18

Οι κυνηγοί των Χάιλαντς - Πίτερ Μει

Embed Size (px)

DESCRIPTION

απόσπασμα από το βιβλίο

Citation preview

Page 1: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει
Page 2: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει
Page 3: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

Πρόλογος

Είναι παιδιά. ∆εκαέξι χρονών. Ξαναµµένα από το αλκοόλ και ανυπόµοναεπειδή πλησιάζει το τελετουργικό του Σαββάτου χώνονται µέσα στο σκο-τάδι.

Αντίθετα απ’ ό,τι συνήθως, το αεράκι είναι ανάλαφρο και, για µια φορά,χλιαρό σαν ανάσα πάνω στο δέρµα, γλυκιά και ελκυστική. Στον αυγου-στιάτικο ουρανό µια λεπτή οµίχλη σκεπάζει τα αστέρια, αλλά το φεγγάρι,γεµάτο κατά τα τρία τέταρτα, καταφέρνει να ρίχνει τη φασµατική του λάµ-ψη πάνω στην άµµο που έχει αφήσει υγρή η άµπωτη. Η θάλασσα πηγαι-νοέρχεται στην ακτή απαλά. Ο αφρός, που φωσφορίζει, ελευθερώνει αση-µένιες φυσαλίδες που µένουν εγκλωβισµένες στη χρυσή άµµο. Τα παιδιάακολουθούν το δρόµο που κατηφορίζει προς το χωριό. Το αίµα χτυπάστους κροτάφους τους µε δύναµη, σαν κύµα που σπάζει στα πόδια ενόςγκρεµού.

Στα αριστερά τους, µέσα στο µικροσκοπικό λιµάνι, η φουσκοθαλασσιάσκορπίζει την ανταύγεια του φεγγαριού σε χίλια κοµµάτια. ∆ιαισθάνονταιτα βογκητά των µικρών καραβιών που τεντώνουν τα παλαµάρια τους. Τασκαριά τους χτυπούν το ένα πάνω στο άλλο και ταλαντεύονται µέσα στοσκοτάδι, σαν παιδιά που δίνουν αγκωνιές για να βρουν θέση.

Κρατώντας την από το χέρι ο Ουίλιαµ νιώθει τη δειλία της. Έχει γευτείτη γλυκύτητα του αλκοόλ, ανάµικτη µε την ανάσα της και µε την επείγου-

Page 4: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

σα ανάγκη του φιλιού της. Ξέρει ότι απόψε θα γίνει δική του. Όµως η ώραπερνά. Το Σάββατο είναι κοντά. Πολύ κοντά. Κοιτάζει κρυφά το ρολόι τουπριν αφήσουν πίσω τους τα φώτα του δρόµου. Μόλις µισή ώρα.

Η Σέτι ανασαίνει βαθιά. Τροµοκρατηµένη όχι από τη σαρκική σχέση,αλλά από τον πατέρα της, τον οποίο φαντάζεται καθισµένο κοντά στη φω-τιά, να βλέπει τη χόβολη να ψυχοµαχεί στο τζάκι, που, όπως συνήθως, θασβήσει γύρω στα µεσάνυχτα, πριν αρχίσει η ηµέρα της ανάπαυσης. Μπο-ρεί σχεδόν να διαισθανθεί την ανυποµονησία του, που µεταµορφώνεται σιγάσιγά σε θυµό, καθώς η ώρα προχωρά και εκείνη δεν έχει επιστρέψει ακό-µα. Πάνω σε αυτό το ευλαβικό νησί τίποτα δεν αλλάζει.

Οι σκέψεις της συνωθούνται, αγωνίζονται να εξασφαλίσουν µια θέσηανάµεσα στην επιθυµία που έχει εισχωρήσει στο µυαλό της και στοαλκοόλ, που εξανεµίζει την αντίστασή της. Λίγες ώρες πριν φαινόταν πωςαυτό το Σαββατόβραδο θα µπορούσε να διαρκέσει αιώνια. O χρόνος όµωςπερνά πολύ γρήγορα όταν διαθέτει κανείς µόνο λίγο. Και τώρα δεν διαθέ-τουν πια καθόλου.

