153
2 Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ 16 – 17 Απριλίου 2010 Ξενοδοχείο Capsis Θεσσαλονίκη

2_synedrio_biblio

  • Upload
    petie

  • View
    1.848

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: 2_synedrio_biblio

2Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ∆ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ

16 – 17 Απριλίου 2010

Ξενοδοχείο Capsis

Θεσσαλονίκη

Page 2: 2_synedrio_biblio

2

Καλοσώρισµα Επιστηµονικής Επιτροπής

Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι σας καλοσωρίζουµε στο 2ο Συνέδριο της

Πανελλήνιας Ένωσης Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων.

Μετά από αίτηµα µεγάλου αριθµού συνέδρων στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο,

ένα χρόνο πριν στην Αθήνα, το 2ο διεξάγεται φέτος στη Θεσσαλονίκη. Οι προκλήσεις

και οι δυσκολίες ήταν πολλές δεδοµένου ότι πρόκειται για ένα νέο Συνέδριο που τώρα

προσπαθεί να καθιερωθεί µεταξύ των πολλών συνεδρίων βιοιατρικών επιστηµών που

διοργανώνονται ετησίως στην Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό επιζητούµε την υποστήριξή και

προσοχή σας.

Η επιστηµονική επιτροπή κατέβαλλε µεγάλη προσπάθεια και κατάρτισε

πρόγραµµα το οποίο εκτιµάται να καλύψει άµεσα τα ενδιαφέροντα των Τεχνολόγων

Ιατρικών Εργαστηρίων. Οι στόχοι ήταν πολλαπλοί µε την συνισταµένη να εστιάζεται

στην ενηµέρωση και εκπαίδευση στους νέους εργαστηριακούς τοµείς, ενδιαφέροντες για

τους νέους συναδέλφους και ιδιαίτερα σε αυτούς που παρακολουθούν ή σκέπτονται να

παρακολουθήσουν Μεταπτυχιακά Προγράµµατα Σπουδών.

Προκειµένου δε να ενισχυθεί η ερευνητική προσπάθεια των Τεχνολόγων

Ιατρικών Εργαστηρίων αλλά και άλλων επιστηµόνων που παρακολουθούν το Συνέδριο η

Επιστηµονική Επιτροπή καθιέρωσε οικονοµικά έπαθλα για τις καλύτερες ελεύθερες και

αναρτηµένες ανακοινώσεις. Για αυτό το σκοπό οι ανακοινώσεις που παρουσιάζονται στις

επόµενες σελίδες αξιολογήθηκαν αξιοκρατικά από στελεχωµένη «επιτροπή κρίσεως

εργασιών» διατηρώντας κρυφά τα ονόµατα και τα κέντρα προέλευσης των συγγραφέων.

Οι 16 πρώτες επιλέγηκαν ως προφορικές ανακοινώσεις και οι υπόλοιπες ως

αναρτηµένες λαµβάνοντας υπόψη και την προσωπική προτίµηση των ερευνητών.

Η επιστηµονική επιτροπή θα ήθελε ολόψυχα να ευχαριστήσει:

• Tους προσκεκληµένους οµιλητές του συνεδρίου και ιδιαίτερα τους

συντονιστές των στρογγυλών τραπεζιών.

• Τους ερευνητές που εµπιστεύτηκαν το συνέδριό µας για να αναδείξουν την

ερευνητική τους προσπάθεια.

• Όλους εσάς τους συνέδρους για τη συµµετοχή σας.

Οι συστάσεις σας για την µελλοντική βελτίωση του συνεδρίου είναι

ευπρόσδεκτες και παρακαλείστε να τις διατυπώσετε και κωδικοποιήσετε στο ειδικό

ερωτηµατολόγιο του Συνεδρίου.

Εκ µέρους της επιστηµονικής επιτροπής

Πέτρος Καρκαλούσος, [email protected], [email protected]

Αναστάσιος Κριεµπάρδης, [email protected]

Page 3: 2_synedrio_biblio

3

Χαιρετισµός Προέδρου ΠΕΤΙΕ

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Εκ µέρους της Οργανωτικής Επιτροπής µε χαρά και τιµή σας προσκαλώ να

συµµετάσχετε στις εργασίες του 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, που θα πραγµατοποιηθεί στην Θεσσαλονίκη στο Ξενοδοχείο Capsis την

Παρασκευή 16 και το Σάββατο 17 Απριλίου 2010.

Πρόκειται για την 7η Πανελλήνια οργανωµένη συνάντηση των Τεχνολόγων

Ιατρικών Εργαστηρίων, µε την οργανωτική βοήθεια και συµπαράσταση της Π.Ε.Τ.Ι.Ε. η

οποία απευθύνεται τόσο στους Τεχνολόγους Ιατρικών Εργαστηρίων (πτυχιούχους και

φοιτητές), όσο και στους επαγγελµατίες - επιστήµονες συναφών κλάδων του χώρου της

Υγείας.

Οι ενότητες του Συνεδρίου θα έχουν επιστηµονικό περιεχόµενο µε

ενηµερωτικά - επιστηµονικά τραπέζια, παρουσιάσεις νεότερων εργαστηριακών

δεδοµένων, ελεύθερων ανακοινώσεων, εκπαιδευτικών θεµάτων και αναρτηµένων

παρουσιάσεων-Poster στους τοµείς: Μικροβιολογίας, Αιµατολογίας, Βιοχηµείας,

Παθολογοανατοµίας - Κυτταρολογίας, Πιστοποίησης - ∆ιαπίστευσης Εργαστηρίων,

Νεότερων Εργαστηριακών τεχνικών, Γενετικής - Μοριακής Βιολογίας και Υγιεινής &

Ασφάλειας στην Εργασία. Το Συνέδριο επίσης θα περιλαµβάνει και ενότητα µε

επαγγελµατικό περιεχόµενο, σε θέµατα που αφορούν το κλάδο µας ως επαγγελµατίες

του ∆ηµόσιου και του Ιδιωτικού τοµέα στο χώρο της υγείας και της εκπαίδευσης.

Στόχος είναι, µέσα από την Πανελλήνια Ένωση Τεχνολόγων Ιατρικών

Εργαστηρίων, που είναι η Επιστηµονική & Επαγγελµατική Ένωση του κλάδου, να

καλυφθεί µέρος της ανάγκης για διαρκή και συνεχιζόµενη εκπαίδευση - ενηµέρωση

του επιστήµονα και επαγγελµατία Τεχνολόγου Ιατρικών Εργαστηρίων καθώς και να

γίνει µία εκδήλωση η οποία να αντανακλά τις δυνατότητες των Τεχνολόγων Ιατρικών

Εργαστηρίων.

Θα ήθελα λοιπόν, να ευχαριστήσω θερµά εκ µέρους όλου του ∆.Σ. την

Ελληνική Αιµατολογική Εταιρεία, τα Τµήµατα Ιατρικών Εργαστηρίων των Τ.Ε.Ι.

Θεσσαλονίκης, Αθήνας, και Λάρισας, όπως επίσης και τους Προϊσταµένους αυτών, για

τη συµβολή τους και την αµέριστη βοήθειά τους στην επιτυχία αυτής της αξιόλογης και

υψηλού επιπέδου επιστηµονικής εκδήλωσης µας, η οποία είναι σηµαντική για την

ποιοτική και επιστηµονική κατάρτιση όλων των συναδέλφων.

Επιπλέον, να ευχαριστήσω εκ µέρους του ∆.Σ., όλους τους χορηγούς µας,

Εταιρείες διαγνωστικών και λοιπών επιστηµονικών προϊόντων.

Πιστεύουµε πώς θα φανούµε αντάξιοι των προσδοκιών σας και βασικός µας

στόχος είναι η αναβάθµιση του κλάδου µας, στα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά δεδοµένα και

πρότυπα για το καλό της Υγείας και της Κοινωνίας γενικότερα. Σας καλούµε να δώσετε

ενεργό παρόν σε όλες τις εκδηλώσεις του Συνεδρίου. Η επιτυχία του είναι υπόθεση

όλων µας και αντικατοπτρίζει την ανάγκη της αλληλοενηµέρωσης και της συνεργασίας

όλων των επιστηµών που ασχολούνται µε τα εργαστήρια.

Με φιλικούς και συναδελφικούς χαιρετισµούς,

Για το ∆.Σ. της Π.Ε.Τ.Ι.Ε. και την Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου,

Βούρτσης ∆ιονύσης

Πρόεδρος ∆.Σ ΠΕΤΙΕ

Page 4: 2_synedrio_biblio

4

Επιστηµονική επιτροπή

Πρόεδρος

Καρκαλούσος Πέτρος Βιολόγος, Ph.D. Στατιστικής Msc, Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Αξιολογητής Ε.ΣΥ.∆.,

Επιστηµονικός συνεργάτης ΑΤΕΙ Αθηνών, Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων.

Aντιπρόεδρος Κριεµπάρδης Αναστάσιος Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Υγιεινολόγος Msc, Ph.D. Εθνικό Κέντρο Αιµοδοσίας,

Εργαστηριακός συνεργάτης ΑΤΕΙ Αθηνών, Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων.

Μέλος – Εκπρόσωπος της ΠΕΤΙΕ Παπαλέξης Πέτρος Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, M.Sc Μοριακής Ιατρικής, Αν. Γενικός Γραµµατέας ∆.Σ.

Π.Ε.Τ.Ι.Ε., Καθηγητής Ιολογίας-Μυκητολογίας ∆ηµοσίου Ι.Ε.Κ.- Αµαρουσίου. Συντονιστές Τραπεζιών µε αλφαβητική σειρά

Ανδρούτσος Γεώργιος (Αθήνα) Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων. Αιµατολογικό εργαστήριο ΠΓΝΑ «Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ».

Γεωργίου Ζωή (Βόλος) Κλινικός Χηµικός - Βιοχηµικός Ph.D. Βιοπαθολογικό εργαστήριο TMY IKA Bόλου, Υπεύθυνη παραρτήµατος Ν. Ιωνίας.

Ησαϊάδης ∆ηµήτρης (Αθήνα) Παθολογοανατόµος ∆ιευθυντής Παθολογο-ανατοµικού Εργαστηρίου. Νοσοκοµείο Βραχείας

Νοσηλείας 3ο θεραπευτήριο ΙΚΑ.

Καρακίτσος Πέτρος (Αθήνα) Αναπληρωτής Καθηγητής Κυτταρολογίας Ιατρικής Σχολής Αθηνών. ∆ιευθυντής Εργαστηρίου ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ»

Λειµονή Ειρήνη (Αθήνα) Βιολόγος Ph.D., Εur.Clin.Chem.Υπεύθυνη Ανάπτυξης Κλινικών Εργαστηρίων Eυρωιατρικής, Αξιολογήτρια Ε.ΣΥ.∆.

Μαυρίδου Αθηνά (Αθήνα) Βιολόγος Ph.D., Τακτική καθηγήτρια µικροβιολογίας Tµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθηνών.

Μούγιος Βασίλης (Θεσσαλονίκη) Βιοχηµικός Ph.D., Αναπληρωτής καθηγητής βιοχηµείας της άσκησης, Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού (ΤΕΦΑΑ), Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

Νέλλας Χρήστος (Θεσσαλονίκη) Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων Msc, Καθηγητής εφαρµογών παθολογικής ανατοµικής ΑΤΕΙ

Θεσσαλονίκης.

Πατεράκης Γιώργος (Αθήνα) Επιµελητής Α', Ανοσολογικού Εργαστηρίου, ΠΓΝΑ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ». Υπεύθυνος Εργαστηρίου

Κυτταροµετρίας.

Τρούγκος Κωσταντίνος (Αθήνα) Βιολόγος Ph.D. Αναπληρωτής καθηγητής Μοριακής Βιολογίας Πανεπιστήµιο Αθηνών, Ιατρική σχολή, Εργαστήριο Βιολογικής Χηµείας.

Page 5: 2_synedrio_biblio

5

Επιτροπή κρίσεως εργασιών

Πρόεδρος: Καρίκας Γιώργος (Αθήνα)

Βιοχηµικός – Φαρµακοποιός, Ph.D. Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοχηµείας - Κλινικής Χηµείας. Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθήνας.

Γραµµατέας: Κριεµπάρδης Αναστάσιος (Αθήνα) Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Υγιεινολόγος, Msc, Ph.D. Εθνικό Κέντρο Αιµοδοσίας, Εργαστηριακός συνεργάτης ΑΤΕΙ Αθηνών, Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων.

Μέλη: Καλκάνη Ελένη (Αθήνα) Βιοπαθολόγος Ph.D. Τακτική καθηγήτρια Ιολογίας ΑΤΕΙ Αθηνών

Περνιδάκη Αναστασία (Αθήνα) Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Msc, τ. Καθηγήτρια εφαρµογών Αιµατολογίας – Αιµοδοσίας ΑΤΕΙ Αθηνών.

Πλαγεράς Παναγιώτης (Λάρισα) Βιοχηµικός, Ph.D. Καθηγητής Βιοχηµείας – Κλινικής Χηµείας ΑΤΕΙ Λάρισας.

Οργανωτική επιτροπή συνεδρίου

Πρόεδρος

Βούρτσης ∆ιονύσιος. Τ.Ι.Ε., Πρόεδρος ∆.Σ. Π.Ε.Τ.Ι.Ε., ΙΚΑ.

Γραµµατέας

Ζαννόπουλος Ιωάννης. Τ.Ι.Ε., Γενικός Γραµµατέας ∆.Σ. Π..Ε.Τ.Ι.Ε., Μαιευτήριο «ΜΗΤΕΡΑ».

Μέλη

Ανανιάδης Γρηγόρης. Τ.Ι.Ε., «ΑΧΕΠΑ» Νοσοκοµείο Θεσσαλονίκης.

Γιαννίση Όλγα. Τ.Ι.Ε., µέλος ∆.Σ. Π.Ε.Τ.Ι.Ε., Π.Γ.Ν.Α. «Η ΣΩΤΗΡΙΑ»

∆ρόσος Παναγιώτης. Τ.Ι.Ε., Μέλος ∆.Σ. Π.Ε.Τ.Ι.Ε., Καθηγητής ∆ηµοσίου Ι.Ε.Κ.- Αιγάλεω.

Καντεράκης Γεώργιος. ΤΙΕ, «Σισµανόγλειο» Γ.Ν.Α.

Καρβούνης Ιωάννης. Τ.Ι.Ε., Εκπαιδευτικός ΤΕΕ, ∆ιευθυντής ∆ηµοσίου Ι.Ε.Κ.-Περιστερίου.

Μπακρατσάς Κωνσταντίνος. Τ.Ι.Ε., Αντιπρόεδρος ∆.Σ. Π.Ε.Τ.Ι.Ε., ΤΥΠΕΤ.

Νανόπουλος Κωνσταντίνος. Τ.Ι.Ε., Μέλος ∆.Σ. Π.Ε.Τ.Ι.Ε., Καθηγητής ∆ηµοσίου

Ι.Ε.Κ. Αιγάλεω.

Παπαλέξης Πέτρος. Τ.Ι.Ε., M.Sc Μοριακής Ιατρικής, Αν. Γενικός Γραµµατέας ∆.Σ.

Π.Ε.Τ.Ι.Ε., Καθηγητής Ιολογίας-Μυκητολογίας ∆ηµοσίου Ι.Ε.Κ.- Αµαρουσίου.

Πατούλιας Παναγιώτης. ΤΙΕ.

Παύλου Ευθυµία. Τ.Ι.Ε., «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ» Νοσοκοµείο Αθήνας.

Περσίδου Ελένη. Τ.Ι.Ε., "ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ" Νοσοκοµείο Θεσσαλονίκης.

Πολιτάκη Ελευθερία. Τ.Ι.Ε., Μέλος ∆.Σ. Π.Ε.Τ.Ι.Ε., Εκπαιδευτικός ΤΕΕ.

Σταµατελόπουλος Ιωάννης. Τ.Ι.Ε., Ταµίας ∆.Σ. Π.Ε.Τ.Ι.Ε., Εκπαιδευτικός ΤΕΕ.

Χριστοφορίδης Ανδρέας. Τ.Ι.Ε., 2ο Γεν. Νοσοκοµείο ΙΚΑ Θεσσαλονίκης.

Page 6: 2_synedrio_biblio

6

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

2ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010

8:30 – 9:00 Εγγραφές

9:00 – 9:15 Προσφωνήσεις 9:15 – 10:50 Βιοχηµική αξιολόγηση αθλητών (γιατί, πότε, πως) Πρόεδρος: Βασίλης Μούγιος Βιοχηµικός Ph.D., Αναπληρωτής καθηγητής βιοχηµείας της άσκησης, Τµήµα Επιστήµης

Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού (ΤΕΦΑΑ), Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

1. Χρησιµότητα και ιδιαιτερότητες της βιοχηµικής αξιολόγησης αθλητών. Ανατολή Πετρίδου. ∆ιδάκτορας στην «Ανθρώπινη απόδοση και υγεία», Τµήµα

Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

2. Μέτρηση γαλακτικού οξέος στην άσκηση. Γιώργος Τσαλής. ∆ιδάκτορας στην

«Ανθρώπινη απόδοση και υγεία», Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού,

Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

3. Εκτίµηση της οξιδοαναγωγικής κατάστασης και του οξιδωτικού στρες σε

αθλητές. Αθανάσιος Καµπασακάλης. Κάτοχος µεταπτυχιακού διπλώµατος και

υποψήφιος διδάκτορας στην «Ανθρώπινη Απόδοση και Υγεία», Τµήµα Επιστήµης

Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

10:50 – 11:15 ∆ιάλειµµα

11:15 – 13:30 Σύγχρονο κλινικό εργαστήριο

Πρόεδρος: Ειρήνη Λειµονή Βιολόγος Ph.D., Εur.Clin.Chem.Υπεύθυνη Ανάπτυξης Κλινικών Εργαστηρίων Eυρωιατρικής,

Αξιολογήτρια Ε.ΣΥ.∆.

Page 7: 2_synedrio_biblio

7

1. Η ίδρυση, οργάνωση και στελέχωση του κλινικού εργαστηρίου. Βασιλική

Βυλλιώτου. Κλινικός Χηµικός Eur.Clin.Chem. Βιοχηµικό Τµήµα Νοσοκοµείου

«ΜΕΤΑΞΑ».

2. Τα πληροφορικά συστήµατα εργαστηριών (LIS). Οργάνωση εργαστηρίων µέσω ενός πληροφοριακού συστήµατος. ∆υνατότητες και οφέλη. Ο ρόλος ενός LIS σαν σύστηµα πληροφοριών διοίκησης (MIS). Στάθης

Βεληβασάκης. Υπεύθυνος Ανάπτυξης Πληροφοριακών Συστηµάτων, Μηχανικός

Λογισµικού, Euromedic IT Department.

3. Τα πληροφοριακά συστήµατα νοσοκοµείων (HIS) και διοίκησης (MIS). Γιώργος Καραµήτρος. ∆ιευθυντής Τµήµατος Μηχανογράφησης,

Προγραµµατιστής Βάσεων ∆εδοµένων.

4. Σύγχρονη εργαστηριακή τεχνολογία και τάσεις. Άγγελος

Ευαγγελόπουλος. Βιολόγος Msc, Ph.D. ∆ιευθυντής τµήµατος Οργάνωσης

Εργαστηρίων και Ελέγχου Ποιότητας, Roche Diagnostics (Hellas) S.A.

13:30 – 14:00 ∆ιάλειµµα Επίσκεψη στα Poster Μικροβιολογίας, Ιολογίας, Υγιεινής και ∆ηµόσιας Υγείας

14:00 – 16:50 Η ποιότητα στα σύγχρονα ιατρικά εργαστήρια

Πρόεδρος: Ειρήνη Λειµονή Βιολόγος Ph.D., Εur.Clin.Chem. Υπεύθυνη Ανάπτυξης Κλινικών Εργαστηρίων Eυρωιατρικής,

Αξιολογήτρια Ε.ΣΥ.∆.

1. Το Ε.ΣΥ.∆. και η διαπίστευση των κλινικών εργαστηρίων. Αλίκη

Σταθοπούλου. Βιολόγος Ph.D. Εθνικό Σύστηµα ∆ιαπίστευσης, Ε.ΣΥ.∆. Α.Ε., ∆/νση

∆ιαπίστευσης Εργαστηρίων.

2. To πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 15189: 2007. Ευδοξία Πουλάκη-Μελέτη. Χηµικός

Ph.D. Βιοχηµικό Τµήµα Νοσοκοµείου «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ», Αξιολογήτρια Ε.ΣΥ.∆.

3. Aπαιτήσεις διακρίβωσης εξοπλισµού κλινικών εργαστηρίων – ο ρόλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Μετρολογίας (Ε.Ι.Μ.). Αλέξανδρος Λευκόπουλος.

Χηµικός µηχανικός Ph.D. Προϊστάµενος πίεσης Eλληνικού Ινστιτούτου Μετρολογίας

(ΕΙΜ). Στέλεχος διακρίβωσης. Πρόεδρος Ειδικής Τεχνικής Επιτροπής Εργαστηρίων 3,

ΕΣΥ∆.

4. Επαλήθευση µεθόδων, εκτίµηση αβεβαιότητας και εσωτερικός έλεγχος ποιότητας σε αυτόµατους αναλυτές κλινικών εργαστηρίων. Μιχαήλ

Κουππάρης. Χηµικός Ph.D. Tακτικός καθηγητής αναλυτικής χηµείας και

φαρµακευτικής ανάλυσης, Εργαστήριο Αναλυτικής Χηµείας, Τµήµα Χηµείας, Παν/µιο

Αθηνών.

5. Λήψη και µεταφορά βιολογικών δειγµάτων. Τυποποίηση διαδικασιών – τήρηση κανόνων υγιεινής και ασφάλειας. Ελένη Τόµπρου. Νοσηλεύτρια Π.Ε,

Msc Λοιµώξεις, ΓΝΑ Πολυκλινική.

Page 8: 2_synedrio_biblio

8

6. Ο ρόλος του τεχνικού υπευθύνου σε εργαστήριο διαπιστευµένο κατά ISO 15189: 2007. Μαρία Μπεσίρη. Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων - Τεχνικός

Υπεύθυνος Κεντρικών Εργαστηρίων Πολυκλινικής Ολυµπιακού Χωριού.

16:50 – 18:00 ∆ιάγνωση καρκίνου µε ανοσοχηµικές και µοριακές µεθόδους Πρόεδρος: Κωσταντίνος Τρούγκος. Βιολόγος Ph.D. Αναπληρωτής καθηγητής

Μοριακής Βιολογίας Πανεπιστήµιο Αθηνών, Ιατρική σχολή, Εργαστήριο Βιολογικής Χηµείας.

1. Καρκινικοί δείκτες. Η διάγνωση τους µε ανοσοχηµικές µεθόδους. Άννα

∆όξα. Βιολόγος- Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Ν.Μ.Υ. ΙΚΑ Πειραιά.

2. Ρόλος ογκογονιδίων και αντι-ογκογονιδίων στην καρκινογένεση. Χριστίνα

Μιχαηλίδη. Χηµικός, Υποψήφια διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστηµίου Αθηνών.

18:00 – 18:30 Επίσηµη έναρξη συνεδρίου Χαιρετισµοί από τους Προισταµένους των τµηµάτων Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων. Χαιρετισµοί από εκπροσώπους συναφών επιστηµονικών εταιρειών.

18:30 – 19:00 Εναρκτήρια διάλεξη Πρόεδροι: 1Πέτρος Καρκαλούσος, 2Αναστάσιος Κριεµπάρδης 1Βιολόγος, Ph.D. Στατιστικής Msc, Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Αξιολογητής Ε.ΣΥ.∆.,

Επιστηµονικός συνεργάτης ΑΤΕΙ Αθηνών, Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων.

2Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Υγιεινολόγος, Msc, Ph.D. Εθνικό Κέντρο Αιµοδοσίας,

Εργαστηριακός συνεργάτης ΑΤΕΙ Αθηνών, Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων.

Ανθρώπινο γονιδίωµα. Ιστορικό και προοπτικές. Κωνσταντίνος Τρούγκος Βιολόγος Ph.D.Αναπληρωτής καθηγητής Μοριακής Βιολογίας

Εργαστήριο Βιολογικής Χηµείας-Ιατρική Σχολή Παν/µίου Αθηνών.

Επιστηµονικός συνεργάτης AΤΕΙ-Αθηνών Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων

19:00 – 20:30 Συνεδρία επαγγελµατικών θεµάτων Συντονιστές εκ µέρους της ΠΕΤΙΕ: κ. ∆. Βούρτσης, Ι. Ζαννόπουλος, Γ. Αναννιάδης

Page 9: 2_synedrio_biblio

9

ΣΑΒΒΑΤΟ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 9:00 – 10:15 Ο ρόλος του τεχνολόγου στο σύγχρονο κυτταρολογικό εργαστήριο Πρόεδρος: Πέτρος Καρακίτσος Αναπληρωτής Καθηγητής Κυτταρολογίας Ιατρικής Σχολής Αθηνών

∆ιευθυντής Εργαστηρίου ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ»

1. Ο ρόλος του τεχνολόγου στις εναλλακτικές τεχνικές βελτίωσης της διαγνωστικής αξίας του test Παπανικολάου. Στέλλα Καζίκα. Τεχνολόγος

Ιατρικών Εργαστηρίων Κυτταρολόγος. Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν.

«ΑΤΤΙΚΟΝ».

2. Η συµβολή του τεχνολόγου στην προστασία του χειρουργικού ασθενούς από

αλλεργία σε αναισθητικά. Αµαλία Σταµουλακάτου. Τεχνολόγος Ιατρικών

Εργαστηρίων, Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ».

3. Η συµβολή του τεχνολόγου στη διερεύνηση του καρκινοπαθούς ασθενούς µε

τεχνικές µοριακής βιολογίας. Κυριακή Κωνσταντινίδου. Παρασκευάστρια.

Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ».

10:15 – 11:25 Τα ογκογονίδια και ο ρόλος στην αιµατολογική κακοήθεια Πρόεδρος: Γιώργος Πατεράκης Επιµελητής Α', Ανοσολογικού Εργαστηρίου, ΠΓΝΑ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»

Υπεύθυνος Εργαστηρίου Κυτταροµετρίας

1. Ογκογονίδια και ογκοκατασταλτικά γονίδια στην παθογένεια της αιµατολογικής κακοήθειας. Στέφανος Παπαδηµητρίου. Αιµατολόγος,

Επιµελητής Α΄. Αιµατολογικό εργαστήριο ΠΓΝΑ «Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ

2. Oncogenes and hematalogic megignances. Μιχάλης Βουλγαρέλης. Αιµατολόγος Ph.D. Επίκουρος Καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής

του Πανεπιστηµίου Αθηνών.

11:25 – 11:50 ∆ιάλειµµα

11:50 – 13:30 Αιµατολογικοί αναλυτές Πρόεδρος: Γιώργος Ανδρούτσος Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων. Αιµατολογικό εργαστήριο ΠΓΝΑ «Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»

1. Αρχές των αιµατολογικών αναλυτών. Κυριακή Μανιάτη..Επιστηµονικός

συνεργάτης του Αιµατολογικού Εργαστηρίου του ΠΓΝΑ «Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ.

Page 10: 2_synedrio_biblio

10

2. Ερµηνεία των αποτελεσµάτων των αυτόµατων αναλυτών. Ελένη Βαγδατλή–Τσικοπούλου. Βιοπαθολόγος Ph.D. Αναπληρώτρια καθηγήτρια αιµατολογίας, ΑΤΕΙ

Θεσσαλονίκης.

3. Αιµατολογικοί αναλυτές – αξιοπιστία αποτελεσµάτων. Γιώργος Πατεράκης.

Επιµελητής Α', Ανοσολογικού Εργαστηρίου, ΠΓΝΑ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», Υπεύθυνος

Εργαστηρίου Κυτταροµετρίας.

13:30 – 14:20 ∆ιάλειµµα Επίσκεψη στα Poster Αιµατολογίας, Αιµοδοσίας, Βιοχηµείας και Κλινικής Χηµείας.

14:20 – 15:30 Το παθολογοανατοµικό εργαστήριο Πρόεδρος: Χρήστος Νέλλας Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων Msc, Καθηγητής εφαρµογών παθολογικής ανατοµικής ΑΤΕΙ

Θεσσαλονίκης.

1. Η συµβολή του παθολογανατοµικού εργαστηρίου στη σύγχρονη διαγνωστική. ∆ηµήτρης Ησαϊάδης. Παθολογοανατόµος ∆ιευθυντής Παθολογο-ανατοµικού

Εργαστηρίου. Νοσοκοµείο Βραχείας Νοσηλείας 3ο θεραπευτήριο ΙΚΑ.

2. Ο ρόλος του τεχνολόγου στο παθολογανατοµικό εργαστήριο. Αντώνης

Κουτρουµπίλας. Τεχνολόγος Παθολογοανατοµικού Εργαστηρίου. Νοσοκοµείο

Βραχείας Νοσηλείας 3ο θεραπευτήριο ΙΚΑ.

15:30 – 17:10 Εξελίξεις στη µελέτη της ποιότητας του νερού Πρόεδρος: Αθηνά Μαυρίδου Βιολόγος Ph.D., Τακτική καθηγήτρια µικροβιολογίας Tµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ

Αθηνών.

1. ∆ιοργάνωση διεργαστηριακού σχήµατος σε εργαστήρια νερού µεσογειακών κρατών. Όλγα Παππά. Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων Msc «Μικροβιακή

Βιοτεχνολογία».

2. Μελέτη της βιοποικιλότητας στελεχών Ε. coli που έχουν αποµονωθεί σε υδατικά περιβάλλοντα. Όλγα Παπατζιτζέ. Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ

Αθηνών.

3. Ανίχνευση ατύπων µυκοβακτηριδίων σε νερό ύδρευσης κλινικών, σχολείων και κολυµβητικών δεξαµενών. Γίρζι Κέλναρ. Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων,

MSc«, Εφαρµοσµένη ∆ηµόσια Υγεία και Περιβαλλοντική Υγιεινή» Γ.Π.Ν, «Αττικόν».

4. Υγειονοµική ποιότητα νερών κολυµβητικών δεξαµενών. Iωάννα Ξαγοράρη. Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων.

17:10 – 17:45 ∆ιάλειµµα

Page 11: 2_synedrio_biblio

11

17:45 – 20:10 Επαγγελµατική και εξωεπαγγελµατική έκθεση σε χηµικά - µέθοδοι διάγνωσης

Πρόεδρος: Ζωή Γεωργίου Κλινικός Χηµικός - Βιοχηµικός Ph.D. Βιοπαθολογικό εργαστήριο TMY IKA Bόλου, Υπεύθυνη

παραρτήµατος Ν. Ιωνίας.

1. Βασικές έννοιες: επαγγελµατική νόσος, εργατικό ατύχηµα, νοµικό πλαίσιο και ασφαλιστική κάλυψη των επαγγελµατικών παθήσεων, ρόλους του ιατρού

εργασίας και τεχνικού ασφαλείας. Ευαγγελία Νένα. Ιατρός εργασίας.

2. Υγεία και ασφάλεια στα εργαστήρια. Κυριακή Μιχαλοπούλου. Ιατρός

Εργασίας.

3. Βασικές παθήσεις από έκθεση σε τοξικά. Επαγγελµατική και έξω επαγγελµατική έκθεση. Παντελής Παπαδάκης. Ιατρός Εργασίας.

4. Βιολογική παρακολούθηση της έκθεσης σε χηµικές ουσίες – βασικές έννοιες – ειδικές εργαστηριακές τεχνικές. Ζωή Γεωργίου. Κλινικός Χηµικός - Βιοχηµικός

Ph.D. Βιοπαθολογικό εργαστήριο TMY IKA Bόλου, Υπεύθυνη παραρτήµατος Ν. Ιωνίας.

5. Εφαρµογές της χρωµατογραφίας στην ανάλυση τοξικών ενώσεων. Γεώργιος

Καρίκας. Βιοχηµικός – Φαρµακοποιός Ph.D. Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοχηµείας -

Κλινικής Χηµείας. Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθήνας.

20:10 – 20:30

• Απονοµή επάθλων ελεύθερων ανακοινώσεων από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κρίσεως Εργασιών

• Λήξη συνεδρίου

Page 12: 2_synedrio_biblio

12

ΣΑΒΒΑΤΟ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 9:00 – 10:00 1η Συνεδρία ελεύθερων ανακοινώσεων

Αιµατολογία – Αιµοδοσία

Πρόεδροι: Αναστασία Περνιδάκη1, Αναστάσιος Κριεµπάρδης2

1Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων Msc, τ. Καθηγήτρια εφαρµογών Αιµατολογίας – Αιµοδοσίας ΑΤΕΙ Αθηνών.

2Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Υγιεινολόγος, Msc, Ph.D. Εθνικό Κέντρο Αιµοδοσίας, Εργαστηριακός συνεργάτης ΑΤΕΙ Αθηνών, Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων.

9:00 – 9:10. [Π2] Συγκριτική αξιολόγηση της κυτταροχηµικής ανοσοκυτταροχηµικής και κυτταροµετρικής µεθόδου για την ανίχνευση της µυελουπεροξειδάσης (MPO) στην οξεία µυελογενή λευχαιµία. Κ.Μανιάτη1, Μ.Περγαµηνού1, Γ.Ανδρούτσος1, Ε.Γκουµάκου1, ∆.Σκουµή2, Γ.Πατεράκης2, Ε.Κρητικού-Γρίβα1

1Αιµατολογικό Εργαστήριο Π.Γ.Ν.Α «Γ.Γεννηµατάς», Αθήνα

2Εργαστήριο Κυτταροµετρίας Ροής, Π.Γ.Ν.Α «Γ.Γεννηµατάς», Αθήνα.

9:10 – 9:20. [Π4] Εφαρµογή ενός ολοκληρωµένου πρωτοκόλλου ∆ιασφάλισης Ποιότητας για τους Αναλυτές Κυτταροµετρίας Ροής. Ε. Αγαθοκλέους1, Β. Σπυρόπουλος1, Γ. Πατεράκης2

1Τµήµα Τεχνολογίας Ιατρικών Οργάνων, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα (TEI) Αθήνας 2Εργαστήριο Κυτταροµετρίας Ροής, Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα.

9:20 – 9:30. [Π1] Συγκριτική αξιολόγηση κυτταρογενετικής µελέτης και µεσοφασικού φθορίζοντας in-situ υβριδισµού στην αναζήτηση των συνηθών χρωµοσωµικών ατυπιών στις µυελικές αιµατολογικές νεοπλασίες. Περγαµηνού Μ, Παπαδηµητρίου Σ, Γκουµάκου Ε, Γρίβα-Κρητικού Ε, Ανδρούτσος Γ, Κωστόπουλος Ι, Παυλίδης ∆, Μανιάτη Κ, Γεωργιακάκη Μ. Αιµατολογικό Εργαστήριο, ΓΝΑ «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα.

9:30 – 9:40. [Π3] Εµπειρία 9 µηνών από την εφαρµογή του µοριακού ελέγχου ΝΑΤ σε µονό δότη µε το σύστηµα COBAS S201. Ε.Κικάκης1, Σ.Σουσούρης1, Μ.Κωνσταντίνου1, Α. Κοντοπάνου1, Β.Τάτση1, Σ.Γκότση1, Α. Κεσίδου1, Α.Βαρακλιώτη1, Ο.Κατσαρού1

1Κέντρο Μοριακού Ελέγχου - Κέντρο Αιµοδοσίας, ΓΝΑ «Λαϊκό», Αθήνα.

9:40 – 9:50. [Π5] ∆ιαδικασία του µοριακού ελέγχου µε το Cobas S201 της ROCHE DIAGNOSTICS στο δεύτερο κέντρο αίµατος «Γ. Γεννηµατάς. Κ. Μωραϊτου1, Π. Μποταϊτη1, Α. Πολύζος1, Α. Καραγιώργου1, Μ. Σιάρκου1, Α. Κουβέλη1, Π. Κατσέα2

1Κέντρο Μοριακού Ελέγχου Αίµατος Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα, 2Κέντρο Αιµοδοσίας Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα.

Page 13: 2_synedrio_biblio

13

10:00 – 11:00 2η Συνεδρία ελεύθερων ανακοινώσεων

Βιοχηµεία – Κλινική Χηµεία

Πρόεδροι: Γεώργιος Καρίκας1, Παναγιώτης Πλαγεράς2 1Φαρµακοποιός – βιοχηµικός Ph.D. Αναπληρωτής καθηγητής Βιοχηµείας – Κλινικής

Χηµείας ΑΤΕΙ Αθήνας.

2Βιοχηµικός Ph.D. Καθηγητής Βιοχηµείας – Κλινικής Χηµείας ΑΤΕΙ Λάρισας.

10:00 – 10:10. [Π6] ∆οκιµασία νέων ενώσεων ως αναστολέων των φωσφατασών πρωτεινών LAR και PTP1B µε στόχο την ανάπτυξη νέων φαρµάκων για την αντιµετώπιση του διαβήτη. Φ. Ελευθερίου1, Α.Γερονικάκη2, A.Rudov2, Π.Μουρατίδου1, Χ.Τσακιλτσίδου1, Α.Κοκκίνη1 S.Balalaie3, Κ.Λιάρας2

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης, 2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, 3Department of Chemistry, K.N.Toosi University of Technology, Tehran, Iran

10:10 – 10:20. [Π7] Ανάπτυξη νέων φαρµάκων για την αντιµετώπιση του AIDS. ∆οκιµασία αναστολής της HIV-1 ανάστροφης µεταγραφάσης από νέες ενώσεις, παραγώγα της 2-(χλωρο/φθορο φαινυλ)-3-(θιαζολ/ιµιδαζολ-2-υλ) θιαζολυδιν-4-όνης. S.Surmava1, Ε. Πίττα2, Φ.Ελευθερίου1, Α.Γερονικάκη2, Χ.Πέτρου1

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης,

2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

10:20 – 10:30. [Π8] ∆οκιµασία νέων ενώσεων ως αναστολέων ή ενεργοποιητών ισονεζύµων της αλκαλικής φωσφατάσης. A.Καµαριώτης1, Σ.Κυνηγόπουλος1, Φ.Ελευθερίου1, Α.Γερονικάκη2, B.Saeed3

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης,

2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

3Department of Chemistry, K.N.Toosi University of Technology, Tehran, Iran

10:30 – 10:40. [Π9] ∆οκιµασία αναστολής της HIV-1 ιντεγκράσης από του σπυρο-ισατινο-κυκλοπροπανικά παραγώγα µε στόχο την ανάπτυξη νέων ενώσεων για την καταπολέµηση του AIDS. S.Surmava1, Φ.Ελευθερίου1, Α.Γερονικάκη2, Χ.Πέτρου1

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης

2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

10:40 – 10:50. [Π11] Ηλεκτρολυτικές διαταραχές σε ακραίες κλιµατολογικές συνθήκες (τρεις βιογραφίες ηλεκτρολυτικών διαταραχών). ∆. Μαυροδάκου, Ι. Σαµαρά AΤΕΙ Αθήνας, Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων

Page 14: 2_synedrio_biblio

14

11:00 – 12:00 3η Συνεδρία ελεύθερων ανακοινώσεων

Μυκητολογία – Ιολογία – Υγιεινή και ασφάλεια

Πρόεδροι: Αθηνά Μαυρίδου1, Κωσταντίνος ∆αβράδος2 1 Βιολόγος Ph.D., Τακτική καθηγήτρια µικροβιολογίας Tµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ

Αθηνών.

2Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων Νοσοκοµείο Αγ. Παύλος, Περιβαλλοντολόγος,

Επιδηµιολόγος Επιδηµιολόγος, Απόφοιτος ΑΣΠΕΤΕ., Εργαστηριακός συνεργάτης Ιατρικής

Μικροβιολογίας ΑΤΕΙΘ.

11:00 – 11:10. [Π10] Εφαρµογή ανοσοενζυµικής µεθόδου προσδιορισµού αντισωµάτων έναντι του νέου ιού της γρίπης Α H1N1 σε οµάδα ατόµων του πληθυσµού θεσσαλονίκης που είχαν συµπτώµατα. Φ.Ελευθερίου, S.Sofo Surmova, Σ.Μήτκα, Ε.Βαγδατλή, Π.Σκεπαστιανός, Β.Καλαντίδου, Χ.Πέτρου Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης.

11:10 – 11:20. [Π12] ∆ιερεύνηση καµπύλης ανάπτυξης µυκηλιακών µυκήτων σε στέρεα θρεπτικά υποστρώµατα. Γ. Ματσιανίκας1, Κ.Τζελέπης1, Κ.Χατζηµιχαλάκης1, Α.Βελεγράκη2, Ε.Καµπούρης1

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας-Πρόνοιας, ΑΤΕΙ Αθηνών

2Ειδικό Εργαστήριο Μυκητολογίας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

11:20 – 11:30. [Π13] Ανίχνευση εντεροϊών στο περιβάλλον. Π. Φουντουκίδου1, Β. Πλιάκα2, Ζ. Κυριακοπούλου2, Ε.Γ.Α. Ρούτερ2, Χ. Χατζηχριστοδούλου3, Π.Μαρκουλάτος2, Β. Κρικέλης4

1Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας ∆/νση Υγείας, 2Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Τµήµα Βιοχηµείας & Βιοτεχνολογίας Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιολογίας, 3Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Τµήµα Ιατρικής Εργαστήριο Επιδηµιολογίας, 4ΤΕΙ Λάρισας, Τµήµα Ιατρικών εργαστηρίων.

11:30 – 11:40. [Π14] Παραγωγή δευτερογενών µεταβολιτών ακτινοβακτηρίων έναντι κοινών κλινικών παθογόνων µικροβίων. Σ.Μαµούχα1, Α.Καραγκούνη2, Ε.Κατσίφας2, Α.Σαββίδης2, Ε.Φακίρη1

1Εργαστήριο Κλινικής Μικροβιολογίας Γ.Ν.Α. Σισµανόγλειο,

2Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών, Τµήµα Βιολογίας.

11:40 – 11:50. [Π15] Αξιολόγηση διαγνωστικών µεθόδων στην ανάλυση αποτελεσµάτων καλλιεργειών για µυκοβακτηρίδια για µια πενταετία. ∆.Φούρκας1, Ε.Βελονάκης2, Σ.Σµιλάκου1

1Γενικό Νοσοκοµείο Αθήνας «Λαϊκό», 2 Εθνική Σχολή ∆ηµόσιας Υγείας.

11:50 – 12:00. [Π16] Μελέτη σειράς σε υπαλλήλους αποκοµιδής στερεών αποβλήτων και οδοκαθαριστών συγκρινόµενος µε οµάδα εργαζοµένων στο πράσινο του δήµου Λαρισαίων. ∆.Παπαγιάννης1,Γ.Ραχιώτης2, Η.Αντωνίου3, Μ.Γκουτζίδης4, Α.Μακρή5, Χ.Χατζηχριστοδούλου2

1ΑΤΕΙ Λάρισας, 2Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδηµιολογίας, Ιατρική σχολή Λάρισας, 3Γ.Ν.Καρδίτσας,

4Ιατρός Εργασίας ∆ήµου Λαρισαίων, 5ΤΕ Νοσηλεύτρια

Page 15: 2_synedrio_biblio

15

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΟΜΙΛΙΩΝ

ΚΥΡΙΩΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Page 16: 2_synedrio_biblio

16

Στρογγυλό τραπέζι:

ΒΙΟΧΗΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΘΛΗΤΩΝ (ΓΙΑΤΙ, ΠΟΤΕ, ΠΩΣ)

Πρόεδρος: Βασίλης Μούγιος

Βιοχηµικός Ph.D.

Αναπληρωτής καθηγητής βιοχηµείας της άσκησης

Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού (ΤΕΦΑΑ), Αριστοτέλειο

Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)

ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ι∆ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΧΗΜΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΘΛΗΤΩΝ

Ανατολή Πετρίδου

∆ιδάκτορας στην «Ανθρώπινη απόδοση και υγεία»

Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού

Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

Η επιστηµονική παρακολούθηση των αθλητών και αθλουµένων

προσφέρει πολύτιµες πληροφορίες για την υγεία, το επίπεδο φυσικής

κατάστασης και την απόδοσή τους, καθώς και για την διαπίστωση της

καταλληλότητας και αποτελεσµατικότητας ενός προγράµµατος προπόνησης.

Στο πλαίσιο αυτό αξιοποιούνται και οι αιµατολογικές και βιοχηµικές εξετάσεις,

οι οποίες πολλές φορές δείχνουν διαφορετικά αποτελέσµατα µεταξύ υγιών µη

αθλούµενων και αθλούµενων ατόµων (Nikolaidis et al. 2004). Η µέτρηση των

παραµέτρων γίνεται συνήθως στο αίµα, σε κατάσταση ηρεµίας (για τη

διερεύνηση της βασικής κατάστασης του οργανισµού ή των µακροπρόθεσµων

προσαρµογών στην άθληση), στη διάρκεια της άσκησης (για την εξέταση των

άµεσων επιδράσεων της άσκησης) και µετά το τέλος της άσκησης (για τον

εντοπισµό των συνολικών επιδράσεων της άσκησης, της διάρκειας των

µεταβολών που προκάλεσε η άσκηση ή αλλαγών κατά τη διάρκεια της

αποκατάστασης). Από τις εκατοντάδες των σχετικών παραµέτρων, µερικές

δεκάδες είναι οι συχνότερα µετρούµενες και παρουσιάζουν ιδιαίτερο

ενδιαφέρον στο χώρο της άθλησης (Πίνακας 1).

Πίνακας 1. Παράµετροι χρήσιµες στη βιοχηµική αξιολόγηση αθλούµενων

Κατηγορία Παράµετροι

Κατάσταση σιδήρου Αιµοσφαιρίνη

Σίδηρος

Page 17: 2_synedrio_biblio

17

Ολική σιδηροδεσµευτική ικανότητα

Κορεσµός τρανσφερίνης

∆ιαλυτός υποδοχέας τρανσφερίνης

Φεριτίνη

Μεταβολίτες Γαλακτικό οξύ

Γλυκόζη

Τριγλυκερίδια

Χοληστερόλη ολική

Χοληστερόλη HDL

Χοληστερόλη LDL

Γλυκερόλη

Ουρία

Αµµωνία

Κρεατινίνη

Ένζυµα Κρεατινική κινάση

Αµινοτρανσφεράσες (τρανσαµινάσες)

Ορµόνες Κορτιζόλη

Τεστοστερόνη

Μούγιος 2008

Οι παράµετροι της κατάστασης σιδήρου παρουσιάζουν ενδιαφέρον

λόγω της συσχέτισής της µε την αερόβια ικανότητα. Οι αθλητές δεν φαίνεται να

έχουν αυξηµένη συχνότητα αναιµίας ή σιδηροπενίας. Η συχνότερα µετρούµενη

βιοχηµική παράµετρος σε αθλητές είναι το γαλακτικό οξύ του αίµατος, το οποίο

µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την αξιολόγηση ενός αθλούµενoυ, αλλά και για

τον προγραµµατισµό της προπόνησης. Η µέτρηση της γλυκόζης είναι

σηµαντική, γιατί αποτελεί σηµαντική ενεργειακή πηγή κατά την άσκηση, ενώ η

τελευταία επηρεάζει τους µηχανισµούς οµοιόστασης της γλυκόζης στο αίµα. Η

µέτρηση των τριγλυκεριδίων και της χοληστερόλης βοηθά στην εκτίµηση της

αποτελεσµατικότητας προγραµµάτων αερόβιας προπόνησης στη µείωση του

κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Για την εκτίµηση του βαθµού λιπόλυσης

κατά την άσκηση χρησιµοποιείται η γλυκερόλη του πλάσµατος. Η µέτρηση της

ουρίας, της αµµωνίας και της κρεατινίνης παρέχει πληροφορίες για το

µεταβολισµό των πρωτεϊνών και των φωσφαγόνων.

Μεγάλο ενδιαφέρον προσελκύει η συγκέντρωση της κρεατινικής

κινάσης στον ορό ως δείκτης της µυϊκής καταπόνησης από την άσκηση. Εδώ

παρατηρούνται οι µεγαλύτερες αποκλίσεις τιµών ηρεµίας µιας βιοχηµικής

παραµέτρου σε αθλητές από τις αντίστοιχες τιµές στο µη ασκούµενο πληθυσµό,

αποκλίσεις που έχουν συχνά οδηγήσει σε λανθασµένες διαγνώσεις

εµφράγµατος του µυοκαρδίου. Γι’ αυτό το λόγο το εργαστήριό µας έχει

καθιερώσει ξεχωριστές τιµές αναφοράς για τον πληθυσµό των αθλούµενων

(Mougios 2007). Συχνά τις αυξηµένες συγκεντρώσεις της κρεατινικής κινάσης

στον ορό αθλούµενων ακολουθούν και οι τρανσαµινάσες. Τέλος, οι

συγκεντρώσεις στον ορό δύο στεροειδών ορµονών, της καρτιζόλης και της

τεστοστερόνης, χρησιµεύουν ως δείκτες της ισορροπίας µεταξύ καταβολικών και

αναβολικών διεργασιών στο µυϊκό ιστό, ενώ, σύµφωνα µε ορισµένους

Page 18: 2_synedrio_biblio

18

ερευνητές, το πηλίκο των συγκεντρώσεων των δυο ορµονών αποτελεί δείκτη

υπερπροπόνησης.

Βιβλιογραφία

1. Μούγιος Β (2008). Βιοχηµεία της άσκησης. Μέρος IV Βιοχηµική αξιολόγηση

ασκούµενων. Πασχαλίδη, σ. 319-355.

2. Mougios V (2007). Reference intervals for serum creatine kinase in athletes. Brit

J Sports Med 41: 674-678.

3. Nikolaidis MG, Protosygellou MD, Petridou A, Tsalis G, Tsigilis N, Mougios V

(2003). Hematologic and biochemical profile of juvenile and adult athletes of both

sexes: implications for clinical evaluation. Int J Sports Med 24: 506-511.

ΜΕΤΡΗΣΗ ΓΑΛΑΚΤΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ

Γιώργος Τσαλής

∆ιδάκτορας στην «Ανθρώπινη απόδοση και υγεία»

Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού

Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

Η Ερευνητική Οµάδα Βιοχηµείας της Άσκησης του ΤΕΦΑΑ του ΑΠΘ

προσφέρει στους αθλητές µια σειρά υπηρεσιών, µεταξύ των οποίων

συγκαταλέγεται η βιοχηµική αξιολόγηση κατά τη διάρκεια της προπόνησης και

του αγώνα µε τη µέτρηση του γαλακτικού οξέος του αίµατος. Το γαλακτικό οξύ

είναι η συχνότερα µετρούµενη βιοχηµική παράµετρος στην αθλητική επιστήµη.

Όντας το προϊόν της αναερόβιας διάσπασης των υδατανθράκων, µιας από τις

κύριες ενεργειακές πηγές κατά την άσκηση, παρουσιάζει τις θεαµατικότερες

µεταβολές από όλους τους µεταβολίτες και θεωρείται ακριβέστερος δείκτης της

έντασης της προπόνησης από την καρδιακή συχνότητα.

Η συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος στο αίµα εξαρτάται από: α) την

ένταση της άσκησης, β) τη διάρκεια της άσκησης, γ) το πρόγραµµα της

άσκησης, δ) την κληρονοµικότητα, ε) τη διατροφή, στ) την προπονητική

κατάσταση και ζ) την ηλικία. Οι σκοποί της βιοχηµικής αξιολόγησης, µε

µετρήσεις του γαλακτικού οξέος στην άσκηση, είναι: α) να αξιολογηθεί το

επίπεδο φυσικής κατάστασης και, συγκεκριµένα, η αερόβια και η λεγόµενη

αναερόβια γαλακτική ικανότητα, β) να γίνει πρόβλεψη της απόδοσης, γ) να

εκτιµηθεί η αποτελεσµατικότητα του προγράµµατος προπόνησης και δ) να

επανακαθορισθούν οι στόχοι του. Και οι τέσσερις αυτές πλευρές προσφέρουν

σηµαντική βοήθεια προς τον προπονητή για τον προγραµµατισµό της

προπόνησης.

Η αξιολόγηση της αθλητικής απόδοσης µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε

εργαστηριακές δοκιµασίες, αλλά ακόµη καλύτερα µε δοκιµασίες πεδίου,

επειδή οι αθλητές εκτελούν αγωνιστικές προσπάθειες στο φυσικό τους χώρο. Ως

παράδειγµα θα χρησιµοποιηθεί η κατασκευή ενός διαγράµµατος συγκέντρωσης

του γαλακτικού οξέος στο αίµα σε σχέση µε την ένταση της άσκησης, µε ένα

Page 19: 2_synedrio_biblio

19

πρωτόκολλο στην πισίνα. Οι κολυµβητές εκτελούν δύο προσπάθειες που

διαρκούν δύο ως τέσσερα λεπτά η καθεµιά, µε την πρώτη προσπάθεια σε

µέτρια ένταση και τη δεύτερη σε υποµέγιστη ένταση. Μετά, εκτελούν µια

µέγιστη προσπάθεια διάρκειας 45 δευτερολέπτων ως δύο λεπτών. Ανάµεσα στις

τρεις προσπάθειες οι κολυµβητές ξεκουράζονται τουλάχιστον 15 λεπτά. Το

πρωτόκολλο αυτό είναι τροποποιηµένο σύµφωνα µε αντίστοιχα των Olbrecht

(2000) και Weltman (1995). Στο 3ο λεπτό µετά από καθεµιά από τις δύο

πρώτες προσπάθειες και στο 5ο και 7ο λεπτό µετά από τη µέγιστη προσπάθεια

λαµβάνεται από τη ρώγα ενός δακτύλου χεριού τριχοειδικό αίµα για τη

µέτρηση του γαλακτικού οξέος. Η επιλογή των χρόνων λήψης των δειγµάτων

στηρίζεται στην πείρα µας και αποσκοπεί στον εντοπισµό της κορύφωσης της

συγκέντρωσης του γαλακτικού οξέος µετά από κάθε προσπάθεια.

Το γαλακτικό οξύ στο αίµα µπορεί να µετρηθεί απευθείας µε

αυτόµατες φορητές συσκευές, αλλά προτιµάµε την εργαστηριακή του µέτρηση

για µεγαλύτερη αξιοπιστία. Στην περίπτωση αυτήν αναµειγνύουµε το αίµα µε

µια περίσσεια όξινου διαλύµατος (για τη µετουσίωση των γλυκολυτικών ενζύµων

που µπορούν να συνεχίσουν την παραγωγή γαλακτικού οξέος από τη γλυκόζη

του πλάσµατος) και µετράµε το γαλακτικό οξύ µε µια καθιερωµένη ενζυµική

φωτοµετρική µέθοδο. Οι τιµές του γαλακτικού οξέος καταχωρίζονται σε

κατάλληλες φόρµες λογισµικού, όπου, σε συνδυασµό µε άλλες

καταγεγραµµένες παραµέτρους, εµφανίζονται οι ζητούµενες πληροφορίες που

θα βοηθήσουν τον υπεύθυνο να εκτιµήσει, να αξιολογήσει και να προτείνει

προπονητικές κατευθύνσεις για τη διατήρηση ή βελτίωση των αντίστοιχων

ικανοτήτων των αθλητών.

Βιβλιογραφία

1. Olbrecht J (2000). The Science of Winning. Overijse.

2. Weltman A (1995). The Blood Lactate Response to Exercise. Human Kinetics.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΟΞΙ∆ΟΑΝΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ

ΟΞΙ∆ΩΤΙΚΟΥ ΣΤΡΕΣ ΣΕ ΑΘΛΗΤΕΣ

Αθανάσιος Καµπασακάλης

Κάτοχος µεταπτυχιακού διπλώµατος και υποψήφιος διδάκτορας

στην «Ανθρώπινη Απόδοση και Υγεία»

Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού

Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

Με τον όρο οξιδοαναγωγική κατάσταση του οργανισµού περιγράφεται η

δυναµική σχέση µεταξύ οξιδωτικών και αντιοξιδωτικών µηχανισµών. Οι

οξιδωτικοί µηχανισµοί ενεργοποιούνται από τα δραστικά είδη οξυγόνου και

αζώτου, που παράγονται από διάφορες πηγές και περιλαµβάνουν τις ελεύθερες

ρίζες. Οι αντιοξιδωτικοί µηχανισµοί αποτελούνται από ουσίες που

εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες και περιλαµβάνουν τόσο ενδογενείς ενώσεις

Page 20: 2_synedrio_biblio

20

όσο και συστατικά που προσλαµβάνονται από την τροφή, όπως οι βιταµίνες C

και Ε. Όταν η παραγωγή και η παρουσία των ελευθέρων ριζών είναι αυξηµένη

και παρατεταµένη, σε βαθµό που υπερβαίνει την αντιοξιδωτική ικανότητα του

οργανισµού, τότε προκαλείται οξιδωτική βλάβη σε διάφορα µόρια, µια

κατάσταση που ορίζεται ως οξιδωτικό στρες. Το οξιδωτικό στρες έχει συνδεθεί µε

παθολογικές καταστάσεις, όπως ο καρκίνος, η αθηροσκλήρωση,

νευροεκφυλιστικές παθήσεις, κ.ά., αλλά και µε τη διαδικασία της γήρανσης.

Θα πρέπει να σηµειωθεί όµως ότι οι ελεύθερες ρίζες, σε φυσιολογικά επίπεδα,

συµµετέχουν και σε χρήσιµες λειτουργίες του οργανισµού (Dröge 2002).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η σχέση της οξιδοαναγωγικής

κατάστασης µε την άσκηση, κάτι που οφείλεται σε ερευνητικά ευρήµατα,

σύµφωνα µε τα οποία έντονη ή και παρατεταµένη άσκηση µπορεί να

προκαλέσει οξιδωτικό στρες. Από την άλλη πλευρά όµως, έχει βρεθεί ότι η

συστηµατική άσκηση (η προπόνηση) µπορεί να βελτιώσει την αντιοξιδωτική

ικανότητα του οργανισµού και να περιορίσει την εµφάνιση οξιδωτικού στρες σε

οξεία φάση µετά από άσκηση (Gomez-Cabrera et al. 2008). Ο συνδυασµός των

παραπάνω δεδοµένων µε τη χρησιµότητα των ελευθέρων ριζών σε φυσιολογικές

διεργασίες για την υγεία, όπως και σε ωφέλιµες προσαρµογές του οργανισµού

στην προπόνηση, καθώς και η σύνδεση του οξιδωτικού στρες µε παθήσεις,

διαµορφώνουν ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο µελέτης και παρακολούθησης.

Για την εκτίµηση της οξιδοαναγωγικής κατάστασης έχουν αναπτυχθεί,

και ακόµη αναπτύσσονται, εργαστηριακές µέθοδοι προσδιορισµού σχετικών

δεικτών. Με τον άµεσο προσδιορισµό των ελευθέρων ριζών να έχει σοβαρούς

περιορισµούς, ευρύτερα διαδεδοµένες είναι οι µέθοδοι προσδιορισµού

παραµέτρων ενδεικτικών της οξιδωτικής βλάβης και της αντιοξιδωτικής

ικανότητας. Οι παράµετροι αυτές και οι µέθοδοι προσδιορισµού τους

διαφέρουν µε βάση παράγοντες, όπως η εξειδίκευση, οι απαιτήσεις στο

χειρισµό των δειγµάτων, ο απαιτούµενος εξοπλισµός κ.ά. Ο πλέον

χρησιµοποιούµενος ιστός για αυτές τις µετρήσεις είναι το αίµα, είτε ολικό ή

ερυθροκύτταρα ή πλάσµα/ορός. Οι παράµετροι που είναι ενδεικτικές της

οξιδωτικής βλάβης είναι κυρίως προϊόντα υπεροξίδωσης των λιπιδίων, των

πρωτεϊνών και του DNA. Όσον αφορά στην οξιδοαναγωγική ικανότητα,

ενδεικτικές παράµετροι είναι ενδογενείς αντιοξιδωτικές ενώσεις, η δραστικότητα

αντιοξιδωτικών ενζύµων, η συγκέντρωση διατροφικών αντιοξιδωτικών και η

συγκέντρωση µεταβολικών προϊόντων µε αντιοξιδωτικές ιδιότητες (Finaud et al.

2006).

Προσδιορισµοί, όπως οι προαναφερθέντες, µπορούν να

χρησιµοποιηθούν για την εκτίµηση της απόκρισης του οργανισµού στην

άσκηση, αλλά ακόµη και για πιο µακροπρόθεσµη βιοχηµική αξιολόγηση και

παρακολούθηση των αθλητών. Ερευνητικά δεδοµένα έχουν δείξει διακύµανση

των παραµέτρων της οξιδοαναγωγικής κατάστασης τόσο στη µία όσο και στην

άλλη περίπτωση, ανάλογα πάντα µε τις συνθήκες της κάθε µελέτης (Bloomer

2008). Τα δεδοµένα των µετρήσεων των δεικτών της οξιδοαναγωγικής

κατάστασης και στις δύο περιπτώσεις µπορούν να χρησιµεύσουν για την

αξιολόγηση της επίδρασης των διάφορων µορφών άσκησης, µε σκοπό την

αξιοποίησή τους για την προάσπιση και την προαγωγή της υγείας, αλλά και για

Page 21: 2_synedrio_biblio

21

το σχεδιασµό της προπόνησης, ώστε να βελτιωθούν οι ωφέλιµες προσαρµογές

του οργανισµού.

Βιβλιογραφία

1. Bloomer RJ (2008). Effect of exercise on oxidative stress biomarkers. Adv

Clin Chem 46: 1-50.

2. Dröge W (2002). Free radicals in the physiological control of cell function.

Physiol Rev 82: 47-95.

3. Finaud J, Lac G, Filaire E (2006). Oxidative stress: Relationship with exercise

and training. Sports Med 36: 327-358.

4. Gomez-Cabrera M-C, Domenech E, Viña J (2008). Moderate exercise is an

antioxidant: Upregulation of antioxidant genes by training. Free Radic Biol

Med 44: 126-131.

Page 22: 2_synedrio_biblio

22

Στρογγυλό τραπέζι:

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΛΙΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Πρόεδρος: Ειρήνη Λειµονή

Βιολόγος Ph.D., Εur.Clin.Chem.

Υπεύθυνη Ανάπτυξης Κλινικών Εργαστηρίων Eυρωιατρικής, Αξιολογήτρια Ε.ΣΥ.∆.

Η Ι∆ΡΥΣΗ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ

Βασιλική Βυλλιώτου

Κλινικός Χηµικός Eur.Clin.Chem.

Βιοχηµικό Τµήµα Νοσοκοµείου «ΜΕΤΑΞΑ»

Το Κλινικό εργαστήριο µπορεί να αποτελεί µέρος ενός µεγαλύτερου

οργανισµού, Νοσοκοµείου δηµόσιου ή ιδιωτικού, ή να λειτουργεί ως

ανεξάρτητη µονάδα π.χ. ιδιωτικά εργαστήρια εξετάσεων. Εδώ θα το εξετάσουµε

ως µέρος ενός ευρύτερου οργανισµού µε µικρή αναφορά στην δεύτερη

περίπτωση που ιδρύεται και λειτουργεί ανεξάρτητα.

Ο οργανισµός συνήθως αποτελείται από µία ή περισσότερες οµάδες που

εργάζονται για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού, αφού έχουν καθοριστεί οι

στόχοι, τα µέσα, οι σχέσεις και τέλος µετρηθούν τα αποτελέσµατα. Αυτό που

χαρακτηρίζει κάθε οργανισµό είναι η δοµή, µε βασικό χαρακτηριστικό το

σύστηµα εξουσίας και τον τρόπο επικοινωνίας.

Με τον όρο Οργάνωση αναφερόµαστε σε αυτό που οι Αγγλοσάξονες

ονοµάζουν management µε βασικές λειτουργίες τις ακόλουθες:

1) Τον Σχεδιασµό-Προγραµµατισµό: Θέτει τον σκοπό, τους στόχους και

τις κατευθύνσεις και διαµορφώνει το σχέδιο πραγµάτωσής τους.

2) Την Οργάνωση: καθορίζει τις απαραίτητες δραστηριότητες ή

διαδικασίες και ορίζει τη µορφή τους καθώς και την ιεράρχηση εργασιών

επίσης κατανέµει ευθύνες ή αρµοδιότητες σε συγκεκριµένες οµάδες ή τµήµατα

µε διαµορφωµένη βαθµίδα εξουσίας.

3) Την ∆ιεύθυνση - Καθοδήγηση: εποπτεία για την επίτευξη των στόχων

4) Τον Έλεγχο: αξιολόγηση και διόρθωση δραστηριοτήτων

5) Την Ανασκόπηση - Ανατροφοδότηση (feedback): αναθεώρηση-

τροποποίηση διαδικασιών - δραστηριοτήτων µε στόχο τη βελτίωση των

αποτελεσµάτων.

Η ίδρυση ενός εργαστηρίου ιδιωτικού ή τµήµατος νοσοκοµείου θα

πρέπει να γίνεται βάση κάποιου Επιχειρηµατικού Σχεδίου που θα πρέπει να

περιλαµβάνει:

Page 23: 2_synedrio_biblio

23

1) Ανάλυση πληθυσµού ευθύνης και αναζήτηση υγειονοµικών

υπηρεσιών.

2) Ανάλυση της αγοράς και της υπάρχουσας προσφοράς υγειονοµικών

υπηρεσιών.

3) Στρατηγική: που να περιλαµβάνει την χρηµατοδότηση, την

κατασκευή, τους κανονισµούς, τους µετόχους και τους στόχους του

εργαστηρίου.

4) Λειτουργία: τµήµατα και ανθρώπινο δυναµικό

5) Λειτουργικοί ∆είκτες Υπηρεσιών τριετίας

6) Σχέδια ∆ράσης-Επενδύσεις τριετίας

7) Προϋπολογισµοί - ∆είκτες τριετίας

8) Μελλοντικές αρχές & Ανάπτυξη πενταετίας

9) Εφαρµογή- Έλεγχος-Αξιολόγηση και Ανατροφοδότηση του αρχικού

σχεδιασµού. (Πολύζος, 2008).

Το επιχειρηµατικό σχέδιο ίδρυσης δηµόσιου ή ιδιωτικού εργαστηρίου

περιλαµβάνει δύο βασικούς άξονες λειτουργίας του: την διαχείριση του

Ανθρώπινου ∆υναµικού και την Οικονοµική ∆ιαχείριση.

Η ∆ιαχείριση του Ανθρώπινου ∆υναµικού Οι σηµαντικότεροι τοµείς αποτελεσµατικής διοίκησης του ανθρώπινου

δυναµικού στην υγεία είναι:

1) η εξασφάλιση του απαραίτητου αριθµού εργαζοµένων

2) Προσέκλυση και επιλογή κατάλληλου προσωπικού

3) Οµαλή εξέλιξη και διαδοχή στον οργανισµό

4) Επιµόρφωση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναµικού

5) Αξιολόγηση του προσωπικού

Η Οικονοµική ∆ιαχείριση Στο τοµέα παροχής φροντίδας υγείας υπάρχει αύξηση της ζήτησης και

εφαρµογής διαχειριστικών και ελεγκτικών συστηµάτων µε στόχο τη µείωση του

κόστους και τη βελτίωση της αποτελεσµατικότητας και της ποιότητας.

Το Σύστηµα Υγείας ως Παραγωγική ∆ιαδικασία σε επίπεδο εργαστηρίου Η λειτουργία του εργαστηρίου εµφανίζει αυτά τα αναγκαία ποσοτικά στοιχεία

µε τα οποία επιδιώκεται η επίτευξη ενός εργαστηριακού αποτελέσµατος όπως

• Ποιοι είναι οι αναγκαίοι πόροι για την λειτουργία του συστήµατος

• Ποιες µέθοδοι παραγωγής χρησιµοποιούνται

• Ποιος είναι ο βαθµός λειτουργικής ικανότητας του συστήµατος

• Και ποιο το τελικό προϊόν της παραγωγής

Άρα το εργαστήριο αποτελεί παραγωγική µονάδα και πρέπει να αξιολογείται

βάσει της απόδοσης και της αποτελεσµατικότητας του. (Βυλλιώτου, 2009).

Το κόστος των Νοσοκοµειακών υπηρεσιών και εργαστηρίου Η επιταχυνόµενη αύξηση της ιατροφαρµακευτικής τεχνολογίας και των

δηµοσίων επενδύσεων σε αµφισβητούµενους δαπανηρούς τεχνολογικούς

νεωτερισµούς (κυρίως στο νοσοκοµειακό τοµέα), η γενική αύξηση του κόστους

θεραπείας, η συνεχιζόµενη υπερεξειδίκευση της ιατρικής εκπαίδευσης και

πρακτικής, ακόµα δε σηµαντικότερα, η δηµοσιονοµική κρίση των

βιοµηχανικών χωρών στην ανατολή της παγκοσµιοποίησης γέννησαν την

ανάγκη ποιοτικού και διαχειριστικού ελέγχου (Τσαλίκης Γ. , 2003).

Page 24: 2_synedrio_biblio

24

Για την επίτευξη της συνεχούς ποιοτικής αναβάθµισης έχουν χρησιµοποιηθεί

αρκετοί µηχανισµοί, άλλοι σε επίπεδο ατοµικής αντιµετώπισης, άλλοι σε

επίπεδο οργανισµού και άλλοι σε επίπεδο συστήµατος. Ένας από τους

ευρύτερα εφαρµοζόµενους µηχανισµούς στο επίπεδο του οργανισµού και του

συστήµατος είναι η διαπίστευση των υπηρεσιών, η οποία αποτελεί έναν

µηχανισµό ποιοτικού ελέγχου αλλά και συνεχούς βελτίωσης µε ιστορία σχεδόν

ενός αιώνα (Scrivens-Klein-Steiner, 1995). Επίσης σηµαντική είναι και η

εξέλιξη του τρόπου διοίκησης έτσι ώστε να βασίζεται στην εφαρµογή ενός

συστήµατος διαχειριστικού ελέγχου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως συµµετοχική

διοίκηση για συγκεκριµένους στόχους.

Βιβλιογραφία

1. Βυλλιώτου Β. (2009). Οικονοµική διαχείριση Εργαστηρίου. 10ο Σεµινάριο

Συνεχιζόµενης Εκπαίδευσης. Ελληνική Εταιρία Κλινικής Χηµείας-Κλινικής

Βιοχηµείας 16η Μαΐου 2009, Νοσοκοµείο "Ο Ευαγγελισµός"

2. Πολύζος Ν.Μ. (2008). «Ζητήµατα» Οργάνωσης και ∆ιοίκησης Υπηρεσιών

Υγείας. Σηµειώσεις Μεταπτυχιακού Προγράµµατος «∆ιοίκηση Υγείας»

Πανεπιστηµίου Πειραιά.

3. Υφαντόπουλος Γ.Ν. (2003). Τα Οικονοµικά της Υγείας. Βιβλιοθήκη

Οικονοµίας ∆ιοίκησης & Πολιτικής Οικονοµίας. Εκδόσεις: Τυπωθήτω.

4. Τσαλίκης Γ. (2003). Η ∆ιαλεκτική της Ποσότητας και της Ποιότητας:

Θεωρία, Ουτοπία και Πράξη. στο Η Ποιότητα στις Υπηρεσίες Υγείας.

Εκδόσεις: Θεµέλιο.

5. Scrivens, E., Klein R. & Steiner, A. (1995) Accreditations: What we Can

Learn Anglophone Model? Health Policy τχ. 34 σελ. 193-204.

ΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ (LIS). ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕΣΩ ΕΝΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ∆ΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΦΕΛΗ. Ο ΡΟΛΟΣ ΕΝΟΣ LIS ΣΑΝ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ∆ΙΟΙΚΗΣΗΣ (MIS)

Στάθης Βεληβασάκης

Υπεύθυνος Ανάπτυξης Πληροφοριακών Συστηµάτων

Μηχανικός Λογισµικού

Euromedic IT Department

Στόχοι: Βασικός στόχος στα πλαίσια της παρουσίασης είναι η διερεύνηση των

τεχνολογιών για την αποδοτική οργάνωση των επαγγελµατιών υγείας σε ένα

σύγχρονο εργαστήριο ή µία µονάδα υγείας. ∆ίδεται έµφαση στην ανάλυση των

λειτουργικών απαιτήσεων ενός εργαστηρίου µε σκοπό την οργάνωση του σε όλα

τα επίπεδα έτσι ώστε η καθηµερινή λειτουργία να είναι εύχρηστη, λειτουργική

και ασφαλής.

