βάλανε μπροστά στην πόρτα δυο τρία κανόνια. Οι Σπανιόλοι στρατιώτες σκοτωθήκανε όλοι. Από τους κουρσάρους σκοτωθήκανε καμιά σαρανταριάκαι πληγωθήκανε καμιά ογδονταριά. Ανάμεσα στους σκοτωμένους Σπανιόλους ήτανε κι ο διοικητήςτης Μερίντας. Από την πολλή ζέστη τα κουφάρια βρομήσανε κι ο Ολονές πρόσταξε και τα βάλανε μέσασε δυο βάρκες και πήγανε και τα βουλιάξανε, μαζί με τις βάρκες, ανοιχτά στο πέλαγο. Ύστερα πιάσανε και κουρσεύανε τα σπίτια και τα μαγαζιά. Ό,τι βρίσκανε, λεφτά, ασημικά, ρούχα,έπιπλα, κακάο, ζάχαρη, κεδροσάνιδα, τα φορτώνανε στα καράβια. Από ζωοθροφές βρήκανε λιγοστέςκαι τις μοιραστήκανε. Εκείνους που βρισκόντανε μέσα στην εκκλησιά, τους σφαλήξανε πιο καλά και τους αφήσανε ναπεθάνουνε από την πείνα. Κάπου κάπου τους ρίχνανε κανένα κομμάτι γαϊδουρινό κρέας. Πρώτααρχίσανε και πεθαίνανε τα παιδιά κι οι γέροι. Μέσα σε μια βδομάδα απομείνανε οι μισοί. Οικακόμοιρες οι γυναίκες για να γλιτώσουνε τη ζωή των παιδιών τους και τις δικές τους κάνανε στουςκακούργους ερωτικά παιχνίδια. Μα πάλι, εκείνα τα τέρατα, τις αφήνανε νηστικές και πεθαίνανε απότην πείνα. Κάθε τόσο βγάζανε κι έναν από την εκκλησιά και τον βασανίζανε, για να τους πει σε ποιομέρος είχανε κρυμμένα τα χρυσαφικά. Αλλά οι δυστυχισμένοι δεν γνωρίζανε τίποτα. Ο Ολονές πρόσταξε τέσσερες απ’ αυτούς να πάνε στα βουνά, να βρούνε τους άλλους που είχανεφύγει από την πολιτεία, για να παζαρέψουνε μαζί τους πόσα θα πληρώνανε για να φύγουνε οικουρσάροι και να πούνε πως οι μπουκανιέροι παραδεχόντανε να μη χαλάσουνε την πολιτεία, αν τουςπληρώνανε, μέσα σε δυο μέρες, δέκα χιλιάδες ριάλια, και πως αλλιώτικα θα την καίγανε. Μα, σανπεράσανε οι δυο μέρες και δεν πήρανε τα λεφτά, οι κουρσάροι βάλανε φωτιά. Οι καημένοι οι σκλάβοιτους παρακαλούσανε κλαίοντας να σβήσουνε τη φωτιά, λέγοντάς τους πως σε λίγο θα ‘ρθουνε ταλεφτά. Κι αληθινά τα στείλανε, μα όχι όλα. Στο μεταξύ, ώσπου που να ‘ρθουνε και τ’ άλλα, κάηκε ένακομμάτι της πολιτείας. Οι κατεργαρέοι, σαν πήρανε τα λεφτά, είπανε πως αυτά ήτανε για να ξαγοράσουνε τα κτίρια και πωςέπρεπε να πληρώσουνε άλλα για τους σκλαβωμένους. Κι έτσι πιάσανε πάλι τα παζαρέματα και στοτέλος οι Σπανιόλοι πληρώσανε και τ’ άλλα τα χρήματα. Κάμποσοι σκλάβοι δεν είχανε να πληρώσουνεκι οι κουρσάροι τους πήρανε μέσα στα καράβια. Οι Σπανιόλοι πληρώσανε για όλα είκοσι χιλιάδεςριάλια. Οι μπουκανιέροι ξεγυμνώσανε την εκκλησιά, δεν αφήσανε μήτε δισκοπότηρο, μήτε εικονίσματα,μήτε καμπάνες. Αφού τα κάνανε όλα Γης Μαδιάμ, σηκωθήκανε στα πανιά και φύγανε. Ο κόσμοςέκλαιγε από τη χαρά του και γονατιστοί φχαριστούσανε τον Θεό που τους γλίτωσε. Αλλά δεν περάσανεδυο μέρες και τα κουρσάρικα γυρίσανε πάλι πίσω. Ζητήσανε να τους δώσουνε ένα πιλότο, για ναπεράσουνε τις αμμόξερες που φράξανε το μπάσιμο του μπουγαζιού. Τον πήρανε και ξεκουμπιστήκανε.

7 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 8: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

Βάλανε πλώρη για τα νερά της Αϊτής. Κατά τη νοτιά βρίσκεται ένα νησί λεγόμενο Αγελαδονήσι.Πήγανε λοιπόν και φουντάρανε σε κείνο το νησί, επειδή σ’ αυτό καθόντανε πολλοί μπουκανιέροι καικυνηγούσανε αγριόβοδα, κι όποιος κουρσάρος ήθελε να κάνει κουμπάνια από κρέας πήγαινε εκεί πέρα.Στις παράγκες που βάζανε τα κρέατα, βάζανε κι οι κουρσάροι τα κλεμμένα πράγματα. Το λοιπόν και τακαράβια του Ολονέ ξεμπαρκάρανε τα πλιάτσικα και τα στοιβάξανε μέσα στα ντεπόζιτα. Αφού τελείωσε τούτη η δουλειά, μαζευτήκανε μια μέρα από το πρωί όλοι οι κουρσάροι, για ναμοιραστούνε τα κέρδητα. Απάνω στη μοιρασιά πρόεδρος ήτανε ο Ολονές. Πρώτα πρώτα, κάποιοικουρσάροι που γνωρίζανε αυτή τη δουλειά, χωρίσανε τις πραμάτειες σε λογής λογής και βάλανε τηντιμή στην κάθε μια. Τα λεφτά τα χωρίσανε πιο εύκολα και πήρε ο καθένας το μερίδιό του, κατά τονκανονισμό που είχανε. Όλα τα λεφτά ήτανε ως διακόσιες εξήντα χιλιάδες ριάλια. Σαν τελείωσε η μοιρασιά, μπήκανε στα καράβια και πήγανε στη Χελώνα και βγήκανε όξω μ’αλαλαγμό και με τραγούδια. Ίσια ίσια εκείνες τις μέρες είχε πάγει από τη Φράντζα ένα καράβιφορτωμένο με κρασιά και με ρούμι κι ο καπετάνιος έκανε την τύχη του, γιατί οι μουστερήδες ήτανεπολλοί, είχανε λεφτά κι ήτανε διψασμένοι από πιοτό. Οι ταβέρνες γεμίσανε από τους κατεργαρέους τουΟλονέ κι επειδή δεν χωρούσανε, κειτόντανε ξαπλωμένοι στους δρόμους και μπεκρουλιάζανε μέρανύχτα, ώσπου ξετινάξανε ό,τι είχανε κερδισμένο από το κούρσος. Ο Ολονές φημίστηκε σ’ όλον τον κόσμο. Οι Σπανιόλοι τον τρέμανε και τον λέγανε Χασάπη. Πολύςκόσμος πήγαινε να δουλέψει στην κομπανία του. Σε λίγον καιρό, έπιασε πάλι το πέλαγο με έξι καράβια και με εφτακόσιους άντρες. Τούτη τη φοράέβαλε πλώρη για τα μέρη της Νικαράγκουας. Αλλά σωθήκανε οι ζωοθροφίες του, επειδή τον πιάσανεμπουνάτσες, και τα καράβια στεκόντανε καρφωμένα επί μέρες.

