24
H πολιτική , κοινωνική και οικονομική άνοδος της Αθήνας κατά την Κλασική περίοδο συντέλεσε στη διαμόρφωση σημαντικού πολιτισμού, κυριότερη έκφραση του οποίου αποτέλεσε η γέννηση και η εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος . H εξοικείωση των αθηναίων πολιτών με τους δημοκρατικούς θεσμούς επέτρεψε τη δράση και την ανάδειξη σημαντικών προσωπικοτήτων , που εξέφρασαν τις πολιτικές και πνευματικές ανησυχίες της εποχής τους. O κλασικός πολιτισμός αποτέλεσε για το δυτικό κόσμο σημείο αναφοράς ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία και την ηθική εξέλιξη και επηρέασε διαχρονικά την ιστορική πορεία του. Σημαντικές πηγές για την ιστορία της Κλασικής περιόδου της Αθήνας αποτελούν η Ιστορία του Θουκυδίδη, τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, η Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη, οι επιγραφές, τα νομίσματα και τα οικοδομικά προγράμματα της εποχής· από μεταγενέστερα έργα μπορούν να αναφερθούν η ιστοριογραφία του Διόδωρου του Σικελιώτη και οι βιογραφίες του Πλούταρχου. Η συμμετοχή της Αθήνας στους μηδικούς πολέμους και η συμβολή της στη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών την ανέδειξαν ως τη δύναμη που θα μπορούσε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη να εγγυηθεί την ειρήνη και την ελευθερία στο Αιγαίο. Tην περίοδο αυτή, που είναι γνωστή ως Πεντηκονταετία , η Αθήνα συγκέντρωσε γύρω της πολλές ελληνικές πόλεις, οι οποίες αναγνώρισαν την κυριαρχία της, και δημιούργησε τη Συμμαχία της Δήλου (478/7 π.Χ.). Η ανάδειξη της Αθήνας στο σημαντικότερο οικονομικό και πολιτικό κέντρο του αιγαιακού χώρου επηρέασε την εσωτερική πολιτειακή της εξέλιξη και συνέβαλε στη διαμόρφωση των σημαντικότερων χαρακτηριστικών της αθηναϊκής δημοκρατίας με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.) και του Περικλή (451/0 π.Χ.). Στις εξωτερικές της υποθέσεις, ο αθηναϊκός επεκτατισμός προκάλεσε την αντίδραση των σύμμαχων πόλεων και προετοίμασε το έδαφος για την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου , στον οποίο συγκρούστηκαν κυρίως η Αθήνα και η Σπάρτη προκαλώντας όμως και την ακούσια ή εκούσια συμμετοχή των συμμάχων τους. Η σταδιακή απώλεια της κυριαρχίας της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά την τελευταία φάση του πολέμου μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία (415-3 π.Χ.), κλόνισαν -προσωρινά τουλάχιστον- την αξιοπιστία των Αθηναίων στο δημοκρατικό πολίτευμα, που υπέστη δύο ολιγαρχικές μεταρρυθμίσεις (411/0 π.Χ. και 404/3 π.Χ.). Η ανάκτηση της οικονομικής της δύναμης στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. της έδωσε τη δυνατότητα να ανασυστήσει μερικώς την ηγεμονία της (387/7 π.Χ.). Με ηγέτη το Δημοσθένη η Αθήνα προσπάθησε μάταια να ενώσει τις δυνάμεις των πόλεων της νότιας Ελλάδας εναντίον

H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

  • Upload
    konpsa

  • View
    27

  • Download
    2

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

H πολιτική, κοινωνική και οικονομική άνοδος της Αθήνας κατά την Κλασική περίοδο συντέλεσε στη διαμόρφωση σημαντικού πολιτισμού, κυριότερη έκφραση του οποίου αποτέλεσε η γέννηση και η εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.H εξοικείωση των αθηναίων πολιτών με τους δημοκρατικούς θεσμούς επέτρεψε τη δράση και την ανάδειξη σημαντικών προσωπικοτήτων, που εξέφρασαν τις πολιτικές και πνευματικές ανησυχίες της εποχής τους.O κλασικός πολιτισμός αποτέλεσε για το δυτικό κόσμο σημείο αναφοράς ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία και την ηθική εξέλιξη και επηρέασε διαχρονικά την ιστορική πορεία του.Σημαντικές πηγές για την ιστορία της Κλασικής περιόδου της Αθήνας αποτελούν η Ιστορία του Θουκυδίδη, τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, η Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη, οι επιγραφές, τα νομίσματα και τα οικοδομικά προγράμματα της εποχής· από μεταγενέστερα έργα μπορούν να αναφερθούν η ιστοριογραφία του Διόδωρου του Σικελιώτη και οι βιογραφίες του Πλούταρχου. Η συμμετοχή της Αθήνας στους μηδικούς πολέμους και η συμβολή της στη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών την ανέδειξαν ως τη δύναμη που θα μπορούσε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη να εγγυηθεί την ειρήνη και την ελευθερία στο Αιγαίο. Tην περίοδο αυτή, που είναι γνωστή ως Πεντηκονταετία, η Αθήνα συγκέντρωσε γύρω της πολλές ελληνικές πόλεις, οι οποίες αναγνώρισαν την κυριαρχία της, και δημιούργησε τη Συμμαχία της Δήλου (478/7 π.Χ.). Η ανάδειξη της Αθήνας στο σημαντικότερο οικονομικό και πολιτικό κέντρο του αιγαιακού χώρου επηρέασε την εσωτερική πολιτειακή της εξέλιξη και συνέβαλε στη διαμόρφωση των σημαντικότερων χαρακτηριστικών της αθηναϊκής δημοκρατίας με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.) και του Περικλή (451/0 π.Χ.). Στις εξωτερικές της υποθέσεις, ο αθηναϊκός επεκτατισμός προκάλεσε την αντίδραση των σύμμαχων πόλεων και προετοίμασε το έδαφος για την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου, στον οποίο συγκρούστηκαν κυρίως η Αθήνα και η Σπάρτη προκαλώντας όμως και την ακούσια ή εκούσια συμμετοχή των συμμάχων τους. Η σταδιακή απώλεια της κυριαρχίας της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά την τελευταία φάση του πολέμου μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία (415-3 π.Χ.), κλόνισαν -προσωρινά τουλάχιστον- την αξιοπιστία των Αθηναίων στο δημοκρατικό πολίτευμα, που υπέστη δύο ολιγαρχικές μεταρρυθμίσεις (411/0 π.Χ. και 404/3 π.Χ.). Η ανάκτηση της οικονομικής της δύναμης στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. της έδωσε τη δυνατότητα να ανασυστήσει μερικώς την ηγεμονία της (387/7 π.Χ.). Με ηγέτη το Δημοσθένη η Αθήνα προσπάθησε μάταια να ενώσει τις δυνάμεις των πόλεων της νότιας Ελλάδας εναντίον μιας νέας απειλής, του μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου. Η ήττα της στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) προκάλεσε τον επαναπροσδιορισμό της ισορροπίας των δυνάμεων στον ελληνικό χώρο, αναδεικνύοντας οριστικά τη Μακεδονία ως το νέο σημαντικό στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό παράγοντα.