Αποτελέσµατα: Ένα σύγχρονο σύστηµα LIS εστιάζει σε όλα τα επίπεδα που θα

πρέπει να έχει ένα εργαστήριο. Υποστηρίζει κατάλληλα τόσο διαδικασίες

Page 25: 2_synedrio_biblio

25

εισαγωγής/ενηµέρωσης, διασύνδεσης και παραµετροποίησης των απαιτούµενων

στοιχείων, όσο και η απαιτούµενη (αποδοτική και ασφαλής) πρόσβαση στα

δεδοµένα αυτά από εξουσιοδοτηµένους χρήστες µέσω µίας λειτουργικής

πλατφόρµας.

Ειδικότερα θα παρουσιάσουµε τις διαδικασίες εγκατάστασης,

διασύνδεσης, παραµετροποίησης, την καθηµερινή ρουτίνα ροής εξετάσεων

καθώς και την αποτελεσµατική αξιοποίηση των δεδοµένων αυτών για την

καλύτερη και ποιοτικότερη διασφάλιση των αποτελεσµάτων. Θα αναλύσουµε τις

δυνατότητες και κυρίως τα πλεονεκτήµατα χρήσης ενός πληροφοριακού

συστήµατος LIS όπως η ταχύτητα καταχώρησης, επεξεργασίας και

προγραµµατισµός των αναλυτών από µία και µόνο καταχώρηση, την απουσία

λαθών τόσο στον προγραµµατισµό όσο και στα αποτελέσµατα των εξετάσεων, τον

ποιοτικό έλεγχο Quality Control που διασφαλίζει την αξιοπιστία των

εκτελούµενων εξετάσεων, και τον πλήρη ηλεκτρονικό φάκελο του ασθενή που

είναι διαθέσιµος για κάθε πιθανή χρήση.

Ένα προηγµένο σύστηµα LIS δίνει έµφαση σε πρότυπα και τεχνικές

ασφαλείας/προστασίας των ιατρικών δεδοµένων κατά την οργάνωση

/αποθήκευση τους. Επίσης θα γίνει περιγραφή ενός πραγµατικού συστήµατος

µε βασικούς άξονες την λειτουργίας του, το εύχρηστο και φιλικό σύστηµα

διεπαφής προς τους χρήστες και την ενεργή επικοινωνία του εξυπηρετητή

(server) µε τα ιατρικά µηχανήµατα στα οποία πρέπει δροµολογούνται και να

παραλαµβάνονται τα αποτελέσµατα των εξετάσεων.

Επίσης θα αναλυθεί ο ρόλος ενός προηγµένου συστήµατος LIS σαν

σύστηµα πληροφοριών διοίκησης και αναλυτικότερα ο τρόπος αξιοποίησης και

αξιολόγησης των συλλεγµένων πληροφοριών. Η συγκέντρωση στο LIS όλων των

πληροφοριών των εργαστηριακών εξετάσεων που εκτελούνται σε µία µονάδα ή

σε ένα εργαστήριο δίνει επιπλέον δυνατότητες: πληροφόρηση σε πραγµατικό

χρόνο για την πορεία των εκτελούµενων εξετάσεων, στατιστική εξετάσεων,

πληροφορίες απαραίτητες για τον προγραµµατισµό προµηθειών υλικού,

αντιδραστηρίων και αναλωσίµων, Κοστολογική ανάλυση εξετάσεων,

αποτελεσµάτων, παραπεµπτικών και συνεργαζοµένων.

ΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ (HIS) ΚΑΙ ∆ΙΟΙΚΗΣΗΣ (MIS)

Γιώργος Καραµήτρος

∆ιευθυντής Τµήµατος Μηχανογράφησης

Προγραµµατιστής Βάσεων ∆εδοµένων

H ανάπτυξη της τεχνολογίας των υπολογιστικών συστηµάτων, η ραγδαία

αύξηση επενδύσεων στον τοµέα της τεχνολογίας, καθώς και η έντονη

ανταγωνιστικότητα στο χώρο των επιχειρήσεων δηµιούργησαν την ανάγκη της

άντλησης πληροφοριών, τα στοιχεία των οποίων οδηγούν στην ανάπτυξη και

Page 26: 2_synedrio_biblio

26

υλοποίηση ενός στρατηγικού σχεδίου οικονοµικής και αναπτυξιακής

δυναµικής.

Από τα τέλη του 20ου αιώνα, η «Πληροφορία» αποτελεί βαρυσήµαντη

έννοια για τη σύνταξη της επιχειρηµατικής στρατηγικής. Ο κλάδος της Υγείας

δεν θα µπορούσε να µην επηρεαστεί από την αξία της «Πληροφορίας». Άλλωστε,

οι µετρήσεις των κλινικών δοκιµών είναι «Πληροφορία». Στην εποχή µας, η

«Πληροφορία» µπορεί να αντληθεί, να αναλυθεί και να χρησιµεύσει ως όπλο

επιχειρησιακής δραστηριότητας και ως µέσο λήψης αποφάσεων. Στο έργο αυτό

καθοριστικό ρόλο έχουν τα προγράµµατα, που ανήκουν στην κατηγορία των

«Πληροφοριακών Συστηµάτων ∆ιοίκησης (ΠΣ∆)» ή όπως είναι γνωστά διεθνώς:

«Management Information Systems (MIS)»

Πώς όµως η πληροφορία και τα MIS µπαίνουν πιο βαθιά στην

ανάπτυξη ενός ζωντανού και διαρκώς αναπτυσσόµενου κλάδου µε συνεχείς

εξελίξεις και ανάγκες, όπως αυτός της Υγείας;

Η διεθνής έννοια του όρου Management Information Systems (MIS)

είναι η εξής:

“A collection of data designed to support management decision

making” , δηλαδή «συλλογή στοιχείων και πληροφοριών που βοηθούν την

κεντρική ∆ιοίκηση µιας εταιρείας στην λήψη αποφάσεων».

Στο τοµέα της Υγείας υπάρχουν διάφοροι κλάδοι επιχειρήσεων, που ο

καθένας από αυτούς έχει διαφορετικές ανάγκες. Τέτοιοι κλάδοι είναι:

Νοσοκοµεία, Πολυκλινικές, ∆ιαγνωστικά Κέντρα, Κλινικά Εργαστήρια. Όλοι

αυτοί οι διαφορετικοί κλάδοι έχουν την ίδια διαδροµή εξέλιξης: Επιβίωση

Κέρδη Εδραίωση Ανάπτυξη.

Η βασική «Πληροφορία» που απαιτείται να έχει η Κεντρική ∆ιοίκηση

του ∆ιαγνωστικού Κέντρου από ένα σύστηµα MIS είναι: Το κλάσµα «Κόστος σε

σχέση µε το Κέρδος», λαµβάνοντας όµως και τις πληροφορίες των παραµέτρων

αυτού του κλάσµατος , δηλαδή και του Κέρδους και του Κόστους.

Ποιο το κόστος κάθε αντιδραστηρίου και ποιο το οικονοµικό κέρδος της

εξέτασης, χρησιµοποιώντας το συγκεκριµένο αντιδραστήριο; Πόσες

επαναλήψεις γίνονται κατά την εκτέλεση των αναλύσεων και ποιο είναι το

κόστος αυτών; Ποια είναι η ποσοστιαία απώλεια λόγω ανθρώπινου παράγοντα

και ποια λόγω κακής λειτουργίας του µηχανήµατος; Ποια ήταν η «κίνησή» του

Κλινικού Εργαστηρίου πέρυσι ή πριν από 2 χρόνια, τέτοια εποχή; Ποιες

κατηγορίες εξετάσεων παρουσιάζουν άνοδο ζήτησης και ποιες πτώση; Τα

ερωτήµατα που απαιτούν απάντηση από το MIS είναι πολυάριθµα. Ένα MIS για

να είναι αποδοτικό πρέπει να βασίζεται στο golden square µιας βάσης: Έξυπνο

στη δοµή, γρήγορο στη συλλογή, µαθηµατικό στην ανάλυση, απλό στην

ανάπτυξη.

Στην παρουσίαση θα αναφερθεί ένα σύντοµο ιστορικό εξέλιξης των MIS,

θα αναλυθεί η έννοια και ο σκοπός χρήσης τους στην οργάνωση ενός

εργαστηρίου και θα γίνει διαχωρισµός ανάµεσα σε MIS και ERP. Επιπλέον, θα

αναλυθεί η έννοια και ο ρόλος ενός HIS ή CIS (Hospital/Clinical Information

System). Θα αναπτυχθούν οι µελλοντικές εξελίξεις στα HIS & MIS, καθώς και η

χρησιµότητά τους στις επιχειρήσεις. Τέλος, θα γίνει αναφορά στις

Μηχανογραφικές διαδικασίες και στους τρόπους σύνδεσης των αναλυτών ενός

Page 27: 2_synedrio_biblio

27

εργαστηρίου µεταξύ τους, καθώς και µε το Κεντρικό Σύστηµα

Μηχανογράφησης.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ

Άγγελος Ευαγγελόπουλος

Βιολόγος Msc, Ph.D.

∆ιευθυντής τµήµατος Οργάνωσης Εργαστηρίων και Ελέγχου Ποιότητας

Roche Diagnostics (Hellas) S.A.

Η πρόσφατη οικονοµική κρίση σε παγκόσµια κλίµακα δρα σαν

καταλύτης στις ζυµώσεις του τοµέα υγείας. Η αφετηρία αυτών των εξελίξεων

τοποθετείται λίγα χρόνια πριν µε την διαρκή εκτόξευση των δαπανών για την

υγεία. Οι δραστικές αλλαγές δηµιούργησαν νέες προκλήσεις στις οποίες έπρεπε

να αντεπεξέλθει η εργαστηριακή Ιατρική. Συνοπτικά µπορούν να αναφερθούν:

• Η πίεση για µείωση του κόστους και έλεγχο µε κατάλληλα

διοικητικά εργαλεία

• Ο σχολαστικός έλεγχος από ασθενείς, πελάτες εργαστηρίων και

κανονιστικές αρχές

• Η αυξανόµενη ζήτηση για ταχύτερες και καλύτερες υπηρεσίες

• Η έκρηξη της πληροφορίας

• Η µείωση του αριθµού εξειδικευµένου προσωπικού

Φυσικό επακόλουθο αυτών των γεγονότων είναι η στροφή προς

την αναζήτηση νέων λύσεων και στρατηγικών, ώστε να εξασφαλιστεί η

βιωσιµότητα των κεντρικών εργαστηρίων (core labs). Σε αυτό το πλαίσιο η

προσαρµόστηκαν και τα τµήµατα έρευνας και ανάπτυξης των διαγνωστικών

εταιρειών µε αποτελέσµατα να παρέχονται σήµερα διάφορα επίπεδα λύσεων τα

οποία κατατάσσονται ιεραρχικά (από το κατώτερο στο ανώτερο) ως εξής:

1. Αυτοµατοποίηση µε σύγχρονους αναλυτές

2. Εικονική αυτοµατοποίηση

3. Αυτοµατοποίηση συγκεκριµένων περί-αναλυτικών διαδικασιών

4. Ολική Αυτοµατοποίηση Περιοχής Εργασίας Ορού

5. Ολική Εργαστηριακή Αυτοµατοποίηση

Oι βασικοί τύποι δειγµάτων που λαµβάνει ένα κεντρικό εργαστήριο

είναι ολικό αίµα (EDTA), πλάσµα, ορός (πήγµα) και ούρα. Τα εργαστήρια

φυσικά λαµβάνουν και άλλους τύπους δειγµάτων αλλά οι προσπάθειες

αυτοµατοποίησης έχουν επικεντρωθεί παραδοσιακά στους προαναφερόµενους

τύπους δειγµάτων. Πολύ πρόσφατα καταβάλλονται προσπάθειες για να

χωρέσουν στην «οµπρέλα της αυτοµατοποίησης» και οι υπόλοιποι τύποι

δειγµάτων.

Οι κύριοι άξονες της αυτοµατοποίησης είναι η ενοποίηση

(consolidation) που αφορά στη στρατηγική συνδυασµού διαφορετικών

αναλυτικών τεχνολογιών σε ένα αναλυτή ή σε οµάδα αναλυτών και η

Page 28: 2_synedrio_biblio

28

ενσωµάτωση ή απαρτίωση (integration) που αναφέρεται στη σύνδεση αναλυτών

ή οµάδας αναλυτών µε συσκευές που εκτελούν περιαναλυτικό έργο (όχι δηλαδή

ανάλυση αυτή καθεαυτή), όπως φυγοκέντρηση, αποπωµατισµό, κλασµατο-

ποίηση και σήµανση των δευτερογενών σωληναρίων για τα δείγµατα ορού ή

παρασκευή και χρώση επιχρίσµατος αίµατος για την αιµατολογία.

Η τάση είναι για όσο το δυνατόν µεγαλύτερη ενοποίηση και

ενσωµάτωση: στο πολυ-εργαστήριο (core lab) του απώτερου µέλλοντος δεν θα

υπάρχουν σύνορα και µεµονωµένες θέσεις εργασίας αλλά φαίνεται ότι όλα τα

δείγµατα θα διαχειρίζονται κεντρικά.

Page 29: 2_synedrio_biblio

29

Στρογγυλό τραπέζι:

H ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΙΑΤΡΙΚΑ

Πρόεδρος: Ειρήνη Λειµονή

Βιολόγος Ph.D., Eur.Clin.Chem.

Υπεύθυνη Ανάπτυξης Κλινικών Εργαστηρίων Ευρωιατρικής, Αξιολογήτρια Ε.ΣΥ.∆.

ΤΟ Ε.ΣΥ.∆. ΚΑΙ Η ∆ΙΑΠΙΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ

Αλίκη Σταθοπούλου

Βιολόγος Ph.D.

Εθνικό Σύστηµα ∆ιαπίστευσης, Ε.ΣΥ.∆. Α.Ε.

∆/νση ∆ιαπίστευσης Εργαστηρίων

Τα Κλινικά Εργαστήρια µπορούν να διαπιστευθούν είτε σύµφωνα µε το

∆ιεθνές Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO/IEC 17025:2005, το οποίο και αποτελεί

πρότυπο διαπίστευσης εργαστηρίων δοκιµών και διακριβώσεων, είτε σύµφωνα

µε το ∆ιεθνές Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 15189:2007 το οποίο εκδόθηκε ως

εξειδικευµένο πρότυπο για τη διαπίστευση Κλινικών Εργαστηρίων, βασισµένο

στο ΕΝ ISO/IEC 17025.

Ένα εργαστήριο που επιθυµεί να διαπιστευτεί πρέπει οπωσδήποτε να

καταστρώσει µε ακρίβεια ένα ολοκληρωµένο σχέδιο δράσης, ξεκινώντας µε τον

ορισµό ενός µέλους του προσωπικού του ως Υπεύθυνου Ποιότητας. Ο

Υπεύθυνος Ποιότητας θα πρέπει να είναι εξοικειωµένος µε το υπάρχον

σύστηµα ποιότητας του Εργαστηρίου και να έχει ως αποστολή το συντονισµό

όλων των δραστηριοτήτων που θα οδηγήσουν στην απόκτηση της διαπίστευσης.

Προκειµένου ένα εργαστήριο να ετοιµαστεί για διαπίστευση, θα πρέπει

να έχει προµηθευτεί το πρότυπο ∆ιαπίστευσης και όλα τα σχετικά έντυπα που

αφορούν στη διαδικασία της αξιολόγησης, όπως τις ∆ιαδικασίες ∆ιαπίστευσης,

τα Κριτήρια ∆ιαπίστευσης και τον Κανονισµό ∆ιαπίστευσης του Ε.ΣΥ.∆., όπου

και αναφέρονται µε λεπτοµέρεια οι υποχρεώσεις και τα δικαιώµατα των

διαπιστευµένων και των υπό διαπίστευση εργαστηρίων. Στη συνέχεια,

απαιτείται η προετοιµασία του Εγχειριδίου Ποιότητας, σύµφωνα µε τις

προδιαγραφές του προτύπου διαπίστευσης και των εφαρµοζόµενων ∆ιαδικασιών

για κάθε εργασία που πραγµατοποιείται στο Εργαστήριο, τα οποία και, το

υποψήφιο για διαπίστευση εργαστήριο, υποβάλλει στο Ε.ΣΥ.∆. µαζί µε

συµπληρωµένη έντυπη Αίτηση µε τις αιτούµενες, για διαπίστευση, δοκιµές.

Η διαδικασία ∆ιαπίστευσης από το Ε.ΣΥ.∆. ξεκινάει µε την εξέταση της

Αίτησης για ∆ιαπίστευση και τον ορισµό της Oµάδας Αξιολόγησης. Στη

συνέχεια, ο Επικεφαλής Αξιολογητής της οµάδας πραγµατοποιεί

Προαξιολόγηση στις εγκαταστάσεις του εργαστηρίου και προγραµµατίζει, σε

συνεννόηση µε το εργαστήριο, την κυρίως Αξιολόγηση στις εγκαταστάσεις του

Page 30: 2_synedrio_biblio

30

εργαστηρίου. Όταν το εργαστήριο υποβάλλει τις διορθωτικές του ενέργειες, που

αφορούν στην άρση των µη συµµορφώσεων που εντοπίστηκαν κατά την

Αξιολόγηση, ο Επικεφαλής Αξιολογητής εισηγείται προς την αντίστοιχη

Ειδική Τεχνική Επιτροπή Εργαστηρίων για τη χορήγηση διαπίστευσης, η οποία

στη συνέχεια εισηγείται προς το Εθνικό Συµβούλιο ∆ιαπίστευσης. Το Εθνικό

Συµβούλιο ∆ιαπίστευσης εγκρίνει την εισήγηση, η οποία στη συνέχεια

επικυρώνεται από το ∆.Σ. του Ε.ΣΥ.∆., το οποίο αποφασίζει για τη χορήγηση

πιστοποιητικού διαπίστευσης στο εργαστήριο.

Το χορηγούµενο πιστοποιητικό διαπίστευσης ισχύει για χρονική

περίοδο 4 ετών. Το Ε.ΣΥ.∆. πραγµατοποιεί ετήσιες επιτηρήσεις των

διαπιστευµένων εργαστηρίων, ενώ τα εργαστήρια µπορούν να τροποποιήσουν το

επίσηµο πεδίο των διαπιστευµένων δοκιµών τους (επέκταση ή περικοπή) κατά

την επιτήρηση. Τα εργαστήρια ανανεώνουν την διαπίστευσή τους κάθε τέσσερα

χρόνια, κατόπιν επαναξιολόγησης του Εργαστηρίου από το Ε.ΣΥ.∆.

Τα ∆ιαπιστευµένα Εργαστήρια, προκειµένου να επιδεικνύουν την

∆ιαπιστευµένη υπόστασή τους, ενθαρρύνονται να χρησιµοποιούν τον Εθνικό

Λογότυπο ∆ιαπίστευσης (Σχήµα 1) στα έγγραφά τους και πάντα σύµφωνα µε τις

προϋποθέσεις που αναφέρονται στον Κανονισµό για τη Χρήση του Εθνικού

Λογοτύπου ∆ιαπίστευσης (ΕΣΥ∆ ΕΛ∆/01/00/06-03-08).

Σχήµα 1. Ο Εθνικός Λογότυπος του Ε.ΣΥ.∆.

Το Ε.ΣΥ.∆. διατηρεί λίστα των διαπιστευµένων εργαστηρίων και µηχανή

αναζήτησης διαπιστευµένων δοκιµών, τα οποία και είναι διαθέσιµα στην

ιστοσελίδα του Ε.ΣΥ.∆. (www.esyd.gr) στον πίνακα διαπιστεύσεων

http://www.esyd.gr/pinakes.php και ανανεώνονται συνεχώς µε νέα

διαπιστευµένα εργαστήρια και νέες διαπιστευµένες δοκιµές.

Page 31: 2_synedrio_biblio

31

ΤO ΠΡΟΤΥΠΟ ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 15189: 2007

Ευδοξία Πουλάκη-Μελέτη

Χηµικός Ph.D.

Βιοχηµικό Τµήµα Νοσοκοµείου «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ»

Aξιολογήτρια E.ΣΥ.∆.

Σήµερα στις ανεπτυγµένες χώρες η Εργαστηριακή Ιατρική έχει

µεταµορφωθεί σε µία πλήρως αυτοµατοποιηµένη επιχείρηση. Οι εξετάσεις

γίνονται ακόµη και στους χώρους νοσηλείας ή και στα γραφεία των κλινικών

ιατρών, µε την χρήση µικρών αναλυτών και εξελιγµένων ροµποτικών

συστηµάτων. Τα αυτοµατοποιηµένα αυτά εργαστήρια απαιτούν ελάχιστη

επίβλεψη και εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα.

Ανεξάρτητα όµως από το µέγεθος την θέση ή τον εξοπλισµό ενός

εργαστηρίου, τίθενται τα εξής ερωτήµατα:

• Είναι αξιόπιστα τα αποτελέσµατα που εκδίδει

• Έχει το εργαστήριο τεχνική επάρκεια για τις δοκιµές που εκτελεί

• ∆ιαθέτει κάποιο σύστηµα ποιότητας

Για να εξασφαλιστεί η ποιότητα σε όλα τα στάδια της δουλειάς, πρέπει

κατ΄ αρχήν να γίνει κατανοητό ότι αυτή είναι η αρχή της λειτουργίας ενός

κλινικού εργαστηρίου. Πολλές φορές η διασφάλιση της ποιότητας προσεγγίζεται

µόνο µε την καθηµερινή ανάλυση ορών ελέγχου. Αυτό είναι βέβαια µία καλή

τακτική, η οποία όµως δεν αρκεί διότι περιορίζεται στον έλεγχο της αναλυτικής

διαδικασίας µόνο. Πρέπει λοιπόν στο εργαστήριο να εφαρµόζεται ένα

πρόγραµµα ολικής διαχείρισης της ποιότητας.

Το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 15189:2007 έρχεται να ικανοποιήσει σε

εθνικό και διεθνές επίπεδο, την αµοιβαία αναγνώριση της αξιοπιστίας των

αποτελεσµάτων των κλινικών εξετάσεων για λόγους επιστηµονικούς πρωτίστως

αλλά και ηθικούς, οικονοµικούς και κοινωνικούς. Εξασφαλίζει την ικανοποίηση

των απαιτήσεων του ασθενούς και τον υγιή ανταγωνισµό.

Είναι ένα διεθνές, αυτόνοµο πρότυπο και αποτελείται από δύο ενότητες

οι οποίες περιλαµβάνουν ∆ιοικητικές και Τεχνικές απαιτήσεις.

∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

• Οργάνωση

• Σύστηµα Ποιότητας

• Έλεγχος Εγγράφων

• Ανασκόπηση προσφορών και συµβάσεων

• Οµοειδή εργαστήρια για µια δεύτερη γνώµη

• Υπηρεσίες και προµήθειες

• Εξυπηρέτηση του συναλλασσόµενου (π.χ. ασθενής, ιατρός, ασφαλιστική

εταιρεία κ.τ.λ.)

• Παράπονα

• Έλεγχος µή συµµορφούµενης εργασίας

Page 32: 2_synedrio_biblio

32

• ∆ιορθωτικές ενέργειες

• Προληπτικές ενέργειες

• ∆ιαρκής βελτίωση

• Έλεγχος των αρχείων

• Εσωτερικές επιθεωρήσεις

• Ανασκόπηση από την ∆ιοίκηση

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

• Προσωπικό

• Χώροι εγκατάστασης και περιβαλλοντικές συνθήκες

• Εξοπλισµός

• Προ-αναλυτικές διαδικασίες

• Μέθοδοι δοκιµών και επαλήθευση (επικύρωση) µεθόδων

• Μετά-αναλυτικές διαδικασίες

• ∆ιασφάλιση της ποιότητας των αποτελεσµάτων

• Σύνταξη εκθέσεων αποτελεσµάτων

Στο Παράρτηµα Β περιέχονται οι ειδικές απαιτήσεις του προτύπου

15189 για τη σωστή εγκατάσταση, συντήρηση και συνεχή έλεγχο του

Πληροφοριακού Συστήµατος του Κλινικού Εργαστηρίου (LIS), όπως:

1. Κατάλληλοι χώροι προσβάσιµοι στα µέσα πυρόσβεσης

2. Ύπαρξη UPS

3. Ελεγχόµενη πρόσβαση στο LIS µε εξουσιοδοτήσεις του αρµόδιου

προσωπικού.

4. Ασφαλή αρχειοθέτηση (back up) για την προστασία των αποτελεσµάτων.

5. ∆οκιµές για τον έλεγχο της συνεπούς µεταφοράς των αποτελεσµάτων π.χ.

από µηχάνηµα σε µηχάνηµα (αναλυτής-γραµµατεία-αρχείο Κλινικού

Εργαστηρίου).

Τέλος, το Παράρτηµα C αφορά στην ∆εοντολογία (Ethics) των

Κλινικών Εργαστηρίων, π.χ.

1. Για την συµπλήρωση του παραπεµπτικού να µη συλλέγονται παρά τα

αναγκαία προσωπικά δεδοµένα µε την συναίνεση του ασθενούς.

2. Το κάθε εργαστήριο, ανάλογα µε το αντικείµενό του θα πρέπει να έχει

πολιτική ενηµέρωσης του ασθενούς (όταν του ζητηθεί ή όπου απαιτείται)

για τις αιτούµενες εξετάσεις και τα λαµβανόµενα αποτελέσµατα, καθώς

και του θεράποντος ιατρού (π.χ. γενετικές εξετάσεις).

3. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ κατηγορηµατικά κάθε παραποίηση των εργαστηριακών

αποτελεσµάτων καθώς και κάθε οικονοµική συναλλαγή µε τους

εντέλλοντες ιατρούς ή τις εµπορικές εταιρείες.

Πραγµατικά, το πρότυπο 15189 «µιλάει την γλώσσα» των Κλινικών

Εργαστηρίων και τα βοηθάει ουσιαστικά στην εγκατάσταση ενός

λειτουργικού συστήµατος ποιότητας στον ευαίσθητο χώρο της Υγείας.

Page 33: 2_synedrio_biblio

33

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ∆ΙΑΚΡΙΒΩΣΗΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ – O ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ

ΜΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ (Ε.Ι.Μ.)

Αλέξανδρος Λευκόπουλος

Χηµικός µηχανικός Ph.D.

Προϊστάµενος πίεσης Eλληνικού Ινστιτούτου Μετρολογίας (ΕΙΜ)

Στέλεχος διακρίβωσης

Πρόεδρος Ειδικής Τεχνικής Επιτροπής Εργαστηρίων 3, ΕΣΥ∆.

ΓΕΝΙΚΑ

Οι χηµικές και µικροβιολογικές αναλύσεις οι οποίες διενεργούνται από

κλινικά εργαστήρια, επηρεάζουν άµεσα ή έµµεσα τη ζωή και την υγεία του

παγκόσµιου πληθυσµού. Εκατοµµύρια διαγνώσεις και αποφάσεις ιατρικής

φύσεως λαµβάνονται καθηµερινά µετά από έλεγχο και αξιολόγηση των

αποτελεσµάτων κλινικών αναλύσεων. Λανθασµένες ή µη «ακριβείς» αναλύσεις,

µπορεί να έχουν ανυπολόγιστες επιπτώσεις, ως αποτέλεσµα εσφαλµένων

αποφάσεων, στην υγεία των πολιτών. Προκύπτει λοιπόν ότι είναι εξαιρετικά

σηµαντικό να είναι σε θέση τα κλινικά εργαστήρια να πραγµατοποιούν ακριβείς

και αξιόπιστες αναλύσεις.

Αποτελεί βασική ιδιότητα µιάς αξιόπιστης µέτρησης η δυνατότητά της

να παράγει αποτελέσµατα τα οποία µπορούν να συγκριθούν µε άλλα

αντίστοιχα, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Αυτό µπορεί να συµβεί µόνον όταν

αυτές είναι συµβατές στα πλαίσια ενός παγκόσµιου συστήµατος µετρήσεων, δηλ

όταν η µέτρηση είναι ιχνηλάσιµη (traceable) σε κάποιο παγκόσµιο ή εθνικό

πρότυπο µέτρησης.

Η διασφάλιση της ιχνηλασιµότητας µιάς µέτρησης, που αποτελεί το

τελικό επιστέγασµα µιάς επίπονης προσπάθειας του εργαστηρίου σε όλα τα

επίπεδα, προϋποθέτει, εκτός των άλλων, τη διακρίβωση του

χρησιµοποιούµενου µετρητικού εξοπλισµού. Σύµφωνα µε το VIM [1], ως

διακρίβωση προτύπου ή µετρητικού οργάνου ορίζεται οµάδα χειρισµών, οι

οποίες καθιερώνουν, κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες, τη σχέση µεταξύ της

ονοµαστικής τιµής του προτύπου, ή των µετρήσεων του υπο διακρίβωση

οργάνου µε τις αντίστοιχες τιµές αναφοράς. Πρακτικά σκοπός της διακρίβωσης

είναι η ποσοτικοποιηµένη εκτίµηση της «ορθότητας» του αποτελέσµατος µιάς

µέτρησης, ή ο προσδιορισµός βασικών µετρολογικών χαρακτηριστικών ενός

προτύπου. Είναι ευνόητο ότι παρά τη σηµασία της, η διακρίβωση αποτελεί

αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη, δεδοµένου ότι από µόνη της δεν αρκεί, για

τη διασφάλιση της αναγκαίας ιχνηλασιµότητας.

Η παρούσα εισήγηση:

− Αναλύει τη σηµασία και ανάγκη διακρίβωσης εργαστηριακού

εξοπλισµού µετρήσεων

− Ταυτοποιεί και εντοπίζει συνήθη εργαστηριακό εξοπλισµό, ο οποίος

χρήζει διακρίβωσης και επικεντρώνεται ειδικότερα σε αυτόν, ο οποίος

Page 34: 2_synedrio_biblio

34

συσχετίζονται µε βασικές και παράγωγες µονάδες του συστήµατος SI,

δηλ:

• Θερµοκρασία (θερµόµετρα, φούρνοι, κλίβανοι κλπ)

• Όγκο (ενδεικτικά γυάλινος ογκοµετρικός εξοπλισµός, πιπέτες κλπ)

• Μάζα (ζυγοί και πρότυπα βάρη).

Σηµ: Η παρούσα εισήγηση δεν πραγµατεύεται τη διακρίβωση πιο

περίπλοκων οργάνων, χηµικής και µικροβιολογικής ανάλυσης, των οποίων

η αναφορά στη µονάδα του mol (SI) δεν είναι άµεση και οι αντίστοιχες

διακριβώσεις/έλεγχοι προϋποθέτουν τη χρήση κατάλληλων υλικών

αναφοράς

− Παρέχει το χάρτη των απαιτήσεων και προδιαγραφών

λειτουργίας/διακρίβωσης του προαναφερθέντος εξοπλισµού

− Παρέχει πρακτικές οδηγίες στο κλινικό εργαστήριο – αποδέκτη

εξωτερικών υπηρεσιών διακριβώσεων, για την αξιολόγηση των υπηρεσιών

αυτών.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΙΜ

Υπηρεσίες διακριβώσεων, στα κλινικά εργαστήρια παρέχουν κυρίως

κατάλληλα, διαπιστευµένα από το Ε.ΣΥ.∆. εργαστήρια του ιδιωτικού τοµέα, τα

οποία αντλούν την ιχνηλασιµότητα των µετρήσεών τους από το ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΜΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ (Ε.Ι.Μ.). Το Ε.Ι.Μ., µε την υπερσύγχρονη

υλικοτεχνική υποδοµή και την τεχνογνωσία αιχµής, αποτελεί την κορυφή της

πυραµίδας του Εθνικού Μετρολογικού Συστήµατος της χώρας µας, στο οποίο

ανήκουν επίσης τα εργαστήρια διακριβώσεων και δοκιµών και οι χρήστες των

πάσης φύσεως µετρητικού εξοπλισµού. Το Ε.Ι.Μ. αναπτύσσει δραστηριότητες,

προωθεί συνεργασίες και παρέχει υπηρεσίες που συµβάλλουν σηµαντικά στην

ανάπτυξη της Εθνικής µας οικονοµίας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικής της

θέσης. Οι υπηρεσίες του συµβάλλουν καθοριστικά στην ποιότητα προϊόντων και

υπηρεσιών, στη βελτίωση των παραγωγικών µεθόδων και διαδικασιών, στη

διασφάλιση των εµπορικών συναλλαγών και στην προστασία και την ασφάλεια

της δηµόσιας υγείας, του περιβάλλοντος και του καταναλωτή.

Βιβλιογραφία

1. International Vocabulary of Basic and General Terms in Metrology: BIPM,

IEC, IFCC, ISO, IUPAC, IUPAP, OIML, 1993.

Page 35: 2_synedrio_biblio

35

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΜΕΘΟ∆ΩΝ, ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΑΥΤΟΜΑΤΟΥΣ ΑΝΑΛΥΤΕΣ

ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ

Μιχαήλ Κουππάρης

Xηµικός Ph.D.

Tακτικός καθηγητής αναλυτικής χηµείας και φαρµακευτικής ανάλυσης

Εργαστήριο Αναλυτικής Χηµείας, Τµήµα Χηµείας, Παν/µιο Αθηνών

Η διασφάλιση ποιότητας (Quality Assurance) στα Κλινικά Εργαστήρια

εξασφαλίζεται µε την καθιέρωση ενός Συστήµατος ∆ιαχείρισης της Ποιότητας

(Quality Management System), όπως προβλέπεται από το ∆ιεθνές Πρότυπο ISO

15189. Μεταξύ άλλων απαιτείται η επικύρωση/επαλήθευση (Validation/

Verification) των µεθόδων που χρησιµοποιούνται, τόσο από τους αυτόµατους

αναλυτές, όσο και για τις «δια χειρός» εξετάσεις, ο υπολογισµός της

αβεβαιότητας (uncertainty) των αποτελεσµάτων και η συστηµατική διεξαγωγή

εσωτερικού ελέγχου ποιότητας (Internal Quality Control).

Κατά την επικύρωση/επαλήθευση των αναλυτικών µεθόδων εξετάζονται

πειραµατικά τα διάφορα χαρακτηριστικά ποιότητας των µεθόδων (ακρίβεια,

επαναληψιµότητα, αναπαραγωγιµότητα, όριο ανίχνευσης και ποσοτικοποίησης,

γραµµική περιοχή) και αξιολογούνται βάσει προδιαγραφών (κατασκευαστή

συστηµάτων, διεθνής βιβλιογραφία, αποτελέσµατα εξωτερικού ελέγχου

ποιότητας) για να δηλωθεί η καταλληλότητά τους για το σκοπό που

χρησιµοποιούνται.

Για την ορθολογιστική ερµηνεία των αποτελεσµάτων των εξετάσεων,

ειδικά κοντά στα όρια λήψεως αποφάσεων από τον κλινικό ιατρό, απαιτείται η

γνώση της αβεβαιότητας του αποτελέσµατος. Ο υπολογισµός της αβεβαιότητας

µιας µεθόδου γίνεται κατά την επικύρωση/επαλήθευση της µεθόδου και

λαµβάνονται υπόψη οι κρίσιµες συνιστώσες (αναπαραγωγιµότητα, αβεβαιότητα

βαθµονοµητών, εξοπλισµού, καµπύλης αναφοράς, κλπ).

Η επικύρωση/επαλήθευση των µεθόδων γίνεται στην αρχική φάση της

εφαρµογής τους, η διακρίβωση/έλεγχος επίδοσης του εξοπλισµού διεξάγεται

συνήθως µια φορά το χρόνο και η συµµετοχή σε εξωτερικό έλεγχο ποιότητας

γίνεται κατά αραιά χρονικά διαστήµατα. Έτσι για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας

των καθηµερινών αποτελεσµάτων απαιτείται διεξαγωγή εσωτερικού ελέγχου

ποιότητας µε χρήση δειγµάτων ελέγχου ποιότητας και η κατασκευή

διαγραµµάτων ελέγχου ποιότητας (control chart). Στις περιπτώσεις αστοχιών

(βάσει των κανόνων Westgard) αναλαµβάνονται διορθωτικές ενέργειες.

Page 36: 2_synedrio_biblio

36

ΛΗΨΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ∆ΕΙΓΜΑΤΩΝ. ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΩΝ – ΤΗΡΗΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ

ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Ελένη Τόµπρου

Νοσηλεύτρια Π.Ε, Msc Λοιµώξεις

Η σωστή διαχείριση των βιολογικών δειγµάτων αποτελεί ακρογωνιαίο

λίθο για την εύρυθµη λειτουργία των Κλινικών Εργαστηρίων. Τα αποτελέσµατα

των εργαστηριακών εξετάσεων συµβάλλουν καθοριστικά στην έγκαιρη και

αξιόπιστη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση, επηρεάζοντας άµεσα τη

φροντίδα των ασθενών και την τελική έκβαση της νόσου.

Ωστόσο, η χρησιµότητα που παρέχουν στον κλινικό ιατρό καθορίζεται

από την ποιότητα του δείγµατος που φθάνει στο Εργαστήριο.

Η τυποποίηση των διαδικασιών διαχείρισης των βιολογικών δειγµάτων

διασφαλίζει την ποιότητα και ελαχιστοποιεί τυχόν λάθη και παραλήψεις σε

κάθε στάδιο.

Η διαχείριση των κλινικών δειγµάτων περιλαµβάνει τις ακόλουθες

φάσεις : α) προ - αναλυτική , β) αναλυτική και γ) µετα - αναλυτική.

Η προ – αναλυτική φάση κρίνεται καθοριστική στον κύκλο της

ποιότητας. Απαιτεί συντονισµό, έλεγχο και εκπαίδευση όλων των

συµµετεχόντων επαγγελµατιών υγείας και περιλαµβάνει τις ακόλουθες

διαδικασίες: α) συλλογή, β) µεταφορά, γ) χειρισµό, δ) σήµανση, ε) αποθήκευση

και τέλος στ) απόρριψη του δείγµατος. Οι σηµαντικότεροι παράγοντες που

επηρεάζουν την προ- αναλυτική φάση είναι η βιολογική µεταβλητότητα του

δείγµατος, η προετοιµασία του ασθενή καθώς και λοιποί παράγοντες οι οποίοι

σχετίζονται µε τη δειγµατοληψία, τη µεταφορά, τη φυγοκέντρηση και τη φύλαξη

του δείγµατος.

Η λήψη και µεταφορά των βιολογικών δειγµάτων, διέπονται από βασικές

αρχές, οι οποίες συµβάλλουν στη διασφάλιση του σωστού αποτελέσµατος.

Αντιπροσωπευτικό δείγµα, χωρίς επιµολύνσεις.

Σωστός χρόνος λήψης του δείγµατος.

Επαρκής ποσότητα δείγµατος.

Κατάλληλος περιέκτης συλλογής.

Ορθή και πλήρης σήµανση του περιέκτη συλλογής.

Αναγραφή στοιχείων ιστορικού στο παραπεµπτικό.

Ταχεία µεταφορά στο Εργαστήριο.

Κάθε Εργαστήριο Κλινικής Μικροβιολογίας θα πρέπει να διαθέτει

εγχειρίδιο οδηγιών λήψης και µεταφοράς κλινικών δειγµάτων, το οποίο θα

διανέµεται στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό ή τους ασθενείς, όταν απαιτείται.

Στο πλαίσιο της εφαρµογής συστήµατος ποιότητας, σύµφωνα µε το

∆ιεθνές Πρότυπο ISO 15189: 2007 που αφορά στη ∆ιαπίστευση Εργαστηρίων,

απαιτείται η τήρηση κανόνων υγιεινής και ασφάλειας. Η ανάπτυξη των

προγραµµάτων αυτών στοχεύει στην προστασία των εργαζοµένων και του

Page 37: 2_synedrio_biblio

37

περιβάλλοντος. Καθοριστικής σηµασίας κρίνεται η σύνταξη ειδικού εγχειριδίου

το οποίο περιλαµβάνει διαδικασίες και δράσεις, που θα πρέπει να γίνονται στην

περίπτωση επαγγελµατικού ατυχήµατος ή έκθεσης σε βιολογικούς παράγοντες.

Επιπρόσθετα, όλο το εµπλεκόµενο προσωπικό θα πρέπει να

παρακολουθεί συστηµατικά εκπαιδευτικά προγράµµατα, ώστε να γνωρίζει τις

προαναφερθείσες διαδικασίες και τον ατοµικό προστατευτικό εξοπλισµό, που

υποχρεούται να φέρει κατά τον χειρισµό των κλινικών δειγµάτων (ποδιά,

γυαλιά, µάσκα, γάντια, κλειστά υποδήµατα κλπ). Η εκπαίδευση του

προσωπικού περιλαµβάνει επίσης θέµατα που αφορούν στη διαχείριση των

ιατρικών αποβλήτων που προκύπτουν από την επεξεργασία των κλινικών

δειγµάτων, όπως αυτή προσδιορίζεται από την κείµενη νοµοθεσία (Η.Π

37591/2031 ΦΕΚ 1419/τ. β/1-10-2003).

Page 38: 2_synedrio_biblio

38

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

∆ΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΟ ΚΑΤΑ ISO 15189:2007

Μαρία Μπεσίρη

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων - Τεχνικός Υπεύθυνος Κεντρικών Εργαστηρίων

Πολυκλινικής Ολυµπιακού Χωριού

Ο Τεχνικός Υπεύθυνος αποτελεί την Τεχνική ∆ιοίκηση του Εργαστηρίου

και έχει τη συνολική ευθύνη για την τεχνική λειτουργία του εργαστηρίου και για τη διασφάλιση της συµµόρφωσης αυτού µε το ∆ιεθνές Πρότυπο ISO 15189, τους Κανονισµούς και τις Οδηγίες του Ε.ΣΥ.∆. Εποπτεύει, συντονίζει και διευθύνει όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται µε τις τεχνικές – επιστηµονικές λειτουργίες του Συστήµατος Ποιότητας (ΣΠ).

Η βασική αποστολή του Τεχνικού Υπεύθυνου σε εργαστήριο διαπιστευµένο κατά ISO 15189:2007 είναι η εξασφάλιση της αξιοπιστίας των αναλύσεων.

Για να το επιτύχει:

• Μεριµνά για τον προγραµµατισµό τους, τον τρόπο µεταφοράς και

αποθήκευσης των δειγµάτων, την επιλογή – ανανέωση, διακρίβωση και

συντήρηση του εξοπλισµού.

• Φροντίζει για τον εσωτερικό και εξωτερικό έλεγχο ποιότητας

(διεργαστηριακές συγκρίσεις) και για την επικύρωση – επαλήθευση των

αναλυτικών µεθόδων.

• Συµµετέχει στον καθορισµό θέσεων εργασίας, στην εκπαίδευση και

αξιολόγηση του προσωπικού, στο σχεδιασµό κανόνων και οδηγιών

ασφαλείας.

• ∆ιασφαλίζει τις απαιτούµενες περιβαλλοντικές συνθήκες.

• Τηρεί τα απαραίτητα αρχεία που σχετίζονται µε αντιδραστήρια,

αναλώσιµα, εξοπλισµό, προσωπικό και διαδικασίες.

• Καταγράφει τις αποκλίσεις.

• Προτείνει βελτιώσεις και διορθωτικά µέτρα.

• Λαµβάνει µέρος στις εσωτερικές επιθεωρήσεις και στα συµβούλια

ποιότητας.

Την ηµέρα επιθεώρησης θέτει στη διάθεση των επιθεωρητών όλα τα απαιτούµενα αρχεία και επιβεβαιώνει, παρουσία των επιθεωρητών, την αξιοπιστία των αναλύσεων µε τους παρακάτω τρόπους:

1. Αναπαραγωγιµότητα: Μέτρηση πρόσφατου δείγµατος ασθενούς

(ολικού αίµατος και ορού) 2 - 3 ηµερών που έχει φυλαχτεί στο

ψυγείο. Σύγκριση των αποτελεσµάτων µεταξύ ηµέρας επιθεώρησης

και ηµέρας λήψης βάσει στατιστικών τύπων.

2. Επαναληψιµότητα: Μέτρηση δείγµατος της ίδιας µέρας (για τις

εξετάσεις που είναι στο πεδίο διαπίστευσης) 5 συνεχόµενες φορές.

Έλεγχος και σύγκριση των αποτελεσµάτων βάση στατιστικών τύπων.

3. Ανάκτηση: Στο βιοχηµικό τµήµα του εργαστηρίου γίνεται αραίωση

τυχαίου δείγµατος ορού αίµατος της ίδιας µέρας κατά 1/2 µε

φυσιολογικό ορό. Ακολουθεί µέτρηση του αραιωµένου και του

Page 39: 2_synedrio_biblio

39

αναραίωτου δείγµατος. Συγκρίνονται τα δύο αποτελέσµατα (το

αραιωµένο δείγµα πρέπει να είναι το ½ του τυπικού).

Page 40: 2_synedrio_biblio

40

Στρογγυλό τραπέζι:

∆ΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΜΕ ΑΝΟΣΟΧΗΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΥΣ

Πρόεδρος: Κωσταντίνος Τρούγκος

Βιολόγος Ph.D. Αναπληρωτής καθηγητής Μοριακής Βιολογίας

Εργαστήριο Βιολογικής Χηµείας-Ιατρική Σχολή Παν/µίου Αθηνών. AΤΕΙ-Αθηνών- Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων

.

ΚΑΡΚΙΝΙΚΟΙ ∆ΕΙΚΤΕΣ. Η ∆ΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΑΝΟΣΟΧΗΜΙΚΕΣ

ΜΕΘΟ∆ΟΥΣ

Άννα ∆όξα

Βιολόγος, Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων Ν .Μ. Υ. ΙΚΑ Πειραιά

Ο καρκίνος είναι µια πολυπαραγοντική ασθένεια, η οποία συνδέεται µε

την ανάπτυξη, αύξηση και διασπορά καταστροφικών, υπερανεπτυγµένων

κυτταρικών πληθυσµών σε υγιείς ιστούς. Η κακοήθης εξαλλαγή είναι το

αποτέλεσµα γενετικών µεταβολών που λαµβάνουν χώρα µέσα από µια

διαδικασία πολλών σταδίων, διάρκειας ακόµα και δεκαετιών, από την αρχική

φάση της έναρξης µέχρι και την κλινική εµφάνιση της κακοήθειας.

Στις ανεπτυγµένες χώρες ο καρκίνος είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία

θανάτου µετά τα καρδιαγγειακά νοσήµατα. Ένας στους τρεις θα αναπτύξει

κάποιο είδος καρκίνου κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ για ένα στους

τέσσερις θα αποτελέσει την αιτία θανάτου του. Εάν ο αρχικός όγκος εντοπιστεί

εγκαίρως, πριν δώσει µεταστάσεις τότε είναι εύκολο να θεραπευτεί ενώ εάν η

διάγνωση γίνει παρουσία αποµακρυσµένων µεταστάσεων, τότε το προσδόκιµο

επιβίωσης ελαττώνεται σε λιγότερο από πέντε χρόνια.

Οι παράµετροι λοιπόν οι οποίοι θα µας επιτρέψουν την πρώιµη

διάγνωση και την πρόβλεψη της πορείας της νεοπλασµατικής εξαλλαγής είναι

πολύ σηµαντικοί. Οι παράµετροι αυτοί θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν ως

νεοπλασµατικοί ή καρκινικοί δείκτες.

Καρκινικοί δείκτες χαρακτηρίζονται τα βιοµόρια που παράγονται είτε

απευθείας από τα κακοήθη κύτταρα, είτε από τον οργανισµό σαν ανταπόκριση

στην ύπαρξη όγκου και µπορούν να ανιχνευτούν σε συγκεντρώσεις µεγαλύτερες

από τις φυσιολογικές σε αίµα, ούρα, ιστούς ή εκχυλίσµατα ιστών καθώς και σε

άλλα βιολογικά υγρά των ασθενών µε καρκίνο. Η µέτρηση των καρκινικών

δεικτών µπορεί να γίνει για την εκτίµηση του δυνητικού κινδύνου για καρκίνο

µε σκοπό την πρόληψη, για τη διάγνωση, την πρόγνωση, τη σταδιοποίηση την

Page 41: 2_synedrio_biblio

41

νόσου, την παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της θεραπείας και τέλος για την

πιθανή επανεµφάνιση της νόσου, ως υποτροπή ή υπό την µορφή µεταστάσεων.

Η συνεισφορά του εργαστηρίου της Κλινικής Χηµείας στην ανίχνευση

δεικτών για την παρακολούθηση των καρκινοπαθών έχει ξεκινήσει πριν από

150 χρόνια. Από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και µετά εισήχθησαν στην

εργαστηριακή πρακτική οι ραδιοαναλύσεις και οι άλλες ανοσοαναλύσεις

επιτρέποντας τον προσδιορισµό πολύ µικρών ποσοτήτων πρωτεϊνικών µορίων.

Ενώ, από το 1980 και µετά µε τα νέα µονοκλωνικά αντισώµατα, έγινε δυνατή η

ταυτοποίηση µιας στρατιάς νέων, αγνώστων µέχρι τότε καρκινικών δεικτών.

Στην σηµερινή εποχή, στα εργαστήρια Κλινικής Χηµείας οι καρκινικοί

δείκτες προσδιορίζονται µε ετερογενείς ανοσοαναλύσεις µη ανταγωνιστικού

τύπου µε επισηµασµένο αντίσωµα σε περίσσεια (κυρίως τύπου sandwich). Η

επιλογή αυτή οφείλεται καταρχάς στο µεγάλο ΜΒ των προσδιοριζόµενων

µορίων αλλά και στις µεγάλες απαιτήσεις για ευαισθησία. Με την ευρεία χρήση

των ανοσοαναλύσεων και την αυτοµατοποίηση έχει επιτευχθεί σε µεγάλο βαθµό

η δυνατότητα για συστηµατική παρακολούθηση των ασθενών. Παρόλα αυτά οι

ανοσοαναλύσεις δεν στερούνται σφαλµάτων και πολλοί παράγοντες µπορεί να

παρέµβουν και να αλλοιώσουν τα αποτελέσµατα. Τα κυριότερα προβλήµατα

στους προσδιορισµούς των καρκινικών δεικτών προέρχονται από ποικιλία

προαναλυτικών και αναλυτικών παραγόντων οι σηµαντικότεροι από τους οποίου

είναι:

• Το δείγµα του αίµατος.

• Η φύση του καρκινικού δείκτη.

• Οι ατοµικοί παράγοντες κάθε ασθενούς.

• Τα χαρακτηριστικά της χρησιµοποιούµενης µεθόδου.

Καθώς τις τελευταίες δεκαετίες, ο αριθµός των προτεινόµενων

καρκινικών δεικτών αυξάνει συνεχώς, προκύπτει η ανάγκη για τον καθορισµό

κοινά αποδεκτών οδηγιών ως προς τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται από µια

παράµετρο, ώστε να ορισθεί και να χρησιµοποιηθεί ως καρκινικός δείκτης. Οι

κυριότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να επιλεγεί ένα

βιοµόριο ως καρκινικός δείκτης και να χρησιµοποιηθεί στην κλινική πράξη

είναι:

• Αποδοχή του από τα εντεταλµένα όργανα που ρυθµίζουν τα θέµατα

της δηµόσιας υγείας.

• Επιστηµονικά αποδεκτά δεδοµένα, αναφορικά µε την ακρίβεια, την

ειδικότητα την ευαισθησία, την γραµµικότητα και τις τιµές

αναφοράς.

• Τα δηµοσιευµένα αποτελέσµατα που προκύπτουν από τις κλινικές

µελέτες να είναι αναπαραγώγιµα και πέραν του ερευνητικού πεδίου.

Εκτός από τα παραπάνω ένας ιδανικός καρκινικός δείκτης για να

χρησιµοποιηθεί στην κλινική πράξη θα πρέπει να διαθέτει τα ακόλουθα

χαρακτηριστικά:

• Να προσδιορίζεται εύκολα και µε χαµηλό κόστος.

• Να είναι ειδικός για την υπό µελέτη κακοήθεια.

Page 42: 2_synedrio_biblio

42

• Η µεταβολή της συγκέντρωσης του να σχετίζεται µε την µεταβολή

του µεγέθους του όγκου, το βαθµό κακοήθειας και την

σταδιοποίηση της νόσου.

• Να είναι ανιχνεύσιµος κατά τη φάση των αρχικών σταδίων της νόσου

και πριν τη φάση της γενικευµένης διασποράς.

• Αν ο δείκτης ανευρίσκεται και στον ορό των φυσιολογικών ατόµων,

όπως συµβαίνει για την πλειοψηφία των καρκινικών δεικτών, η

συγκέντρωση του στον ορό των καρκινοπαθών να είναι στατιστικά

σηµαντικά ψηλότερη.

Μέχρι στιγµής κανένας από του κλασικούς καρκινικούς δείκτες δεν

πληροί όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Επίσης, κάθε ασθενής είναι

µοναδικός και κάθε «καρκίνος» έχει τη δική του βιολογία έτσι ώστε κάθε

περίπτωση να εκφράζει το δικό της εξατοµικευµένο σχήµα καρκινικών δεικτών.

Για το λόγο αυτό οι δείκτες καρκίνου δεν είναι εξετάσεις αδρού ελέγχου και η

συµβολή τους στη διάγνωση είναι συµπληρωµατική. Εποµένως, η αποστολή στο

εργαστήριο δειγµάτων ασθενών για προσδιορισµούς καρκινικών δεικτών θα

πρέπει να περιορίζεται στα περιστατικά που πραγµατικά στοιχειοθετείται µια

τέτοια αναγκαιότητα. Τέλος, απαραίτητα και αναγκαία είναι η συνεχής

επικοινωνία και συνεργασία των θεραπόντων ιατρών µε το εργαστήριο ώστε να

γίνει πλήρως κατανοητή η φύση των καρκινικών δεικτών και η πραγµατική

πληροφορία που παρέχουν ώστε να ορισθούν και τα κατάλληλα πρωτόκολλα

χρησιµοποίησης τους.

ΡΟΛΟΣ ΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙ-ΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗ

Χριστίνα Μιχαηλίδη

Χηµικός, Υποψήφια διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστηµίου Αθηνών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον της έρευνας έχει στραφεί στην

κατανόηση των µηχανισµών που διέπουν τη µετατροπή ενός καθόλα

φυσιολογικού κυττάρου σε κακόηθες νεοπλασµατικό κύτταρο. Έχει

αναγνωριστεί πως η κακοήθης εξαλλαγή επιτυγχάνεται µέσα από διαδοχικές

µεταλλαγές σε συγκεκριµένα γονίδια που οδηγούν στην ενεργοποίηση των

ογκογονιδίων και αδρανοποίηση των ογκοκατασταλτικών γονιδίων.

ΠΡΩΤΟ-ΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΑ – ΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΑ

Τα πρωτο-ογκογονίδια είναι φυσιολογικά γονίδια τα οποία µπορούν να

µετατραπούν σε ογκογονίδια λόγω µετάλλαξης ή αυξηµένης πρωτεϊνικής

έκφρασης. Κωδικοποιούν πρωτεΐνες που ρυθµίζουν την κυτταρική ανάπτυξη

και διαφοροποίηση και συχνά εµπλέκονται στη µεταγωγή σήµατος και

εκτέλεση µιτογόνων σηµάτων συνήθως µέσω των πρωτεϊνικών τους παραγόντων.

Page 43: 2_synedrio_biblio

43

Με ενεργοποίηση ένα πρωτο-ογκογονίδιο ή το προϊόν του, µετατρέπεται σε

παράγοντα που επάγει την καρκινογένεση, δηλαδή ογκογονίδιο. Οι βασικοί

µηχανισµοί ενεργοποίησης των ογκογονιδίων είναι τρεις: α)µέσω µετάλλαξης σε

ένα πρωτο-ογκογονίδιο που µπορεί να αλλάξει τη δοµή της πρωτεΐνης

προκαλώντας αύξηση της πρωτεϊνικής της δράσης ή απώλεια ρύθµισης, β)

µέσω αύξησης της συγκέντρωσης της πρωτεΐνης ή γ) λόγω χρωµοσωµικής

µετάθεσης/µετατόπισης. Σύµφωνα µε πρόσφατες µελέτες, µεταλλαγές στα

miRNAs µπορούν επίσης να συµβάλλουν στην ενεργοποίηση των ογκογονιδίων

(τα microRNAs είναι µικρές περιοχές RNA µε µήκος 21-25 νουκλεοτιδίων που

ελέγχουν την έκφραση των ογκογονιδίων καταστέλλοντας τη ρύθµισή τους).

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΩΝ

1. Ογκογονίδια που κωδικοποιούν για αυξητικούς παράγοντες ή µιτογόνα (π.χ. c-

sis)

2.Υποδοχείς τυροσινικής κινάσης (Epidermal Growth Factor Receptor EGFR,

Platelet-Derived Growth Factor Receptor PDGFR, Vascular Endothelial

Growth Factor VEGFR, HER2/neu)

3. Κυτταροπλασµατικές κινάσες

A.τυροσίνης (οικογένεια Src, οικογένεια Syk-ZAP70, οικογένεια BTK, γονίδιο

Abl

στην χρόνια µυελογενή λευχαιµία και χρωµόσωµα Φιλαδέλφειας)

Β.σερίνης/θρεονίνης και οι ρυθµιστικές υποµονάδες τους (Rat κινάση,

κυκλινοεξαρτώµενες κινάσες)

4. Ρυθµιστικές GTPάσες (Ras)

5. Μεταγραφικοί παράγοντες (c-myc)

ΑΝΤΙΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΑ Η΄ ΟΓΚΟΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΓΟΝΙ∆ΙΑ

Σε αντίθεση µε τα ογκογονίδια, τα ογκοκατασταλτικά γονίδια ακολουθούν

συνήθως τη “θεωρία των δυο χτυπηµάτων“, η οποία υποδηλώνει πως και τα δυο

αλληλόµορφα που κωδικοποιούν ένα συγκεκριµένο γονίδιο πρέπει να είναι

µεταλλαγµένα για να επέλθει σίγηση του γονιδίου καθώς αν ένα µόνο από τα

δυο φέρει τη µετάλλαξη, αυτό δεν έχει συνήθως επιπτώσεις στο φαινότυπο και

παράγεται η σωστή πρωτεΐνη. Παρ’ όλα αυτά, η κληρονόµηση ενός

µεταλλαγµένου ογκοκατασταλτικού γονιδίου µπορεί να αποτελεί προδιαθεσιακό

παράγοντα για την εµφάνιση µιας συγκεκριµένης νεοπλασίας. Η «θεωρία των

δυο χτυπηµάτων» προτάθηκε από τον A.G. Knudson καθώς διαπίστωσε πως για

την ανάπτυξη του ρετινοβλαστώµατος είναι απαραίτητα δυο ανεξάρτητα

γενετικά γεγονότα• η κληρονόµηση ενός µεταλλαγµένου αλληλόµορφου από τα

γαµετοκύτταρα ενός γονέα που µεταφέρεται σε όλα τα κύτταρα του απογόνου

του, προσδίδοντας του την προδιάθεση, καθώς και µια δεύτερη σωµατική

µετάλλαξη στα κύτταρα του αµφιβληστροειδούς χιτώνα του οφθαλµού για να

οδηγήσει στην εµφάνιση της νόσου. Εξαιρέσεις στον κανόνα για τα

ογκοκατασταλτικά αποτελούν µεταλλάξεις στο γονίδιο p53 όπου υπερισχύει η

δράση του µεταλλαγµένου αλληλόµορφου, παρεµποδίζοντας τη λειτουργία της

φυσιολογικής πρωτεΐνης και σπάνια και άλλα γονίδια. Τα ογκοκατασταλτικά

γονίδια ή µε µεγαλύτερη ακρίβεια οι πρωτεΐνες που κωδικοποιούν, δρουν ως

ρυθµιστές του κυτταρικού κύκλου. Σε περιπτώσεις ανίχνευσης βλαβών στο DNA

Page 44: 2_synedrio_biblio

44

τα ογκοκατασταλτικά γονίδια σταµατούν τον κυτταρικό κύκλο επάγοντας τη

δράση των µηχανισµών επιδιόρθωσης. Αν η βλάβη δεν δύναται να διορθωθεί το

κύτταρο οδηγείται στον προγραµµατισµένο κυτταρικό θάνατο-απόπτωση. Τέλος,

κάποιες άλλες πρωτεΐνες δρουν ως µόρια προσκόλλησης και εµποδίζουν τη

διασπορά των καρκινικών κυττάρων, αναστέλλοντας έτσι τη µετάσταση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κατανοώντας τους µηχανισµούς της παθογένειας των κακοήθων όγκων, χάρη

στην ανάπτυξη της Μοριακής Βιολογίας, είµαστε σήµερα σε θέση να

αναζητήσουµε µέσα από τα ογκογονίδια και τα ογκοκατασταλτικά, πιθανούς

µοριακούς προγνωστικούς-προβλεπτικούς δείκτες οι οποίοι θα βελτιώσουν την

πρώιµη διάγνωση, την αξιόπιστη σταδιοποίηση και την καλύτερη θεραπευτική

αντιµετώπιση των ασθενών. Η δε ανάλυση του µεταγραφικού προφίλ µε

σύγχρονες µοριακές µεθόδους θα δώσει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση µε

την πρόγνωση και θεραπεία των ασθενών µε κακοήθη νεοπλάσµατα και την

εξειδικευµένη ατοµική θεραπεία.

Βιβλιογραφία

1. Baker SJ, Markowitz S, Fearon ER, Willson JK, Vogelstein B. Suppression of

human colorectal carcinoma cell growth by wild-type p53 (1990) Science 249

(4971): 912–5.

2. Croce CM. Oncogenes and cancer (2008) N Engl J Med 358 (5): 502–11.

3. Esquela-Kerscher A, Slack FJ. Oncomirs - microRNAs with a role in cancer

(2006). Nat Rev Cancer 6 (4): 259–69.

4. Hirohashi S, Kanai Y. Cell adhesion system and human cancer

morphogenesis (2003) Cancer Sci 94 (7): 575–81.

5. Knudson AG. Mutation and cancer: statistical study of retinoblastoma (1971)

Proc Natl Acad of Sci 68 (4): 820–3.

6. Negrini M, Ferracin M, Sabbioni S, Croce CM. MicroRNAs in human cancer:

from research to therapy (2007) J Cell Sci 120 (11): 1833–40.

7. Sherr CJ. Principles of tumor suppression (2004) Cell 116 (2): 235–46.

8. Todd R, Wong DT. Oncogenes (1999) Anticancer Res 19 (6A): 4729–46.

9. Weinberg RA. Tumor suppressor genes (1991) Science 254: 1138-1146

10. Weinberg RA. Oncogenes and tumor suppressor genes (1994) CA Cancer J

Clin 44: 160-170

Page 45: 2_synedrio_biblio

45

ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ∆ΙΑΛΕΞΗ

Πρόεδροι: 1Πέτρος Καρκαλούσος, 2Αναστάσιος Κριεµπάρδης

1Βιολόγος, Ph.D. Στατιστικής Msc, Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων

Αξιολογητής Ε.ΣΥ.∆.

2Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Msc, Ph.D.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΓΟΝΙ∆ΙΩΜΑ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Κωνσταντίνος Τρούγκος

Βιολόγος Ph.D. Αναπληρωτής καθηγητής Μοριακής Βιολογίας

Εργαστήριο Βιολογικής Χηµείας Ιατρική Σχολή Παν/µίου Αθηνών. Επιστηµονικός συνεργάτης AΤΕΙ Αθηνών Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων

Ιστορικό

Στην αρχή της 3ης χιλιετίας καλούµαστε να αναλογιστούµε τις εξελίξεις

που οδήγησαν στην ανάπτυξη της Μοριακής Βιολογίας και τις δυνατότητες που

µας προσφέρονται από την ολοκλήρωση της γνωριµίας του ανθρώπινου

γονιδιώµατος.

Σε ένα πολύ συνοπτικό ιστορικό δεν θα µπορούσαµε να µην

αναφέρουµε ότι ο Αριστοτέλης ήταν αυτός που πρώτος ανακάλυψε την

κληρονοµικότητα. Πολύ αργότερα, το 1855, ο Mendel µίλησε για «γόνους» και

στη συνέχεια ο Morgan κατάλαβε ότι οι γόνοι ήταν τοποθετηµένοι σε ευθεία

γραµµή στα χρωµοσώµατα, ότι µπορούσαν να µεταλλαχθούν και ότι η

µετάλλαξη µπορούσε να δώσει µία µοριακή εξήγηση στη θεωρία του ∆αρβίνου

για τη φυσική επιλογή.

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις δεν έδειχναν ποιό είναι το γενετικό υλικό

και ποιά η φύση του. Ο Griffith το 1923 (µίλησε για τον παράγοντα

µεταµόρφωσης) και οι Avery, MacLeod, Mc Carthy και η Chase το 1944 (1)

απέδειξαν ότι το γενετικό υλικό ήταν το DNA. Το 1953 δηµοσιεύθηκε στο

περιοδικό «Nature» το πρότυπο της διπλής έλικας του DNA από τους Watson

και Crick (µε την ουσιαστική συµβολή των Wilkins και Franklin) (2). Η

ανακάλυψη αυτή µπορεί να θεωρηθεί ως η µεγαλύτερη του τελευταίου αιώνα,

που χάραξε δρόµους που αποµένουν να διανυθούν και στους οποίους θα

αναφερθούµε. Τις δεκαετίες που µεσολάβησαν από τo 1953 µέχρι σήµερα

µπορούµε να τις διακρίνουµε σε τρεις εποχές. Η πρώτη (1966 - 1975) είναι η

θεµελίωση της Μοριακής Βιολογίας, ακολουθεί η επανάσταση της

κλωνοποίησης (έως το 1985) και, τέλος, έως σήµερα, η περίοδος των

εφαρµογών της γενετικής µηχανικής, το πρόγραµµα «ανθρώπινο γονιδίωµα» και

οι συνέπειές του που έχουν οδηγήσει την Ιατρική στη Μοριακή Ιατρική.

Page 46: 2_synedrio_biblio

46

Θεµελίωση της Μοριακής Βιολογίας, Κλωνοποίηση Γονιδίων και

Εφαρµογές της Γενετικής Μηχανικής

Στη δεκαετία του 60' αποκρυπτογραφήθηκε ο γενετικός κώδικας

(Nirenberg και Matthaei) και γίνεται η µελέτη των σταδίων της αντιγραφής του

DNA, της µεταγραφής και µετάφρασης και των εµπλεκοµένων ενζύµων και

µορίων κυρίως στο βακτήριο E.Coli. Ακολουθεί η µελέτη στο ευκαρυωτικό

κύτταρο. Μέχρι το 1973, η µελέτη των γονιδίων ήταν εκτός πειραµατικής

δυνατότητας, λόγω έλλειψης τεχνικών µέσων. Η ανακάλυψη των τεχνικών της

Γενετικής Μηχανικής, επέτρεψαν τη δηµιουργία χιµαιρικών µορίων DNA τα

οποία εισήχθησαν σε µικροοργανισµούς, µε αποτέλεσµα τη λήψη µεγάλων

ποσοτήτων DNA που διευκόλυναν τη µελέτη του. ∆είχθηκε η οργάνωση των

ευκαρυωτικών γονιδίων σε εξώνια και εσώνια από τους Kourilsky και Chambon

(3) ενώ αναπτύσσονται τεχνικές διαβάσµατος της νουκλεοτιδικής αλληλουχίας

που δείχνουν τη µοναδικότητα των εµβίων όντων (4,5).

Η σύζευξη Μοριακής Βιολογίας και Ιατρικής Γενετικής έγινε το 1980 µε

τη µελέτη στο επίπεδο του DNA, ασθενειών που οφείλονταν σε πάθηση

(µετάλλαξη) ενός µόνο γονιδίου (µονογονιδιακές παθήσεις, όπως η

δρεπανοκυτταρική αναιµία (6)), για να οδηγηθούµε στη συνέχεια στην

αντίστροφη γενετική. Αυτό σηµαίνει ότι κάθε κληρονοµική πάθηση οφείλεται

σε γονιδιακό λάθος. Τεράστια ώθηση στην αποµόνωση και µελέτη των γονιδίων

έδωσε η εισαγωγή της µεθόδου της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυµεράσης (PCR)

από τον Mullis για την οποία τιµήθηκε µε το βραβείο Nobel. Η µέθοδος αυτή

επιτρέπει την παραγωγή σε µεγάλες ποσότητες επιθυµητών τµηµάτων DNA ή

και γονιδίων, τα οποία µπορούν στη συνέχεια να µελετηθούν, να διαπιστωθούν

µεταλλάξεις (διάγνωση γονιδιακών παθήσεων) ή να εισαχθούν σε κύτταρα ή

οργανισµούς (διαγονιδιακά ζώα) για την παραγωγή χρήσιµων ουσιών (φάρµακα)

ή για γονιδιακή θεραπεία.

Το πρόγραµµα «Ανθρώπινο Γονιδίωµα» και οι επιπτώσεις του

Το πρόγραµµα αυτό ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του '80 - µε τη

συνεργασία πολλών εργαστηρίων απ’όλο τον κόσµο - τα οποία εξοπλίστηκαν µε

υπερσύγχρονα µηχανήµατα που εξελίχθηκαν χάρη στο πρόγραµµα, και

ολοκληρώθηκε το 2001, αρκετά νωρίτερα από ότι υπολογιζόταν. ∆ιαβάστηκαν

οι 3x109η βάσεις του DNA.

Τι περιµένουµε από το γιγάντιο αυτό πρόγραµµα.

Κατ' αρχήν θα αποκαλυφθεί η δοµή των πλέον των 25.000 γονιδίων που

καθορίζουν τον φαινότυπό µας. Η αποκάλυψη της λειτουργίας των γονιδίων

αυτών θα διαλευκάνει τους βασικούς µηχανισµούς λειτουργίας των κυττάρων

και των οργάνων, όπως του εγκεφάλου, τους µηχανισµούς σκέψης, νόησης,

µνήµης, γήρανσης, θα βοηθήσει στη διερεύνηση της παθογένεσης των νόσων

και στην εξατοµικευµένη θεραπευτική προσέγγισή τους. Η γνώση αυτή θα

οδηγήσει στην ανάπτυξη φαρµακευτικών ουσιών επιλεκτικής δράσεως, που θα

αδρανοποιούν ή και ενεργοποιούν πρωτεΐνες εµπλεκόµενες στην παθογένεση

των νόσων.

Μπορούµε να προβλέψουµε ότι σε λιγότερο από µία δεκαετία όλες οι

µονογονιδιακές παθήσεις θα είναι γνωστές και λίγο αργότερα ένας µεγάλος

αριθµός πολυγονιδιακών. Όσον αφορά τον καρκίνο, σίγουρα θα γνωρίσουµε

Page 47: 2_synedrio_biblio

47

στο εγγύς µέλλον όλους τους παράγοντες που εµπλέκονται στην ανάπτυξή του,

και θα βιώσουµε µία επανάσταση στην ψυχιατρική καθώς, όπως φαίνεται,

µεγάλος αριθµός µανιοκαταθλιπτικών συνδρόµων, η σχιζοφρένεια, οι

αυτιστικές παθήσεις, οφείλονται σε γενετικές αλλοιώσεις.

Γονιδιακή θεραπεία Σήµερα είναι γνωστές περισσότερες από 4.000 κληρονοµικές παθήσεις

για τις περισσότερες των οποίων δεν υπάρχει ικανοποιητική θεραπεία. Το

όνειρο των ερευνητών εδώ και πολύ καιρό υπήρξε η θεραπεία των

κληρονοµικών παθήσεων µέσω εισαγωγής φυσιολογικών γονιδίων στον

οργανισµό των ασθενών. Χάρη στις προαναφερθείσες προόδους της Μοριακής

Βιολογίας και των τεχνικών του ανασυνδυασµένου DNA έχει ήδη αρχίσει από

την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα η «γονιδιακή θεραπεία». Σαν γονιδιακή

θεραπεία σε πρωταρχική φάση θεωρήθηκε η επιδιόρθωση ενός αλλοιωµένου

γονιδίου. Σύντοµα όµως φάνηκε ότι η επιδιόρθωση αυτή δεν ήταν εύκολη

υπόθεση. Φαίνεται να είναι πιο εύκολη πειραµατικά η εισαγωγή ενός

φυσιολογικού γονιδίου στα κύτταρα των οποίων το οµόλογο γονίδιο δεν είναι

πλήρως λειτουργικό. Με αυτή τη θεώρηση το γονίδιο χρησιµοποιείται ως ένα

«νέου είδους φάρµακο» (7). Να σηµειώσουµε ότι η γονιδιακή θεραπεία στα

σωµατικά κύτταρα είναι γενικά αποδεκτή καθώς στοχεύει στη θεραπεία µόνο

του πάσχοντος ατόµου, και δεν έχει καµία επίπτωση στους απογόνους του. Στη

τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχουν πολλά προβλήµατα, ηθικά και

δεοντολογικά, τα οποία δεν θα συζητηθούν εδώ.

