Adela Fernández-Το Κλουβί Της Θείας Ενεδίνας

Embed Size (px)

Citation preview

  • 8/17/2019 Adela Fernández-Το Κλουβί Της Θείας Ενεδίνας

    1/2

    Adela Fernández 

    https://teecuento.wordpress.com/2016/03/26/la-jaula-de-la-tia-enedina-de-adela-

    fernandez/

    Το κλουβί της θείας Ενεδίνας 

    Από τότε που ήμουνα οκτώ ετών, με έστελναν να πάω φαγητό στην θεία μου, την Ενεδίνα,

    την τρελή. Κατά την μάνα μου, τρελάθηκε από την μοναξιά. Η θεία Ενεδίνα ζούσε σε μια

    αποθήκη στο βάθος της πίσω αυλής. Κι έτσι συνήθισα να της πηγαίνω εγώ το φαγητό,

    κανένας δεν πήγε να την επισκεφθεί ξανά, ούτε και ποτέ είχαν περιέργεια να δουν τι

    απέγινε. Εγώ επίσης έδινα την τροφή και στις κότες και στα γουρούνια. Γι’ αυτά, φυσικά, με

    ρωτούσαν και με περίσσιο ενδιαφέρον. Ήταν γι’ αυτούς σημαντικό το πώς πήγαινε το πάχος

    των ζωντανών, αντίθετα για την θεία Ενεδίνα κανένας δεν ενδιαφερότανε, που έτρωγε κάθε

    φορά και λιγότερο. Έτσι ήταν τα πράγματα και έτσι έμειναν πάντα, έτσι έγινα κι εγώ άντρας,

    με την καθημερινή υποχρέωση να πηγαίνω τροφή στα ζώα και στην θεία. 

    Τώρα είμαι δεκαεννέα ετών και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κανένας δεν αγαπάει την θεία

    Ενεδίνα. Ούτε κι εμένα αγαπάνε, γιατί είμαι αράπης. Η μάνα μου ποτέ δεν μου έδωσε ένα

    φιλί και ο πατέρας μου αρνιέται ότι είμαι γιός του. Η Γκογίτα, η γριά μαγείρισσα, είναι η

    μόνη που μου μιλάει. Εκείνη μου λέει, ότι το δέρμα μου είναι μαύρο γιατί γεννήθηκα εκείνη 

    την ημέρα που είχε έκλειψη, όταν όλα βάλθηκαν να σκοτεινιάζουν και τα σκυλιά ούρλιαζαν.

    Από εκείνη έμαθα τον λόγο που δεν με αγαπάγανε. Πιστεύουν, ότι όπως η έκλειψη, έτσι κι

    εγώ, παίρνω από τους ανθρώπους το φως. Η Γκογίτα είναι ανοιχτή, ομιλητική και μου

    διηγείται πολλά πράγματα, μεταξύ άλλων, πώς έγινε και τρελάθηκε η θεία μου η Ενεδίνα. 

    Λέει ότι ήταν στο τσακ να παντρευτεί και την παραμονή του γάμου της,  ένας άντρας

    βρώμικος και κουρελής χτύπησε την πόρτα και την ζήτησε. Της ανακοίνωσε, ότι ο

    αρραβωνιαστικός της δεν θα ερχότανε στην εκκλησία και ότι θα ήταν για πάντα μια γυναίκα

    μοναχική. Την λυπήθηκε για το μέλλον της και γι’ αυτό της δώρισε ένα τεράστιο τσίγκινο

    κλουβί, για να παρηγορηθεί μεγαλώνοντας καναρίνια. Ποτέ δεν έμαθε, αν αυτός ο άντρας,

    που έφυγε χωρίς να δώσει άλλες λεπτομέρειες, ήταν ένας απεσταλμένος του Θεού ή του

    διαβόλου. 

    Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει εκείνος ο παράξενος άντρας, ο αρραβωνιαστικός της,

    χωρίς καμιά προειδοποίηση, αποφάσισε να διακόψει τους γάμους και η θεία μου η

    Ενεδίνα, κάτω από την επήρεια της στενοχώριας και της ανώφελης αναμονής, τρελάθηκε

    από μοναξιά. Η Γκογίτα μου λέει, ότι έτσι έπρεπε να γίνουν και έτσι έγιναν τα πράγματα. Η

    θεία Ενεδίνα ζει με το κλουβί της και με το όνειρό της: να αποκτήσει ένα καναρίνι. Όταν

    πάω να την δω, είναι το μόνο πράγμα που μου ζητάει κι όλα αυτά τα χρόνια, εγώ δεν

    μπορώ να της το φέρω. Εμένα, στο σπίτι δεν μου δίνουν λεφτά. Αυτός που πουλάει πουλιά

    στην πλατεία, δεν θέλησε να μου δωρίσει ένα πουλί και την μέρα που έκλεψα το πουλί της

    δόνιας Ρουπέρτας παρά λίγο να μου στοιχίσει την ζωή μου. Το έκρυψα σε ένα κουτί

    παπουτσιών, με ανακάλυψαν και με μπουνιές με υποχρέωσαν να το επιστρέψω. 