Πεντηκονταετία ονομάζεται συμβατικά η περίοδος των πενήντα χρόνων μεταξύ του τέλους των Μηδικών πολέμων (479 π.Χ.) και της έναρξης του Πελοποννησιακού (431 π.Χ). Ο πρωταγωνιστικός ρόλος, που διαδραμάτισε η Αθήνα στην απομάκρυνση του περσικού κινδύνου, της έδωσε τη δυνατότητα να αναλάβει την πρωτοβουλία να ενώσει γύρω της πολλές ελληνικές πόλεις από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Εύξεινο Πόντο, τη Θράκη και τη Μακεδονία, δημιουργώντας έτσι τη Συμμαχία της Δήλου (478/7 π.Χ.). Η Δηλιακή συμμαχία ξεκίνησε ως μια στρατιωτική σύμπραξη αυτόνομων και ισότιμων πόλεων-κρατών, μολονότι η Αθήνα διατηρούσε την αρχηγία. Κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., οι ολοένα και συχνότερες επεμβάσεις της Αθήνας στα εσωτερικά των σύμμαχων πόλεων προκάλεσαν τη βαθμιαία μετατροπή της συμμαχίας σε αθηναϊκή ηγεμονία.Ορισμένοι μελετητές διακρίνουν τρία στάδια στην αλλαγή του χαρακτήρα της συμμαχίας της Δήλου. Στην πρώτη φάση (478-461 π.Χ.) οι στρατιωτικές επιτυχίες του Κίμωνα συνέβαλαν στην επιβολή της αθηναϊκής κυριαρχίας σε πολλές περιοχές της συμμαχίας. Η μεταφορά του

Page 2: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

συμμαχικού ταμείου από τη Δήλο στην Αθήνα (454 π.Χ.), η ίδρυση κληρουχιών (από το 450 π.Χ.) και η επιβολή του νομίσματος, των μέτρων και των σταθμών της στις σύμμαχες πόλεις (449 π.Χ.) αποτελούν τα ενδεικτικότερα γεγονότα για τις ηγεμονικές βλέψεις της Αθήνας. Κατά τη δεύτερη φάση (461-445 π.Χ.) ήρθε σε ρήξη με τη Σπάρτη, η οποία έβλεπε με καχυποψία το σαφή αυτό αθηναϊκό επεκτατισμό. Η τρίτη φάση (445-431 π.Χ.) ταυτίζεται με το απόγειο της αθηναϊκής δύναμης, όπου κυριαρχεί η τάση διατήρησης των κεκτημένων. Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η αθηναϊκή ηγεμονία, σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξάλειψη του φόβου του περσικού κινδύνου οδήγησαν μερικούς από τους συμμάχους της Δήλου σε αποστασία, ενώ μακροπρόθεσμα δημιουργήθηκε και το κατάλληλο κλίμα, που θα ευνοούσε την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου.Μετά τη λήξη των Μηδικών πολέμων η Αθήνα εκμεταλλευόμενη τις νέες συνθήκες της εποχής, κυρίως όμως το φόβο των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου για τον περσικό κίνδυνο και τη δυσαρέσκειά τους προς τη Σπάρτη -εξαιτίας της αποτυχημένης εκστρατείας του σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία εναντίον των Περσών (487 π.Χ.)- ανέλαβε την πρωτοβουλία να ενώσει όλες τις ελληνικές πόλεις και να δημιουργήσει το 487/7 π.Χ. τη Δηλιακή ή Α' Αθηναϊκή συμμαχία (Θουκυδίδης, Iστοριών 1.94-95). Πρόφαση για τη δημιουργία της συμμαχίας ήταν να εκδικηθούν οι Έλληνες τους Πέρσες για τις καταστροφές που έπαθαν κατά τους Μηδικούς πολέμους. Κύρια επιδίωξή τους όμως, ήταν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και να απελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν κάτω από την περσική κυριαρχία. Θα διατηρούσαν μια κοινή επιθετική και αμυντική πολιτική και για το λόγο αυτό ορκίστηκαν να έχουν όλα τα μέλη της συμμαχίας τους ίδιους εχθρούς και φίλους (Θουκυδίδης, Iστοριών 1.96-97).

Αρχικά, συμμετείχαν περίπου εκατόν σαράντα πόλεις, οι οποίες σύμφωνα με την κατάταξή τους στους φορολογικούς καταλόγους της Αθήνας, χωρίζονταν σε πέντε γεωγραφικές περιφέρειες: την Ιωνία, τον Ελλήσποντο, τη Θράκη, την Καρία και τα Νησιά. Οι πόλεις θα ήταν αυτόνομες και ισόψηφες, θα διατηρούσαν δηλαδή τους νόμους τους και θα είχαν τον ίδιο αριθμό ψήφων, ώστε να μην επηρεάζονται οι αποφάσεις της συμμαχίας μόνον από τις ισχυρότερες πόλεις. Καθορίστηκε ο αριθμός των πλοίων που θα διέθεταν οι σύμμαχοι, όπως η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος και το ποσό του φόρου που θα κατέβαλλαν οι πόλεις που δε διέθεταν ναυτικό. Η είσπραξή του ανατέθηκε σε δέκα οικονομικούς αξιωματούχους, τους "Ελληνοταμίες", που θα ήταν αθηναίοι πολίτες, θα εκλέγονταν από την Εκκλησία του δήμου και θα ήταν υπόλογοι σε αυτήν. Ως τόπος για τη συνάντηση των αντιπροσώπων των σύμμαχων πόλεων και για τη φύλαξη του ταμείου τους, επιλέχτηκε το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο. Την επιλογή αυτή επέβαλαν λόγοι θρησκευτικοί, καθώς αποτελούσε κέντρο λατρείας των ιωνικών πόλεων, πολιτικοί, επειδή δεν είχε ιδιαίτερες πολιτικές φιλοδοξίες το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, αλλά και πρακτικοί, αφού ήταν λιμάνι και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο του Αιγαίου. Όταν αργότερα το ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα, τοποθετήθηκε μέσα στον Παρθενώνα.