Κλωνοποίηση από σωµατικά κύτταρα - Αξιοποίηση εµβρυικών

κυττάρων

∆ύο νέα µεθοδολογικά επιτεύγµατα εγείρουν ελπίδες και

προβληµατισµούς. Το πρώτο είναι η κλωνοποίηση προβάτου, αγελάδας και

ποντικού, από σωµατικό κύτταρο. Το επίτευγµα αυτό έδειξε ότι ένα

διαφοροποιηµένο σωµατικό κύτταρο µπορεί να «επαναπρογραµµατισθεί». Η

εφαρµογή της τεχνικής αυτής στον άνθρωπο εγείρει –και πολύ σωστά- έντονους

προβληµατισµούς και απορρίπτεται από την πλειοψηφία των επιστηµόνων.

Μια άλλη θεωρητικά και πρακτικά σηµαντική εξέλιξη είναι η

δηµιουργία επιλεγµένων ειδικών µοσχευµάτων από εµβρυικά κύτταρα.

Κύτταρα από το στάδιο της βλαστοκύστης µπορούν να πολλαπλασιαστούν και

να δώσουν ολοδύναµα αρχέγονα εµβρυικά κύτταρα. Μετά από κατάλληλη

επαγωγή τα κύτταρα αυτά µπορούν να δώσουν διαφορετικά είδη όπως πχ

νευρικά που µπορούν να επιλεγούν και να διαφοροποιηθούν σε ειδικά νευρικά

κύτταρα και στη συνέχεια να µεταµοσχευθούν σε ασθενείς πάσχοντες από

νευροεκφυλιστικές παθήσεις ή τραύµατα και κακώσεις νευρικού ιστού µε στόχο

τη θεραπεία (8).

Επίλογος

Με βάση την µέχρι τώρα εκπληκτική εµπειρία µας µπορούµε να

προβλέψουµε ότι ο αιώνας που διανύουµε θα µας επιφυλάξει επιστηµονικά

επιτεύγµατα ασύλληπτα στα πεδία της υγείας, του περιβάλλοντος, της

Page 48: 2_synedrio_biblio

48

κατανόησης των βασικών µας κυτταρικών λειτουργιών, της εξελικτικής

βιολογίας, και θα µας δώσει απαντήσεις σε θεµελιακά υπαρξιακά µας

προβλήµατα. Κάθε επιστηµονική πρόοδος έχει και τις δυνητικά επικίνδυνες

επιπτώσεις: κίνδυνοι για το περιβάλλον, νέα βιολογικά όπλα, κοινωνικοί -

εργασιακοί αποκλεισµοί ατόµων µε «βεβαρηµένο» γενετικό υπόβαθρο, νέες

µορφές ζωής που µπορούν να ξεπηδήσουν από το δοκιµαστικό σωλήνα. Είναι

δυνητικές επιπτώσεις που αποτελούν αντικείµενο µελέτης του νέου κλάδου των

βιοιατρικών επιστηµών, της «Βιοηθικής».

Στη δικαιοδοσία του σύγχρονου ανθρώπου εναπόκειται να επιλέξει και να

εφαρµόσει τα θετικά των νέων γνώσεων και να απορρίψει τα βλαπτικά και

καταστρεπτικά.

Βιβλιογραφία

1. Avery OT, McLeod CM, McCarthy M. Introduction of transformation by a

desoxyribonucleic acid fraction isolated from pneumococcus. J. Exp. Med. 1944;

79: 137 - 158

2. Watson J. D. and Crick F. HC. Molecular structure of nucleic acids. Nature,

1953; 171: 737 - 738

3. Breatnach R., Mandel JL, Chambon F. Oualbumin gene is split in chicken DNA.

Nature, 1977; 270: 314 - 319

4. Maxam AM, Gilbert W. A new method for sequencing DNA. Proc. Natl. Acad. Sci

USA, 1977; 74: 560 – 564.

5. Sanger F., Coulson AR. Rapid method for determining sequences in DNA by

primed synthesis with DNA Polymerase. J. Mol. Biol. 1977; 94: 441 - 448

6. Kan YW, Dozy AM. Polymorphism of DNA sequence adjacent to human beta -

globin. Stuctural gene relationship to sickle mutation. Proc. Natl. Acad. Sci

USA, 1978; 75: 5631 – 5635.

7. Kahn A. Therapie genique. Medicine / sciences 1995; 11: 9 - 12

8. Svedsen CN and Rosser A.E. Neurones from stem cells? TINS 1995; 18: 465 –

467.

Page 49: 2_synedrio_biblio

49

Στρογγυλό τραπέζι: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Πρόεδρος: Πέτρος Καρακίτσος

Αναπληρωτής Καθηγητής Κυτταρολογίας Ιατρικής Σχολής Αθηνών

∆ιευθυντής Εργαστηρίου ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ»

H Kυτταρολογία παίζει σηµαντικό ρόλο στη διαχείριση του ασθενούς,

επειδή επιτρέπει έγκυρη, αναίµακτη και έγκαιρη διάγνωση.

Παράλληλα µε την εφαρµογή σε κυτταρολογικό υλικό, ποικίλλων

βιοδεικτών συµβάλλει ουσιαστικά στο σχεδιασµό της θεραπείας σε ατοµικό

επίπεδο ασθενούς, εποµένως ο ρόλος του τεχνολόγου σε Πανεπιστηµιακό

Κυτταρολογικό Εργαστήριο παρουσιάζει όχι µόνο αυξηµένες απαιτήσεις αλλά

και προκλήσεις.

Απαιτήσεις που σχετίζονται µε τη βαθειά γνώση τεχνικών που

συµβάλλουν ουσιαστικά στη διάγνωση, τεχνικών λειτουργικής, µοριακής και

αυτοµατοποιηµένης κυτταρολογίας. Προκλήσεις που απαιτούν την δια βίου

ανανέωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους στην συνεχώς εξελισσόµενη,

νεωτεριστική τεχνολογία.

Αποτελεί ιδιαίτερη χαρά για µένα τόσο η εισήγηση, όσο και η

οργάνωση της συγκεκριµένης στρογγυλής τράπεζας µε σκοπό όχι µόνο την

ενηµέρωση, αλλά και τον προβληµατισµό στη διαχείριση των σύγχρονων

µεθοδολογιών από τον ενεργό τεχνολόγο µε εξειδίκευση στη κυτταρολογία.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΥ ΣΤΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ∆ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΤEST

ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Στέλλα Καζίκα

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Κυτταρολόγος

Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ»

Από την πρώτη εφαρµογή του test Παπανικολάου στα 1950 µέχρι

σήµερα, ο ρόλος της συγκεκριµένης δοκιµασίας στη µείωση της συχνότητας του

τραχήλου της µήτρας, παραµένει κεντρικός στα συστήµατα πληθυσµιακού

ελέγχου.

Σήµερα όµως µε την ευρεία εφαρµογή σε παγκόσµιο επίπεδο της

κυτταρολογίας υγρής φάσης Thin-prep, παρέχεται η δυνατότητα όχι µόνον της

µορφολογικής διάγνωσης, αλλά και ο καθορισµός του δυναµικού κακοήθειας

Page 50: 2_synedrio_biblio

50

των ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων, µε τη βοήθεια τεχνικών κυρίως µοριακής

κυτταρολογίας, γεγονός που αναβαθµίζει το ρόλο της κυτταρολογίας στον

σχεδιασµό της διαχείρισης γυναικών µε ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις.

Κεντρικό ρόλο στην διαδικασία επεξεργασίας και διαχείρισης των

δειγµάτων, κολποτραχηλικών επιχρισµάτων παίζει ο τεχνολόγος, επειδή

καλείται όχι µόνο να παρασκευάσει επιχρίσµατα υψηλής ποιότητας αλλά να

συµµετέχει στην εκτέλεση σύγχρονων τεχνικών, διερεύνησης του γονιδιώµατος

του HPV και του γονιδιώµατος της γυναίκας ξενιστού, µε τον έλεγχο γονιδίων

σχετιζοµένων µε τον κυτταρικό κύκλο και την απόπτωση.

Σήµερα λοιπόν φαίνετα οτι η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει δηµιουργήσει

ένα νέο απαιτητικό πεδίο εφαρµογής για τους τεχνολόγους σε ένα τοµέα τόσο

παλιό αλλά και επίκαιρο όσο ποτέ, της πρόληψης του καρκίνου του τραχήλου

της µήτρας.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΡΓΙΑ ΣΕ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΑ

Αµαλία Σταµουλακάτου

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων

Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ»

Οι τεχνικές κυτταροµετρίας ροής παραδοσιακά αφορούν είτε τον

προσδιορισµό του δυναµικού κακοηθείας συµπαγών όγκων, είτε την

ανοσοφαινοτυπική διερεύνηση λεµφωµάτων και λευχαιµιών.

Τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί ποικίλλες τεχνικές που

επαναπροσδιορίζουν τον ρόλο της κυτταροµετρίας ροής στη διαχείριση του

χειρουργικού ασθενούς, µια από αυτές είναι η προεγχειρητική διερεύνηση της

αλλεργίας ως προς συγκεκριµένα αναισθητικά.

Η βοήθεια αυτή είναι ουσιαστική τόσο για τον αναισθησιολόγο όσο και

για χειρουργούς, αφορά τον σχεδιασµό της αναισθητικής αγωγής, ιδιαίτερα για

τις δύσκολες χειρουργικές επεµβάσεις, αλλά και για την καθηµέρα πράξη της

µαιευτικής κλινικής στην διαχείριση των καισαρικών τοµών.

Η σε πραγµατικό χρόνο εξαγωγή των αποτελεσµάτων αναβαθµίζει

περισσότερο τον ρόλο της συγκεκριµένης τεχνικής στην καθηµέρα πράξη.

Η απλή παρασκευαστική διαδικασία και η σχετικά εύκολη αξιολόγηση

του αποτελέσµατος επιτρέπουν την εύκολη ενσωµάτωση αυτής της τεχνικής στη

καθηµερινή ρουτίνα του εργαστηρίου.

Ένας σύγχρονος τεχνολόγος που ενδιαφέρεται για την διεύρυνση του

γνωστικού του αντικειµένου και µε στοιχειώδεις γνώσεις Η/Υ αποτελεί,

απαραίτητο και αναπόσπαστο µέλος της οµάδας προεγχειρητικού ελέγχου

ασθενών.

Page 51: 2_synedrio_biblio

51

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΥ ΣΤΗ ∆ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΟΥΣ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΜΕ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΙΑΚΗΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ

Κυριακή Κωνσταντινίδου

Παρασκευάστρια. Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ»

Η ουσιαστική διαφορά στην άσκηση της ιατρικής αφορά τον τρόπο

αντιµετώπισης των ασθενών µε µεθοδολογία εξατοµικευµένης θεραπείας.

Οι σύγχρονες τεχνικές µοριακής βιολογίας επιτρέπουν εντός τεσσάρων

ωρών την παροχή πολύ σηµαντικών πληροφοριών για την στοχευµένη και

εξατοµικευµένη θεραπεία ασθενειών η µη έγκαιρη αντιµετώπιση των οποίων

οδηγεί στον θάνατο τον ασθενή.

Η εφαρµογή της κυτταρολογίας υγρής φάσης Τhin-prep εκτός των

άλλων επιτρέπει και την διατήρηση του DNA και RNA. Ο τεχνολόγος ενός

σύγχρονου κυτταρολογικού εργαστηρίου έχει την δυνατότητα να συµµετέχει

ενεργά όχι µόνο στη διαχείριση και παρασκευή των κυτταρολογικών

επιχρισµάτων, αλλά και στην εκτέλεση σύγχρονων τεχνικών µοριακής

βιολογίας, όπως real time, PCR, reverse transcription, NΑSBA, µοριακού

υβριδισµού.

Η εµπειρία από το εργαστήριο διαγνωστικής κυτταρολογίας ΕΚΠΑ µας

δείχνει ότι ο τεχνολόγος – επιστήµονας υγείας µπορεί εύκολα και επιτυχηµένα

να ενσωµατωθεί στην ειδική µονάδα µοριακής κυτταρολογίας και να προσφέρει

ουσιαστικές υπηρεσίες στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών στο

Πανεπιστηµιακό Νοσοκοµείο.

Page 52: 2_synedrio_biblio

52

Στρογγυλό τραπέζι:

ΤΑ ΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑ

Πρόεδρος: Γιώργος Πατεράκης

Επιµελητής Α', Ανοσολογικού Εργαστηρίου, ΠΓΝΑ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»

Υπεύθυνος Εργαστηρίου Κυτταροµετρίας

ΟΓΚΟΓΟΝΙ∆ΙΑ ΚΑΙ ΟΓΚΟΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΓΟΝΙ∆ΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ

Στέφανος Παπαδηµητρίου

Αιµατολόγος, Επιµελητής Α΄

Αιµατολογικό εργαστήριο ΠΓΝΑ «Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»

Σήµερα, οι κακοήθειες θεωρούνται γενικά επίκτητα γενετικά νοσήµατα,

τα οποία οφείλονται κυρίως στην διαταραχή της δράσης συγκεκριµένων

γονιδίων του ξενιστή. Υπό την ευρεία έννοια, ογκογονίδιο (OncoGene: OG)

θεωρείται κάθε δοµή του γονιδιώµατος, η οποία υπό ορισµένες συνθήκες

µπορεί να οδηγήσει (αφ’εαυτής ή σε συνέργεια µε την διαταραγµένη λειτουργία

άλλων γονιδίων) στην εµφάνιση του νεοπλασµατικού φαινοτύπου. Κατ’

αντιστοιχίαν, τα αντιογκογονίδια ή – ορθότερα – ογκοκατασταλτικά γονίδια είναι

οι γονιδιωµατικές δοµές οι οποίες συµβάλλουν στην ογκογένεση σε κάθε

περίπτωση λειτουργικής τους ανεπάρκειας.

Η αναγνώριση των OGs προήλθε από παρατηρήσεις ιογενούς

ογκογένεσης in vivo ή in vitro. Για την ερµηνεία του φαινοµένου θεωρήθηκε ότι

η υπεύθυνη γενετική µεταβολή έγκειται στην ενσωµάτωση ενός τµήµατος του

γονιδιώµατος του ιού στο DNA του κυττάρου-ξενιστή, υπόθεση ή οποία στην

συνέχεια επιβεβαιώθηκε πειραµατικά. Από την ανάλυση της αλληλουχίας των

δοµών αυτών προέκυψε ότι πρόκειται για γονίδια µε ευρύτατη διασπορά σε

όλους τους ανώτερους και κατώτερους οργανισµούς, τα οποία παρουσιάζουν

εντυπωσιακή οµολογία, ανεξάρτητα από το εξελικτικό επίπεδο του οργανισµού

στον οποίο ανήκουν. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις, η

ιογενής ογκογένεση δεν προκύπτει από την µεταφορά αυτού καθ’ εαυτού του

γονιδίου, αλλά από ενεργοποίηση του, µέσω της ενσωµάτωσης τµηµάτων του

γενετικού υλικού του ιού, µε ρυθµιστικό ρόλο στην έκφραση των γονιδίων του

ξενιστή. Με βάση το πρότυπο αυτό, τα υπεύθυνα OGs είναι φυσιολογικά

συστατικά του γονιδιώµατος του εξαλλαγµένου κυττάρου και η ιογενής λοίµωξη

απλώς τα ενεργοποιεί. Στον άνθρωπο η ιογενής ογκογένεση δεν είναι άγνωστη,

αλλά – στην µεγάλη πλειονότητα των κακοήθων νεοπλασιών – η ενεργοποίηση

των ενδογενών OGs οφείλεται σε άλλους µηχανισµούς.

Page 53: 2_synedrio_biblio

53

Η ύπαρξη των TSGs αναγνωρίσθηκε στα πλαίσια πειραµάτων

δηµιουργίας κυτταρικών υβριδίων, στα οποία διαπιστώθηκε ότι το υβρίδιο

νεοπλασµατικού και φυσιολογικού κυττάρου δεν αναπτύσσει νεοπλασµατικό

φαινότυπο. Το φαινόµενο αποδόθηκε στην παρουσία προστατευτικών

µηχανισµών και συγκεκριµένα γονιδίων µε δυνατότητα αποκατάστασης

ενδογενών ή προκλητών βλαβών του DNA. Στην συνέχεια, αποδείχθηκε ότι τα

ελλείµµατα συγκεκριµένων χρωµοσωµικών περιοχών είχαν σαν αποτέλεσµα την

απώλεια της προστατευτικής δράσης και η µελέτη της αλληλουχίας των

ελλειµµατικών τµηµάτων αποκάλυψε τα TSGs.

Στον άνθρωπο, τα OGs έχουν σηµαντικό (και συχνά αναντικατάστατο)

ρόλο κατά την διάρκεια της εµβρυϊκής ζωής, όπου συµµετέχουν στην

ιστογένεση διαφόρων οργάνων και συστηµάτων. Στον ανεπτυγµένο οργανισµό, η

λειτουργία τους ενδέχεται να σχετίζεται µε τις επιδράσεις του κυτταρικού

µικροπεριβάλλοντος και τις αντίστοιχες κυτταρικές αποκρίσεις, και µπορεί να

αφορά οποιαδήποτε φάση των σχετικών διεργασιών. Από αυτήν την άποψη, ως

OG µπορεί να δράσει ένα γονίδιο που κωδικοποιεί αυξητικό παράγοντα,

κυτταρικό υποδοχέα, συστατικό στα συστήµατα ενδοκυττάριας αγωγής σήµατος,

µεταγραφικό παράγοντα ή, γενικότερα, ρυθµιστικό στοιχείο της γονιδιακής

λειτουργίας. Εξάλλου, OGs µπορεί να είναι γονιδιωµατικές δοµές που

συµµετέχουν στην ρύθµιση του κυτταρικού κύκλου, επί παραδείγµατι σε σχέση

µε την µιτωτική δραστηριότητα ή την απόπτωση. Υπό φυσιολογικές συνθήκες,

παραπλήσια είναι η λειτουργία και των TSGs, αλλά θα πρέπει να

υπογραµµισθεί και η συµµετοχή τους στα συστήµατα επιδιόρθωσης

διαταραχών της αναπαραγωγής και µεταγραφής του DNA.

Με δεδοµένο ότι η γενετική µελέτη της αιµατολογικής νεοπλασίας

προηγείται σηµαντικά σε σχέση µε την αντίστοιχη έρευνα επί των συµπαγών

όγκων, η αποσαφήνιση του τρόπου ενεργοποίησης των OGs στις κακοήθεις

εκτροπές της αιµοποίησης αποτελεί σηµαντική συµβολή στην κατανόηση της

παθογένειας του καρκίνου γενικότερα. Ένα OG µπορεί να ενεργοποιηθεί από

γονιδιωµατικές µεταβολές «µεγάλης» κλίµακας (δηλαδή σε επίπεδο

χρωµοσώµατος) ή από «µικροσκοπικές» βλάβες, όπως µία σηµειακή µετάλλαξη

της πρωτοταγούς δοµής. Χαρακτηριστικό παράδειγµα στην πρώτη περίπτωση

αποτελούν οι λεγόµενες «αµοιβαίες χρωµοσωµικές µεταθέσεις», δηλαδή η

ανταλλαγή τµηµάτων µεταξύ χρωµοσωµάτων. Το αποτέλεσµα µπορεί να είναι η

δηµιουργία ενός νέου, «υβριδικού» γονιδίου από «συρραφή» τµηµάτων δύο

άλλων ή η τοποθέτηση ενός γονιδίου εντός της λειτουργικής εµβέλειας ενός

ρυθµιστικού (συνήθως ενισχυτικού) στοιχείου του γονιδιώµατος, µε συνέπεια

την επίταση του ρυθµού της µεταγραφής του. Μία άλλη χρωµοσωµική ατυπία

µε το ίδιο αποτέλεσµα είναι και ο αυτόνοµος πολλαπλασιασµός (amplification)

χρωµοσωµικών τµηµάτων, οπότε προκύπτουν πολλαπλά αντίγραφα του

γονιδίου που επίσης επιταχύνουν την µεταγραφή. Σε σπάνιες περιπτώσεις, µία

χρωµοσωµική µετάθεση µπορεί να οδηγήσει στην ενεργοποίηση ενός OG, µέσω

της αποµάκρυνσης του από κατασταλτικά ρυθµιστικά στοιχεία που βρίσκονται

σε παρακείµενες θέσεις στο ίδιο χρωµόσωµα.

Προφανώς, η εµπλοκή των TSGs στην ογκογένεση προϋποθέτει την

απενεργοποίηση τους, η οποία είναι δυνατόν να επέλθει είτε από σηµειακές

(«εξουδετερωτικές») µεταλλάξεις, είτε απώλεια της χρωµοσωµικής του εστίας,

Page 54: 2_synedrio_biblio

54

στα πλαίσια χρωµοσωµικού ελλείµµατος. Άλλος τρόπος είναι η λεγόµενη

«επιγενετική» καταστολή της µεταγραφής, µέσω τροποποίησης (η οποία

συνήθως έγκειται σε µεθυλίωση ή ακετυλίωση) των αντίστοιχων «εκκινητών»

(promoters). Σε αντίθεση µε τα γενετικά φαινόµενα που προαναφέρθηκαν, τα

οποία επηρεάζουν άµεσα αλληλουχίες του γονιδιώµατος και, συνεπώς, είναι µη

αντιστρεπτά, η τροποποίηση των promoters των TSGs υπόκειται σε αναστολή

µε ειδικούς παράγοντες, πράγµα το οποίο έχει ήδη αξιοποιηθεί στην κλινική

θεραπευτική.

Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι, προκειµένου να εκδηλώσει το ογκογόνο

δυναµικό του, ένα OG αρκεί να ενεργοποιηθεί ως προς το ένα από τα δύο

αλληλόµορφα, δηλαδή η ενεργοποίηση συµπεριφέρεται ως «επικρατητικός»

γενετικός χαρακτήρας. Αντίθετα, για τα TSGs, η απενεργοποίηση συνήθως

αφορά και τα δύο αλληλοµορφα γονίδια, οφείλει δηλαδή να είναι «οµόζυγη».

Αυτό µπορεί να επέλθει µε διάφορους συνδυασµούς µηχανισµών, όπως επί

παραδείγµατι συνδυασµό χρωµοσωµικού ελλείµµατος και σηµειακής

µετάλλαξης.

Η αναγνώριση των OGs και TSGs καθώς και η αποσαφήνιση της

εµπλοκής τους στην παθογένεια της αιµατολογικής κακοήθειας δεν έχει µόνον

θεωρητικό χαρακτήρα ούτε αφορά αποκλειστικά τις γνώσεις µας σχετικά µε την

παθοφυσιολογία. Η εφαρµοσµένη έρευνα οδήγησε στην ανάπτυξη

φαρµακευτικών παραγόντων, µε εκλεκτική ανασταλτική δράση έναντι

ενεργοποιηµένων OGs ή υβριδικών γονιδίων µε ογκογόνο δράση. Σε ορισµένες

περιπτώσεις, οι παράγοντες αυτοί έχουν ήδη ενταχθεί στην καθηµερινή

πρακτική της κλινικής αιµατολογίας, µε αποτέλεσµα την επαναστατική

βελτίωση ως προς τις προοπτικές των ασθενών. Προφανώς, η αξιοποίηση της

µελέτης των OGs και TSGs προς αυτήν την κατεύθυνση δεν έχει ολοκληρωθεί.

Συνεπώς, τόσο οι αιµατολόγοι όσο και οι ασθενείς τους δικαιολογούνται να είναι

αισιόδοξοι για τις µελλοντικές εξελίξεις.

ΟNCOGENES AND HEMATALOGIC MALIGNANCIES

Μιχάλης Βουλγαρέλης

Αιµατολόγος Ph.D. Επίκουρος Καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής Αθηνών

Evidence that viruses could cause cancer first came from a series of

studies by Peyton Rous beginning in 1911. He excised fibrosarcomas

(connective tissue tumors) from chickens, ground them up, and removed

cells and debris by centrifugation. After passing the supernatant through

filters with very small pores, which retained even the smallest bacteria, Rous

injected the filtrate into chicks. Most of the injected chicks developed

sarcomas. The transforming agent in the filtrate eventually was shown to be

a virus, called Rous sarcoma virus (RSV).

Later generations of molecular biologists showed that RSV is a

retrovirus. Nontransforming retroviruses contain the genes gag, pol, and env,

Page 55: 2_synedrio_biblio

55

which encode the virus structural proteins and the reverse transcriptase. In

addition to these “normal” retroviral genes, oncogenic transforming RSV

contains the v-src gene. Subsequent studies with mutant forms of RSV

demonstrated that only the v-src gene, was required for cancer induction.

The v-src gene thus was identified as an oncogene.

The next breakthrough came in 1977 when Michael Bishop and

Harold Varmus showed that normal cells from chickens and other species

contain a gene that is closely related to the RSV v-src gene. This normal

cellular gene, a proto-oncogene, commonly is distinguished from the viral

gene by the prefix “c” (c-src). v-src protein is a constitutively active mutant

form of c-src protein, a protein-tyrosine kinase

Among the proteins encoded by proto-oncogenes are positive-acting

growth factors and their receptors, signal-transduction proteins,

transcription factors, and cell-cycle control proteins. This imply that the

normal vertebrate genome contains many potential cancer-causing genes.

Conversion, or activation, of a proto-oncogene into an oncogene

generally involves a gain-of-function mutation. The gain-of-function

mutations that convert proto-oncogenes to oncogenes act dominantly; that

is, mutation in only one of the two alleles is sufficient for induction of

cancer.

Proto-oncogenes encode many kinds of proteins that help control cell

growth and proliferation. These proto-oncogenes have the potential for

becoming activated oncogenes by a variety of genetic mechanisms.

Activation of a proto-oncogene into an oncogene can occur by point

mutation, gene amplification, and gene translocation. In hemopoiesis two

classes of growth factor receptors play an important role, receptors with

intrinsic tyrosine kinase activity and cytokine receptors which does not

contain an own enzymatic activity. Activation of RTKs and cytokine receptors

are followed by activation of several intracellular signaling cascades that

tightly crosslinked and induce changes in gene expression and modification

of protein important for proliferation and survival of the cells. Mutations in

the FMS, KIT, and FLT3 RTKs have been described frequently in AML .

Activating point mutations in the kinase domains of FMS occur in 5–20% of

AML cases. Deletions, insertions, and point mutations in KIT have been

found in approximately 5% of AML samples, but large studies examining the

KIT gene have not been published. Thus far, the FLT3 is the most frequently

mutated RTK, with approximately 15–40% of AML patients harboring a FLT3

mutation. This frequency makes FLT3 mutations the most common

mutation found in AML.

The Bcl-2 (B-cell CLL/lymphoma 2) protein is a member of a large

family of proteins involved in the regulation of programmed cell death,

primarily the intrinsic pathway. These proteins determine the cellular

decision to live or die by their ability to modulate mitochondrial function.

While some members, properly called antiapoptotic, preserve mitochondrial

integrity, other proapoptotic members promote the release of cytochrome c

from the intermembrane space of mitochondria (IMS). Following its release in

the cytosol, cytochrome c interacts with Apaf-1 and caspase-9, forming an

Page 56: 2_synedrio_biblio

56

apoptosome, which activates caspase-9, which then activates caspase-3, the

effector protease leading to the cleavage of target proteins and DNA

fragmentation. Enhanced Bcl-2 expression results most commonly from

t(14; 18)(q32;q21) translocation that juxtaposes the Bcl-2 locus with the

immunoglobulin heavy chain (IgH) enhancer. t(14;18)(q32; q21) is present in

70% to 90% of follicular lymphoma (FL) cases. Bcl-2 can be overexpressed in

several B-cell malignancies through mechanisms other than t(14;18) and

may confer a worse prognosis. The overexpression of Bcl-2 and/or Bcl-XL is

believed to contribute to both progression of cancer cells and their resistance

to chemotherapeutic drugs and radiation therapy. While Bcl-2 is important

for the development of a B-cell malignancy, it is probably as important for

the continuation of the malignant clone.

Burkitt's lymphoma (BL) is a highly aggressive B cell neoplasm,

characterized by the t(8;14)(q24;q32) translocation. This translocation

results in the juxtaposition of the c-MYC gene, located on chromosome 8q24,

to the IgH locus on chromosome 14, hence bringing the gene under the

regulation of the IgH enhancer. This leads to an over-expression of the c-

MYC gene, which influences multiple cellular processes including cell

proliferation, differentiation, apoptosis and metabolism that may contribute

to cellular transformation.

Chronic myelogenous leukemia (CML) was the first neoplasm to be

identified with a chromosomal translocation, which is t(9;22)(q34;q11.2).

This translocation results in gene fusion between BCR on chromosome 22

and ABL on chromosome 9. The chromosome 22 derivative is well known as

the Philadelphia (Ph) chromosome. Breaks in BCR gene occur in a 5.8 kb

segment (breakpoint cluster region) of chromosome 22 whereas breaks in

the ABL gene occur within a 175 kb intron between exons 1b and 1a. This

gene fusion leads to formation of a 8.5 kb chimeric mRNA consisting of

sequences from 5′ and 3′ ends of BCR and ABL, respectively. The resulting

transcript is larger than the normal ABL mRNA and translated into a larger

210 kDa chimeric ABL protein, which possesses an increased tyrosine

kinase activity. Bcr-Abl is likely to hijack pathways that normally increase

blood cell output in response to physiologic stimuli rather than to interrupt

or replace them with pathways that are not normally used in hematopoietic

cells. Indeed, there is plenty of experimental evidence to support this notion.

Importantly, Bcr-Abl is capable of activating survival pathways along with

proliferative stimuli without the need for a second cooperating genetic lesion.

But real life is usually not that simple. There was always the

awareness that the growth of most tumors is fostered by too many lesions to

assume that suppressing a single oncogene will be sufficient to cause long-

lasting tumor regression. The fact that an oncogene can induce tumors does

not qualify the oncogene as an initiating mutation, even though it is

instrumental in the onset of the particular tumor. The confusion might arise

because massive overexpression of oncogenes (in this case MYC) in a large

number of cells that respond by proliferation creates a condition that will

facilitate the occurrence of additional mutations. Those mutations that

collaborate efficiently with MYC in fostering tumor growth will be

Page 57: 2_synedrio_biblio

57

preferentially selected. Furthermore, tumors that develop in mouse models

of oncogene activation show different responses to oncogene downregulation.

Cancer cells can undergo differentiation or apoptosis, leading to sustained

regression. Alternatively, cells can enter a quiescent state and resume

growth upon acquiring additional mutations. Half of the MYC-induced

mammary tumors are oncogene-independent and show no regression upon

MYC inactivation. Therefore the concept of oncogene addiction, although

intriguing, may have limited relevance for the majority of tumors.

Page 58: 2_synedrio_biblio

58

Στρογγυλό τραπέζι:

ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΙ ΑΝΑΛΥΤΕΣ

Πρόεδρος: Γεώργιος Ανδρούτσος

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων

Αιµατολογικό εργαστήριο ΠΓΝΑ «Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»

ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΤΩΝ

Κυριακή Μανιάτη

Επιστηµονικός συνεργάτης του Αιµατολογικού Εργαστηρίου του ΠΓΝΑ

«Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»

Εισαγωγή

Σήµερα µετά από αρκετές δεκαετίες εξέλιξης οι αιµατολογικοί αναλυτές

αποτελούν το βασικότερο εργαλείο στη ρουτίνα του αιµατολογικού εργαστηρίου.

∆ίνεται η δυνατότητα για έναν πρώτο αιµατολογικό έλεγχο του

ασθενούς, µέσω της γενικής αίµατος κι έτσι µπορεί κανείς από τις πληροφορίες

αυτές, να προχωρήσει σε περαιτέρω εξετάσεις που θα οδηγήσουν συνδυαστικά

πάντα, µε την κλινική εικόνα στην διάγνωση.

Βασικές αρχές

Στα µέσα της δεκαετίας του ΄50 ο Wallace Coulter (1949) και ο

Gucker (1947) ανακαλύπτουν και εφαρµόζουν τις βασικές αρχές που

χρησιµοποιούνται µέχρι και σήµερα στην αυτοποιηµένη µέτρηση του αίµατος.

1. Αρχή µεταβολής της ηλεκτρικής αντίστασης ή Ηλεκτρονική αρχή

Το 1949 ο Wallace Coulter συνέλαβε την οµώνυµη αρχή ηλεκτρονικής

µέτρησης µικροσκοπικών σωµατιδίων που περιελάµβανε τα έµµορφα στοιχεία

του αίµατος.

Η βασική ιδέα ήταν ότι τα κύτταρα του αίµατος ως κακοί αγωγοί του

ηλεκτρισµού περνώντας ένα-ένα εναιωρηµένα σε φυσιολογικό ορό από µια

µικροσκοπική οπή θα ανιχνευόντουσαν από τη µεταβολή της ηλεκτρικής

αντίστασης (impedance) µε την εφαρµογή ενός σταθερού δυναµικού στα άκρα

της οπής (εικ.1). Με κάθε µεταβολή της ηλεκτρικής αντίστασης παράγεται ένας

παλµός ύψους (ουδός µέτρησης) (εικ. 2), ανάλογου της µεταβολής. Σε κάθε

µεταβολή αντιστοιχεί ένα κύτταρο ορισµένου όγκου (κατ’όγκον ανάλυση). Το

1956 τελειοποιεί µια συσκευή(Μοντέλο Α Coulter Counter) που µετρούσε µε

ρυθµό 5000 σωµατίδια/sec και θα αποτελέσει τον πρώτο αιµατολογικό

Page 59: 2_synedrio_biblio

59

αναλυτή. Αρχικά τα ερυθρά µετριόντουσαν µαζί µε τα λευκά, τα οποία δεν

επηρέαζαν τη µέτρηση, γιατί ήταν αναλογικά πολύ λίγα σε σχέση µε τα ερυθρά.

Η µέτρηση των λευκών έγινε το 1957 µε τη χρήση της σαπωνίνης, ενός

απορρυπαντικού που έλυε τα ερυθρά έτσι ώστε να µετρώνται µόνο τα λευκά

αιµοσφαίρια. Η ίδια αρχή παραµένει µέχρι και σήµερα, αλλά µε βελτιωµένα τα

λυτικά αντιδραστήρια όπου χρησιµοποιούνται στη διάκριση των

λευκοκυτταρικών υποπληθυσµών µεταξύ τους.

Η κατ’όγκον ανάλυση των κυττάρων του αίµατος βασίζεται και αυτή

στην αρχή του Coulter που συνδέει το ύψος του παλµού µε τον όγκο του

κυττάρου. Έτσι το 1967 στο µοντέλο Coulter B εµφανίζεται ένας πρωτόγονος

καταχωρητής(εικ.3) του ύψους των παλµών µε 25 κανάλια. Ο καταχωρητής το

1974 θα φτάσει τα 100 κανάλια(C1000 Channelyzer), ο οποίος θα

χρησιµοποιηθεί στις βασικές µελέτες της κατ’όγκον ανάλυσης των ερυθρών και

των λευκών αιµοσφαιρίων. Σε κάθε κανάλι θα αντιστοιχήσει το ύψος του

παλµού και συνθέτοντας µια γραφική παράσταση (κατανοµή συχνότητας του

όγκου των κυττάρων) θα µας δώσει ένα ιστόγραµµα του όγκου των κυττάρων. Η

ηλεκτρονική αρχή δεν είναι η µόνη που χρησιµοποιείται για την επεξεργασία

του ολικού αίµατος στον αναλυτή, η δεύτερη βασική αρχή είναι η οπτική αρχή.

Εικ.1. Η αρχή της µεταβολής αντίστασης (impedance)(Coulter). Α. Στα άκρα µιας µικροσκοπικής οπής έχει εφαρµοστεί σταθερή διαφορά δυναµικού. Η σύνθετη ωµική αντίσταση του κυκλώµατος (impedance) µεταβάλλεται όταν τα µη αγώγιµα κύτταρα περνάνε δια µέσου της οπής και προκαλείται διαφορά δυναµικού (παλµός). Β. Εικόνα της οπής µε το µικροσκόπιο σάρωσης. Μία τρίχα µέσα στην οπή δίνει την αίσθηση του µεγέθους της (Haynes JL, Principles of Flow

Cytometry,1998 ).

Εικ. 2. Μέθοδος αναφοράς για τη µέτρηση του αριθµού των ερυθρών. Παλµογράφος (πάνω δεξιά), φαίνονται οι παλµοί των ερυθρών που έχουν διαφορετικό ύψος ανάλογα µε τον όγκο τους. Ο ουδός µπορεί να µεταβληθεί από το χρήστη και να καθορισθεί από ποιο ύψος παλµών και πάνω συµπεριλαµβάνονται τα ερυθρά στη µέτρηση. Στο κεντρικό σχήµα βλέπουµε πως µεταβάλλεται ο αριθµός των ερυθρών ανάλογα µε το ύψος που βάζουµε τον ουδό και ανάλογα µε το µέσο όγκο των ερυθρών κάθε δείγµατος. Το plateau (επίπεδη περιοχή) της

αρίθµησης διαφέρει και είναι µικρό στο µικροκυτταρικό (MCV=60fl) και µεγάλο στο µακροκυτταρικό δείγµα (MCV=120fl). Ο αριθµός αντιστοιχεί στην αρχή του plateau (κάθετη γραµµή) .(Πατεράκης Γ, ∆ιδακτορική

διατριβή, 1993).

Page 60: 2_synedrio_biblio

60

2. Αρχή σκεδασµού ακτίνας φωτός (light scatter) ή Οπτική αρχή

Η πρώτη περιγραφή της βασικής οπτικής αρχής έγινε από τον Gucker

(1947) και αναφερόταν σε µια συσκευή ανίχνευσης βακτηριδίων σε στρώµα

αέρα µε την πιο ισχυρή φωτεινή πηγή που ήταν διαθέσιµη (προβολέας Ford)

και την νέα εφεύρεση της εποχής τον φωτοπολλαπλασιαστή. Η συσκευή

προοριζόταν για σωµατίδια εναιωρηµένα στον αέρα µεγέθους 6 µm και

χρησιµοποιούσε µια κεντρική ροή που περιείχε το δείγµα και µια άλλη ροή

γύρω από την προηγούµενη που είχε σκοπό την «εστίαση» της. Η αρχή αυτή

µεταφέρθηκε σε υγρή µορφή από τον Crossland-Taylor το 1953 (εικ.4).Τα

κύτταρα του δείγµατος περιορίζονται µέσα στην κεντρική ροή από την

περιβάλλουσα ροή η οποία δεν αναµειγνύεται µε την προηγούµενη (νόµος

Bernoulli). Αυτή είναι και η βασική αρχή της κυψελίδας ροής που κατέστησε

εφικτή τη γραµµική ροή των κυττάρων το ένα πίσω από το άλλο στη σειρά έτσι

ώστε να µπορούν να διασταυρωθούν µε µια κάθετη φωτεινή ακτίνα και να

δώσουν τις µετρήσεις απορρόφησης, σκεδασµού και φθορισµού. Με βάση την

οπτική αρχή θα γίνει εφικτή η µέτρηση της συγκέντρωσης της

αιµοσφαιρίνης(αρχή σκεδασµού), η µέτρηση του αριθµού και του όγκου των

κυττάρων.

Εικ.3. Ο καταχωρητής παλµών

(channelyzer) αποτέλεσε τη βασική

ανακάλυψη που έκανε εφικτή την

κατασκευή ιστογραµµάτων αρχικά για

τα ερυθρά και αργότερα για τα λευκά

και τα αιµοπετάλια. Εδώ φαίνεται πως

λειτουργεί ο καταχωρητής ταξινοµώντας

σε διαφορετικά κανάλια τα ερυθρά

ανάλογα µε το ύψος των παλµών τους.

Σαν αποτέλεσµα έχουµε την κατασκευή

µιας κατανοµής συχνότητας που

λέγεται ιστόγραµµα (Gibson M,

Application and Interpretation of new

electronically derived Haematological

parameters and techniques, Coulter

Electronics, 1982).

Page 61: 2_synedrio_biblio

61

Με την πάροδο του χρόνου εξελίσσεται η βασική αυτή αρχή και

αναπτύσσονται νέες οπτικές τεχνολογίες όπως η κυτταροχηµεία ροής και η

κυτταροµετρία ροής φθορισµού ή φθοριοκυτταροµετρία ροής. Η πρώτη

χρησιµοποιούσε την απορρόφηση χρωµογόνου υποστρώµατος. Τα

λευκοκύτταρα βάφονταν µε κυτταροχηµικά ένζυµα όπως η υπεροξειδάση, η

εστεράση και το alcian blue µε στόχο να διαχωριστούν αντίστοιχα τα

ουδετερόφιλα-ηωσινόφιλα, τα µονοκύτταρα και τα βασεόφιλα µε βάση την

απορρόφηση σε διαφορετικά µήκη κύµατος. Ουσιαστικά διαµορφώθηκε η

ανάλυση των λευκών µε οπτική αρχή κυτταροχηµείας ροής. ∆εύτερη ακτίνα

Laser από ηµιαγωγό προσπίπτει σε κύτταρο το οποίο έχει προσλάβει στο DNA ή

και στο RNA φθορίζουσα ουσία. Ο φωτισµός(πλάγιος, πρόσθιος) και ο

φθορισµός συλλέγονται µε τη βοήθεια φωτοδιόδων και φωτοπολλαπλασιαστών

σε διαφορετικές γωνίες. Καθίσταται εφικτός ο προσδιορισµός διαφορικού

λευκοκυτταρικού τύπου πέντε πληθυσµών, το ποσοστό και ο απόλυτος αριθµός

των ερυθροβλαστών, αιµοποιητικών προγονικών κυττάρων, των ∆ΕΚ και των

υποπληθυσµών τους και η µέτρηση των αιµοπεταλίων.

Οι παραπάνω αρχές θα συνδυαστούν για να δηµιουργηθούν οι

υβριδικοί αναλυτές, τους οποίους χρησιµοποιούµε σήµερα και δίνουν όλες τις

παραµέτρους τις γενικής αίµατος.

Βιβλιογραφία

1. Πατεράκης Γ. Αιµατολογικοί αναλυτές και βήµατα για την κατανόησή τους, Αθήνα

2006

2. Μελέτης Γ. Από το αιµατολογικό εύρηµα στη διάγνωση, κεφ. XV Πατεράκης Γ.,

Αυτόµατοι αιµατολογικοί αναλυτές από το εύρηµα στη διάγνωση, Εκδόσεις «Νηρέας»,

Αθήνα 1993

Εικ.4. Η κυψελίδα ροής (flow

chamber) του Crossland-Taylor. Τα

κύτταρα εισέρχονται µε µία κάθετη ροή

από πάνω ενώ ταυτόχρονα µια άλλη ροή

εισέρχεται από την πλάγια είσοδο και

περιβάλλει την πρώτη (sheath). Χωρίς

να αναµειγνύονται οι δύο ροές τα

κύτταρα αναγκάζονται να ρέουν ένα-ένα

στη σειρά το ένα πίσω από το άλλο στην

κεντρική ροή (core) (Crossland-Taylor

PJ, Nature, 171:37, 1953).

Page 62: 2_synedrio_biblio

62

3. Ρογκάκου Α. Αυτόµατοι αιµατολογικοί αναλυτές και οι ωφέλειες που απορρέουν από

τις νεότερες εξελίξεις σε αυτούς για το σύγχρονο κλινικό και εργαστηριακό γιατρό,

Κείµενο από την Εφηµερίδα της ΠΕΤΙΕ, Τεύχος 58.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΥΤΟΜΑΤΩΝ ΑΝΑΛΥΤΩΝ

Ελένη Βαγδατλή - Τσικοπούλου

Βιοπαθολόγος Ph.D.

Αναπληρώτρια καθηγήτρια αιµατολογίας, ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης

Ο αιµατολογικός αναλυτής, µετά την ανάλυση των δεδοµένων ενός

δείγµατος αίµατος, εκφράζει τα αποτελέσµατα στη «γενική αίµατος» µε τρεις

τρόπους:

1. Γραφικές παραστάσεις.

2. Μετρήσεις.

3. Επισηµάνσεις (µηνύµατα).

Για την πληρέστερη ανάγνωση και κατανόηση των αποτελεσµάτων

ενδείκνυται να µελετάται κάθε πληθυσµός (λευκών, ερυθρών αιµοσφαιρίων και

αιµοπεταλίων) χωριστά, προσέχοντας και τους τρεις ανωτέρω τρόπους

εκφράσεως των αποτελεσµάτων.

Σε ένα φυσιολογικό δείγµα, τα ιστογράµµατα λευκών αιµοσφαιρίων

δεν έχουν ενδιάµεσο πληθυσµό και υπάρχουν και οι δύο άλλοι πληθυσµοί, ενώ

στα νεφελογράµµατα υπάρχουν επίσης όλοι οι πληθυσµοί και είναι σαφώς

αφορισµένοι µεταξύ τους.

Η γενική αίµατος αποτελεί το πρώτο βήµα στη διάγνωση όλων των

παθολογικών καταστάσεων που αφορούν τις τρεις κυτταρικές σειρές του

αίµατος.

Α) Ερυθρά σειρά Οι παθολογικές καταστάσεις της ερυθράς σειράς είναι οι αναιµίες

(ελάττωση της αιµοσφαιρίνης: Hb, του αιµατοκρίτη: Ht και πιθανόν του

αριθµού των ερυθροκυττάρων: RBC) και οι ερυθροκυταρώσεις (αύξηση της Hb,

Ht και του RBC).

Το είδος της αναιµίας (µικρο-, ορθο-µακροκυτταρική) γίνεται αµέσως

αντιληπτό από τη θέση της κορυφής των ιστογραµµάτων, και από µια

µετατόπιση της καµπύλης προς τα αριστερά, πριν από τα 50 fl, από όπου

ξεκινά φυσιολογικά (µικροκυττάρωση). Μια δικόρυφη γραφική παράσταση

µπορεί να είναι ένδειξη µιας επιτυχούς θεραπείας αποκατάστασης ελλείποντος

στοιχείου αιµοποίησης (σίδηρος, Β12, φυλλικό οξύ).

Η ανωτέρω πρώτη ένδειξη από τα ιστογράµµατα, ενισχύεται από την τιµή

του MCV, ενώ το MCH (και λιγότερο το MCHC, το οποίο είναι συνήθως

αναξιόπιστο) θα καθορίσει το είδος της αναιµίας ως προς την περιεκτικότητα σε

αιµοσφαιρίνη (ορθόχρωµη, υπόχρωµη, υπέρχρωµη). Βοηθητικά στοιχεία είναι

ο RBC (ελαφρά αυξηµένος ΜΟΝΟΝ στο στίγµα Μεσογειακής αναιµίας) και το

εύρος κατανοµής των ερυθρών: RDW. Ο αριθµός των δικτυοερυθροκυττάρων

(∆ΕΚ) και ο δείκτης αωρότητάς τους βοηθά στη διαφορική διάγνωση (δ.δ.)

Page 63: 2_synedrio_biblio

63

αναιµιών κεντρικού και περιφερικού τύπου: Υψηλά ∆ΕΚ και άωρα, αποτελούν

στοιχεία αναγέννησης ερυθράς σειράς και συνηγορούν για µια αναιµία

περιφερικού τύπου.

Ειδικότερα στις υπόχρωµες µικροκυτταρικές αναιµίες (MCV < 76 fl,

MCH < 27 pg), διαφοροδιαγνωστικό πρόβληµα υπάρχει µεταξύ της

σιδηροπενικής αναιµίας και του στίγµατος µεσογειακής, όπου σηµαντική

βοήθεια προσφέρει η ελαφρά αύξηση των ερυθρών και το φυσιολογικό ή

ελαφρά αυξηµένο RDW του στίγµατος. Στις µακροκυτταρικές αναιµίες

διαφοροδιαγνωστικό πρόβληµα υπάρχει µεταξύ της µεγαλοβλαστικής αναιµίας

και της οξείας απώλειας αίµατος ή αιµόλυσης, όπου σηµαντική βοήθεια

προσφέρει η παγκυτταροπενία που εµφανίζεται στη µεγαλοβλαστική αναιµία.

Εάν ο RBC, η Hb και ο Ht είναι αυξηµένα, πρόκειται για µια

ερυθροκυττάρωση και πρέπει να γίνει δ.δ. µεταξύ Ιδιοπαθούς και

δευτεροπαθούς ή σχετικής. Σε αυτό θα βοηθήσουν οι τιµές των λευκών

αιµοσφαιρίων (WBC) και αιµοπεταλίων (PLTs), οι οποίες θα είναι αυξηµένες

στην ιδιοπαθή ερυθραιµία.

Β) Λευκή σειρά Στη λευκή σειρά πρωταρχικό µέληµα είναι να ξεκαθαρίσει το εάν µια

παρατηρούµενη λευκοκυττάρωση µπορεί να αποδοθεί σε κακοήθεια ή όχι:

Στις λευκοκυτταρώσεις χωρίς κακοήθεια θα υπάρχει µόνον µια

αριθµητική αύξηση του συγκεκριµένου πληθυσµού, στα ιστογράµµατα/

νεφελογράµµατα λευκών θα υπάρχουν όλοι οι πληθυσµοί και θα είναι σαφώς

ξεχωριστοί µεταξύ τους, µε απλή αύξηση του συγκεκριµένου πληθυσµού, τα δε

µηνύµατα θα είναι µόνον διευκρινιστικά.

Στις νεοπλασίες του αιµοποιητικού ιστού τα εργαστηριακά ευρήµατα

οφείλονται στην υπέρµετρη και ανεξέλεγκτη αύξηση του νεοπλασµατικού

κλώνου και στην απώθηση των φυσιολογικών κυτταρικών σειρών. Η δε γενική

αίµατος θέτει µόνον την υποψία ύπαρξής τους και δεν θέτει ποτέ τη διάγνωση.

Συνήθως στις µετρήσεις των εµµόρφων στοιχείων θα υπάρχει η «κλασική

τριάδα»: λευκοκυττάρωση, αναιµία, θροµβοπενία, θα υπάρχουν πάντοτε

ύποπτες επισηµάνσεις, ενώ στα ιστογράµµατα των λευκών θα είναι αυξηµένος ο

ενδιάµεσος πληθυσµός ή/και θα παρατηρείται µείωση µέχρι και εξαφάνιση

ενός εκ των δύο άλλων πληθυσµών. Στα νεφελογράµµατα των λευκοκυττάρων οι

πληθυσµοί δεν θα ξεχωρίζουν µεταξύ τους, θα υπάρχει απώθηση όλων των

πληθυσµών και επικράτηση ενός, ενώ θα εµφανίζονται παθολογικά κύτταρα

(κύτταρα µε παθολογικές συντεταγµένες).

Στις οξείες λευχαιµίες συνήθως υπάρχει η «κλασική τριάδα» και

ουδετεροπενία, στα νεφελογράµµατα υπάρχουν κύτταρα µε συντεταγµένες

βλαστών (µεγάλα κύτταρα), ενώ ένα στοιχείο που µπορεί να κινήσει την υποψία

για ύπαρξη βλαστών είναι ένας πιθανός αυξηµένος αριθµός «µονοπυρήνων» µε

την παράλληλη επισήµανση για ύπαρξη βλαστών.

Από τα Μυελοϋπερπλαστικά νεοπλάσµατα τη Χρόνια Μυελική Λευχαιµία

(ΧΜΛ) µπορεί κανείς να την υποπτευθεί από τη µεγάλη λευκοκυττάρωση, την

ουδετεροφιλία (καθώς οι αναλυτές δεν µπορούν να αναγνωρίσουν το βαθµό

αωρότητας των ουδετεροφίλων), την αναιµία και τα αυξηµένα ή φυσιολογικά

αιµοπετάλια. Τα µηνύµατα είναι κυρίως διευκρινιστικά αλλά µπορεί να

υπάρχουν και ύποπτες επισηµάνσεις, ενώ στα νεφελογράµµατα συνήθως

Page 64: 2_synedrio_biblio

64

υπάρχει µόνον ο πληθυσµός των ουδετεροφίλων, µε επέκταση µέχρι το άνω

άκρο του νεφελογράµµατος και εµφάνιση βασεοφίλων (τα οποία υπάρχουν και

στις µετρήσεις).

Από τα άλλα Μυελοϋπερπλαστικά νεοπλάσµατα η Ιδιοπαθής Μυελοΐνωση

δεν έχει χαρακτηριστικά ευρήµατα από τη «γενική αίµατος», για την Ιδιοπαθή

Πολυκυτταραιµία ή Ερυθραιµία έγινε αναφορά προηγουµένως, ενώ υποψία για

ύπαρξη Ιδιοπαθούς Θροµβοκυττάρωσης τίθεται από τον µεγάλο αριθµό των

αιµοπεταλίων, που υπερβαίνει το ένα εκατοµµύριο.

Από τα Λεµφοϋπερπλαστικά νοσήµατα η υποψία για Χρόνια

Λεµφοκυτταρική Λευχαιµία θα τεθεί από τη µεγάλη λευκο- και

λεµφοκυττάρωση, την πιθανή αναιµία, το φυσιολογικό αριθµό αιµοπεταλίων

(ελαττωµένο σε προχωρηµένα στάδια), το µοναδικό πληθυσµό των

λεµφοκυττάρων στα ιστογράµµατα και τα νεφελογράµµατα των λευκών (οι

συντεταγµένες του πληθυσµού τους είναι παθολογικές).

Στα Λεµφώµατα δεν υπάρχουν χαρακτηριστικά ευρήµατα από τη «γενική

αίµατος», αλλά τα ευρήµατα εξαρτώνται από το είδος του Λεµφώµατος και τα

όργανα που έχουν διηθηθεί.

Γ) Μεγακαρυοκυτταρική σειρά Οι παθολογικές καταστάσεις της µεγακαρυοκυτταρικής σειράς είναι η

αύξησή τους (θροµβοκυττάρωση) και η ελάττωσή τους (θροµβοπενία).

Σε µια θροµβοκυττάρωση είναι σηµαντικό να γίνει διάκριση της

Ιδιοπαθούς από µια δευτεροπαθείς θροµβοκυτταρώσεις, στις οποίες τα

αιµοπετάλια συνήθως δεν ξεπερνούν το ένα εκατοµµύριο.

Στις θροµβοπενίες, το βασικό, πρωταρχικό µέληµα είναι να αποκλεισθεί

µια ψευδοθροµβοπενία, η οποία θα γίνει αντιληπτή από ένα κακό ιστόγραµµα

και ύποτες επισηµάνσεις που αφορούν ύπαρξη σωρών αιµοπεταλίων.

Γενικά, θα πρέπει να έχουµε κατά νου ότι τίποτε στην Ιατρική δεν είναι

απόλυτο και ότι κάθε ασθενής είναι µια διαφορετική εξατοµικευµένη

περίπτωση!

ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΙ ΑΝΑΛΥΤΕΣ – ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Γιώργος Πατεράκης

Επιµελητής Α', Ανοσολογικού Εργαστηρίου, ΠΓΝΑ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»,

Υπεύθυνος Εργαστηρίου Κυτταροµετρίας

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το προσωπικό του Αιµατολογικού Εργαστηρίου έρχεται καθηµερινά σε

επαφή µε εκτυπώσεις αυτοµάτων αναλυτών που περιλαµβάνουν αριθµητικά

δεδοµένα και γραφικές παραστάσεις. Η πληθώρα των µηχανηµάτων, οι

ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν και οι συνεχείς καινοτοµίες των

κατασκευαστών αναµφίβολα δηµιουργούν ένα γενικότερο κλίµα σύγχυσης και

Page 65: 2_synedrio_biblio

65

συνήθως αξιολογούνται οι κλασσικές αιµατολογικές µετρήσεις. Μέσα σε ένα

καθεστώς αυτόµατης και γρήγορης παραγωγής αποτελεσµάτων τυχόν

σφάλµατα εύκολα µπορεί να εισχωρήσουν σε µεγάλο αριθµό απαντήσεων. Ο

µεγάλος αριθµός γενικών αίµατος από την άλλη πλευρά οδήγησε σε µία

τακτική επιλεκτικής εξέτασης στο µικροσκόπιο µόνο των σηµαινόµενων

παθολογικών δειγµάτων από το software του αναλυτή. Μία σειρά παράγοντες

που επιδρούν στην αξιοπιστία των µετρήσεων µπορεί να οδηγήσουν σε ατυχείς

διαγνωστικούς και θεραπευτικούς χειρισµούς, όντας πραγµατικές παγίδες στην

καθηµερινή κλινική πράξη.

2. ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ, ΣΦΑΛΜΑΤΑ, ΛΑΘΗ, ΑRTIFACTS

Τί εννοούµε όταν λέµε ότι παραβλάπτεται η αξιοπιστία; Μία µέτρηση

χαρακτηρίζεται από ορθότητα ή εγκυρότητα (accuracy) όταν ανταποκρίνεται

στην πραγµατική τιµή (επιστηµονικά αληθινή) και χαρακτηρίζεται από

ακρίβεια (precision) όταν υπάρχει επαναληπτότητα (reproducibility) στις

µετρήσεις του ιδίου δείγµατος. Αξιόπιστες είναι οι µετρήσεις που συνδυάζουν

εγκυρότητα και επαναληπτότητα. Παράγοντες που παραβλάπτουν την

αξιοπιστία µπορεί να υπεισέρχονται στην καθ’ αυτό ανάλυση του δείγµατος,

δηλαδή την µέτρηση στον αυτόµατο αιµατολογικό αναλυτή ή να αφορούν την

µη-αναλυτική, όπως λέµε, φάση. Η δεύτερη ξεκινάει µε τον ασθενή ή το

δείγµα, την προετοιµασία µέχρι την ανάλυση στον αυτόµατο αναλυτή

(προαναλυτική φάση) την επεξεργασία και απόδοση του αποτελέσµατος που

φθάνει στον τελικό αποδέκτη (µετα-αναλυτική φάση).

Mε τον όρο σφάλµατα (errors) εννοούµε συστηµατική ή τυχαία απώλεια

της αξιοπιστίας των αποτελεσµάτων που δεν οφείλεται όµως σε κάποιο λάθος.

Με τον όρο λάθος (mistake) εννοούµε ότι υπεισέρχεται κακή πρακτική ή

τεχνική σε κάποια φάση της αναλυτικής ή µη διαδικασίας από την σωστή

αντιστοίχιση δείγµατος-ασθενούς, την σωστή χρήση αντιδραστηρίων και

χειρισµό του αναλυτή κατά τις προδιαγραφές του κατασκευαστή µέχρι την

αντιγραφή και αποστολή των αποτελεσµάτων στον σωστό αποδέκτη. Τα

σφάλµατα παραβλάπτουν την αυθεντικότητα των αποτελεσµάτων και δεν

γίνονται αντιληπτά εγκαίρως αν δεν τηρηθούν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου

ποιότητας (internal quality control). H απορρύθµιση (decalibration) ενός

αιµατολογικού αναλυτή είναι κλασσικό παράδειγµα σφάλµατος που

επιδέχεται διόρθωση (ρύθµιση,calibration). Το σφάλµα αυτό υπεισέρχεται σε

όλες τις µετρήσεις και λέγεται συστηµατικό. Υπάρχουν εν τούτοις συστηµατικά

σφάλµατα, συνυφασµένα µε την αρχή µέτρησης ενός συγκεκριµένου αναλυτή

τα οποία ονοµάζονται εγγενή (innate) και δεν επιδέχονται διόρθωσης. Τα τυχαία

σφάλµατα υπεισέρχονται σε ανεξάρτητα δείγµατα έτσι ώστε να επηρεάζεται η

ακρίβεια των µετρήσεων. Οφείλονται συνήθως σε τεχνικά προβλήµατα του

αναλυτή. Εσφαλµένες µετρήσεις κάποιων συγκεκριµένων δειγµάτων µε

ιδιοµορφίες λόγω φαινοµένων artifacts έχουν ιδιαίτερο κλινικό ενδιαφέρον

γιατί αποτελούν τις κατ’ εξοχήν διαγνωστικές παγίδες. Πρέπει να

αντιδιαστέλλονται από τα τυχαία σφάλµατα ώστε µη αναζητούνται τεχνικά

προβλήµατα στον αναλυτή αφού το σφάλµα ανακύπτει από την ιδιαιτερότητα

της αλληλεπίδρασης δείγµατος - αναλυτή.

Page 66: 2_synedrio_biblio

66

3. ΠΡΟΑΝΑΛΥΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙ∆ΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

- Γραφειοκρατικά λάθη αντιστοίχισης ασθενούς και δείγµατος αυξάνονται µε τον

φόρτο και την πίεση ανάλυσης και υπολογίζονται σε 1-2%.

- Είδος αιµοληψίας δείγµα µπορεί να ληφθεί µε φλεβοκέντηση η σπανιότερα

µε νύξη του δακτύλου, πτέρνας ή λοβίου του αυτιού. ∆εν φαίνεται να υπάρχουν

εν γένει διαφορές µεταξύ αίµατος από την φλέβα ή το δάκτυλο πλην

απροσδιόριστων µειώσεων του αριθµού των αιµοπεταλίων στη δεύτερη

περίπτωση. Αντίθετα τα δείγµατα από το λοβίο έχουν υψηλότερες τιµές Hb,

RBC και Hct. Η δράση της περίσφιξης ενώ είναι σηµαντική στις µετρήσεις της

αιµόστασης δεν φαίνεται ότι επιδρά σηµαντικά στις µετρήσεις των έµµορφων

στοιχείων του αίµατος.

- Αντιπηκτικά. Το EDTA υπάρχει σε τρικαλιούχο υγρή µορφή (Κ3) και

δικαλιούχο σκόνη (Κ2). Οι συγκεντρώσεις του µπορεί να κυµαίνονται από 1,5

έως 7,5 mg/ml αίµατος. Το Κ3 σε συγκέντρωση µόλις 1,5 mg/ml επιφέρει

κατά µέσο όρο 3% χαµηλότερο µικροαιµατοκρίτη (φυγοκεντρικό) από Κ2 της

ίδιας συγκέντρωσης. Αυτό οφείλεται στην ρικνωτική δράση του Κ3 πάνω στα

ερυθρά. Η διαφορά αυτή επιδρά στην ρύθµιση του Hct και MCV των αυτοµάτων

αναλυτών. Ρικνωτική δράση αποκτά και το Κ2 σε µεγάλες συγκεντρώσεις. Ως εκ

τούτου η ρύθµιση των αυτοµάτων αναλυτών πρέπει να γίνεται µε

µικροαιµατοκρίτη που έχει ληφθεί σε Κ2 σε συγκέντρωση 1,5 – 2 mg/ml. H

ηπαρίνη σε συγκέντρωση 10-20 IU/ml µπορεί να προκαλέσει 3-5% αύξηση

των τιµών της αιµοσφαιρίνης των αναλυτών γιατί προκαλεί θολερότητα του

αιµολύµατος, ενώ ενοχοποιείται και για αύξηση 1,5% των τιµών του

µικροαιµατοκρίτη.

- Σωστή αναλογία όγκου αίµατος και αντιπηκτικού, ιδιαίτερα όταν γίνεται

φυγοκεντρικός µικροαιµατοκρίτης για την ρύθµιση των αναλυτών (όπως

εξηγήσαµε πιο πάνω). Εν τούτοις όταν η ποσότητα του αίµατος είναι µικρότερη

µέχρι και 75% από την προβλεπόµενη άν και αυξάνεται η ωσµωτική

συγκέντρωση του αντιπηκτικού δεν µεταβάλλεται ο MCV του αναλυτή και το

σφάλµα που υπεισέρχεται στις µετρήσεις των αναλυτών δεν είναι σηµαντικό

στην πράξη. Κακή τεχνική αιµοληψίας (εργώδης κλπ) ή κακή

ανάδευση(υπερπλήρωση φιαλιδίου) σχετίζεται µε παραγωγή πηγµάτων ή

µικροθρόµβων (ψευδοθροµβοπενία), αιµόλυση, ψευδοαναιµία (λήψη από την

IV γραµµή). Η είσοδος οινοπνεύµατος στο δείγµα προκαλεί αιµόλυση. Η

ορθή τεχνική επιστρώσεων από φρέσκο αίµα πρίν την δράση του αντιπηκτικού

αξίζει να τονιστούν αν και αφορούν τον εργαστηριακό γιατρό και την σωστή

εκτίµηση της µορφολογίας στο µικροσκόπιο.

- Καθυστέρηση της ανάλυσης του δείγµατος επιδρά στις µετρήσεις όταν

υπερβαίνει τις 6 ώρες. Ειδικά επηρεάζονται ο µέσος όγκος των αιµοπεταλίων

(MPV) και ο αριθµός των µονοκυττάρων (του αναλυτή). Αυξάνονται οι

επισηµάνσεις (flags) του αναλυτή στα λευκά αιµοσφαίρια ιδιαίτερα όταν τα

δείγµατα παρέµειναν σε θερµοκρασία δωµατίου και ο αυτόµατος διαφορικός

λευκοκυτταρικός τύπος γίνεται αναξιόπιστος. Όταν το δείγµα µείνει εντός

ψυγείου οι µεταβολές στο MCV µέχρι 24 ώρες δεν είναι σηµαντικές. Στην

θερµοκρασία δωµατίου σε 24 ώρες αυξάνεται ο MCV περί το 1,5% και κατά

Page 67: 2_synedrio_biblio

67

συνέπεια και ο αιµατοκρίτης του αναλυτή, δεν παρατηρείται όµως ανάλογη

µεταβολή στον µικροαιµατοκρίτη. Εντός ψυγείου παρατηρείται ελάττωση του

αριθµού των αιµοπεταλίων (30% σε 24 ώρες) που δεν επισυµβαίνει σε

θερµοκρασία δωµατίου.

- Η κακή ανάδευση κατά την χειρωνακτική τροφοδότηση των δειγµάτων στον

αιµατολογικό αναλυτή είναι σύνηθες φαινόµενο και οδηγεί σε τυχαία

σφάλµατα.

4. ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑ-ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ

Κάθε αιµατολογικό εργαστήριο οφείλει να ακολουθεί διαδικασίες

εσωτερικού ελέγχου ποιότητας (internal quality control) µε στόχο την έγκαιρη

ανίχνευση συστηµατικών σφαλµάτων. Σε δεύτερη φάση ακολουθούνται

διαδικασίες αποκατάστασης της εκτροπής, δηλαδή διαδικασίες ρύθµισης

(calibration). Ο ρόλος του κλινικού γιατρού στον εσωτερικό έλεγχο ποιότητας

εξ ορισµού δεν έχει θέση διότι άν ανακαλύπτονται συστηµατικά σφάλµατα από

τον κλινικό σηµαίνει οτι δεν λειτουργεί ο εν λόγω έλεγχος. Τα τυχαία σφάλµατα

τα οποία δεν οφείλονται σε κάποια ανωµαλία του δείγµατος αποτελούν

πονοκέφαλο για τον εργαστηριακό γιατρό και συχνά υποκρύπτουν τεχνικό

πρόβληµα ή παραµεληµένη συντήρηση και συµµόρφωση µε τις οδηγίες του

κατασκευαστή. Απλές και χρήσιµες χειρωνακτικές µέθοδοι που ελέγχουν την

µέτρηση των έµµορφων στοιχείων του αίµατος µε τους αναλυτές είναι η

διενέργεια του µικροαιµατοκρίτη στην µικροφυγόκεντρο και η χρώση και

εκτίµηση των επιχρισµάτων στο οπτικό µικροσκόπιο. Ο µικροαιµατοκρίτης

αποτελεί λίαν αξιόπιστη εξέταση όταν διενεργείται και διαβάζεται σωστά.

Ο εργαστηριακός γιατρός οφείλει να γνωρίζει τους περιορισµούς της

τεχνολογίας των αναλυτών στην αξιολόγηση της µορφολογίας παθολογικών

δειγµάτων. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν ανάλογοι περιορισµοί και της

οπτικής εκτίµησης των έµµορφων στοιχείων. Για παράδειγµα ο διαφορικός

λευκοκυτταρικός τύπος (πέντε υποπληθυσµών) που παρέχουν οι σύγχρονοι

νοσοκοµειακοί αιµατολογικοί αναλυτές στα φυσιολογικά δείγµατα είναι πλέον

αξιόπιστος από τον χειρωνακτικό (για καθαρά στατιστικούς λόγους). Αντίθετα η

παρουσία ανωµάλων µορφών λευκοκυττάρων απαιτεί την εξαγωγή

λευκοκυτταρικού τύπου στο µικροσκόπιο και σε καµιά περίπτωση δεν

επαφίεται κανείς στις επισηµάνσεις του αναλυτή («βλάστες», «εµπύρηνα

ερυθρά» κοκ). Η µορφολογική εξέταση και η αυτόµατη ανάλυση δεν πρέπει

να αντιµετωπίζονται σαν ανταγωνιστικά πεδία αφού κατ' ουσίαν

αλληλοσυµπληρώνονται. Συχνά δεν αξιολογούνται από τους κλινικούς οι

επισηµάνσεις σφάλµατος (error flags) του αναλυτή. Έτσι λχ. εκλαµβάνεται από

τον κλινικό ενας υψηλός αριθµός αιµοπεταλίων ως πραγµατικός ενώ στην

ουσία είναι φανερή στο ιστόγραµµµα η παρεµβολή των µικροποικιλοκυττάρων

στην µέτρηση και η επισήµανση. ∆υστυχώς η επισήµανση αυτή γίνεται µε

κωδικοποιηµένο τρόπο (αστερίσκο, αλφαριθµητικό σύµβολο κοκ) µε τον οποίο

δεν είναι εξοικειωµένος ο κλινικός. Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται το

εργαστήριο να διορθώνει τις επισηµαινόµενες εσφαλµένες µετρήσεις στο

αποστελλόµενο αποτέλεσµα.

5. ∆ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΠΑΓΙ∆ΕΣ ΛΟΓΩ ΑΝΩΜΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ∆ΕΙΓΜΑ (ARTIFACTS)

Page 68: 2_synedrio_biblio

68

Αν και υποστηρίζεται ότι κάθε αρχή βιολογικής µέτρησης βασίζεται σε

artifact, πρέπει να τονιστεί ότι το artifact σαν διαγνωστική παγίδα στους

αυτόµατους αναλυτές επιβάλλει άµεση αναγνώριση έτσι ώστε να γίνει η σωστή

ερµηνεία του φαινοµένου και να µη θεωρηθεί ως απορρύθµιση του αναλυτή

αλλά ως ανωµαλία του δείγµατος.

5.1 ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

Στον πίνακα Ι φαίνονται τα κυριότερα σφάλµατα που επιδρούν στις

ερυθροκυτταρικές παραµέτρους και οφείλονται σε κάποια ανωµαλία του

δείγµατος.

------------------------------------------------------------------------------------------------

αίτιο ερυθροκυτταρική παράµετρος που επηρεάζεται

------------------------------------------------------------------------------------------------

παραπρωτεϊναιµία Hb, MCH, MCHC

υπετριγλυκαιριδαιµία Hb, MCH, MCHC

υπερλευκοκυττάρωση Hb, RBC, Hct, MCV, MCH, MCHC

ψυχροσυγκολλητίνες RBC, Hct, MCV, MCH, MCHC

αιµόλυση Hct, MCV, MCH, MCHC

έντονη µικροκυττάρωση RBC, Hct, MCV, MCH, MCHC

έντονη υποχρωµία-υπερχρωµία Ηct, MCV, MCHC

υπερ-υπο οσµωτικότητα Hct, MCV, MCHC

------------------------------------------------------------------------------------------------

Όταν τα τριγκυκερίδια ξεπερνούν τα 1000 mg/ml ή η παραπρωτεϊνη

ΙgM τα 3g/l, µεταβάλλεται η θολερότητα του αιµολύµατος στην φωτοµετρική

κυψελίδα των αναλυτών αλλά και στην χειρωνακτική αιµοσφαιρινοµετρία.

Όταν η υπερεκτίµηση της αιµοσφαιρίνης είναι πάνω από 2gr/dl οι τιµές του

MCHC είναι παράλογα υψηλές. Η αυξηµένη χοληστερόλη δεν προκαλεί

θολερότητα.