Ο πανικός και το πάθος πληµµυρίζουν ταυτόχρονα το στήθος της κα-θώς οι δυο τους αφήνονται να γλιστρήσουν κοντά στο νερό, στη σκιά ενόςγέρικου αλιευτικού που σχεδόν έχει γείρει πάνω στα βότσαλα. Από το ξέ-σκεπο µέρος του τσιµεντένιου καρνάγιου βλέπουν την ακτή λίγο πιο κάτω,καδραρισµένη από τα χωρίς τζάµια παράθυρα. Η θάλασσα µοιάζει σαν ναφωτίζεται από µέσα, σχεδόν λάµπει. Ο Ουίλιαµ αφήνει το χέρι της Σέτικαι ανοίγει προσεκτικά την ξύλινη πόρτα, ίσα ίσα για να µπορέσουν ναµπουν. Ύστερα σπρώχνει τη Σέτι στο εσωτερικό. Το µέρος είναι σκοτεινό.Μια δυνατή µυρωδιά από γκαζολίνη, αλµυρό νερό και φύκια γεµίζει τηνατµόσφαιρα, σαν την υπόξινη οσµή του ανυπόµονου εφηβικού γεννητικούοργάνου. Η σκιά ενός καραβιού τοποθετηµένου στη ρεµούλκα του διαγρά-φεται πάνω από τα κεφάλια τους, δύο µικρά παραλληλόγραµµα παράθυραµοιάζουν να παρακολουθούν την ακτή.

Εκείνος την κολλά στον τοίχο και εκείνη νιώθει αµέσως το στόµα τουπάνω στο δικό της, τη γλώσσα του που ανοίγει βίαια ένα πέρασµα ανάµεσα

¶ I T E P M E ´ [12]

Page 5: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

στα χείλη της και τα χέρια του που σφίγγουν τα στήθη της. Αυτό της προ-καλεί πόνο και τον σπρώχνει µακριά: «Όχι σαν κτήνος».

Η βαριά αναπνοή του αντηχεί µέσα στο σκοτάδι: «∆εν έχουµε καιρό». Νιώθει την ένταση στη φωνή του. Μια αρσενική ένταση, αποτέλεσµα

επιθυµίας αλλά και αγωνίας. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή αρχίζει να µετα-νιώνει. Θέλει στ’ αλήθεια η πρώτη της φορά να µοιάζει µε αυτό; Να είναιµερικές γλαυκές στιγµές µέσα σε ένα ετοιµόρροπο καρνάγιο;

«Όχι», τον σπρώχνει στο πλάι και αποµακρύνεται προς το παράθυρογια να πάρει λίγο αέρα. Αν βιαστούν, προλαβαίνουν ακόµα να επιστρέψουνπριν από τα µεσάνυχτα.

Τότε, αντιλαµβάνεται µια παρουσία, µαλθακή, κρύα και βαριά, και τηνίδια στιγµή βλέπει µια µαύρη µορφή να ξεπηδά µέσα από το σκοτάδι.Αφήνει να της ξεφύγει µια κραυγή.

«Που να πάρει, Σέτι!» ο Ουίλιαµ την πλησιάζει. Στον πόθο και στηναγωνία του έχει προστεθεί η απογοήτευση. Ξαφνικά τα πόδια του γλι-στρούν σαν να έχει πατήσει σε πάγο. Πέφτει και ο αγκώνας του δέχεταιόλο το τράνταγµα. Ο πόνος διαπερνά το µπράτσο του. «Γαµώτο!» Το δάπε-δο είναι καλυµµένο µε πετρέλαιο. Αισθάνεται το πίσω µέρος του παντελο-νιού του να ποτίζει σιγά σιγά. Πετρέλαιο καλύπτει και τα χέρια του. Χωρίςνα σκεφτεί, ψάχνει στις τσέπες του για να βρει τον αναπτήρα του. Και µόνοόταν µε τον αντίχειρά του στρίβει τον τροχίσκο και εµφανίζεται η φλόγα,συνειδητοποιεί τον κίνδυνο που διατρέχει να µεταµορφωθεί σε ζωντανόπυρσό. Όµως είναι πια πολύ αργά. Το φως ξεπηδά ξαφνικά µέσα στο σκο-τάδι. Προσπαθεί να προστατευτεί µε τους βραχίονές του. Οι ατµοί όµωςαπό το πετρέλαιο δεν αναφλέγονται. Τίποτα δεν παίρνει φωτιά. Η λάµψηµόνο της φλόγας αποκαλύπτει ένα θέαµα τόσο φριχτό, που το µυαλό τουδυσκολεύεται να το συλλάβει.

Ένας άντρας κρέµεται από τα δοκάρια της οροφής µε ένα ξεφτισµένοπλαστικό σκοινί που κάνει το κεφάλι του να γέρνει παράξενα. Είναι µεγα-λόσωµος και εντελώς γυµνός, µε τη γαλαζωπή σάρκα του στήθους και τωνγλουτών του να κρέµεται όλο ζάρες, σαν ρούχο δύο νούµερα µεγαλύτερο.