Από ορισμένους μελετητές υποστηρίχτηκε ότι η δημιουργία της συμμαχίας θα πρέπει να ανήκε στους πολιτικούς οραματισμούς του Θεμιστοκλή, πρόθεση του οποίου ήταν να αναδειχτεί η Αθήνα στη σημαντικότερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου. Ο Περικλής, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Αθήνας από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., συνέχισε το θεμιστόκλειο ναυτικό πρόγραμμα επιδιώκοντας τον αθηναϊκό επεκτατισμό, που θα εξασφάλιζε νέους ορίζοντες στην Αθήνα για την κυριαρχία της στην εξωτερική πολιτική ζωή και στο ελληνικό εμπόριο.

Τα σημαντικότερα γεγονότα που δείχνουν την αξίωση της Αθήνας να αναλάβει ηγεμονική θέση στη συμμαχία της Δήλου είναι τα ακόλουθα: Ο Θουκυδίδης πιστεύει ότι η αρχική αιτία της "υποδούλωσης" των συμμάχων ήταν το γεγονός

Page 3: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

ότι προτίμησαν να συνεισφέρουν χρήματα παρά να εκστρατεύουν οι ίδιοι, εξασφαλίζοντας με δικά τους μέσα την άμυνά τους (Θουκυδίδης, Iστοριών 1.99). Η είσπραξη του φόρου φαίνεται να ήταν ένα από τα προσχήματα των έμμεσων αρχικά, άμεσων στη συνέχεια, επεμβάσεων της Αθήνας στα εσωτερικά των σύμμαχων πόλεων. Το 454 π.Χ. μεταφέρθηκε το συμμαχικό ταμείο από τη Δήλο στην Αθήνα και τοποθετήθηκε αρχικά στον παλαιό ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη και αργότερα στον Παρθενώνα. Ορισμένοι μελετητές αποδίδουν τη ναυπήγηση των πλοίων και κυρίως τα μεγάλα οικοδομικά προγράμματα της Αθήνας σε αυτή την εισροή των συμμαχικών χρημάτων.

Η ίδρυση κληρουχιών ήταν μια ιδιάζουσα μορφή αθηναϊκών αποικιών, στις περιοχές των σύμμαχων πόλεων. Το 450 π.Χ. ιδρύθηκαν οι πρώτες επίσημες κληρουχίες στη Λήμνο, στην Άνδρο, στη Νάξο, στην Κάρυστο και συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια. Σε αρκετές περιπτώσεις η ίδρυση κληρουχιών αντιμετωπίστηκε από τους ντόπιους ως μια μορφή αθηναϊκής εισβολής στη χώρα τους, αφού οι κληρούχοι διατηρούσαν την ιδιότητα του αθηναίου πολίτη. Για το λόγο αυτό παρατηρήθηκαν τάσεις δυσφορίας ως προς την αθηναϊκή πολιτική, η οποία επιτεινόταν με την ύπαρξη αθηναίων αξιωματούχων, επιφορτισμένων με την εφαρμογή των κοινών αποφάσεων και με την παρουσία στρατιωτικών φρουρών.

Οι δίκες που αφορούσαν ομοσπονδιακά θέματα γίνονταν στην Αθήνα. Με τον τρόπο αυτό οι σύμμαχοι υποχρεώνονταν να εμφανίζονται στα αθηναϊκά δικαστήρια, για να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές και, για να συμμορφωθούν με τις αθηναϊκές αποφάσεις.

Το 449 π.Χ. η Αθήνα με ψήφισμά της απαγόρευσε την εξόρυξη αργύρου στις σύμμαχες πόλεις επιβάλλοντας την κυκλοφορία του δικού της νομίσματος και των δικών της μέτρων και σταθμών. Η λίθινη στήλη με το αθηναϊκό ψήφισμα, το οποίο καθιστούσε το αθηναϊκό νομίσμα ως ομοσπονδιακό μέσο συναλλαγής, στήθηκε στις Αγορές όλων των σύμμαχων πόλεων και επέβαλε αυστηρές κυρώσεις σε όποιες από αυτές δε θα συμμορφώνονταν με την αθηναϊκή απόφαση.Οι διαπραγματεύσεις με τους Πέρσες που πιθανόν κατέληξαν στην "ειρήνη του Καλλία" το 449 π.Χ. έγιναν μεταξύ των Αθηναίων και των Περσών, και όχι από όλους τους συμμάχους.Οι Αθηναίοι ηγήθηκαν στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία το 443 π.Χ., αν και σ' αυτή συμμετείχαν άποικοι από διάφορες πόλεις της συμμαχίας.Η πολιτική επεκτατισμού της Αθήνας -στο βόρειο κυρίως Αιγαίο- σε συνδυασμό με τις συνεχείς εκστρατείες στην Ανατολική Μεσόγειο εξάντλησαν οικονομικά και κατέβαλαν ηθικά τους συμμάχους, αρκετοί από τους οποίους προχώρησαν σε αποστασία, όπως για παράδειγμα η Θάσος (465-3 π.Χ.), οι ευβοϊκές πόλεις (454-449 π.Χ.)και η Σάμος (441-439 π.Χ.). Οι αποστασίες καταπνίγονταν από τους Αθηναίους και οι πόλεις αναγκάζονταν να συνθηκολογήσουν. Οι όροι της συνθήκης συνήθως τις υποχρέωναν να γκρεμίσουν τα τείχη, να παραδώσουν το στόλο και να δώσουν ομήρους.Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που είχε διάρκεια από το 431 π.Χ. μέχρι το 404 π.Χ., διεξάχθηκε μεταξύ των πόλεων τηςΑθηναϊκής συμμαχίας από τη μία πλευρά και της Σπάρτης με τους συμμάχους της από την άλλη. Εξαιτίας του σχετικά μεγάλου αριθμού των πόλεων που ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις, ο πόλεμος επεκτάθηκε στη Στερεά Ελλάδα, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις έγιναν και στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, στις ακτές της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μικράς Ασίας και στη Σικελία. Η κυριότερη πηγή για τον Πελοποννησιακό πόλεμο είναι η Ιστορία του Θουκυδίδη -γραμμένη σε οκτώ βιβλία- όπου εξιστορούνται τα γεγονότα από την αρχή του πολέμου μέχρι το 411/0 π.Χ., δηλαδή έως τη νίκη των Αθηναίων στο Κυνός σήμα και την επαναφορά της Κυζίκου στην Αθηναϊκή συμμαχία. Τα γεγονότα από το 411/0 π.Χ. μέχρι τη λήξη του πολέμου το 404 π.Χ. συνεχίζει ο Ξενοφώντας στα δύο πρώτα βιβλία των Ελληνικών του. Aπό τα έργα του Θεόπομπου