Τα ρέματα τους ξουριάσανε[2]

και τους πήγανε στον κόρφο της Οντούρας, στο μπάσιμο ενόςποταμιού που το λέγανε Ξεγκούα. Σ’ αυτό το μέρος καθόντανε μέσα στα τσαντίρια τους κάτι Ιντιάνοικαι, σαν τους είδανε οι κουρσάροι, βγήκανε στη στεριά και τους σφάξανε. Ύστερα τραβήξανε κατά το βασίλεμα του ήλιου, πηγαίνοντας γιαλό γιαλό και κάθε τόσο βγαίνανεέξω και κουρσεύανε, ώσπου φτάξανε σ’ ένα λιμάνι σπανιόλικο, λεγόμενο Πουέρτο Καβάλο. Εκείηύρανε ένα βασιλικό καράβι στην άγκουρα και το πήρανε δίχως πόλεμο, επειδή πέσανε άξαφνα απάνωτου, πριν να προφτάξει να κάνει αντίσταση. Κατόπι βγήκανε στη στεριά. Στο μεταξύ, οι Σπανιόλοιφύγανε τρομαγμένοι μα οι κουρσάροι τους κυνηγήσανε και τους πετσοκόψανε κι αδειάσανε με τηνησυχία τους τις αποθήκες του λιμανιού. Αφού φορτώσανε στα καράβια τις πραμάτειες, αποφασίσανε να χτυπήσουνε μια πολιτεία λεγόμενηΣαν Πέδρο, που βρισκότανε παραμέσα στη στεριά. Ο Ολονές επήρε μαζί του τρακόσους νοματέους καιτράβηξε κατά κει. Οι Σπανιόλοι είχανε πάρει είδηση, και στον δρόμο βαρέσανε τους κουρσάρους σεκάποιες κλεισούρες και τους επήρε η οργή του Κυρίου. Μα ο Ολονές δεν ήτανε άνθρωπος που τα ‘χανε.Τράβηξε παραπέρα κι έπιασε πόλεμο μ’ άλλους Σπανιόλους, που του είχανε στημένο καρτέρι καισκότωσε τους περισσότερους. Τους άλλους, που τους έπιασε σκλάβους, πρόσταξε και τους πήγανεμπροστά του, και τους ρώτησε αν οι Σπανιόλοι του είχανε στημένο κι άλλο καρτέρι παραπέρα. Τουείπανε πως ναι. Τους ρώτησε ύστερα αν είχε άλλον δρόμο που πήγαινε στο Σαν Πέδρο και τ’αποκριθήκανε πως δεν είχε. Τότες ο Ολονές έγινε σαν δαίμονας από τον θυμό του. Τράβηξε το σπαθίτου και το έχωσε στην καρδιά ενός Σπανιόλου κι αφού άνοιξε το στήθος του, έβγαλε την καρδιά του καιτην έσκισε με τα δόντια του φωνάζοντας: «Έτσι θα σας φάγω όλους, αν δεν μου δείξετε τον δρόμο!» Τότες ένας φουκαράς του είπε πως ήξερε κι ένα άλλο μονοπάτι. Οι κουρσάροι τον ακολουθήσανε,αλλά δεν μπορέσανε να περπατήσουνε από την κακοτοπιά και γυρίσανε πίσω και πήρανε τον δρόμο πουβαδίζανε πρωτύτερα. Μα οι Σπανιόλοι παραφυλάγανε σε δυο μεριές και τους αποδεκατίσανε. Ο Ολονέςείχε γίνει σαν θηρίο από το πείσμα του. Ύστερ’ από πολλά, φτάξανε στην πολιτεία και την βρήκανε τριγυρισμένη από γράνες, καλάαρματωμένες. Αλλά οι κουρσάροι είχανε τέτοια μανία από την κακοπάθηση, που πολεμήσανε μεαπελπισία κι οι Σπανιόλοι σηκώσανε άσπρη σημαία πριν βραδιάσει, ζητώντας να παραδοθούνε με τησυμφωνία να τους αφήσουνε να φύγουνε από την πολιτεία. Οι μπουκανιέροι το παραδεχτήκανε. ΟιΣπανιόλοι προφτάξανε και κρύψανε ό,τι ακριβά πράγματα είχανε. Μα οι κουρσάροι τους κυνηγήσανε κιαρπάξανε όσα σηκώνανε, σκοτώσανε και κάμποσους. Πλην απομείνανε σαν μαραμένοι, σαν είδανε πωςη πολιτεία δεν είχε τίποτα για να κουρσέψουνε, μηδέ χρυσάφι, μηδέ ασήμι. Βρήκανε μοναχά χιλιάδεςκάσες λουλάκι, πραμάτεια ακριβή μεν, μα που δεν μπορούσανε να την κουβαλήσουνε στα καράβια.Βάλανε φωτιά και κάψανε την πολιτεία.