[13]

Page 6: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

Λείες, γυαλιστερές κουλούρες ξεφεύγουν από µια τοµή που διασχίζει τηνκοιλιά του από τη µια άκρη ως την άλλη και κρέµονται ανάµεσα στα πόδιατου. Η σκιά του, έτσι όπως προβάλλεται πάνω στους ξεφτισµένους τοίχουςµε τα γκράφιτι, µοιάζει να χορεύει στο ρυθµό της φλόγας, λες και τα φα-ντάσµατα πανηγυρίζουν την άφιξη ενός νεοφερµένου. Πίσω από το πτώµαο Oυίλιαµ διακρίνει το πρόσωπο της Σέτι. Χλοµό, µε κύκλους κάτω απότα µάτια, µαρµαρωµένο από τον τρόµο. Για µια στιγµή πιστεύει ότι το πε-τρέλαιο που λιµνάζει γύρω του είναι αγροτική καύσιµη ύλη ανακατεµένηµε κόκκινη χρωστική ουσία, ως ένδειξη φοροαπαλλαγής. Τελικά όµωςαντιλαµβάνεται ότι πρόκειται για αίµα, πηχτό, γλοιώδες, που ήδη στεγνώ-νει και βάφει τα χέρια του καφετιά.

¶ I T E P M E ´ [14]

Page 7: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

Kεφάλαιο 1

I

Ήταν αργά και η ζέστη αποπνικτική. Ο Φιν δυσκολευόταν να συγκε-ντρωθεί, καταπλακωµένος από το σκοτάδι του γραφείου του, που τονκρατούσε καθηλωµένο στο κάθισµά του σαν δύο τεράστια χέρια, µαύ-ρα και απαλά. Ο φωτεινός κύκλος που έριχνε η λάµπα πάνω στο γρα-φείο του αποσπούσε την προσοχή σαν πεταλούδα της νύχτας και τουέκαιγε τα µάτια. Θαµπωµένος δυσκολευόταν να τακτοποιήσει τις ση-µειώσεις του. Πλάι του διέκρινε την αστραφτερή οθόνη του υπολογι-στή του, που το υπόκωφο ροχαλητό του δεν κατάφερνε να ταράξει τηγύρω γαλήνη. Θα έπρεπε να είναι στο κρεβάτι από ώρα, αλλά χρεια-ζόταν να τελειώσει οπωσδήποτε εκείνη τη µελέτη. Tα µαθήµατα δι’αλληλογραφίας ήταν η µόνη του διέξοδος και εκείνος δεν είχε κάνειτίποτα ως την τελευταία στιγµή. Ανοησία.

Ένιωσε κάτι να κινείται πίσω από την πλάτη του, κοντά στην πόρ-τα, και στράφηκε οργισµένος πάνω στο κάθισµά του περιµένοντας ναδει τη Μόνα. Oι επιπλήξεις όµως δεν πρόλαβαν να βγουν από τα χεί-λη του. Αντί για τη Μόνα, είδε κατάπληκτος απέναντί του έναν άντρατόσο ψηλό, που έδινε την εντύπωση ότι δυσκολευόταν να σταθεί όρ-θιος. Το κεφάλι του έγερνε στο πλάι, για να αποφύγει να ακουµπήσειστο ταβάνι. Τα δωµάτια δεν ήταν ψηλά, αλλά αυτός πρέπει να ήτανγύρω στα δυόµισι µέτρα. Είχε τεράστια πόδια και φορούσε ένα σκού-

Page 8: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

ρο παντελόνι που σούρωνε σχηµατίζοντας πιέτες γύρω από ένα ζευ-γάρι µαύρες µπότες. Το βαµβακερό, καρό πουκάµισό του στένευε στηµέση και από πάνω φορούσε ένα ορθάνοιχτο άνορακ µε ανασηκωµένογιακά και την κουκούλα να κρέµεται στην πλάτη. Τα κρεµαστά µπρά-τσα του κατέληγαν σε τεράστια χέρια, που πρόβαλλαν µέσα από πολύκοντά µανίκια. Τα σκοτεινά και ανέκφραστα µάτια του έκαναν τοπρόσωπό του πένθιµο. Μακριά και λιπαρά µαλλιά κρέµονταν πίσωαπό τ’ αυτιά του. Ο Φιν τον έκανε καµιά εξηνταριά χρονών.

Ο άντρας παρέµενε βουβός, ακίνητος, και κοίταζε επίµονα τονΦιν. Η σκιά του, όπως σχηµατιζόταν από το φως, διαγραφόταν πάνωστο γραφείο όµοια µε αγάλµατος. Τι έκανε, για όνοµα του Θεού, αυ-τός ο άνθρωπος εκεί; Ο Φιν ένιωσε τις τρίχες του να σηκώνονται καιτον φόβο να τον πληµµυρίζει, να τον τυλίγει σαν γάντι.