Page 4: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

από τη Χίο, του Κράτιππου, του Ελλάνικου από τη Λέσβο και άλλων νεότερων συγγραφέων σώζονται μόνον αποσπάσματα, ενώ οι κωμωδίες του Αριστοφάνη περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Αθήνα. Σημαντική πηγή τέλος, αποτελούν και οι επιγραφές της εποχής, ιδιαίτερα όμως οι συνθήκες μεταξύ των πόλεων.Η σταδιακή μετατροπή της Δηλιακής συμμαχίας σε Αθηναϊκή ηγεμονία έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη της ισορροπίας των δυνάμεων των ελληνικών πόλεων κι είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να κάνει τους συμμάχους επιφυλακτικούς ως προς την αθηναϊκή πολιτική.Αν και ήταν σύγχρονος με τα γεγονότα που εξιστορούσε ο Θουκυδίδης, μπόρεσε να διακρίνει τις αιτίες από τις αφορμές του πολέμου και να προβλέψει ως ένα βαθμό τα αποτελέσματά του. Η ύπαρξη της δυαρχίας των μεγαλύτερων πόλεων της εποχής, της Αθήνας και της Σπάρτης, η αντίθεση των αρχών του πολιτεύματός τους και οι πολιτισμικές διαφορές στον τρόπο ζωής και σκέψης δημιουργούσαν αναπόφευκτα μια φυσική εχθρότητα σε επίπεδο ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Οι αρχαίοι είχαν συνείδηση αυτών των αντιθέσεων οι οποίες συνοψίζονται στη δημηγορία των Κορινθίων προς τους Σπαρτιάτες, όπως μας την παραδίδει ο Θουκυδίδης (Iστοριών 1.70-71).Στον οικονομικό τομέα η Αθήνα, για να διατηρήσει την εμπορική της υπεροχή, έπρεπε να επιβάλει την κυριαρχία της στη θάλασσα παρακάμπτοντας τη δύναμη των ανταγωνιστών της, και κυρίως της Κορίνθου, μιας από τις πιο σημαντικές εμπορικές και οικονομικές δυνάμεις της εποχής.Κοινό χαρακτηριστικό όλων των αποφάσεων και των πράξεων της Αθήνας που έδωσαν την αφορμή για την έκρηξή του ήταν ότι έθιγαν οικονομικά, έβλαπταν στρατιωτικά και πρόσβαλλαν σε συναισθηματικό επίπεδο την υπερηφάνεια των συμμάχων της Σπάρτης, όπως για παράδειγμα της Κορίνθου η οποία και έδωσε την αποφασιστική ώθηση για την κήρυξη του πολέμου.Ο πόλεμος διεξάχθηκε με πρωτοφανή ένταση και είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πολιτικο-οικονομική και κοινωνική ζωή της Αθήνας. Η αθηναϊκή ηγεμονία καταλύθηκε κυρίως, όταν η σπαρτιατική πολιτική κατά την τελευταία περίοδο του πολέμου ευνόησε τη διαρκή ανάμιξη της Περσίας στα εσωτερικά της Ελλάδας. Η Αθήνα έπαψε να αποτελεί τη σημαντικότερη οικονομική δύναμη της εποχής· η ύπαιθρος ερήμωσε, τα μεταλλεία του Λαυρίου έπαψαν να λειτουργούν, η εμπορική κίνηση του Πειραιά ελαττώθηκε σημαντικά. Οι αποτυχίες στον πόλεμο κλόνισαν το δημοκρατικό πολίτευμα και οδήγησαν σε ολιγαρχική μεταρρύθμιση το 411/0 π.Χ. και σε προσωρινή κατάλυσή του το 404/3 π.Χ. Επέφεραν την ανατροπή των αξιών και χαλάρωσαν τα ήθη της κοινωνίας, όπως διαφαίνεται κυρίως μέσα από τις τραγωδίες του Ευριπίδη και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη.Μετά την πτώση των Τριάκοντα τυράννων και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος από το Θρασύβουλο (404/3 π.Χ.), και μέχρι τη σταδιακή επικράτηση της μακεδονικής εξουσίας στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα (μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.), η Αθήνα γνώρισε κοινωνική ειρήνη και πολιτειακή σταθερότητα. Οι συνθήκες αυτές, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της πολύχρονης διαβίωσης των πολιτών σε δημοκρατικό καθεστώς. Παρόλα αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις, αναβίωσαν με κάθε είδους προφάσεις οι έριδες και οι εντάσεις του παρελθόντος μεταξύ των δημοκρατικών και των μετριοπαθών ολιγαρχικών. Μέσα σε αυτό το κλίμα των διαρκών ανακατατάξεων και των συνεχών κρίσεων αξιών, εντάσσεται η δίκη και η θανάτωση του Σωκράτη. Παράλληλα, η οικονομία ανορθώνεται, η εμπορική κίνηση του Πειραιά ανακάμπτεται και ο στόλος της πόλης ανασυγκροτείται. Η σχετικά ταχεία αυτή ανάκαμψη της Αθήνας στον οικονομικό και στο στρατιωτικό τομέα δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η Αθήνα να ηγηθεί για δεύτερη φορά ενός συνασπισμού, γνωστού ως δεύτερης Αθηναϊκής συμμαχίας, στα πλαίσια του οποίου θα αναλάβει αρκετές πολεμικές επιχειρήσεις και πολιτικές δραστηριότητες. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε η αποτυχία της Σπάρτης να δώσει στον ελληνικό κόσμο την ελευθερία του, καθώς και η αδυναμία της να αντικαταστήσει την προηγούμενη Αθηναϊκή συμμαχία με μιαν άλλη που θα έφερνε διαφορετική ισορροπία στα ελληνικά πράγματα.