Οι ψυχροσυγκολλητίνες προκαλούν µείωση του αριθµού των ερυθρών

και αύξηση του MCV, γιατί δυάδες ερυθρών µετρούνται σαν µόνοι παλµοί. Το

φαινόµενο παρατηρείται σε όλους τους αναλυτές ανεξάρτητα από την αρχή

µέτρησης. Στην τυπική του µορφή το artifact εµφανίζεται µε τιµές MCHC

παράλογα υψηλές. Το σφάλµα επιτείνεται µε την παρέλευση του χρόνου ενώ

είναι δυνατόν στις επείγουσες µετρήσεις να µη αναδειχθεί ανωµαλία ιδιαίτερα

αν ο τίτλος είναι χαµηλός. Έχουν περιγραφεί άτυπες περιπτώσεις µε µικρή

αύξηση του MCV στην περιοχή των ανωτέρων φυσιολογικών τιµών. Αν µάλιστα

συνυπάρχει κάποιος βαθµός δικτυοερυθροκυττάρωσης µπορεί να

παραπλανήσει τον γιατρό και να της αποδώσει την µακροκυττάρωση. Το δείγµα

δεν είναι ανάγκη να φθάνει στο εργαστήριο µέσα σε υδατόλουτρο, όταν

υπεισέρχεται µόνο µηχανισµός συγκόλλησης (χωρίς αιµόλυση) αφού

αναστρέφεται οποιαδήποτε στιγµή µετά από επώαση στους 370 C για 10 λεπτά.

Εντονότατη µικροκυττάρωση κάτω των 25 fl εκτός από την παρεµβολή

στις µετρήσεις των αιµοπεταλίων (βλ. κατωτέρω) δηµιουργεί πρόβληµα σε

αναλυτές στους οποίους υπάρχει σταθερός κατώτερος ουδός στα ερυθρά στα 36

Page 69: 2_synedrio_biblio

69

fl. Η απώλεια αρίθµησης ερυθρών οδηγεί σε πλασµατική αύξηση των δεικτών.

Οταν τα ερυθρά είναι πολύ υπόχρωµα ή υπέρχρωµα επηρεάζεται η

παραµορφωσιµότητά τους. Σε ορισµένους αναλυτές οπής η ρύθµιση της

µέτρησης του όγκου γίνεται µε βάση τα φυσιολογικά ερυθρά. Έτσι τα ανώµαλα

ερυθρά «φαίνονται» πλασµατικά µικρότερα όταν έχουν µεγάλη

παραµορφωσιµότητα (υπόχρωµα λεπτοκύτταρα) ή αντίθετα πλασµατικά

µεγαλύτερα όταν είναι δύσκαµπτα (σφαιροκύτταρα). Το φαινόµενο δεν

παρατηρείται µε την ίδια ένταση σε όλους τους αναλυτές οπής ούτε στους

αναλυτές µε σκεδασµό laser στην µέτρηση των ερυθρών. Το σφάλµα αυτό είναι

συστηµατικό και εγγενές και δεν µπορεί να διορθωθεί. Σαν αποτέλεσµα

παραβλάπτεται στις ανώµαλες περιπτώσεις ο υπολογισµός του αιµατοκρίτη

του αναλυτή και των ερυθροκυτταρικών δεικτών. Πρέπει συνεπώς να γίνει

σαφές στον κλινικό γιατρό ότι δεν έχουν όλοι οι αναλυτές δυνατότητα έγκυρης

µέτρησης της MCHC παρά µόνο εκείνοι στους οποίους δεν υπεισέρχεται το εν

λόγω σφάλµα λόγω επίδρασης του παράγοντα σχήµατος των ερυθρών.

Όταν ο αριθµός των λευκών ξεπερνά τις 30 χ 109/l σταδιακά

υπεισέρχεται σφάλµα θολερότητας στην µέτρηση της Hb. Ο αναλυτής

συµπεριλαµβάνει στην µέτρηση των ερυθρών και τα λευκά τα οποία υπό

συνήθεις συνθήκες είναι πολύ λίγα ώστε να επηρεάσουν την µέτρηση. Οι

παλµοί των λευκών που σε κανονικές συνθήκες είναι αµελητέοι

συµπεριλαµβάνονται µε εκείνους των ερυθρών και παραβλάπτουν την µέτρηση

του Hct και των δεικτών όταν υπάρχει υπερλευκοκυττάρωση (> 100 χ 109/l).

Στις περιπτώσεις αυτές η παρεµβολή είναι εντονότερη στον αιµατοκρίτη λόγω

πλασµατικής αύξησης του MCV. Επειδή λόγω της θολερότητας έχουµε

πλασµατική αύξηση της αιµοσφαιρίνης οι δείκτες MCH και MCHC δεν

επηρεάζονται υπερβολικά.

Σε ασθενείς µε ωσµωτικές διαταραχές συµβαίνει το φαινόµενο της

ωσµωτικής αντιρρόπησης των ερυθρών µέσα στο ισότονο διάλυµα του αναλυτή.

Όταν τα ερυθρά που βρίσκονται σε υπέρτονο πλάσµα αραιωθούν στο υγρό του

αναλυτή η ωσµωτικά δραστική ουσία βρίσκεται σε υψηλή συγκέντρωση στο

εσωτερικό τους καθυστερεί να διακινηθεί προς τα έξω µέσα στα στενά χρονικά

πλαίσια της µέτρησης µέσα σε µερικά δευτερόλεπτα και έτσι εισέρχεται

διάλυµα του αναλυτή στο εσωτερικό του ερυθρού το οποίο διογκώνεται. Η

κλινική σηµασία των παρατηρήσεων αυτών τονίστηκε από τον Davidson ο

οποίος διαπίστωσε αύξηση 1,5 - 4% του MCV και πλασµατική αύξηση του

αιµατοκρίτη σε ασθενείς µε διαβητική κέτωση. Στις κετώσεις χωρίς

υπερόσµωση δεν παρατηρήθηκε. Αντίθετα σε υπο-οσµωτικές καταστάσεις

υπονατριαιµία και υπολευκωµατινουρία παρατηρήθηκε το αντίθετο artifact µε

µείωση του MCV και του αιµατοκρίτη. Σε περίπτωση που το δείγµα είναι

αιµολυµένο ελαττώνονται τα RBC και παραβλάπτονται οι δείκτες.

5.2 ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΛΕΥΚΩΝ

Στον πίνακα ΙΙ φαίνονται τα κυριότερα σφάλµατα που επιδρούν στις

λευκοκυτταρικές παραµέτρους και οφείλονται σε κάποια ανωµαλία του

δείγµατος.

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Page 70: 2_synedrio_biblio

70

λευκά ψευδώς αυξηµένα λευκά ψευδώς ελαττωµένα

----------------------------------------------------------------------------------------------------

εµπύρηνα ερυθρά κυτταρική λύση

ερυθρά ανθεκτικά στα λυτικά παλαιό δείγµα

συγκρίµατα αιµοπεταλίων λευχαιµία (κυρίως ΧΛΛ)

λιποσταγονίδια ουραιµία

γιγάντια αιµοπετάλια φάρµακα (κυκλοφωσφαµίδη)

ηπαρίνη συγκόλληση

ινική αντισώµατα

κρϋοσφαιρίνες βλέννη

πλασµώδια µικροπήγµατα

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Η κυτταρική λύση συχνά αφορά τα λεµφοκύτταρα τα οποία µόνο σε

ορισµένους αναλυτές διαφεύγουν κάτω από το όριο που θέτει το software του

αναλυτή. Κατά τον τρόπο αυτό γίνεται υποεκτίµηση του αριθµού των λευκών

ειδικά στην Χρόνια Λεµφοκυτταρική Λευχαιµία.

Τα εµπύρηνα ερυθρά στους περισσότερους αιµατολογικούς αναλυτές

πρώτης και δεύτερης γενιάς, περιλαµβάνονται στην µέτρηση των λευκών. Η

διόρθωση γίνεται µε βάση τον συνολικό αριθµό των εµπυρήνων κυττάρων

(«λευκά» του αναλυτή) και την αναλογία των εµπυρήνων ανά 100 λευκά στο

επίχρισµα. Μερικοί αναλυτές επιχειρούν διόρθωση του αριθµού των λευκών

όπως οι αναλυτές Cell Dyn 3000 και 3500 (Αbbott), ενώ οι περισσότεροι

σύγχρονοι αναλυτές τελευταίας γενιάς, Cell Dyn Sapphire (Abbott), Sysmex

XE-5000 και ADVIA 2120 Siemens, παρέχoυν άµεση µέτρηση του απολύτου

αριθµού των εµπυρήνων ερυθρών.

∆είγµατα ασθενών µε αιµοσφαιρινοπάθειες, ηπατική ανεπάρκεια, το

νεογνικό αίµα και άλλες σπανιότερες περιπτώσεις έχουν ερυθρά ανθεκτικά

στα µαλακά λυτικά αντιδραστήρια ορισµένων µόνο αναλυτών. Στην περίπτωση

αυτή αυξάνεται πλασµατικά ο αριθµός των λευκών µόνο στον δεδοµένο

αναλυτή.

5.3 ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ

Στον πίνακα ΙΙΙ φαίνονται τα κυριότερα σφάλµατα που επιδρούν στην

µέτρηση των αιµοπεταλίων και οφείλονται σε κάποια ανωµαλία του δείγµατος.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

αιµοπετάλια ψευδώς αυξηµένα αιµοπετάλια ψευδώς ελαττωµένα

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

µικροποικιλλοκύτταρα µικροπήγµατα

εκσεσηµασµένη µικροκυττάρωση συγκρίµατα λόγω EDTA

αιµοσφαιρινοπάθεια Η δορυφορισµός

θραύσµατα λευκών συγκολλητίνες αιµοπεταλίων

πλασµώδια ηπαρίνη

επιµόλυνση διαλυµάτων γιγαντιαία αιµοπετάλια

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η ψευδοθροµβοπενία οφείλεται σε συνάθροιση των αιµοπεταλίων

παρουσία EDTA και σπάνια στην ηπαρίνη ή το κιτρικό νάτριο. Μπορεί να

Page 71: 2_synedrio_biblio

71

παραπλανήσει τον κλινικό οδηγώντας σε αναίτιες εξετάσεις και ίσως σε

επώδυνους διαγνωστικούς χειρισµούς (µυελόγραµµα, οστεοµυελική βιοψία

κοκ). Οφείλεται σε παρουσία συγκολλητινών εξαρτωµένων από το EDTA έναντι

της αιµοπεταλιακής γλυκοπρωτεϊνης gpIIb-IIIa. ∆εν παρατηρείται συσχέτιση µε

κάποια αυτοάνοση ή άλλη οντότητα και παρατηρείται συχνότερα σε

ασυµπτωµατικά άτοµα. Η µείωση του αριθµού των αιµοπεταλίων επιτείνεται

µε την παρέλευση του χρόνου. Αναστέλλεται όταν το δείγµα τοποθετηθεί

αµέσως µετά την αιµοληψία στους 37 0C. Όταν όµως επιτευχθεί συγκόλληση

δεν είναι αναστρέψιµη στους 37 0C όπως συµβαίνει µε τις ψυχροσυγκολλητίνες

των ερυθροκυττάρων. Στο κιτρικό νάτριο δεν παρατηρείται συνήθως το

φαινόµενο ενώ στο µικροσκόπιο φαίνονται σωροί αιµοπεταλίων µόνο στο

δείγµα µε EDTA. Οι σωροί µετριούνται στον αναλυτή σαν λευκά έτσι ώστε

έχουµε πλασµατική αύξηση του WBC.

Η ψευδοθροµβοκυττάρωση λόγω παρεµβολής µικροποικιλλοκυττάρων

στην µέτρηση των αιµοπεταλίων επισυµβαίνει συχνά σε ενδιάµεσα µεσογειακά

σύνδροµα και κυρίως στην αιµοσφαιρινοπάθεια Η. Όταν η διάγνωση δεν είναι

γνωστή µπορεί να παραπλανήσει τον κλινικό, αλλά και στις γνωστές

περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί αναίτια προφύλαξη µε ασπιρίνηή διπυριδαµόλη.

Η εκτίµηση των αιµοπεταλίων στο επίχρισµα και η µέτρηση µε οξαλικό

αµµώνιο σε πλάκα Neubauer αποτελεί πρακτική µέθοδο του υπολογισµού του

πραγµατικού αριθµού των αιµοπεταλίων.

Βιβλιογραφία

1. Πατεράκης Γ.(1984) Κατ' όγκον ανάλυση των σωµατιδίων του αίµατος µε

ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αξιολόγηση στο Εργαστήριο και κλινική σηµασία. Εκδ

Καρλαύτη.

2. Πατεράκης Γ. (1991) Αυτοµατισµός στο Αιµατολογικό Εργαστήριο, στο βιβλίο

"Αιµατολογία" υπό Ν. Βοργιά κα Ν. Λαουτάρη Εκδ Αργυρός.

3. Πατεράκης Γ. (1993) Αυτόµατοι αιµατολογικοί αναλυτές από το εύρηµα στην

διάγνωση, στο βιβλίο "Από το Αιµατολογικό εύρηµα στην διάγνωση" υπό Μελέτη Ι,

Εκδ Νηρεύς

4. Πατεράκης Γ. (1993) Σφάλµατα ερυθροκυτταρικών παραµέτρων µε τους

αυτόµατους αιµατολογικούς αναλυτές - πειραµατική διερεύνηση ∆ιδακτορική

διατριβή, Ιατρική Σχολή Παν. Αθηνών.

5. Paterakis et al (1994) The effect of red cell shape on the measurement of

red cell volume. A proposed method for the comparative assessment of this

effect among various haematology analysers. Clin Lab Haematol, 16, 235.

6. Paterakis et al (1994) Spuriously increased platelet count due to microcyte

interference: value of the R-1000 (Sysmex) reticulocyte analyzer Am J

Hematol,46, 57.

7. Rowan RM (1994) The importance of non-analytical quality assurance in the

blood count. ICSH Newsletter, 1 & 2,8.

8. Πατεράκης Γ. (2006) Αιµατολογικοί Αναλυτές και Βήµατα για την κατανόησή τους.

Εκδόσεις Τεχνόγραµµα.

Page 72: 2_synedrio_biblio

72

Στρογγυλό τραπέζι:

TO ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Πρόεδρος: Χρήστος Νέλλας

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων Msc

Καθηγητής εφαρµογών Παθολογικής Ανατοµικής ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ∆ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ

∆ηµήτρης Ησαϊάδης

Παθολογοανατόµος ∆ιευθυντής Παθολογοανατοµικού Εργαστηρίου

Νοσοκοµείο Βραχείας Νοσηλείας 3ο θεραπευτήριο ΙΚΑ

Σκοπός και στόχος της οµιλίας είναι η παρουσίαση της ειδικότητας της

Παθολογικής Ανατοµικής στη διαγνωστική του σήµερα, µε την υπεροπλία των

διαθέσιµων τεχνικών, τεχνολογικών έως και ηλεκτρονικών µέσων, εργαλείων και

υποδοµών που υπάρχουν. ∆ίνεται ιδιαίτερη έµφαση στον αναντικατάστατο

ρόλο του ανθρώπινου δυναµικού ενός Παθολογοανατοµικού Εργαστηρίου

(ιατροί – τεχνολόγοι – διοικητική υποστήριξη). Επισηµαίνεται η συµµετοχή -

συµβολή στην προσπέλαση της τελικής διάγνωσης και πληρέστερης

θεραπευτικής αντιµετώπισης του ασθενούς.

Ορισµός ειδικότητος Παθολογικής Ανατοµικής

Η Παθολογική Ανατοµική (Αγγλικά: Pathology) είναι η ειδικότητα της

ιατρικής που ασχολείται µε την παθογένεια και τη φύση των διαφόρων παθή-

σεων, καθώς επίσης και µε τη µελέτη των ανατοµικών και λειτουργικών αλλοιώ-

σεων που παρατηρούνται σε αυτές τις παθήσεις.

Η παθολογοανατοµική (ιστολογική) διάγνωση βασίζεται στην µακροσκοπική (φυσική εξέταση µε γυµνό µάτι) και την µικροσκοπική εξέταση (µε το µικροσκόπιο) των υλικών, εξετάζοντας κύτταρα, ιστούς και όργανα ασθενών.

Με τις πληροφορίες τις οποίες λαµβάνει από τη µακροσκοπική ή µι-

κροσκοπική εξέταση υλικού των πασχόντων και µη ιστών η Παθολογική Ανατο-

µική συµβάλλει στη διάγνωση, θεραπεία, παρατήρηση και κατανόηση της εξε-

λίξεως µιας παθήσεως. Μελετώντας τις µορφολογικές και λειτουργικές

µεταβολές των ιστών, θέτει τη διάγνωση των νόσων, ή βοηθά σηµαντικά σε αυτή

Page 73: 2_synedrio_biblio

73

και αποφαίνεται για την καλοήθεια ή την κακοήθεια, βοηθά τον κλινικό γιατρό

να επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία.

Σαν επιστήµη δεν περιορίζεται στα πιο πάνω αλλά περιλαµβάνει και

την ερµηνεία - κατάλληλη επιστηµονική διερεύνηση και εκπαίδευση στην

πρόληψη, αναγνώριση, διάγνωση των ασθενειών.

Μεγάλη συµβολή για την πληρέστερη, καλύτερα τεκµηριωµένη και

εξειδικευµένη ερµηνεία, αναγνώριση, και διάγνωση επιτυγχάνεται µε τη χρήση

διάφορων µεθόδων, όπως η ιστοχηµεία, η ανοσοϊστοχηµεία και οι τεχνικές

της µοριακής βιολογίας, επιτυγχάνοντας αποτελεσµατικότερη και

εξατοµικευµένη – τοχευµένη θεραπεία. Π.χ. µε την αναγνώριση ορµονικών

υποδοχέων και του ογκογονιδίου c-erbB-2, στο καρκίνο του µαστού, ή µε τις

µεταλλάξεις του Κ-RAS γονιδίου στο καρκίνο του παχέος εντέρου.

Σύντοµη ιστορική αναδροµή – ανασκόπηση της Παθολογικής Ανατοµικής στην εξελικτική πορεία της Ιατρικής

Η Ιστοπαθολογία των οργάνων είναι από τη θέση της στην ιστορία της

Ιατρικής ο αρχαιότερος από τους κλάδους. Έχει τις επιστηµονικές της ρίζες

στην Ευρώπη, όπου κατά την αναγέννηση του 15ου αιώνα θεµελιώθηκε σταθερά

µε την έκδοση του 1761 του κλασικού συγγράµατος De sedibus et causis

morborum του Jiovanni Batista Morgagni που τότε κατείχε την έδρα της

Ανατοµίας στην Padova. Το Des sedibus αντιπροσωπεύει την καταγραφή των

ακριβών κλινικών του παρατηρήσεων και των λεπτοµερών νεκροτοµικών του

ευρηµάτων και επιχειρούσε συχνά µε επιτυχία να τα συνδυάσει µε ένα λογικό

τρόπο.

Όσον αφορά στην διαδροµή της Παθολογικής Ανατοµικής στην Ελλάδα

από τα τέλη του 19ου αιώνα που άρχισε να διδάσκεται στην Ιατρική Σχολή του

Πανεπιστηµίου της Αθήνας(η έδρα που ιδρύθηκε το 1867 είχε χαρακτηρισθεί

ως έδρα Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατοµικής) και ακόµη

περισσότερο από το 1964 που ιδρύθηκε η Παθολογοανατοµική Εταιρεία, µέχρι

σήµερα, χαρακτηρίζεται από τη συνεχή, ποιοτική και ακούραστη συµβολή των

Ελλήνων Παθολογοανατόµων στην αναβάθµιση της Ελληνικής Ιατρικής και στη

φροντίδα του Ελληνα ασθενή µε την ενεργό συµµετοχή τους στην πρόληψη,

διάγνωση και θεραπευτική αγωγή.

Η Παθολογική Ανατοµική σήµερα

Με τη σηµερινή εξέλιξη της Παθολογικής Ανατοµικής είναι σχεδόν

αδύνατο σε κάποιον να έχει πλήρη γνώση του αντικειµένου και η τάση για

εξειδίκευση αυξήθηκε ώστε ο αριθµός αυτών που εξειδικεύονται µεγαλώνει

καθηµερινά τόσο στον Ακαδηµαϊκό χώρο όσο και στη Νοσοκοµειακή πρακτική.

Ετσι δηµιουργήθηκαν εξειδικεύσεις που αφορούν στη γνώση των αλλοιώσεων

συστηµάτων π.χ. η δερµατολογία, η αιµοτοπαθολογία, η νευροπαθολογία,

κ.λ.π. που καλύπτουν κυρίως διαγνωστικές ανάγκες. ∆ηµιουργήθηκαν επίσης

ή τείνουν να δηµιουργηθούν και κλάδοι ολόκληροι µε περισσότερο

ερευνητικούς στόχους, όπως η υπερµικροσκοπική Παθολογική Ανατοµική, η

Ανοσοπαθολογία και η Μοριακή Παθολογία.

Page 74: 2_synedrio_biblio

74

Tεχνικές Μοριακής και Κυτταρικής Βιολογίας

Ένα άλλο σηµαντικό στοιχείο της ειδικότητας είναι η ενσωµάτωση

νέων τεχνικών µοριακής βιολογίας στην εξέταση των κυττάρων και ιστών.

Περιλαµβάνουν τεχνικές που αναλύουν πρωτεΐνες, DNA και RNA και βοηθούν

στην ταυτοποίηση νεοπλασµάτων, ταυτοποίηση λοιµωδών παραγόντων,

ανάλυση δεικτών επιθετικότητας και δεικτών προβλεπτικών της αντίδρασής του

όγκου σε συγκεκριµένα φάρµακα. Π.χ. ορµονικοί υποδοχείς, ογκογονίδιο c-

erbB-2, που είναι ένας πολύ σηµαντικός παράγων για την αποτελεσµατικότερη

και εξατοµικευµένη θεραπευτική παρέµβαση (στοχευµένες Θεραπείες). Η εφαρµογή των τεχνικών αυτών στην Μοριακή Παθολογική

Ανατοµική (αναφορά σε τεχνικές ανοσοϊστοχηµείας – ανάλυσης πρωτεϊνών,

κυτταροφωτοµετρίας in situ υβριδισµού, in situ σήµανσης αποπτωτικών

κυττάρων, in situ PCR, υβριδισµός κατά Southern/Northern, και άλλες), είναι

το ίδιο σηµαντικές µε την ανακάλυψη του µικροσκοπίου τον 19ο αιώνα, µε τη

βοήθεια του οποίου ο Virchow κατάλαβε ότι οι κυτταρικές αλλοιώσεις είναι

υπεύθυνες για ανάπτυξη των νόσων. Mε τις τεχνικές της µοριακής ανάλυσης η

Παθολογική Aνατοµική του 21ου αιώνα αξιοποιεί τις γενετικές διαταραχές ως

την αιτία για την ανάπτυξη των παθολογικών επεξεργασιών.

Ιδιαιτερότητες Παθολογοανατοµικού Εργαστηρίου

Α. Σχέση µε υπόλοιπες ειδικότητες. Συνεργασία α) κλινικές - χειρουργικές

ειδικότητες, β) εργαστηριακές ειδικότητες. Κοινή επιστηµονική γλώσσα –

σύνταξη ιστολογικής έκθεσης.

Β. Οργάνωση Παθολογοανατοµικού Εργαστηρίου - Αρχειοθέτηση (στο

συντοµότερο δυνατόν χρόνο, µε την διασφάλιση των καλύτερων συνθηκών

συντήρησης - επεξεργασίας του υλικού, το µικρότερο δυνατό κόστος - όσο

είναι εφικτό, άριστο ποιοτικά αποτέλεσµα - τελική έκθεση).

Γ. Η έννοια της βιοψίας – εγχειρητικού παρασκευάσµατος. Επεξεργασία των

Ιστών. Ιστοχηµικές χρώσεις/Επίλυση τεχνικών προβληµάτων/Ποιοτικός

έλεγχος - Ασφάλεια Εργαστηρίου/Συνθήκες εργασίας & υγιεινής/

∆ιαχείριση περιβαλλοντικών θεµάτων µε επιπτώσεις στην υγεία – απόβλητα.

∆. Η σηµασία της Ταχείας Βιοψίας. ∆ιενέργεια νεκροτοµών.

Παθολογοανατοµικό Εργαστήριο 3ου Νοσοκοµείου ΙΚΑ - Βραχείας Νοσηλείας

Αποτελεί κέντρο αναφοράς και παραλαβής παθολογοανατοµικού

υλικού, ασφαλισµένων του Ι.Κ.Α και άλλων ταµείων, καλύπτοντας περίπου 65

προορισµούς από το λεκανοπέδιο, την νότια Ελλάδα και νησιά, (Νοσοκοµείων

Ι.Κ.Α./Γ. Νοµαρχειακών Νοσοκοµείων της επαρχίας/Κλινικών/Υποκαταστη-

µάτων Ι.Κ.Α.).

Στο Παθολογοανατοµικό Εργαστήριο εργάζονται σήµερα 6 γιατροί, 1

βιολόγος, 4 τεχνολόγοι και 3 διοικητικοί υπάλληλοι.

Η ετήσια στατιστική κίνηση των 10.000 περίπου παθολογοανατοµικών

εξετάσεων τον χρόνο καθώς και η συνεχώς αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια,

Page 75: 2_synedrio_biblio

75

θεωρείται άκρως ικανοποιητική και αυξηµένη, σε σχέση µε αντίστοιχα

εργαστήρια του Ε.Σ.Υ.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Αντώνης Κουτρουµπίλας

Τεχνολόγος Παθολογοανατοµικού Εργαστηρίου

Νοσοκοµείο Βραχείας Νοσηλείας 3ο θεραπευτήριο ΙΚΑ

Σκοπός του Εργαστηρίου και κύριος ρόλος του Τεχνολόγου είναι να

εξυπηρετεί διαγνωστικές/κλινικές ανάγκες (παθολογοανατοµικές εξετάσεις), και

εκπαιδευτικές, ερευνητικές ανάγκες σχετικές µε όλο το φάσµα του γνωστικού

αντικειµένου της σύγχρονης Παθολογικής Ανατοµικής, να προωθεί δε

παράλληλα την ανάπτυξη της σύγχρονης βασικής και εφαρµοσµένης ιατρικής

έρευνας.

Επεξεργασία των ιστών. Η διαδικασία επεξεργασίας των ιστών

(µονιµοποίηση, διαφανοποίηση, η έγκλειση, η µικροτόµηση, οι τοµές ψυκτικού

µικροτόµου, τα προβλήµατα των τεχνικών (ψευδώς θετικά ή αρνητικά

αποτελέσµατα) και οι προδιαγραφές ασφάλειας του Εργαστηρίου, πρωτόκολλα

για µονιµοποίηση, µικροτόµηση, κάλυψη, χρώσεις και τρόποι προετοιµασίας

δειγµάτων και αντιδραστηρίων, είναι η καθηµερινή ενασχόληση των

τεχνολόγων.

Ιστοχηµικές χρώσεις. Αποτελούσαν και αποτελούν το χρήσιµο και

αναπόσπαστο συµπληρωµατικό εργαλείο για την αναζήτηση εξιδεικευµένων

στοιχείων/πληροφοριών που θα βοηθήσουν στην πληρέστερη και πιό σαφή

/ασφαλή ιστολογική διάγνωση. Περίπου πενήντα διαφορετικές τεχνικές

ιστοχηµικών χρώσεων, µε τις τροποποιήσεις τους και «συνταγές» για παρασκευή

διαλυµάτων χρώσεων, είναι πρακτική ρουτίνα σε ένα σύγχρονο Παθ/κό

Εργαστήριο. Ανοσοϊστοχηµεία. Τα τελευταία 20 χρόνια αποτελεί το κλειδί για την

επίλυση διαφοροδιαγνωστικών προβληµάτων κυρίως σε νεοπλάσµατα,

βασισµένη στις αρχές της ανοσολογίας και τις εφαρµογές της, µε

ανοσοϊστοχηµικές χρώσεις µονοκλωνικών αντισωµάτων, και την τυποποίηση

των διαδικασιών της ανοσοϊστοχηµείας.

Ειδικές τεχνικές. Αφορούν κυρίως τεχνικές µοριακής βιολογίας µε

ιστολογικές τεχνικές και εφαρµογή σε τοµές παραφίνης, για τη µικροεξέταση

του ιστού, τεχνικές που αναλύουν πρωτεΐνες, DNA και RNA, κυτταροφωτοµε-

τρίας in situ υβριδισµού, in situ σήµανσης αποπτωτικών κυττάρων, in situ

PCR, υβριδισµός κατά Southern/Northern και άλλες.

Επίλυση τεχνικών προβληµάτων. Ασφαλείς τρόποι για την επίλυση

καθηµερινών προβληµάτων (κατάλληλες τοµές ανάλογα µε την «σκληρότητα

του ιστού», αποτροπή της αποκόλλησης της τοµής από το πλακίδιο, επίλυσης

προβληµάτων χρώσεων, όπως είναι η ασθενής ή ανύπαρκτη χρώση, η

Page 76: 2_synedrio_biblio

76

υπέρχρωση και η παρουσία ανεπιθύµητου υπόβαθρου (background),

προβλήµατα χρώσεων (artefacts).

Ποιοτικός έλεγχος - Ασφάλεια Εργαστηρίου. Συνεχής – περιοδικός

έλεγχος στο τµήµα των χρώσεων και τον ποιοτικό έλεγχο στην

ανοσοϊστοχηµεία, αλλά και στον επαγγελµατικό κίνδυνο στα Ιατρικά

Εργαστήρια.

Λόγω όλων των ανωτέρω είναι εµφανής η αναγκαιότητα:

• για γενική επιστηµονική ενηµέρωση,

• εξειδικευµένη πληροφόρηση σε θέµατα του Παθ/κού Εργαστηρίου,

• αναζήτηση βιβλιογραφίας σε βάσεις βιοϊατρικών δεδοµένων,

• ενηµέρωση για τη δοµή και την οργάνωση άλλων εργαστηρίων και

επικοινωνία µε συναδέλφους,

• επικοινωνία µε εταιρείες αντιδραστηρίων - εργαστηριακού εξοπλισµού.

Page 77: 2_synedrio_biblio

77

Στρογγυλό τραπέζι:

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ

ΝΕΡΟΥ

Πρόεδρος: Αθηνά Μαυρίδου

Βιολόγος Ph.D.

Τακτική καθηγήτρια µικροβιολογίας Tµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθηνών

∆ΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ∆ΙΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΝΕΡΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

Όλγα Παππά

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων MSc «Μικροβιακή Βιοτεχνολογία»

Συµµετέχουν επίσης: Καµιζούλης Γεώργιος2, Μαυρίδου Αθηνά3, 2WHO/MEDPOL

3Καθηγήτρια Μικροβιολογίας Τµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων ΤΕΙ Αθήνας.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ως Ποιοτικός Έλεγχος ορίζεται το σύνολο των συστηµατικών

διαδικασιών που πρέπει να πραγµατοποιούνται από ένα εργαστήριο έτσι ώστε

να διασφαλίζεται η ποιότητα των αποτελεσµάτων που διεξάγονται από αυτό. Ο

Ποιοτικός Έλεγχος χωρίζεται στον Εσωτερικό (Internal Quality Control) και

Εξωτερικό (External Quality Control) (Health Protection Agency,

http://www.hpa.org.uk). Ο Εξωτερικός Ποιοτικός Έλεγχος διεξάγεται µε την

συµµετοχή ενός εργαστηρίου σε ένα ∆ιεργαστηριακό Σχήµα. Ένα

∆ιεργαστηριακό Σύστηµα οργανώνεται από ένα Κεντρικό εργαστήριο, το οποίο

πρέπει να έχει προδιαγραφές που καθορίζονται από το ΕΣΥ∆ Π∆Ι/01/04/20-

06-2007. Τα συµµετέχοντα εργαστήρια πρέπει να είναι οµοειδή µεταξύ τους,

ενώ η κάθε διανοµή γίνεται πάντα για την ίδια παράµετρο (π.χ. E. coli) και στο

ίδιο υπόστρωµα (π.χ. πόσιµο νερό). Ο ∆ιοργανωτής είναι υπεύθυνος για την

διανοµή δειγµάτων που προέρχονται από κάποιο οµοιογενές υλικό σε κάθε

συµµετέχον εργαστήριο, το οποίο αναλύει το υλικό υπό συνθήκες ρουτίνας και

αναφέρει τα αποτελέσµατά του στο Κεντρικό Εργαστήριο. Ο ∆ιοργανωτής στη

συνέχεια κάνει στατιστική επεξεργασία στα αποτελέσµατα και ενηµερώνει τα

συµµετέχοντα εργαστήρια για το τελικό αποτέλεσµα. Η αξιολόγηση των

αποτελεσµάτων πραγµατοποιείται µόνο µεταξύ εργαστηρίων που συµµετέχουν

στο ίδιο ∆ιεργαστηριακό Σχήµα και διεξάγεται από το Κεντρικό Εργαστήριο

βάση των Τιµών Αναφοράς και τη ∆ιάµεσο των αποτελεσµάτων των

συµµετεχόντων. Συνήθως ο ∆ιοργανωτής µετατρέπει το αποτέλεσµα του

εργαστηρίου σε µια στατιστική παράµετρο z-score. Αυτή η τιµή αντικατοπτρίζει

δυο ξεχωριστά χαρακτηριστικά: α) τη πραγµατική µέτρηση ενός εργαστηρίου

Page 78: 2_synedrio_biblio

78

(δηλ. τη διαφορά ανάµεσα στο αποτέλεσµα του συµµετέχοντος και της

πραγµατικής αποδεκτής τιµής) και β) το επίπεδο ακρίβειας που ο κάθε

οργανωτής θεωρεί ικανοποιητικό για κάθε διανοµή. Τα z-score πρέπει να

ερµηνεύονται σε στατιστική βάση και αυτό απαιτεί εξειδικευµένη γνώση.

Συγκεκριµένα: α) Η τιµή «0» υποδεικνύει ένα τέλειο αποτέλεσµα. Αυτό

συµβαίνει πολύ σπάνια ακόµη και σε άψογα οργανωµένα εργαστήρια. β) z-

score µε απόκλιση µέχρι ±2 θεωρείται αποδεκτή. Μεγαλύτερη τιµή z-score

σηµαίνει σοβαρό πρόβληµα στο σύστηµα ποιότητας ή την µέθοδο στο

εργαστήριο. Για τα µικροβιολογικά εργαστήρια η αξιολόγηση µε z-score

παρουσιάζει προβλήµατα και ορισµένα σχήµατα επιλέγουν την αξιολόγηση µε

βαση ιστογράµµατα όπου τοποθετείται η απόδοση του κάθε εργαστηρίου σε

σχέση µε τους υπόλοιπους συµµετέχοντες και υπολογίζεται το εύρος των

αποδεκτών τιµών, η δε τελική αξιολόγηση της απόδοσης του εργαστηρίου σε

µία µέθοδο γίνεται µε βαση 2 - 3 συµµετοχές. Ο κύριος σκοπός ενός

∆ιεργαστηριακού Σχήµατος είναι να βοηθήσει τα εργαστήρια να εντοπίσουν και

να διορθώσουν τις διαδικασίες µέσα στο εργαστήριο που προκάλεσαν µη

αποδεκτή µέτρηση, όπως, επιµόλυνση των δειγµάτων ή των υποστρωµάτων,

πρόβληµα στον εξοπλισµό του εργαστηρίου, ανειδίκευτο προσωπικό, µη σωστός

υπολογισµός των αποτελεσµάτων κ.α. (Analytical Methods Committee,

www.rsc.org)

ΣΚΟΠΟΣ: Στη συγκεκριµένη εργασία παρουσιάζουµε ένα ∆ιεργαστηριακό

Σχήµα που οργανώθηκε από το TIE - ΤΕΙ Αθήνας για τα εργαστήρια νερού

Μεσογειακών κρατών, µε χρηµατοδότηση του Μεσογειακού Προγράµµατος του

Π.Ο.Υ. (WHO/MED POL).

ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ: Στο ∆ιεργαστηριακό Σχήµα συµµετείχαν 28

εργαστήρια από 10 Μεσογειακές χώρες. Σε κάθε συµµετέχον εργαστήριο

σταλθηκαν 2 δείγµατα τα οποία περιείχαν κολοβακτηριοειδή, κοπρανώδη

κολοβακτηριοειδή, E.coli, εντεροκόκκους, Salmonella spp. Τα δείγµατα

παρασκευάστηκαν από το Τµήµα ∆ιεργαστηριακών Σχηµάτων του HPA (Health,

Protectrion Agency, UK) σε αφυδατωµένη µορφή (lenticules). Το εργαστήριο

του ΤΙΕ ανέλυσε τα δείγµατα εις διπλούν, τα διένειµε στα εργαστήρια των 10

χωρών, συνέλεξε τα αποτελέσµατα, έκανε την στατιστική επεξεργασία όλων των

αποτελεσµάτων και συνέταξε εκθεση αξιολόγησης για κάθε εργαστήριο

χωριστά.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στον Πίνακα 1 φαίνονται ενδεικτικά τα αποτελέσµατα του

δείγµατος Α

Πίνακας 1: Παρουσίαση αποτελεσµάτων ανάλυσης του δείγµατος.

Parameter Coliforms

(cfu g-1) Feacal

coliforms

(cfu g-1)

Feacal

streptococci

(cfu g-1)

Escherichi

a coli

(cfu g-1)

Salmonella

spp

Τιµή

αναφοράς

7.0x102

5.3 x102

5.1 x102

35

Present in 1

L

No. results

returned 22 3 23 22 10

Page 79: 2_synedrio_biblio

79

Participants

median

5.91 x102

4.52 x102

3.8 x102

-

Range

reported 0- 4.9x102

0- 6.3

x102 0 - 4.1x102 -

Standard

deviation*

(log10 cfu g-

1)

0.66 0.55 0.67 -

No of

outlying

counts

3 1 4 -

False

positives 0 0 0 0

False

negatives 1 0 1 1 0

Στη συνέχεια από την Στατιστική Ανάλυση των αποτελεσµάτων προέκυψαν

Ιστογράµµατα για την κάθε παράµετρο, στα οποία αντικατοπτρίζονται το σύνολο

των µετρήσεων και οι τιµές των παραµέτρων στις οποίες αντιστοιχούν (Εικόνα

1). Σε ένα Ιστόγραµµα φαίνονται οι µη αποδεκτές τιµές (µετρήσεις εκτός του

εύρους) καθώς εµφανίζονται στα άκρα του ιστογράµµατος ή εντελώς

αποµονωµένες από τις υπόλοιπες στήλες. Έτσι, συνολικά, το κάθε εργαστήριο

µπορεί να έχει πλήρη εικόνα των αποτελεσµάτων του σε σύγκριση µε τα

αποτελέσµατα των υπολοίπων συµµετεχόντων, αλλά και µε τις αντίστοιχες Τιµές

Αναφοράς.

Εικόνα 1: Ιστόγραµµα που προκύπτει µετά από στατιστική ανάλυση για την Ε. Coli.

Log10 cfu g-1

3,50

3,00

2,50

2,00

1,50

1,00

,50

0,00

No of Results

16

14

12

10

8

6

4

2

0

Συµπεράσµατα: Η πλειοψηφία των εργαστηρίων πραγµατοποίησε µε επιτυχία

την ανάλυση των δειγµάτων και τα αποτελέσµατα τους βρίσκονται εντός των

αναµενόµενων ορίων. Υπήρχαν όµως και κάποια που έδωσαν πολύ χαµηλές ή

Page 80: 2_synedrio_biblio

80

πολύ υψηλές µετρήσεις, αλλά και Ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσµατα.

Για να διευκολύνθούν τα εργαστήρια στην επισκόπιση των διαδικασίων τους και

την διενέργεια διορθωτικών διαδικασιών το εργαστήριο του ΤΙΕ έστειλε µαζί µε

την τελική έκθεση και κατάλογο ελέγχου διδικασίων (Check list).

ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΕΛΕΧΩΝ E. coli ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΜΟΝΩΘΕΙ ΣΕ Υ∆ΑΤΙΝΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ

Όλγα Παπατζιτζέ

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθηνών

Συµµετέχουν: Παππά Ο 1,4, Καραγκούνη Α.∆.,3Λυµπεροπούλου ∆, 3Καλκάνη Ε,

1 Σπανάκος Γ, 4 Σαγκανά ∆, 2Παπαναστασίου Α, 1Μαυρίδου Α.

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΤΕΙ Αθηνών, 3Γενικό Νοσοκοµείο ∆υτικής Αττικής

Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Τµήµα Βιολογίας, Τοµέας Βοτανικής, Πανεπιστήµιο

Αθηνών, 4 Σχολή ∆ηµόσιας Υγείας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: H E. coli ανήκει στην οικογένεια των Εντεροβακτηριακών και

χρησιµοποιείται ως δείκτης κοπρανώδους µόλυνσης. Η E. coli απαντάται σαν

φυσιολογική χλωρίδα στο έντερο του ανθρώπου και των ζώων, σε µέσω

λυµατικής ρύπανσης απαντάται σε υδατικά περιβάλλοντα (Κολυµβητικές

∆εξαµενές, Λίµνες, ∆ίκτυα Ύδρευσης, Θαλάσσιο νερό) και στο Εµφιαλωµένο

νερό. Έχει τεκµηριωθεί συσχέτιση µεταξύ του βαθµού της κοπρανώδους

ρύπανσης και τις µολύνσεις των κολυµβητών. Το πόσιµο νερό και το νερό των

κολυµβητικών δεξαµενών απολυµαίνεται µε το Χλώριο, το Όζον, την Yπεριώδη

ακτινοβολία, τα ιόντα και µέταλλα. Όµως στην Ελλάδα η χλωρίωση του νερού

είναι η µέθοδος που χρησιµοποιείται στις περισσότερες περιπτώσεις για

απολύµανση. Υπάρχει εποµένως πιθανότητα αλλαγών στο κύτταρο της E.coli

από µακρόχρονη επίδραση χλωρίου. ΣΚΟΠΟΣ:

• Η εκτίµηση της επίδρασης της χλωρίωσης του νερού στην ποικιλότητα της

E.coli.

• Ο προσδιορισµός της γενετικής ποικιλότητας και οι πιθανές οµοιότητες

µεταξύ διαφορετικών κλώνων στελεχών E.coli που έχουν αποµόνωθεί από

χλωριωµένα και µη-χλωριωµένα νερά, τα οποία χρησιµοποιήθηκαν σαν

µάρτυρες. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ: ∆ειγµατοληψία: 100 δείγµατα συλλέχθηκαν από

Κολυµβητικές δεξαµενές, δίκτυα Ύδρευσης από όλη την Ελλάδα και Λίµνη

Μαραθώνα. 62 στελέχη αποµονώθηκαν από χλωριωµένα νερά και 54 από µη

- χλωριωµένα νερά.

1. Αποµόνωση και ταυτοποίηση E.coli µε διεθνείς µεθόδους (ISO 19458,

2006, ISO 9308-1 2000, APHA 2005). 5 στελέχη αναφοράς (NCTC 9001)

χρησιµοποιήθηκαν για τον έλεγχο των επιβεβαιωτικών διαδικασιών και την

επαναληψιµότητα της µεθόδου.

Page 81: 2_synedrio_biblio

81

• Το ολικό γενωµικό DNA αποµονώθηκε από τα βακτηριακά κύτταρα

χρησιµοποιώντας το QIAampDNA stool Mini Kit της Qiagen.

• Τα κύτταρα τυποποιήθηκαν χρησιµοποιώντας Enterobacterial Repetitive

Intergenic Consensus sequence polymerase chain reaction (ERIC-PCR).

H ERIC-PCR επιλέχθηκε διότι έχει υψηλή ικανότητα να διαχωρίζει

διαφορετικά αλλά στενά σχετιζόµενα στελέχη χρησιµοποιώντας οποιονδήποτε

συνδιασµό εκκινητών, σχεδιασµένοι για την συντηρηµένη ERIC περιοχή

(Meacham και συνεργάτες, 2003 and Casarez και συνεργάτες, 2007). Έχει

αρκετά πλεονεκτήµατα όπως ότι είναι γρήγορη, απλή και χαµηλού κόστους

τεχνική (Matsumoto et al, 2001), ότι χρησιµοποιούνται τυχαίοι εκκινητές

(Olive and Bean,1999) και ότι η µέθοδος µπορεί να αυτοµατοποιηθεί (Sazakli,

2005). Τα µειονεκτήµατα είναι η χαµηλή επαναληψιµότα (Meacham,2003) και

ότι η µέθοδος είναι ευαίσθητη στις αλλαγές των συνθηκών της PCR (Sazakli,

2005).

• Eric εκκινητές

ERIC 1: 5΄ -ATGTAAGCTCCTGGGGATTCAC -3΄ and

ERIC 2: 5΄ -AAGTAAGTGACTGGGGTGAGCG–3’Rademaker και de Bruijn, 1997).

• Τα προϊόντα της PCR ηλεκτροφορήθηκαν σε πήκτωµα αγαρόζης 1%.

2. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων έγινε µε οπτική παρατήρηση και

µε το λογισµικό πρόγραµµα ανάλυσης PHYLIP 3.6.1.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από τα 100 δείγµατα, υπήρξαν 143 αποµονώσεις και µετά

από επιβεβαιωτικές διαδικασίες οι 116 αποµονώσεις ταυτοποιήθηκαν σαν

E.coli και οι υπόλοιπες 27 σαν εντεροβακτηριακά. Η τυποποίηση των στελεχών

έγινε λαµβάνοντας υπ’οψιν τα επιδηµιολογικά δεδοµένα (Van Belkum και

συνεργάτες, 2007) όπως η κοινή πηγή προέλευσης, γεωγραφική κατανοµή,

ηµεροµηνία δειγµατοληψίας και ο τύπος δείγµατος του νερού. Με συνδιασµό

οπτικής παρατήρησης και του λογισµικού προγράµµατος Phylip τα στελέχη

οµαδοποιούνται σε οµάδες κυρίως σύµφωνα µε την πηγή προέλευσης των

δειγµάτων νερού. Στην πλειοψηφία τους τα στελέχη από χλωριωµένα και µη

χλωριωµένα νερά οµαδοποιούνται σε διαφορετικές οµάδες αντίστοιχα.

Figure 1. Electrophoresis on gel agaroze: Marker 100bp, 34, 36, 37, 38, 39, 41, R4, R5, 9β,

R2, R3 and Marker 100bp

Page 82: 2_synedrio_biblio

82

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Υπάρχει ένδειξη δηµιουργίας καινούριων E. coli τύπων ανθεκτικών στο χλώριο.

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΑΤΥΠΩΝ ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙ∆ΙΩΝ ΣΕ ΝΕΡΟ Υ∆ΡΕΥΣΗΣ ΚΛΙΝΙΚΩΝ, ΣΧΟΛΕΙΩΝ, ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΑΚΩΝ- ΠΑΙ∆ΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ

ΚΑΙ ΚΟΛΥΜΒΗΤΙΚΩΝ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ

Γίρζι Κέλναρ1

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, MSc

«Εφαρµοσµένη ∆ηµόσια Υγεία και Περιβαλλοντική Υγιεινή» Γ.Π.Ν, «Αττικόν»,

Συµµετέχουν: Σκούρογλου Τάσος2, Μαυρίδου Αθηνά3

2Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Γ.Ν.Ν.Θ «Η Σωτηρία» 3 Καθηγήτρια Μικροβιολογίας Τµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθήνας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ρόλος των άτυπων µυκοβακτηριδίων στη ∆ηµόσια Υγεία είναι υψίστης σηµασίας, καθώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται µια σηµαντική αύξηση της συχνότητας των λοιµώξεων που οφείλονται σε αυτά. Γι΄ αυτό το λόγο τα άτυπα µυκοβακτηρίδια αποτελούν ανά τον κόσµο όλο και συχνότερο πεδίο έρευνας. Η χώρα µας λόγω του µεγάλου αριθµού λιµνών, ποταµών και υδροβιοτόπων αποτελεί ευνοϊκό χώρο για την ανάπτυξη άτυπων µυκοβακτηριδίων. Σε αντίθεση µε τα παθογόνα µυκοβακτηρίδια Mycobacterium tuberculosis και M. leprae, που αποτελούν τους αιτιολογικούς παράγοντες της φυµατίωσης και της λέπρας αντίστοιχα και δεν µπορούν να πολλαπλασιαστούν και να επιβιώσουν επί µακρόν έξω από τον ξενιστή τους, η πλειονότητα των υπόλοιπων µυκοβακτηριδιακών ειδών, (άτυπα µυκοβακτηρίδια, nontuberculous Mycobacteria, ΝΤΜ) είναι ευκαιριακά παθογόνα για τον άνθρωπο και ανευρίσκονται σε φυσικά αποθέµατα στο υδάτινο και χερσαίο περιβάλλον. Πολλά ΝΤΜs συχνά αποµονώνονται και από το πόσιµο νερό και τα συστήµατα διανοµής νερού στα νοσοκοµεία. Ως σηµαντικοί παράγοντες που συµβάλλουν στην αντοχή, την επιβίωση και τον εποικισµό των ΝΤΜ στα συστήµατα διανοµής νερού έχουν αναγνωρισθεί τα βιολογικά υµένια, ο παρασιτισµός τους στις αµοιβάδες και η σχετική αντοχή τους στο χλώριο. (Mario J.M. Vaerewijck et al 2005). Υπάρχει µια ολόκληρη κατηγορία λοιµώξεων από ΝΤΜ που σχετίζονται µε διαδικασίες και εγκαταστάσεις υγειονοµικής περίθαλψης και έχουν ως κοινό παρονοµαστή το µολυσµένο νερό. Από την άλλη µεριά τα τελευταία χρόνια τα ΝΤΜ ενοχοποιούνται όλο και περισσότερο ότι προκαλούν πνευµονικές και εξωπνευµονικές λοιµώξεις. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις λοιµώξεις αυτές είναι οι ασθενείς µε ιστορικό χρόνιων πνευµονικών νόσων, οι ασθενείς µε δερµατικά τραύµατα και οι ανοσοκατασταλµένοι. Ειδικότερα η νόσος του AIDS συνετέλεσε σηµαντικά στην αύξηση της συχνότητας των λοιµώξεων από ΝΤΜ (Ε.Γερογιάννη, 2008). Παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις η αρχική µόλυνση από ΝΤΜ παραµένει αδιευκρίνιστη η στενή σχέση πολλών ειδών µε το νερό ίσως καθιστά σκόπιµη την αποτελεσµατικότερη απολύµανση και τη διατήρηση χαµηλής συγκέντρωσης οργανικών ουσιών και αλάτων στα συστήµατα διανοµής νερού ώστε να κρατηθούν στο ελάχιστο οι αριθµοί των ΝΤΜ στα συστήµατα αυτά.

Page 83: 2_synedrio_biblio

83

ΣΚΟΠΟΣ: Η διερεύνηση της πιθανής ύπαρξης άτυπων µυκοβακτηριδίων στο

νερό ύδρευσης κλινικών, σχολείων, βρεφονηπιακών - παιδικών σταθµών,

κολυµβητικών δεξαµενών και περαιτέρω η ταυτοποίηση των ειδών µε µοριακές

τεχνικές.

ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ: Τα σηµεία στα οποία έγινε δειγµατοληψία προήλθαν

από νερό βρυσών (νοσοκοµεία, σχολεία, παιδικούς-βρεφονηπιακούς σταθµούς,

κολυµβητήρια) της Αθήνας και τις γύρω περιφέρειες, όπως και από τον Νοµό

Κορινθίας, την Πάτρα, την Λάρισα και την Καρδίτσα. Για τη συλλογή των

δειγµάτων χρησιµοποιήθηκαν αποστειρωµένες σκουρόχρωµες γυάλινες φιάλες

όγκου 500ml ή 1000ml. Τα δείγµατα νερού διηθήθηκαν από ειδικά

µικροβιοκρατή αποστειρωµένα φίλτρα, στην συνέχεια οι µεµβράνες

µεταφέρθηκαν σε τριβλία µε θρεπτικό υλικό Middlebrook 7H10 και

τοποθετήθηκαν στον επωαστικό κλίβανο στους 37οC για περίπου 20 ηµέρες.

Τα αποµονωθέντα στελέχη ταυτοποιήθηκαν µε την µέθοδο της αλυσιδωτής

αντίδρασης πολυµεράσης (PCR) και του αντίστροφου υβριδισµού (Hain

Lifescience GenoType Mycobacterium CM/AS kit, Hain Lifescience,

Germany) (Torvinen Eila, 2009).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από τα 112 δείγµατα που συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν

ανευρέθηκαν 14 δείγµατα (δηλαδή 12,5%) στα οποία αποµονώθηκαν άτυπα

µυκοβακτηρίδια και ήταν τα M. gordonae, M. lentiflavum, M. chelonae και M.

fortuitum. Έγινε συσχέτιση των θετικών δειγµάτων (ιστόγραµµα 1 και 2) και

φαίνεται ότι από τα 112 δείγµατα σε κανένα δείγµα δεν βρέθηκε συγκέντρωση

χλωρίου µικρότερη του 0,1mg/lt ενώ στα 106 δείγµατα, 94,6% η συγκέντρωση

του υπολειµµατικού χλωρίου ήταν 0,1-0,5 mg/lt και στην συγκέντρωση αυτή

βρέθηκαν τα άτυπα µυκοβακτηρίδια (ph 6,5- 7,5).

Iστόγραµµα 1. Συσχέτιση της συγκέντρωσης ελεύθερου υπολειµµατικού χλωρίου µε

την παρουσία άτυπων µυκοβακτηριδίων.

Iστόγραµµα 2. Συσχέτιση του pΗ µε την παρουσία άτυπων µυκοβακτηριδίων

Page 84: 2_synedrio_biblio

84

Συµπεράσµατα: Η Ελληνική νοµοθεσία δεν περιλαµβάνει τον έλεγχο των

µυκοβακτηριδίων στην βακτηριολογική εξέταση των νερών ύδρευσης. Η

προστασία της ∆ηµόσιας Υγείας θεωρείται από τους πλέον ζωτικούς τοµείς των

υπηρεσιών υγείας. Οι Υπηρεσίες Υγείας θα πρέπει να δίνουν µεγαλύτερη

προσοχή στα µέλη της κοινότητας που είναι επιρρεπή σε λοιµώξεις. Ο συνεχής

έλεγχος για NTM ολόκληρου του δικτύου παροχής νερού δεν συνίσταται καθώς

η καλλιέργεια και η ταυτοποίηση τους είναι µια δαπανηρή και χρονοβόρος

διαδικασία. Η περιοδική όµως εξέταση του νερού ειδικά σε µονάδες

νοσοκοµείων και κλινικών που φιλοξενούν ανοσοκατασταλµένους ασθενείς

αποτελεί αναγκαία ενέργεια.

Βιβλιογραφία

• Ε.Γερογιάννη, Μ. Παπαλά, Κ.Ι Γουργουλιάνης (2008, ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ), Άτυπα

µυκοβακτηρίδια, Επιδηµιολογικά και διαγνωστικά κριτήρια και θεραπευτικές

προσεγγίσεις, Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 2008, 25 (25):418-431, ISSN 11-05-

3992.

• Ε. Μαρίνης, Ε.∆ Βογιατζάκης, Γ. Βρυώνη (2006), Εργαστηριακή

Μυκοβακτηριδιολογία, ISBN: 960-6656-06-3.

• Παπαπετροπούλου Μ. και Μαυρίδου Α. (1995) Μικροβιολογία του υδάτινου

περιβάλλοντος, εκδόσεις Τραυλός.

• Washington C, Winn et al. Color atlas and textbook of diagnostic

microbiology. Lippincott Williams and Wilkins 2006.

• Virk Abinash et al. Mayo clinic internal medicine review. Infectious diseases.

Mayo Clinic Scientific Press 2008.

• Eila Torvinen, Piia Airaksinen, Jaana Kusnetsov, Enviromental mycobacteria

in ship water systems, 15th International Symposium on Health-Related

Water Microbiology, Naxos 2009, Greece.

• Mario J.M. Vaerewijck, Mycobacteria in drinking water distribution systems:

ecology and significance for human health, FEMS Microbiol Rev. 2005

Nov;29(5):911-34. Epub 2005 Feb 19.

ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΝΕΡΩΝ ΚΟΛΥΜΒΗΤΙΚΩΝ ∆ΕΞΑΜΕΝΩΝ

Iωάννα Ξαγοράρη

Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων

Συµµετέχουν: Μαυρίδου Αθηνά

Καθηγήτρια Μικροβιολογίας Τµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθήνας

Σκοπός: Η εµπειρική διερεύνηση της µικροβιολογικής ποιότητας των

δεξαµενών κολύµβησης µε βάση τους όρους που θέτει η ελληνική νοµοθεσία,

αλλά και σε σχέση µε επιπλέον παραµέτρους, οι οποίες ελέχθησαν

συµπληρωµατικά. Η διερεύνηση αυτή είχε ως στόχο να δείξει πώς και κατά

πόσο οι προαιρετικές παράµετροι θα έπρεπε να περιλαµβάνονται στην

Page 85: 2_synedrio_biblio

85

ισχύουσα νοµοθεσία, δεδοµένου ότι προκαλούν σοβαρές λοιµώξεις στους

κολυµβητές. Οι ειδικότεροι στόχοι της έρευνας ήταν οι εξής:

Η εκτίµηση της καταλληλότητας του νερού των δεξαµενών κολύµβησης

σε σχέση µε τις παραµέτρους που ορίζονται από την ελληνική

νοµοθεσία.

Η εκτίµηση της καταλληλότητας του νερού των δεξαµενών κολύµβησης

λαµβάνοντας υπόψη και τις προαιρετικές παράµετροι, οι οποίες

ελέχθησαν συµπληρωµατικά.

Η συγκριτική αντιπαράθεση των αποτελεσµάτων που προήλθαν από τα

δύο παραπάνω κριτήρια και η εξαγωγή των ανάλογων συµπερασµάτων.

Εισαγωγή: Οι στόχοι της ισχύουσας Ελληνικής Νοµοθεσίας για τα πρότυπα

ποιότητας νερού δεξαµενών κολύµβησης, είναι να προστατευθεί τόσο το

περιβάλλον όσο και η ∆ηµόσια Υγεία µε τη µείωση της ρύπανσης και της

µόλυνσης, εξασφαλίζοντας ένα καθαρό και ασφαλές περιβάλλον για τους

ανθρώπους που θα επιλέξουν µια πισίνα για να γυµνασθούν και να

χαλαρώσουν. Προκειµένου να συγκεντρωθούν δεδοµένα για την υγειονοµική

ποιότητα των ιδιωτικών κολυµβητικών δεξαµενών της χώρας µας και να

δηµιουργηθεί µια βάση δεδοµένων για την κατάσταση των νερών αναψυχής,

ξεκίνησε η παρούσα τυχαιοποιηµένη µελέτη µε δειγµατοληψίες την περίοδο

από Απρίλιο έως Ιούλιο του έτους 2009. Συγκεκριµένα, στο διάστηµα αυτό

ελήφθησαν συνολικά 54 δείγµατα νερού από ιδιωτικές κολυµβητικές δεξαµενές

του νοµού Αττικής, Κορινθίας, Λευκάδας και Κυκλάδων. Οι παράµετροι που

µετρήθηκαν µε βάση την Ελληνική Νοµοθεσία ήταν ελεύθερο υπολειµµατικό

χλώριο, pH, θερµοκρασία και o αριθµός αποικιών Total coliforms, Escherichia

coli και Culturable microorganisms. Επιπλέον, τα δείγµατα ελέχθησαν ως προς

τις προαιρετικές παραµέτρους Enterococci και Pseudomonas aeruginosa. Oι

παράµετροι αυτοί προβλέπονται από τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του Π.Ο.Υ.

Βάση του άρθρου 15§1 της Υπουργικής Απόφασης Γ1/443/1973 «Περί

κολυµβητικών δεξαµενών µετά οδηγιών κατασκευής και λειτουργίας αυτών»,

όπως τροποποιήθηκε µε την Υ.Γ. Γ4/1150/76 (ΦΕΚ937/ΤΒ/78) και την

∆ΥΓ2/80825/2006 (ΦΕΚ120/τ.β/2006), η µικροβιολογική ποιότητα του νερού

πρέπει να ικανοποιεί τους εξής όρους:

α. Ο αριθµός των αποικιών των ετερότροφων µικροοργανισµών να µην

υπερβαίνει τις 200 αποικίες.

β. Ο αριθµός των αποικιών των κολοβακτηριοειδών να µην υπερβαίνει τις 15

αποικίες.

γ. Απουσία Escherichia coli.

Λαµβάνοντας υπόψη, όµως, και τις συµπληρωµατικές παραµέτρους θέτουµε

πιο αυστηρά κριτήρια στην αξιολόγηση των δειγµάτων.

Υλικά και Μέθοδοι: Κάθε δείγµα νερού εξετάστηκε µε τη µέθοδο των

µεµβρανών για την αποµόνωση Total coliforms και Escherichia coli [ISO 9308-

1 (2000)], Pseudomonas aeruginosa [DRAFT pr EN 12780 (1999)] και

Εnterococci [ISO 7899-2 (2000)], καθώς και µε την µέθοδο της ενσωµάτωσης

για την αποµόνωση Cultural microorganisms [ISO/FDIS 6222:1998]. Η

θερµοκρασία και ο χρόνος επώασης καθορίστηκε ανάλογα µε το είδος του

µικροοργανισµού. Μετά την επώαση τα τρυβλία εξετάσθηκαν αµέσως. Από τον

αριθµό των χαρακτηριστικών αποικιών που µετρήθηκαν πάνω στις µεµβράνες ή

Page 86: 2_synedrio_biblio

86

στα θρεπτικά υποστρώµατα και ανάλογα µε τα επικυρωµένα τεστ που

εκτελέσθηκαν, υπολογίστηκε ο αριθµός των επιβεβαιωµένων αποικιών που

παρουσιάστηκαν σε ένα κατάλληλο όγκο νερού των δειγµάτων, ακολουθώντας

τις παραπάνω διαδικασίες.

Αποτελέσµατα: O παρακάτω πίνακας παρουσιάζει µια στατιστική ανάλυση της

υγειονοµικής ποιότητας των ελληνικών ιδιωτικών δεξαµενών για το διάστηµα

από Απρίλιο έως Ιούλιο του έτους 2009, λαµβάνοντας υπόψη τις τρεις

παραµέτρους που αναφέρονται πιο πάνω, αλλά και τις δύο συµπληρωµατικές

παράµετροι στις οποίες εξετάστηκαν τα δείγµατα. Οι δύο επιπλέον παράµετροι

που εξετάστηκαν είναι οι ακόλουθοι:

Εnterococci, οι οποίοι πρέπει να απουσιάζουν.

Pseudomonas aeruginosa, απαιτείται απουσία αυτών.

Μικροβιολογική ποιότητα νερού σε σχέση µε την καταλληλότητα

Συµπεράσµατα ελέγχου δεξαµενών κολύµβησης: Η επεξεργασία, ανάλυση

και ερµηνεία των αποτελεσµάτων της έρευνας καταδεικνύουν ότι σε µεγάλο

ποσοστό όλες οι τιµές των παραµέτρων ποιότητας στα δείγµατα νερού

κυµάνθηκαν εντός των ορίων του ισχύοντος κανονισµού για τα νερά δεξαµενών

κολύµβησης, µε το µεγαλύτερο αριθµό των δειγµάτων να παρουσιάζει

ικανοποιητική µικροβιολογική ποιότητα.

Περιλαµβάνοντας, όµως, και τις προαιρετικές παράµετροι που

ελέχθησαν συµπληρωµατικά, το ποσοστό των κατάλληλων πισινών µειώνεται,

γεγονός που οφείλεται σύµφωνα µε την εξέταση των αποτελεσµάτων

µικροβιολογικής ανάλυσης στην παρουσία Pseudomonas aeruginosα στα

δείγµατα. Γι’ αυτόν το λόγο, εκτός των προβλεπόµενων από την Ελληνική

Νοµοθεσία παραµέτρων, καλό είναι να γίνονται εξετάσεις και για Pseudomonas

aeruginosa, δεδοµένου ότι αποτελεί συχνό αίτιο λοιµώξεων των αυτιών, της

µύτης και του δέρµατος.

Κρίνεται απαραίτητη τόσο η συνεχής ενηµέρωση και επανεκπαίδευση

των ιδιοκτητών και των συντηρητών εγκαταστάσεων που διαθέτουν κολυµβητική

δεξαµενή, όσο και των υπαλλήλων των ∆ιευθύνσεων Υγείας που είναι υπεύθυνοι

για τον υγειονοµικό έλεγχο των κολυµβητικών δεξαµενών. Μεγάλη σηµασία

στην πρόληψη έχει επίσης και η σωστή και συνεχής ενηµέρωση του κοινού για

την σηµαντικότητα της τήρησης των κανόνων υγιεινής.

Page 87: 2_synedrio_biblio

87

Η πρόληψη στηρίζεται στην εφαρµογή κανόνων υγιεινής και στην σωστή

προστασία, επεξεργασία και απολύµανση του νερού που διατίθεται στο κοινό

προς χρήση.

Λαµβάνοντας, λοιπόν, υπόψη την παρούσα έρευνα και αξιολογώντας τα

αποτελέσµατα της, συνίσταται επανακαθορισµός των όρων µικροβιακής

παρακολούθησης των δεξαµενών κολύµβησης, µε εφαρµογή υψηλών προτύπων

ποιότητας, παρέχοντας υψηλού βαθµού ασφάλεια των υδάτων αναψυχής.

Page 88: 2_synedrio_biblio

88

Στρογγυλό τραπέζι:

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΩΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ ΧΗΜΙΚΑ – ΜΕΘΟ∆ΟΙ ∆ΙΑΓΝΩΣΗΣ

Πρόεδρος: Ζωή Γεωργίου

Κλινικός Χηµικός - Βιοχηµικός Ph.D.

Βιοπαθολογικό εργαστήριο TMY IKA Bόλου, Υπεύθυνη παραρτήµατος Ν. Ιωνίας

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ, ΕΡΓΑΣΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ, ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ, ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Ευαγγελία Νένα

Ιατρός εργασίας

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ Ως επαγγελµατική ορίζεται η νόσος που προκαλείται στον εργαζόµενο από την εργασία του. Στην πράξη, η ελληνική νοµοθεσία καταφεύγει σε

ονοµαστικούς πίνακες των θεωρούµενων από το νόµο επαγγελµατικών νόσων.

Οι νόσοι αυτές (συνολικά 52 στον αριθµό, που χωρίζονται σε 5 κύριες οµάδες)

περιγράφονται το άρθρο 40 του Κανονισµού Ασθενείας του ΙΚΑ.

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ Με βάση τη νοµοθεσία, εργατικό ατύχηµα θεωρείται κάθε ζηµιογόνο για την υγεία του ασφαλισµένου βίαιο συµβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής. Συνεπώς, ως εργατικό θεωρείται ένα ατύχηµα που προκαλείται σε µισθωτό όταν

έχει λάβει χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας του, στον εργασιακό χώρο,

κατά το ωράριο της απασχόλησής. Αν δεν έχει συντελεσθεί στο χώρο ή κατά το

ωράριο εργασίας, θεωρείται εργατικό εφόσον προκλήθηκε εξ αφορµής της

παροχής εργασίας ή εφόσον εξαιτίας της εργασίας δηµιουργήθηκαν οι

ιδιαίτερες εκείνες αναγκαίες συνθήκες για την επέλευση του ατυχήµατος.

Επίσης, ως εργατικό θεωρείται το ατύχηµα που προκαλείται κατά τη διάρκεια

της διαδροµής από την κατοικία προς τον τόπο εργασίας ή και αντίστροφα, µε

οποιοδήποτε µεταφορικό µέσο κοινής χρήσης, µε τη χρησιµοποίηση όµως του

συνήθους δροµολογίου, αρκεί να υπάρχει στον ασφαλισµένο η πρόθεση να

µεταβεί στην εργασία του ή να επιστρέψει απ' αυτή.

ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Page 89: 2_synedrio_biblio

89

Ρόλος του ιατρού εργασίας Στις αρµοδιότητες του ιατρού εργασίας, όπως προκύπτουν από το Ν. 1568/85

και τα συµπληρωµατικά του Προεδρικά ∆ιατάγµατα και Υπουργικές

Αποφάσεις, περιλαµβάνονται η παροχή συµβουλών και υποδείξεων στον

εργοδότη, στους εργαζόµενους και στους εκπροσώπους τους, γραπτά ή

προφορικά σχετικά µε τα µέτρα που πρέπει να λαµβάνονται για τη σωµατική

και ψυχική υγεία των εργαζοµένων. Ειδικότερα ο Ιατρός Εργασίας συµβουλεύει

σε θέµατα: 1) Σχεδιασµού, προγραµµατισµού και τροποποίησης της

παραγωγικής διαδικασίας 2) Λήψης µέτρων προστασίας, κατά την εισαγωγή και

χρήση υλών και προµήθειας µέσων εξοπλισµού. 3) Φυσιολογίας, ψυχολογίας,

εργονοµίας και υγιεινής της εργασίας. 4) Οργάνωσης υπηρεσία παροχής

πρώτων βοηθειών µε συµµετοχή των εργαζοµένων 5) Αρχικής τοποθέτησης και

αλλαγής θέσης εργασίας για λόγους υγείας, προσωρινά ή µόνιµα, καθώς και

ένταξης ή επανένταξης στην παραγωγική διαδικασία. 6) ∆εν επιτρέπεται ο

γιατρός εργασίας να χρησιµοποιείται, για να επαληθεύει το δικαιολογηµένο ή

µη, λόγω νόσου, απουσίας εργαζοµένου.

Στις υποχρεώσεις του γιατρού εργασίας ανήκει η επίβλεψη της υγείας των

εργαζοµένων. Συγκεκριµένα, ο γιατρός εργασίας προβαίνει σε ιατρικό έλεγχο

των εργαζοµένων, αµέσως µετά την πρόσληψή τους ή την αλλαγή θέσης

εργασίας, καθώς και σε περιοδικό ιατρικό έλεγχο. Εκτός από τη διενέργεια

ιατρικών εξετάσεων µεριµνά και για τη διενέργεια µετρήσεων παραγόντων του

εργασιακού περιβάλλοντος και επιβλέπει την εφαρµογή των µέτρων προστασίας

της υγείας των εργαζοµένων και πρόληψης των ατυχηµάτων. Επίσης, παρέχει

επείγουσα θεραπεία σε περίπτωση ατυχήµατος ή αιφνίδιας νόσου και εκτελεί

προγράµµατα εµβολιασµού των εργαζοµένων. Ο γιατρός εργασίας έχει

υποχρέωση να τηρεί πάντα το ιατρικό και επιχειρησιακό απόρρητο.

Ρόλος τεχνικού ασφαλείας

Ο τεχνικός ασφαλείας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συµβουλές γραπτά

ή προφορικά σε θέµατα σχετικά µε την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και

την πρόληψη των εργατικών ατυχηµάτων. Τις γραπτές υποδείξεις ο Τεχνικός

Ασφάλειας, όπως και ο γιατρός εργασίας, τις καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της

επιχείρησης, το οποίο σελιδοµετρείται και θεωρείται από την Επιθεώρηση

Εργασίας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαµβάνει γνώση ενυπογράφως των

υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό το βιβλίο.

Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να θέτει στη διάθεση του Τεχνικού Ασφάλειας το

αναγκαίο βοηθητικό προσωπικό, χώρους, εγκαταστάσεις, συσκευές και όλα τα

απαραίτητα µέσα για την άσκηση των καθηκόντων του. Παράλληλα πρέπει να

διευκολύνει τον Τεχνικό Ασφάλειας για την παρακολούθηση µαθηµάτων

εκπαίδευσης και επιµόρφωσης.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1) Ν. 1568/85 (ΦΕΚ 177/Α/85) «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζοµένων».

2) Π.∆. 294/88 (ΦΕΚ 138/Α/88) «Ελάχιστος χρόνος απασχόλησης τεχνικού

ασφάλειας και γιατρού εργασίας, επίπεδο γνώσεων και ειδικότητα τεχνικού

ασφαλείας για τις επιχειρήσεις, εκµεταλλεύσεις και εργασίες του άρθρου 1 του

Ν.1568/85».

Page 90: 2_synedrio_biblio

90

3) Π.∆. 16/96 (ΦΕΚ 10/Α/96) «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας

στους χώρους εργασίας σε συµµόρφωση µε την οδηγία 89/654/ΕΟΚ».

4) Π.∆. 17/96 (ΦΕΚ 11/Α/96) «Μέτρα για την βελτίωση της ασφάλειας και της

υγείας των εργαζοµένων κατά την εργασία σε συµµόρφωση µε τις οδηγίες

89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ».

5) Π.∆. 159/99 (ΦΕΚ157/Α/3-8-99) «Μέτρα για την βελτίωση της ασφάλειας

και της υγείας των εργαζοµένων κλπ (τροποποίηση Π.∆. 17/96)».

YΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

Κυριακή Μιχαλοπούλου

Ιατρός Εργασίας

Οι εργαστηριακές εξετάσεις αποτελούν, µετά τη λήψη του ιστορικού και

την κλινική εξέταση από τον κλινικό ιατρό, ένα πολύ σηµαντικό εργαλείο για τη

διάγνωση των διαφόρων παθήσεων. Επίσης, το αποτέλεσµα της θεραπευτικής

αγωγής που ενίοτε χρησιµοποιείται για την αντιµετώπιση των νοσηµάτων

αξιολογείται συνήθως µε την κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται µε τα

αντίστοιχα εργαστηριακά ευρήµατα.

Ο χώρος του εργαστηρίου ενέχει αναµφισβήτητα πολλούς κινδύνους για

την ασφάλεια και την υγεία των εργαζοµένων σε αυτό. Ετσι, συχνά αναφέρονται

τόσο ατυχήµατα, όσο και ασθένειες που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της

εργασίας στα εργαστήρια. Oι πτώσεις, οι µικροτραυµατισµοί µε νύσσοντα ή

τέµνοντα όργανα, τα χηµικά και θερµικά εγκαύµατα, οι δηλητηριάσεις από

χηµικά είναι κάποιες από τις αιτίες των εργατικών ατυχηµάτων που

συµβαίνουν στο χώρο του εργαστηρίου.

Οι κίνδυνοι για την υγεία των εργαζοµένων στα εργαστήρια είναι βιολογικοί,

χηµικοί, φυσικοί και εγκάρσιοι (εργονοµικοί, οργανωτικοί και

ψυχοκοινωνικοί).

Στους βιολογικούς κινδύνους ανήκουν τα βακτήρια, οι ιοί, οι µύκητες

καθώς και τα παράσιτα, που µπορεί να προκαλέσουν µόλυνση, λοίµωξη,

ερεθισµό, δηλητηρίαση ή αλλεργική αντίδραση σε περίπτωση που έρθουν σε

επαφή µε τον εργαζόµενο. Η µετάδοση του λοιµογόνου παράγοντα µπορεί να

γίνει µε άµεση επαφή µε το µολυσµατικό υλικό (π.χ µε αίµα ή άλλα βιολογικά

υγρά) ή έµµεσα (µέσω αντικειµένων που έχουν έρθει σε επαφή µε το υλικό). Οι

βιολογικοί παράγοντες κατατάσσονται σε τέσσερις οµάδες, ανάλογα µε το βαθµό

του κινδύνου µόλυνσης. Οι ιοί της ηπατίτιδας Β (HBV), της C (ΗCV) και του

AIDS (HIV), µεταδίδονται αιµατογενώς. Ο κίνδυνος µόλυνσης από τον ιό της

ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV), σε περίπτωση έκθεσης σε µολυσµένο

αίµα µέσω τρυπήµατος από βελόνα είναι χαµηλός (0,3%) συγκρινόµενος µε

αυτόν της ηπατίτιδας Β που είναι τουλάχιστον δεκαπλάσιος (6-30%). Τέλος, ο

κίνδυνος µόλυνσης από ηπατίτιδα C µετά από τρύπηµα είναι επίσης σχετικά

µικρός(1%). Κίνδυνο για τους εργαζόµενους στα εργαστήρια αποτελούν και ο

Page 91: 2_synedrio_biblio

91

ιός της ηπατίτιδας Α, που µεταδίδεται µέσω της εντεροστοµατικής οδού (π.χ

κόπρανα), όπως και το µυκοβακτηρίδιο της φυµατίωσης, που µεταδίδεται

αερογενώς (πτύελα). Στο προσωπικό των εργαστηρίων ο κίνδυνος µόλυνσης από

το µυκοβακτηρίδιο είναι πενταπλάσιος σε σχέση µε το γενικό πληθυσµό.

Στα εργαστήρια χρησιµοποιούνται πολλές χηµικές ουσίες. Η

φορµαλδεύδη είναι ουσία γνωστή στους παρασκευαστές, ως συντηρητικό ιστών

και απολυµαντικό. Οι διαλύτες, όπως οι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες, οι

κυκλοπαραφίνες, οι αλδεϋδες, οι κετόνες, οι αλκοόλες, οι εστέρες, οι αιθέρες,

απορροφώνται συχνά από το δέρµα, µε αποτέλεσµα την εµφάνιση δερµατίτιδας,

αλλά και διαταραχών της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας. Το latex, που

αποτελεί συστατικό των γαντιών µιας χρήσης, αποτελεί επίσης αίτιο αλλεργικής

δερµατίτιδας. Τα αντισηπτικά και τα απολυµαντικά (χλωρεξιδίνη, αλκοόλες)

ενοχοποιούνται για ενοχλήµατα από το αναπνευστικό σύστηµα, ενώ το οξείδιο

του αιθυλενίου χρησιµοποιείται στην αποστείρωση και θεωρείται πιθανό

επαγγελµατικό καρκινογόνο.

Η ιοντίζουσα ακτινοβολία που χρησιµοποιείται για διαγνωστικούς

σκοπούς προκαλεί µακροπρόθεσµα ακτινοδερµατίτιδα, απλαστική αναιµία,

µυελοδυσπλαστικά σύνδροµα και θεωρείται επιβεβαιωµένο καρκινογόνο. Οι

κλίβανοι και οι µονάδες αποστείρωσης αποτελούν πηγές θερµότητας. Η

ακατάλληλη θερµοκρασία και υγρασία, ο ελλειπής αερισµός και φωτισµός

διαταράσσουν συχνά το µικροκλίµα προκαλώντας ατονία, ευερεθιστότητα και

χαµηλή απόδοση στην εργασία.

Ο εξοπλισµός του εργαστηρίου, η έλλειψη ζωτικού χώρου, οι µονότονες

στάσεις εργασίας και οι επαναληπτικές κινήσεις, όπως και η ορθοστασία

επιβαρύνουν σηµαντικά το µυοσκελετικό σύστηµα και προκαλούν προβλήµατα

στην όραση των εργαζοµένων. Το κυλιόµενο ωράριο εργασίας διαταράσσει το

βιολογικό ρυθµό των εργαζοµένων, µε συνέπειες και στην κοινωνική ζωή τους.

Η µικρή επαφή µε τους εργαζόµενους των λοιπών τµηµάτων και µε τους

ασθενείς, οδηγεί σε έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία. Ο µεγάλος φόρτος

εργασίας, η πίεση και η έλλειψη υποστήριξης και ανατροφοδότησης από

συναδέλφους και προϊσταµένους οδηγούν σε επαγγελµατικό άγχος και

αυξάνουν την πιθανότητα λαθών. Η παρατεινόµενη δυσαρµονία µεταξύ των

απαιτήσεων της εργασίας και της ικανότητας του εργαζοµένου µπορεί να

οδηγήσει σταδιακά σε επαγγελµατική εξουθένωση (burn out).

Oι επαγγελµατικοί κίνδυνοι πρέπει να αξιολογούνται συστηµατικά από

κατάλληλες υπηρεσίες υγείας και ασφάλειας στην εργασία. Κάθε εργαστήριο θα

πρέπει να διαθέτει γραπτή εκτίµηση του επαγγελµατικού κινδύνου. Αν τα

αποτελέσµατα της εκτίµησης καταδεικνύουν κίνδυνο για τη υγεία και την

ασφάλεια των εργαζοµένων, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χρησιµοποιεί τις

υπηρεσίες Ιατρού Εργασίας, ανεξάρτητα από τον αριθµό των εργαζοµένων. Οι

εργαζόµενοι πρέπει να είναι ενήµεροι για τους κινδύνους που απειλούν την

υγεία τους και να εκπαιδεύονται στην ορθή χρήση των µέσων ατοµικής

προστασίας. Η εφαρµογή προγραµµάτων εµβολιασµού στο προσωπικό είναι

απαραίτητη.

Page 92: 2_synedrio_biblio

92

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ ΤΟΞΙΚΑ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Παντελής Παπαδάκης

Ιατρός Εργασίας

Η παγκόσµια παραγωγή και χρήση χηµικών ουσιών αυξήθηκε

θεαµατικά τον εικοστό αιώνα. Υπολογίζεται ότι από 1 εκατοµµύριο τόνους

χηµικών που παραγόταν το 1930, στις µέρες µας η ετήσια παραγωγή έχει

αυξηθεί σε 400 εκατοµµύρια τόνους. Αυτό καθιστά την έκθεση των εργαζοµένων

σε χηµικούς παράγοντες ένα πολλαπλώς δυσχερές ζήτηµα, καθώς οι επιπτώσεις

στην υγεία τους είναι κατάληξη µίας σύνθετης βιολογικής διεργασίας που δεν

µπορεί να εκτιµηθεί εύκολα. Η πληθώρα των χηµικών ουσιών που βρίσκονται

στο χώρο εργασίας και που αγγίζουν µε τις πιο µετριοπαθείς εκτιµήσεις τις

100.000 ευθύνονται για νοσήµατα του αναπνευστικού συστήµατος αλλά ακόµα

συµβάλλουν σε µεγάλο βαθµό στην ανάπτυξη νεοπλασιών, δερµατοπαθειών και

νευροπαθειών. ∆εν είναι τυχαίο ότι σύµφωνα µε στοιχεία της Eurostat, οι µισές

περίπου αναγνωρισµένες επαγγελµατικές ασθένειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση

σχετίζονται µε την έκθεση των εργαζοµένων σε χηµικούς παράγοντες.

Στα χηµικά και ερευνητικά εργαστήρια υπάρχει µεγάλος αριθµός

τοξικών, καρκινογόνων και µεταλλαξιγόνων χηµικών ουσιών. Η αποθήκευση,

διαχείριση και χρήση των ουσιών αυτών, έστω και σε µικρές ποσότητες, έχει

ως αποτέλεσµα την έκθεση σε ατµούς, αέρια και σταγονίδια µε διάφορες

συνέπειες στην υγεία. Οι εκθέσεις µπορούν να γίνουν µε εισπνοή, κατάποση ή

µέσω του δέρµατος. Οι εργαζόµενοι σε χηµικά εργαστήρια µπορεί να εκτεθούν

σε ισχυρά οξέα και βάσεις, αλκοόλες, αιθέρες, εστέρες, αλογονοµένους

υδρογονάνθρακες, αλδεΰδες, κετόνες κ.α.

Γενικά οι οργανικοί διαλύτες σε οξεία έκθεση µπορεί να προκαλέσουν

νάρκωση διότι είναι δυνατόν να καταλάβουν λιπόφιλες θέσεις των νευρικών

κυττάρων του κεντρικού νευρικού συστήµατος αυξάνοντας συνεπώς έµµεσα και

τον κίνδυνο ατυχηµάτων. Προκαλούν επίσης κεφαλαλγία, ερεθισµό του

δέρµατος και των βλεννογόνων. Σε µακροχρόνια έκθεση προκαλούν

νευρασθενικό σύνδροµο που χαρακτηρίζεται από κόπωση, υπνηλία, σύγχυση

και µείωση της ικανότητας για συγκέντρωση. Η τοξική εγκεφαλοπάθεια

αποτελεί την πιο σοβαρή προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήµατος, είναι

µη αναστρέψιµη, και χαρακτηρίζεται από διαταραχές στη λειτουργία της

µνήµης, στην ικανότητα για σύµπλοκη σκέψη καθώς επίσης και από

συναισθηµατικές διαταραχές. Οι αλογονοµένοι υδρογονάνθρακες

χαρακτηρίζονται επιπλέον για την ηπατοτοξικότητα και νεφροτοξικότητα τους.

Ειδικά στα χηµικά εργαστήρια η φορµαλδεΰδη µπορεί να απορροφηθεί

µέσω του αναπνευστικού συστήµατος και σε πολύ µικρές ποσότητες επίσης

µέσω του δέρµατος. Μπορεί να προκαλέσει ερεθισµό των βλεννογόνων,

δερµατίτιδες εξ επαφής (ερεθιστικές και αλλεργικές) και βρογχικό άσθµα. Έχει

Page 93: 2_synedrio_biblio

93

µεταλλαξιογόνο και καρκινογόνο δράση και ταξινοµείται από τη ∆ιεθνή

Επιτροπή Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC) στις ουσίες µε «επαρκή στοιχεία»

καρκινογόνου επίδρασης στα ζώα και µε «περιορισµένα στοιχεία» για τους

ανθρώπους. Η γλουταραλδεύδη είναι έντονα ερεθιστική για τους ρινικούς και

οφθαλµικούς βλεννογόνους και ελαφρώς ερεθιστική για το δέρµα µε πιθανές

εκδηλώσεις ευαισθητοποίησης. Πρόσφατες µελέτες φαίνονται να αποκλείουν τα

µεταλλαξιογόνα και καρκινογόνα αποτελέσµατα. Στα ζώα έχουν περιγραφεί

διαταραχές στο κεντρικό νευρικό σύστηµα και ηπατοτοξικότητα.

∆ιάφοροι χηµικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί για κακοήθη νεοπλάσµατα του αιµοποιητικού συστήµατος, µεταξύ αυτών και οι

αιθυλενογλυκολικοί αιθέρες (ethylene glycol ethers) που χρησιµοποιούνται ως

διαλύτες σε πολλά εργαστήρια. Πειράµατα σε πειραµατόζωα δείχνουν ότι οι

γλυκολικοί αιθέρες δρουν τοξικά στο αιµοποιητικό σύστηµα. Ορισµένες

επιδηµιολογικές έρευνες δείχνουν αυξηµένο κίνδυνο για εργαζόµενους µε τους

διαλύτες αυτούς. Άλλες µελέτες δείχνουν ότι υπάρχει σχετικός κίνδυνος για

επιπτώσεις στο αναπαραγωγικό σύστηµα εργαζοµένων γυναικών σε

χηµικά και βιοϊατρικά εργαστήρια. Αν και οι συνθήκες εργασίας δεν είναι

οµοιογενείς σε όλες τις περιπτώσεις, οι εκθέσεις σε οργανικούς διαλύτες και

άλλες πτητικές χηµικές ουσίες συνδέονταν, πιθανώς, µε κίνδυνο για αυτόµατες

αποβολές, επιπλοκές στην εγκυµοσύνη, λιποβαρή νεογέννητα και συγγενείς

ανωµαλίες.

Η ανεξέλεγκτη παραγωγή και χρήση χιλιάδων χηµικών ουσιών θέτει σε

κίνδυνο όχι µόνο την υγεία των εργαζοµένων στους χώρους εργασίας αλλά και

του γενικού πληθυσµού µέσω βλαβών του οικοσυστήµατος και ρύπανσης του

περιβάλλοντος. Τα αιωρούµενα σωµατίδια, που ανάλογα µε την πηγή που

προέρχονται είναι πιθανό να περιέχουν τοξικά µέταλλα όπως κάδµιο, µόλυβδο,

νικέλιο, αρσενικό κ.λ.π ή καρκινογόνες ενώσεις όπως πχ πολυκυκλικούς

αρωµατικούς υδρογονάνθρακες (PAHs), αποτελούν µια από τις κυριότερες

παραµέτρους της ρύπανσης της ατµόσφαιρας και ενοχοποιούνται για την

πρόκληση παθήσεων του αναπνευστικού (χρόνια βρογχίτιδα, επιδείνωση

άσθµατος), την επιδείνωση καρδιολογικών προβληµάτων αλλά ακόµα και για

καρκινογένεση. Αρκετοί επίσης ρύποι (βαρέα µέταλλα, συνθετικές οργανικές

ενώσεις κ.α) µέσω βιοσυσσώρευσης και βιοµεταφοράς επιστρέφουν στον

άνθρωπο µέσω της τροφικής αλυσίδας προκαλώντας ασθένειες, διαταραχές της

αναπαραγωγής, µεταλλάξεις και καρκινογένεση.

Στην περίπτωση της επαγγελµατικής έκθεσης, είναι προφανές ότι σε

κάθε χώρο εργασίας, που παράγονται ή χρησιµοποιούνται χηµικοί παράγοντες,

πρέπει να υπάρχει ένα σύστηµα διαχείρισης του χηµικού κινδύνου που θα

διασφαλίζει την υγεία των εργαζοµένων. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να

γίνει εκτίµηση της επικινδυνότητας σε κάθε περίπτωση, ιατρική

παρακολούθηση του προσωπικού και να αποφασιστούν τα µέτρα προστασίας

που πρέπει να ληφθούν.

Page 94: 2_synedrio_biblio

94

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΣΕ ΧΗΜΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ - ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ – ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Ζωή Γεωργίου

Κλινικός Χηµικός - Βιοχηµικός Ph.D.

Βιοπαθολογικό εργαστήριο TMY IKA Bόλου, Υπεύθυνη παραρτήµατος Ν. Ιωνίας

Οι χηµικές ουσίες έπαιξαν και παίζουν έναν σηµαντικό ρόλο στην

ανθρώπινη ευηµερία και η µοντέρνα ευηµερούσα κοινωνία δεν µπορεί να

υπάρξει χωρίς αυτές. Τα βιολογικά συστήµατα βρίσκονται σε συνεχή επαφή µε

πληθώρα χηµικών ουσιών στο άµεσο περιβάλλον τους, µε την εισπνοή και τη

διατροφή τους. Σε αυτές περιλαµβάνονται φάρµακα, καλλυντικά, καθαριστικά,

χηµικές ουσίες που χρησιµοποιούνται στο εργασιακό περιβάλλον κ.λπ. Η

πλειοψηφία των χηµικών ουσιών σε χαµηλές συγκεντρώσεις είναι µη τοξικές

και µετά από µικρό διάστηµα απορροφώνται, µεταβολίζονται και

απεκκρίνονται. Οι τιµές αναφοράς προσδιορίζονται στο γενικό πληθυσµό

συγκεκριµένης γεωγραφικής περιοχής µε χαµηλή σχεδόν µηδενική άµεση η

έµµεση έκθεση. Τα όρια ασφάλειας αναφέρονται σε επαγγελµατική έκθεση

ανάλογων οµάδων και χρησιµοποιούνται σαν οδηγοί για το βαθµό της έκθεσης

µέχρι τον οποίο δεν περιµένουµε την εµφάνιση κλινικών η υποκλινικών

συµπτωµάτων. Αναφέρονται σε συγκεντρώσεις ουσιών που µεταφέρονται από

τον αέρα και απεικονίζουν συνθήκες υπό τις οποίες πιστεύεται ότι όλοι οι

εργαζόµενοι µπορούν να εκτίθενται κατ΄επανάληψη κάθε µέρα χωρίς δυσµενείς

επιπτώσεις στην υγεία. Βλάβες υγείας θεωρούνται εκείνες που συντοµεύουν την

πιθανή διάρκεια ζωής, εµποδίζουν την φυσιολογική λειτουργία, αδυνατίζουν την

ικανότητα αντίστασης σε άλλες τοξικές ουσίες η επιδρούν αρνητικά στη

λειτουργία της αναπαραγωγής.

Ανάλογα µε την επίδρασή τους στον ανθρώπινο οργανισµό οι χηµικές

ουσίες ταξινοµούνται και επισηµαίνονται ως: Τοξικές, Πολύ τοξικές,

Επιβλαβείς, ∆ιαβρωτικές, Ερεθιστικές, Καρκινογόνους, Μεταλλαξιγόνους, και

Τοξικές στην αναπαραγωγή ουσίες. Η τοξική βλάβη µιας χηµικής ουσίας σε ένα

ζωντανό οργανισµό είναι κυρίως αποτέλεσµα της δόσης και της διάρκειας της

έκθεσης. Επίσης, σηµαντικό ρόλο παίζουν η απορρόφηση και οι

βιοµετασχηµατισµοί και των µεταβολιτών που σχηµατίζονται. Η βιοσυσσώρευση

τοξικών µεταβολιτών σε συγκεκριµένο όργανο προκαλεί τις ανεπιθύµητες

συνέπειες. Η τοξικότητα σε συνεκτίµηση µε τη δόση που εισέρχεται στον

ανθρώπινο οργανισµό καθορίζουν το αν θα υπάρξουν τοξικά αποτελέσµατα. Η

εκτίµηση (ο υπολογισµός) της τοξικότητας λαµβάνει υπόψη την οδό έκθεσης

και την πραγµατική συγκέντρωση της χηµικής ουσίας στον ανθρώπινο

οργανισµό.

Η πρώτη αντίδραση του οργανισµού για να αποφύγει τις τοξικές

συνέπειες είναι να προωθήσει τις ουσίες αυτές στο ήπαρ για αποτοξίνωση. Στο

ήπαρ γίνονται διάφοροι βιοµετασχηµατισµοί µε σκοπό την διευκόλυνση της

Page 95: 2_synedrio_biblio

95

απέκκρισης. Οι βιοµετασχηµατισµοί µετατρέπουν τις τοξικές ουσίες και τους

µεταβολίτες τους σε υδρόφιλες ουσίες και σε µικρότερα µόρια που µπορούν να

αποµακρυνθούν από τις διάφορες οδούς απέκκρισης µέσω των νεφρών στα

ούρα ή µέσω της χολής στα κόπρανα. Η αποτελεσµατικότητα των

βιοµετασχηµατισµών στην αποτοξίνωση των τοξικών ουσιών στο ανθρώπινο

σώµα, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η

διατροφή και διάφορες ασθένειες. Η αποθήκευση των τοξικών µεταβολιτών στον

ανθρώπινο οργανισµό γίνεται είτε στα όργανα είτε στο πλάσµα του αίµατος, στον

λιπώδη ιστό, η ακόµη και στα οστά.

Η επαγγελµατική έκθεση σε χηµικές ουσίες οδηγεί στην εµφάνιση

επαγγελµατικών παθήσεων, και η βιολογική παρακολούθηση αυτών

περιλαµβάνει τον προσδιορισµό σε βιολογικά υγρά τόσο των ιδίων των τοξικών

ουσιών όσο και των µεταβολιτών τους. Για το σκοπό αυτό συνήθως απαιτούνται

εξειδικευµένες εργαστηριακές αναλύσεις και η χρήση ειδικών εργαστηριακών

τεχνικών, όπως η ατοµική απορρόφηση, η υγρή και η αέριος χρωµατογραφία.

Για την αποτελεσµατική εφαρµογή της βιολογικής παρακολούθησης απαιτείται

η γνώση και ο προσδιορισµός των κατάλληλων βιολογικών δεικτών της έκθεσης,

ανάλογα µε το βαθµό τη συχνότητα και τη διάρκεια της έκθεσης, το χρόνο

µεταξύ έκθεσης - δειγµατοληψίας, το είδος του δείγµατος, και άλλους

παθοφυσιολογικούς παράγοντες.

Για την εκτίµηση των κινδύνων που συνδέονται µε την ύπαρξη χηµικών

ουσιών στους χώρους εργασίας, είναι σηµαντική η κατανόηση της σχέσης

µεταξύ κινδύνου και τοξικότητας.

Κίνδυνος είναι η πιθανότητα µια χηµική ουσία να προκαλεί επιβλαβές

ή τοξικό αποτέλεσµα δεδοµένης: της τοξικότητάς της ποσότητας του τρόπου µε

τον οποίο την χρησιµοποιεί, αποθηκεύει την χειρίζεται ο ανθρώπινος

οργανισµός. Η τοξικότητα αναφέρεται στην ικανότητα µιας χηµικής ουσίας να

προκαλεί ασθένεια ή βλάβη. Είναι ένα µέτρο της δυνατότητας µιας ουσίας να

προκαλεί επιπτώσεις και αποτελεί ένα αµετάβλητο χαρακτηριστικό της. Ο

κίνδυνος είναι ένα µεταβλητό χαρακτηριστικό της χηµικής ουσίας. Η

τοξικότητα µιας χηµικής ουσίας δεν µπορεί να αλλάξει αλλά ο κίνδυνος που

παρουσιάζει µπορεί να ελεγχθεί ή να ελαχιστοποιηθεί.

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΞΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

Γεώργιος Αλβέρτος Καρίκας

Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοχηµείας - Κλινικής Χηµείας

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Αθήνας

Τοξικολογία, είναι η επιστήµη που µελετά τις επιβλαβείς δράσεις

ουσιών διαφορετικής δοµής και προέλευσης (xenobiotics), δράσεις, που

εξασκούν στους οργανισµούς και ιδιαίτερα στον άνθρωπο. Αντικείµενο µελέτης

της σύγχρονης τοξικολογίας είναι και οι αλληλεπιδράσεις ουσιών µε το θόρυβο

τα ηλεκτροµαγνητικά κύµατα και την ιονίζουσα ακτινοβολία.

Page 96: 2_synedrio_biblio

96

Ετσι, η τοξικολογία έχει στις µέρες µας διευρύνει το αντικείµενο

παρέµβασης της, πέρα από τους παραδοσιακούς τοµείς όπως ιατροδικαστική

τοξικολογία, τοξικολογία φαρµάκων, σε τοµείς όπως η τοξικολογία

περιβάλλοντος, τροφίµων, παρασιτοκτόνων, επιδηµιών, βιοµηχανική

τοξικολογία, τοξικολογία καλλυντικών, doping κ.α.

Στη παρούσα οµιλία, θα δοθούν συνοπτικά µερικές από τις βασικές

τοξικολογικές έννοιες, σε συνδυασµό µε τον εργαστηριακό προσδιορισµό των

τοξικών ενώσεων στον άνθρωπο και το περιβάλλον.

∆ηλητηρίαση, είναι η πρόσληψη τοξικής ένωσης και η συνακόλουθα

κλινικά εκδηλούµενη συµπτωµατολογία.

Ο βαθµός δηλητηρίασης ακολουθεί τον κανόνα του Haber: η δράση

µιας τοξικής ουσίας εξαρτάται από τη δόση και το χρόνο έκθεσης του

οργανισµού σ αυτήν.

Επικινδυνότητα µιας ουσίας, είναι η πιθανότητα αναµονής τοξικών

επιδράσεων (τοξικότητα) και εκφράζεται ως µονάδα κινδύνου (1 ppm)

Θεραπευτικός δείκτης, ή παράθυρο είναι το πηλίκον της θανατηφόρου

δόσης (LD50)/θεραπευτική δόση (ED50).

Η τοξικότητα διακρίνεται σε οξεία και χρόνια και αφορά βιοχηµικές

µεταβολές τόσο στη µεµβράνη, όσο και στο πυρήνα ενός κυττάρου.

Η ολοκληρωµένη τοξικολογική µελέτη περιλαµβάνει τόσο τη

τοξικοδυναµική (κυτταρικές βλάβες), όσο και τον έλεγχο των τοξικοκινητικών

παραµέτρων µέσα από τη πορεία ADME.

Οι τοξικές ενώσεις θα µπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

• Φάρµακα, φυσικά προιόντα

• Παραισθησιογόνα-Εξαρτησιογόνα

• Αλειφατικοί-aρωµατικοί υδρογονάνθρακες-αλογονωµένα παράγωγα

• Νιτρώδεις ενώσεις-αρωµατικές αµινο-νιτροενώσεις

• Αέριες ενώσεις

• Ελεύθερες ρίζες

• Καπνός τσιγάρου

• Μέταλλα-ορυκτά

• Παρασιτοκτόνα, καλλυντικά, δηλητήρια µανιταριών

• Καυσαέρια, ουσίες χηµικού πολέµου, βακτηριακά δηλητήρια, ουσίες

περιβάλλοντος

Η χρωµατογραφία, ως αναλυτική τεχνική, έχει διαχρονικά

καθοριστικές εφαρµογές τόσο στον ποιοτικό, όσο και ποσοτικό προσδιορισµό

των τοξικών ενώσεων στα βιολογικά υγρά κλπ.

Τέτοιες εργαστηριακές µέθοδοι ανάµεσα σε άλλες (ανοσοχηµικές,

ανοσοφθορισµοµετρικές κ.α) είναι η χρωµατογραφία λεπτής στιβάδας, η αέρια

χρωµατογραφία, η υγρή χρωµατογραφία υψηλής απόδοσης. Τα τελευταία

χρόνια οι χρωµατογραφικές τεχνικές συνδυαζόµενες εν σειρά µε

φασµατοσκοπικές τεχνικές, όπως φασµατοµετρία µάζας (MS, Tandem),

παρέχουν στον εργαστηριακό επιστήµονα, ιδιαίτερα ευαίσθητες και αξιόπιστες

τεχνικές προσδιορισµού των τοξικών ενώσεων.

Page 97: 2_synedrio_biblio

97

Page 98: 2_synedrio_biblio

98

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑ

ΑΠΟ ΚΡΙΣΗ

ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

ΜΕ ΤΥΧΑΙΑ ΜΗ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΕΙΡΑ

Page 99: 2_synedrio_biblio

99

ENOTHTA ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΑΙΜΟ∆ΟΣΙΑ

Π1

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟΦΑΣΙΚΟΥ ΦΘΟΡΙΖΟΝΤΟΣ IN-SITU ΥΒΡΙ∆ΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ

ΣΥΝΗΘΩΝ ΧΡΩΜΟΣΩΜΙΚΩΝ ΑΤΥΠΙΩΝ ΣΤΙΣ ΜΥΕΛΙΚΕΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΝΕΟΠΛΑΣΙΕΣ

Περγαµηνού Μ, Παπαδηµητρίου Σ, Γκουµάκου Ε., Γρίβα-Κρητικού Ε,

Ανδρούτσος Γ, Κωστόπουλος Ι, Παυλίδης ∆, Μανιάτη Κ, Γεωργιακάκη Μ.

Αιµατολογικό Εργαστήριο, ΓΝΑ «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα Εισαγωγή: Η συµβατική κυτταρογενετική µελέτη (Conventional Cytogenetic Analysis: CCA) παρέχει µία συνολική εποπτεία επί του γονιδιώµατος και θεωρείται η µέθοδος

επιλογής στην αναζήτηση των γενετικών χαρακτήρων των αιµατολογικών κακοηθειών. Ο µεσοφασικός φθορίζων in-situ υβριδισµός (Interphase Fluoresence In-Situ Hybridization: i-FISH), µολονότι υπερέχει σε διακριτική ικανότητα, εφαρµόζεται µόνο

στην αναζήτηση συγκεκριµένων χρωµοσωµικών ατυπιών. Στην µελέτη αυτή, έγινε προσπάθεια συγκριτικής αξιολόγησης της χρησιµότητας των δύο µεθόδων ως προς την δυνατότητα ανίχνευσης των συνηθέστερων χρωµοσωµικών βλαβών στις µυελικές κακοήθειες. Υλικό - Μέθοδοι: Η µελέτη περιέλαβε 748 περιπτώσεις µυελικών κακοηθειών, από τις οποίες 407 αφορούσαν οξεία µη λεµφοβλαστική λευχαιµία (ANLL), 182 µυελοδυσπλαστικά σύνδροµα (MDS) και 159 µυελοϋπερπλαστικά σύνδροµα (MPD). Σε

όλες έγινε CCA κατά την διάγνωση και παράλληλα µελέτη µε i-FISH επί κυττάρων µυελού των οστών για την αναζήτηση των t(9;22)(q34;q11), 20q-, -7/7q-, -5/5q-, +8, t(8;21)(q22;q22), t(11q23), και t(15;17)(q22;q21), ανάλογα µε τις ενδείξεις κατά περίπτωσιν. Για κάθε θετικό αποτέλεσµα του i-FISH, αναζητήθηκε η αντίστοιχη ατυπία στο πόρισµα της CCA και υπολογίσθηκε το ποσοστό επιτυχίας της συµβατικής µεθόδου ανά ατυπία και κατηγορία νοσήµατος. Αποτελέσµτα: Από την εφαρµογή του i-FISH προέκυψαν συνολικά 330 θετικά ευρήµατα, από τα οποία η CCA ανίχνευσε 240 (72,7%). Τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας της CCA αφορούσαν την t(8;21)(q22;q22), -5/5q- και t(9;22)(q34;q11) (85.7, 81,8 και 80,4%, αντίστοιχα), ενώ τα χαµηλότερα την inv(16)(p13q22), t(15;17)(q22;q21) και +8 (54,5, 61,2 και 62,1%). ∆εν διαπιστώθηκε ουσιώδης διαφοροποίηση στο ποσοστό επιτυχίας της CCA σε σχέση µε την κατηγορία του νοσήµατος. Οι περισσότερες περιπτώσεις αποτυχίας της CCA (67.4%) αποδόθηκαν σε φυσιολογικό καρυότυπο ή απουσία µιτώσεων, ενώ οι υπόλοιπες (32.6%) σε σύνθετο καρυότυπο µε πολλαπλές και δυσδιάκριτες χρωµοσωµικές ατυπίες. Συµπεράσµατα: Αν και η CCA ανιχνεύει αποτελεσµατικά τις περισσότερες χρωµοσωµικές ανωµαλίες στις µυελικές κακοήθειες, είναι πιθανόν να µην αναγνωρίσει συγκεκριµένες ατυπίες, οι οποίες ενδέχεται να αποδειχθούν καθοριστικές στις θεραπευτικές επιλογές. Το πρόβληµα αφορά κυρίως την απουσία µιτωτικής δραστηριότητας των νεοπλασµατικών κυττάρων σε καλλιέργεια. ∆εδοµένου ότι η συµπεριφορά της κακοήθειας in vitro δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί, είναι σκόπιµο, εκτός της CCA, ο αρχικός γενετικός έλεγχος των µυελικών κακοηθειών να συµπληρώνεται και µε i-FISH, τουλάχιστον µε σκοπό την αναζήτηση κυτταρογενετικών βλαβών «υψηλού κινδύνου», οι οποίες επιβάλλουν εντατικοποίηση του θεραπευτικού σχήµατος.

Page 100: 2_synedrio_biblio

100

Π2 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΧΗΜΙΚΗΣ, ΝΟΣΟΚΥΤΤΑΡΟΧΗΜΙΚΗΣ

ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΜΕΘΟ∆ΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΕΛΟΫΠΕΡΟΞΕΙ∆ΑΣΗΣ (MPO) ΣΤΗΝ ΟΞΕΙΑ ΜΥΕΛΟΓΕΝΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ

Κ.Μανιάτη1, Μ.Περγαµηνού1, Γ.Ανδρούτσος1, Ε.Γκουµάκου1, ∆.Σκουµή2,

Γ.Πατεράκης2, Ε.Κρητικού-Γρίβα1

1Αιµατολογικό Εργαστήριο Π.Γ.Ν.Α «Γ.Γεννηµατάς», Αθήνα

2Εργαστήριο Κυτταροµετρίας Ροής, Π.Γ.Ν.Α «Γ.Γεννηµατάς», Αθήνα

Εισαγωγή-Σκοπός: Η ανίχνευση της µυελοϋπεροξειδάσης στους βλάστες της οξείας λευχαιµίας είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης µυελικής διαφοροποίησης και επιτυγχάνεται είτε µε ενζυµική (κυτταροχηµική) µέθοδο, είτε µε µονοκλωνικά αντισώµατα έναντι της MPO (ανοσοκυτταροχηµική και κυτταροµετρική µέθοδος). Σύµφωνα µε τη πρόσφατη ταξινόµηση των οξειών λευχαιµιών του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας (WHO) και οι 3

τεχνικές θεωρούνται δόκιµες, εν τούτοις οι συγκριτικές µελέτες αξιολόγησής τους σπανίζουν στη βιβλιογραφία. Σκοπός της παρούσας µελέτης είναι η συγκριτική αξιολόγηση και ο έλεγχος του βαθµού συµφωνίας-ασυµφωνίας των 3 αυτών µεθόδων προσδιορισµού του ενζύµου σε µία µεγάλη σειρά οξειών λευχαιµιών. Υλικό-Μέθοδοι: H µυελοϋπεροξειδάση προσδιορίστηκε σε 207 οξείες µυελογενείς λευχαιµίες (ΟΜΛ), πρωτογενείς και δευτεροπαθείς, όλων των κατηγοριών κατά FAB µε: α) κυτταροχηµεία (EC) σε επιχρίσµατα περιφερικού αίµατος ή µυελού των οστών µε

κατώτερο όριο θετικότητας (cut-off) ≥ 3%, β) µε ανοσοκυτταροχηµεία (µέθοδος

αλκαλικής-αντιαλκαλικής φωσφατάσης-APAAP) οµοίως σε επιχρίσµατα, µε όριο ≥10%, στα πλαίσια πλήρους ανοσοφαινότυπου και γ) µε κυτταροµετρία ροής (FC) µε όριο

≥20% ή και ≥ 10% σε δεύτερη ανάλυση, συνυπολογίζοντας την ένταση του φθορισµού των βλαστών. Ασυµφωνία µεταξύ των µεθόδων θεωρήθηκε η ύπαρξη θετικών στην MPO βλαστών µε κυτταροχηµεία και αρνητικών µε τις ανοσολογικές τεχνικές και αντίστροφα. Αποτελέσµατα: H ΜPO ανιχνεύτηκε µε κυτταροχηµεία στο 91% των ΟΜΛ, µε

ανοσοκυτταροχηµεία στο 86% και κυτταροµετρικά στο 81% µε cut-off ≥20% ή στο

85,6% των περιπτώσεων µε cut-off ≥10%. Συµφωνία µεταξύ των µεθόδων υπήρξε σε 186/207 ΟΜΛ (89,8%), ενώ ασυµφωνία σε 19/207 ΟΜΛ (9,17%). Αναλυτικότερα, ασυµφωνία παρατηρήθηκε κυρίως στις οξείες λευχαιµίες µεικτού φαινοτύπου (MPAL κατά WHO, 7 ασθενείς), στις ΟΜΛ µε µικρού βαθµού µυελική διαφοροποίηση (Μ0/Μ1 κατά FAB, 4 ασθενείς), στις µονοκυτταρικές (Μ4/Μ5, 5 ασθενείς), σε υποκείµενη µυελοδυσπλασία (2 ασθενείς) και σε µία µόνο περίπτωση ΟΜΛ-Μ2. Στους ασθενείς

αυτούς η τελική κατάταξη έγινε µε συνεκτίµηση της ενζυµικής και της ανοσολογικής µεθόδου Συζήτηση-Συµπεράσµατα: H ανίχνευση της µυελοϋπεροξειδάσης στις οξείες λευχαιµίες παραµένει καθοριστική για τη ταξινόµησή τους και για τον κλινικά σηµαντικό διαχωρισµό της οξείας µυελογενούς από την οξεία λεµφοβλαστική λευχαιµία. Η παρούσα συγκριτική µελέτη έδειξε υψηλή ευαισθησία (>85%) και των 3

µεθόδων προσδιορισµού της ΜPΟ, µε µικρή υπεροχή της κυτταροχηµείας. Ασυµφωνία µεταξύ των µεθόδων καταγράφηκε στο 1/10 των ΟΜΛ, όπως και σε µικρότερες σειρές στη διεθνή βιβλιογραφία, που αφορά κυρίως στις οξείες λευχαιµίες µε µεικτά χαρακτηριστικά µυελικής και λεµφικής σειράς (MPAL κατά WHO), αλλά παρατηρείται

σε όλους τους τύπους της ΟΜΛ πλήν της οξείας προµυελοκυτταρικής λευχαιµίας. Η συνδυασµένη χρήση της κλασσικής ενζυµικής µεθόδου ανίχνευσης της MPO µε τις ανοσολογικές µεθόδους επιτυγχάνει τη ταχύτερη και ακριβέστερη διάγνωση κα ταξινόµηση στις οξείες µυελογενείς λευχαιµίες.

Page 101: 2_synedrio_biblio

101

Π3 ΕΜΠΕΙΡΙΑ 9 ΜΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ NAT ΣΕ

ΜΟΝΟ ∆ΟΤΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ COBAS S201 Ε.Κικάκης1, Σ.Σουσούρης1, Μ.Κωνσταντίνου1, Α. Κοντοπάνου1, Β.Τάτση1, Σ.Γκότση1, Α.

Κεσίδου1, Α.Βαρακλιώτη1, Ο.Κατσαρού1

1Κέντρο Μοριακού Ελέγχου - Κέντρο Αιµοδοσίας, ΓΝΑ «Λαϊκό», Αθήνα

Εισαγωγή: Η Τεχνολογία Νουκλεϊκών Οξέων (ΝΑΤ - Nucleic Acid Technology) επιτρέπει

την ανίχνευση χαµηλών επιπέδων HIV-RNA, HCV-RNA και HBV-DNA µε υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα, περιορίζοντας τον κίνδυνο µετάδοσης των λοιµώξεων HIV, HCV και HBV από µολυσµατικούς αιµοδότες, που βρίσκονται στην περίοδο του παραθύρου οροµετατροπής. Η εφαρµογή µοριακού ελέγχου (ΝΑΤ) για την ταυτόχρονη ανίχνευση HIV και HCV RNA αλλά και HBV DNA σε µοναδιαίους δότες αποτελεί σηµαντική πρόοδο για τη διασφάλιση της ποιότητας του αίµατος. Σκοπός: Σκοπός της µελέτης αυτής είναι η παρουσίαση της εµπειρίας του κέντρου µας από την εφαρµογή του τριπλού µοριακού ελέγχου σε 11 νοσοκοµεία µε Cobas TaqScreen MPX καθώς και η ταυτοποίηση 32 περιπτώσεων λανθάνουσας (occult)

ηπατίτιδας Β. Μέθοδοι: ∆είγµατα αιµοδοτών από 11 νοσοκοµεία συλλέχθηκαν και ελέγχθηκαν στο Κέντρο Μοριακού Ελέγχου χρησιµοποιώντας τη µέθοδο Cobas TaqScreen MPX (Roche Molecular Systems) στο σύστηµα Cobas s201. Το σύστηµα Cobas s201 αποτελείται

από τρεις σειρές µηχανηµάτων, η καθεµιά από τις οποίες περιλαµβάνει 1 µηχάνηµα δειγµατοληψίας Hamilton Star Pipettor, 3 µηχανήµατα Cobas AmpliPrep και 2 Αναλυτές Cobas TaqMan και σε διαµόρφωση 1:3:2. Αρχικώς ΝΑΤ αντιδρώντα δείγµατα επανελέγχθηκαν χρησιµοποιώντας είτε το ίδιο δείγµα, είτε δείγµα από τον ασκό πλάσµατος µε την ίδια τεχνική, ενώ πραγµατοποιήθηκε και έλεγχος µε τη δοκιµασία διάκρισης, χρησιµοποιώντας τη µέθοδο Cobas AmpliScreen (Roche Molecular Systems). Ορολογικός έλεγχος για ύπαρξη anti-HIV, anti-HCV και HBsAg πραγµατοποιήθηκε σε όλα τα δείγµατα µε τη µέθοδο MEIA or ChLIA (Abbott). Σε όσα

δείγµατα υπήρχε διαθέσιµη ποσότητα πλάσµατος διενεργήθηκε ορολογικός έλεγχος για παρουσία ολικών anti-HBc, IgM anti-HBc, HBeAg, anti-HBe και anti-HBs µε τη µέθοδο MEIA (Abbott).

Αποτελέσµατα: Κατά το χρονικό διάστηµα Ιανουάριος 2009 - Σεπτέµβριος 2009, εξετάστηκαν συνολικά 63.794 αιµοδότες µε τη µέθοδο Cobas TaqScreen MPX. 63.794

αιµοδότες, 319 (0.50%) ήταν αρχικώς θετικοί και οι αντίστοιχοι ασκοί αίµατος καταστράφηκαν. Από τα 319 αρχικώς αντιδρώντα δείγµατα, 224 βρέθηκαν επαναλαµβανόµενα θετικά (70,2%). Μετά τη δοκιµασία διάκρισης, 195 δείγµατα

αιµοδοτών βρέθηκαν θετικά, από τα οποία 26 ήταν HCV θετικά, 163 HBV θετικά και 6 HIV θετικά. Κατά τον έλεγχο ανιχνεύθηκαν και ταυτοποιήθηκαν 33 συνολικά ΝΑΤ θετικά και ορολογικά αρνητικά δείγµατα (ΝΑΤ yield cases). Από αυτά, 1 δείγµα ήταν

HCV NAT θετικό και ορολογικά αρνητικό και 32 δείγµατα βρέθηκαν HBV NAT θετικά και HBsAg αρνητικά. ∆εν ανιχνεύθηκε κανένα δείγµα HIV σε περίοδο παραθύρου. Μετά από επιπλέον έλεγχο των HBV NAT yield δειγµάτων, βρέθηκε ότι το 87,5% ήταν anti-HBc θετικά, ενώ µόνο 3 από τα 32 (9,4%) ήταν anti-HBc αρνητικά. Η πλειονότητα των δειγµάτων αυτών αντιπροσωπεύουν πιθανότατα περιπτώσεις λανθάνουσας ηπατίτιδας Β (occult HBV infections, ΟΒΙ) και επιπλέον χαρακτηρισµός, όπως πλήρες

ορολογικό προφίλ, ιϊκό φορτίο και παρακολούθηση των αιµοδοτών βρίσκονται σε εξέλιξη. Είναι αξιοσηµείωτο πως 2 από τις 32 HBV NAT yield περιπτώσεις ήταν IgM anti-HBc θετικές. Το γεγονός αυτό δηλώνει πως πιθανότατα οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν HBV λοίµωξη στην περίοδο του παραθύρου (WP NAT yield cases).

Περαιτέρω αξιολόγηση των περιπτώσεων αυτών είναι απαραίτητη µε παρακολούθηση των αιµοδοτών για τον προσδιορισµό του παραθύρου οροµετατροπής. Συµπεράσµατα: Το όφελος του µοριακού ελέγχου για τις µονάδες αίµατος που βρίσκονται στην περίοδο του παραθύρου διάγνωσης ή σε περιπτώσεις λανθάνουσας ηπατίτιδας Β είναι ιδιαιτέρως σηµαντικό. Σε χρονικό διάστηµα 9 µηνών ένας αυξηµένος αριθµός δυνητικά µολυσµατικών µονάδων αίµατος ανιχνεύθηκε στο Κέντρο Μοριακού Ελέγχου, µε την ταυτοποίηση 1 περίπτωσης αιµοδότη σε περίοδο παραθύρου HCV

Page 102: 2_synedrio_biblio

102

λοίµωξης, 2 πιθανών HBV περιπτώσεων σε περίοδο παραθύρου (WP NAT yield cases) και 30 περιπτώσεων λανθάνουσας ηπατίτιδας Β (occult HBV NAT yield cases) µε τη

χρήση της µεθόδου Cobas TaqScreen MPX.

Π4

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΝΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ∆ΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΥΤΕΣ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΡΟΗΣ

Ε. Αγαθοκλέους1, Β. Σπυρόπουλος1, Γ. Πατεράκης2

1Τµήµα Τεχνολογίας Ιατρικών Οργάνων, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα (TEI) Αθήνας

2Εργαστήριο Κυτταροµετρίας Ροής, Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα

Εισαγωγή: Η ανάλυση του ολικού αίµατος, του µυελού και άλλων βιολογικών υγρών στη σύγχρονη Ιατρική απαιτεί συχνά την χρήση αναλυτών κυτταροµετρητών ροής και αυτόµατων αιµατολογικών αναλυτών στα Αιµατολογικά και Ανοσολογικά εργαστήρια που διαθέτουν ειδικά τµήµατα κυτταροµετρίας ροής. Σκοπός: Η εργασία έγινε µε σκοπό την εγκατάσταση ενός κατάλληλου πρωτοκόλλου ∆ιασφάλισης Ποιότητας για τον αντίστοιχο εξοπλισµό του εργαστηρίου κυτταροµετρίας ροής του Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς». ∆ιερεύνηση: Εξετάσθηκαν δύο αιµατολογικοί αναλυτές (Abbott Cell- Dyn Sapphire και Bayer Advia 2120). Οι επιδόσεις του εξοπλισµού για έως και 29 (µετρούµενες και υπολογισθείσες) παραµέτρους, προσδιορίστηκαν από την χρήση τριών διαφορετικών επιπέδων υλικών ελέγχου και 10 δειγµάτων φρέσκου αίµατος. Σε ότι αφορά την κυτταροµετρία ροής, εξετάσθηκαν δύο αναλυτές (Beckman-Coulter EPICS XL-MCL and Beckman-Coulter Cytomics FC-500). Χρησιµοποιήθηκαν αντιδραστήρια ελέγχου του εµπορίου και εξετάσθηκαν οι πιο κοινές πηγές σφαλµάτων, µέσω προσδιορισµού τεχνικών παραµέτρων, καθώς φαίνεται στον παρακάτω πίνακα. Το εν λόγω πρωτόκολλο διασφάλισης ποιότητας εφαρµόσθηκε από τον Οκτώβριο 2008 έως τον Ιούλιο 2009.

Υλικά Ελέγχου Ελεγχόµενες παράµετροι

Flow-Check Fluorospheres Flow-Set Fluorospheres PC7 (770/488) Setup Kit Quick-Comp 4 Kit Immuno-Trol Cells Immuno-Brite Standards Kit Sphero Rainbow Calibration Particles

Ευθυγράµµιση laser, υδραυλικό σύστηµα Υψηλή τάση και συνολική ενίσχυση Αντιστάθµιση φθοριοχρωµάτων Ρυθµίσεις εφαρµογών Γραµµικότητα του λογαριθµικού ενισχυτή Ευαισθησία και ανάλυση φθορισµού

Συµπεράσµατα: Η αποκλίσεις των λαµβανόµενων τιµών για τα τρία υλικά ελέγχου παραµένουν εντός των αποδεκτών ορίων. Το ίδιο ισχύει και για τα αποτελέσµατα των µετρήσεων µε φυσιολογικό αίµα και για τους δύο αιµατολογικούς αναλυτές. Η ευθυγράµµιση της δέσµης του LASER κρίθηκε ικανοποιητική (HPCV < 2,5), όπως και η λειτουργία του υδραυλικού συστήµατος, µετά από καθηµερινό καθαρισµό και τακτική συντήρηση. Οι τάσεις των Φωτοπολλαπλασιαστών (PMTs) ήταν σταθερές (CV X-mode < 5%). Η επαλήθευση των ρυθµίσεων (ακρίβεια, επαναληψιµότητα κλπ.) εξαρτάται σηµαντικά από το είδος του χρησιµοποιουµένου αντιδραστηρίου λύσης ερυθροκυττάρων και τον χρόνο δράσής του στο µονιµοποιηµένο αίµα. Η µη γραµµική απόκριση στις χαµηλές τιµές ενίσχυσης των PMTs (θόρυβος) διορθώθηκε µε ρύθµιση του προενισχυτή, µέσω της µεταβολής της τιµής του ουδού (κατωφλίου). Τέλος, δεν παρατηρούνται αποκλίσεις των πειραµατικών από τις προδιαγραφόµενες τιµές στα δεδοµένα ευαισθησίας και ανάλυσης φθορισµού. Η εφαρµογή ενός ολοκληρωµένου πρωτοκόλλου διασφάλισης ποιότητας για τους αναλυτές ενός συγχρόνου εργαστηρίου κυτταροµετρίας ροής, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πιστοποίηση και διαπίστευσή τους.

Page 103: 2_synedrio_biblio

103

Π5 ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΤΟ COBAS S201 ΤΗΣ ROCHE

DIAGNOSTICS ΣΤΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΙΜΑΤΟΣ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ».

Κ. Μωραϊτου1, Π. Μποταϊτη1, Α. Πολύζος1, Α. Καραγιώργου1, Μ. Σιάρκου1, Α. Κουβέλη1, Π. Κατσέα2

1Κέντρο Μοριακού Ελέγχου Αίµατος Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα,

2Κέντρο Αιµοδοσίας Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς», Αθήνα

Εισαγωγή: Ο έλεγχος του αίµατος είναι ζωτικής σηµασίας για την ασφαλή µετάγγιση. Για τον σκοπό αυτό παγκοσµίως έχουν υιοθετηθεί διάφορες τεχνολογίες. Τα τελευταία χρόνια η µέθοδος ανίχνευσης νουκλεικού οξέως (ΝΑΤ) χρησιµοποιείται ευρέως, έτσι

ώστε να µειωθεί η πιθανότητα µετάδοσης ιικών µολύνσεων και συγκεκριµένα του ιού Επίκτητης Ανοσοεπάρκειας Τύπου 1 (HIV-1) και τύπου 2 (HIV-2), του ιού Ηπατίτιδας C (HCV) και του ιού της Ηπατίτιδας Β (HBV). Στο Κ.Μ.Ε.Α. «Γ. Γεννηµατάς» ο µοριακός

έλεγχος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2008 µε την εγκατάσταση του Cobas S201 συστήµατος της Roche Diagnostics. Σκοπός: Η εργασία έχει σαν στόχο να αναδείξει την πορεία που ακολουθείται από την παραλαβή των δειγµάτων µέχρι το τελικό αποτέλεσµα, µε το Cobas S201 της Roche Diagnostics στο Κ.Μ.Ε.Α. «Γ. Γεννηµατάς». Υλικά και Μέθοδοι: Ο µοριακός έλεγχος γίνεται σε πλάσµα του αίµατος των αιµοδοτών από 12 διαφορετικά νοσοκοµεία των νοµών Αττικής, Κυκλάδων και ∆ωδεκανήσου. Στο Κ.Μ.Ε.Α «Γ. Γεννηµατάς» απασχολούνται 6 τεχνολόγοι σε 2 βάρδιες ανά ηµέρα για 6 µέρες την εβδοµάδα. Ο έλεγχος πραγµατοποιείται σε µοναδιαίο δείγµα µε τη µεθοδολογία της real time PCR. Συνοπτικά, τα βασικά στάδια της διαδικασίας είναι ως εξής: παραλαβή, φυγοκέντρηση, αποπωµατισµός (SARSTEDT DC-900 Flex), αυτοµατοποιηµένη δεξαµενοποίηση δειγµάτων (Hamilton Microlab Star IVD), αυτοµατοποιηµένη προετοιµασία δειγµάτων (9 µηχανήµατα Cobas Ampliprep),

αυτοµατοποιηµένη ενίσχυση νουκλεικού οξέως και αυτοµατοποιηµένη ανίχνευση σε πραγµατικό χρόνο προιόντων PCR (6 µηχανήµατα Cobas Taqman), αυτοµατοποιηµένη διαχείριση δεδοµένων µε την χρήση λογισµικού (PDM) και µε ταυτόχρονη εισαγωγή

δεδοµένων-barcode του κάθε δείγµατος στο ειδικά διαµορφωµένο LIS. Να επισηµανθεί ότι το σύστηµα χρησιµοποιεί αντιδραστήρια που επιτρέπουν την ταυτόχρονη ανίχνευση για την ύπαρξη πέντε ιών (HIV-1 οµάδας Ο και Μ, HIV-2, HCV, HBV). Σε περίπτωση αντιδρώντων δειγµάτων, πραγµατοποιείται δοκιµασία διαδικασία διαχωρισµού (Cobas Ampliscreen HIV-1, HBV, HCV) στον αναλυτή Cobas Amplicor.

Αποτελέσµατα: Η διαδικασία ολοκληρώνεται εντός πενταώρου όπου παραλαµβάνονται τα αποτελέσµατα των δειγµάτων και αποστέλλονται σε κάθε νοσοκοµείο. Το σύστηµα Cobas S201 µε τα εξελιγµένα αντιδραστήρια που χρησιµοποιεί µπορεί να µειώσει περεταίρω το κίνδυνο µετάδοσης των ιικών νουκλεικών οξέων (HIV-1 RNA, HCV RNA, HBV DNA) σε δείγµατα αίµατος που λαµβάνονται κατά τη «περίοδο παραθύρου» της

οροµετατροπής. Συµπέρασµα: Ο υψηλός συντελεστής απόδοσης του συστήµατος σε συνάρτηση µε την υψηλή ευαισθησία των αντιδραστηρίων αλλά και τον ελάχιστο χρόνο χειριστικής παρέµβασης καθιστούν το Cobas S201 σύστηµα ως ένα αξιόπιστο εργαλείο για το µοριακό έλεγχο του αίµατος.

Page 104: 2_synedrio_biblio

104

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ – ΚΛΙΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

Π6

∆ΟΚΙΜΑΣΙΑ NEΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ ΤΩΝ ΦΩΣΦΑΤΑΣΩΝ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ LAR ΚΑΙ PTP1B ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ∆ΙΑΒΗΤΗ

Φ.Ελευθερίου1, Α.Γερονικάκη2, A.Rudov2, Π.Μουρατίδου1, Χ.Τσακιλτσίδου1, Α.Κοκκίνη1 S.Balalaie3, Κ.Λιάρας2

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας,

Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης, 2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, 3Department of Chemistry,

K.N.Toosi Univrsity of Technology, Tehran, Iran

Εισαγωγή: Ο σακχαρώδης διαβήτης καλύπτει ένα ευρύ φάσµα ετερογενών νοσηµάτων. Ο διαβήτης τύπου ΙΙ είναι η συχνότερη µορφή και φαίνεται να καλύπτει το 85-95 % των περιπτώσεων της νόσου. Στη µορφή αυτή του διαβήτη παρατηρείται παραγωγή ινσουλίνης που αδυνατεί όµως να µειώσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίµα. Το γεγονός αποδίδεται σε µη ικανοποιητική δράση του υποδοχέα της ινσουλίνης. Οι υποδοχείς ινσουλίνης είναι διαµεµβρανικές πρωτεΐνες που το ενδοκυττάριο τµήµα του έχει δράση κινάσης. Μετά την αλληλεπίδραση µε την ινσουλίνη, το ενδοκυττάριο τµήµα αυτοφωσφο-ρυλυώνεται µε αποτέλεσµα να ενεργοποιείται η δράση κινάσης που διαθέτει. Ο ενεργοποιηµένος υποδοχέας στη συνέχεια φωσφορυλυώνει µια σειρά από άλλους ενδοκυττάριους παράγοντες µε αποτέλεσµα την έναρξη ενός καταρράκτη αντιδράσεων που οδηγεί στη διάνοιξη του καναλιού GLUT4 µέσω του οποίου εισέρχεται γλυκόζη στο κύτταρο. H διαδικασία αυτή διακόπτεται όταν αποσπαστούν οι φωσφορικές οµάδες από τον ενεργοποιηµένο υποδοχέα µε τη δράση µιας φωσφατάσης πρωτεϊνών. Οι φωσφατάσες πρωτεϊνών που έχει βρεθεί ότι εµπλέκονται στην αποφωσφορυλύωση του υποδοχέα είναι οι LAR και PTP1B. Πιστεύεται ότι η αναστολή των φωσφατασών αυτών µπορεί να παρατείνει την εισαγωγή γλυκόζης µετά από µια ενεργοποίηση του υποδοχέα και να µειώσει αποτελεσµατικά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίµα σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου ΙΙ. Στην παρούσα εργασία, 36 ενώσεις, θειαζολικά, ιµιδαζολικά παράγωγα και παράγωγα του 6H-5,8-διοξα-φαινανθρενίου δοκιµάστηκαν για δράση αναστολής των ενζύµων LAR και PTP1B. Μέθοδος: Για τη δοκιµασία αναστολής της δράσης της LAR χρησιµοποιήθηκε το τµήµα LAR-D1 του ενζύµου και ήταν προϊόν της Sigma. Για τη δοκιµασία της PTP1B χρησιµοποιήθηκε ανθρώπινο ανασυνδυασµένο ένζυµο της εταιρείας Calbiochem. Ως υπόστρωµα χρησιµοποιήθηκε το π-νιτροφαινυλο φωσφορικό οξύ και η επώαση πραγµατοποιήθηκε στους 30oC Αποτελέσµατα: Ορισµένες από τις ενώσεις εµφάνισαν καλή δράση απέναντι στη LAR ενώ κάποιες αποδείχθηκαν καλοί αναστολείς της PTP1B. Κάποιες από τις ενώσεις εµφάνισαν δράση απέναντι και στα δύο ένζυµα. Συµπεράσµατα: Μέρος των ενώσεων που δοκιµάστηκαν παρουσιάζουν ικανοποιητική δράση αναστολής των φωσφατασών που εµπλέκονται στην απενεργοποίηση του υποδοχέα ινσουλίνης και αξίζει να δοκιµαστούν περεταίρω σε πειραµατόζωα.

Page 105: 2_synedrio_biblio

105

Π7 ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ AIDS.

∆ΟΚΙΜΑΣΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ HIV-1 ΑΝΑΣΤΡΟΦΗΣ ΜΕΤΑΓΡΑΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΝΕΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ, ΠΑΡΑΓΩΓA ΤΗΣ 2-(ΧΛΩΡΟ /ΦΘΟΡΟ ΦΑΙΝΥΛ) -3- (ΘΙΑΖΟΛ/ΙΜΙ∆ΑΖΟΛ-

2–ΥΛ) ΘΙΑΖΟΛΥ∆ΙΝ - 4 - ΟΝΗΣ

S.Surmava1, Ε. Πίττα2, Φ.Ελευθερίου1, Α.Γερονικάκη2, Χ.Πέτρου1

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας,

Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης,

2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Οι αναστολείς ανάστροφης µεταγραφάσης (RT) ανήκουν στα φάρµακα πρώτης επιλογής για την αντιµετώπιση του AIDS (De Clercq E. Rev Med Virol 2009 Aug 27;19(5):287-299). Αν και υπάρχει ήδη ένας µεγάλος αριθµός φαρµάκων που έχουν

εγκριθεί και χρησιµοποιούνται σε διάφορους θεραπευτικούς συνδυασµούς, η ανάγκη για ανάπτυξη νέων φαρµάκων εξακολουθεί να υφίσταται κυρίως λόγω της ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών εξαιτίας της παρατεταµένης θεραπείας. Από τους αναστολείς ανάστροφης µεταγραφάσης που ήδη χρησιµοποιούνται, οι µη νουκλεοσιδικοί (NNRTI) πλεονεκτούν σε σχέση µε τους νουκλεοσιδικούς (NRTI) στο ότι εµφανίζουν λιγότερες παρενέργειες αλλά έχουν το µειονέκτηµα της γρήγορης ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών (Schambelan M, et al. J Acquir Immune Defic Syndr 2002; 31:257-75). Νέες 2-(χλωρο / φθοροφαινυλο) – 3 - (αιθόξυ/µεθοξυ/βενζο[d]θειαζολ-2-υλ)θειαζολιδιν-4-όνες που

συντέθηκαν στον Τοµέα Φαρµακευτικής Χηµείας του ΑΠΘ και ελέχθησαν από την οµάδα µας βρέθηκε ότι είχαν καλή δράση αναστολής της RT. Στην προσπάθεια παραγωγής πιο αποτελεσµατικών αναστολέων, νέα παράγωγα: 2-(χλωρο/φθοροφαινυλο)-3-(αδαµαντάνυλ-θειαζολ-2-υλ)θειαζολιδιν-4-όνες, 2-(χλωρο/φθοροφαινυλο) -3-(6-Cl/H-βενζο[d]θειαζολ-2-υλ)θειαζολιδιν-4-όνες όπως και ιµιδαζολικά παράγωγα συντέθηκαν

και δοκιµάστηκαν. Μέθοδος: Ο έλεγχος αναστολής της ανάστροφης µεταγραφάσης έγινε µε τη χρήση χρωµατοµετρικής ανοσοενζυµικής µεθόδου που στηρίζεται στη σύνθεση κατάλληλα επισηµασµένου DNA κλώνου και τον προσδιορισµό του παραγόµενου προϊόντος (Roche Inc.)

Αποτελέσµατα: Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα, ορισµένες από τις ενώσεις παρουσίασαν καλή δράση µε IC50 της τάξης των µM ή µικρότερη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι κάποιες από τις δραστικές ενώσεις φαίνεται να ανήκουν στους ανταγωνιστικούς και όχι στους µη συναγωνιστικούς αναστολείς. Συµπεράσµατα: Οι γνωστοί µη νουκλεοσιδικοί αναστολείς που βρίσκονται σε χρήση ανήκουν στην κατηγορία των µη συναγωνιστικών αναστολέων και συνδέονται περίπου στην ίδια θέση του ενζύµου. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών σε έναν αναστολέα συνεπάγεται την ανάπτυξη αντοχής σε όλους τους αναστολείς του ίδιου τύπου. Η ανάπτυξη ανταγωνιστικών αναστολέων που πιθανόν συνδέονται σε άλλη περιοχή του ενζύµου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενώσεις αυτής της κατηγορίας µπορεί να αποτελέσουν νέα αποτελεσµατικά φάρµακα για την αντιµετώπιση του AIDS.

Page 106: 2_synedrio_biblio

106

Π8 ∆ΟΚΙΜΑΣΙΑ NEΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ Η ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΤΩΝ

ΙΣΟΕΝΖΥΜΩΝ ΤΗΣ ΑΛΚΑΛΙΚΗΣ ΦΩΣΦΑΤΑΣΗΣ

Καµαριοτις Αστέριος1, Κυνηγόπουλος Σταύρος1, Ελευθερίου Φαίδρα1, Γερονικάκη Αθηνά2, Saeed Balalaie3

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας,

Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης,

2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

3Department of Chemistry, K.N.Toosi Univrsity of Technology, Tehran, Iran

Εισαγωγή: Όπως είναι γνωστό, ο προσδιορισµός της αλκαλικής φωσφατάσης και των ισοενζύµων της στον ορό συνεισφέρει σηµαντικά στην διάγνωση µεγάλου αριθµού νοσηµάτων. Παρ’ ότι ο προσδιορισµός της αλκαλικής φωσφατάσης χρησιµοποιείται εδώ και χρόνια παραπέµποντας τον ιατρό κυρίως σε παθήσεις των οστών και του ήπατος, ο προσδιορισµός ισοενζύµων της αλκαλικής φωσφατάσης εξακολουθεί να προτείνεται ως βιολογικός δείκτης διάγνωσης ή παρακολούθησης της πορείας νοσηµάτων. Έτσι, αυξηµένα επίπεδα αλκαλικής φωσφατάσης του πλακούντα είχαν προταθεί ως δείκτης ύπαρξης καρκίνου των οωθηκών (J Clin Pathol 1992, 45, 1114-1115) και ως δείκτης αυξηµένης πιθανότητας αποβολής σε περιπτώσεις εγκυµοσύνης (Robert E. Meyer et al., Am. J. Obstetrics Gynecology, 1995, 173(1), 181-186). Επιπλέον, αυξηµένα επίπεδα

ισοενζύµου της αλκαλική φωσφατάσης τύπου πλακούντα παρατηρήθηκαν στο 60% ασθενών µε καρκίνο των όρχεων (Favilla V et al., Front Biosci (Elite Ed). 2010, 1(2),456-77). Οι µέθοδοι που χρησιµοποιούνται για τον προσδιορισµό ισονζύµων της αλκαλικής φωσφατάσης, όπως ELISA για το ισοένζυµο του πλακούντα (JL Millan et al., Clinical Chemistry, 1981, 27, 2014-2018) ή ηλεκτροφόρηση είναι ακριβοί ή χρονοβόροι. Ως εκ

τούτου η έρευνα για τη βελτίωσή τους συνεχίζεται. Ανάλογα συνεχίζεται και η έρευνα για εντοπισµό νέων ειδικών αναστολέων των ισοενζύµων (Lanier M, Bioorg Med Chem. 2009). Στην παρούσα εργασία, 10 ενώσεις, θειαζολικά παράγωγα και παράγωγα του 6H-5,8-διοξα-φαινανθρενίου δοκιµάστηκαν για δράση αναστολής ισοενζύµων της αλκαλικής φωσφατάσης. Μέθοδος: Για τη δοκιµασία αναστολής της δράσης της αλκαλικής φωσφατάσης χρησιµοποιήθηκε ως υπόστρωµα το π-νιτροφαινυλο φωσφορικό οξύ και η επώαση πραγµατοποιήθηκε στους 25oC. Χρησιµοποιήθηκε πρότυπος ανθρώπινος ορός και καθαρά ισοένζυµα του εµπορίου. Αποτελέσµατα: Ορισµένες από τις ενώσεις εµφάνισαν καλή δράση αναστολής συγκεκριµένων ισοενζύµων. Συµπεράσµατα: Ορισµένες από τις ενώσεις µπορούν να χρησιµοποιηθούν µόνες ή σε µίγµατα για την επιλεκτική αναστολή ισοενζύµων. Αυτό µπορεί να βοηθήσει στη µελέτη των ισοενζύµων και να αποτελέσει ίσως τη βάση για τη δηµιουργία στο µέλλον, νέων φωτοµετρικών µεθόδων προσδιορισµού.

Π9 ∆ΟΚΙΜΑΣΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ HIV-1 ΙΝΤΕΓΚΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟ-ΙΣΑΤΙΝΟ-ΚΥΚΛΟΠΡΟΠΑΝΙΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓA ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΙΣΗ ΤΟΥ AIDS

S.Surmava1, Φ.Ελευθερίου1, Α.Γερονικάκη2, Χ.Πέτρου1

1Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης

2Τοµέας Φαρµακευτικής Χηµείας, Τµήµα Φαρµακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Οι αναστολείς ιντεγκράσης είναι από τα πλέον νέα φάρµακα για την αντιµετώπιση του ιού HIV. Το raltegravir (ISENTRESS) ήταν το πρώτο φάρµακο αυτής

Page 107: 2_synedrio_biblio

107

της κατηγορίας που εγκρίθηκε για χρήση σε ασθενείς που εµφάνισαν αντοχή σε άλλα φάρµακα µόλις το 2007. Τα θετικά αποτελέσµατα της θεραπείας οδήγησαν στην επέκταση της έγκρισης για χρήση και από άλλους ασθενείς µόλις το 2009. Αν και υπάρχει ήδη ένας µεγάλος αριθµός φαρµάκων που έχουν εγκριθεί και χρησιµοποιούνται σε διάφορους θεραπευτικούς συνδυασµούς, η ανάγκη για ανάπτυξη νέων φαρµάκων εξακολουθεί να υφίσταται κυρίως λόγω της ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών εξαιτίας της παρατεταµένης θεραπείας. Στην παρούσα εργασία, πέντε νέα σπυρο-ισατινο-κυκλοπροπανικά παράγωγα δοκιµάστηκαν ως αναστολείς της HIV-1 ιντεγκράσης. Μέθοδος: Ο έλεγχος αναστολής της ιντεγκράσης έγινε µε τη χρήση χρωµατοµετρικής ανοσοενζυµικής µεθόδου της XpressBio. Αποτελέσµατα: Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα, ορισµένες από τις ενώσεις είχαν ικανοποιητική δράση. Οι ενώσεις παρουσιάζουν cis-trans ισµερείωση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αλλαγή της ισοµερίωσης οδηγεί σε δραµατική µεταβολή της δράσης. Συµπεράσµατα: Με βάση τα αποτελέσµατα, σπυρο – ισατινο -κυκλοπροπανικά παράγωγα µπορούν να αποτελέσουν αναστολείς της HIV-1 ιντεγκράσης. Με βάση τα αποτελέσµατα συσχέτισης δοµής-δράσης, νέα παράγωγα θα συντεθούν µε στόχο την παραγωγή νέων πιο δραστικών ενώσεων.