Ύστερα, πολύ µακριά, άκουσε τη δική του φωνή, το βογκητό ενόςπαιδιού µέσα στο σκοτάδι: «Ένας τύπος αλλό-κοτος...» Ο άντρας συ-νέχισε να τον κοιτάζει επίµονα. «Είναι ένας τύπος αλλό-κοτος εκεί...»

«Τι συµβαίνει, Φιν;» Ήταν η φωνή της Μόνα. Πανικόβλητη τον κουνούσε από τον

ώµο. Ενώ άνοιγε τα µάτια και κοιτούσε το φοβισµένο και ανήσυχο πρό-

σωπό της, πρησµένο ακόµη από τον ύπνο, άκουσε τον εαυτό του ναβογκά:

«Αλλόκοτος τύπος...»«Για όνοµα του Θεού, τι συµβαίνει;»Τραβήχτηκε µακριά της και ξάπλωσε ανάσκελα παίρνοντας βαθιές

ανάσες για να ξαναβρεί την αναπνοή του. Η καρδιά του χτυπούσε νασπάσει:

«∆εν ήταν παρά ένα όνειρο. Ένα κακό όνειρο». Η εικόνα του ανθρώπου µέσα στο γραφείο του ήταν ακόµα εκεί,

σαν παιδικός εφιάλτης. Έριξε µια µατιά στο ξυπνητήρι πάνω στο κο-µοδίνο του. Τέσσερις και εφτά. Προσπάθησε να καταπιεί το σάλιο

¶ I T E P M E ´ [16]

Page 9: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

του, αλλά το στόµα του ήταν στεγνό και κατάλαβε ότι δεν θα κατά-φερνε να ξανακοιµηθεί.

«Με κατατρόµαξες». «Λυπάµαι». Ο Φιν έσπρωξε τα σκεπάσµατα και κάθισε στην άκρη του κρεβα-

τιού. Έκλεισε τα µάτια και έτριψε το πρόσωπό του, αλλά ο άντραςήταν πάντα εκεί, χαραγµένος στον αµφιβληστροειδή του. Σηκώθηκεόρθιος.

«Πού πηγαίνεις;» «Να κατουρήσω». Στις µύτες των ποδιών διέσχισε το χαλί και άνοιξε την πόρτα που

έβγαζε στο διάδροµο. Η λάµψη του φεγγαριού σχηµάτιζε γεωµετρικάσχέδια γλιστρώντας µέσα από παράθυρα ενός αόριστα γεωργιανούρυθµού. Στα µισά του διαδρόµου πέρασε µπροστά από την ανοιχτήπόρτα του γραφείου του. Ήταν κατασκότεινο και ανατρίχιασε στησκέψη του γίγαντα που είχε εισχωρήσει εκεί στη διάρκεια του ονείρουτου. Η εικόνα που διατηρούσε στο µυαλό του ήταν ακόµα ολοκάθαρηκαι έντονη. Eκείνη η παρουσία ήταν πολύ δυνατή. Όταν έφτασε στηνπόρτα του µπάνιου, σταµάτησε για λίγο, όπως κάθε βράδυ εδώ καιένα µήνα, και το βλέµµα του έπεσε στο δωµάτιο που βρισκόταν στηνάκρη του διαδρόµου. Η πόρτα ήταν µισάνοιχτη και το φεγγαρόφωτοσκορπούσε στο εσωτερικό φωτεινές πιτσιλιές. Μέσα στο δωµάτιο δενυπήρχε παρά ένα τροµερό κενό. Ο Φιν, αποκαρδιωµένος και µε τοµέτωπο λουσµένο στον ιδρώτα, έστρεψε αλλού το βλέµµα του.

Ο παφλασµός των ούρων καθώς ανακατεύονταν µε το νερό γέµισετο µπάνιο µε έναν θόρυβο οικείο και καθησυχαστικό. Η κατάθλιψηέφτανε πάντα µαζί µε τη σιωπή. Eκείνο το βράδυ όµως το συνηθισµέ-νο κενό είχε καλυφθεί. Η εικόνα του άντρα µε το άνορακ είχε πάρειτη θέση όλων των άλλων σκέψεών του, σαν πουλάκι που καταλαµβά-νει µια φωλιά. O Φιν αναρωτιόταν αν τον γνώριζε, αν υπήρχε κάτι οι-κείο σε εκείνο το µακρύ πρόσωπο, σε εκείνα τα ανακατεµένα µαλλιά.

[17]

Page 10: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

Και ξαφνικά θυµήθηκε την περιγραφή της Μόνας για τον άντρα πουβρισκόταν µέσα στο αυτοκίνητο. Φορούσε άνορακ, όπως της φάνηκε.Θα πρέπει να ήταν εξήντα χρονών, µε γκρίζα, µακριά και λιπαράµαλλιά.