8 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 9: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

Απένταροι κι ελεεινοί, πήρανε τον δρόμο και κατεβήκανε στη θάλασσα. Οι περισσότεροι γκρινιάζανεκαι δεν θελήσανε να πάνε παραπέρα, μαζί με την κομπανία. Πήρανε τα καράβια τους και φύγανε. ΟΟλονές πήρε μαζί του τους άλλους και πήγε να βρει την τύχη του. Μα έπεσε από τα χειρότερα στατρισχειρότερα. Στο τέλος βούλιαξε το καράβι του, μα αυτός γλίτωσε με κάτι λίγους απάνω σ’ ένα σάλι, πεθαμένοι

από την πείνα. Η θάλασσα τους επήγε στα μέρη του Ντάρια.[3]

Ελεεινοί κι αξιοδάκρυτοι, βγήκανε στηστεριά και τριγυρίζανε από δω κι από κει σαν τ’ αγρίμια. Ο Ολονές, μη βρίσκοντας Σπανιόλους για νασκοτώσει σ’ αυτό το μέρος, τα ‘βαλε με τους Ιντιάνους. Για λίγον καιρό έκλεβε και σκότωνε. Μα στοτέλος τον πιάσανε οι Ιντιάνοι ζωντανόν και τον κάνανε κομμάτια. Έτσι εξοντώθηκε κείνο το τέρας καιγλίτωσε ο κόσμος.

Ιστορία του Βούιφερ

Στην ιστορία του Ολονέ είπαμε πως τη στενή στεριά του Παναμά τη λέγανε Στενό του Ντάρια. Έναςτυχοδιώχτης λεγόμενος Βούιφερ έχει γραμμένα τα παθήματα που πέρασε στον Ντάρια κι επειδής αυτήη ιστορία είναι από τις καλύτερες, τη γυρίζω στην ελληνική γλώσσα ολάκερη και τη βάζω παρακάτω.Τη βρήκα σ’ ένα παλιό βιβλίο, τυπωμένο προ τρακόσια χρόνια. Γράφει λοιπόν αυτός ο Βούιφερ: Στο πρώτο ταξίδι που έκανα ήμουνα γιατρός σ’ ένα καράβι, που δούλευε στην Κομπανία της Ιντίαςκαι δε θυμάμαι να μου γίνηκε τίποτα ασυνήθιστο, ούτε να κέρδισα και τίποτ’ απ’ αυτό το ταξίδι. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τη μέρα που γύρισα στην Ευρώπη και με πήρανε γιατρό σ’ ένα καράβι,

που ήτανε καπετάνιος ο Μπάκιγκαμ και που πήγαινε στη Δυτική Ιντία[4]

, για να φορτώσει ζάχαρη απότη Γιαμάικα. Φτάνοντας σε κείνο το νησί, είδαμε πως δεν ήτανε ακόμα καιρός να φορτώσει τη ζάχαρηκαι, για να μην κάθεται και χασομερά ο καπετάνιος δίχως να κάνει τίποτα, αποφάσισε να δοκιμάσει τηντύχη του και τράβηξε στον κόρφο του Καίμπιτς, για να κόψει ξύλα της βαφής, το λεγόμενο μπακάμι. Στη Γιαμάικα είχα έναν αδερφό, που τον είχε στην υπηρεσία του ο κυρ-Θωμάς Μάτεφοτ, και μουφάνηκε καλύτερα να καθίσω κι εγώ σ’ αυτό το μέρος να κάνω τον γιατρό. Αυτό μ’ έσωσε, γιατί οκαπετάνιος Μπάκιγχαμ κι οι ανθρώποι του πιαστήκανε από τα βασιλικά καράβια. Τον καπετάνιο τονπήγανε στο Μέξικο και τον πουλήσανε σ’ έναν φούρναρη κι αυτός τον έβαλε να γυρίζει στον δρόμο καινα φωνάζει: «Ψωμί, καλό ψωμί!» με μιαν αλυσίδα στο ποδάρι. Αφού κάθισα πεντ’ έξι μήνες στο Βασιλικό Πόρτο, δυο καπετανοί, ο καπετάν Κουκ κι ο καπετάνΛάιντς, που πηγαίνανε να χτυπήσουνε τις σκάλες που είχανε οι Σπανιόλοι στο Στενό του Ντάρια, μεπήρανε για γιατρό στα καράβια τους. Σε κείνη την εκστρατεία σμίξανε τα καράβια τους με το καράβι

του Ντάμπιρ[5]

, που τ’ όνομά του το ξέρει όλος ο κόσμος. Σαν φτάξαμε εκεί που θέλανε, διαλέξανε τους πιο γερούς άντρες, για να τους βγάλουνε στη στεριά,να πάνε να χτυπήσουνε τους Σπανιόλους. Κινήσαμε την Πρωτομαγιά του 1681. Στις πέντε μέρες του ταξιδιού μας, ένας στρατιώτης έβαλε να στεγνώσει το μπαρούτι του μέσα σ’ έναασημένιο πιάτο και πήρε φωτιά κοντά στο γόνατό μου κι έκαψε το ποδάρι μου ίσαμε το κόκαλο καιξεγυμνώθηκε μέχρι το μερί μου. Πάσχισα να ξαλαφρώσω τον πόνο μου με κάτι γιατρικά που είχα στοσακούλι μου. Μα σε δυο τρεις μέρες έχασα κι αυτά τα γιατρικά, γιατί ένας αράπης, που τον είχα στηνυπηρεσία μου, το ‘σκασε, παίρνοντας μαζί του ό,τι είχα. Χωρίς γιατρικά, θύμωσε η λαβωματιά μου καιμε το περπάτημα χειροτέρεψε και γίνηκε ανυπόφερτη, ώσπου οι σύντροφοί μου αποφασίσανε να μ’

αφήσουνε στους Ιντιάνους του Ντάρια μαζί με τον Ριχάρδο Γκάπσον, που ήτανε σπετσιέρης[6]

στηΛόντρα. Παρεκτός απ’ αυτόν, αφήσανε μαζί μου κι έναν θαλασσινόν, που τον λέγανε ΓιάννηΧάγκινσον, επειδή κι αυτοί δεν μπορούσανε να περπατήξουνε παραπέρα. Ύστερ’ από λίγο, ήρθανε μαζί μας ο Ροβέρτος Σπρίτλαϊν κι ο Γουλιάμος Μπάουμεν κι έτσι γινήκαμεπέντε. Πήγαμε κα καθίσαμε λίγες μέρες με κάποιους Ιντιάνους και, σαν είδανε τη λαβωματιά μου,μασήσανε κάποια βότανα, τα βάλανε απάνω στην πληγή και τα σκεπάσανε με κάτι φύλα που τα λένεαρνόγλωσσα και σε είκοσι μέρες έγιανα ολότελα. Ωστόσο, μου απόμεινε μεγάλη αδυναμία στο γόνατο. Αλλά, εξόν απ’ αυτό, οι Ιντιάνοι δεν