Π10 ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΝΟΣΟΕΝΖΥΜΙΚΗΣ ΜΕΘΟ∆ΟΥ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΥ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ

ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΙΟΥ ΤΗΣ ΓΡΙΠΗΣ Α H1N1 ΣΕ ΟΜΑ∆Α ΑΤΟΜΩΝ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΓΡΙΠΗΣ

Φ.Ελευθερίου, S.Sofo Surmova, Σ.Μήτκα, Ε.Βαγδατλή, Π.Σκεπαστιανός,

Β.Καλαντίδου, Χ.Πέτρου

Τµήµα Τεχνολόγων Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Ο ιός της γρίπης Α Η1Ν1 που ανιχνεύθηκε αρχικά τον Απρίλιο του 2009 στο Μεξικό περιέχει στο γονιδίωµά του στοιχεία της ανθρώπινης εποχιακής γρίπης όπως και στοιχεία από δύο διαφορετικά στελέχη της γρίπης των χοίρων που ενδηµούν στην Βόρεια Αµερική, το ένα, και στην Ευρώπη και Ασία το δεύτερο. Πεπτίδια προερχόµενα από τα χοίρια στελέχη έχουν εντοπιστεί σε τουλάχιστον έξι πρωτεΐνες του νέου ιού. Μεταξύ αυτών στην αιµαγλουτινίνη περιέχεται τµήµα προερχόµενο από το κλασικό στέλεχος της γρίπης των χοίρων, ενώ στη νευραµινιδάση έχει ενσωµατωθεί πεπτίδιο του Ευρασιατικού στελέχους της γρίπης των χοίρων. Η υψηλή θνησιµότητα που παρατηρήθηκε στο Μεξικό σε συνδυασµό µε τη σχετικά µεγάλη διαφοροποίηση του ιού από τα αµέσως προηγούµενα στελέχη της ανθρώπινης εποχιακής γρίπης δηµιούργησαν σοβαρή ανησυχία για εµφάνιση πανδηµίας που οδήγησε στην έκδοση αυστηρών οδηγιών και την προτροπή για µαζικούς εµβολιασµούς από τον παγκόσµιο οργανισµό υγείας. Άλλωστε, σε όλες τις παλαιότερες γνωστές περιπτώσεις πανδηµίας (1918 H1N1, 1957 H2N2, and 1968 H3N2) τµήµατα γονιδίων της γρίπης,

συµπεριλαµβανοµένης της αιµαγλουτινίνης, είχαν προέλθει από µη ανθρώπινους ιούς, στις περιπτώσεις αυτές από ιούς των πτηνών [Rebecca J. Garten et al. Science 2009: 325 (5937), 197 – 201]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι πρωτεΐνες του νέου

ιού εµφανίζουν µεγαλύτερη οµολογία µε στελέχη που αποµονώθηκαν δέκα χρόνια πριν (1992-2004) παρά µε αυτά των τριών προηγούµενων χρόνων. Παρά τις αρχικές δυσοίωνες προβλέψεις, µικρό µέρος µόνο του πληθυσµού εµβολιάστηκε, ενώ µεγάλο µέρος των ανθρώπων που νόσησαν τελικά εµφάνισαν ήπια συµπτώµατα. Ωστόσο, µέχρι τα µέσα Ιανουαρίου 2010, στην Ελλάδα, 57 θάνατοι αποδόθηκαν στον ιό. Στην παρούσα εργασία έγινε εφαρµογή µιας ανοσοενζυµικής µεθόδου προκειµένου να διερευνηθεί η ύπαρξη αντισωµάτων IgM και IgG έναντι αντιγονικών περιοχών του νέου ιού της γρίπης Α Η1Ν1 που παρουσιάζουν διαφοροποίηση από τα προηγούµενα στελέχη, σε άτοµα που εµφάνισαν συµπτώµατα γρίπης κατά τους µήνες Οκτώβριο 2009 έως Ιανουάριο 2010, σε άτοµα που επιβεβαιωµένα έχουν νοσήσει (RT-PCR), σε άτοµα

Page 108: 2_synedrio_biblio

108

που έχουν εµβολιαστεί και σε δείγµατα που συλλέχτηκαν ένα και δύο χρόνια πριν την εµφάνιση του ιού. Μέθοδος: Για την εφαρµογή της µεθόδου χρησιµοποιήθηκαν δύο πεπτίδια της αιµαγλουτινίνης και ένα πεπτίδιο της νευραµινιδάσης του νέου ιού που έχουν χοίρια προέλευση, όπως και δύο πεπτίδια της αιµαγλουτινίνης και ένα πεπτίδιο της νευραµινιδάσης που προέρχονται από την κοινή εποχιακή γρίπη. Όλα τα δείγµατα συλλέχθηκαν τουλάχιστον δεκαπέντε µέρες µετά την εµφάνιση συµπτωµάτων ή τον εµβολιασµό και ελέγχθηκαν για παρουσία IgG και IgM αντισωµάτων έναντι των αντιγόνων. Επίσης ελέγχθηκαν οροί που είχαν συλλεγεί ένα και δύο χρόνια πριν της εµφάνιση του νέου ιού και είχαν συντηρηθεί στους -20οC. Αποτελέσµατα: Τα αποτελέσµατα έδειξαν αυξηµένη ποσότητα κυρίως IgG αντισωµάτων έναντι των αντιγόνων χοίριας προέλευσης στον ορό εµβολιασµένων ατόµων, επιβεβαιωµένων θετικών δειγµάτων και σε πολύ µεγάλο ποσοστό των ατόµων που εµφάνισαν συµπτώµατα γρίπης. Μικρότερη ποσότητα αντισωµάτων που αναγνώριζαν τα χοίρια αντιγόνα βρέθηκε σε δείγµατα που συλλέχτηκαν πριν το 2009. Ποσοτικές διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν ανάλογα µε το αντιγόνο στις διάφορες οµάδες που ελέγχθηκαν.

Π11 ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΙΚΕΣ ∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΑΚΡΑΙΕΣ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ«ΤΡΕΙΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΙΚΩΝ ∆ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ»

∆. Μαυροδάκου, Ι. Σαµαρά

AΤΕΙ Αθήνας, Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων

Εισαγωγή: Η παρούσα εργασία ασχολείται µε τις ηλεκτρολυτικές διαταραχές που εµφανίζονται κάτω από ακραίες κλιµατολογικές συνθήκες. Συγκεκριµένα η εργασία αποκαλύπτει, διεισδύει και αναλύει τρεις πραγµατικές καταστάσεις, τρεις αληθινές ιστορίες ανθρώπων που αντιµετώπισαν ακραία καιρικά φαινόµενα στη γη αλλά και έξω από αυτή στο παγωµένο διάστηµα. Η εργασία αυτή τους ακολουθεί σε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν ξετυλίγοντας την ιστορία τους µε στόχο να αποκαλύψει τις ηλεκτρολυτικές διαταραχές που εµφανίστηκαν στον οργανισµό τους ως αποτέλεσµα της έκθεσης τους και της παραµονής τους σε ακραία περιβάλλοντα. Επίσης εστιάζει στις βιολογικές µεταβολές του οργανισµού τους και στα µικρά «βιολογικά θαύµατα» που συνέβησαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους µέχρι την τελευταία τους ανάσα ή την αµύθητη δύναµη του ενστίκτου της επιβίωσης που ωθεί στη ζωή… Σκοπός της εργασίας ήταν να αποκαλυφθούν οι πιθανές επιδράσεις ενός ακραίου περιβάλλοντος στον οργανισµό, οι αντιδράσεις του οργανισµού στο περιβάλλον αυτό σε πρακτικό επίπεδο (ανασταλτικοί µηχανισµοί κ.τ.λ.) και επί πλέον να εξιχνιαστεί εάν

υφίστανται ηλεκτρολυτικές διαταραχές σε κρύο περιβάλλον είτε σε περιβάλλον µε ειδικές συνθήκες (π.χ. διαστηµικός σταθµός).

Υλικά και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν τρείς ιστορικές περιπτώσεις µέσω ηµερολογίων ή ιστορικών αναφορών. Η πρώτη περίπτωση αφορά την επάνοδο του Μ. Αλέξανδρου στην πατρίδα που επέλεξε να επιστρέψει µέσα από την έρηµο της Γεδρωσίας, όµως κυρίως λόγω αφυδάτωσης και έλλειψης ανεφοδιασµού τα 3/4 των στρατιωτών του πέθαναν σε αυτή την έρηµο. Η δεύτερη περίπτωση αφορά µια οµάδα εξερευνητών στην ανταρκτική όπου το ταξίδι τους λόγω µιας σειράς άτυχων γεγονότων και άγνοιας κατέληξε σε εφιάλτη. Ακόµα και σε αυτή την περίπτωση που πρόκειται για ψύχος υπάρχουν σοβαρές διαταραχές στους ηλεκτρολύτες. Η τρίτη περίπτωση είναι µια από τις πολλές περιπέτειες του διαστηµικού σταθµού Mir όπου 4 αστροναύτες παρουσίασαν διαταραχές στη θερµορύθµιση και ηλεκτρολυτικές διαταραχές µετά από ένα ατυχές περιστατικό στο σταθµό. Αποτελέσµατα: Τα αποτελέσµατα της έρευνας έδειξαν ότι σε ειδικές συνθήκες (π.χ. διαστηµικός σταθµός) υπάρχουν παράµετροι που πρέπει να έχουµε υπόψη µας ώστε να µπορούµε να προλαµβάνουµε ηλεκτρολυτικές διαταραχές αλλά και να αποφεύγουµε «σοβαρά λάθη» που µπορεί να µας κοστίσουν ακόµα και τη ζωή στις ακραίες συνθήκες που µελετήθηκαν (ζέστη, κρύο, συνθήκες έλλειψης βαρύτητας).

Page 109: 2_synedrio_biblio

109

Συµπεράσµατα: Τα συµπεράσµατα αυτής της έρευνας ήταν ότι µπορεί να υπάρξουν σοβαρές ηλεκτρολυτικές διαταραχές και διαταραχές στην οµοιόσταση και στις τρεις περιπτώσεις µε αποτέλεσµα ακόµα και το θάνατο. Ακόµα και στο κρύο περιβάλλον οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές είναι πάρα πολύ σοβαρές όταν βρισκόµαστε σε αυτό σε παρατεταµένο διάστηµα και φυσικά χωρίς να µπορούµε να καλύψουµε τις βασικές µας ανάγκες.

Page 110: 2_synedrio_biblio

110

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΜΥΚΗΤΟΛΟΓΙΑ – ΙΟΛΟΓΙΑ – ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ – ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Π12

∆ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΥΚΗΛΙΑΚΩΝ ΜΥΚΗΤΩΝ ΣΕ ΣΤΕΡΕΑ ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΑ

Γ. Ματσιανίκας1, Κ. Τζελέπης1, Κ. Χατζηµιχαλάκης1, Α. Βελεγράκη2, Ε.Καµπούρης1

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας-Πρόνοιας, ΑΤΕΙ Αθηνών

2Ειδικό Εργαστήριο Μυκητολογίας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Εισαγωγή: Η χρήση των κινητικών παραµέτρων της καµπύλης ανάπτυξης µικροβίων σε κλειστή υγρή καλλιέργεια είναι πολλαπλώς χρηστική, αλλά η εφαρµογή της στις στερεές καλλιέργειες µυκηλιακών µυκήτων είναι αµφίβολη, καθώς η ανάπτυξη γενικώς συνεχίζεται µέχρι πέρατος του τρυβλίου και το οξυγόνο δεν είναι περιορισµένο. Ωσαύτως, ο πολλαπλασιασµός των µυκηλίων δεν είναι αυταπόδεικτα γεωµετρική πρόοδος µε λόγο 2, όπως συµβαίνει στα βακτήρια και στους µονοκύτταρους µύκητες. Υλικά και µέθοδοι: Ως εκ τούτου µελετήθηκε η κινητική της ανάπτυξης τριών µυκηλιακών µυκήτων (Aspergillus flavus, Fusarium dimerum, Penecillium sp) στα τρία

βασικότερα στερεά µυκητολογικά υποστρώµατα (CzA, SbA, MEA) και σε δύο θερµοκρασίες επώασης (25oC, 35oC), µε την ανάπτυξη να εκφράζεται ως µεταβολή της ηµιδαµέτρου (ρ) της αποικίας συναρτήσει του χρόνου [f(t)=ρ]. Τα αποτελέσµατα

εκφράστηκαν ως χιλιοστόµετρα ηµιδιαµέτρου [ρ(mm)] συναρτήσει του χρόνου σε ηµέρες [t(d)]. Ως µάρτυρες χρησιµοποιήθηκαν ζυµοειδείς µύκητες (Candida parapsilosis, Cryptococcus neoformans) στα ίδια υποστρώµατα και θερµοκρασίες, ώστε να

προσδιοριστεί η καταλληλότητα της ηµιδιαµέτρου ως παραµέτρου µελέτης της ανάπτυξης σε µικροοργανισµούς µε διαπιστωµένο πολλαπλασιασµό κατά γεωµετρική πρόοδο µε λόγο 2. Οι καµπύλες χαράχθηκαν είτε ως αλληλουχίες διαδοχικών σηµείων είτε ως µέσες καµπύλες. Οι τιµές ανάπτυξης χρησιµοποιήθηκαν αυτούσιες, κατόπιν λογαρίθµησης, πραγώγισης και ολοκλήρωσης ώστε να βρεθεί η µαθηµατική επεξεργασία που παρείχε γραφική παράσταση το δυνατόν εγγύτερα στην µορφή της γνωστής σιγµοειδούς αυξητικής καµπύλης. Επιπλέον, η υπολογιστική διαδικασία επαναλήφθηκε µε χρήση ως βασικής παραµέτρου όχι της ηµιδιαµέτρου αλλά της ηµιεπιφάνειας της αποικίας (πρ2). Αποτελέσµατα: Τόσο µυκηλιακοί όσο και ζυµοειδείς µύκητες εµφάνισαν σε αρκετές περιπτώσεις σταθεροποίηση και αναστολή της ανάπτυξης εντός του πειραµατικού χρόνου και ενώ υπήρχε χωροταξικό περιθώριο και θρεπτικό υλικό σε αφθονία στα τρυβλία. Τα πειράµατα ελέγχου µε ζυµοειδείς µύκητες έδωσαν σχεδόν ιδανική σιγµοειδή µορφή καµπύλης στη µέτρηση ηµιδιαµέτρων. Οι µυκηλιακοί µύκητες αντίθετα έδωσαν εν πολλοίς συνεχώς αυξητικές καµπύλες ήπιας κλίσης, και σε µερικές περιπτώσεις µε ενδιάµεση στατική φάση. Η λογαρίθµηση, και οι λοιπές µαθηµατικές επεξεργασίες δεν βελτίωσαν την εικόνα στις καµπύλες διαδοχικών σηµείων που χρησιµοποιήθηκαν. Αντίθετα, η µαθηµατική επεξεργασία της ηµιεπιφάνειας φαίνεται να δίνει, µετά από λογαρίθµηση καλύτερη προσέγγιση στην γνωστή σιγµοειδή καµπύλη. Συµπεράσµατα: Οι οµαλότατες σιγµοειδείς καµπύλες στους ζυµοειδείς µύκητες απέδειξαν την καταρχήν καταλληλότητα της ηµιδιαµέτρου αποικίας ως έκφρασης του µικροβιακού πληθυσµού σε στερεές καλλιέργειες, τουλάχιστον για διαιρούµενους µικροοργανισµούς. Επίσης, η εµφάνιση στατικής φάσης στις περισσότερες των καλλιεργειών υποδεικνύει ότι αυτές ακολουθούν την κινητική της σιγµοειδούς καµπύλης των κλειστών υγρών καλλιεργειών, τουλάχιστον ως προς τον ολικό αριθµό κυττάρων στην καλλιέργεια. Όπου δεν εµφανίστηκε στατική φάση, µπορεί να θεωρηθεί ότι επρόκειτο για πειραµατική αδυναµία (έλλειψη επαρκούς χρόνου και µεγέθους τρυβλίου ώστε η ανάπτυξη να ολοκληρώσει τα στάδιά της). Βέλτιστη αναπαράσταση επετεύχθη µε λογαριθµίσεις, ενώ οι ενδιάµεσες στατικές φάσεις αποδίδονται είτε σε πειραµατική εκτροπή, που διευθετείται εύκολα µε χρήση µέσης καµπύλης, είτε σε ενδιάµεσα προσαρµοστικά γεγονότα. Η µελέτη µεγάλου αριθµού µυκηλιακών µυκήτων

Page 111: 2_synedrio_biblio

111

µε αυτά τα κινητικά δεδοµένα θα επιτρέψει ακριβέστερη, ποσοτική χρήση της ανάπτυξης στην µακροσκοπική εξέταση ταξινόµησης αντί της ηµιποσοτικής που έχουν οι σηµερινές κλείδες, και µάλιστα σε συνεχή µορφή έναντι της στιγµιαίας τρέχουσας. Αυτό σηµαίνει αύξηση της σηµασίας της εξέτασης αυτής, αλλά και δυνατότητα µερικής αυτοµατοποίησής της µε λογισµικό και µηχανικούς σαρωτές, δηµιουργώντας µια µεταβολισµική/ αναπτυξισµική βάση δεδοµένων για διαγνωστικές ιατρικές αλλά και προγνωστικές βιοµηχανικές εφαρµογές.

Π13 ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΕΝΤΕΡΟΪΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Π. Φουντουκίδου1,Β Πλιάκα2, Ζ. Κυριακοπούλου2, Ε.Γ.Α. Ρούτερ2,

Χ. Χατζηχριστοδούλου3 ,Π. Μαρκουλάτος2, Β. Κρικέλης4

1Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας ∆/νση Υγείας, 2Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Τµήµα Βιοχηµείας &

Βιοτεχνολογίας Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιολογίας, 3Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Τµήµα Ιατρικής Εργαστήριο Επιδηµιολογίας, 4ΤΕΙ Λάρισας, Τµήµα Ιατρικών εργαστηρίων

Εισαγωγή: Οι ανθρώπινοι Εντεροϊοί αποτελούν γένος της οικογένειας Picornaviridae και προσβάλουν εκατοµµύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Οι ιοί αυτοί µεταδίδονται µέσω της κοπρανοστοµατικής οδούς και προκαλούν ευρύ φάσµα νοσηµάτων στον πληθυσµό Αποβάλλονται από τον άνθρωπο µε τα κόπρανά και είναι δυνατό να ανιχνευτούν σε λύµατα. Με την απόρριψη των λυµάτων στις διάφορες υδάτινες µάζες (στη θάλασσα, στις λίµνες στους ποταµούς), επιφανειακά ύδατα, παράκτιες περιοχές, υπόγεια ύδατα, αλλά

και µε την χρήση των προϊόντων του βιολογικού καθαρισµού για άρδευση ή λίπανση είναι πιθανή η διασπορά των ιών αυτών στο περιβάλλον και η επανείσοδος τους στη τροφική αλυσίδα. Ο έλεγχος των λυµάτων έχει αποδειχθεί χρήσιµο εργαλείο για την παρακολούθηση και καταγραφή της κυκλοφορίας των ιών του γαστρεντερικού συστήµατος στο γενικό πληθυσµό και συγκεκριµένα των λοιµογόνων άγριων στελεχών των πολιοϊών. Σκοπός: σκοπός της παρούσας µελέτης ήταν: α) η ανίχνευση των Εντεροϊών σε λύµατα που προέρχονταν από τον βιολογικό καθαρισµό της Λάρισας. β) Η ανάπτυξη και εφαρµογή µεθόδου συµπύκνωσης και αποµόνωσης ιών από το περιβαλλοντικά δείγµατα και η εφαρµογή µοριακής µεθόδου για την ανίχνευση των Εντεροϊών. Υλικά και µέθοδοι: Είκοσι δείγµατα (ακατέργαστα λύµατα, λύµατα µετά την πρωτοβάθµια επεξεργασία και λύµατα από την έξοδο του βιολογικού καθαρισµού) που

ελήφθησαν κατά τη περίοδο Ιουνίου-Αυγούστου 2009 εξετάσθηκαν για παρουσία Εντεροϊών. Η συγκέντρωση των ιών στα δείγµατα, έγινε µε την µέθοδος προσρόφησης-έκλουσης από ηλεκτραρνητικά φίλτρα και καθίζηση µε PEG. Για την αποµόνωση του RNA (RNA-EXTRATION) χρησιµοποιήθηκε το QIA amp Kit, viral RNA extraction Kit (QIAGEN). Για την ανίχνευση των Εντεροϊών µε τη µοριακή µέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυµεράσης (RT- PCR) χρησιµοποιήθηκε το ζεύγος εκκινητικών µορίων UC53/UG52 το οποίο έχει σχεδιαστεί στην 5΄ µη κωδική περιοχή. Αποτελέσµατα: Από τα εξετασθέντα δείγµατα οκτώ (8) βρέθηκαν θετικά για Εντεροϊούς. Το αποτέλεσµα αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη Εντεροϊών στο περιβάλλον Από αυτά τα τέσσερα θετικά δείγµατα προέρχονταν από την είσοδο του βιολογικού καθαρισµού και τα άλλα τέσσερα θετικά από την πρωτοβάθµια επεξεργασία. Στα δείγµατα που προέρχονταν από την έξοδο δεν ανιχνεύθηκαν Εντεροϊοί. Η ανίχνευση των Εντεροϊών έγινε τους µήνες Ιούνιο και Ιούλιο ενώ τον Αύγουστο δεν ανιχνεύθηκαν Εντεροϊοί. Συµπεράσµατα: Τα αποτελέσµατα της παρούσας µελέτης επιβεβαιώνουν την ύπαρξη Εντεροϊών την περίοδο των θερινών µηνών του 2009 στη περιοχή της Λάρισα. Θετικά δείγµατα στα οποία ανιχνεύτηκε παρουσία Εντεροϊών είχαµε στην είσοδο του βιολογικού σταθµού και στο στάδιο πρωτοβάθµιας επεξεργασίας. Τα αποτελέσµατα αυτά πιστοποιούν την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των λυµάτων προκειµένου να µειωθεί το ιολογικό τους φορτίο και να µην απορρίπτεται στο περιβάλλον. Η παρούσα εργασία αναδεικνύει την αποτελεσµατικότητα της µεθόδου για την αποµόνωση και ταυτοποίηση των Εντεροϊών. Για την παρακολούθηση και καταγραφή της κυκλοφορίας

Page 112: 2_synedrio_biblio

112

των ιών του γαστρεντερικού συστήµατος στο γενικό πληθυσµό θα πρέπει να ακολουθήσει και τυποποίηση των ιών.

Π14

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ∆ΕΥΤΕΡΟΓΕΝΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΤΩΝ ΑΚΤΙΝΟΒΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΚΟΙΝΩΝ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΒΙΩΝ

Σ. Μαµούχα1, Α. Καραγκούνη2, Ε. Κατσίφας2, Α. Σαββίδης2, Ε. Φακίρη1

1Εργαστήριο Κλινικής Μικροβιολογίας Γ.Ν.Α. Σισµανόγλειο,

2Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών, Τµήµα Βιολογίας

Σκοπός: Ο σκοπός της εργασίας είναι ο έλεγχος παραγωγής δευτερογενών µεταβολιτών (αντιµικροβιακών ουσιών) περιβαλλοντικών στελεχών Streptomyces και κλινικών στελεχών ακτινοβακτηρίων έναντι κοινών κλινικών παθογόνων µικροβίων (Gram θετικών και αρνητικών). Υλικά και Μέθοδοι: Εξετάστηκαν 17 στελέχη Streptomyces, 13 στελέχη Nocardia spp, 27 στελέχη Mycobacterium Other Than Tuberculosis για την ικανότητα παραγωγής δευτερογενών µεταβολιτών. Τα Streptomyces ήταν διατηρηµένα σε skim

milk και φυλάσσονταν στην τράπεζα στελεχών του Ε.Κ.Π.Α Βιολογίας, 6 στελέχη Nocardia spp είχαν αποµονωθεί από το Γ.Ν.Α. Σωτηρία ενώ όλα τα υπόλοιπα στελέχη

προέρχονται από το Γ.Ν.Α. Σισµανόγλειο. Το screening για τη βιοενεργότητα των στελεχών έγινε σε θρεπτικό υλικό Mueller Hinton Agar και η αναστολή µετρήθηκε σε mm. Οι ανακαλλιέργεις των στελεχών έγιναν σε κοινά θρεπτικά υλικά και επώαση σε κατάλληλες συνθήκες ανάπτυξης. Αποτελέσµατα: Το 76.2% των περιβαλλοντικών στελεχών στρεπτοµυκήτων που ελέχθησαν, ήταν βιοενεργοί. Από τους 52 οργανισµούς δείκτες που χρησιµοποιήθηκαν (48 Gram θετικοί και 4 Gram αρνητικοί) αναστολή σηµειώθηκε µόνο σε Gram θετικούς

µικροοργανισµούς. Αυτό οφείλεται στη σύνθετη δοµή της κυτταρικής µεµβράνης των Gram αρνητικών. Όταν ως οργανισµοί δείκτες χρησιµοποιήθηκαν κλινικά παθογόνα Gram θετικά µικρόβια, αναστολή σηµειώθηκε στα Staphylococcus Epidermidis, Nocardia spp και σε άτυπα µυκοβακτήρια. Παρόλα που βιβλιογραφικά δεδοµένα

αναφέρουν για τη βιοενεργότητα κλινικών στελεχών ακτινοβακτηρίων, τα συγκεκριµένα που χρησιµοποιήθηκαν, δεν προκάλεσαν αναστολή σε κανένα µικρόβιο. Ο µικροοργανισµός που σηµείωσε τις περισσότερες αναστολές ανάπτυξης, ήταν ένα κλινικό στέλεχος Brevibacterium spp. Επίσης, όταν εξετάστηκε η ευαισθησία µεικτού δείγµατος µυκοβακτηρίων (Mycobacterium fortuitum και Mycobacterium tuberculosis complex), η ανάπτυξη του ταχέως άτυπου µυκοβακτηρίου εµπόδισε την ανάπτυξη του M. tuberculosis complex και οι ζώνες αναστολής που σηµειώθηκαν αφορούσαν µόνο το M.fortuitum

Συµπεράσµατα: Τα κλινικά στελέχη που εξετάστηκαν δεν ήταν βιοενεργά, σε αντίθεση µε τα περιβαλλοντικά. Σε ορισµένες περιπτώσεις, οι αντιµικροβιακές ουσίες που παρήχθησαν από τα Streptomyces ήταν πιο δραστικές σε σύγκριση µε τα ευρέως χρησιµοποιούµενα αντιβιοτικά. Ως οργανισµοί δείκτες τα Mycobacterium tuberculosis complex παρουσίασαν αρκετές επιµολύνσεις στο screening. Από τα άτυπα µυκοβακτήρια, µεγάλες ζώνες αναστολές σηµειώθηκαν για το M.fortuitum.

Π15 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ∆ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΜΕΘΟ∆ΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΓΙΑ ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙ∆ΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ

∆. Φούρκας1, Μ. Τζαναβάρα, Θ. ∆ηµήτρης, Ε. Βελονάκης2, Σ. Σµιλάκου1

1Γενικό Νοσοκοµείο Αθήνας «Λαϊκό», 2Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, 3Εθνική Σχολή ∆ηµόσιας Υγείας.

Εισαγωγή: Ενώ το 1969 ανακοινώθηκε σε συνέδριο ότι:”it’s time to close the books for tuberculosis” η αύξηση της επίπτωσης της νόσου τις δεκαετίες του 1980 και 1990

Page 113: 2_synedrio_biblio

113

έθεσε σε συναγερµό την παγκόσµια κοινότητα, κάτι που οδήγησε τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας να κηρύξει την φυµατίωση σε παγκόσµια επείγουσα κατάσταση από το 1993. Σκοπός: Η καταγραφή των αποµονωθέντων στελεχών µυκοβακτηριδίων, η ανάλυση των δειγµάτων τα οποία έφθασαν στο εργαστήριο ως προς την προέλευση και το είδος του κλινικού δείγµατος, ο προσδιορισµός της διαγνωστικής αξίας της χρώσης Ziehl-Neelsen και η σύγκριση των χρησιµοποιούµενων µεθόδων. Επιπλέον αναζητήθηκε αν δηλώθηκαν τα θετικά κρούσµατα στο Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσηµάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.). Υλικό και µέθοδοι: Καταγράφηκαν για µια πενταετία τα κλινικά δείγµατα νοσηλευοµένων και εξωτερικών ασθενών που αναλύθηκαν για µυκοβακτηρίδια. Σε αυτά έγινε επεξεργασία κατά Petroff, χρώση Ziehl-Nielsen, εµβολιασµός σε υλικό Lowenstein-Jensen και εµβολιασµός σε φιαλίδιο αυτόµατου συστήµατος Bactec (Becton Dickinson) ή/και BacT/Alert3D (Biomerieux). Επίσης συγκρίθηκε η µοριακή ανίχνευση του M. Tuberculosis complex (GenProbe, Biomerieux). Τα αποτελέσµατα επεξεργάστηκαν στατιστικά µε µέθοδο Χ2. Αποτελέσµατα: Καταγράφηκαν συνολικά 5595 δείγµατα και ανευρέθηκαν 71 στελέχη µυκοβακτηριδίων (66 Μ. tuberculosis, 3 Μ. avium και 2 Μ. chelonae). Η πλειοψηφία

των θετικών δειγµάτων προέρχονταν από το αναπνευστικό σύστηµα και τις παθολογικές κλινικές (46,5% και 76%, αντίστοιχα). Από τις θετικές καλλιέργειες η χρώση Ziehl-Neelsen ήταν θετική σε ποσοστό 45,3%. Η θετικοποίηση προηγήθηκε στα αυτόµατα συστήµατα κατά 17,2 ηµέρες σε σχέση µε την καλλιέργεια. Η µοριακή µέθοδος ανίχνευσε ως θετικά όλα τα δείγµατα του συµπλέγµατος M. tuberculosis (µέσο χρονικό

διάστηµα 4 ηµερών). Από τα 71 θετικά περιστατικά µόνο 18 δηλώθηκαν στο ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ., στο οποίο όµως βρέθηκαν καταγεγραµµένα µόνο τα 4 περιστατικά. Συµπεράσµατα: Η καλλιέργεια σε υλικό Lowenstein-Jensen παραµένει το Gold standard γιατί µόνο µε την ανάπτυξη αποικιών στο θρεπτικό υλικό µπορεί να γίνει ταυτοποίηση και αντιβιόγραµµα. Το άµεσο παρασκεύασµα και η χρώση κατά Ziehl-Neelsen είναι απαραίτητη, µε υψηλό ποσοστό ευαισθησίας (στο 45% περίπου των θετικών). Τα αυτόµατα συστήµατα Bactec 9000 MB και και BacT/Alert3D είναι πολύ ταχύτερα από την συµβατική καλλιέργεια, ενώ η µοριακή µέθοδος αν και είναι η ταχύτερη όλων, ανιχνεύει µόνο το σύµπλεγµα M. tuberculosis. Προκύπτουν σηµαντικά

προβλήµατα στο σύστηµα δήλωσης, καταγραφής και παρακολούθησης των κρουσµάτων, σε όλα τα στάδια του.

Π16 ΜΕΛΕΤΗ ΣΕΙΡΑΣ ΣΕ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΑΠΟΚΟΜΙ∆ΗΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΚΑΙ Ο∆ΟΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΣΥΓΚΡΙΝΟΜΕΝΟΣ ΜΕ ΟΜΑ∆Α ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ

ΤΟΥ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ

∆. Παπαγιάννης1, Γ. Ραχιώτης2, Η. Αντωνίου3, Μ. Γκουτζίδης4, Α. Μακρή5, Χ. Χατζηχριστοδούλου2

1ΑΤΕΙ Λάρισας, 2Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδηµιολογίας, Ιατρική σχολή Λάρισας,

3Γ.Ν.Καρδίτσας, Ιατρός Εργασίας ∆ήµου Λαρισαίων4, 5ΤΕ Νοσηλεύτρια

Εισαγωγή: Εκπονήθηκε συγχρονική ερευνητική µελέτη από το εργαστήριο υγιεινής και επιδηµιολογίας του τµήµατος Ιατρικής του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας σε συνεργασία µε τον ∆ήµο Λαρισαίων, µε σκοπό να εκτιµηθεί η επαγγελµατική έκθεση στον ιό ηπατίτιδας Α και ο επιπολασµός της νόσου σε εργαζόµενους δηµοτικής καθαριότητας καθώς και ο προσδιορισµός πιθανών παραγόντων κινδύνου. Υλικό µεθόδου: Σύµφωνα µε τα στοιχεία του ∆ήµου Λαρισαίων, του γραφείου προσωπικού αλλά και του Ιατρού εργασίας, στο ∆ήµο Λαρισαίων και στις τρεις οµάδες µελέτης απασχολείται ο εξής αριθµός εργαζοµένων (µόνιµοι και συµβασιούχοι). Α. Στην υπηρεσία οδοκαθαριστών 120 άτοµα µικτού πληθυσµού (γυναίκες, άνδρες). Β. Στη

υπηρεσία αποκοµιδής στερεών αποβλήτων 120 άτοµα. Γ. Και στην υπηρεσία πράσινου και δενδροκοµίας 90 άτοµα. Για κάθε εργαζόµενο υπήρχε προσωπική συνάντηση, συγκεκριµένη ηµέρα στο ιατρείο του ∆ήµου στην κάθε υπηρεσία ξεχωριστά. Συµπληρώθηκε ατοµικό βιβλιάριο επαγγελµατικού κινδύνου κατά το πρότυπο του

Page 114: 2_synedrio_biblio

114

ΕΛΙΝΥΑΕ που διέπεται από ιατρικό απόρρητο, και περιλάµβανε πλήρη λήψη ιατρικού και επαγγελµατικού ιστορικού µε ιδιαίτερη έµφαση στον επαγγελµατικό κίνδυνο, καθώς και εργαστηριακό έλεγχο αντισωµάτων ηπατίτιδας Α. Από το σύνολο των εργαζοµένων προσήλθαν 157 άτοµα και χωρίσθηκαν σε δύο οµάδες βάση της πιθανής έκθεσης στον επαγγελµατικό κίνδυνο. Η πρώτη οµάδα αφορούσε τους εργαζόµενους στο πράσινο που είχαν µειωµένο επαγγελµατικό κίνδυνο έκθεσης στους ιούς και η δεύτερη που περιλάµβανε τους εργαζόµενους στην καθαριότητα των δρόµων και στους εργαζόµενους στην αποκοµιδή στερεών αποβλήτων. Επίσης, στο τελικό δείγµα περιελήφθη οµάδα υπαλλήλων γραφείου (n=50). Ο προσδιορισµός των δεικτών ηπατίτιδας Α anti-HAV έγινε µε την ανοσοενζυµική µέθοδο ELISA. Για την στατιστική επεξεργασία των δεδοµένων χρησιµοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS. Για την µονοπαραγοντική ανάλυση των δεδοµένων (ποιοτικά χαρακτηριστικά) χρησιµοποιήθηκε

η δοκιµασία Χ2 test. Ενώ για τα ποσοτικά χαρακτηριστικά students T-test. Αποτελέσµατα: Μονοπαραγοντική ανάλυση HAV(+). 72 άνδρες ποσοστό 52,2% και 18 γυναίκες ποσοστό 26,1% βρέθηκαν anti-HAV (+), ενώ 66 άνδρες ποσοστό 47,8% και 51 γυναίκες ποσοστό 73,9% βρέθηκαν anti-HAV (-). Η διαφορά στον επιπολασµό του anti-HAV (+) κατά φύλλο ήταν στατιστικά σηµαντική (x square test, p<0,001). Η διάρκεια

εργασίας ήταν για τους µεν anti-HAV (+) µέσος όρος 18,12 έτη µε σταθερή απόκλιση 6,62 ενώ για τους εργαζόµενους µε anti-HAV (-) ήταν 13,46 έτη µε σταθερή απόκλιση 6,6 και η διαφορά ήταν στατιστικά σηµαντική (student’s t test, p<0.001). Σχετικά µε το επάγγελµα, 61 από τους 118 εργαζόµενους στην καθαριότητα (ποσοστό 51,7%) anti-HAV (+)ενώ στην οµάδα ελέγχου 28 από τους 89 (ποσοστό 32,6%) ήταν anti-HAV (-), (x square test, p<0,016). Τέλος σχετικά µε το χαρακτηριστικό της εκπαιδευτικής κατάστασης στους εργαζόµενους µε anti-HAV (+) 71/106 άτοµα ποσοστό 67% είχαν µόρφωση µικρότερη ή ίση των εννέα ετών και 19/101 ποσοστό 18,8% µόρφωση πάνω από εννέα έτη. Η διαφορά ήταν στατιστικά σηµαντική (x square test, p<0,001), (Πίνακας 2).

Συµπεράσµατα: Στην µονοπαραγοντική ανάλυση µας για τον επιπολασµό των anti-HAV (+) στους εργαζόµενους συλλογής στερεών αποβλήτων του ∆ήµου Λάρισας (Πίνακας 2) καταγράφηκε µη στατιστικά σηµαντική διαφορά σε σχέση µε την έκθεση

στην εργασία p< 0,016 X2test. Υπήρχε στατιστικά σηµαντική διαφορά σε σχέση µε το φύλλο X2test, µε τα χρόνια παραµονής στην εργασίαstudent’s-t-test, και την εκπαιδευτική στάθµη X2test. Σε Ελληνική µελέτη που έγινε σε 151 εργαζόµενους σε εργαζόµενους στην αποκοµιδή σκουπιδιών αποκαλύφθηκε ότι οι εργάτες στην αποκοµιδή είχαν υψηλότερο επιπολασµό anti-HAV (+) σε σχέση µε τους εργαζόµενους που δεν είχαν εκτεθεί στον πιθανό παράγοντα κινδύνου. Η διάρκεια της εργασίας δεν συνδυάστηκε µε αυξηµένο επιπολασµό anti-HAV(+) και η επαγγελµατική έκθεση επίσης δεν αύξησε τον επιπολασµό. Επίσης σε µία όµοια µελέτη των Corrao et al δεν βρέθηκε αύξηση του επιπολασµού της ηπατίτιδας Α στους εργαζόµενους αποκοµιδής σκουπιδιών. Παρότι η µελέτη µας είχε περιορισµούς (περιγραφική συγχρονική) δεν µας επιτρέπει να

διατυπώσουµε αιτιολογική συσχέτιση µεταξύ anti-HBc(+) και anti-HAV (+) και των ευρεθέντων από την ανάλυση πιθανών παραγόντων κινδύνου.

Page 115: 2_synedrio_biblio

115

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑ

ΑΠΟ ΚΡΙΣΗ

ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

ΜΕ ΤΥΧΑΙΑ ΜΗ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΕΙΡΑ

Page 116: 2_synedrio_biblio

116

ΕΝΟΤΗΤΑ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΑΙΜΟ∆ΟΣΙΑ - ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ

A1 ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ∆ΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ

K. Σαλιγκάρα, Γ. Πατεράκης

Εργαστήριο Κυτταροµερίας, Ανοσολογικό Τµήµα, ΓΝΑ «Γ. Γεννηµατάς». Αθήνα

Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η παρουσίαση της εµπειρίας µας στις τεχνικές που χρησιµοποιούνται για την µονιµοποίηση και την διαπερατότητα των κυττάρων στο σύγχρονο εργαστήριο Κλινικής Κυτταροµετρίας Ροής, κάτω από τις διευρυµένες απαιτήσεις µελέτης αντιγόνων σε όλα τα κυτταρικά διαµερίσµατα και ανάλογα µε την ευπάθεια των διαφόρων µορίων. ∆ιακρίναµε τις τεχνικές ανάλογα µε τις ενδείξεις και τα δείγµατα µελέτης ως εξής: 1) Προσδιορισµός αντιγόνων επιφανείας: Τα αντιγόνα επιφανείας αν και δεν απαιτούν ειδικές τεχνικές µονιµοποίησης, συνιστάται η µονιµοποίησή τους µετά την σύνδεση των αντισωµάτων µε διάλυµα παραφορµαλδεύδης 8% σε PBS (2.5:200). Το πλεονέκτηµα της µονιµοποίησης αυτής είναι η δυνατότητα καθυστερηµένης ανάλυσης των δειγµάτων σε ένα πολυάσχολο εργαστήριο και η αποφυγή συγκολλήσεων των κυττάρων. Ειδικά διαλύµατα µονιµοποίησης του εµπορίου χρησιµοποιούνται και πριν την επεξεργασία για την διατήρηση των δειγµάτων (πρβλ. ευπαθή κύτταρα ΕΝΥ και FNA). 2) Συνδυασµός αντιγόνων ενδοκυττάριων και

επιφανείας. Εδώ γίνεται διαδικασία δύο βηµάτων µε τη χρήση σκευασµάτων του εµπορίου που αποτελούνται από ένα µονιµοποιητικό του τύπου της παραφορµαλδεϋδης (διάλυµα Α) και ένα αντιδραστήριο Β για την διαπερατότητα, που

περιέχει σαν κύριο συστατικό την σαπωνίνη. Η διαδικασία είναι απλή και εφαρµόζεται στα περισσότερα ενδοκυττάρια αντιγόνα, εκτός από τα ευπαθή κύτταρα και τα ευπαθή µόρια για τα οποία θα αναφερθούµε πιο κάτω 3) Προσδιορισµός πυρηνικών νουκλεοπρωτεινών µόνων τους ή σε συνδυασµό µε άλλα αντιγόνα επιφανείας ή και ενδοκυττάρια. Εδώ χρησιµοποιούνται εµπορικά kit που περιέχουν διαλύµατα σαπωνίνης και ιωδιούχου προπιδίου µε έτοιµη RNAάση. Επιφανειακά αντιγόνα συνδέονται σε πρώτο βήµα µε την αυτόµατη τεχνική µονιµοποίησης (IQ-Prep Bechkma-Coulter) 4) Προσδιορισµός ενδοερυθροκυτταρικών πρωτεϊνών (πχ HbF). Απαιτούν ειδική

µονιµοποίηση λόγω της ευπάθειας των ερυθροκυττάρων µε παραφορµαλδεϋδη, φορµαλίνη κα ακετόνη ενώ η διαπερατότητα επιτυγχάνεται µε πολύ αραιό διάλυµα 0,01% Titon X-100 5) Eιδικά µόρια ευαίσθητα στις συνήθεις τεχνικές που απαιτούν ειδική µονιµοποίηση είναι τα ZAP70 και TCL1 τα οποία δεν αναδεικνύονται µε την συνήθη τεχνική. Χρησιµοποιείται για τη µονιµοποίηση παγωµένη παραφορµαλδεΰδη 4% και για την διαπερατότητα µε 0,2% Triton X-1000. Συµπερασµατικά, η ποικιλία των αντιδραστηρίων και των τεχνικών έχει καταστήσει εφικτή την εφαρµογή της Κυτταροµετρίας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κλινικών εφαρµογών από εκείνο της προηγούµενης δεκαετίας.

Α2

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» ΜΕΣΩ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ

Α. Καραγιώργου1, Μ. Σιάρκου1, Α. Κουβέλη1, Κ, Μωραϊτου1,

Π. Μποταΐτη1, Α. Πολύζος1, Π. Κατσέα2

1Κέντρο Μοριακού Ελέγχου Αίµατος Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηµατάς Αθήνα», 2Κέντρο Αιµοδοσίας Γ.Ν.Α. Γ.Γεννηµατάς ΑΘΗΝΑ

Page 117: 2_synedrio_biblio

117

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η συµβολή των µεταγγίσεων στην σύγχρονη ιατρική πράξη είναι πλέον αδιαµφισβήτητη. Η εφαρµογή των Μοριακών Τεχνικών σε pools (δεξαµενές πλάσµατος)

έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη και στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής από το 1999. Στην Ελλάδα η εφαρµογή των µοριακών τεχνικών του πλάσµατος άρχισε το 2001 στο Εθνικό Κέντρο Παραγώγων Αίµατος. Στο Κ.Μ.Ε.Α. «Γ. Γεννηµατάς», ο µοριακός έλεγχος του αίµατος επισήµως ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2008 µε την εγκατάσταση του cobas s201 συστήµατος της Roche Diagnostics. ΣΚΟΠΟΣ: Στην παρούσα µελέτη αξιολογούµε τα αποτελέσµατα του µοριακού ελέγχου µε την βοήθεια του ιολογικού ελέγχου για περίοδο ενός χρόνου από 1/1/2009 έως 31/12/2009 για 29.271 αιµοδοτών οι οποίοι προσήλθαν στο Γ.Ν.Α «Γ. Γεννηµατάς». ΥΛΙΚΑ ΜΕΘΟ∆ΟΙ: Η συγκεκριµένη µελέτη εµπεριέχει αποτελέσµατα από τον µοριακό και τον ιολογικό έλεγχο δειγµάτων των µονάδων αίµατος του νοσοκοµείου Γ.Ν.Α «Γ. Γεννηµατάς». Ο µοριακός έλεγχος πραγµατοποιήθηκε µε το σύστηµα cobas s201 µε την µεθοδολογία real time PCR (RT-PCR) και αντιδραστήρια Roche cobas TaqScreen

MPX test για την ανίχνευση του HIV, HCV, HBV καθώς και το τεστ διαχωρισµού Roche cobas AmpliScreen για τους αντίστοιχους ιούς. Στον ιολογικό έλεγχο πραγµατοποιήθηκε η µέθοδος της Μικροσωµατιδιακής ανοσοεξέτασης χηµειοφωταύγειας (CMIA) για τον ποσοτικό προσδιορισµό του επιφανειακού αντιγόνου της ηπατίτιδας Β (HBsAg), του ιού της ανοσοανεπάρκειας του ανθρώπου τύπου-1 και -2 (HIV) καθώς και του αντισώµατος έναντι του ιού της Ηπατίτιδας C µε αντίστοιχα

αντιδραστήρια το HBsAg Qualitative, HIV Ag/Ab Combo και Anti-HCV της Architect System. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Συνολικά ελέχθησαν 29.271 αιµοδότες από τους οποίους βρέθηκαν 187 θετικά δείγµατα εκ των οποίων 119 δείγµατα βρέθηκαν θετικά στον ιολογικό και 163 θετικά στον µοριακό. Από αυτά µε την διαδικασία του διαχωρισµού στον µοριακό βρέθηκαν 93 θετικά σε HBV, 14 σε HCV και 1 σε HIV ενώ 48 δείγµατα βρέθηκαν αρνητικά και 8 δείγµατα invalid λόγω ανεπαρκούς ποσότητας. Στα δείγµατα που ήταν θετικά στον µοριακό µε αρνητικό τον ιολογικό έλεγχο παρατηρήθηκε ένα ποσοστό της τάξεως του 65,7% που ήταν θετικά σε HbcAb. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Σύµφωνα µε την έρευνα µπορούµε να συµπεράνουµε ότι ο έλεγχος του ιολογικού σε συνδυασµό µε τον µοριακό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση διασφάλισης της καταλληλότητας του αίµατος περιορίζοντας σηµαντικά τον κίνδυνο των µεταγγίσεων µε µη ασφαλές αίµα.

A3 ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ – ΜΕΘΟ∆ΟΣ ΤΗΣ «ΑΛΓΟΡΙΘΜΙΚΗΣ» ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ

∆ΕΙΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ∆ΙΑΣΥΝ∆ΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΟΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Ε. ∆εµερτζή, Α.Κουκή, Μ. Σκάλκου, Γ. Πατεράκης

Εργαστήριο Κυτταροµετρίας, Ανοσολογικό Τµήµα και Εθνικό Κέντρο Ιστοσυµβατότητας ΓΝΑ «Γ. Γεννηµατάς»

Εισαγωγή: Η τεχνολογία της κυτταροµετρίας ροής όπως διαµορφώνεται σήµερα σαν κλινική κυτταρική ανάλυση έχει συµβάλει σηµαντικά στον ακριβή προσδιορισµό της ταυτότητας του κάθε κυττάρου αιµατολογικής κακοήθειας, µέσα από συγκεκριµένους συνδυασµούς µονοκλωνικών αντισωµάτων που φέρουν στην µεµβράνη ή στο κυτταρόπλασµα τους, αλλά δεν αρκεί για την πλήρη µοριακή και κυτταρογενετική τους κατάταξη µε βάση την πρόσφατη ταξινόµηση WHO 2008. Σκοπός: Η αρχική διαγνωστική προσέγγιση και µε βάση τα αρχικά δεδοµένα ο προγραµµατισµός της επέκτασης του ελέγχου για µια ανοσοφαινοτυπική ταξινόµηση. Στη συνέχεια η πιθανολόγηση µοριακών και κυτταρογενετικών βλαβών µε βάση τον φαινότυπο. Υλικά και Μέθοδος: Η «αλγοριθµική» µελέτη διενεργείται σε 4 φάσεις: Α) Αρχική κατατοπιστική προσέγγιση. Αυτή καθορίζεται από τις συνοδευτικές κλινικές πληροφορίες. Στη φάση αυτή δεν διενεργείται µορφολογική εξέταση επιχρισµάτων αλλά χρησιµοποιούνται κατατοπιστικά πρωτόκολλα µε λίγα µονοκλωνικά αντισώµατα µε βάση τα οποία θα αποφασιστεί ο ειδικός διαγνωστικός έλεγχος. B) Ο ειδικός αυτός

Page 118: 2_synedrio_biblio

118

έλεγχος περιλαµβάνει περισσότερα µονοκλωνικά αντισώµατα. Με την αρχική κατατοπιστική προσέγγιση γίνεται αποφυγή σπατάλης µονοκλωνικών αντισωµάτων σε ειδικούς διαγνωστικούς ελέγχους που δεν χρειάζονται και παρασκευαστικού χρόνου καθώς και χρηµατικής επιβάρυνσης του ασθενούς. Με τον ειδικό έλεγχο διαµορφώνεται και η φαινοτυπική ταξινόµηση. Γ) Πιθανολόγηση µοριακών και κυτταρογενετικών βλαβών. Με βάση ειδικά µονοκλωνικά αντισώµατα που περιλαµβάνονται στα ειδικά διαγνωστικά πρωτόκολλα, πιθανολογείται η µοριακή ή κυτταρογενετική βλάβη και προγραµµατίζεται ο περαιτέρω έλεγχος. ∆) ∆ιαµόρφωση της απάντησης υπό µορφή διαφοροδιάγνωσης και σχόλιο για τις τεχνικές που πρέπει να χρησιµοποιηθούν ώστε να διευκρινιστεί η µοριακή/κυτταρογενετική οντότητα κατά WHO 2008. Παραδείγµατα: 1) Λεµφώµατα: Πιθανολόγηση κυτταρογενετικών βλαβών και προγνωστικοί δείκτες 2) Οξείες Λευχαιµίες: Πιθανολόγηση κυτταρογενετικών βλαβών στις Οξείες Μυελογενείς και προγραµµατισµός ανάλυσης ελάχιστης υπολειµµατικής νόσου. Συµπέρασµα: Συνοψίζοντας διαπιστώνουµε ότι η κυτταροµετρία ροής στην σύγχρονη κλινική Αιµατολογία είναι απαραίτητη για την διαµόρφωση της φαινοτυπικής διάγνωσης. Σε δεύτερη φάση πιθανολογώντας ειδικές µοριακές ή κυτταρογενετικές βλάβες όπως καρυότυπο, FISH, PCR, και ανοσοϊστοχηµεία ολοκληρώνει την πλήρη διάγνωση κατά WHO 2008. Η προτεινόµενη «αλγοριθµική» µέθοδος έχει στόχο να µειώσει το αθροιστικό υψηλό κόστος των τεχνικών που απαιτούνται µε βάση την WHO ταξινόµηση για τον ολοκληρωµένο διαγνωστικό και προγνωστικό έλεγχο των Αιµατολογικών Κακοηθειών.

A4

∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ «ΕΙ∆ΙΚΩΝ» ∆ΕΙΓΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΛΙΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΡΟΗΣ

Α.Κουκή, Γ. Πατεράκης

Εργαστήριο Κυτταροµερίας, Ανοσολογικό Τµήµα, ΓΝΑ «Γ. Γεννηµατάς». Αθήνα

Η Κυτταροµετρία ροής(ΚΡ) ως µια τεχνική µε πολλές κλινικές εφαρµογές αποτελεί µοναδικό διαγνωστικό εργαλείο. Εκτός από την ανάλυση δειγµάτων αίµατος και µυελού η κυτταροµετρία ροής µπορεί να δώσει αποτέλεσµα ταχύτατα, αναλύοντας «ειδικά» δείγµατα έπειτα από ειδικά τροποποιηµένες µεθόδους παρασκευής τους. Τα ειδικά δείγµατα στα οποία θα αναφερθούµε κα διαθέτουµε ειδική εµπειρία είναι κατά σειρά: 1) Τεµάχια βιοψίας λεµφαδένα 2) τεµάχια σπληνός 3) τεµάχια διαφόρων ιστών 4) βιοψία µε λεπτή βελόνα λεµφαδένων και ιστών 5) εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ENY) 6) εξιδρώµατα (πλευριτικό, ασκιτικό και περικαρδιακό υγρό) 7) οστική δοκίδα µυελού 8)

βρογχοκυψελιδικό έκπλυµα (BAL) 9) υαλοειδές υγρό του οφθαλµού 10) αρθρικό υγρό. Όσον αφορά τους µαλακούς ιστούς (λεµφαδένες, σπλήνα) τα κύτταρα διαχωρίζονται

χειρωνακτικά µε επιµεληµένο τεµαχισµό και ταυτόχρονη έκπλυση µε ισότονο διάλυµα (PBS ή φυσιολογικός ορός NS). Για καλύτερη εξαγωγή κυττάρων τα τεµάχια δονούνται έντονα (vortex) µέχρι να αλλάξει το χρώµα του ισότονου υγρού. Σε σκληρότερους ιστούς

καταφεύγουµε σε µηχανικό µικροτεµαχισµό µε ειδικές συσκευές και κασέτες µικρολεπίδων µιας χρήσης (πρβλ Medimachine). Σε κάθε περίπτωση το προϊόν

φιλτράρεται µε ειδικά φίλτρα 50-100µ. Επισηµαίνεται η συνεργασία µεταξύ παθολογοανατόµου και εργαστηρίου κυτταροµετρίας για την επιλογή της κατάλληλης τοµής από τον αδένα ή τον ιστό. Πριν από κάθε χειρισµό απαραίτητη είναι η παρασκευή αποτυπωµάτων για µελλοντική µορφολογική, ανοσοκυτταροχηµική ή κυτταρογενετική εκτίµηση (FISH). Κύτταρα σπληνός χρησιµοποιούµε στην διαδικασία

κυτταροµετρικής διασταύρωσης στο εργαστήριο ιστοσυµβατότητας επί µη ζώντος δότη νεφρών. Το υλικό βιοψίας µε λεπτή βελόνα για κυτταροµετρία που προτιµάται δεν λαµβάνεται µε εκτοµή αλλά µε αναρρόφηση µε βελόνα 16-18G µετά από τρία τουλάχιστον περάσµατα και κάτω από απεικονιστική καθοδήγηση από ειδικό ιατρό, όσον αφορά θέσεις στο εσωτερικό του σώµατος. Το υλικό της βελόνας ξεπλένεται σε ισότονο υγρό ενώ επιστρώνονται και επιχρίσµατα. Πάντα λαµβάνεται παράλληλα δείγµα για κυτταρολογική εξέταση. Το ΕΝΥ είναι υγρό εξαιρετικά ευαίσθητο και τα κύτταρά του αν δεν προστεθεί ειδικό µονιµοποιητικό υγρό, στη σωστή αναλογία, δεν

Page 119: 2_synedrio_biblio

119

διατηρούνται πέρα από λίγες ώρες. Όσον αφορά την µελέτη των εξιδρωµάτων η ΚΡ συντελεί στη ανίχνευση νεοπλασµατικών κυττάρων. Η ανάλυση του BAL βρίσκει εφαρµογή σε πνευµονολογικά νοσήµατα όπως η σαρκοείδωση. Σε περιπτώσεις ασθενών όπου ο µυελός δεν µπορεί να αναρροφηθεί είναι δυνατόν να αναλυθούν κύτταρα που προκύπτουν από το µικροθρυµµατισµό της οστικής δοκίδας. Το υαλοειδές υγρό απαιτεί υαλοειδεκτοµή και αναλύεται άµεσα όπως το ΕΝΥ. Αναζητούνται κύτταρα λεµφώµατος που προέρχονται από το ΚΝΣ και απαιτούν νευροχειρουργική βιοψία ως εναλλακτική εξέταση. Συµπερασµατικά θα λέγαµε ότι η ΚΡ διευρύνει σηµαντικά το πλαίσιο της κλινικής κυτταρικής ανάλυσης µε την επεξεργασία των ειδικών δειγµάτων.

A5 ΤΙΜΕΣ ΙΝΩ∆ΟΓΟΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ∆ΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ

Μπαλαµπέκου Ε1, Μπιτσόλη Α1, Κυριαζή Λ2, Τσικόπουλος Κ.1, Χαρίση Χ2, Βαγδατλή Ε1

1Αιµατολογικό Εργαστήριο, Ιατρικά Εργαστήρια, ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης

2Ιδιωτική Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική «Γένεσις», Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή: Κατά τη διάρκεια της κύησης ενεργοποιείται η πήξη, ώστε ο οργανισµός της εγκύου να είναι έτοιµος να αντιµετωπίσει τυχούσα αιµορραγία κατά τον τοκετό. Οι επηρεασµένες όµως τιµές των δεικτών ενεργοποίησης της πήξης δεν επιτρέπουν την εύκολη διαπίστωση κάποιας άλλης θροµβοφιλικής διάθεσης, η οποία σε συνδυασµό µε την «φυσιολογική» επίκτητη θροµβοφιλία της κύησης θα οδηγούσε σε κάποιο θροµβοεµβολικό επεισόδιο. Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι, χρησιµοποιώντας τον πλέον εύχρηστο δείκτη ενεργοποίησης της πήξης, το ινωδογόνο, να µελετήσει τις µεταβολές του και να προσδιορίσει τα όρια των «φυσιολογικών τιµών» του κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης. Υλικό-Μέθοδος: Σε 182 δείγµατα εγκύων γυναικών (109 πρώτου, και 73 τρίτου τριµήνου) µετρήθηκε το ινωδογόνο µε τη µέθοδο Clauss σε αυτόµατο αναλυτή πήξης (ACL10000), µε φυσιολογικές τιµές 220-496 mg/dl. 36 από τις ανωτέρω γυναίκες

εξετάσθηκαν τόσο στο 1ο, όσο και στο 3ο τρίµηνο. Σε όλες τις έγκυες µετρήθηκε η CRP και αυτές που είχαν αυξηµένη τιµή (ύπαρξη φλεγµονής) εξαιρέθηκαν από τη µελέτη.

Έτσι η µελέτη χωρίσθηκε σε δύο οµάδες: Α) Οµάδα ανεξάρτητων δειγµάτων 1ου και 3ου τριµήνου και Β) οµάδα επανεξετασθέντων εγκύων. Και στις δύο οµάδες έγινε το τεστ κανονικότητας στο SPSS, ενώ για τη στατιστική µελέτη στην Α΄ οµάδα υπολογίσθηκε η µέση τιµή και η σταθερά απόκλιση των δύο τριµήνων και συγκρίθηκαν µε το t-student test, ενώ προσδιορίσθηκαν οι «φυσιολογικές τιµές» ως µέση τιµή±2SD, µετά την αφαίρεση του 5% των ακραίων τιµών. Στη Β΄ οµάδα έγινε σύγκριση των τιµών των δύο τριµήνων µε το paired t-test. Αποτελέσµατα: Από τα 182 δείγµατα τα 19 είχαν θετική CRP και έτσι το υλικό µας απετέλεσαν: Α΄ οµάδα: 163 άτοµα (Α1ου:96 και Α3ου: 67) και Β΄ οµάδα: 29 άτοµα. Και

στις δύο οµάδες παρατηρήθηκε στατιστικά πολύ σηµαντική αύξηση του ινωδογόνου από το 1ο στο 3ο τρίµηνο (P<0,001), ενώ οι «φυσιολογικές τιµές» ινωδογόνου της κύησης

υπολογίσθηκαν ως: 1ο τρίµηνο: 292-571 mg/dl και 3ο τρίµηνο: 376-802 mg/dl. Συµπεράσµατα: 1. Το ινωδογόνο αυξάνει σταδιακά κατά την διάρκεια της φυσιολογικής κύησης φθάνοντας σε παθολογικά επίπεδα στο τρίτο τρίµηνο. 2. Είναι επιβεβληµένο σε κάθε Εργαστήριο να προσδιορισθούν οι «φυσιολογικές» τιµές του, ιδιαίτερα στο 3ο τρίµηνο της κύησης, πέραν των οποίων υπάρχει κίνδυνος θροµβοεµβολικού επεισοδίου.

Page 120: 2_synedrio_biblio

120

A6 ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΡΟΗΣ ΣΤΟ

ΨΗΦΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ (NON-PAPER) ΚΑΙ ΤΗΛΕΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ (TELEMATICS)

Μ. Σκάλκου1, Α. Ταπάρκου2, Κ. Παπαδηµητρίου, Π. Πανέρης1,

Φ. Κανακούδη2, Γ. Πατεράκης1

1Εργαστήριο Κυτταροµετρίας Ροής, Ανοσολογικό Τµήµα, ΓΝΑ «Γεώργιος Γεννηµατάς»,

2Ανοσολογικό Εργαστήριο, Ιπποκράτειο Νοσoκοµείο, Θεσσαλονίκη

Σκοπός της εργασίας µας είναι να παρουσιάσουµε την δυνατότητα εφαρµογής πλήρους ψηφιακής οργάνωσης και αρχειοθέτησης, χωρίς χαρτιά και εκτυπώσεις (non-paper ηλεκτρονικής οργάνωσης) ενός σύγχρονου εργαστηρίου κυτταροµετρίας ροής και τις

διευκολύνσεις που αυτή παρέχει στην υπηρεσία των ιατρών και των ασθενών, όπως επίσης και την δυνατότητα εφαρµογής τηλεµατικής (telematics) στην Κυτταροµετρία.

Αποτέλεσµα της ηλεκτρονικής οργάνωσης του εργαστηρίου µας είναι ο περιορισµός της αλόγιστης εκτύπωσης κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας και ανάλυσης των δειγµάτων και η κατάργηση της έντυπης αρχειοθέτησης. Από διετίας εφαρµόζεται στο εργαστήριό µας η ηλεκτρονική αρχειοθέτηση µε αρχεία διαφόρων τύπων, το κυριότερο από τα οποία είναι τύπου PDF (printable document format). Τα αποτελέσµατα ταξινοµούνται

ανάλογα µε τις διαγνώσεις, σε αρχεία ασθενών, γεγονός που διευκολύνει την επεξεργασία τους και τη στατιστική ανάλυσή τους. Oι αναλυτές κυτταροµετρίας ροής, προβλέπουν από τα µητρικά τους προγράµµατα, την δηµιουργία αρχείων PDF. Σε όσα έγγραφα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, γίνεται σάρωση και µετατροπή τους σε αρχεία PDF. Oι εικόνες του µικροσκοπίου, αποθηκεύονται σε ψηφιοποιηµένη µορφή, σε αρχεία JPEG (Joint Photographic Experts Group). Σηµαντική εξέλιξη αποτελεί η

ανάλυση των δεδοµένων από απόσταση, µέσω του διαδικτύου, που ονοµάζεται τηλεµατική. Η τηλεµατική συντελεί στην συνεργασία µε τον υπεύθυνο έµπειρο αξιολογητή, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να βρίσκεται στο Εργαστήριο. Επίσης καθιστά δυνατή την συνεργασία των αναλυτών δύο εργαστηρίων εξ’ αποστάσεως. Το πρωτόκολλο αυτό εφαρµόστηκε πειραµατικά µε επιτυχία, µεταξύ των αναλυτών κυτταροµετρίας των Ανοσολογικών εργαστηρίων Αθήνας («Γεώργιος Γεννηµατάς») και Θεσσαλονίκης (Ιπποκράτειου). Συµπερασµατικά, χρησιµοποιώντας τη διαδραστικότητα του διαδικτύου, τα πρωτόκολλα επεξεργασίας των δειγµάτων αποθηκεύονται σε αυτό και διαµέσου αυτού, επιτελούνται αλλαγές από τον υπεύθυνο ιατρό του εργαστηρίου, για τις οποίες ενηµερώνονται και οι τεχνολόγοι και καθίσταται δυνατή η τηλε-ανάλυση των δειγµάτων, η τηλε-εκπαίδευση και η τηλε-συµβουλευτική στην Κυτταροµετρίας Ροής.

A7

ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΜΕΘΟ∆ΟΥ ∆ΙΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ Η∆Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΜΕΝΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΑΛΗΘΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥΣ

ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΣ

Σερεµετίδου Α1, Νικολαΐδου Σ1, Σεραφειµίδου Ο1, Παντζιαρέλα Ε1, Βαγδατλή Ε1

1Αιµατολογικό Εργαστήριο, Ιατρικά Εργαστήρια, ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Οι συσσωρεύσεις αιµοπεταλίων είναι συνήθως ένα in vitro φαινόµενο, το οποίο συνήθως οφείλεται σε λάθη κατά τη διάρκεια της αιµοληψίας, στο αντιπηκτικό (EDTA ψευδοθροµβοπενία) κ.α., και δυσχεραίνει τη µέτρησή τους στους αυτόµατους αιµατολογικούς

αναλυτές µε αποτέλεσµα, αν δεν γίνουν αντιληπτοί, να οδηγήσουν στην απόδοση στον ασθενή µιας ψευδώς χαµηλής τιµής αιµοπεταλίων. Σκοπός: Σκοπός παρούσας εργασίας ήταν η ανεύρεση κάποιας µεθόδου (in vitro) που θα διέλυε

τους σχηµατισθέντες σωρούς των αιµοπεταλίων ώστε να καταστεί δυνατή η µέτρησή τους στον αναλυτή, χωρίς δεύτερη αιµοληψία. Υλικά και Μέθοδοι: Σε 47 δείγµατα αίµατος τα οποία εξετάσθηκαν στον αιµατολογικό αναλυτή Advia 2120 και είχαν ύποπτη επισήµανση για ύπαρξη σωρών αιµοπεταλίων (plt clumps), έγινε

Page 121: 2_synedrio_biblio

121

επίχρισµα αίµατος για επιβεβαίωση των σωρών και επί υπάρξεως σωρών προστέθηκαν 100 µI NTG (διάλυµα µε συγκέντρωση 2,2 x10-4 Μ) σε 100µI αίµατος (αραίωση 1 στα 2) και επανεξετάσθηκε σε 5 min, όπως βιβλιογραφικά προτείνεται (Yuliy et al., 1992). Ένα από τα

ανωτέρω δείγµατα αναµίχθηκε διαδοχικά, σε αναλογία 1 στα 2, µε 4 διαλύµατα αυξανόµενης συγκέντρωσης NTG τα οποία µετρήθηκαν σε 0, 5 και 10 min. Αποτελέσµατα: Στη γενική αίµατος 67% των επανεξετασθέντων 47 δειγµάτων δεν εµφανίσθηκε το µήνυµα «plt clumps», στο επίχρισµα αίµατος δεν υπήρχαν οι σωροί αιµοπεταλίων αλλά ο αριθµός των αιµοπεταλίων δεν παρουσίασε στατιστικά σηµαντική µεταβολή, εκτός ενός δείγµατος που τα αιµοπετάλια αυξήθηκαν. Τα ίδια παρατηρήθηκαν και στην πλειονότητα των µετρήσεων του δείγµατος στο οποίο προστέθηκαν διαφορετικές συγκεντρώσεις NTG και µετρήθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήµατα. Συµπέρασµα: Η νιτρογλυκερίνη, παρά τη φαινοµενική διάλυση των σωρών αιµοπεταλίων, µάλλον προκαλεί καταστροφή αυτών, µη δυναµένη να προσφέρει βοήθεια στην σωστή καταµέτρηση των αιµοπεταλίων.

A8 ΘΑΛΑΣΣΑΙΜΙΚΑ ΣΥΝ∆ΡΟΜΑ: ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ

Κορωνάκη Ε1 ,Ράδος Σ2

1Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Λάρισας, Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων

2Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης, Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων

Εισαγωγή: Η Θαλασσαιµία είναι µια ετερογενής οµάδα κληρονοµικών γενετικών νοσηµάτων στα οποία η παραγωγή φυσιολογικής αιµοσφαιρίνης (Hb) είναι εν µέρει ή

τελείως κατεσταλµένη λόγω ελαττωµατικής µίας ή περισσοτέρων αλύσων σφαιρίνης. Ανάλογα µε τις αλυσίδες που εµφανίζουν ελαττωµατική σύνθεση έχουν περιγραφεί διάφοροι τύποι θαλασσαιµίας. Οι συνήθεις τύποι µε σοβαρή κλινική σηµασία είναι η οµόζυγη β- και α-θαλασσαιµία. Ηπιότερη κλινική εικόνα και έκφραση, έχουν η ενδιάµεσες µορφές όπως η ενδιάµεση β- και α- θαλασσαιµία. Η θαλασσαιµία απαντάται µε υψηλή συχνότητα στις Μεσογειακές χώρες και επεκτείνεται στην Μέση Ανατολή και την Ασία. Όµως δεν είναι σπάνια πλέον και σε χώρες όπως της βόρειας Ευρώπης ή της Αµερικής, σαν αποτέλεσµα της κίνησης πληθυσµών (οικονοµικοί ή λοιποί µετανάστες). Η πρώτη περιγραφή της νόσου έγινε από τον αµερικανό παιδίατρο

Dr Cooley, στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920. Σκοπός µας είναι η επισήµανση των σηµαντικών γεγονότων που έπαιξαν ρόλο στην θεραπευτική αντιµετώπιση και αποτέλεσαν ορόσηµα. Η εισαγωγή των συστηµατικών µεταγγίσεων στην θεραπευτική αντιµετώπιση της θαλασσαιµίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αύξησαν σηµαντικά το προσδόκιµο επιβίωσης στους πάσχοντες. Η καθιέρωση πρωτοκόλλου µεταγγισιοθεραπείας, έδωσε µια σηµαντική αύξηση στο προσδόκιµο επιβίωσης, πετυχαίνοντας αυτό να εκτοπισθεί στα 20 χρόνια ζωής. Όµως αυτό που τελικά έδωσε τη σηµαντική αύξηση στο προσδόκιµο, ήταν η εισαγωγή στη θεραπευτική αντιµετώπιση, του πρώτου χηλικού παράγοντα, της ∆εσφεροξαµίνης, από τις αρχές της 10ετίας του 70. Η ∆εσφεροξαµίνη, είναι φάρµακο που δεσµεύει και αποβάλλει από τον οργανισµό το συσσωρευµένο από τις µεταγγίσεις Fe. Πράγµατι η αθροιστική συσσώρευση του σιδήρου στα παρεγχυµατικά όργανα του θαλασσαιµικού, και περισσότερο στη καρδιά και στο ήπαρ, αποτελεί και τις κύριες αιτίες θανάτου. Το 1981 εφαρµόζεται η µεταµόσχευση µυελού των οστών (ΜΜΟ) ως πρώτη προσπάθεια θεραπείας πλέον της νόσου. Μέχρι και σήµερα πάνω από 1500 ασθενείς έχουν υποβληθεί σε αυτή τη θεραπεία. Ποτέ όµως δεν έπαψε η έρευνα µε κατεύθυνση την εξεύρεση και άλλων χηλικών παραγόντων για τη θεραπευτική αντιµετώπιση της υπερφόρτωσης των πασχόντων µε Fe. Έτσι στο τέλος της δεκαετίας του 90 έλαβε άδεια χορήγησης η δεφεριπρόνη, ένα φάρµακο που ανήκει στους χηλικούς παράγοντες και µάλιστα από το στόµα. Το φάρµακο αυτό άρχισε σύντοµα να αποδεικνύει τις σηµαντικές του ικανότητες στη καρδιοπροστασία αλλά και στη µείωση του ηπατικού σιδήρου. Το σηµαντικό όµως ήταν ότι είχε τη δυνατότητα να συνδυαστεί µε τη ∆εσφεροξαµίνη και να ενισχύσει τη δράση της. Το αποτέλεσµα ήταν πολύ σηµαντικό: Η συµµόρφωση των πασχόντων στη θεραπεία της αποσιδήρωσης αυξήθηκε τόσο πολύ που άγγιξε το 100%, όπως επίσης άλλαξε σηµαντικά και η ποιότητα της ζωής αυτών των

Page 122: 2_synedrio_biblio

122

πασχόντων. Από το 2006, προστέθηκε και το ∆εφερασιρόξ, νέο φάρµακο αποσιδήρωσης από το στόµα. Τώρα πλέον ο πάσχοντας από β – θαλασσαιµία, έχει τη δυνατότητα επιλογής 3 φαρµάκων για τη θεραπευτική αντιµετώπιση της αιµοσιδήρωσης. Συµπέρασµα: Σήµερα η αντιµετώπιση της Θαλασσαιµίας, διαφέρει σηµαντικά από τα προηγούµενα χρόνια: Στηρίζεται αφενός σε πρωτόκολλα µεταγγίσεων αίµατος µε σκοπό να διατηρείται η αιµοσφαιρίνη (Hb) σε επίπεδα (>10γρ) και αφετέρου στην επιλογή ενός

κατάλληλου σχήµατος θεραπείας αποσιδήρωσης. Παρατηρούµε σηµαντικές ανατροπές, τόσο στις αιτίες θανάτου και στην πιθανότητα ενός πρώιµου θανάτου όσο και σε άλλα διάφορα συστήµατα και όργανα, όπως το ήπαρ και οι ενδοκρινείς αδένες. Η µόνη θεραπεία όµως παραµένει ακόµα η ΜΜΟ ενώ η πολλά υποσχόµενη γονιδιακή θεραπεία αναµένεται να δώσει την πιο «ασφαλή» λύση στην οµάδα αυτών των πασχόντων.

A9 ΝΕΩΤΕΡΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΞΕΙΑ ΜΥΕΛΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΛΕΜΦΟΓΕΝΗ

ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ

Κριεµπάρδης Α, Τζιµογιάννη Α.

1Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα (ΤΕΙ) Αθήνας, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας,

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Εργαστήριο Αιµατολογίας-Αιµοδοσίας

Εισαγωγή: Λευχαιµία είναι η υπερβολική αύξηση παθολογικών λευκών αιµοσφαιρίων χωρίς καµία άλλη προφανή αιτία. Η λευχαιµία προσβάλλει το αιµοποιητικό σύστηµα που αποτελείται από διάφορα κύτταρα µε διαφορετική µορφή και λειτουργία. Παράγονται στο µυελό των οστών, ο οποίος βρίσκεται σε όλα τα οστά ιδιαίτερα όµως στα µεγάλα (µηριαίο, κνήµη, λεκάνη, στέρνο κλπ). Τα σύγχρονα φάρµακα τα οποία

χρησιµοποιούνται είναι συνήθως οι αναστολείς κινάσης της τυροσίνης εναντίον του κυτταροπλασµατικού τµήµατος του υποδοχέα. Η οξεία µυελοβλαστική λευχαιµία (ΟΜΛ) είναι συχνότερη στους ενήλικες και η επίπτωσή της αυξάνει µε την ηλικία. Η θεραπεία της βασίζεται στην εντατική χηµειοθεραπεία και σε µεγάλο βαθµό στην µεταµόσχευση αιµοποιητικών κυττάρων. Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει σταθερή αύξηση του ποσοστού επιβίωσης κυρίως για τους νεότερους ασθενείς, που µπορούν να υποβληθούν σ’ αυτές. Τα ποσοστά ίασης γενικά κυµαίνονται από 30-45% και αυξάνουν µε τη µεταµόσχευση στελεχιαίων αιµοποιητικών κυττάρων. Η οξεία λεµφοβλαστική λευχαιµία (ΟΛΛ) είναι συχνότερη στα παιδιά, ιδίως 2-5 χρονών. Η θεραπεία της βασίζεται κυρίως στην εντατική χηµειοθεραπεία και σε µακρόχρονη θεραπεία συντήρησης. Η µεταµόσχευση έχει θέση σε περίπτωση υποτροπής ή σε ασθενείς µε κακούς προγνωστικούς παράγοντες. Έτσι ειδικά στα παιδιά η ΟΛΛ είναι ιάσιµη νόσος για την πλειονότητα των µικρών ασθενών. Τα ποσοστά ίασης είναι µεγαλύτερα του 80%. Πρόσφατα βρέθηκε ότι οι αναστολείς της τυροσινικής κινάσης βοήθησαν στις µορφές µε θετικό χρωµόσωµα Φιλαδέλφειας. Στους ενήλικες τα ποσοστά κυµαίνονται, ανάλογα µε τους προγνωστικούς δείκτες και είναι χαµηλότερα των παιδιών. Νεώτερα ∆εδοµένα: Η µεταµόσχευση µυελού των οστών συνεχίζει να θεωρείται ακόµη η µοναδική µέθοδος που επιφέρει ίαση αλλά λόγω µεγάλης τοξικότητας χρησιµοποιείται µετά από αποτυχία των φαρµάκων (αναστολείς). Τα νεότερα

επιτεύγµατα των ερευνών αφορούν µονοκλωνικά αντισώµατα και εξειδικευµένα φάρµακα που απευθύνονται στοχευόµενα στα λευχαιµικά κύτταρα και στις γενετικές βλάβες που φέρουν, αποφεύγοντας έτσι τις επιπλοκές της χηµειοθεραπείας. Ως παράδειγµα, η χρήση του ρετινοϊκού οξεός µετέτρεψε την οξεία προµυελοκυτταρική λευχαιµία στην πιο ιάσιµη µορφή οξείας λευχαιµίας, µε ποσοστά επιτυχίας µεγαλύτερα του 80%. Επίσης σηµαντική είναι η πρόοδος στον τοµέα της µεταµόσχευσης µε την µοριακή τυποποίηση των αντιγόνων ιστοσυµβατότητας και την καλύτερη συµβατότητα των εθελοντών δοτών, µε την χρήση εναλλακτικών πηγών µοσχεύµατος, όπως του οµφάλιου λώρου, των απλοταυτόσηµων συγγενικών και µε την εφαρµογή λιγότερο τοξικών µεταµοσχεύσεων, που µπορούν να εφαρµοστούν και σε µεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς. Παιδία που λαµβάνουν µεταµόσχευση βλαστικών κυττάρων αποµονώνονται σε ειδικές αίθουσες στο νοσοκοµείο. Ο αέρας τις αίθουσας φιλτράρεται ενώ δέχονται στείρα τρόφιµα. Μελέτες υποστηρίζουν ότι η αποστείρωση των εντερικών

Page 123: 2_synedrio_biblio

123

µικροοργανισµών του ασθενή και η διατήρηση των λευκών αιµοσφαιρίων κάτω από 500/µl επιφέρει καλύτερη πρόγνωση. Παρόλα αυτά, στις µέρες µας, ακόµα παραµένει σηµαντική η ανάγκη για υποστηρικτική αγωγή αυτών των ασθενών και κυρίως µε µεταγγίσεις συµπυκνωµένων ερυθρών αιµοσφαιρίων και αιµοπεταλίων.

A10 Η ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Η1Ν1 ΣΤΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΑΙΜΑΤΟΣ

Καβάζη Κ1

, Σπανοπούλου Αναστασία-Μαρία1,

Οικονόµου-Petersen Ε2, Τζιµογιάννη Α1, Κριεµπάρδης Α1,2

1Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα (ΤΕΙ) Αθήνας, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας,

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Εργαστήριο Αιµατολογίας-Αιµοδοσίας και

2Εθνικό Κέντρο Αιµοδοσίας, Αθήνα

Εισαγωγή: H έξαρση του ιού της γρίπης Η1Ν1 (γνωστή ως γρίπη των χοίρων)

εµφανίστηκε πρώτη φορά στο Μεξικό το Μάρτιο του 2009 και τις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής (Η.Π.Α.). Η γρίπη έπληξε τον πλανήτη µε πρωτοφανή ταχύτητα, ως

αποτέλεσµα των συχνών αεροπορικών ταξιδιών. Στις 11 Ιουνίου 2009, ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας θέτει το επίπεδο της πανδηµίας στην υψηλότερη βαθµίδα, γνωστή ως «φάση 6», αναφέροντας ευρεία κοινοτική µετάδοση σε τουλάχιστον δύο ηπείρους. Ο

Η1Ν1 περιέχει ένα µοναδικό συνδυασµό τµηµάτων του γονιδίου από τον ιό της γρίπης των χοίρων, των πτηνών και του ανθρώπου σε συνδυασµό που δεν είχε εµφανιστεί ποτέ ως τώρα. Φαίνεται να πλήττονται περισσότερο παιδιά και νεαροί ενήλικες. Οι ηλικιωµένοι πιθανά προστατεύονται εξαιτίας της έκθεσής τους σε στελέχη H1N1 πριν το 1957. Η κλινική νόσος είναι σχετικά ήπια. Συνήθως οι επιπλοκές οδηγούν σε νοσοκοµειακή παρακολούθηση, ενώ κρίνεται αναγκαία η εντατική φροντίδα στα µικρά παιδιά, κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης, στη νοσηρή παχυσαρκία και σε υποκείµενη νόσο. Οι θανατηφόρες περιπτώσεις εκτιµούνται περίπου στο 0,4% του παγκόσµιου πληθυσµού. Μαθηµατικά µοντέλα προτείνουν ότι η πιθανότητα µετάδοσης του ιού στους νέους µειώνεται µε ανοσοποίηση αλλά το ερώτηµα παραµένει εάν τα εµβόλια είναι επαρκή για την καταπολέµηση της πανδηµίας. Για µία σύγχρονη αιµοδοσία η ασφαλέστερη πηγή αίµατος είναι οι εθελοντές αιµοδότες και όχι οι αιµοδότες συγγενικού περιβάλλοντος που αιµοδοτούν ύστερα από ψυχολογική πίεση. Ο υποψήφιος αιµοδότης, εκτός από την πλήρη σωµατική υγεία, πρέπει να µη ξεπερνάει τα 65 έτη της ηλικίας του. Στόχος: Ο στόχος της παρούσας µελέτης ήταν να αναζητηθούν και να καταγραφούν οι επιπτώσεις του ιού Η1Ν1 στα αποθέµατα αίµατος. Υλικό και Μέθοδοι: Μελετήθηκε η πρόσφατη βιβλιογραφία και ο διεθνής τύπος σχετικά µε το θέµα και πληροφορίες που βρίσκονται σε διεθνείς βάσεις δεδοµένων για να διεξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα. Αποτελέσµατα: Σύµφωνα µε τη διεθνή βιβλιογραφική ανασκόπηση το 65% του συνόλου των αποθεµάτων αίµατος συλλέγεται σε αναπτυγµένες χώρες, που φιλοξενούν µόλις το 25% του παγκόσµιου πληθυσµού. Σε 73 χώρες τα ποσοστά αποθεµάτων εξακολουθούν να είναι λιγότερα από το 1% του πληθυσµού (το ελάχιστο που απαιτείται για την κάλυψη των βασικών αναγκών σε µια χώρα). Από αυτές, οι 71 χώρες είναι είτε

αναπτυσσόµενες είτε υπό ανάπτυξη. Σε 42 χώρες συγκεντρώνονται αποθέµατα λιγότερα (25%) από τα απαιτούµενα για να καλύψουν χειρουργικές ανάγκες ή οξείες αιµορραγίες. Τέλος, 41 χώρες δεν ήταν σε θέση να καλύψουν όλες τις ανάγκες τους για µία ή περισσότερες από τις ακόλουθες µεταδοτικές λοιµώξεις από µετάγγιση, HIV, ηπατίτιδα Β, ηπατίτιδα C και σύφιλη. Συµπεράσµατα: Ορισµένα κέντρα συλλογής αίµατος αναφέρουν µια ασυνήθιστη πτώση των αποθεµάτων λόγω της πιθανής λοίµωξης των εθελοντών αιµοδοτών από τον ιό H1N1, ή γρίπη των χοίρων. Σε αντίθεση µε µολυσµατικές ασθένειες όπως αυτή του HIV/AIDS, της ηπατίτιδας C και Β και του ιού του ∆υτικού Νείλου, τα κρυολογήµατα και η γρίπη, δε πιστεύεται ότι µεταδίδονται από το αίµα. Όµως, πολλές µελέτες υποδεικνύουν ότι ο ιός εµφανίζεται στο αίµα πριν τα συµπτώµατα της νόσου. Ο Αµερικάνικος Ερυθρός Σταυρός υποστηρίζει πως σε εθνικό επίπεδο υπάρχει µια πτώση

Page 124: 2_synedrio_biblio

124

3% σε δωρεές αίµατος µεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 2009. Τα Κέντρα Αιµοδοσίας των Η.Π.Α. αναφέρουν µείωση στο 50% των αιµοληψιών στην χώρα. Το 27% των αιµοδοτών δηλώνουν ότι δε µπορούν να αιµοδοτήσουν λόγω συµπτωµάτων γρίπης. Σχεδόν το ένα τέταρτο των κέντρων στις Η.Π.Α. υποστηρίζει ότι οι συλλογές αίµατος σε άτοµα έχουν µειωθεί κατά το ήµισυ. Το πιο σηµαντικό εύρηµα ήταν πως η πανδηµία δίνει τη δυνατότητα στην «κοινότητα» του αίµατος να προετοιµαστεί κατάλληλα για να αντιµετωπιστούν περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, για τις οποίες και συνεργάζονται οι «οµάδες» αίµατος της Αµερικής, της Ευρώπης καθώς και της Αυστραλίας (Kamp et al., 2010;50-231-239).

A11 ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΑΙΜΟ∆ΟΣΙΑ: Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΩΣ ΝΕΑ ΠΗΓΗ ΑΙΜΑΤΟΣ

Σπανοπούλου Αναστασία-Μαρία1, Τζίρµπα Ε1, Οικονόµου-Petersen Ε2, Τζιµογιάννη Α,

Κριεµπάρδης Α1,2

1Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα (ΤΕΙ) Αθήνας, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας,

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Εργαστήριο Αιµοδοσίας,

2Εθνικό Κέντρο Αιµοδοσίας

Εισαγωγή: Η εθελοντική προσφορά αίµατος, αποτελεί έναν από τους σηµαντικότερους κρίκους του κοινωνικού εθελοντισµού και δεν είναι απλά φιλανθρωπία, είναι βασικός πυλώνας του δηµοσίου συστήµατος υγείας και έµπρακτη έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης. Ωστόσο, σύµφωνα µε πρόσφατα αποτελέσµατα στην Ελλάδα, η άποψη της κοινής γνώµης για την προσφορά αίµατος είναι αρνητική. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας µελέτης ήταν η διερεύνηση των νέων για την εθελοντική προσφορά αίµατος. Υλικά και Μέθοδοι: Μετά τη µελέτη της πρόσφατης βιβλιογραφίας σχετικά µε την εθελοντική αιµοδοσία, αλλά και παλαιότερων ερευνών, φτιάχτηκε ερωτηµατολόγιο το οποίο περιείχε γενικές και ειδικές ερωτήσεις, µε ειδική βαθµολογική κλίµακα, η οποία κυµαινόταν από 3 (συµφωνώ) έως -3 (διαφωνώ) σύµφωνα µε την θεωρία της τροποποίησης συµπεριφοράς (Behavior Modification Plan). Οι γενικές ερωτήσεις

αφορούσαν την ηλικία, το φύλο, το µορφωτικό επίπεδο κ.α. ενώ οι ειδικές ερωτήσεις εστίαζαν στην εθελοντική αιµοδοσία και τις στάσεις και τις απόψεις των νέων. Οι επιλογές του δείγµατος ήταν τυχαίες (n=500, 46% = άντρες, 54% = γυναίκες). Η

καταχώρηση καθώς και η στατιστική επεξεργασία των ερωτηµατολογίων έγινε µε τη βοήθεια προγράµµατος λογιστικών φύλλων (excel) και SPSS. Αποτελέσµατα: Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα οι νέοι κυρίως 22-26 ετών (38,40%),

θεωρούν πως η συµβολή της αιµοδοσίας στην καλύτερη λειτουργία του οργανισµού είναι καίρια (31,80%), ενώ το 25,20% θεωρεί πως η προβολή του θεσµού από τα

διάφορα µέσα είναι δυνατό να επηρεάσει και να διαµορφώσει σε σηµαντικό βαθµό την άποψή τους. Επίσης οι εργαζόµενοι νέοι και φοιτητές, που αποτέλεσαν το 47,60% και το 39% του δείγµατος αντίστοιχα, εκφράζουν απόλυτα θετική στάση στο θεσµό, παρόλο που το 18,60% πιστεύει ότι η ενηµέρωση από την πολιτεία και τους αρµόδιους φορείς είναι επιεικώς ελλιπής. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (56%) είναι ενηµερωµένοι για τα

αίτια προσωρινού ή µόνιµου αποκλεισµού από την διαδικασία της αιµοδοσίας, ενώ µόνο το 5% έχει πλήρη άγνοια, αποτέλεσµα το οποίο πιθανά να σχετίζεται µε το επίπεδο µόρφωσης του δείγµατος, που κατά κύριο λόγο είχαν πανεπιστηµιακή (43%)

εκπαίδευση, ενώ µόνο το 1% αντιστοιχούσε στην πρωτοβάθµια. Συµπεράσµατα: Τα στοιχεία δείχνουν ότι κυριαρχούν φόβοι και προκαταλήψεις στους νέους σε σχέση µε την προσφορά αίµατος. Οι πληροφορίες είναι σηµαντικές καθώς παρουσιάζετε ότι ο θεσµός της εθελοντικής αιµοδοσίας δεν είναι αδιάφορος στους νέους (ειδικά στην ηλιακή οµάδα µεταξύ 22 µε 26 ετών). Ωστόσο, το ερώτηµα που παραµένει

είναι κατά πόσο η πολιτεία και οι αρµόδιοι φορείς καλύπτουν επαρκώς το κοµµάτι της ενηµέρωσης των νέων πάνω στην ευρύτερη έννοια της αιµοδοσίας, καθώς ένα σηµαντικό ποσοστό πιστεύει ότι υπάρχει έλλειψη πληροφόρησης, προφανώς και άγνοια, που πιθανά να αποδεικνύουν ότι οι προσπάθειες ενηµέρωσης είναι ανεπαρκείς ή άστοχες. Παρόλα αυτά, σηµαντικό εύρηµα αποτελεί το ότι οι νέοι του δείγµατος, κυρίως εργαζόµενοι και φοιτητές, στην πλειοψηφία τους απόφοιτοι ή σπουδαστές τριτοβάθµιας

Page 125: 2_synedrio_biblio

125

εκπαίδευσης, διατηρούν απόλυτα θετική στάση απέναντι στην προσφορά αίµατος, και είναι γνώστες των αίτιων αποκλεισµού από τη διαδικασία, µεταφέροντας ίσως ένα αρκετά αισιόδοξο µήνυµα για το µέλλον τoυ εθελοντισµού. Τα δεδοµένα αυτά πρέπει να µελετηθούν και να ληφθούν επιπλέον µέτρα (κίνητρα) στο σχεδιασµό του θεσµού της

εθελοντικής αιµοδοσίας από τους αρµόδιους φορείς, ειδικά στη δευτεροβάθµια και τριτοβάθµια εκπαίδευση, καθώς και στα πλαίσια του εργασιακού περιβάλλοντος των νέων.

A12 ∆ΙΠΛΗ ΕΡΥΘΡΑΦΑΙΡΕΣΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΙΜΟ∆ΟΣΙΑΣ

Μουγκοπέτρου Μ1 , Τσούτσας Α2

1Πρώτον Α.Ε., 2Γ.Ν.Α. Ιπποκράτειο

Το αίµα έχει χαρακτηριστεί ως «το δώρο της ζωής» κανένας άλλο ορός ή ορισµός δεν θα µπορούσε ποτέ να καταδείξει µε πιο οριστικό τρόπο την σηµαντικότητα του αίµατος για την διατήρηση της ανθρώπινης ζωής. Η µετάγγιση αίµατος είναι βασικός παράγοντας για την αποκοπή της πορείας ενός ασθενούς προς τον θάνατο. Ιστορικά στοιχεία που έχουµε µέσα από σκίτσα και εικόνες, δείχνουν την προσπάθεια µετάγγισης αίµατος ήδη από το 1600 µε την χρησιµοποίηση πρωτόγονων συσκευών και µεθόδων από του γιατρούς της εποχής εκείνης. Τον 19ο αιώνα η µετάγγιση αίµατος γινόταν µε άµεση χορήγηση του αίµατος από την φλέβα του δότη, στην φλέβα του δεκτή. Η εξέλιξη της τεχνολογίας δεν µπορούσε όµως να αφήσει την αιµοδοσία και έτσι η έννοια της µεταγγιοσιοθεραπείας άλλαξε δραµατικά από τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου οι πλαστικοί ασκοί αντικατέστησαν πλήρως τις γυάλινες επαναχρησιµοποιούµενες φιάλες, ενώ τελειοποιήθηκαν τα αντιπηκτικά και τα συντηρητικά. Επίσης έγινε δυνατός ο διαχωρισµός και η αποθήκευση των παραγώγων του αίµατος. Η µετάγγιση ως θεραπευτική πράξη γίνεται για πολλαπλούς λόγους ενδεικτικά θα αναφέρουµε τους εξής:

1. για την αποκατάσταση της ενδοαγγειακού όγκου,

2. για την διατήρηση του ενδοαγγειακού όγκου,

3. για την αύξηση του παρεχόµενου προς τους ιστούς οξυγόνου και

4. για την βελτίωση της πηκτικής ικανότητας του αίµατος.

Αρχικά οι µεταγγίσεις αίµατος που πραγµατοποιούνται αφορούσαν ολικό αίµα κυρίως διότι δεν ήταν δυνατοί οι τρόποι αποθήκευσης και δεν υπήρχε η δυνατότητα διαχωρισµού. Ωστόσο σήµερα οι µεταγγίσεις αφορούν κυρίως παράγωγα ολικού αίµατος, αφού η αποθήκευση του είναι ασύµφορη διότι επιφέρει την καταστροφή των αιµοπεταλίων και των παραγόντων πήξης. Καθώς επίσης αυξάνονται τα επίπεδα καλίου και αµµωνίας, ενώ µειώνεται το pH λόγω των αντιδράσεων κατά την αποθήκευση. Τα ερυθρά αιµοσφαίρια χορηγούνται σε ασθενείς όταν είναι απαραίτητη η αύξηση της µεταφοράς οξυγόνου σε καταστάσεις οξείας ή χρονιάς απώλειας αίµατος, συνήθως λόγο οξείας αιµορραγίας, ή µετεγχειρητικής απώλειας ή χρόνια αναιµίας. Η µετάγγιση συµπυκνωµένων ερυθρών θεωρείται επιτακτική όταν η αιµοσφαιρίνη του ασθενή κυµαίνεται γύρο στο 7gr/dl. Όπως φαίνεται από αυτά που αναφέρθηκαν η µετάγγιση ολικού αίµατος τείνει να καταργηθεί. Τα αίµατα µετά την λήψη από τους δότες µεταφέρονται στα εργαστήρια για κλασµατοποίηση και κάθε ασθενής λαµβάνει το είδους του παραγωγού που χρειάζεται βάση της πάθησης του. Η διπλή Ερυθραφαίρεση ως τεχνική λήψης συγκεκριµένου κυτταρικού είδους χρησιµοποιείται στην Ευρώπη και στην Η.Π.Α. την τελευταία 15ετια ενώ στην χωρά µας µόλις της τελευταία 5ετια. Η διαδικασία που χρησιµοποιείται αυτήν την στιγµή από τα Ελληνικά Νοσοκοµεία που πραγµατοποιούν την συγκεκριµένη τεχνική διαρκεί περίπου 20-25min ενώ συλλέγονται

Page 126: 2_synedrio_biblio

126

από τον δότη 360ml ερυθρών τα όποια προέρχονται από φυγόκεντρης ολικού αίµατος. Για να µπορέσει κάποιος να αιµοδότησει σε µηχάνηµα διπλή Ερυθραφαίρεσης πρέπει να πληροί της αναφερόµενες στον παρακάτω πίνακα προϋπόθεσης, οι οποίες διασφαλίζουν την ασφάλεια του δότη και την δυνατότητα λήψης ικανού πόσου ερυθρών. Η λήψη αυτής της ποσότητας των ερυθρών επιτυγχάνεται επειδή το πλάσµα και τα αιµοπετάλια επιστρέφονται στον δότη σε κάποιες φάσεις της διαδικασίας µαζί µε φυσιολογικό όρο, ο όποιος βοηθά στην αποφυγή αντιδράσεων από τον δότη. Μετά την συλλογή, τα ερυθρά λευκαφαιρούνται και διαχωρίζονται σε δυο τελικούς ασκούς οι οποίοι κυµαίνονται που 250-270ml µαζί µε το αντιπηκτικό. Το τελικό αποτέλεσµα της διαδικασίας είναι δυο ασκοί Συµπυκνωµένων λευκαφαιρεµενων ερυθρών. Τα πλεονεκτήµατα αυτής της εκλεκτικής αιµοδοσίας είναι πολλά όπως:

1. Η αφαίρεση και η επιστροφή πλάσµατος στο δότη, ελαττώνει την πιθανότητα ανεπιθύµητων αντιδράσεων που θα µπορούσαν να συµβούν στην χρήση ολικού

αίµατος.

2. Η άµεση λευκαφαίρεση βοηθά στην εξοικονόµηση χρόνου, όσο και στην µη

µεταφορά λεύκων από τον δότη στον δεκτή.

3. Ως λευκαφαιρεµένα τα ερυθρά αυτά µπορούν να χρησιµοποιηθούν ευκολότερα σε

άτοµα που µεταγγίζονται συχνά.

4. Για να συλλέξουµε αυτήν την ποσότητα ερυθρών θα έπρεπε να πριµοδοτήσουν δυο

δοτές.

5. Χάρη στην ταυτόχρονη επιστροφή, στον δότη, πλάσµατος, αιµοπεταλίων και όρου

ελαχιστοποιούνται οι περιπτώσεις λιποθυµικών επεισοδίων από τους δοτές.

6. Είναι ιδιαίτερα ωφέλιµη διαδικασία σε περιπτώσεις σπανίων οµάδων αίµατος.

7. Μπορεί να χρησιµοποιηθεί για θεραπευτικούς λογούς, ως τύπος αφαίµαξης, σε περιπτώσεις ερυθροκυττάρωσης αφού αφαιρει ερυθρά και ελάχιστο πλάσµα, µε αποτέλεσµα να επιτυγχάνεται η πτώση του αιµατοκρίτη χωρίς την πτώση του

συνολικού όγκου αίµατος.

Νέες τεχνικές αιµοδοσίας, όπως αυτή της διπλής Ερυθραφαίρεσης µπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση σηµαντικών προβληµάτων της αιµοδοσίας, να µειώσουν το χρόνο επεξεργασίας του αίµατος άλλα και να µπορέσουν σε περιπτώσεις ασθενών µε σπάνιες οµάδες που χρειάζονται πολλές φιάλες αίµα να αποδώσουν τον απαιτούµενο αριθµό φιαλών µε τους µίσους δοτές.

Α/Α ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΝΤΡΕΣ

ΥΨΟΣ 170cm 170cm

ΒΑΡΟΣ 70kg 70kg

ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ 14gr/dl 14gr/dl

ΑΙΜΑΤΟΚΡΙΤΗΣ 42% 42%

A13

ΝΟΣΟΣ ΤΟΥ CROHN

Αστερίου Ι1

1Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων

Εισαγωγή: Η νόσος του Crohn είναι ένα χρόνιο φλεγµονώδες νόσηµα που αφορά οποιοδήποτε τµήµα του γαστρεντερικού σωλήνα. Συνήθως, οι βλάβες αφορούν όλο το πάχος του τοιχώµατος του πεπτικού σωλήνα και όχι µόνο τα επιφανειακά του τµήµατα. Επίσης µπορεί να εντοπίζονται σε οποιοδήποτε τµήµα, στο παχύ ή το λεπτό έντερο, στο

Page 127: 2_synedrio_biblio

127

στόµαχο ή το στόµα. Η νόσος ανήκει στα αυτοάνοσα νοσήµατα, ενώ αναφέρεται ως «ιδιοπαθής φλεγµονώδης εντερική νόσος» (ΙΦΕΝ). Αιτιολογία – Παθογένεση: Η ακριβής αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη, εντούτοις φαίνεται ότι γενετικοί (κληρονοµικοί) παράγοντες και παράγοντες του περιβάλλοντος (όπως το κάπνισµα, η λήψη αντιρρευµατικών φαρµάκων, το στρες και ιογενείς λοιµώξεις)

συµβάλλουν στην παθογένεση της οξείας προσβολής και στην πρόκληση υποτροπών της νόσου. Η νόσος µπορεί να εµφανιστεί σε όλες τις ηλικίες αλλά εκδηλώνεται συχνότερα µεταξύ 15 και 35 ετών. Οι γυναίκες και οι άνδρες επηρεάζονται µε την ίδια συχνότητα, ενώ προσβάλλει περίπου 50 για κάθε 100.000 ανθρώπους στον πληθυσµό. Συµπτώµατα: Με βάση την αυτοάνοση θεωρία, το σύστηµα άµυνας του οργανισµού λόγω παθολογικής αντίδρασης, θεωρεί ως ξένα αντιγόνα ή άλλες ουσίες που βρίσκονται στο έντερο. Το αποτέλεσµα είναι λευκά αιµοσφαίρια να συσσωρεύονται στο τοίχωµα του εντέρου προκαλώντας χρόνια φλεγµονή, βλάβες στο έντερο και έλκη που συνοδεύονται από διάφορα συµπτώµατα όπως: πόνο στην κοιλιά, διάρροια, αρθρίτιδα, µολύνσεις του οφθαλµού, άφθες, κόπωση, εµετό, απώλεια βάρους, αναιµία και υποθρεψία. Επιπλοκές: Η νόσος εκδηλώνεται µε κρίσεις, µεταξύ των οποίων υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες δεν εµφανίζονται καθόλου συµπτώµατα. Η συνηθέστερη επιπλοκή είναι τα συρίγγια τα οποία αποτελούν κύρια αιτία υποθρεψίας, διότι δηµιουργούν «βραχυκυκλώµατα» στη διαδροµή της τροφής µέσα στο έντερο. ∆ιάγνωση – Μέθοδοι: Για τη διάγνωση της νόσου ο ασθενής υποβάλλεται σε αιµατολογικές εξετάσεις που περιλαµβάνουν τον προσδιορισµό HCT, HGB, WBC και λευκοκυτταρικού τύπου, PLT, Fe, βιταµίνης Β12, φυλλικού οξέος, ΤΚΕ, CRP και τέλος της αλβουµίνης και των ηλεκτρολυτών του ορού. Γίνονται καλλιέργειες και παρασιτολογικές εξετάσεις κοπράνων, καθώς επίσης και απεικονιστικές εξετάσεις όπως υπερηχογράφηµα κοιλίας, αξονική και µαγνητική τοµογραφία κοιλίας, σπινθηρογράφηµα, κολονοσκόπηση και γαστροσκόπηση. Η ακτινολογική διάβαση του λεπτού και παχέος εντέρου θα παράσχει σηµαντικές πληροφορίες για την εντόπιση και την έκταση της νόσου καθώς και για την ύπαρξη επιπλοκών όπως συριγγίων και στενώσεων. Θεραπεία: Η νόσος είναι χρόνια και δεν επιδέχεται χειρουργική αντιµετώπιση. Στη νόσο του Crohn χειρουργούνται µόνο οι επιπλοκές, όπως τα συρίγγια. Η φαρµακευτική αγωγή έχει τρεις άξονες: να επιτυγχάνονται µεγάλες υφέσεις της νόσου, να αντιµετωπίζονται οι κρίσεις και τέλος, να αντικαθίστανται θρεπτικές απώλειες λόγω της νόσου. Τα συνήθη φάρµακα που χορηγούνται στη νόσο του Crohn είναι: -Αντιφλεγµονώδη: Κορτικοειδή, Σουλφασαλαζίνη, Μεσαλαµίνη, Ολσαλαζίνη. -Ανοσοκατασταλτικά: Αζαθειοπρίνη, Μεθοτρεξάτη, Κυκλοσπορίνη. -Ανοσοτροποποιητικά: Anti-TNF. -Αντιβιοτικά: Μετρονιδαζόλη, Ορνιδαζόλη, Σιπροφλοξασίνη. -Φάρµακα Συµπτωµατικής Αντιµετώπισης: Αντιδιαρροϊκά, Σπασµολυτικά, Αναλγητικά, Χολεστυραµίνη. Συµπεράσµατα: Επιστηµονικές οµάδες της Ελλάδας και του εξωτερικού, κάνουν προσπάθειες για την εύρεση του πιθανού βακτηρίου που προκαλεί την νόσο, αλλά και της αιτίας γενικότερα, ώστε να υπάρξει µια πλήρης εικόνα που θα βοηθήσει στην αντιµετώπισή της. Είναι σηµαντικό η κοινωνία να ενηµερωθεί εκτεταµένα για τη νόσο και να συνειδητοποιήσει πως η ποιότητα ζωής των ατόµων µε νόσο του Crohn δεν είναι ίδια µε αυτή των υπόλοιπων υγιών ανθρώπων. Γι αυτό το λόγω υπάρχει ο «Σύλλογος Ατόµων µε νόσο του Crohn και Ελκώδη Κολίτιδα Αττικής» ο οποίος στηρίζει, βοηθά και ενηµερώνει τα άτοµα που νοσούν.

Page 128: 2_synedrio_biblio

128

ENOTHTA ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ – ΚΛΙΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

A14 ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΩΝ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΩΝ ΤΟΥ β-

ΓΟΝΙ∆ΙΟΥ ΣΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΜΗ-ΡΑ∆ΙΕΝΕΡΓΗ PCR-SSCP

Κακάβας Κ1, Λαµπρονίκου Μ1, Καραπούλιου Χ2, Αγνάντης Χ1, Μακρή Α3

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Λάρισας, 2ΤΕ Νοσηλεύτρια, 3Τµήµα Νοσηλευτικής ΑΤΕΙ Λάρισας

Εισαγωγή - σκοπός: Στην παρούσα µελέτη διερευνήσαµε, αν η µέθοδος της SSCP (πολυµορφισµός διαµόρφωσης µονόκλωνου DNA) µπορούσε να χρησιµοποιηθεί για την

ταυτοποίηση, και όχι απλά την ανίχνευση των τεσσάρων συνηθέστερων µεταλλάξεων (IVS-I-110, Cd39, IVS-I-1 and IVS-I-6) του β-γονιδίου, σε ελληνικό πληθυσµό. Υλικό – Μέθοδος: Χρησιµοποιώντας DNA από 40 ασθενείς β-Μεσογειακής αναιµίας,

πολλαπλασιάσαµε µε τη µέθοδο PCR, τµήµα 238 βάσεων του ανθρώπινου β-γονιδίου, αναλύσαµε τα προϊόντα µε τη µη αποδιατακτική ηλεκτροφόρηση πηκτής πολυακριλαµιδίου και εµφανίσαµε τις ζώνες µε νιτρικό άργυρο. Αποτελέσµατα: Τα µονόκλωνα DNA της ηλεκτροφόρησης έδωσαν ένα επαναλήψιµο πρότυπο αποδιάταξης, χαρακτηριστικό για το συνδυασµό των µεταλλάξεων που είχαµε. Με τη χρήση δειγµάτων control, που περιείχαν έξι σε σύνολο δέκα συνδυασµών µεταλλάξεων, των τεσσάρων συνηθέστερων µεταλλάξεων του β-γονιδίου, ήµασταν σε θέση να προβλέψουµε το είδος των µεταλλάξεων στο ένα τέταρτο των ασθενών που εξετάσαµε. Οι προβλέψεις µας επιβεβαιώθηκαν µε την ανεξάρτητη µέθοδο της ARMS (amplification refractory mutation system).

Συµπεράσµατα: Αυτή η µη ραδιενεργή µέθοδος της PCR-SSCP, µπορεί να χρησιµοποιηθεί, για την ταυτοποίηση των µεταλλάξεων σε ασθενείς, αν διαθέτουµε τα κατάλληλα πρότυπα δείγµατα. Ακόµη πιο πολύ η µέθοδος αυτή µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την ταυτοποίηση µεταλλάξεων σε φορείς, κάνοντάς την ακόµη πιο πολύ χρήσιµη για προγεννητικό έλεγχο.

Page 129: 2_synedrio_biblio

129

ENOTHTA ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΒΑΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ - ΙΟΛΟΓΙΑ – ΠΑΡΑΣΙΤΟΛΟΓΙΑ

A15 ΜΟΡΙΑΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΒΡΟΥΚΕΛΛΩΝ

Μήτκα Σ, Σκεπαστιανός Π, Νέλλα ∆, Φοροζίδου Ε, Τζανίδου Α, Πέτρου Χ.

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

Η µοριακή ταυτοποίηση των βρουκελλών περιλαµβάνει ποικιλία µεθόδων οι οποίες είναι πολύ ασφαλέστερες, αφού δεν περιλαµβάνουν χειρισµό ζωντανών βρουκελλών, και οδηγούν στην ταυτοποίηση όλων των ειδών των βρουκελλών και των βιοτύπων τους. Οι µοριακές µέθοδοι που χρησιµοποιούνται είναι:

• Αλυσιδωτή αντίδραση πολυµεράσης (PCR, Polymerase Chain Reaction)

• Αλυσιδωτή αντίδραση πολυµεράσης και πολυµορφισµός µήκους θραύσµατος από περιοριστικό ένζυµο (PCR-RFLP, Restriction Fragment Length Polymorphism),

• Ηλεκτροφόρηση παλλόµενου ηλεκτρικού πεδίου (PFGE, Pulsed Field Gel Electrophoresis),

• Πρωτεοµική ανάλυση (Proteome Analysis),

• Πολυµορφισµός µήκους ενισχυµένου θραύσµατος (ΑFLP, Amplified Fragment Length Polymorphism),

• Ανάλυση µεταβλητού αριθµού διαδοχικών επαναλήψεων (VNTR, Variable Νumber of Tandem Repeats analysis).

Οι δύο τελευταίες µέθοδοι ταυτοποίησης χρησιµοποιούνται προσφάτως, αλλά τα µέχρι σήµερα αποτελέσµατά τους είναι λίγα και απαιτείται περαιτέρω µελέτη. Πρόσφατα ανιχνεύτηκαν οκτώ γενωµικές περιοχές της Brucella spp (VNTR Locus 1-8), οι οποίες περιέχουν διαδοχικές επαναλήψεις αλληλουχίας οκτώ βάσεων (οκταµερή). Ο αριθµός των επαναλήψεων των οκταµερών διαφέρει µεταξύ των ειδών

και των βιοτύπων των βρουκελλών. Ενίσχυση των περιοχών αυτών µε τη χρήση ειδικών εκκινητών σε διάφορους συνδυασµούς µπορεί να διαφοροποιήσει όλα τα είδη και τους βιοτύπους των βρουκελλών. Η παραπάνω µέθοδος ονοµάζεται ανάλυση µεταβλητού αριθµού διαδοχικών επαναλήψεων (VNTR, Variable Νumber of Τandem Ρepeats Αnalysis). Με τις παραπάνω µεθοδολογίες είναι δυνατή η

ταυτοποίηση των υπεύθυνων για τη λοίµωξη στελεχών ακόµα και όταν αυτά δεν αποµονώνονται µε καλλιέργεια.

A16 ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ TGFΒ-ΑΠΟΚΡΙΝΟΜΕΝΩΝ ∆ΙΑΓΟΝΙ∆ΙΑΚΩΝ

ΜΥΩΝ

Α. Σταυρόπουλος1,Ε.Κατσαντώνη2, Ε.Ανδρεάκος1, Π.Σιδεράς1

1Ίδρυµα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδηµίας Αθηνών, Κέντρο Ανοσολογίας και Μεταµοσχεύσεων, Αθήνα, Ελλάδα,

2Ίδρυµα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδηµίας Αθηνών, Κέντρο Κλινικής Έρευνας, Αθήνα, Ελλάδα

Η υπερ-οικογένεια του αυξητικού παράγοντα µεταµόρφωσης (TGF-β) περιλαµβάνει τους TFG-β1/2/3, τις ακτιβίνες (activins) και τις µορφογενετικές πρωτεΐνες των οστών (bone morphogenetic proteins: BMPs) και αποτελεί µια οµάδα κυτταροκινών που παρουσιάζουν πολλαπλή βιολογική δράση σε διάφορα κύτταρα. Τα µόρια του TGF-β ρυθµίζουν την ανάπτυξη, αναγέννηση και οµοιόσταση των ιστών σ’ όλους τους οργανισµούς από τη ∆ροσόφυλλα µέχρι και τον άνθρωπο. Επάγουν την ενδοκυττάρια δράση τους κυρίως µέσω της φωσφορυλίωσης των Smad2/3, που σχηµατίζουν σύµπλοκα µε το Smad-4 και κατευθύνονται στον πυρήνα, όπου συµµετέχουν στη

Page 130: 2_synedrio_biblio

130

ρύθµιση της µεταγραφής διαφόρων γονιδίων-στόχων, µε την προσκόλληση τους σε ειδικές περιοχές του υποκινητή αυτών των γονιδίων. Παρά την εκτενή µελέτη του ρόλου των µορίων του TGFβ στην παθοφυσιολογία της ιστικής φλεγµονής και βλάβης, οι αποδέκτες της δράσεως αυτής σε κυτταρικό επίπεδο είναι ακόµα άγνωστοι. Η ταυτοποίηση ενός τµήµατος (SBE: Smad Binding Element) στον υποκινητή πολλών

γονιδίων που η έκφρασή τους επάγεται ισχυρά από τον TGFβ, οδήγησε στη δηµιουργία συνθετικών διαγονιδιακών κατασκευών µε ειδικότητα στην TGFβ-επαγόµενη σηµατοδότηση. Στόχος: Ο στόχος της παρούσας µελέτης είναι η ανάπτυξη διαγονιδιακών µυών αναφοράς της TGF-β σηµατοδότησης βασισµένα στην χρήση του SBE τµήµατος. Το διαγονίδιο αποτελείται από το ελάχιστο απαιτούµενο τµήµα του CMV ενισχυτή, δώδεκα επαναλήψεις του SBE, τον πυρήνα του υποκινητή του Αδενοϊού, το Rfp1 (Red fluorescent protein 1) ως γονίδιο αναφοράς και µια PolyA αλληλουχία από τον SV40 ιό.

H διαγονιδιακή κατασκευή περιχαρακώθηκε µε την χρήση του HS4 γονιδιακού φράκτη (insulator) από τον γενετικό τόπο της β-σφαιρίνης της όρνιθας. Ακολούθησαν

µικροενέσεις του διαγονιδίου σε προπυρήνες γονιµοποιηµένων ωαρίων C57BL/6J θηλυκών µυών, από τις οποίες προέκυψε η δηµιουργία οχτώ διαγονιδιακών σειρών (Founders F1-F8 ). Η ένθεση του διαγονιδίου στο γένωµα των µυών ελέγχτηκε πρώτα µε

αλυσιδωτή αντίδραση πολυµεράσης (PCR) έναντι του Rfp1, και ακολούθησε η µέθοδος της ανίχνευσης ραδιοσηµασµένων DNA τµηµάτων- ιχνηθετών του διαγονιδίου (Southern plotting). Ακολούθησε µια σειρά ιστολογικών µελετών, µε στόχο να ταυτοποιήσουµε

τους κυτταρικούς πληθυσµούς που δέχονται σηµατοδότηση από την οικογένεια των TGF-β σε µια πληθώρα οργάνων. Συµπερασµατικά, µε την δηµιουργία των συγκεκριµένων διαγονιδιακών µυών, καθίσταται δυνατή η παρακολούθηση και η λειτουργική µελέτη των κυτταρικών πληθυσµών και ανατοµικών µονάδων που δέχονται σηµατοδότηση από τα µόρια του TGFβ, σε φυσιολογικές αλλά και παθολογικές καταστάσεις, επιτρέποντας έτσι, όχι µόνο την βαθύτερη κατανόηση του συγκεκριµένου σηµατοδοτικού µονοπατιού, αλλά και την εφαρµογή στοχευόµενων θεραπευτικών πρωτοκόλλων για την αντιµετώπιση των νόσων στις οποίες ο TGFβ εµπλέκεται.

A17 ∆ΕΡΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΑΠΟ ΕΡΠΗΤΟΪΟΥΣ HSV, VZV, KAI ΗΗV-6.

ΤΑΧΕΙΑ ∆ΙΑΓΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ PCR

Μήτκα Σ, Σκούλη Γ, Μακρή Σ, Ελευθερίου Φ, Λιµπεράκη Ε, Νέλλα ∆, Καµπέρης ∆, Καραγιάννη ∆.

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Οι ιοί του έρπητα ανήκουν στην υποοικογένεια των Alfa- viridae. Είναι διπλής έλικας DNA ιοί παγκόσµιας διασποράς, που περιβάλλονται από πρωτεϊνικό περίβληµα κυβοειδούς εικοσαεδρικής συµµετρίας. Ο HSV ενοχοποιείται για οξεία ερπητική στοµατίτιδα, ερπητικό έκζεµα, κερατοεπιπεφυκίτιδα, έρπητα των γεννητικών οργάνων, νεογνικό έρπητα, µηνιγγοεγκεφαλίτιδα, επιχείλιο έρπητα και µετατραυµατικές ερπητικές λοιµώξεις. Ο VZV προκαλεί τη νόσο ανεµευλογιά ή τον έρπητα ζωστήρα. Ο HHV-6 είναι ο αιτιολογικός παράγοντας του αιφνίδιου εξανθήµατος. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αυξηµένο ενδιαφέρον για το ρόλο του HHV-6 στην πρόκληση λοίµωξης στους ανοσοκατασταλµένους ασθενείς, ενώ επίσης διερευνάται η συµµετοχή και των άλλων ερπητοϊών σε διάφορες νευρολογικές παθήσεις, νεοπλασίες και άλλα νοσήµατα. Σκοπός της µελέτης ήταν η εφαρµογή της PCR για την γρήγορη ανίχνευση ειδικού DNA των ερπητοϊών Herpes simplex virus (HSV), Varicella-Zoster virus (VZV) και Human Herpes virus (HHV-6) από δερµατικές βλάβες.

Υλικά και µέθοδοι: Εξετάσθηκαν 8 δείγµατα δερµατικών βλαβών από ισάριθµους ασθενείς. Η τεχνική που χρησιµοποιήθηκε ήταν η PCR. Τα δείγµατα των δερµατικών βλαβών ελήφθησαν µε βαµβακοφόρο στυλεό. Το υλικό εναιωρήθηκε σε 200ml φυσιολογικού ορού και κατόπιν επωάστηκε για 10 λεπτά στους 96οC και απευθείας

Page 131: 2_synedrio_biblio

131

χρησιµοποιήθηκε στην PCR. Για την ανίχνευση του ειδικού DNA του HSV χρησιµοποιήθηκαν εκκινητές από την αλληλουχία των γονιδίων της κινάσης της θυµιδίνης του HSV και προέκυψε προιόν 320 ζεύγη βάσεων. Για την ανίχνευση του ειδικού DNA του VZV χρησιµοποιήθηκαν εκκινητές από την αλληλουχία των γονιδίων της πολυµεράσης του VZV και προέκυψε προιόν 329 ζεύγη βάσεων. Για την ανίχνευση του ειδικού DNA του HHV-6 ως DNA στόχος, χρησιµοποιήθηκε ένα τµήµα του γονιδίου U67 µήκους 223 bp. Το πρόγραµµα του θερµοκυκλοποιητή διαµορφώθηκε, έτσι ώστε να µπορούν να παράγονται ταυτόχρονα µε την PCR τα αντίστοιχα προϊόντα και των τριών ιών. Αποτελεσµατα: Θετική PCR έδωσαν και τα 8 δείγµατα δερµατικών βλαβών. Σε 3 περιπτώσεις ανιχνεύτηκε HSV DNΑ, σε 4 VZV DNA και σε µια HHV-6. Συµπεράσµατα: Οι δερµατικές βλάβες που προκαλούν οι ιοί HSV και VZV µοιάζουν και πολλές φορές είναι δύσκολη η διαφοροποίησή τους. Αποτελούν πρόβληµα κατά την εντόπισή τους σε εγκύους και ανοσοκατεσταλµένα. Η PCR εφαρµοζόµενη σε υλικό από δερµατική βλάβη θέτει µε βεβαιότητα τη διάγνωση της νόσου από HSV, VZV και HHV-6, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις στις οποίες η κλινική εικόνα και οι ορολογικές µέθοδοι δεν βοηθούν. Καλύπτει τα διαγνωστικά κενά των ορολογικών µεθόδων λόγω των διασταυρούµενων αντιδράσεων και της παρουσίας των µητρικών αντισωµάτων στα παιδιά πολύ µικρής ηλικίας.

A18 ΜΟΡΙΑΚΗ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΜΠΥΛΟΒΑΚΤΗΡΙ∆ΙΩΝ

Σ. Μήτκα1, 2Γ. Σκούλη, Π. Σκεπαστιανός1, Φ. Ελευθερίου1, M. Χατζηδηµητρίου1, Χ. Πέτρου1

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης,

2Ιδιώτης Παιδίατρος

Εισαγωγή. Το Campylobacter είναι βραδέως αναπτυσσόµενο µικροαερόφιλο

βακτήριο, δε διασπά τα σάκχαρα και η διαφοροποίησή του σε επίπεδο είδους είναι δύσκολη, εξαιτίας των χρονοβόρων και ποικίλων µεθόδων αλλά και της υποκειµενικής εκτίµησης των βιοχηµικών ιδιοτήτων. Η κλασική ταυτοποίηση και διαφοροποίηση του C.jejuni από το C.coli στηρίζεται στην ικανότητα του C.jejuni να υδρολύει το ιππουρικό, ωστόσο κάποια άτυπα στελέχη δεν διαθέτουν αυτήν την ιδιότητα, µε αποτέλεσµα να ταυτοποιούνται ως C.coli. Τα συµπτώµατα ξεκινούν 2-5 ηµέρες µετά τη µόλυνση. Η γαστρεντερίτιδα από Campylobacter είναι η συχνότερη αιτία οξείας βακτηριακής διάρροιας παγκοσµίως. Μέχρι σήµερα έχουν περιγραφεί 15 είδη Campylobacter, δύο εκ των οποίων, τα C.jejuni και C.coli ευθύνονται για την πλειοψηφία των λοιµώξεων

στον άνθρωπο. Σκοπός της µελέτης ήταν η ταυτοποίηση και διαφοροποίηση στελεχών Campylobacter που αποµονώθηκαν από άτοµα µε οξεία γαστρεντερίτιδα στo ΝΕΠΘ, µε χρήση PCR και η σύγκριση των αποτελεσµάτων µε τις κλασικές τεχνικές. Υλικό-Μέθοδοι. Εξετάστηκαν συνολικά 40 δείγµατα κοπράνων τα οποία συλλέχθηκαν κατά τα έτη 2008-2009 από ισάριθµα παιδιά µε οξεία γαστρεντερίτιδα. Σε όλα τα δείγµατα εφαρµόστηκαν 3 διαφορετικές PCR µια για την κοινή ανίχνευση των 2 ειδών, µια ειδική για το C.jejuni και µια για το C.coli. Με τη χρήση 3 ζευγών εκκινητών

ενισχύθηκε περιοχή του κοινού γονιδίου 16S rRNA (850 bp), του γονιδίου της ιππουρικάσης του C.jejuni (750 bp) και του γονιδίου της ασπαρτοκινάσης του C.coli

(500 bp). Αποτελέσµατα. Από τα 40 δείγµατα θετικά για Campylobacter spp µε τη µέθοδο PCR βρέθηκαν τα 9 (22,5 %), από τα οποία τα 8 (88,8 %) ταυτοποιήθηκαν ως C.jejuni και το 1 (11,2) ως C.coli.

Συµπεράσµατα. Η PCR βοηθάει στη γρήγορη ανεύρεση και αποτελεσµατική ταυτοποίηση του Campylobacter spp. και µπορεί να χρησιµοποιηθεί εύκολα στην

καθηµερινή πράξη συµβάλλοντας στη σωστή επιδηµιολογική καταγραφή.

A19

Page 132: 2_synedrio_biblio

132

Ο ΝOROVIRUS ΩΣ ΑΙΤΙΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΤΙ∆ΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙ∆ΙΑ

Σ.Μήτκα1, Γ. Σκούλη2, Π. Σκεπαστιανός1, Χ. Νέλλας1, Μ. Χατζηδηµητρίου1, Σ. Μακρή1, Β. Καλαντίδου1, A. Ψύχα1

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης,

2Ιδιώτης Παιδίατρος

Εισαγωγή: Τα τελευταία χρόνια oι NVs (Norovirus) ενοχοποιούνται ως ένα από τα

βασικότερα αίτια ιογενούς γαστρεντερίτιδας σε άτοµα όλων των ηλικιών. Προκαλούν επιδηµίες και σποραδικά κρούσµατα. Το 19-42% των µη µικροβιακών επιδηµιών στην Ευρώπη και την Αµερική οφείλονται σε NVs. Ο ιός µεταδίδεται µε µολυσµένες τροφές και µολυσµένο νερό. Ο χρόνος επώασης κυµαίνεται από 12-48 ώρες και η διάρκεια της νόσου από 12-60 ώρες. Η κλινική εικόνα της νόσου είναι συνήθως ήπια. Τα κυριότερα συµπτώµατα είναι ναυτία, εµετοί, κοιλιακά άλγη και διάρροιες.. Πολλές φορές η µόλυνση είναι ασυµπτωµατική. Σκοπός της παρούσας µελέτης ήταν η αναζήτηση των NVs σε κόπρανα παιδιών µε οξεία γαστρεντερίτιδα που επισκέφθηκαν ιδιώτες παιδίατρους. Υλικό: Εξετάστηκαν συνολικά 40 δείγµατα κοπράνων από ισάριθµα παιδιά µε οξεία γαστρεντερίτιδα κατά το χρονικό διάστηµα 1/9/2008-31/1/2010. Το βασικό κριτήριο για την επιλογή των δειγµάτων ήταν ο αποκλεισµός της µικροβιακής αιτιολογίας της νόσου. Μέθοδοι: Σε όλα τα δείγµατα αναζητήθηκαν αντιγόνα των NVs µε ανοσοενζυµική µέθοδο (IDEIA-Dako) και το RNA των ιών µε τη µέθοδο RT-PCR. Η IDEIA χρησιµοποιεί µονοκλωνικά αντισώµατα ειδικά έναντι πρωτεϊνών του καψιδίου των οροοµάδων GI και GII των NVs. Στην RT-PCR A και B χρησιµοποιήθηκαν εκκινητές οι οποίοι ενισχύουν τµήµα του γονιδίου της RNA-πολυµεράσης µεγέθους 206bp. Μετά την αντίδραση RT-PCR, η ανίχνευση του προïόντος πολλαπλασιασµού έγινε µε ηλεκτροφόρηση σε πηκτή αγαρόζης. Αποτελέσµατα: Αντιγόνα των NVs ανιχνεύτηκαν µε την ELISA σε 8 ασθενείς, αναλογία 17,5 %. Από την ELISA διαπιστώθηκε ότι όλα τα παιδιά είχαν γαστρεντερίτιδα από στελέχη της γενοοµάδας GII. RNA των NVs ανιχνεύτηκε µε την RT-PCR σε 9 ασθενείς, αναλογία 22,5 %. Τα περισσότερα θετικά δείγµατα διαπιστώθηκαν τους χειµερινούς µήνες και καλοκαιρινούς µήνες (Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Ιούνιο και Αύγουστο).

Συµπεράσµατα: Οι NVs αποτελούν συχνή αιτία ιογενούς γαστρεντερίτιδας στα παιδιά. Υπάρχει εποχιακή κατανοµή της νόσου. Η IDEIA προσφέρει σηµαντική βοήθεια στη διάγνωση της νόσου αλλά η PCR υπερτερεί ως µέθοδος. Η γενοοµάδα GII είναι επικρατέστερη από την GI.

A20 ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΡΠΗΤΟΪΩΝ ΚΑΙ ΕΝΤΕΡΟΪΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ

ΤΩΝ DNA/RNA ΜΙΚΡΟΣΥΣΤΟΙΧΙΩΝ

Χρανιώτη Α, Άγα Ε, Αλεπάκη Μ, Αλβέρτη Ι, Στρατοπούλου Μ, Ζήκα Χ, Καζίκα Σ.

Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας ΕΚΠΑ «ΑΤΤΙΚΟΝ» Εισαγωγή: Επιδηµιολογικές µελέτες δείχνουν ότι ένα µεγάλο µέρος του γενικού πληθυσµού προσβάλλεται συχνά από λοιµώξεις που οφείλονται σε δύο µεγάλες κατηγορίες ιών, τους Ερπητοϊούς (HSV1 και HSV2, VZV, CMV, EBV, HHV6, HHV7, HHV8) και τους Εντεροϊούς (Poliovirus, Coxsackivirus και Echovirus). Το κλινικό

φάσµα των εκδηλώσεων που προκαλούν ποικίλλει από ασυµπτωµατικές έως βαριές και απειλητικές για τη ζωή λοιµώξεις. Η εργαστηριακή διάγνωση των παραπάνω ιών βασίζεται στην ανίχνευσή τους µε καλλιέργεια βιολογικού υλικού, µε ανοσοενζυµατικές και ορολογικές µεθόδους, µε σηµαντικά µειονεκτήµατα όπως: χρονοβόρες διαδικασίες (1-2 εβδοµάδες), µη ευαίσθητες και δύσκολα εφαρµόσιµες τεχνικές στη ρουτίνα

νοσοκοµειακών εργαστηρίων. Μια νέα εφαρµογή της Μοριακής Βιολογίας που έχει τη δυνατότητα να υπερκεράσει τα παραπάνω µειονεκτήµατα αποτελεί η τεχνική των Μικροσυστοιχιών.

Page 133: 2_synedrio_biblio

133

Σκοπός: Η αξιολόγηση νέας µεθόδου ανίχνευσης και τυποποίησης Ερπητοϊών και Εντεροϊών στο Κυτταρολογικό εργαστήριο. Υλικά και Μέθοδοι: Αίµα, ΕΝΥ, Βιοψιακό υλικό, λήψη µε βαµβακοφόρο στυλεό ή ψύκτρας φαρυγγικού, στοµατικού επιχρίσµατος και πτύελα. Το πρωτόκολλο που εφαρµόζεται βασίζεται στο εµπορικό προϊόν CLART® ENTHERPEX της Genomica και περιλαµβάνει τα εξής στάδια: α) Αποµόνωση DNA/RNA από βιολογικά υλικά σε µικρές ποσότητες (1ml Cytolyt στο οποίο έχει τοποθετηθεί ο βαµβακοφόρος στυλεός ή ψύκτρα, 100µl αίµατος, 50µl Ε.Ν.Υ και 2x 5µm τοµές βιοψίας εγκλεισµένες σε παραφίνη) β)

Πολλαπλασιασµός συγκεκριµένων αλληλουχιών ιικών γενωµάτων µέσω µιας πολλαπλής RT-PCR. Ο πολυµερισµός επιτυγχάνεται µε τη χρήση δύο RT-PCR σωληναρίων: ένα για τους HSV1, HSV2, VZV και ένα δεύτερο για τους CMV, EBV, HHV6, HHV7, HHV8, Poliovirus, Coxsackivirus, Echovirus και γ) Η ανίχνευση των προϊόντων µε τη χρήση µικροσυστοιχιών µικρής πυκνότητας όπου µετά τον υβριδισµό µε συγκεκριµένους ιχνηθέτες για κάθε ιό, σχηµατίζεται αδιάλυτο προϊόν στις αντίστοιχες θέσεις στην πλάκα των µικροσυστοιχιών. Η ανάλυση του αποτελέσµατος πραγµατοποιείται αυτόµατα από τον αναλυτή. Συµπεράσµατα: Η τεχνική των Μικροσυστοιχιών φαίνεται ότι µπορεί να αποτελέσει µια χρήσιµη µέθοδο στον τοµέα της κυτταρολογίας αφού συγκεντρώνει βασικά πλεονεκτήµατα όπως: ικανότητα πολλαπλής ανίχνευσης ιών σε ένα δείγµα, δυνατότητα εφαρµογής σε όλα σχεδόν τα βιολογικά υλικά, διαθέτει υψηλή ευαισθησία ακόµα και σε ελάχιστες ποσότητες βιολογικού υλικού, είναι ταχεία, εύκολα εφαρµόσιµη στην ρουτίνα του εργαστηρίου και επιτρέπει την στοχευµένη θεραπεία για κάθε κλινική περίπτωση.

A21 ΗΠΑΤΙΤΙ∆ΕΣ: ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΣΕ ΧΩΡΟΥΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Λέσκος Α.

Μικροβιολογικό Τµήµα ΤΜΥ, ΙΚΑ Ν. Φιλαδέλφειας

Εισαγωγή: Οι επαγγελµατίες υγείας καθηµερινά αντιµετωπίζουν στον χώρο εργασίας τους µία σειρά από πολλούς κινδύνους. Ένας από τους σηµαντικότερους είναι η µόλυνση από τους διάφορους τύπους ηπατίτιδων (HAV, HBV,HCV). Τα µέτρα πρόληψης αφορούν την χρήση προστατευτικού εξοπλισµού (γάντια, γυαλιά, προστατευτική µπλούζα) όταν είναι πιθανή η επαφή µε αίµα ή άλλα σωµατικά υγρά, το πλύσιµο των

χεριών, την χρήση αλκοολούχου διαλύµατος, καθώς και την αποφυγή επικίνδυνων χειρισµών. ΗΠΑΤΙΤΙ∆Α Α H νόσος εκδηλώνεται σε 15-50 ηµέρες µετά την επαφή του ατόµου µε τον ιό της ηπατίτιδας Α (περίοδος επώασης). Στα παιδιά η νόσος περνά συνήθως υποκλινικά, χωρίς

συµπτώµατα, σε αντίθεση µε τους ενήλικες που νοσούν σε σηµαντικά µεγαλύτερο ποσοστό (70%). Η ηπατίτιδα Α είναι καλοήθης νόσος, αυτοπεριοριζόµενη σε µερικές

εβδοµάδες και ποτέ δεν οδηγεί σε χρόνια ηπατίτιδα. Η πρόληψη της ηπατίτιδας Α περιλαµβάνει τα βασικά µέτρα υγιεινής όπως το πλύσιµο των χεριών πριν από την ετοιµασία και κατανάλωση τροφής καθώς και την κατανάλωση εµφιαλωµένου νερού για όσους βρίσκονται σε χώρα µε αυξηµένη ενδηµικότητα. Για την πρόληψη της ηπατίτιδας Α υπάρχει αποτελεσµατικό και ασφαλές εµβόλιο, που προέρχεται από αδρανοποιηµένο ιό. ΗΠΑΤΙΤΙ∆Α Β Η οξεία HBV λοίµωξη έχει χρόνο επώασης 60-90 ηµέρες και όσων αφορά τα παιδιά είναι κυρίως ασυµπτωµατική. Η κεραυνοβόλος µορφή της έχει υψηλή θνητότητα 60-90%. Ποσοστό περίπου 10% των οξέως πασχόντων παθαίνουν χρόνια HBV λοίµωξη.Στο πίνακα φαίνεται η συγκέντρωση του HBV σε διάφορα βιολογικά υγρά.

Υψηλή Μέτρια Χαµηλή

Αίµα Σπέρµα Ούρα

Page 134: 2_synedrio_biblio

134

Οι κύριοι τρόποι µετάδοσης είναι η σεξουαλική επαφή, η παρεντερική (IV, IM, SC) και η περιγεννητική οδός (10-70%). Ο ιός HBV ζει σε αποξηραµένο αίµα σε θερµοκρασία περιβάλλοντος τουλάχιστο 1 εβδοµάδα. Από το 1982 υπάρχει ασφαλές κι αποτελεσµατικό εµβόλιο και είναι το πρώτο προληπτικό εµβόλιο έναντι ενός σοβαρού καρκίνου (ηπατοκυτταρικού). ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ HBV Πληγές και δέρµα πλένονται µε σαπούνι και νερό. Οι βλεννογόνοι ξεπλένονται µε νερό. Πρέπει να γίνει άµεσα η ενηµέρωση του προϊστάµενου καθώς και η λήψη αίµατος για ιολογικό έλεγχο από τον εργαζόµενο και τον ασθενή. Στην συνέχεια γίνεται ο καθορισµός της φάσης του εµβολιασµού, η συµπλήρωση του εντύπου ατυχηµάτων και η προώθηση στην αρµόδια νοσηλευτική υπηρεσία. Εγκυµοσύνη και θηλασµός δεν αποτελούν αντένδειξη για εµβολιασµό και χορήγηση HBIG. ΗΠΑΤΙΤΙ∆Α C Σύµφωνα µε τον Π.Ο.Υ. υπάρχουν πάνω από 200 εκατοµµύρια χρόνιοι φορείς. Σήµερα δεν υπάρχει εµβόλιο για την ηπατίτιδα C. Οι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται µε την λοίµωξη της ηπατίτιδας C είναι η µετάγγιση, η µεταµόσχευση, η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών, η επαγγελµατική έκθεση, η νοσοκοµειακή µετάδοση, η σεξουαλική επαφή µε φορέα ηπατίτιδας C , και η κάθετη µετάδοση από µητέρα στο νεογνό. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ HCV Αρχικά πρέπει να γίνει έλεγχος στο χρόνο 0 anti-HCV και ALT. Μετά από 4-6 µήνες πρέπει να γίνει επανάληψη για anti-HCV και ALT (εάν επιθυµούµε πιο πρώιµη διάγνωση HCV-RNA σε 4-6 εβδοµάδες). Σηµαντική θεωρείται η αποφυγή χορήγησης αίµατος, πλάσµατος, ιστού ή σπέρµατος στην περίοδο αυτή. ΠΩΣ ∆ΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ; Υπολογίζεται ότι περίπου 500 εκατοµµύρια άνθρωποι έχουν προσβληθεί παγκοσµίως από τον ιό της ηπατίτιδας Β και C, δηλαδή 1 στους 12 ανθρώπους του πλανήτη. Mετά το 2010 οι θάνατοι από ηπατίτιδα C θα είναι περισσότεροι από εκείνους που οφείλονται στον ιό του AIDS. Από το 1991, ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας (W.H.O.) έχει καλέσει όλες τις χώρες να συµπεριλάβουν τον εµβολιασµό της ηπατίτιδας Β στα εθνικά ανοσοποιητικά τους προγράµµατα.

A22

ΗΠΑΤΙΤΙ∆Α Ε

Πλέκη Σ, Πλέκη Α

Τεχνολόγοι Ιατρικών Εργαστηρίων και Προπτυχιακές Φοιτήτριες Ιατρικής Πανεπιστηµίου

Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Η ηπατίτιδα Ε είναι µια µόλυνση του ήπατος η οποία εµφανίζει µεγάλες επιδηµίες σε πολλές αναπτυσσόµενες χώρες. Αφορά άτοµα µε ιστορικό ταξιδιού σε µία ενδηµική για την ηπατίτιδα Ε χώρα (Yarboygh PO 1998, Harrison TJ 1999). Σε

πρόσφατες έρευνες σε ανεπτυγµένα κράτη όπως ΗΠΑ, Μολδαβία, Ιαπωνία, Ελλάδα διαπιστώθηκαν ποσοστά αντι-HEV ιδιαίτερα υψηλά τα οποία φτάνουν έως και το 21%. Επίσης έχει προκύψει ότι τα στελέχη που αποµονώθηκαν στους ανθρώπους έχουν µεγάλη οµοιότητα µε τα στελέχη που αποµονώθηκαν στους χοίρους στις ίδιες γεωγραφικές περιοχές. Τα συµπτώµατα στους χοίρους είναι περίπου ίδια µε τα συµπτώµατα στους ανθρώπους (Σιώχου Α. 2003).

Τρόπος µετάδοσης: Η µετάδοση γίνεται µε τη κοπρανοστοµατική οδό και σχετίζεται µε συνθήκες φτωχής υγιεινής και κατανάλωση µολυσµένου νερού και τροφής. Έχει

Ορός Κολπικά υγρά Κόπρανα

Σάλιο Ιδρώτας

∆άκρυα

Μητρικό γάλα

Page 135: 2_synedrio_biblio

135

αναφερθεί η δυνατότητα παρεντερικής καθώς και πριγεννετικής µεταδόσεις. ∆εν υπάρχει κανένα στοιχείο για τη σεξουαλική µετάδοση ή για τη µετάδοση από µετάγγιση αίµατος (Khuroo et al 1995. Psichogiou et al 1996). Ένα διακριτικό κλινικό

χαρακτηριστικό γνώρισµα της ηπατίτιδας Ε έναντι άλλων µορφών ιογενούς ηπατίτιδας, είναι οι αυξανόµενες επιπτώσεις και η δριµύτητά της στις έγκυες γυναίκες, τα οποία οδηγούν σε θάνατο µέχρι 20% των περιστατικών. Σε αντίθεση, κανένας από τους άλλους αναγνωρισµένους ιούς της ηπατίτιδας δεν προκαλεί τέτοιας βαριάς µορφής ηπατίτιδα στην εγκυµοσύνη. Το ποσοστό µετάδοσης του ιού κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης εξαρτάται από τον ιό. Το ποσοστό όµως της µετάδοσης της ηπατίτιδας Ε από την µητέρα στο µωρό είναι 33-50%. Μηχανισµός: Αν και ο µηχανισµός δεν είναι γνωστός, µια υπόθεση έχει προταθεί για να εξηγήσει την παθογένεση της κεραυνοβόλου ηπατίτιδας Ε στην εγκυµοσύνη. Αυτή προτείνει ότι τα κύτταρα Kupffer, καταστρέφονται από τον HEV µε αποτέλεσµα τα ηπατοκύτταρα να καταστραφούν άµεσα από τις ενδοτοξίνες ή έµµεσα, από την παραγωγή πολυακόρεστων λιπαρών οξέων µε αλυσίδα 20 ανθράκων. Η ενισχυµένη ευαισθησία των εγκύων γυναικών σε µια τέτοια επίδραση ενδοτοξινών έχει αναγνωριστεί και ίσως βοηθήσει στην εξήγηση της θαυµαστά υψηλής θνησιµότητας από ηπατίτιδα Ε στην εγκυµοσύνη. Επίσης έχουν επιπτώσεις ηλικίες από 15 έως 40. Τις περισσότερες φορές επέρχεται ίαση. Υπάρχει όµως ένα 3% περίπου των νοσούντων που αναπτύσσουν µια οξεία κεραυνοβόλο ηπατίτιδα και πεθαίνουν λόγω συνεπειών αυτής. Μέχρι σήµερα δεν έχει αναφερθεί χρονιότητα και η θνησιµότητα είναι µικρή (Navaneethan U, Al Mohajer M, Shata MT. 2008 Jul 25).

Ταξινόµηση:Πρόσφατα ταξινοµήθηκε στο γένος Hepevirus και έχει τουλάχιστον 4 αναγνωρισµένους γενότυπους (αλλά µόνο έναν ενιαίο ορότυπο). Παρατηρούνται 3 ανοιχτά πλαίσια αναγνώρισης του γονιδίωµατος: οι ORF1, ORF2 και ORF3 (OPEN READING FRAGMENTS) ORFs (Σιώχου Α. 2003). Χρόνος επώασης είναι 1 έως 8

εβδοµάδες µετά την επαφή µε τον ιό. Ο HEV είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στις υψηλές συγκεντρώσεις άλατος και στην διάσπαση µε πρωτεολυτικά ένζυµα. Η επιβίωσή του στο γαστρεντερικό σύστηµα συνεπάγεται τη σχετική σταθερότητά του στις όξινες και ήπια αλκαλικές συνθήκες. Για τη µεταφορά, τα δείγµατα που είναι µολυσµένα µε HEV πρέπει να διατηρούνται παγωµένα σε ξηρό πάγο (στερεό CO2, -70oC) ή κατά προτίµηση σε υγρό Ν2 (-120 oC). Μέθοδοι προσδιορισµού: Η ELISA και το Western blot είναι δύο µέθοδοι

προσδιορισµού αντι-HEV αντισωµάτων χρησιµοποιώντας αντιγονικές περιοχές από το ORF-2 και ORF-3 του ιού. Οι δοκιµές ORF-2 είναι περισσότερο ευαίσθητες. Ορός, ήπαρ και κόπρανα µπορούν να εξετασθούν για HEV RNA µε την αλυσιδωτή αντίδραση πολυµεράσης (PCR).∆ιαγνωστικά test για το HEV δεν είναι διαθέσιµα εµπορικά.

Θεραπεία: Η θεραπεία πρέπει να είναι κυρίως προληπτική, στηριγµένη στο καθαρό πόσιµο νερό, την καλή υγιεινή και την κατάλληλη προσωπική υγιεινή. Μόλις εµφανισθεί η µόλυνση, η θεραπεία περιορίζεται στην υποστήριξη. Παρέχεται στους ασθενείς η επαρκείς ενυδάτωση και ο κορεσµός ηλεκτρολυτών. Η εισαγωγή σε νοσοκοµείο είναι υποδειγµένη µόνο για τους ασθενείς ανίκανους να διατηρήσουν την προφορική εισαγωγή.

A23

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ PCR ΣΤΗ ∆ΙΑΓΝΩΣΗ ΧΡΟΝΙΑΣ ΗΠΑΤΙΤΙ∆ΑΣ Β

Μήτκα Σ, Ελευθερίου Φ, Λυµπεράκη Ε, Τσακαλίδου Γ, Φοροζίδου Ε, Πέτρου Χ.