ΙΙ

Πήρε λεωφορείο για να πάει στην πόλη και κοίταζε µέσα από τοτζάµι τα γκρίζα δοκάρια των κτιρίων να παρελαύνουν, ίδια µε τρεµά-µενες εικόνες ενός παλιού ασπρόµαυρου φιλµ. Θα µπορούσε να είχεπάρει το αυτοκίνητό του, αλλά το Εδιµβούργο δεν ήταν πόλη φτιαγ-µένη για οδήγηση. Όταν έφτασε στην Πρίνσες Στριτ, τα σύννεφαείχαν σκορπίσει και ο ήλιος κέρδιζε κατά κύµατα τις πρασιές τωνκήπων που απλώνονταν κάτω από τον πύργο. Το πλήθος των φεστι-βαλιστών είχε µαζευτεί γύρω από κάποιους καλλιτέχνες του δρόµουπου έφτυναν φωτιές και έκαναν ταχυδακτυλουργίες. Μια οµάδα τζα-ζίστες έπαιζαν µπροστά από τις αίθουσες τέχνης. Ο Φιν κατέβηκεστο σταθµό Γουέβερλι, διέσχισε τις γέφυρες ως την παλιά πόλη καικατευθύνθηκε νότια, µετά το πανεπιστήµιο, πριν στραφεί ανατολι-κά, στη σκιά του Σάλσµπερι Κραγκς. Ο ήλιος διέγραφε µια διαγώνιοπάνω στην πρασινωπή απότοµη πλαγιά που ανηφόριζε προς τουςλόφους δεσπόζοντας στα κτίρια των κεντρικών της Αστυνοµίας,τµήµα «Α».

Στο διάδροµο του πρώτου ορόφου οι συνάδελφοι που συναντούσετου έκαναν νόηµα µε το κεφάλι. Ένας από αυτούς ακούµπησε το χέριστο µπράτσο του και του είπε:

«Τα συλλυπητήριά µου, Φιν». Εκείνος αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι.

¶ I T E P M E ´ [18]

Page 11: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

Ο Μπλακ, ο γενικός επιθεωρητής, µόλις που σήκωσε τα µάτιααπό τα ντοσιέ του και του έδειξε µε το χέρι την καρέκλα που βρισκό-ταν απέναντι από το γραφείο του. Είχε χλοµό, στενόµακρο πρόσωποκαι διάλεγε χαρτιά µε δάχτυλα λεκιασµένα από τη νικοτίνη. Όταν τε-λικά έστρεψε τα µάτια του στον Φιν, το βλέµµα του θύµιζε γεράκι:

«Λοιπόν, πώς πηγαίνουν οι σπουδές σου;»Ο Φιν ανασήκωσε τους ώµους: «Καλά». «∆εν σε ρώτησα ποτέ γιατί άφησες το πανεπιστήµιο. Ήσουν στη

Γλασκόβη, γι’ αυτό ίσως;»Ο Φιν έγνεψε ναι. «Επειδή ήµουν νέος, σερ. Και ανόητος». «Γιατί µπήκες στην αστυνοµία;»«Επειδή αυτό έκαναν εκείνη την εποχή όσοι έρχονταν από τα νη-

σιά και δεν είχαν ούτε δουλειά ούτε ειδίκευση». «Γνώριζες τότε κάποιον στην υπηρεσία;»«Μερικά πρόσωπα». Ο Μπλακ τον κοίταξε συλλογισµένος: «Ήσουν καλός αστυνοµικός, Φιν. Όµως αυτό δεν σου ταιριάζει

πια, έτσι δεν είναι;»«Και όµως αυτό είµαι». «Όχι. Αυτό ήσουν. Μέχρι ένα µήνα πριν. Αυτό που συνέβη ήταν

τραγωδία. Όµως η ζωή συνεχίζεται και εµείς πρέπει να προχωράµε.Όλοι κατάλαβαν ότι χρειάζεσαι χρόνο για το πένθος σου. Ο Θεός ξέ-ρει πόσο συχνά συναντάµε το θάνατο στο επάγγελµά µας, ώστε να τοκατανοούµε αυτό».

Ο Φιν τον κοίταξε µνησίκακα: «∆εν έχετε ιδέα τι σηµαίνει να χάνει κανείς ένα παιδί». «Όχι, αυτό είναι αλήθεια». ∆εν υπήρχε ίχνος συµπάθειας στη φωνή του Μπλακ: «Έχω χάσει όµως κοντινούς µου ανθρώπους και ξέρω ότι δεν έχει

[19]

Page 12: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

κανείς άλλη επιλογή παρά να συµβιβαστεί µε την ιδέα». Ένωσε τα χέ-ρια µπροστά του σαν να ήθελε να προσευχηθεί: «Ωστόσο το να ανα-µασά κανείς το γεγονός δεν είναι υγιές, Φιν. Είναι νοσηρό». ∆άγκωσετα χείλη του: «Είναι λοιπόν καιρός να πάρεις µια απόφαση, για να ξέ-ρεις τι θα κάνεις µε τη ζωή σου. Και µέχρι να την πάρεις, εκτός ανυπάρχει κάποιος σοβαρός ιατρικός λόγος που σε εµποδίζει, θέλω ναεπανενταχθείς στην υπηρεσία».