9 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 10: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

γνοιαστήκανε για μας καθόλου, παρά μας γελούσανε και μας κοροϊδεύανε. Για τροφή μας δίνανεμοναχά κάτι μπανάνες πράσινες ή ξερές, και μας τις ρίχνανε να τις φάμε σαν τα ζώα. Μονάχα ένας απ’αυτούς, που είχε κάνει για λίγον καιρό σκλάβος στην πολιτεία του Παναμά κι ήξερε λίγα λόγιασπανιόλικα, κουβέντιαζε καμιά φορά μαζί μας και τη νύχτα μας έφερνε να φάμε τίποτα καλύτερο,κρυφά από τους πατριώτες του. Αν δεν μας βοηθούσε αυτός ο άνθρωπος, θα ‘μαστε στον άλλον κόσμο. Καταλαβαίναμε πως δεν μας χωνεύανε, επειδής οι συντρόφοι μας είχανε πάρει με το στανιό πέντ’ έξιΙντιάνους για οδηγούς και σε τούτον τον καιρό που βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον τόπο, έκανε πολλέςβροχές και θα τυραννιόντανε πολύ σ’ αυτό το ταξίδι. Κι όσο βλέπανε πως ο καιρός περνούσε και δενγυρίζανε πίσω οι δικοί τους, τόσο τα ‘χανε μαζί μας. Βάζανε με το νου τους πως μπορούσε να τουςείχανε κιόλας σκοτωμένους κι αποφασίσανε να μας σφάξουνε κι εμάς, για να εκδικηθούνε. Είχανεμάλιστα κανωμένη μια στοίβα ξύλα για να μας κάνουνε θυσία στον θεό τους και δεν θα γλιτώναμε, ανδεν έμπαινε στη μέση ο αρχηγός τους, που τον λέγανε Λατσέντα. Αυτός τους είπε να μας στείλουνε

κατά τον βοριά μαζί με δυο κολαούζους[7]

, για να μάθουμε από τους Ιντιάνους που καθόντανε στηνακροθαλασσιά τι είχανε απογίνει οι δικοί τους. Από τους δυο Ιντιάνους που διαλέξανε να ‘ρθουνε μαζί μας, ο ένας ήτανε αυτός που μας είχεβοηθήσει κι ο άλλος ήτανε ο πιο μεγάλος οχτρός μας. Πήραμε λοιπόν τον δρόμο και δεν τρώγαμε άλλο τίποτ’ από λίγο καλαμπόκι που δεν έφτανε ναχορτάσουμε. Κοιμόμαστε απάνω στο χώμα, χωρίς κανένα στρωσίδι, με όλο που η γης ήτανε παγωμένηκαι ογρή, επειδής η βροχή, οι αστραπές και τ’ αστροπελέκια δεν παύανε όλη και, σαν πηγαίναμε ναφυλαχτούμε κάτω από τα δέντρα, βρεχόμαστε από το νερό που έτρεχε από πάνω μας. Την Τρίτη νύχτα κοιμηθήκαμε απάνω σ’ ένα ψήλωμα κι από το πολύ νερό που έπεσε την ώρα πουκοιμόμαστε, το πρωί είδαμε πως το ψήλωμα είχε γίνει σαν νησί. Ολόγυρα όλα ήτανε πλημμυρισμένακαι χωμένα μέσα στα νερά. Οι Ιντιάνοι μας αφήσανε εκεί απάνω και φύγανε, για να γλιτώσουνε καιγυρίσανε στις καλύβες τους. Εμείς απομείναμε εκεί πέρα τρεις μέρες. Σαν τραβήξαμε τα νερά, πιάσαμε πάλι και περπατούσαμε κατά τον βοριά, κανονίζοντας τον δρόμομας μ’ έναν μπούσουλα της τσέπης, που μας βρέθηκε για καλή τύχη μας. Κατά τις έξι το βράδυφτάξαμε σ’ έναν ποταμό που ήτανε πολύ βαθύς. Σ’ αυτό το μέρος βρήκαμε ένα δέντρο φρεσκοκομμένο,απ’ όπου συμπεράναμε πως οι ανθρώποι του καραβιού μας είχαμε περάσει από κει. Πιάσαμε και συζητούσαμε σε ποιο μέρος βρισκόμαστε και συμφωνήσαμε πως δεν είχαμε περάσει τηραχοκοκαλιά των βουνών που χωρίζουνε σε δυο μεριές τη στενή στεριά του Ντάρια, τη μια κατά τονβοριά και την άλλη κατά τη νοτιά και πως δε θα βρισκόμαστε μακριά από τη Βορινή Θάλασσα. Ρίξαμετο δέντρο μέσα στο ποτάμι, κι ήτανε τόσο γλιστερό, που δεν μπορούσαμε να περπατήξουμε απάνω του.Γι’ αυτό το καβαλικέψαμε και περάσαμε σερνάμενοι με πολύν κόπο, και πατήσαμε στην αντικρινήακροποταμιά. Μα ο Μπάουμεν δεν μπόρεσε να περάσει, γιατί ήτανε πολύ αδυνατισμένος. Ήτανεράφτης του καραβιού κι είχε απάνω του τετρακόσια τάλαρα, που τα σήκωνε στην πλάτη του. Είπαμελοιπόν πως πνίγηκε, γιατί τον επήρε το ρέμα, και σε λίγο τον χάσαμε από τα μάτια μας. Σαν φτάξαμε λοιπόν στην άλλη άκρη, ψάξαμε να βρούμε το μονοπάτι που θα ‘χανε ανοίξει οισυντρόφοι μας, μα δεν βρήκαμε τίποτα, επειδής όλα ήτανε σκεπασμένα από τη λάσπη. Αποφασίσαμελοιπόν να ξαναπεράσουνε από το ίδιο δέντρο και, σαν περπατήξαμε ένα κάρτο της ώρας απάνω κάτω,ξαναηύραμε τον Μπάουμεν καθισμένον απάνω στην ακροποταμιά. Τον είχε πάρει το ρέμα και πήγε καιτον έριξε απάνω σ’ έναν άγκωνα του ποταμιού κι άρπαξε κάποια κλαδιά κι έτσι μπόρεσε κι έβαλεποδάρι απάνω στη στεριά. Την άλλη μέρα, ύστερ’ από πέντε μέρες που περπατήσαμε, είχαμε τέτοια αδυναμία από την αφαγιά,που θα πεθαίναμε σίγουρα. Μα βοήθησε ο Θεός και βρήκαμε ένα δέντρο που το λέμε μακάου καιπιάσαμε και τρώγαμε αχόρταγα τα κόμπια του, μαζέψαμε και κάμποσα και τα πήραμε μαζί μας. Την άλλη μέρα φτάξαμε σ’ έναν άλλον ποταμό και σ’ αυτόν χυνότανε ο άλλος που είχαμε περάσει.Καθίσαμε και συλλογιζόμαστε με τι τρόπο να τον περάσουμε. Αποφασίσαμε να κόψουμε κάμποσακαλάμια, από κείνα που τα λένε μπαμπού και να κάνουμε ένα σάλι δένοντάς τα με κάτι περιπλοκάδεςπου ήτανε σαν τις κληματσούρες τ’ αμπελιού κι ύστερα να καθίσουμε απάνω και να μας κατεβάσει τορέμα στη θάλασσα. Σαν το τελειώσαμε, ανεβήκαμε σ’ ένα μικρό ψήλωμα και μαζέψαμε κάμποσα ξύλα,για ν’ ανάψουμε φωτιά να ζεσταθούμε. Καθίσαμε γύρω στη φωτιά κι είπαμε δόξα σοι ο Θεός, μα δενπέρασε πολλή ώρα κι άξαφνα ξέσπασε μια φοβερή ανεμοζάλη μαζί με βροχή, μ’ αστραπές και μ’αστροπελέκια, που βγάζανε μια τέτοια θειαφένια βρόμα που κοντεύαμε να σκάσουμε. Η φωτιά μας έσβησε μέσα σε μια στιγμή. Κατά τις δυο μετά τα μεσάνυχτα, ακούσαμε το βούισμα που