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

Σκοπός της µελέτης ήταν η διάγνωση χρόνιας ηπατίτιδας Β µε την εφαρµογή ποιοτικής PCR για την ανίχνευση του DNA του ιού της ηπατίτιδας Β (HBV-DNA) στον ορό HBsAg θετικών ατόµων. Υλικό και µέθοδοι: Η τεχνική της ποιοτικής PCR για την ανίχνευση του HBV-DNA εφαρµόστηκε στον ορό 10 HBsAg και anti-HBc θετικών ενηλίκων ατόµων, από τα οποία 2 ήταν HBeAg θετικά, 6 anti-HBe θετικά και 2 HbeAg και anti-Hbe αρνητικά. Η αποµόνωση του HBV-DNA έγινε από 200 µl ορού µε στήλες Qiagen. Για την ανίχνευση του ειδικού HBV-DNA χρησιµοποιήθηκε PCR και ενισχύθηκε περιοχή 259 ζευγών

Page 136: 2_synedrio_biblio

136

βάσεων από την αλληλουχία του γονιδίου του επιφανειακού αντιγόνου του ιού της ηπατίτιδας Β. Αποτελέσµατα: HBV-DNA µε τη µέθοδο της PCR ανιχνεύτηκε στον ορό όλων και των 2 (100%) HBeAg θετικών και µόνο σε 1 (16,4%) από τα 6 anti-HBe θετικά άτοµα. Αυξηµένες τρανσαµινάσες (ALT > 40 U/L) και θετική PCR είχε µόνο 1 (50%) HBeAg θετικός και 1 (16,4 %) anti-HBe θετικοί. Από τα 5 anti-HBe θετικά άτοµα µε φυσιολογικές τρανσαµινάσες θετική PCR έδωσε 1 (20 %). Τρία HbeAg και anti-Hbe αρνητικά άτοµα µε φυσιολογικές τρανσαµινάσες έδωσαν αρνητική PCR. Συµπεράσµατα: Η διάγνωση της ηπατίτιδας Β σήµερα γίνεται εύκολα µε τον προσδιορισµό των γνωστών αντισωµάτων και αντιγόνων στον ορό. Μολονότι οι µέθοδοι ανίχνευσής των έχουν υψηλή ειδικότητα και ευαισθησία, εντούτοις δεν αποτελούν αξιόπιστους δείκτες ενεργού πολλαπλασιασµού του ιού. Η ανίχνευση του HBV-DNA στον ορό µε τη µέθοδο της PCR θεωρείται σήµερα ο πλέον αξιόπιστος δείκτης του πολλαπλασιασµού του ιού στο ήπαρ και µπορεί σε συνδυασµό µε τις τρανσαµινάσες να αντικαταστήσει τη βιοψία του ήπατος στη διάγνωση χρόνιας ηπατίτιδας Β HbsAg θετικών ατόµων.

A24 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ∆ΙΑΓΝΩΣΗ ∆ΕΡΜΑΤΙΚΗΣ ΛΕΪΣΜΑΝΙΑΣΗΣ

Σ.Μήτκα1, Γ. Σκούλη2, Μ. Χατζηδηµητρίου1, Σ. Μακρή1, Ε. Λυµπεράκη1, Γ.

Καρυπίδης1, Ι. Μαυροπούλου1, Γ. Ανδρεάδης1

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης,

2Ιδιώτης Παιδίατρος

Εισαγωγή: Η λεϊσµανίαση είναι µία σοβαρή ζωονόσος, που ενδηµεί στις χώρες της Μεσογείου και οφείλεται στο ενδοκυτταρικό παράσιτο Leishmania spp. Σκοπός της µελέτης ήταν η έγκαιρη διάγνωση δερµατικής λεϊσµανίασης σε δύο ασθενείς µε τη χρήση της PCR. Υλικό-Μέθοδοι: Εξετάστηκαν δείγµατα ολικού αίµατος και ορού καθώς και υλικό βιοψίας δέρµατος από δύο ασθενείς. Στα δείγµατα ολικού αίµατος και δερµατικής βιοψίας εφαρµόστηκε η τεχνική της PCR, χρησιµοποιώντας δύο ζεύγη εκκινητών που ενισχύουν δύο διαφορετικές περιοχές του DNA του κινετοπλάστη της Leishmania spp. Επίσης έγινε έµµεση αιµοσυγκόλληση για την αναζήτηση ειδικών ολικών αντισωµάτων έναντι της Leishmania spp.

Αποτελέσµατα: Στα δύο δείγµατα του υλικού βιοψίας των ασθενών και οι δύο PCR έδωσαν θετικό αποτέλεσµα. Στο ένα από τα δύο δείγµατα ολικού αίµατος και οι δύο PCR έδωσαν θετικό αποτέλεσµα. Οι ορολογικές εξετάσεις στους δύο ασθενείς ήταν αρνητικές. Συµπεράσµατα: H PCR συµβάλλει στην ταχεία και βέβαιη διάγνωση της δερµατικής λεϊσµανίασης. Η ανεύρεση του παράσιτου στη δερµατική βλάβη είναι επίσης καθοριστική στη διάγνωση, αλλά χρειάζεται εµπειρία του δερµατολόγου. Οι ορολογικές εξετάσεις οδηγούν στην αξιόπιστη διάγνωση της νόσου αλλά συχνά είναι αρνητικές όταν η νόσος εµφανίζεται στο δέρµα.

Page 137: 2_synedrio_biblio

137

ENOTHTA ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ

A25

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΡΟΗΣ ΣΤΗ ∆ΙΑΦΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΓΝΩΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΑΡΚΟΕΙ∆ΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΟΝΩΝ ΣΕ ΥΛΙΚΟ

ΒΡΟΓΧΟΚΥΨΕΛΙ∆ΙΚΗΣ ΕΚΠΛΥΣΗΣ

Καζίκα Σ, Άνοινος ∆, Κοτταρίδη Χ, Λέκκα Α, Σταµουλακάτου Α, Κωνσταντινίδου Κ, Γεωργουλάκης Ι.

Εργαστήριο ∆ιαγνωστικής Κυτταρολογίας ΕΚΠΑ, ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ»

Εισαγωγή: Οι βρογχοκυψελιδικές εκπλύσεις (BAL) περιλαµβάνουν έγχυση και

επαναρρόφηση αποστειρωµένου διαλύµατος φυσιολογικού ορού σε αποµακρυσµένα τµήµατα του πνεύµονα δια µέσου βρογχοσκοπίου. Η εφαρµογή του BAL βοηθάει στην διάγνωση παθήσεων των πνευµόνων όπως διάµεσες πνευµονοπάθειες, ευκαιριακών λοιµώξεων και καρκίνο του πνεύµονα. Σκοπός: Σκοπός της εργασίας ήταν η δυνατότητα διαφορικής διάγνωσης µεταξύ της πνευµονικής προσβολής από φυµατίωση και της σαρκοείδωσης µε την τεχνική κυτταροµετρίας ροής σε κυτταρολογικό υλικό BAL. Υλικά και µέθοδοι: Παρασκευάστηκαν επιχρίσµατα κυτταροφυγοκέντρου και υγρής φάσης-Thin-prep για κυτταρολογική διάγνωση. Παράλληλα χρησιµοποιήθηκε η τεχνική της κυτταροµετρίας ροής για την ποσοτική καταµέτρηση του κυτταρικού πληθυσµού (πολυµορφοπύρηνα, λεµφοκυττάρα, ιστιοκύτταρα) καθώς και τον υποπληθυσµό των Τ λεµφοκυττάρων (CD4 , CD8).

Αποτελέσµατα: Κυτταροµετρία ροής Σαρκοείδωση Φυµατίωση

Λεµφοκύτταρα 30% 14%

Πολυµορφοπύρηνα ουδετερόφιλα

2% 3%

CD4/CD8

3,9/1 2,2/1

Συµπέρασµα: Η εφαρµογή της κυτταροµετρίας ροής, σε υλικό βρογχοκυψελιδικής έκπλυσης, σαν συµπληρωµατική µέθοδος της κυτταρολογικής εξέτασης, συµβάλλει σηµαντικά στη διαφορική διάγνωση µεταξύ σαρκοείδωσης και φυµατίωσης.

Page 138: 2_synedrio_biblio

138

ENOTHTA ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ:

ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ – ∆ΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

Α26

ΓΕΝΕΤΙΚΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙ∆ΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ∆ΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

Κέλναρ Ε1, Σταυρακάκης Ε2, Μπιθηµήτρης Ι3, Κέλναρ Γ4

1Τεχνολόγος Γεωπόνος- Τµήµα Φυτικής Παραγωγής, 2Τεχνολόγος Γεωπόνος- Μηχανική Βιοσυστηµάτων, 3Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε, Μεταπτυχιακός Φοιτητής- ΜΠΣ

«Εφαρµοσµένη ∆ηµόσια Υγεία και Περιβαλλοντική Υγιεινή»,

4Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων, MSc «Εφαρµοσµένη ∆ηµόσια Υγεία και Περιβαλλοντική Υγιεινή», Π.Γ.Ν "Αττικόν"

Εισαγωγή: Γενετικά τροποποιηµένος οργανισµός (GMO, genetically modified organisms) είναι ο οργανισµός (µικρόβιο, φυτό ή ζώο) στον οποίο το γενετικό υλικό

τροποποιήθηκε µε την παρέµβαση τεχνικών γενετικής µηχανικής και βιοτεχνολογίας. Οι λόγοι που οδήγησαν τους βιοεπιστήµονες στην δηµιουργία των GMO’s ήταν ο διαρκώς αυξανόµενος πληθυσµός της γης, η µείωση των καλλιεργήσιµων εκτάσεων της γης και η αυξανόµενη ζήτηση για τρόφιµα. Η µέθοδος της γενετικής τροποποίησης των φυτών βασίζεται καταρχήν στην σύλληψη του προϊόντος και στην ικανότητα τεχνικής επιτευξιµότητας. Κατόπιν στην επιλογή - µετασχηµατισµού του γονιδίου το οποίο τροποποιείτε και τέλος η διασταύρωση του GM φυτού µε φυτά υψηλής απόδοσης. Σκοπός: Οι λόγοι που τροποποιούνται γενετικά τα φυτά, είναι να καταστηθούν ανθεκτικά σε ζιζανιοκτόνα, σε βλαπτικούς οργανισµούς όπως (έντοµα, βακτήρια, παράσιτα µύκητες, ιούς), σε περιβαλλοντικές καταπονήσεις, αύξηση θρεπτικής αξίας και το κυριότερο να µετατραπούν σε πηγές ποιοτικών προϊόντων µε την βέλτιστη δυνατή απόδοση. Υλικά και Μέθοδοι: Οι µέθοδοι για την ανίχνευση γενετικά τροποποιηµένων φυτών βασίζονται στην ανίχνευση πρωτεϊνών δηλ. στην ανάλυση των ειδικών πρωτεϊνών που µεταφέρονται στο φυτό (υβριδοποίηση πρωτεϊνών κατά Western Blot, Elisa, Lateral Flow Strips) και οι µέθοδοι που βασίζονται στην ανάλυση DNA (υβριδοποίηση κατά Southern, PCR, RT PCR). Αποτελέσµατα: Τα γενετικά τροποποιηµένα φυτά απαιτούν την µικρότερη δυνατή ποσότητα ζιζανιοκτόνων και παρασιτοκτόνων σε συνδυασµό µε την καλλιέργεια σε αµιγώς ακατάλληλα περιβάλλοντα χάρη στην αυξηµένη αντοχή των φυτών σε ξηρασία και ακραίες θερµοκρασίες. Χάρη σε αυτές τους τις ιδιότητες έχουµε την µικρότερη δυνατή συσσώρευση στους ζωντανούς οργανισµούς ουσιών τοξικών και ενδυνάµει καρκινογόνων ουσιών. ∆ευτερευόντως ακολουθεί η προστιθέµενη θρεπτική αξία των καρπών των γενετικά τροποποιηµένων φυτών. Στον αντίποδα εντοπίζεται ένα πλήθος αρνητικών επιδράσεων στην ανθρώπινη υγεία, όπως αλλεργιογόνους δράσεις, γονίδια ανθεκτικότητας σε αντιβιοτικά, αλλοιώσεις των σιελογόνων αδένων, πρόκληση αλλεργιών στον άνθρωπο. Συµπεράσµατα: Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα γενετικά τροποποιηµένα φυτά και οι καρποί τους, περνούν από εξονυχιστικούς ποιοτικούς ελέγχους (ιχνηλασιµότητα) και

πρέπει να φέρουν ειδική σήµανση. Σε αντίθεση στην Ελλάδα οι έλεγχοι δε είναι επαρκείς. Το 93,3% των καταναλωτών στην Ελλάδα και το 70,9% στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζητά να συνεχιστεί η εναντίωση στη χρήση γενετικά τροποποιηµένων οργανισµών παρόλο που η επιστήµη της βιοτεχνολογίας δύναται να παράγει GMO’s.

Page 139: 2_synedrio_biblio

139

Α27 ∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Καντεράκης Γ, Σταυροπούλου Κ, Μαλίνογλου Ν.

Γ.Ν.Α. «Σισµανόγλειο»

Εισαγωγή: Τα εργαστηριακά ιατρικά απόβλητα είναι ιδιαίτερης σηµασίας. Γι’ αυτά πρέπει να υπάρχουν και να εφαρµόζονται καθορισµένα µέτρα και όροι ∆ιαχείρισης. Σκοπός: Ο σκοπός της παρουσίασης είναι να υπενθυµίσει την ιδιαιτερότητα των αποβλήτων που παράγονται στα εργαστήρια, να εκπαιδεύσει την ορθή διαλογή τους και να ενηµερώσει για τον ορθό τρόπο διαχείρισης του κάθε είδους αποβλήτου, ώστε να διασφαλίζεται η ∆ηµόσια Υγεία και το περιβάλλον. Υλικά και Μέθοδοι: Για την παρουσίαση χρησιµοποιήθηκε υλικό από την Ελληνική και ∆ιεθνή Νοµοθεσία και Βιβλιογραφία. Αποτελέσµατα: Ως Ιατρικά Απόβλητα νοούνται τα απόβλητα που παράγονται στις

Υγειονοµικές Μονάδες, τα οποία αναφέρονται στον κατάλογο αποβλήτων του Παραρτήµατος της Απόφασης 2001/118/ΕΚ του Συµβουλίου της 16ης Ιανουαρίου 2001 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕL 47/2001). Τα Ιατρικά Απόβλητα διακρίνονται σε κατηγορίες. Σε αυτή την παρουσίαση αναλύονται κύρια τα εξής: Ιατρικά Απόβλητα Αστικού Χαρακτήρα (ΙΑ-ΑΧ): προσοµοιάζουν µε τα οικιακά απορρίµµατα. Εδώ ανήκουν:

γυαλί, χαρτί, χαρτόνι, πλαστικό, µέταλλα, υλικά συσκευασίας, απόβλητα παραγόµενα από καθαρισµούς κοινόχρηστων χώρων και κηπουρικές εργασίες, απόβλητα από την παρασκευή φαγητών, υπολείµµατα τροφίµων (εκτός εκείνων από ασθενείς µε ασθένεια που µπορεί να µεταδοθεί µε αυτά), ορθοπεδικοί γύψοι, σερβιέτες κ.α. Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα Αµιγώς Μολυσµατικού Χαρακτήρα (ΕΙΑ-ΜΧ): είναι απόβλητα που έχουν µολυνθεί από αίµα ή άλλα βιολογικά υγρά (σε ποσότητα τέτοια ώστε το αίµα να είναι ορατό), κόπρανα και ούρα ασθενών µε νόσο που µπορεί να µεταδοθεί µε αυτά τα

απεκκρίµατα, σπέρµα, κολπικές εκκρίσεις, εγκεφαλονωτιαίο υγρό, αρθρικό υγρό, πλευριτικό υγρό, περιτοναϊκό υγρό, περικάρδιο υγρό, αµνιακό υγρό, ιστοί και όργανα ανθρώπινου σώµατος, απόβλητα από χώρους αποµόνωσης κ.α. Ενδεικτικά αναφέρονται: βελόνες, σύριγγες, νυστέρια, γάντια, προστατευτικός ρουχισµός, µάσκες, γυαλιά, εργαλεία εργαστηρίου, γάζες, επίδεσµοι, τσιρότα, µητροσκόπια, κενά δοχεία εµβολίων ζωντανού αντιγόνου, ιµατισµός και εξοπλισµός από θαλάµους αποµόνωσης. Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα Ταυτόχρονα Μολυσµατικού και Τοξικού Χαρακτήρα (ΕΙΑ-ΜΤΧ) είναι απόβλητα από ανάπτυξη ερευνητικών δραστηριοτήτων και µικροβιολογικών - βιοχηµικών εξετάσεων (αντικειµενοφόρες πλάκες, τριβλία καλλιέργειας κ.α.),

ανατοµικά απόβλητα από παθολογοανατοµικά εργαστήρια (ιστοί, όργανα και µέρη σώµατος µη αναγνωρίσιµα), απόβλητα από παθολογικά και άλλα τµήµατα που γίνονται χηµειοθεραπείες (χρησιµοποιηµένες συσκευασίες ορών µε κυτταροστατικά φάρµακα). Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα Αµιγώς Τοξικού Χαρακτήρα (ΕΙΑ-ΤΧ): α) ανόργανες χηµικές ενώσεις (οξέα και αλκάλια όπως υδροχλωρικά, νιτρικά, αµµωνιούχα διαλύµατα)

π.χ. προϊόντα που χρησιµοποιούνται στα εργαστήρια και για την καθαριότητα και την απολύµανση β) οργανικές χηµικές ενώσεις (χλωροφόρµιο, τριχλωροαιθυλένιο, µεθανόλη, ακετόνη, ισοπροπανόλη κ.α.), γ) φαρµακευτικές ουσίες (π.χ. ληγµένα και άχρηστα φάρµακα), δ) εξαντληµένα προσροφητικά υλικά, φίλτρα π.χ. απόλυτα φίλτρα και

φίλτρα ενεργού άνθρακα απαγωγών των εργαστηρίων, ε) υδράργυρος ή άλλα βαρέα µέταλλα, π.χ. σπασµένα υδραργυρικά θερµόµετρα, στ)αµαλγάµατα οδοντιατρικής, στ) αµίαντος. Συµπεράσµατα - συζήτηση: Κάθε εργαστήριο οφείλει να εφαρµόζει συγκεκριµένους κανόνες στη διαχείριση των ιατρικών αποβλήτων. Για να γίνει αυτό πραγµατικότητα απαιτείται η συµµετοχή όλων των εργαζοµένων, υιοθετώντας µια στάση διαρκούς επαγρύπνησης, συµµόρφωσης και µη αυθαίρετης συµπεριφοράς, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες και τους κινδύνους που διατρέχουν οι εργαζόµενοι των ∆ήµων (οι οποίοι έρχονται σε επαφή µε τα απορρίµµατα των εργαστηρίων), δείχνοντας ενδιαφέρον και υπευθυνότητα στην προάσπιση της ∆ηµόσιας υγείας, βοηθώντας στην αποτροπή (ή τη µείωση) των αρνητικών συνεπειών για το περιβάλλον, της υποβάθµισης του εδάφους, της µόλυνσης των υπόγειων υδάτων, της ρύπανσης της ατµόσφαιρας. Τέλος, κατά την

Page 140: 2_synedrio_biblio

140

ορθή διαχείριση των Ιατρικών Αποβλήτων πρέπει να λαµβάνονται και µέτρα για την πρόληψη και µείωση της παραγωγής τους, για τον περιορισµό της επικινδυνότητας τους και για τη δυνατότητα ανακύκλωσης ή ανάκτησής τους.

Α28 Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΙΝ∆ΥΝΟΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

∆αβράδος Κ, Σκεπαστιανός Π, Άντου Ν, Γιουρετζικλής Ι,

Καλλιφατίδου Α, Κουτσογεωργόπουλος Χ, Μιχαήλ Χ.

Εργαστήριο Ιατρικής Μικροβιολογίας Ι, Α.Τ.Ε.Ι.Θ, Σ.Ε.Υ.Π - Τ.Ι.Ε

Εισαγωγή: Σε επαγγελµατικούς χώρους όπως τα νοσοκοµεία οι βιολογικοί κίνδυνοι χαρακτηρίζονται ως οι σηµαντικότεροι για την υγεία και ασφάλεια των εργαζόµενων σε αυτά. Ειδικότερα στις ηµέρες µας, που τα µεταδοτικά νοσήµατα βρίσκονται σε έξαρση. Σκοπός: Η σύγχρονη, τεκµηριωµένη και έγκυρη ενηµέρωση και επιµόρφωση του Προσωπικού των νοσοκοµείων έναντι των βιολογικών κινδύνων που ελλοχεύουν στον εργασιακό τους χώρο. Υλικά – Μέθοδοι: Για την παρούσα εργασία µελετήθηκε σύγχρονη ξένη βιβλιογραφία και αρθρογραφία δηµοσιευµένη σε έγκυρα διεθνή ιατρικά περιοδικά, καθώς και ελληνική νοµοθεσία. Αποτελέσµατα: ∆ιαπιστώθηκε ότι υπάρχει κατάλληλο θεσµικό πλαίσιο, που ορίζει την προστασία των εργαζόµενων από κινδύνους για την υγεία και ασφάλειά τους από βιολογικούς παράγοντες στον εργασιακό χώρο, χωρίς βέβαια να αναφέρεται αποκλειστικά στα νοσοκοµεία. Ο νόµος που σήµερα ισχύει είναι ο 1568/ΦΕΚ 177/Α/18-10-1985 επικουρούµενος από το Π.∆ 186/1995 και τις Ε.Ο 697/1990 και 88/1993. Το πλαίσιο αυτό υπογραµµίζει σε γενικές γραµµές το πεδίο εφαρµογής του, ορίζει κατατάσσοντας τους βιολογικούς παράγοντες σε 4 οµάδες και προχωρά σε εκτίµηση του όποιου επαγγελµατικού κινδύνου. Κατόπιν αυτών ξεκαθαρίζονται τα οργανωτικά µέτρα και διαδικασίες, που απαιτούνται για τον έλεγχο, περιορισµό και ελαχιστοποίηση των βιολογικών κινδύνων. Στις διαδικασίες και στα µέτρα πρόληψης και αντιµετώπισης των συγκεκριµένων κινδύνων εξέχουσα θέση κατέχει η ατοµική και συλλογική ευθύνη των εργοδοτών – εργαζοµένων, σε συνδυασµό µε τα απαραίτητα αρχειακά δεδοµένα της Υπηρεσίας και την πρέπουσα ιατρική παρακολούθηση. Συµπεράσµατα: Επιστήµες όπως Ιατρική Μικροβιολογία, Ιολογία, Ανοσολογία, Παρασιτολογία, Μυκητολογία, Υγιεινή και Αρχιτεκτονική υποστηριζόµενες από την τεχνολογία της εποχής µας δύνανται να ελαχιστοποιήσουν τους όποιους Βιολογικούς Κινδύνους στα νοσοκοµεία, αρκεί εργοδότες και εργαζόµενοι να διακρίνονται από υψηλό αίσθηµα ευθύνης, µε πρώτη προτεραιότητα την ατοµική και συλλογική Υγεία όλων των εµπλεκοµένων µερών, παρά τις παρατηρούµενες νοµοθετικές καθυστερήσεις στην θεσµοθέτηση κανόνων στη χώρα µας. Η εµπειρία στους εργασιακούς χώρους και η επεξεργασία των δεδοµένων καταλήγουν στο συµπέρασµα, πως η ορθή εκτίµηση, συνοδευόµενη από ορθολογικό σχεδιασµό και χρήση κατάλληλων Μέσων Ατοµικής Προστασίας, αποφεύγοντας υπερβολές και επενεργώντας στις συµπεριφορές, τείνουν να ελαχιστοποιήσουν τους βιολογικούς κινδύνους στα νοσοκοµεία.

Α29 ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΑΖΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ

ΥΓΙΕΙΝΗΣ

Τοτλη Μ, Στρατογιάννης Ν, Νέλλας Χ

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

Μαζικές καταστροφές, προερχόµενες είτε από τη φύση, είτε από την καταστροφική δύναµη του ίδιου του ανθρώπου, γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται πάντα. ∆εν µπορούµε να τις αποφύγουµε. Μπορούµε όµως, µε την σωστή και έγκαιρη αντιµετώπιση, να µειώσουµε τις καταστροφικές συνέπειές τους, σε ανθρώπινες ζωές και

Page 141: 2_synedrio_biblio

141

υλικά αγαθά. Είναι πια διαπιστωµένο ότι το µέγεθος των καταστροφών είναι αυξηµένο τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα στις αναπτυγµένες χώρες. Η αλµατώδης αύξηση του πληθυσµού των αστικών κέντρων και η γειτνίαση τους µε µεγάλες βιοµηχανικές δραστηριότητες τα καθιστούν ευάλωτα στις µαζικές καταστροφές. Αν και οι προσπάθειες για πρόγνωση έχουν εντατικοποιηθεί και ο σχεδιασµός της αντιµετώπισης βελτιώνεται, µε τις όποιες δυσκολίες, το κύριο βάρος µέχρι τώρα επικεντρώνεται στην αντιµετώπιση της κατάστασης αµέσως µετά την καταστροφή. Έχουµε ήδη µια σχετική εµπειρία από µαζικές καταστροφές στην χώρα µας, ειδικότερα σεισµούς, αλλά και πυρκαγιές. Αυτή η εµπειρία σε συνδυασµό µε την επιστηµονική γνώση και τις τεχνικές δυνατότητες µπορεί και πρέπει να βοηθήσει στην αποτελεσµατική αντιµετώπιση τους, µέσα από το σωστό σχεδιασµό, την ετοιµότητα και την οργάνωση των εµπλεκόµενων υπηρεσιών και φορέων. Μ‘ αυτές τις σκέψεις ετοιµάσαµε την παρούσα εργασία για να δοθεί η ευκαιρία ώστε να επισηµανθούν οι δυσκολίες και οι αδυναµίες διαχείρισης της κρίσης έπειτα από µία καταστροφή, να κατατεθούν εφικτές προτάσεις για την βελτίωση των µέσων που διαθέτουµε και να ενηµερωθούµε όλοι για τις νέες τεχνικές. Εκφράζουµε την ελπίδα ότι η εργασία Αντιµετώπιση Μαζικών Καταστροφών από τους Χώρους ∆ηµόσιας Υγιεινής θα αποβεί χρήσιµο βοήθηµα στην εκπαίδευση όχι µόνο των ιατρών και των άλλων επιστηµόνων των επαγγελµάτων υγείας, αλλά και του απλού πολίτη ώστε να καθίστανται έτοιµοι να δράσουν αµέσως µετά την καταστροφή.

Α30

ΠΡΟ∆ΙΑΓΡΑΦΕΣ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΑΤΕΙΘ - ∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Αριτζάκη Σ, Βασιλάκη Ι. ∆ήµητρα, Ράγιος Χ, Νέλλας Χ

Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων, Σχολή Επαγγελµάτων Υγείας – Πρόνοιας, Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Καθηµερινά στο τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων του Α.Τ.Ε.Ι Θεσσαλονίκης, το επιστηµονικό- τεχνικό προσωπικό, καθώς και οι φοιτητές-τριες, είναι εκτεθειµένοι σε ένα µεγάλο αριθµό επαγγελµατικών – εργαστηριακών παραγόντων κινδύνου. Για το λόγο αυτό, ο καθένας τους θα πρέπει να ξέρει ακριβώς τι κάνει, πως το κάνει και γιατί το κάνει, ώστε να µπορεί να υπάρξει µια ασφαλής εργασία σε ένα λιγότερο επικίνδυνο εργαστήριο. Μέσα από τη διαµόρφωση των χώρων, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για ένα ασφαλές και υγιεινό εργασιακό – εργαστηριακό περιβάλλον, την παροχή κατάλληλου εξοπλισµού, την αντικειµενική καταγραφή και την στατιστική επεξεργασία συµβάντων εργαστηριακής έκτασης, επιτυγχάνεται ως ένα βαθµό η ελαχιστοποίηση των ατυχηµάτων και η προαγωγή της ασφάλισης των φοιτητών-τριών, του τεχνικού προσωπικού και των υπολοίπων υπαλλήλων του ΑΤΕΙΘ. Επίσης η σωστή διαχείριση και αποκοµιδή των απορριµµάτων (η οποία περιλαµβάνει µία σειρά µέτρων που στοχεύουν στη βελτίωση όλων των παραµέτρων από την παραγωγή µέχρι την διάθεσή τους), η

ενηµέρωση και η εφαρµογή των κανόνων ασφαλείας συµβάλλουν στη διασφάλιση ενός πιο υγιεινού εργαστηριακού περιβάλλοντος. Σε µία προσπάθεια, προκειµένου να αξιολογηθούν οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στους εργαστηριακούς – εργασιακούς χώρους του Τµήµατος Ιατρικών Εργαστηριών, των Σχολών Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας του Α.Τ.Ε.Ι.Θ. τον Ιούνιο 2008 µοιράστηκε ένα ερωτηµατολόγιο στους φοιτητές-τριες.

Σκοπός: Σκοπός του ήταν να αξιολογηθεί η συνολική κατάσταση ασφάλειας και υγιεινής βασικών εργαστηρίων του τµήµατος, δίνοντας µε αυτό τον τρόπο µια πολύ συγκεκριµένη εικόνα από το πόσο ικανοποιηµένοι είναι από τις συνθήκες στα διάφορα εργαστήρια.

Αποτελέσµατα: Μέσα από τα 170 απαντηθέντα ερωτηµατολόγια και την καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης, φάνηκε η συµπεριφορά και στάση των φοιτητών-τριών, σε ότι αφορά την αντίληψη περί ασφάλειας και κινδύνου, η οποία ανεπαρκώς οδηγεί σε συνθήκες προστασίας και προάσπισης της υγείας τους.

Συµπεράσµατα: Για το λόγο αυτό είναι επιτακτική η λήψη και η συνεχής εφαρµογή τόσο των µέτρων προστασίας όσο και της διαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισης, ως

Page 142: 2_synedrio_biblio

142

µέσο µείωσης της επικινδυνότητας, που θα αφορούν το σύνολο των παραγόντων κινδύνου και θα απευθύνονται σε όλους.

Α31

ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΑ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

Καλαντζάκης Σ1, Γκρεκ Φ2, Χριστοπούλου Α2, Μαµά Χ2, Σακκάς Σ2, Μπαρµπάνου Ε2.

1Παθολογοανατοµικό Τµήµα, «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο» ΝΕΕΣ, Ερυθρός Σταυρός, Αθήνα

2Κυτταρολογικό τµήµα Γενικού Νοσοκοµείου Νίκαιας-Πειραιώς

Εισαγωγή: Για να µπορέσουµε να διασφαλίσουµε την ποιότητα της εργασίας µας στα κυτταρολογικά και παθολογοανατοµικά εργαστήρια θα πρέπει να εξασφαλίσουµε υγεία για όλο το προσωπικό (Ιατρικό, Τεχνολογικό, ∆ιοικητικό) σε συνδυασµό µε ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Σκοπός: της εργασίας είναι η κατάδειξη της ανάγκης ύπαρξης ενός σαφώς προσδιορισµένου προγράµµατος ασφάλειας για την αποφυγή ατυχηµάτων και ενδονοσοκοµειακών λοιµώξεων σε ένα κυτταρολογικό ή παθολογοανατοµικό εργαστήριο. Υλικό: Μελετήθηκαν οι ιδιότητες των χηµικών αντιδραστηρίων που χρησιµοποιούνται στα κυτταρολογικά και παθολογοανατοµικά εργαστήρια καθώς και συνήθειες και πρακτικές του προσωπικού κατά την διάρκεια του ωραρίου εργασίας, τόσο κατά την χρήση αυτών, όσο και κατά τον χειρισµό των παραλαµβανόµενων και επεξεργαζόµενων βιοπτικών, χειρουργικών αλλά και κυτταρολογικών υλικών, µέχρι του σταδίου της µικροσκόπησης. Μέθοδος: Εφαρµόστηκε συγκριτική µελέτη της µέχρι τώρα ακολουθούµενης τακτικής για την αποστολή, µεταφορά, παραλαβή, συντήρηση και τελική αποµάκρυνση των υλικών σύµφωνα µε τις οδηγίες-πληροφορίες για την σήµανση των χηµικών ουσιών από το τµήµα ιατρικής της εργασίας του Πανεπιστηµίου Πατρών, το νόµο 1568/85 για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζοµένων, καθώς και τις οδηγίες που συστήνονται από το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε.). Αποτελέσµατα: ∆ιαπιστώθηκε έλλειψη ενηµέρωσης ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού των τµηµάτων αυτών, κυρίως στην κωδικοποιηµένη σήµανση της επικινδυνότητας των χρησιµοποιούµενων αντιδραστηρίων, όσο και συχνή αµέλεια στην χρήση ελαστικών γαντιών τόσο κατά την επεξεργασία των αποστελλοµένων υλικών, όσο και κατά την διενέργεια των παρακεντήσεων µε λεπτή βελόνα, οι οποίες πραγµατοποιούνται στο κυτταρολογικό εργαστήριο. ∆ιαπιστώθηκε επίσης η ελλιπής συχνά αναγραφή στα παραπεµπτικά των αποστελλοµένων υλικών από τους κλινικούς, όλων εκείνων των πληροφοριών που θα επέτρεπαν στο προσωπικό που διαχειρίζεται τα υλικά αυτά, την καλύτερη προφύλαξή του. Άλλος παράγων κινδύνου για την υγεία του προσωπικού είναι η έλλειψη χώρου για διάλλειµα. Συµπεράσµατα: Το προσωπικό πρέπει να εκπαιδεύεται συνεχώς και επαρκώς στα µέτρα ασφάλειας του εργαστηρίου. Η κατανόηση απ’ όλους τους εργαζόµενους του υψηλού βαθµού επικινδυνότητας θα έχει σαν αποτέλεσµα την ελαχιστοποίηση των ατυχηµάτων και την προαγωγή της υγιεινής και της ασφάλειας. Το νοσοκοµείο – εργοδότης - κράτος είναι αυτό που πρέπει να επιµελείται και να επιβλέπει την τήρηση των κανόνων και νόµων που ήδη υπάρχουν.

Α32 ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Αγναντής Χ1, Μακρή Α.2, Παπαγιάννης ∆1, Λαµπρονίκου Μ1, Γεωργαντζά Κ1,

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Λάρισας,

2Τµήµα Νοσηλευτικής ΑΤΕΙ Λάρισας

Page 143: 2_synedrio_biblio

143

Εισαγωγή: Στην διαδικασία διαχείρισης Ιατρικών αποβλήτων ένα πολύ σηµαντικό στάδιο αποτελεί η επεξεργασία τους. Η επεξεργασία έχει πρωταρχικά σαν στόχο την εξάλειψη της µολυσµατικής φύσης τους και δευτερευόντως τη µείωση του όγκου τους και τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους, ώστε να είναι κατάλληλα για υγειονοµική ταφή. Σκοπός: Να διακρίνουµε και να ερµηνεύσουµε το βαθµό γνώσης των σπουδαστών Ιατρικών Εργαστηρίων σχετικά µε τα αποτελέσµατα της επεξεργασίας των Εργαστηριακών Αποβλήτων (Ερ.Απ.).

Υλικό – Μέθοδος: Τον πληθυσµό της µελέτης αποτέλεσαν έπειτα από τυχαία επιλογή 96 σπουδαστές Ι.Ε. του ΤΕΙ Λάρισας από το 6ο εξάµηνο σπουδών και πάνω. Η συλλογή των συγκεκριµένων δεδοµένων έγινε µε τη χρήση κλειστού τύπου ερωτήσεων, τµήµα ενός ανώνυµου δοµηµένου ερωτηµατολογίου. Αποτελέσµατα: Στην ερώτηση «τι πιστεύετε ότι θα πετύχουµε µε την κατάλληλη επεξεργασία των Ερ.Απ.», οι ερωτώµενοι µπορούσαν να επιλέξουν και περισσότερες από µία προεπιλεγµένες απαντήσεις. ∆εν απάντησαν καθόλου οκτώ άτοµα, των υπολοίπων οι απαντήσεις κωδικοποιήθηκαν και παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.

Πίνακας 1. Αποτελέσµατα της επεξεργασίας των Ερ.Απ. που αναφέρουν οι σπουδαστές και αντίστοιχες συχνότητες.

Πλήρης απάντηση αποτελεί ο συνδυασµός της α και της β, αυτό έγινε µόνο σε 8 ερωτηµατολόγια (ποσοστό 8,33%). Η µείωση του όγκου των απορριµµάτων έχει

χαρακτηριστεί ως δευτερεύων στόχος της επεξεργασίας. Οι απαντήσεις γ και δ ουσιαστικά εστιάζονται σε ένα συγκεκριµένο κοµµάτι του πληθυσµού που κινδυνεύει από µολύνσεις, αγνοώντας λανθασµένα το υπόλοιπο τµήµα του. Από τα Ερ.Απ. κινδυνεύουν επίσης το υπόλοιπο προσωπικό της Υ.Μ., οι κάτοικοι κοντά στην Υ.Μ. και τους χώρους ταφής και εν δυνάµει όλοι οι πολίτες αφού θα έχει προηγηθεί µόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος. Τέλος η πέµπτη απάντηση είναι τελείως ανακριβή, η αξιοπιστία των εργαστηριακών αποτελεσµάτων δεν επηρεάζεται από την επεξεργασία των αποβλήτων. Συµπεράσµατα: Ένα πολύ µικρό ποσοστό των σπουδαστών γνώριζε πλήρως για την χρησιµότητα και ανάγκη επεξεργασίας των Ερ.Απ. Αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη να γίνουν οι απαραίτητες παρεµβάσεις είτε από την Σχολή είτε από διάφορους άλλους φορείς, έτσι ώστε το επίπεδο γνώσης τους να βελτιωθεί εµφανώς και να φθάσει σε ικανοποιητικά επίπεδα. Με απώτερο στόχο αυτό να συνοδευτεί και µε την αντίστοιχη θετική στάση, άποψη και πρακτική στα εργαστήρια του Τµήµατος και στους µελλοντικούς χώρους εργασίας.

Α33 ∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ - ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΠΟΥ∆ΑΣΤΩΝ

Αγναντής Χ1, Μακρή Α2, Παπαθανασίου Ι2, Λαµπρονίκου Μ1, Παραλίκας Θ2

1Τµήµα Ιατρικών Εργαστηρίων ΑΤΕΙ Λάρισας, 2Τµήµα Νοσηλευτικής ΑΤΕΙ Λάρισας

Εισαγωγή: Οι σπουδαστές των Ιατρικών Εργαστηρίων αποτελούν µια κοινωνική οµάδα η οποία συµµετέχει επιπρόσθετα στην ρύπανση του περιβάλλοντος πέρα από τις συνήθεις δραστηριότητες, µε την παραγωγή και τον λανθασµένο τρόπο διαχείρισης των Εργαστηριακών Αποβλήτων (Ερ.Απ.), είτε κατά την διάρκεια των σπουδών τους είτε µελλοντικά ως εργαζόµενοι.

Απαντήσεις Ν %

α αποφυγή µόλυνσης του ανθρώπου 50 52,1 %

β µείωση µόλυνσης περιβάλλοντος 45 46,9 %

γ προστασία εργαστηριακού προσωπικού 36 37,5 %

δ προστασία εργατών καθαριότητας 9 9,4 %

ε πιο αξιόπιστα εργαστηριακά αποτελέσµατα 5 5,2 %

στ µείωση απορριµµάτων 2 2,1 %

Page 144: 2_synedrio_biblio

144

Σκοπός: Στην παρούσα εργασία έχουµε ως στόχο να διακρίνουµε και να ερµηνεύσουµε τις απόψεις των σπουδαστών για την συµβολή τους και την µελλοντική τους δράση στην διαχείριση Ερ.Απ. Υλικό – Μέθοδος: Τον πληθυσµό της µελέτης αποτέλεσαν έπειτα από τυχαία επιλογή 96 σπουδαστές Ι.Ε. του ΤΕΙ Λάρισας από το 6ο εξάµηνο σπουδών και πάνω. Η συλλογή των συγκεκριµένων δεδοµένων έγινε µε τη χρήση κλειστού τύπου ερωτήσεων, τµήµα ενός ανώνυµου δοµηµένου ερωτηµατολογίου. Αποτελέσµατα: Οι ερωτώµενοι καλούνται να δείξουν τον βαθµό αποδοχής (συµφωνώ απόλυτα, µάλλον συµφωνώ, δυσκολεύοµαι να εκφράσω άποψη, µάλλον διαφωνώ, διαφωνώ απόλυτα) σε δηλώσεις του ερευνητή, επιλέγοντας αντίστοιχα σε µια κλίµακα

στάσεων τύπου Likert τους αριθµούς 1 έως 5.

Πίνακας 1. Μέτρηση του βαθµού αποδοχής απόψεων από τους σπουδαστές σε προτάσεις που αφορούν την συµβολή τους στην διαχείριση Ερ.Απ και την µελλοντική δράση τους ως πολίτες και εργαζόµενοι σε αντίστοιχα ζητήµατα.

Η µέση τιµή δηλώνει το βαθµό αποδοχής κάθε πρότασης και η τυπική

απόκλιση δείχνει πόσο συγκεντρωµένες είναι οι τιµές, δηλαδή αν υπάρχει συµφωνία στις απόψεις των σπουδαστών. Όσο µικρότερη είναι η τυπική απόκλιση, τόσο µεγαλύτερη σηµασία έχει η µέση τιµή. Οι σπουδαστές µε τις απαντήσεις τους δείχνουν να θεωρούν ότι ο ρόλος τους µελλοντικά ως εργαζοµένων θα είναι πολύ σηµαντικός στην διαδικασία διαχείρισης των εργαστηριακών αποβλήτων. Αξίζει να παρατηρήσουµε ότι στον αντίστοιχο ρόλο τους ως σπουδαστές δίνουν µικρότερη βαρύτητα από εκείνον που θα έχουν ως εργαζόµενοι. Αυτό προκύπτει από την διαφορά στην µέση τιµή. Οι σπουδαστές του δείγµατος δηλώνουν θετικοί στην ενηµέρωσή τους µέσω σεµιναρίων – διαλέξεων και στην µελλοντική ενεργητική συµµετοχή τους ως επιµορφωτές των συναδέλφων τους. Στατιστικά φαίνεται να δηλώνουν αδυναµία να απαντήσουν αν ως πελάτες ενός εργαστηρίου η οικονοµική επιβάρυνση θα είναι πιο σηµαντικό κριτήριο επιλογής του από τον τρόπο που διαχειρίζεται τα απόβλητά του. Τέλος θεωρούν εφικτή την συνεισφορά τους ως µελλοντικοί εργαζόµενοι στην διαδικασία της σωστής διαχείρισης των αποβλήτων, µόνο όταν στο εργαστήριο υπάρχουν οι κατάλληλες οδηγίες και τα απαιτούµενα µέσα.

∆ηλώσεις

Ελάχισ

τη

Μέγ

ιστη

επικ

ρατο

ύσα

µέσ

η

τιµ

ή

τυπ

ική α

πόκλισ

η

α) Στην διαδικασία διαχείρισης των αποβλήτων ο ρόλος µου ως σπουδαστής είναι πολύ σηµαντικός 1 5 1 2,04 1,05

β) Στην διαδικασία διαχείρισης των αποβλήτων ο ρόλος µου ως εργαζόµενος θα είναι πολύ σηµαντικός 1 4 1 1,38 0,70

γ) Θα συµµετείχα µελλοντικά σε οµάδα εργασίας για ενηµέρωση συναδέλφων – εργαζοµένων σε θέµατα διαχείρισης αποβλήτων

1 5 2 1,97 0,96

δ) Θα παρακολουθούσα σχετικά σεµινάρια – διαλέξεις 1 5 2 1,83 0,83

ε) Ως πελάτης ενός εργαστηρίου, θα είναι πιο σηµαντικό κριτήριο επιλογής η οικονοµική επιβάρυνση παρά ο τρόπος που διαχειρίζεται τα απόβλητά του

1 5 3 3,37 1,30

στ) Στην δουλειά µου είµαι διατεθειµένος να διαχωρίζω τα Ερ.Απ. αν υπάρχουν οι οδηγίες και τα µέσα 1 5 1 1,38 0,76

ζ) Αν υπάρχουν ελλείψεις στο εργαστήριο δεν νοµίζω ότι µπορώ µόνος µου να καταφέρω κάτι 1 5 2 2,68 1,30

Page 145: 2_synedrio_biblio

145

Συµπεράσµατα: Η στάση των σπουδαστών κρίνεται θετική για ζητήµατα που αφορούν την µελλοντική δράση τους ως πολίτες και εργαζόµενοι σε θέµατα που άπτονται της διαχείρισης των Ερ.Απ. Το γεγονός αυτό είναι σηµαντικό αν αναλογιστούµε επίσης ότι πέρα από το νοµοθετικό πλαίσιο που ισχύει, η επιτυχία του εγχειρήµατος της διαχείρισης των αποβλήτων στην χώρα µας θα εξαρτηθεί από τη συµµετοχή των επαγγελµατικών τάξεων, την συνεργασία των πολιτών και την πολύπλευρη ενηµέρωση που θα επιτευχθεί.

Page 146: 2_synedrio_biblio

146

ΕΝΟΤΗΤΑ: ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ – ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ

Α34

ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΥ

Χατζηκυριακίδου Μ1, Πρασίνου Π1

1Παθολογοανατοµικό τµήµα ΕΑΝΠ Μεταξά

Εισαγωγή: Η ιστολογική εξέταση αποτελεί το σηµαντικότερο εργαλείο στα χέρια των Παθολόγων Ογκολόγων και των Ακτινοθεραπευτών για τη θεραπευτική απόφαση αλλά και την πρόβλεψη της πρόγνωσης της νόσου για τους ασθενείς. Είναι σηµαντικό η παθολογοανατοµική διάγνωση να είναι σωστή. Το σφάλµα µπορεί να οδηγήσει σε µη σωστή αντιµετώπιση των ασθενών ή καθυστέρηση στην έναρξη σωστής θεραπείας. Σκοπός: Η διερεύνηση της ανάµειξης του τεχνολόγου στην πρόκληση των σφαλµάτων και οι πρακτικές για την αποφυγή τους. Υλικά και µέθοδοι: ∆ιεθνή και ελληνική βιβλιογραφία, ηλεκτρονική έρευνα και πληροφορίες από το προσωπικό του Παθολογοανατοµικού τµήµατος του νοσοκοµείου Μεταξά. Αποτελέσµατα: Στις ΗΠΑ υπολογίζονται 150.000 (0,3%) σφάλµατα σε PAP test σε

συνδυασµό µε ιστολογική εξέταση σε σύνολο 50 εκατοµµυρίων εξετάσεων γυναικολογικού υλικό και 155.000 σφάλµατα (3,1%) σε µη γυναικολογικό υλικό σε 5

εκατοµµύρια βιοψιών ετησίως. Στη µελέτη του R. Sirota 3 αναφέρεται ότι το σύνολο των ιατρικών σφαλµάτων παγκόσµια ανέρχεται στο 44.000-98.000 θάνατοι ετησίως και το κόστος (άµεσο και έµµεσο) κυµαίνεται από 17-29 δισεκατοµµύρια δολάρια ετησίως. Στις

ΗΠΑ το ΙΟΜ καθόρισε το σφάλµα ως µια αποτυχία να ολοκληρωθεί µια προγραµµατισµένη δράση, όπως υπήρχε η πρόθεση (σφάλµα εκτέλεσης, execution error) ή ως χρήση λανθασµένου σχεδιασµού για την επίτευξη ενός στόχου (αποτυχία σχεδιασµού, planning failure). Καταγράφονται 4 γενικές κατηγορίες µε 3

υποκατηγορίες. Στην πρώτη γενική κατηγορία κατατάσσονται: ψευδώς αρνητικές διαγνώσεις ή υποεκτίµηση της έκτασης ή της βαρύτητας µιας αλλοίωσης, ψευδώς θετικές διαγνώσεις ή υπερεκτίµηση, λάθος ταξινόµηση (ούτε υπερεκτίµηση ούτε υποεκτίµηση π.χ. ινοσάρκωµα αντί κακοήθες ινώδες ιστιοκύττωµα). Στην δεύτερη γενική κατηγορία περιλαµβάνονται ελλειπή στοιχεία αναγνώρισης των ασθενών, του ιστού ή τοπογραφικά (πχ. αριστερά/δεξιά). Στην τρίτη γενική κατηγορία περιλαµβάνονται τα

αναφερόµενα στον ιστό: απώλεια ιστού, ανεπαρκές υλικό, αναληθής περιγραφή σηµαντικών µακροσκοπικών ευρηµάτων (µέγεθος αλλοίωσης, χειρουργικά όρια κ.α.),

ελλιπής δειγµατοληψία. Σε αυτή την κατηγορία περιλαµβάνονται και όλα τα σφάλµατα που οφείλονται στην επεξεργασία του ιστού και αφορούν στην µονιµοποίηση, διατήρηση των κύβων παραφίνης, ποιότητα τοµών και πλακιδίων, χρώσεων και εποµένως στη λειτουργία του εργαστηρίου και των τεχνολόγων. Στην τέταρτη γενική κατηγορία αναφέρονται τα σφάλµατα που οφείλονται σε ελλιπή κλινικά στοιχεία και σφάλµατα στη δακτυλογράφηση. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ρόλος του τεχνολόγου είναι πολύ σηµαντικός στην αλυσίδα του εργαστηρίου. Τα σφάλµατα σε επίπεδο τεχνολόγου εµπίπτουν στις κατηγορίες τρία και τέσσερα. Συµπεράσµατα: Ο ρόλος του τεχνολόγου είναι σηµαντικός στη διαδροµή του υλικού προς το µικροσκόπιο. Η συνεχής εκπαίδευση και εξάσκηση, καθώς και η ύπαρξη καθηκοντολογίου που θα ορίζει λεπτοµερώς τις αναλυτικές µεθόδους και το ελεγχόµενο σύστηµα που χρησιµοποιείται για κάθε τύπο ανάλυσης, αποτελούν τη δικλείδα ασφαλείας για την εξάλειψη των σφαλµάτων και την παροχή έγκυρων αποτελεσµάτων στους ασθενείς.

Α35 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ

ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

Καλαντζάκης Σ, Τσοπανοµίχαλου Μ, Κεφάλα Μ, Παντζαρτζή Ό, Τσιακάλου Ε, Νικολιτσέα Ε, Μπαρµπάτη Κ.

Page 147: 2_synedrio_biblio

147

Παθολογοανατοµικό Τµήµα, «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο» ΝΕΕΣ, Ερυθρός Σταυρός, Αθήνα

Εισαγωγή: Ήταν αναγκαίο για µας να προσπαθήσουµε να δείξουµε σε όλους τον φόρτο εργασίας µας αλλά και την ποιότητα της δουλειά µας. Η µέχρι σήµερα ακολουθούµενη πρακτική είχε σαν αποτέλεσµα µεγάλο µέρος του ωραρίου µας να σπαταλιέται άσκοπα λόγω πληθώρας πληροφοριών και αλληλεπικαλυπτόµενων ενεργειών από το προσωπικό. Σκοπός: της µελέτης είναι η ανάπτυξη συστήµατος µηχανοργάνωσης στην καθηµερινή πρακτική του τµήµατος παθολογικής ανατοµικής. Πέρα από την ευρεία χρήση υπολογιστικών προγραµµάτων στη διαχείριση των δεδοµένων ασθενών, υπάρχουν τοµείς σηµαντικοί για την καλή λειτουργία ενός εργαστηρίου που χρήζουν συστηµατικής και άµεσης παρακολούθησης. Η καλή ροή αναλωσίµων και αντιδραστηρίων, οι παραγγελίες, οι παραλαβές υλικών, η παρακολούθηση διαγωνισµών αντιδραστηρίων και αναλωσίµων, ο ποιοτικός έλεγχος χρώσεων και ανοσοϊστοχηµείας, η στατιστική επεξεργασία του φόρτου εργασίας, είναι καίρια για την οµαλή λειτουργία οποιαδήποτε κλινικού εργαστηρίου. Υλικό και µέθοδος: Για τη µηχανογράφηση του παθολογοανατοµικού εργαστηρίου του ΝΕΕΣ χρησιµοποιήθηκε Η/Υ µε προγράµµατα του Office 2003 (Word, Excel, Access, PowerPoint). Αξιολογήθηκαν τα ποσοτικά δεδοµένα από την καθηµερινή διαγνωστική-τεχνολογική εργασία του τµήµατος (κύβοι παραφίνης, χρώση Ηωσίνης Αιµατοξυλίνης, ιστοχηµικές και ανοσοϊστοχηµικές χρώσεις, επεξεργασία ταχειών και µυϊκών βιοψιών κ.α.), αναλυτικές καταστάσεις των προσφεροµένων υλικών και

αντιδραστηρίων από τις προµηθεύτριες εταιρείες, στοιχεία από την συντήρηση και τις βλάβες των µηχανηµάτων, αρχεία παραγγελίας και παραλαβής αντιδραστηρίων. Από το Νοέµβριο 2007 που ξεκίνησε η συντονισµένη προσπάθεια, παρουσιάζεται µηνιαία στατιστική ανάλυση όλων των δεδοµένων καθώς και πρόβλεψη για τα επόµενα χρονικά διαστήµατα. Αποτελέσµατα: Με την καθηµερινή επεξεργασία όλων αυτών των δεδοµένων έχουµε επιτύχει: Καλύτερο έλεγχο όλων των σταδίων επεξεργασίας των ιστοτεµαχίων, αναλυτική παρουσίαση όλου του φόρτου εργασίας σε ηµερήσια µηνιαία, και ετήσια βάση, πλήρη έλεγχο όλων των µηχανηµάτων του εργαστηρίου, διασφάλιση της καλής ροής δειγµάτων και αντιδραστηρίων και κυρίως ότι όλα είναι άµεσα προσβάσιµα και µε δυνατότητα ελέγχου από οποιαδήποτε αρµόδια αρχή. Συµπέρασµα: Παρά το µικρό χρονικό διάστηµα εφαρµογής του συστήµατος είναι ήδη ορατό το όφελος από µια τέτοια προσπάθεια. Επόµενος στόχος είναι η διασύνδεση του συνόλου του εργαστηρίου µε σύστηµα που όλες οι πληροφορίες να ενοποιούνται και η καταγραφή να είναι το δυνατό πιο αυτοµατοποιηµένη. Τα περιθώρια βελτίωσης είναι ακόµα µεγάλα, εν τούτοις τα βήµατα που έχουν γίνει είναι ενθαρρυντικά. Απαιτείται συνεχής και καλύτερη εκπαίδευση του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες και κατανόηση απ’ όλους της σηµασίας και χρησιµότητας του Η/Υ ώστε να επιτυγχάνετε ο ποιοτικός έλεγχος και η αναγνώριση της εργασίας που προσφέρουν όλοι οι εργαζόµενοι στο Παθολογοανατοµικό εργαστήριο. Φαίνεται αναγκαία η ανάπτυξη κοινού προγράµµατος software µε όλα τα τµήµατα παθολογικής ανατοµικής.

Page 148: 2_synedrio_biblio

148

ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ – ΒΙΟΗΘΙΚΗ

Α36

TO ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΣΠΟΥ∆ΑΣΤΩΝ ΙΕΚ ΤΗΣ ΕΙ∆ΙΚΟΤΗΤΑΣ «ΒΟΗΘΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΒΙΒΕ)

Καρκαλούσος Π, Παρασκευούλης Σ, Βαρελά Μ, Πλέστη Β, Φιλιππάκη Ε.

Εκπαιδευτές δηµοσίων ΙΕΚ ειδικότητας ΒΙΒΕ του νοµού Αττικής

Eισαγωγή: Από την αρχή της ίδρυσης των ΙΕΚ η ειδικότητα των «Βοηθών Ιατρικών και Βιολογικών Εργαστηρίων (ΒΙΒΕ)» ανήκει σε αυτές µε την µεγαλύτερη ζήτηση. Σήµερα η

ειδικότητα των ΒΙΒΕ διδάσκεται σε 9 δηµόσια και 4 ιδιωτικά ΙΕΚ σε όλη την Ελλάδα εκ των οποίων τα 6 ∆ηµόσια βρίσκονται στο νοµό Αττικής. Σκοπός: Η µελέτη του προφίλ των σπουδαστών της ειδικότητας ΒΙΒΕ ως προς την εκπαίδευσή τους στο Λύκειο, τον τρόπο ζωής τους, το λόγο επιλογής της ειδικότητας, την άποψή τους για την παρεχόµενη εκπαίδευση και τα σχέδιά τους για το µέλλον. Υλικό – µέθοδος: ∆ηµιουργήθηκε ειδικό ερωτηµατολόγιο το οποίο δόθηκε προς συµπλήρωση σε όλους τους σπουδαστές της ειδικότητας ΒΙΒΕ του νοµού Αττικής (ΙΕΚ Γαλατσίου, Ν. Ιωνίας, Αµαρουσίου, Αργυρούπολης, Ελευσίνας και Κορυδαλλού). Συµπληρώθηκε από 16 αγόρια και 109 κορίτσια (σύνολο 125) εκ των οποίων τα 28 εκ της αλλοδαπής. Από τους σπουδαστές Ελληνικής καταγωγής (97) οι 8 έµεναν µόνιµα σε

άλλη πόλη. Το 56% παρακολουθούσε το πρώτο εξάµηνο, έναντι του 39% του εξαµήνου Γ και 5% του ∆. Η έρευνα έχει την γραπτή έγκριση του ΟΕΕΚ. Αποτελέσµατα: Από τους 92 αποφοιτήσαντες από Γενικό Λύκειο το 52% είχε παρακολουθήσει την θεωρητική κατεύθυνση, έναντι του 33% της θετικής και του 15% της τεχνολογικής. Η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών είχε δώσει Πανελλήνιες (90,5%), εκ των οποίων οι 31/126 είχαν περάσει κυρίως σε σχολή ΤΕΙ της επαρχίας. Το

62% επέλεξε την ειδικότητα λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος έναντι 19% που την επέλεξε λόγω πληροφοριών για γρήγορη αποκατάσταση και 19% για να πάρει πιστοποίηση λόγω αποφοίτησης από παρόµοια ειδικότητα στα ΕΠΑΛ. Το 43% δυσκολεύεται περισσότερο στη θεωρία. Γενικά τα εργαστηριακά µαθήµατα συγκεντρώνουν περισσότερες θετικές γνώµες από ότι τα θεωρητικά. Βασική αιτία η έλλειψη ειδικών βιβλίων για τα ΙΕΚ (95,2%). Για την βελτίωση των σπουδών οι µαθητές προτείνουν κυρίως καλύτερες σηµειώσεις (90,2%) και καλύτερο εργαστηριακό εξοπλισµό (36,5%). Μετά την αποφοίτηση το συντριπτικό ποσοστό τους (97,6%) επιθυµεί

να δώσει για πιστοποίηση και να αναζητήσει εργασία σε αυτό τον κλάδο. Συµπεράσµατα: Οι µαθητές της ειδικότητας ΒΙΒΕ επιθυµούν την γρήγορη περάτωση των σπουδών τους για να δώσουν για πιστοποίηση και να εργαστούν στο συγκεκριµένο επάγγελµα. Το γεγονός άλλωστε ότι σε ποσοστό 54% εργάζονται και µάλιστα κυρίως για βιοποριστικούς λόγους (81%) δείχνει την ανάγκη τους για γρήγορη αποκατάσταση.

A37

ΕΜΨΥΧΩΣΗ ΕΜΒΡΥΟΥ

Καµπέρης ∆1, Καραγιάννη ∆1, Καρυπίδης Ι1, Γίατσιου Μ2, Βαγδατλή Ε1

1Αιµατολογικό εργαστήριο, Ιατρικά Εργαστήρια, ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης, 2ΕΠΑΛ Ευκλείδης

Εισαγωγή: Σε πάρα πολλές πειραµατικές διαδικασίες χρησιµοποιούνται διαφόρων

ειδών κύτταρα. Σε ορισµένα πειράµατα χρησιµοποιούν διεξοδικά γονιµοποιηµένα

κύτταρα ανθρώπου, τα οποία έχουν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται. Αυτά τα

γονιµοποιηµένα κύτταρα είναι τα αρχικά κύτταρα ενός ανθρώπου, δηλαδή υπό τις

κατάλληλες συνθήκες πολλαπλασιάζονται και δηµιουργείται το έµβρυο. Οπότε εδώ

υπάρχει ένα µεγάλο ερώτηµα, πότε εµψυχούται το έµβρυο; Το ζυγωτό σε ποια φάση του

πολλαπλασιασµού του µπορεί να αναγνωριστεί σαν άνθρωπος; Η εµψύχωση του

εµβρύου έχει πάρα πολύ µεγάλη σηµασία, διότι εάν εµψυχούται το έµβρυο από τη

στιγµή που δηµιουργείται το ζυγωτό, τότε τα πειράµατα που διεξάγονται σε αυτά τα

Page 149: 2_synedrio_biblio

149

κύτταρα στη πραγµατικότητα γίνονται πάνω σε ζωντανό άνθρωπο. Επίσης και η

διαδικασία της αµβλώσεως στη πραγµατικότητα εάν ισχύει το παραπάνω είναι σαν

θάνατος µιας ζωής.

Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διαπιστώσουµε εάν η ενηµέρωση

ανθρώπων νεαρής ηλικίας, για τα διάφορα στάδια της εµβρυογένεσης, µπορεί να

επηρεάσει την άποψη τους ως προς την εµψύχωση του εµβρύου καθώς και να

παρατηρήσουµε την άποψη των ενηλίκων ανάλογα µε το µορφωτικό επίπεδο.

Υλικό-Μέθοδος: Κατά την περίοδο Μαρτίου – Μαΐου τυπώθηκε ένα ερωτηµατολόγιο

µε ερωτήσεις σχετικά µε την εµψύχωση του εµβρύου ζητώντας επιπλέον και τη γνώµη

των ερωτηθέντων για τη στιγµή που πιστεύουν ότι εµψυχούται το έµβρυο. Το

ερωτηµατολόγιο δόθηκε και συµπληρώθηκε από 430 άτοµα. Τα 207 ήταν φοιτητές του

τµήµατος Ιατρικών Εργαστηρίων των ΑΤΕΙ και µαθητές του Ευκλείδη, τα οποία αφού

συµπλήρωσαν το ερωτηµατολόγιο ενηµερώθηκαν για τα στάδια της εµβρυογένεσης και

συµπλήρωσαν ξανά το ερωτηµατολόγιο. Τα υπόλοιπα 223 συµπλήρωσαν µία φορά το

ερωτηµατολόγιο. Έπειτα έγινε σύγκριση αποτελεσµάτων µε τη µέθοδο σύγκρισης

ποσοστών.

Αποτελέσµατα: Στην ερώτηση πότε το έµβρυο αποκτά ανθρώπινη υπόσταση οι

απαντήσεις εµφάνιζαν στατιστικά σηµαντική διαφορά (p<0.001) ανάλογα µε το

µορφωτικό επίπεδο και φαίνονται στον πίνακα:

Απόφοιτος

εκπαίδευσης

Κατά τον 1ο

µήνα της ζωής

Μετά τον 5ο

µήνα

Με τη γέννηση

του νεογνού

Από τη

σύλληψη

2ο βάθµιας 130 1 1 12

3ο βάθµιας 140 28 54 84

Μετά την ενηµέρωση των 207 ατόµων υπήρξε στατιστικά σηµαντική µεταβολή των

απόψεων, ιδιαίτερα όσον αφορά την άποψη ότι η εµψύχωση γίνεται κατά τη σύλληψη

(p<0.001),όπως φαίνεται στον πίνακα:

Κατά τον 1ο

µήνα της ζωής

Μετά τον 5ο

µήνα

Με τη γέννηση

του νεογνού

Από τη

σύλληψη

Πριν την

ενηµέρωση 47,3 % 26,5% 14% 12,2%

Μετά

ενηµέρωση 29,9% 17,8% 11,6% 40,7%

Συµπεράσµατα: 1. Η επιστηµονική γνώση και το µορφωτικό επίπεδο είναι ανάλογα της

πεποίθησης ότι το έµβρυο εµψυχούται κατά τη σύλληψη και 2. Η ενηµέρωση παίζει

σηµαντικό ρόλο και είναι απαραίτητη στη διαµόρφωση της άποψης των ανθρώπων στα

σοβαρά θέµατα Βιοηθικής, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την ανθρώπινη ζωή και το

σεβασµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων.

Page 150: 2_synedrio_biblio

150

Ονόµατα οµιλητών, συντονιστών και ερευνητών

Rudov A. 104, 104 Saeed B. 13, 106 Sofo S. 14, 107 Surmava S. 13, 105, 106 Άγα Ε. 132 Αγαθοκλέους Ε. 12, 102 Αγναντής Χ. 142, 143 Αλβέρτη Ι. 132 Αλεπάκη Μ. 132 Ανδρεάδης Γ. 136 Ανδρεάκος Ε. 129 Ανδρούτσος Γ. 9, 12, 58, 99, 100 Άνοινος ∆. 137 Άντου Ν. 140 Αντωνίου Η. 14, 113 Αριτζάκη Σ. 141 Αστερίου Ι. 126 Βαγδατλή – Τσικοπούλου Ε. 14, 62, 107, 119, 120, 148 Βαρακλιώτη Α. 101 Βαρελά Μ. 148 Βασιλάκη ∆. 141 Βελεγράκη Α. 110 Βεληβασάκης Σ. 7, 25 Βελονάκης Ε. 112 Βυλλιώτου Β. 7, 23 Γερονικάκη Α. 13, 104, 105, 106 Γεωργαντζά Κ. 142 Γεωργιακάκη Μ. 99 Γεωργίου Ζ. 4, 12, 88, 94 Γεωργουλάκης Ι. 137 Γίατσιου Μ. 148 Γιουρετζικλής Ι. 140 Γκότση Σ. 101 Γκουµάκου Ε. 12, 99, 100 Γκουτζίδης Μ. 113 Γκρεκ Φ. 142 ∆αβράδος Κ. 14, 140 ∆εµερτζή Ε. 117 ∆όξα Α. 8, 40 Ελευθερίου Φ. 13, 14, 104, 105, 106, 107, 130, 131, 135 Ευαγγελόπουλος Α. 7, 28 Ζήκα Χ. 132 Ησαϊάδης ∆. 4, 10, 72 Καβάζη Κ. 123 Καζίκα Σ. 9, 49, 132, 137 Κακάβας Κ. 128 Καλαντζάκης Σ. 142, 147 Καλαντίδου Β. 107, 132 Καλκάνη Ε. 5, 80 Καλλιφατίδου Α. 140 Καµαριοτις Α. 106 Καµιζούλης Γ. 77 Καµπασακάλης Α. 6, 20 Καµπέρης ∆. 130, 148 Καµπούρης Μ. 110 Κανακούδη Φ. 120 Καντεράκης Γ. 139

Page 151: 2_synedrio_biblio

151

Καραγιάννη ∆. 130, 148 Καραγιώργου Α. 103, 116 Καραγκούνη Α. 80, 112 Καρακίτσος Π. 4, 9, 49 Καραµήτρος Γ. 7, 26 Καραπούλιου Χ. 128 Καρίκας Γ. 5, 11, 13, 95 Καρκαλούσος Π. 2, 4, 8, 45, 148 Καρυπίδης Γ. 136 Καρυπίδης Ι. 148 Κατσαντώνη Ε. 129 Κατσαρού Ο. 101 Κατσέα Π. 103, 116 Κατσίφας Ε. 112 Κέλναρ Γ. 10, 82, 138 Κέλναρ Ε. 138 Κεσίδου Α. 101 Κεφάλα Μ. 146 Κικάκης Ε. 101 Κοκκίνη Α. 104 Κοντοπάνου Α. 101 Κορωνάκη Ε. 121 Κοτταρίδη Χ. 137 Κουβέλη Α. 103, 116 Κουκή Α. 117, 118 Κουππάρης Μ. 7, 36 Κουτρουµπίλας Α. 10, 75 Κουτσογεωργόπουλος Χ. 140 Κρητικού-Γρίβα Ε. 99, 100 Κριεµπάρδης Α. 2, 4, 5, 8, 12, 45, 122, 123, 124 Κρικέλης Β. 111 Κυνηγόπουλος Σ. 106 Κυριαζή Λ. 119 Κυριακοπούλου Ζ. 111 Κωνσταντινίδου Κ. 51, 137 Κωνσταντίνου Μ. 101 Κωστόπουλος Ι. 99 Λαµπρονίκου Μ. 128, 142, 143 Λειµονή Ε. 4, 6, 7, 23, 40 Λέκκα Α. 137 Λέσκος Ά. 133 Λευκόπουλος Α. 7, 34 Λιάρας Κ. 104 Λιµπεράκη Ε. 130 Λυµπεράκη Ε. 135, 136 Λυµπεροπούλου ∆. 80 Μακρή Α. 113, 128, 142, 143 Μακρή Σ. 130, 132, 136 Μαλίνογλου Ν. 139 Μαµά Χ. 142 Μαµούχα Σ. 112 Μανιάτη Κ. 12, 58, 99, 100 Μαρκουλάτος Π. 111 Ματσιανίκας Γ. 110 Μαυρίδου Α. 4, 10, 14, 77, 80, 82, 84 Μαυροδάκου ∆. 13, 108 Μαυροπούλου Ι. 136 Μήτκα Σ. 14, 107, 129, 130, 131, 132, 135, 136 Μιχαήλ Χ. 140

Page 152: 2_synedrio_biblio

152

Μιχαηλίδη Χ. 8, 42 Μούγιος Β. 6, 17 Μουγκοπέτρου Μ. 125 Μουρατίδου Π. 104 Μπαλαµπέκου Ε. 119 Μπαρµπάνου Ε. 142 Μπαρµπάτη Κ. 146 Μπεσίρη Μ. 8, 39 Μπιθηµήτρης Ι. 138 Μπιτσόλη Α. 119 Μποταϊτη Π. 113, 116 Μωραϊτου Κ. 103, 116 Νέλλα ∆. 129, 130 Νέλλας Χ. 10, 72, 132, 140, 141 Νένα Ε. 88 Νικολαΐδου Σ. 120 Νικολιτσέα Ε. 146 Ξαγοράρη Ι. 10, 84 Οικονόµου-Petersen Ε. 123, 124 Πανέρης Π. 120 Παντζαρτζή Ό. 146 Παντζιαρέλα Ε. 120 Παπαγιάννης ∆. 113, 142 Παπαδάκης Π. 92 Παπαδηµητρίου Κ. 120 Παπαδηµητρίου Σ. 9, 12, 52, 99 Παπαθανασίου Ι. 143 Παπαναστασίου Α. 80 Παπατζιτζέ Ο. 10, 80 Παππά Ο. 10, 77, 80 Παραλίκας Θ. 143 Παρασκευούλης Σ. 148 Πατεράκης Γ. 4, 9, 10, 12, 64, 100, 102, 116, 117, 118, 120 Παυλίδης ∆. 99 Περγαµηνού Μ. 12, 99, 100 Περνιδάκη Α. 5, 13 Πετρίδου Α. 6, 17 Πέτρου Χ. 13, 14, 105, 106, 107, 129, 131, 135 Πίττα Ε. 105 Πλαγεράς Π. 5, 14 Πλέκη Α. 134 Πλέκη Σ. 134 Πλέστη Β. 148 Πλιάκα Β. 111 Πολύζος Α. 103, 116 Πουλάκη-Μελέτη Ε. 7, 32 Πρασίνου Π. 146 Ράγιος Χ. 141 Ράδος Σ. 121 Ραχιώτης Γ. 113 Ρούτερ Ε.Γ.Α. 111 Σαββίδης Α. 112 Σαγκανά ∆. 80 Σακκάς Σ. 142 Σαλιγκάρα K. 116 Σαµαρά Ι. 13, 108 Σεραφειµίδου Ο. 120 Σερεµετίδου Α. 120 Σιάρκου Μ. 103, 116

Page 153: 2_synedrio_biblio

153

Σιδεράς Π. 129 Σκάλκου Μ. 117, 120 Σκεπαστιανός Π. 107, 129, 131, 132, 140 Σκούλη Γ. 130, 131, 132, 136 Σκουµή ∆., 12, 100 Σκούρογλου Τ. 82 Σµιλάκου Σ. 112 Σουσούρης Σ. 101 Σπανάκος Γ. 80 Σπανοπούλου Α. 123, 124 Σπυρόπουλος Β. 12, 102 Σταθοπούλου Α. 30 Σταµουλακάτου Α. 50, 137 Σταυρακάκης Ε. 138 Σταυρόπουλος Α. 129 Σταυροπούλου Κ. 139 Στρατογιάννης Ν. 140 Στρατοπούλου Μ. 132 Ταπάρκου Α. 120 Τάτση Β. 101 Τζανίδου Α. 129 Τζελέπης Κ. 110 Τζιµογιάννη Α. 122, 123, 124 Τζίρµπα Ε. 124 Τόµπρου Ε. 7, 37 Τοτλη Μ. 140 Τρούγκος Κ. 4, 8, 40, 45 Τσακαλίδου Γ. 135 Τσακιλτσίδου Χ. 104 Τσαλής Γ. 6, 19 Τσιακάλου Ε. 146 Τσικόπουλος Κ. 119 Τσοπανοµίχαλου Μ. 146 Τσούτσας Α. 125 Φακίρη Ε. 112 Φιλιππάκη Ε. 148 Φοροζίδου Ε. 129, 135 Φουντουκίδου Π. 111 Φούρκας ∆. 112 Χαρίση Χ. 119 Χατζηδηµητρίου Μ. 131, 132, 136 Χατζηκυριακίδου Μ. 146 Χατζηµιχαλάκης Κ. 110 Χατζηχριστοδούλου Χ. 111, 113 Χρανιώτη Α. 132 Χριστοπούλου Α. 142 Ψύχα A. 132