    Στ’ αλήθεια, μου δίνει μεγάλη λύπη να βλέπω την θεία έτσι και αφού δεν μπορώ να της

    πάω ένα καναρίνι, αποφάσισα να της δώσω τα χάδια μου. Μπήκα στο δωμάτιο… εκείνη,

  • 8/17/2019 Adela Fernández-Το Κλουβί Της Θείας Ενεδίνας

    2/2

    συνηθισμένη στο σκοτάδι, κουνιότανε από την μια άκρη στην άλλη. Κατάλαβε, ότι η

    τρομερή ευκινησία της, εμένα με ερέθιζε. Ίσα που μπορούσα να την ξεχωρίσω, να

    ανεβαίνει στα έπιπλα ή να σκαρφαλώνει σε μια στοίβα εφημερίδες. Έμοιαζε, σαν ένας

    γκρίζος αρουραίος να χώνεται μέσα στα χαλάσματα. Ανέβαινε στο κλουβί και κουνιόταν με

    μια θλιμμένη ισορροπία. Ήταν ίδια με εκείνες τις μεγάλες αράχνες με την μικρή κοιλίτσα

    και τα μεγάλα μακριά πόδια. 

    Στα τυφλά, ανάμεσα σε τούμπες και εμπόδια άρχισα να την κυνηγάω. Τι δύσκολο που ήταν

    να την γραπώσω. Ήταν βρώμικη και μύριζε απαίσια. Το πρόσωπό της είχε μια τεράστια

    ομοιότητα με την εικόνα της Αγίας της Λεπρής, στο ξωκλήσι του Αγίου Λαζάρου· 

    κοκκαλιάρα, σκελετωμένη, με τον ίδιο τον Θεό μέσα της, που την έκανε να συμμορφώνεται.

    Δεν ήταν εύκολο να της κάνω έρωτα. Μπερδευόμουνα ανάμεσα στα ξέφτια από το φόρεμά

    της από οργάτζα, αλλά τα ίσιαξα και κατάφερα να βρεθώ μαζί της. Το εντελώς αντίθετο από

    ότι με το καναρίνι, που όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να της δωρίσω ένα. 

    Μετά από εκείνη την τρυφερή στιγμή, κάθε φορά που πήγαινα την τροφή της, άπλωνε το

    χέρι με τα μακριά νύχια, ζητώντας την επαφή μαζί μου. Το κάναμε πολλές συνεχόμενες

    φορές, αλλά εμένα άρχιζε να με κουράζει όλο αυτό. Η θεία Ενεδίνα με τραυμάτιζε, έμπηγε

    τα μακριά της νύχια στο δέρμα μου, δάγκωνε, τα κοφτερά της γωνιώδη κόκκαλα,

    τρυπούσαν το κρέας μου. Έτσι αποφάσισα να βρω τον τρόπο, όσο και να μου κοστίσει, να

    της βρω ένα καναρίνι. 

    Περάσανε ήδη τρεις μήνες και δεν έχω μπει στο δωμάτιο. Της επαναλαμβάνω την

    υπόσχεση μου κι εκείνη γελάει σαν ποντίκι, της τρέχουνε τα σάλια και δίνει πήδους. Μου

    ζητάει κανναβούρι. Ίσως να θέλει να σιγουρέψει την τροφή για το καναρίνι, που της

    υποσχέθηκα. Καθημερινά της πάω κι από λίγο, από αυτό που αγοράζει η Γκογίτα για τον

    σπίνο της. 

    Πέρασε πια πάνω από ένας χρόνος και μισός κι αυτό με το καναρίνι φαντάζει αδύνατο. Με

    πονάει να της πω την απελπισία μου, αλλά ούτε και θέλω να κάνω ξανά έρωτα μαζί της. Της 

    έταξα, αντί για χάδια ή καναρίνι, τον σπίνο της Γκογίτας. Πηδάει, γελάει, κουνάει αρνητικά

    το κεφάλι. Μοιάζει να μην θέλει πια ένα πουλί, παράλληλα επιμένει στις καθημερινές

    χούφτες κανναβούρι που της φέρνω. Θα είναι της τρέλας της, οι χρυσαφένιοι σπόροι θα

    πρέπει να την ευχαριστούν πολύ. 

    Αισθάνθηκα πολύ μόνος, τόσο, που αποφάσισα να ξαναμπώ στο σκοτεινό παλατάκι τηςθείας Ενεδίνας. Από εκείνες τις μέρες που της έκανα έρωτα, περάσανε πια δυο χρόνια. Την

    βρήκα πιο ήρεμη, μπορώ να πω ότι ζει μέσα σε μια γαλήνη. Σκέφτηκα ότι δεν με νοσταλγεί

    πια. Γι’ αυτό μπήκα, εξ’ αιτίας της μοναξιάς μου και επειδή παρατήρησα ότι είναι πιο ήπια. 

    Μέσα στο δωμάτιο πια, ήθελα να της κάνω έρωτα, αλλά εκείνη πλησίασε το κλουβί.

    Παρακινημένος από την όρεξη που είχα για χάδια, περίμενα αρκετά, χρόνο κατά τον οποίο

    συνήθισα στο μισοσκόταδο. Ήταν τότε που μέσα στο κλουβί, μπόρεσα να δω δυο αγοράκια

    ισχνά, αλμπίνους. Η θεία Ενεδίνα τα κανάκευε με γλύκα και ευτυχία, σαν πουλομάνα, τους

    έδινε την απειροελάχιστη τροφή τους. 

    Τα παιδιά μου αδύνατα, ανοϊκά, έτρωγαν κανναβούρι και κελαηδούσαν…