10 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 11: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

κάνανε τα νερά που ερχόντανε καταπάνω μας απ’ όλες τις μπάντες και βράζανε με μια ταραχή, που μαςέπιανε φόβος. Για να γλιτώσουμε, θελήσαμε ν’ ανεβούμε απάνω σε κάτι μεγάλα μπαμπακόδεντρα πουβρισκόντανε εκεί σε μεγάλο πλήθος. Μα στα περισσότερα ξεφυτρώνανε τα κλωνιά από το κορμί τουςοχτώ δέκα μέτρα ψηλά και δεν μπορούσαμε ν’ ανεβούμε. Εγώ βρήκα ένα δέντρο που ήτανε γέρικο κι είχε μια τρύπα λίγο ψηλότερα από τη γης. Κάθισα απάνωσ’ έναν χοντρό ρόζο που βρήκα κι αποκοιμήθηκα ξεθεωμένος από την κούραση. Μα δεν χάρηκα γιαπολλή ώρα τούτο το ραχάτι, γιατί σε λίγο αρχίσανε και πέφτανε απάνω στο δέντρο κάτι χοντρά ξύλα κιολάκερα δέντρα, που τα ‘σερνε το νερό με τέτοια δύναμη, που το τραντάζανε να το ξεριζώσουνε. Τέλος πάντων, έπιασα να ξεχωρίζω τον αυγερινό και γέμισε χαρά η καρδιά μου σαν τον είδα, μ’ όλοπου τα νερά τρέχανε και στριφογυρίζανε σαν να ‘τανε αφαλοί μέσα στ’ άγριο ποτάμι, και φτάσανείσαμε τα γόνατά μου, που βρισκόντανε, ωστόσο, σε ενάμισι μπόγι από τη γης. Η φουρτούνα ξεθύμανε κατά τα ξημερώματα. Ο ήλιος άρχισε να λάμπει και τα νερά τραβηχτήκανε.Αποφάσισα να κατέβω από το δέντρο. Ήμουνα μουδιασμένος και κοκαλιασμένος από το κρύο κι είδα κιέπαθα για να φτάξω ως το μέρος που είχαμε αναμμένη τη φωτιά. Έπιασα και φώναξα τους συντρόφους μου, μα δεν μ’ αποκρινότανε κανένας κι ανατρίχιασα πουάκουγα μοναχά τη δική μου φωνή. Για μια στιγμή κατάλαβα σε τι θέση βρισκόμουνα και τρόμαξα,έχασα το κουράγιο μου. Έπεσα χάμω σαν πεθαμένος. Άξαφνα, βλέπω τον Χάγκινσον κι ύστερα τους άλλους τρεις που είχανε γλιτώσει κι αυτοί σαν κιεμένα, ανεβασμένοι στα δέντρα. Φχαριστήσαμε τον Θεό κι ύστερα πήγαμε να δούμε το σάλι που είχαμεκάνει με τα μπαμπού. Μα τα βρήκαμε γεμάτα νερό, επειδή δεν είχαμε δώσει προσοχή τότε που τακόβαμε. Μη βλέποντας πουθενά ελπίδα, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στις καλύβες των Ιντιάνων, απ’ όπουείχαμε φύγει. Περπατήξαμε δίπλα στον ποταμό κι ύστερ’ από λίγη ώρα βρήκαμε ένα ζαρκάδικοιμισμένο και χαρήκαμε. Μα δεν μπορέσαμε να το σκοτώσουμε, γιατί ο ένας από μας που έριξε απάνωτου, είχε ξεχάσει να γεμίσει το τουφέκι του και το ζαρκάδι ξύπνησε από το βρόντημα που έκανε τομπαρούτι και χάθηκε από μπροστά μας. Είχανε περάσει οχτώ μέρες που γυρίζαμε από δω κι από κει, χωρίς να ‘χουμε άλλη θροφή από τακόμπια του μακάου κι από την ψίχα που βγάζαμε από ένα δέντρο που το λένε μπίμπι και που το σκίζαμεγια να τη φάμε. Ξεχωρίσαμε τον τορό από ένα αγριογούρουνο και τον ακολουθήσαμε με την ελπίδα πωςθα μας πήγαινε σε καμιά φυτεία με μπανανιές, γιατί αυτό το αγρίμι κυνηγά πάντα τούτο το δέντρο. Αφού περπατήξαμε λίγη ώρα, βρήκαμε δυο ιντιάνικες καλύβες. Αν κι είμαστε πεθαμένοι από τηνπείνα, ωστόσο ταραχτήκαμε, γιατί φοβηθήκαμε μήπως μας σκοτώσουνε οι Ιντιάνοι, μ’ όλο που η ζωήμας είχε γίνει ένα βάρος και χειρότερη από τον θάνατο, σε κείνη την κατάσταση που βρισκόμαστε.Συνεννοηθήκαμε και, για να δούμε τι αισθήματα θα είχανε για μας, αποφασίσαμε να πάγω εγώ πρώταμοναχός στη μια καλύβα, ώστε οι άλλοι να μπορέσουνε να έρθουνε κοντά ή να φύγουνε, αναλόγως τηνυποδοχή που θα κάνανε σε μένα. Μπήκα λοιπόν στην καλύβα κι είδα πως έβραζε ένα τσουκάλι απάνω στη φωτιά. Μα η ζέστη κι ημυρουδιά που έβγαζε το κρέας με ζαλίζανε κι έπεσα χάμω λιγοθυμισμένος. Οι Ιντιάνοι, σαν ήρθανε καιμε είδανε με συνεφέρανε, μου δώσανε να φάγω κάτι και με περιποιηθήκανε περισσότερο από όσοσυνηθίζουνε. Εκείνο που μου έδωσε περισσότερο κουράγιο ήτανε που γνώρισα ανάμεσα στουςΙντιάνους, κείνους που είχανε πάρει μαζί τους οι άνθρωποί μας για να τους δείξουνε τον δρόμο.Υστερότερα μου είπανε πως οι πατριώτες μας τους περιποιηθήκανε τόσο πολύ, που δεν ξέρανε με ποιοντρόπο να δείξουνε την ευγνωμοσύνη τους. Σαν ήρθα καλά στον εαυτό μου, με ρωτήξανε πού ήτανε οι σύντροφοί μου. Τους είπα πως καθόντανεαπ’ όξω. Ευθύς τρέξανε και τους φέρανε στην καλύβα. Μοναχά τον Γκάπσον δεν τον φέρανε, επειδήςήτανε τόσο κουρασμένος, που δεν μπορούσε να σαλέψει από τον τόπο του, και του πήγανε να φάγει καινα πιει. Καθίσαμε εφτά μέρες μαζί τους. Μας περιποιηθήκανε σαν να ‘μαστε δικοί τους. Αφού δυναμώσαμεκαλά, διαλέξανε από μεταξύ τους πέντε χεροδύναμα παλικάρια, για να μας πάνε στη Θάλασσα τηςΝοτιάς, όπως θέλαμε. Με τέτοιον ζήλο πιάσανε το ταξίδι, που μέσα σε μια μέρα φτάξαμε στο ποτάμι,που είχαμε βρει το κομμένο δέντρο, ενώ εμείς περπατούσαμε τρεις μέρες ως να το βρούμε. Πιάσαμε την ακροποταμιά και περπατήσαμε ένα μίλι, απάνω-κάτω και βρήκαμε μια βάρκα καιμπήκαμε μέσα. Αντί όμως να πάμε με το ρέμα, οι Ιντιάνοι πιάσανε και τραβούσανε κουπί καταπάνω στορέμα. Καργάρανε τα κουπιά και παίρναμε δρόμο. Το βράδυ φτάξαμε σε μια καλύβα και, σαν είπανε οι