Page 5: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

Την ίδια περίοδο η Μακεδονία -ως ανερχόμενη πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη- στην προσπάθειά της να επιβληθεί, θα συγκρουστεί με την Αθήνα και με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ελληνικού χώρου και τελικά θα επικρατήσει. Οι σημαντικότερες πηγές για τις σχέσεις της Αθήνας με τη Μακεδονία είναι οι λόγοι του Δημοσθένη και του κυριότερου πολιτικού του αντίπαλου, του ρήτορα Αισχίνη.Η συνθηκολόγηση της Αθήνας με τη Σπάρτη μετά την ήττα της στον Πελοποννησιακό πόλεμο (404/3 π.Χ.) σήμαινε την απώλεια της ηγεμονίας της, τον αφοπλισμό της πόλης και την επάνοδο των κληρούχων στην Αττική. Η Αθήνα στην προσπάθειά της να ανακτήσει ορισμένες από τις θέσεις της στο Αιγαίο, που θα ενίσχυαν το εμπόριό της και θα επέτρεπαν τον επισιτισμό της πόλης, συμμετείχε στον αντιλακωνικό συνασπισμό, τον οποίο σχημάτισαν το 395 π.Χ. πολλές πόλεις, που ήταν δυσαρεστημένες από την πολιτική της Σπάρτης. Ο πόλεμος που ακολούθησε έμεινε γνωστός ως Κορινθιακός πόλεμος, από το γεγονός ότι οι περισσότερες χερσαίες επιχειρήσεις διεξήχθησαν κοντά στην Κόρινθο, ενώ οι θαλάσσιες επιχειρήσεις έγιναν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι αθηναϊκές επιτυχίες στην περιοχή του Αιγαίου προκάλεσαν ανησυχία στον πέρση βασιλιά, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την κόπωση που ο πόλεμος είχε προκαλέσει στην Ελλάδα, συγκάλεσε εκπροσώπους από τις ελληνικές πόλεις, για να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης, γνωστή ως "Βασίλειος ή Ανταλκίδειος ειρήνη" με όρους σχετικά ευνοϊκούς για τους Αθηναίους (386 π.Χ.). Η Αθήνα, αν και στην αρχή διατήρησε τους όρους της συνθήκης, στη συνέχεια, προσπαθώντας να εμποδίσει την εδραίωση της κυριαρχίας των Λακεδαιμονίων στην ηπειρωτική Ελλάδα, συσπείρωσε γύρω της αρκετές ελληνικές πόλεις ιδρύοντας τη Β' Αθηναϊκή συμμαχία. Όμως η άσχημη κατάσταση που προήλθε από τις αυθαιρεσίες των Αθηναίων και τις πιέσεις που ασκούσαν στις συμμαχικές πόλεις καθώς κι από τις πολεμικές αποτυχίες τους επιδεινώθηκε με την αποστασία των συμμάχων και προετοίμασε το συμμαχικό πόλεμο (357-355 π.Χ.), όπου η Αθήνα ηττήθηκε και οι επαναστατημένες πόλεις ανέκτησαν την αυτονομία τους. Η απογοήτευση ορισμένων πνευματικών κύκλων από την πολιτική πορεία της Αθήνας ήταν εμφανής, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από τα έργα αυτής της περιόδου: του Ισοκράτη, Περί ειρήνης και του Ξενοφώντα, Πόροι.Η Αθήνα μετά το τέλος του συμμαχικού πολέμου, από τον οποίο βγήκε ηττημένη, απέφυγε στο εξής να αναλάβει εκστρατείες και προσπάθησε να ανορθώσει την ιδιωτική οικονομία και να αυξήσει τα κρατικά έσοδα. Ο Εύβουλος, ο οποίος ήταν στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. σημαντικό πρόσωπο στην πολιτική ζωή της Αθήνας, υιοθέτησε μέτρα για τον αυστηρότερο έλεγχο της διαχείρησης των οικονομικών υποθέσεων της πόλης. Eπίσης, ενδιαφέρθηκε για τη διάθεση του πλεονάσματος του προϋπολογισμού σε δημόσια και κοινωφελή έργα και στα θεωρικά. Επιπλέον, η προσοχή του στράφηκε στη διοργάνωση μεγαλόπρεπων εορτών και στην εκμετάλλευση των μεταλλείων του ΛαυρίουΟι σχέσεις της Μακεδονίας με την Αθήνα εντάθηκαν ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της Δηλιακής συμμαχίας (478/7 π.Χ.). Η Μακεδονία προμήθευε την Αθήνα με ξυλεία για τη ναυπήγηση του στόλου της, ενώ κατά μήκος των παραλίων της είχαν ιδρυθεί αθηναϊκές αποικίες. Ύστερα από το θάνατο του βασιλιά Αρχέλαου (394 π.Χ.) και μέχρι την τελική επικράτηση τού Φιλίππου Β' (359 π.Χ.), πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Μακεδονία ταράχτηκε από εσωτερικές δυναστικές έριδες για τη διαδοχή στο θρόνο, αλλά κι από εξωτερικές επιθέσεις των Ιλλυριών. Ο Φίλιππος κατόρθωσε να εδραιώσει την εξουσία του υποτάσσοντας κάποια γειτονικά φύλα -όπως τους Παίονες- και εντάσσοντάς τα στο μακεδονικό κράτος, ενώ από το 358 π.Χ. ξανάρχισαν οι επαφές και οι συγκρούσεις του με την Αθήνα, άλλοτε σε διπλωματικό και άλλοτε σε στρατιωτικό επίπεδο

Η Αθήνα απασχολημένη το διάστημα εκείνο με το συμμαχικό πόλεμο (357-5 π.Χ.) δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει στις επεκτατικές βλέψεις του Φιλίππου, ο οποίος μπόρεσε να στερεώσει τις θέσεις του στο βόρειο Αιγαίο κυριεύοντας τις πόλεις των ακτών της Θράκης, που ήταν τα παραδοσιακά ερείσματα του αθηναϊκού στόλου στο δρόμο των Στενών.