Η πίεση που του ασκούσαν να ξαναρχίσει τη δουλειά δεν είχε στα-µατήσει να εντείνεται. Από τη Μόνα ως τις καλές συµβουλές των φί-λων, χωρίς να παραλείπονται οι εκκλήσεις των συναδέλφων. Είχεαντισταθεί σε όλα αυτά, επειδή δεν έβλεπε πώς θα µπορούσε να ξα-ναγίνει εκείνος που ήταν πριν από το δυστύχηµα.

«Πότε;»«Αµέσως. Σήµερα». Ο Φιν δέχτηκε την επίθεση και κούνησε το κεφάλι: «Έχω ανάγκη από λίγο χρόνο». «Είχες χρόνο, Φιν. Τώρα, ή επανέρχεσαι ή παραιτείσαι». Ο Μπλακ δεν περίµενε την απάντησή του. Άπλωσε το χέρι πάνω

από το γραφείο του και, από ένα σωρό πολύπαθους φακέλους, τράβη-ξε έναν και τον έσπρωξε προς τον Φιν:

«Θυµάσαι τη δολοφονία του Λιθ Γουόκ το Μάιο;»«Ναι». Ο Φιν δεν άγγιξε το φάκελο. ∆εν χρειαζόταν. Θυµόταν πάρα πολύ

καλά το γυµνό σώµα που ήταν κρεµασµένο από το δέντρο ανάµεσαστην εκκλησία της Πεντηκοστής και στην τράπεζα.

«Υπήρξε κι άλλη», είπε ο Μπλακ. «Πανοµοιότυπος τρόπος ενέρ-γειας».

«Πού έγινε;»«Στο Βορρά. Την αποκάλυψε το σύστηµα πληροφορικής HOL-

MES. Στην πραγµατικότητα, το HOLMES είχε την καταπληκτικήιδέα να σε συµπεριλάβει στην έρευνα».

¶ I T E P M E ´ [20]

Page 13: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

Ο Μπλακ ανοιγόκλεισε τα µάτια και κοίταξε τον Φιν µε βλέµµαόλο σκεπτικισµό:

«Μιλάς τουλάχιστον πάντα τη διάλεκτο;»Ο Φιν παραξενεύτηκε: «Τα γαελικά; Έχω να µιλήσω γαελικά από τότε που εγκατέλειψα

το Λιούις». «Καλά θα κάνεις λοιπόν να ασχοληθείς πάλι. Το θύµα είναι από τα

µέρη σας». «Από το Κρόµποστ;» ο Φιν έδειχνε κατάπληκτος. «Ένα δυο χρόνια πιο µεγάλος από σένα. Λέγεται», ο Μπλακ συµ-

βουλεύτηκε ένα χαρτί που βρισκόταν µπροστά του, «Μακρίτσι.Άνγκους Μακρίτσι. Τον γνωρίζεις;»

Ο Φιν παραδέχτηκε πως ναι, τον γνώριζε.

ΙΙΙ

Ο ήλιος, που µπαίνοντας από το παράθυρο απλωνόταν στο σαλόνι,έµοιαζε να τους µέµφεται για τη λύπη τους. Κόκκοι σκόνης που τουςείχε αιχµαλωτίσει το φως αιωρούνταν µέσα στην ασάλευτη ατµόσφαι-ρα. Μπορούσαν να ακούσουν το θόρυβο των παιδιών που έπαιζανµπάλα στο δρόµο. Λίγες µόνο εβδοµάδες νωρίτερα θα µπορούσε ναπρόκειται για τον Ρόµπι. Το τικ-τακ του ρολογιού που ήταν τοποθε-τηµένο πάνω στη θερµάστρα έδινε ρυθµό στη σιωπή. Τα µάτια τήςΜόνας ήταν κόκκινα, αλλά τα δάκρυά της είχαν στεγνώσει και είχανπαραχωρήσει τη θέση τους στο θυµό:

«∆εν θέλω να φύγεις». Αυτή είχε γίνει η επωδός του τσακωµού τους. «Σήµερα το πρωί ήθελες να πάω να δουλέψω».

[21]

Page 14: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

«Θέλω όµως και να επιστρέφεις στο σπίτι. ∆εν θέλω να ξαναβρεθώµόνη για ολόκληρες εβδοµάδες», πήρε µια βαθιά και τρεµουλιαστήανάσα, «µε τις αναµνήσεις µου. Με... µε...»