11 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 12: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

Ιντιάνοι ποιοι είμαστε, οι σπιτονοικοκυραίοι μας υποδεχτήκανε με καλοσύνη. Την άλλη μέρα μπαρκάραμε μ’ άλλους δυο νοματέους, που ήρθανε για να βοηθήσουνε να πάμε πιογρήγορα κι έτσι είχαμε εφτά Ιντιάνους στα κουπιά. Το μονόξυλό μας έσκιζε το νερό σαν σαγίτα, καιμέσα σε έξι μέρες φτάξαμε στο σπίτι του Λατσέντα, που σας μίλησα στην αρχή της ιστορίας. Αυτόςήτανε ο αρχηγός απάνω στους Ιντιάνους. Το σπίτι του Λατσέντα βρισκότανε απάνω σ ένα ψήλωμα, που σκεδίαζε ένα στεριόνησο ανάμεσα σεδυο ποτάμια. Ο δρόμος που πήγαινε στο σπίτι ήτανε ανάμεσα σε πρασινάδες από μπαμπού, από κάτιχαμόδεντρα που τα λένε παπαδοκέφαλα κι από αγριοαπιδιές, όλα φυτεμένα με τέτοια τέχνη, που να μημπορεί να ζυγώσει κανένας οχτρός. Το σπίτι ήτανε τριγυρισμένο από κάτι μπανανιές, που δεν έχωξαναδεί τόσο ψηλές και τόσο χοντρές, αφού δεν μπορέσαμε ν’ αγκαλιάσουμε τη μια απ’ αυτές τρειςΙντιάνοι κι εγώ, βαστώντας ο ένας το χέρι τ’ αλλουνού. Αυτό ήτανε το παλάτι του Λατσέντα. Πενήντααπό τους πιο σπουδαίους αξιωματικούς του καθόντανε κοντά στο σπίτι του. Ο Λατσέντας ήτανε σαν βασιλιάς κι όριζε τη νοτινή μεριά του Ντάρια. Μας καλωσόρισε με καλήκαρδιά και μας είπε πως δε θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε παραπέρα, επειδής ήτανε ο καιρός πουβρέχει σ’ αυτά τα μέρη. Λοιπόν, έστειλε τους Ιντιάνους στα σπίτια τους και μας είπε πως θα μαςπροστατέψει. Πρόσταξε να μας δώσουνε μέρος, για να μείνουμε στα σπίτια που καθότανε η ακολουθίατου. Λίγες μέρες υστερότερα, έπιασε τη γυναίκα του Λαντέντα μια δυνατή θέρμη, που την παίδεψε πολύ.Είπα στον άντρα της να της πάρω αίμα και το παραδέχτηκε. Μα ο Λατσέντας, σαν είδε το αίμα που‘τρεχε από τη φλέβα, άρπαξε το κοντάρι του να με τρυπήσει. Του είπα να κάνει λίγη υπομονή και πήρεόρκο πως, αν δεν γινότανε καλά η γυναίκα του, θα πλήρωνα τη ζωή της με τη ζωή μου. Εγώ έδειξα πωςδεν φοβήθηκα. Η γυναίκα έγιανε γλήγορα και τότες ανέβηκα σε περισσότερη τιμή απ’ όλους τουςανθρώπους του κι ο ίδιος ο Λατσέντας μπροστά σ’ όλη τη συνοδεία του, φίλησε το χέρι μου, για ναδείξει πόση εκτίμηση είχε στη γιατρική μου. Οι άλλοι, σαν είδανε τον αρχηγό τους να φιλά το χέρι μου,ήρθανε και το φιλήσανε και κείνοι κι από τότε μοναχά που δεν με προσκυνούσανε. Με βάλανε σε μια ανεμοκούνια και με πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι, για να βλέπω τους άρρωστους κιεγώ τους έδινα γιατρικά κι έπαιρνα αίμα από όσους είχανε ανάγκη. Είπα πρωτύτερα πως ο αράπης πουείχα στην υπηρεσία μου είχε πάρει μαζί του το σακούλι με τα γιατρικά μου τότε που δραπέτεψε, αλλάείχα ακόμα ένα κουτί γεμάτο αλοιφή κι ένα άλλο που είχε μέσα κάποια γιατρικά, τυλιγμένα σ’ έναλαδωμένο πανί. Αυτά μου χρειαστήκανε για να γιάνω κάμποσους. Οι Ιντιάνοι είχανε ένα δικό τουςσύστημα, για να παίρνουμε αίμα. Καθίζανε τον άρρωστο απάνω σε μια πέτρα, κοντά στο ποτάμι κι έναςαπ’ αυτούς, έμπειρος