Page 6: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

Με τις διαδικασίες αυτές η Μακεδονία άρχισε να αποκτά, σταδιακά, το χαρακτήρα σημαντικής ναυτικής δύναμης στο χώρο του Αιγαίου και να παρεμβαίνει, όλο και περισσότερο δυναμικά, στις υποθέσεις των πόλεων της νότιας Ελλάδας. Την εποχή εκείνη στην Αθήνα υπερίσχυαν εκείνοι που υποστήριζαν την εγκατάλειψη των αθηναϊκών ηγεμονικών τάσεων.Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., εξαιτίας της εμφάνισης της μακεδονικής απειλής, η αθηναϊκή γνώμη υποστήριξε σταθερά την πολιτική αντίδρασης ενάντια στο μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο, χωρίς όμως τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. Οι πολεμικές ταραχές στην Προποντίδα, οι οποίες προκλήθηκαν το 351 π.Χ., όταν ο Φίλιππος εξαπέλυσε το στόλο του εναντίον των Αθηναίων, είχαν ως άμεση συνέπεια σημαντικά προβλήματα στον επισιτισμό της Αθήνας. Για να αντιμετωπιστεί η μακεδονική απειλή, προτάθηκαν αρκετές λύσεις. Η γνώμη του Δημοσθένη ήταν να αυξήσουν τα πολεμικά μέτρα εναντίον του Φιλίππου και με πρότασή του δημιουργήθηκε το 349 π.Χ. ένα ταμείο στρατιωτικών. Μια άλλη πρόταση, που εφαρμόστηκε, χωρίς -όμως κανένα πρακτικό αποτέλεσμα- ήταν η αποστολή πρεσβειών το 348/7 π.Χ. στις άλλες ελληνικές πόλεις, με σκοπό τη συγκρότηση μιας συμμαχίας εναντίον του Φιλίππου. Τελικά ακολούθησαν τη συμβιβαστική λύση της συνθηκολόγησης με το μακεδόνα βασιλιά.Στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, οι Αθηναίοι διαφώνησαν μεταξύ τους για τη θέση που θα κρατούσαν απέναντι στις βοιωτικές πόλεις. Έτσι, ο Φίλιππος βρέθηκε ουσιαστικά αντιμέτωπος με δύο διαφορετικές απόψεις και διαπίστωσε ότι η αθηναϊκή κοινή γνώμη διχαζόταν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο μακεδόνας βασιλιάς, μετά από μια προσχεδιασμένη καθυστέρηση, τελικά συμφώνησε με τους όρους της ειρήνης, όμως τα αποτελέσματα της πρεσβείας δεν ικανοποίησαν τους Αθηναίους.Μετά το 346 π.Χ. η Εκκλησία του δήμου ακολούθησε σε γενικές γραμμές τις πολιτικές κατευθύνσεις του Δημοσθένη. Η απώλεια των θρακικών παραλίων, ο κίνδυνος να χαθούν τα στενά του Ελλήσποντου, η στρατιωτική κατοχή των Θερμοπυλών από το Φίλιππο και η συμμαχία του με τους Βοιωτούς ανησύχησαν την κοινή γνώμη. Η συμμαχία του Φιλίππου και του Μεγάλου Βασιλέα -που πραγματοποιήθηκε μετά από απόρριψη από τους Αθηναίους της περσικής αίτησης για συμμαχία- προκάλεσε αναστάτωση στην Αθήνα, η οποία έσπευσε να δημιουργήσει με άλλες ελληνικές πόλεις ένα μεγάλο αντιμακεδονικό συνασπισμό. Οι πολεμικές επιχειρήσεις, που ακολούθησαν, κορυφώθηκαν με τη νίκη των Μακεδόνων στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), μετά την οποία όμως, ο Φίλιππος φάνηκε περισσότερο διαλλακτικός και μετριοπαθής, όταν σύναψε ειρήνη με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους.Η Μακεδονία οριστικά εμφανίζεται ως η κυρίαρχη δύναμη του ελληνικού χώρου, όπως αποδεικνύεται λίγα χρόνια αργότερα, το 337 π.Χ., όταν το συνέδριο των Ελλήνων ψηφίζει πρόταση του Φιλίππου για τη δημιουργία συμμαχίας με σκοπό την αποστολή πανελλήνιας εκστρατείας στην Ασία, και διορίζει το μακεδόνα βασιλιά ως "στρατηγό αυτοκράτορα".

Οι κυριότερες πηγές για το αθηναϊκό πολίτευμα των κλασικών χρόνων είναι η Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, ο Επιτάφιος λόγος του Περικλή, όπως παραδίδεται από το Θουκυδίδη, αρκετοί λόγοι των αττικών ρητόρων και οι επιγραφές της συγκεκριμένης περιόδου. Οι μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.) και του Περικλή (451/0 π.Χ.) συμπλήρωσαν το έργο του Κλεισθένη για τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος. Αποφασιστικός παράγοντας προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν οι πολιτικές, οι κοινωνικές κι οι οικονομικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της εδραίωσης της Aθηναϊκής ηγεμονίας στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η αυξανόμενη συμμετοχή των θητών, συνήθως ως κωπηλατών, στις ναυτικές εκστρατείες που αναλάμβανε η Αθήνα στα πλαίσια της Αθηναϊκής συμμαχίας, ενδυνάμωσε την πεποίθησή τους ότι συνέβαλλαν σημαντικά στην ανάπτυξη και στην κυριαρχία της πόλης τους, ώστε να διεκδικήσουν τη συμμετοχή τους στα κοινά.

Σημαντική ήταν η φροντίδα των Αθηναίων να ενισχύσουν και να διατηρήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Ως μέτρα εναντίον των επίδοξων τυράννων καθιερώθηκαν το σύστημα του

Page 7: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

οστρακισμού και η γραφή παρανόμων. Οι βουλευτές έδιναν όρκο να καταγγέλουν οποιονδήποτε θα υπονόμευε τη δημοκρατία ή θα βοηθούσε μια απόπειρα για εγκατάσταση τυραννίας στην πόλη τους.Το 411/0 π.Χ. οι κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες από την αποτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία (415-3 π.Χ.) προκάλεσαν έντονες πολιτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Αθήνας, όπου -μολονότι το κύριο αίτημα ήταν να περιοριστούν οι δημαγωγικές δραστηριότητες- κατέληξαν σε ολιγαρχική μεταρρύθμιση του πολιτεύματος. Ο Αριστοτέλης παραδίδει ότι η πολιτειακή μετατροπή συνοδεύτηκε από την τρομοκράτηση των δημοκρατικών, την επιβολή μιας ομάδας ολιγαρχικών, την ουσιαστική άσκηση της εξουσίας από τη Βουλή των 400, τον περιορισμό της Εκκλησίας του δήμου σε 5000 πολίτες, οι οποίοι χρήμασι και σώμασι είχαν τη δυνατότητα να ωφελούν περισσότερο την πόλη, την επιλογή των αρχόντων όχι με κλήρωση, αλλά με εκλογή και την -με ελάχιστες εξαιρέσεις- κατάργηση της μισθοφοράς.