Ίσως να µην έβρισκε ποτέ τις λέξεις για να τελειώσει τη φράσητης. Tο έκανε ο Φιν αντί για εκείνη:

«Με την ενοχή σου;» ∆εν είχε πει ποτέ ότι τη µεµφόταν για οτιδήποτε. Και όµως αυτό

συνέβαινε. Είχε προσπαθήσει µε όλη του την καρδιά να το αποφύγει.Εκείνη τον πυροβόλησε µε το βλέµµα της και εκείνος είδε τόσο πόνοστα µάτια της, που µετάνιωσε αµέσως για τα λόγια του:

«Ούτως ή άλλως, η υπόθεση δεν θα κρατήσει παρά λίγες µέρες».Πέρασε το χέρι του µέσα από τις ξανθές και σφιχτές µπούκλες τωνµαλλιών της: «Νοµίζεις στ’ αλήθεια ότι έχω όρεξη να πάω εκεί; ∆ε-καοκτώ χρόνια τώρα κάνω το παν για να µη συµβεί κάτι τέτοιο».

«Και τώρα ακριβώς αρπάζεις την ευκαιρία. Για να το σκάσεις». «Αχ, µη γίνεσαι γελοία». Ήξερε όµως ότι η γυναίκα του είχε δίκιο. Και δεν ήταν µόνο η

Μόνα την οποία ήθελε να αποφύγει. Όλα τον έσπρωχναν να επι-στρέψει εκεί όπου παλιά η ζωή ήταν τόσο απλή. Να ξαναβρεί τηνπαιδική του ηλικία, τις ρίζες του. Ξαφνικά του ήταν εύκολο να αγνοή-σει το γεγονός ότι είχε περάσει το σπουδαιότερο µέρος της ενήλικηςζωής του προσπαθώντας να αποφύγει αυτή τη στιγµή. Του ήταν εύ-κολο να ξεχάσει πως όταν ήταν έφηβος τίποτα δεν του φαινόταν πιοσηµαντικό από το να εγκαταλείψει το νησί.

Θυµόταν επίσης πόσο εύκολο είχε αποδειχτεί να παντρευτεί τηΜόνα. Για ένα σωρό λανθασµένους λόγους. Για να µην είναι µόνος.Για να έχει ένα πρόσχηµα να µην επιστρέψει. Kαι όµως, µέσα σε δε-κατέσσερα χρόνια, το µόνο πράγµα που είχαν οικοδοµήσει ήταν έναείδος διευθέτησης, µια θέση που ο καθένας από τους δύο είχε εξα-σφαλίσει µέσα στη ζωή του για τον άλλο. Ένας χώρος που καταλάµ-βαναν και οι δύο χωρίς στην πραγµατικότητα να τον µοιράζονται. Εί-

¶ I T E P M E ´ [22]

Page 15: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

χαν υπάρξει συνένοχοι. Είχε δηµιουργηθεί πραγµατική ζεστασιά ανά-µεσά τους. Αµφέβαλλε όµως αν υπήρξε έστω και µια µέρα αγάπης.Πραγµατικής αγάπης. Όπως πολλοί άλλοι, ήταν µαζί επειδή δεν εί-χαν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Ο Ρόµπι ήταν µια γέφυρα ανάµεσάτους. Όµως ο Ρόµπι δεν ήταν πια εδώ.

«Έχεις ιδέα τι έζησα αυτές τις τελευταίες εβδοµάδες;» είπε η Μόνα. «Το σκέφτοµαι, αλήθεια». Η Μόνα κούνησε το κεφάλι: «Όχι. ∆εν ήσουν υποχρεωµένος να περνάς κάθε λεπτό που χωρίζει

την ανατολή του ήλιου από τη δύση µε κάποιον που η σιωπή τουήταν µια ατέλειωτη κραυγή µοµφής. Το ξέρω ότι µου κρατάς κακία,Φιν. Όσο όµως κι αν µε κατηγορείς, εγώ θα κατηγορώ τον εαυτό µουδέκα φορές περισσότερο. Και εγώ τον έχασα, Φιν. Ήταν και δικόµου παιδί».

Τα δάκρυα είχαν επιστρέψει και της έκαιγαν τα µάτια. Εκείνοςδεν έβρισκε τίποτα να της πει.

«∆εν θέλω να φύγεις», η ίδια πάλι επωδός. «∆εν είναι δική µου επιλογή». «Και όµως µπορείς να επιλέξεις. Πάντα µπορεί κανείς να επιλέ-

ξει. Επί εβδοµάδες επέλεξες να µην επιστρέψεις στη δουλειά. Μπο-ρείς να επιλέξεις να µην επιστρέψεις στο νησί. Πες τους απλούστα-τα όχι».