σ’ αυτή τη δουλειά, κεντούσε το κορμί τ’ αρρώστου εδώ κι εκεί με μια μικρήσαγίτα, που δεν περνούσε καλά καλά το πετσί. Αν τύχαινε να βγει λίγο αίμα, οι άλλοι που είχανετριγυρισμένον τον άρρωστο, πιάνανε και χοροπηδούσανε, κάνοντας τις πιο παράξενες χειρονομίες. Ο Λατσέντας αγαπούσε πολύ το κυνήγι. Κι επειδή του άρεσε η παρέα μου, σπάνια πήγαινε νακυνηγήσει χωρίς να με πάρει μαζί του. Όποτε πηγαίναμε κατά τα νοτινά μέρη, βρίσκαμε πολλές φορέςκάποιους Σπανιόλους, που μαζεύανε χρυσόσκονη μέσα στα ποτάμια. Βάζανε τον άμμο μέσα σε κάτιμικρές κούπες από ξύλο και τις στριφογυρίζανε πολλή ώρα, ώσπου ξεχώριζε κι έφευγε ο άμμος, ενώ τοχρυσάφι πήγαινε στον πάτο της ξυλόκουπας. Ύστερα περνούσανε από πάνω έναν μαγνήτη πουτραβούσε όσα σπυριά σίδερο βρισκόντανε μέσα στην κούπα. Σαν καθάριζε έτσι το χρυσάφι, το βάζανεμέσα σε ασκιά ή σε νεροκολόκυθα. Αυτή τη δουλειά την κάνανε όποτε ήτανε ο καιρός ξερός, επειδή τονκαιρό που βρέχει τα ποτάμια φουσκώνουνε πολύ και δεν μπορούνε να δουλέψουνε. Εγώ συλλογιζόμουνα την κατάστασή μου κι άρχισα να φοβάμαι πως δεν θα ‘βλεπα τη λευτεριά μου,γιατί ο Λατσέντας ήθελε να μ’ έχει πάντα κοντά του κι η μεγάλη φιλία που έδειχνε σε μένα μ’ έριξε σεμεγάλη ανησυχία. Για να πάρω λίγη αλάφρωση από τούτη τη συλλογή που με στενοχωρούσε, μια μέραπου είμαστε πολύ κουρασμένοι και βαριεστημένοι, επειδή μας ξέφυγε το κυνήγι, ευρήκα ευκαιρία νατου μιλήσω για τα εγγλέζικα σκυλιά που είναι τόσο γλήγορα στο κυνήγι και του είπα πως, αν είχε πεντ’έξι, θα φχαριστιότανε αληθινό κυνήγι. Στο τέλος του είπα να πάγω στην Αγγλία, για να του φέρω όσασκυλιά μπορέσω. Στην αρχή, έδειξε πως του κακοφάνηκε να μ’ αφήσει να φύγω. Μα σαν καλοσυλλογίστηκε,ορκίστηκε στα δόντια του πως θα μ’ άφηνε να πάγω στην Αγγλία γι’ αυτή τη δουλειά, εμένα και τουςσυντρόφους μου, αν του ‘δινα το λόγο μου ειλικρινά πως θα γυρίσω να ζήσω μαζί του. Μου είπεμάλιστα πως η βουλή του ήτανε να με κάνει μεγάλον αφέντη στον τόπο του και πως είχε σκοπό να μεπαντρέψει με την κόρη του, αλλά λίγο υστερότερα, επειδή δεν ήτανε ακόμα σε ηλικία της παντρειάς.

12 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 13: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

Τότε κι εγώ ορκίστηκα στα δόντια μου να κάνω ό,τι επιθυμούσε και τον ευχαρίστησα για τηνεμπιστοσύνη που είχε σε μένα. Ύστερα από λίγες μέρες αποχαιρέτησα τον Λατσέντα και τους άλλους Ιντιάνους και μίσεψα μαζί μετους συντρόφους μου για την Βορινή Θάλασσα, μαζί με μια μεγάλη συνοδεία από αρματωμένουςΙντιάνους και με κάμποσες γυναίκες, που σηκώνανε τις ζωοθροφίες μας και τα ρούχα μας. Τα δικά μουήτανε μοναχά μια κάπα κι ένα βρακί, που ήτανε καινούριο, γιατί δεν το φορούσα όλον τον καιρό πουήμουνα με τους Ιντιάνους, επειδής εζούσα ολότελα γυμνός. Οι γυναίκες τους είχανε παρδαλίσει τοκορμί μου με διάφορα ζωγραφιστά σκέδια από το κεφάλι ως τα πόδια, γιατί έχουνε μεγάλη

επιδεξιοσύνη σ’ αυτό το εργόχειρο. Εκείνες θέλανε να μου κάνουνε ανάλια[8]