Το 404-3 π.Χ. μετά την ήττα της στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Αθήνα, αναγκάστηκε να αφοπλιστεί και υποχρεώθηκε να υπακούει όσον αφορά τα στρατιωτικά της ζητήματα αποκλειστικά στη θέληση της Σπάρτης. Επιπλέον, η Εκκλησία του δήμου κάτω από αυτές τις συνθήκες και με την απειλή του σπαρτιάτη Λύσανδρου εξέλεξε τριάντα ανώτερους άρχοντες, γνωστούς ως Τριάκοντα τυράννους. Μετά την ανάληψη της εξουσίας τους προχώρησαν στη δικαστική δολοφονία των δημοκρατικών αρχηγών και στις προγραφές πολλών πολιτών, απέδωσαν στον Άρειο Πάγο τα δικαιώματα που είχε πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.), κατάργησαν τα δικαστήρια των ενόρκων και παραχώρησαν στη Βουλή των 500 αρμοδιότητες ποινικού δικαστηρίου. Παράλληλα, κατάρτισαν έναν κατάλογο χιλίων έμπιστων πολιτών που εναλλάσσονταν στην εξουσία και επικροτούσαν τις αποφάσεις των τυράννων.Μετά την πλήρη αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ. και μέχρι την ανάμιξη των Μακεδόνων στα εσωτερικά της Αθήνας από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., το αθηναϊκό πολίτευμα παρέμεινε στην ουσία του δημοκρατικό.Τα σημαντικότερα όργανα του δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν η Εκκλησία του δήμου, η Βουλή των 500, οι άρχοντες και οι δέκα στρατηγοί. Οι αρχές ήταν κληρωτές εκτός από τα στρατιωτικά και ορισμένα οικονομικά αξιώματα. Ο Εφιάλτης το 462/1 π.Χ. αφαίρεσε από τον Άρειο Πάγο -που μέχρι τη στιγμή εκείνη ήταν ο κύριος ρυθμιστής του πολιτεύματος- τις πολιτικές και δικαστικές δικαιοδοσίες του, δηλαδή το δικαίωμα να εγείρει κατηγορία για προδοσία ή κατάχρηση (εισαγγελία), τη λεπτομερειακή εξέταση των υποψήφιων αρχόντων (δοκιμασία) και το λογιστικό έλεγχο των πράξεών τους (εύθυνα), τις οποίες έδωσε αρχικά στη Βουλή των 500 και αργότερα στην Εκκλησία του δήμου. Έτσι, ο Άρειος Πάγος λειτούργησε μέχρι το 404 π.Χ. μόνον ως δικαστήριο, εκδικάζοντας περιπτώσεις φόνου. Ωστόσο, τον 4ο αιώνα π.Χ., οι εξουσίες του αυξήθηκαν προοδευτικά, στην προσπάθεια των Αθηναίων να αναβιώσουν την πάτριο πολιτεία του Σόλωνα.

Από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., όλοι οι νόμοι ψηφίζονταν από την Εκκλησία του δήμου, που καθόριζε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική της Αθήνας, ασκούσε την κυριαρχία της άμεσα στο αθηναϊκό κράτος -μέσα από τους νόμους που αυτή ψήφιζε και μέσα από τα δικαστήρια- και είχε τον πολιτικό έλεγχο των αρχόντων που εκτελούσαν τις αποφάσεις της.

Η Βουλή των 500 ήταν ένα αντιπροσωπευτικό σώμα συγκροτημένο, όχι με βάση τις πολιτικές παρατάξεις (όπως οι σύγχρονες δημοκρατίες), αλλά λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική κατανομή της κατοικίας των πολιτών. Συμμετείχε έμμεσα στο νομοθετικό έργο ως επιτροπή, η οποία εξέταζε προσεκτικά τις υποθέσεις που έφταναν στην Εκκλησία του δήμου, και τις αξιολογούσε, προτού αυτή συνέλθει ως εκλογικό σώμα.Η εκτελεστική εξουσία κατανεμόταν ανάμεσα στους άρχοντες, συνήθως κληρωτούς που ελέγχονταν από τη Βουλή και λογοδοτούσαν στην ίδια ή στην Εκκλησία του δήμου, ενώ σε περίπτωση ποινικής τους ευθύνης δικάζονταν από την Ηλιαία.