«∆εν µπορώ». «Φιν, αν πάρεις αυτό το αεροπλάνο αύριο...»Ο άντρας περίµενε το τελεσίγραφο καθώς εκείνη προσπαθούσε να

βρει το κουράγιο να φτάσει ως το τέλος. Τίποτα όµως δεν ήρθε. «Λοιπόν, Μόνα, τι θα γίνει αν πάρω αύριο αυτό το αεροπλάνο;»Την προκαλούσε για να την αναγκάσει να το πει. Έτσι το λάθος

θα ήταν δικό της, όχι δικό του. Έστρεψε αλλού το βλέµµα της και δάγκωσε το κάτω χείλος της

ώσπου το µάτωσε:

[23]

Page 16: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

«Μην περιµένεις να µε βρεις εδώ όταν θα επιστρέψεις. Αυτό είναιόλο».

Την κοίταξε για αρκετή ώρα: «Αυτό θα ήταν ίσως η καλύτερη λύση».

Το δικινητήριο αεροπλάνο, που µπορούσε να µεταφέρει έως τριά-ντα εφτά επιβάτες, τραντάχτηκε από τα αέρια ρεύµατα ενώ έκανεστροφή για να πλησιάσει το Λοχ α Τούαθ και να ετοιµάσει την κάθο-δό του στη µικρή πίστα που σάρωνε ο άνεµος του αεροδροµίου τουΣτόρνογουεϊ. Τη στιγµή που εγκατέλειπαν το χαµηλό και πυκνόστρώµα που σχηµάτιζαν τα σύννεφα, ο Φιν µπόρεσε να δει την γκρι-ζόµαυρη θάλασσα καθώς έσπαγε σε άσπρα θραύσµατα πάνω στα µα-κριά δάχτυλα του µαύρου βράχου που προεκτεινόταν από τη χερσό-νησο του Άι, ένα άγρια κοµµένο κοµµάτι γης, γνωστό στους νησιώτεςµε την ονοµασία Πόιντ.* Είδε πάλι τα χαραγµένα στο τοπίο γνωστάµοτίβα που έµοιαζαν µε τα χαρακώµατα του Μεγάλου πολέµου, µε τηδιαφορά ότι εδώ οι άνθρωποι δεν τα είχαν σκάψει για να αλληλοσκο-τωθούν, αλλά για να ζεσταθούν. Αιώνα τον αιώνα, η εξαγωγή της τύρ-φης είχε αφήσει αυτές τις χαρακτηριστικές σπαθιές πάνω στις τερά-στιες εκτάσεις όπου δεν φύτρωνε τίποτα. Μέσα στον όρµο το νερό,ανατριχιασµένο από το αδιάκοπο πέρασµα του ανέµου, έµοιαζε παγε-ρό. Ο Φιν είχε ξεχάσει αυτό τον αέρα, αυτή την αέναη ώθηση πουκατέληγε εδώ αφού κάλυπτε τρεις χιλιάδες µίλια στον Ατλαντικό. Πέ-ρα από το καταφύγιο που πρόσφερε το λιµάνι του Στόρνογουεϊ, δενυπήρχαν σχεδόν καθόλου δέντρα στο νησί.

Όση ώρα είχε κρατήσει η πτήση ο Φιν προσπαθούσε να µη σκέ-φτεται. Ούτε την επιστροφή του στο γενέθλιο νησί, ούτε την οδυνηρήσιωπή που είχε συνοδέψει στο σπίτι την αναχώρησή του. Η Μόνα εί-χε περάσει τη νύχτα στο δωµάτιο του Ρόµπι. Την άκουγε να κλαίει

¶ I T E P M E ´ [24]

* Σηµείο. (Σ.τ.M.)

Page 17: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει

στην άλλη άκρη του διαδρόµου όση ώρα εκείνος ετοίµαζε τις απο-σκευές του. Το πρωί έφυγε χωρίς να πει λέξη και, τη στιγµή πουέκλεινε την πόρτα, ήξερε ότι εγκατέλειπε τη Μόνα.

Αναγνώριζε τώρα τις παλιές αποθήκες που εκτείνονταν κατά µή-κος της πίστας του αεροδροµίου και στο βάθος διέκρινε τον ολοκαί-νουργιο τερµατικό σταθµό του φέρι. Ο Φιν ένιωσε να τον πνίγει η συ-γκίνηση. Είχε περάσει τόσος καιρός. ∆εν ήταν προετοιµασµένος γιατο κύµα των αναµνήσεων που ξαφνικά τον πληµµύρισαν.

[25]

Page 18: Οι κυνηγοί των Χάιλαντς  - Πίτερ Μει