τρυπώντας το πετσί μου,ώστε να μη βγαίνουνε, μα εγώ δεν το παραδέχτηκα. Πήραμε λοιπόν τον δρόμο. Σ’ αυτό το ταξίδι περάσαμε πολλά βουνά που φτάνανε τον ουρανό καιθυμάμαι ένα που κάναμε τέσσερες μέρες ως ν’ ανεβούμε στην κορφή του. Σαν ανεβήκαμε εκεί απάνω, άρχισε να γυρίζει το κεφάλι μας, γιατί ο αγέρας ήτανε πιο καθαρός καιπιο ανάριος. Αυτό το πράγμα δεν το είχα ξαναδοκιμάσει. Από κει που καθόμαστε, βλέπαμε κάτω από ταπόδια μας τα σύννεφα να σμίγουνε και ν’ ανοίγουνε κι είμαστε τόσο ψηλά, που δεν μπορούσαμε ναξεχωρίσουμε τα λαγκάδια. Πιάσαμε και κατεβαίναμε από την άλλη μπάντα του βουνού κι όσοκατεβαίναμε, τόσο μας περνούσε η ζαλάδα. Φτάξαμε σε μια στενή γιδόστρατα, που ήτανε κρεμασμένηαπάνω σε κάτι γκρεμνούς που έτρεμε ο άνθρωπος και δεν είχαμε το κουράγιο να την περάσουμε ορθοί,αλλά σερνάμενοι με τα τέσσερα. Ύστερ’ από έξι μέρες φτάξαμε σ’ ένα ιντιάνικο χωριό, κοντά σ’ έναν ποταμό που χυνότανε στηνΒορινή Θάλασσα. Στο μπάσιμο του χωριού ήρθανε και μας καλωσορίσανε σαράντα προεστοί, ντυμένοιμε κάτι άσπρα φορέματα στολισμένα μ’ άσπρες φούντες. Βαστούσανε από ένα κοντάρι και μαςυποδεχτήκανε με μεγάλο σεβασμό. Τους ρωτήσαμε αν περιμένανε να ‘ρθει κανένα καράβι εκείνες τις μέρες. Μας είπανε πως δεν ξέρανεαν θα ‘ρχότανε κανένα και πως, αν θέλαμε, θα φωνάζανε τους μάγους τους να μας πούνε αυτό πουθέλαμε να μάθουμε. Κι έτσι έγινε. Μαζέψανε τους μάγους και δεν ξέρω πώς τα καταφέρανε αυτοί οι μαθητάδες του διαβόλου και μαςπροφητέψανε καταλεπτώς όσα γινήκανε μέσα σε λίγες μέρες. Πριν να πιάσουνε να κάνουνε τα ξόρκιατους, μας είπανε να βγούμε από το σπίτι που καθόμαστε, να βγάλουμε κι όσα πράγματα ήτανε δικά μας,για να μη χαλάσουνε οι μαγείες τους. Σαν πιάσανε και λέγανε τα ξόρκια τους, κάνανε ένα τέτοιονταβαντούρι κι έναν τέτοιο σαματά, που δεν μπορεί να τον φανταστεί όποιος δεν τον άκουσε. Βγήκανεαπό το σπίτι, μουσκεμένοι από τον ιδρώτα και πήγανε και λουστήκανε στο ποτάμι κι ύστερα είπανε τιςπροφητείες τους. Αληθινά, στις έξι μέρες το πρωί, ακούσαμε δυο κανονιές, κι ύστερα από λίγο μας είπανε πως φτάξανεδυο καράβια. Το ένα ήτανε εγγλέζικο. Εμείς κάναμε σαν ζουρλοί από τη χαρά μας. Μα οι Ιντιάνοιφοβηθήκανε σαν είδανε το σπανιόλικο καράβι. Εμείς τους δώσαμε κουράγιο κι έτσι τους καταφέραμεκαι μας πήγανε μ’ ένα μονόξυλο απάνω στο εγγλέζικο καράβι. Στον δρόμο αναποδογύρισε το μονόξυλοκι ο Γκάπσον, που ήτανε ένας άνθρωπος φιλάσθενος, κόντεψε να πνιγεί. Δεν πνίγηκε, μα επήρε ένατέτοιο στραπάτσο από τ’ αναποδογύρισμα, που πέθανε ύστερ’ από δυο τρεις μέρες. Το εγγλέζικο καράβι ήτανε το δικό μας κι οι ανθρώποι μας, σαν είδανε τους συντρόφους μου, πήρανεμεγάλη χαρά. Όσο για μένα, όπως ήμουνα ολόγυμνος, μαύρος από τον ήλιο και κεντημένος με πλουμίδια,καθόμουνα καθιστός χάμω στην κουβέρτα, μαζί με τους Ιντιάνους, για να δω αν θα με παίρνανε καιμένα για Ιντιάνο. Κάθισα έτσι ίσαμε μια ώρα. Στο τέλος, ένας ναύτης ήρθε και με κοίταξε καλά καλάκάμποση ώρα κι ύστερα φώναξε: «Μωρέ, ο διάβολος να με πάρει, αν ετούτος δεν είναι ο γιατρός μας!» Με τη φωνή, μαζευτήκανε κάμποσοι ναύτες και με γνωρίσανε, και κάνανε σαν τρελοί από τη χαράτους. Ζήτησα να πλυθώ και να λουστώ, μα όσο και να έτριψα τα πλουμίδια στο κορμί μου, αυτά δενβγαίνανε, τόσο βαθιά είχανε ποτίσει το πετσί μου οι μπογιές. Σε πολλά μέρη στύψανε και βαστάξανεκάμποσον καιρό χωρίς να σβήνουνε. Τα καράβια μείνανε κοντά τρεις εβδομάδες σε κείνη την ακροθαλασσιά. Σ’ αυτό το μεταξύ, ήρτανεκάμποσοι Ιντιάνοι απάνω στο δικό μας κι ο ίδιος ο Λατσέντας, που είχε έρθει για κυνήγι κατά τούτα ταμέρη. Φέρνανε μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τόσο τους περιποιηθήκαμε, που σανέφτασε η μέρα να φύγουμε, μόνο που δεν κλαίγανε. Κάναμε πανιά κι αφήσαμε υγεία στον Λατσέντα και στο βασίλειό του. Πού να γυρίσω πίσω! Ο

13 of 14 9/7/2009 10:32 AM

Page 14: ΜΠΟΥΚΑΝΙΕΡΟΙ ΚΑΙ ΦΛΙΜΠΟΥΣΤΙΕΡΟΙ

καημένος ο Λατσέντας κι η βασιλοπούλα του ακόμα με περιμένουνε.

[1] σύντροφος

[2] τους παρασύρανε

[3] Ντάρια λέγανε τον Παναμά

[4] Έτσι λέγανε τότε την Αμερική

[5] Ο Ντάμπιρ ήτανε ένας φημισμένος μπουκανιέρος

[6] φαρμακοποιός

[7] οδηγούς

[8] Ανάλια λένε τα σκέδια που τυπώνουνε απάνω στο πετσί τους κάποιοι ναυτικοί μας και ξένοι, που

εισχωρούνε στο πετσί.

14 of 14 9/7/2009 10:32 AM