Page 8: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

Η Εκκλησία του δήμου ήταν η συνέλευση του λαού της Αθήνας. Από το 451 π.Χ. είχαν το δικαίωμα να μετέχουν σε αυτή όλοι οι ενήλικες Αθηναίοι που είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποκτούσαν εφόσον ήταν και οι δύο γονείς τους αθηναίοι πολίτες και αφού είχαν εκπληρώσει τις διετείς στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Αποκλείονταν οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα καθώς και όσοι είχαν διαπράξει αδικήματα (άτιμοι). Οι πολίτες που στέλνονταν σε εκστρατείες και οι κάτοικοι της υπαίθρου δεν μπορούσαν πρακτικά να συμμετέχουν συστηματικά σε όλες τις συνεδριάσεις εξαιτίας της απόστασης (Θουκυδίδης, Iστοριών 8.72). Από γεωγραφική άποψη, η απόσταση των απώτατων ορίων της Αττικής ήταν σαράντα πέντε χιλιόμετρα και για το λόγο αυτό οι περισσότεροι ψηφοφόροι έπαιρναν μέρος στις συνεδριάσεις, μόνον όταν επρόκειτο να συζητηθούν σοβαρά ή δυσεπίλυτα προβλήματα. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας του 404/3 π.Χ., προβλέφτηκε μισθός για τους πολίτες που συμμετείχαν στις συνελεύσεις της Εκκλησίας (εκκλησιαστικός μισθός). Η Εκκλησία του δήμου αποτελούσε το κυρίαρχο όργανο της αθηναϊκής δημοκρατίας, από την οποία εκπορεύονταν όλες οι εξουσίες. Συζητούσε σημαντικά θέματα που αφορούσαν το πολίτευμα, ψήφιζε τους νόμους, εξέλεγε τους στρατιωτικούς και οικονομικούς άρχοντες (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 43. 1-2 και 44. 4), αποφάσιζε για τον αριθμό των πολιτών, των μετοίκων και των δούλων που θα επιστρατεύονταν, επέβαλλε την ποινή του θανάτου ή της εξορίας καθώς και τη δήμευση της περιουσίας. Ακόμη, καθόριζε την εξωτερική πολιτική της Αθήνας, έπαιρνε τις αποφάσεις για τη σύναψη ειρήνης ή πολέμου και συμμαχίας με άλλες πόλεις και κράτη, δεχόταν τους ξένους πρέσβεις και εξέλεγε τους πρέσβεις της Αθήνας.Η Εκκλησία του δήμου συνεδρίαζε συνολικά περίπου σαράντα φορές το χρόνο, σε τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια κάθε μήνα (το αττικό έτος ήταν χωρισμένο σε 10 μήνες). Εκτός από τις τακτές γίνονταν και έκτακτες συνεδριάσεις, οι σύγκλητοι ή εκκλησίες φόβου και ταραχής, κάτω από την απειλή ή το πλήγμα μιας κοινής συμφοράς. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. συνεδρίαζαν στην Πνύκα -ένα χαμηλό λόφο στα δυτικά της ακρόπολης- όπου υπήρχε και βωμός του Διός Αγοραίου, ενώ κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στο θέατρο του Διονύσου. Οι συνεδριάσεις άρχιζαν πολύ νωρίς το πρωί και τελείωναν, συνήθως, με τη δύση του ηλίου. Πριν αρχίσει η συνεδρία, θυσίαζαν ένα χοίρο με το αίμα του οποίου οριοθετούσαν κυκλικά το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκονταν οι πολίτες. Στη συνέχεια, ο κήρυκας διάβαζε τα προβουλεύματα της Βουλής των 500, ακολουθούσε η προχειροτονία και ο κήρυκας ρωτούσε: "ποιος ζητά το λόγο"; Τυπικά ίσχυε η αρχή της ισηγορίας, αλλά αγόρευαν σχεδόν αποκλειστικά οι ρήτορες. Ο πολίτης που καλούνταν στο βήμα έβαζε στο κεφάλι του ένα στεφάνι από μυρτιά και γινόταν με τον τρόπο αυτό απαραβίαστος και ιερός, αλλά είχε και την ευθύνη να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις εισηγήσεις του, εφόσον μπορούσε να παρασύρει το δήμο. Για το λόγο αυτό στα ψηφίσματα γινόταν μνεία του ονόματος εκείνου που είχε κάνει τη συγκεκριμένη πρόταση, ο τάδε είπεν, οπότε μπορούσε να τιμωρηθεί, αν αργότερα αποδεικνυόταν ότι η εισήγησή του δεν ήταν σωστή. Η ψηφοφορία γινόταν με χειροτονία, δηλαδή με ανάταση των χεριών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μυστική.Η πρώτη από τις τέσσερις συνεδριάσεις κάθε πρυτανείας λεγόταν "κυρία Εκκλησία" και είχε καθορισμένα θέματα συζήτησης, όπως την επιχειροτονία, την έγκριση, δηλαδή την ψηφοφορία για την κρίση της ορθής διοίκησης των αρχόντων, τον επισιτισμό της πόλης, την άμυνα των συνόρων του κράτους, τις εισαγγελίες -δηλαδή τις καταγγελίες των πολιτών για έσχατη προδοσία, από τις οποίες οι πιο γνωστές περιπτώσεις ήταν η παρώδηση των ελευσίνιων μυστηρίων και του ακρωτηριασμού των Ερμών κατά τις παραμονές της σικελικής εκστρατείας (415 π.Χ.)- την οστρακοφορία και την πολιτογράφηση ενός ατόμου.Όταν η Εκκλησία του δήμου συνερχόταν για δικαστικές υποθέσεις, ονομαζόταν Ηλιαία και αποτελούσε το κύριο ορκωτό δικαστήριο του κράτους. Οι Ηλιαστές συνεδρίαζαν κατά τμήματα από πεντακόσιους ως εξακόσιους πολίτες με ειδική μέριμνα, ώστε να αντιπροσωπεύονται εξίσου οι δέκα φυλές, αλλά και για να ικανοποιηθεί ο ενθουσιασμός των Αθηναίων για δίκες, τον οποίο τόσο εύστοχα σατυρίζει ο Αριστοφάνης στους Σφήκες.

Page 9: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

Ο οστρακισμός ήταν η δεκάχρονη απομάκρυνση από την Αθήνα των πολιτών που θεωρούνταν επικίνδυνοι για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην εισαγωγή του μέτρου αυτού εναντίον των επίδοξων τυράννων συνέτεινε ο φόβος των Αθηναίων για την εγκαθίδρυση τυραννίδας και για το λόγο αυτό αρκετές φορές εξορίστηκαν πολίτες που είχαν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα και πολιτική δύναμη, τις οποίες θεωρήθηκε ότι θα τις χρησιμοποιούσαν κατά των συμφερόντων του δήμου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Aθηναίων πολιτεία 22.4) ο νόμος καθιερώθηκε από τον Κλεισθένη το 508/7 π.Χ.

Η Εκκλησία του δήμου στην έκτη πρυτανεία συζητούσε, εάν έπρεπε το χρόνο εκείνο, να εφαρμοσθεί ή όχι οστρακισμός. Στην περίπτωση που ψήφιζε υπέρ, τότε στην όγδοη πρυτανεία κάθε πολίτης έγραφε σε ένα όστρακο, δηλαδή σε ένα θραύσμα αγγείου, το όνομα του Αθηναίου που ήθελε να τιμωρηθεί. Για να εφαρμοστεί ο οστρακισμός σύμφωνα με ορισμένους μελετητές έπρεπε η Εκκλησία να συγκεντρώσει έξι χιλιάδες πολίτες, οπότε εξοριζόταν εκείνος το όνομα του οποίου ήταν γραμμένο στα περισσότερα όστρακα ή σύμφωνα με άλλους έπρεπε να μαζευτούν έξι χιλιάδες όστρακα που θα καταδίκαζαν τον ίδιο Αθηναίο.

Ο πολίτης που καταδικαζόταν σε οστρακισμό έπρεπε να εγκαταλείψει την Αθήνα σε δέκα ημέρες και να παραμείνει εξόριστος για δέκα χρόνια. Μετά, μπορούσε να επιστρέψει στην Αθήνα, επειδή στο διάστημα της εξορίας του δεν έχανε ούτε την ιδιότητα του πολίτη ούτε την περιουσία του. Από τους γνωστότερους Αθηναίους που εξορίστηκαν με τον τρόπο αυτό ήταν ο Αριστείδης (482 π.Χ.), ο Θεμιστοκλής (472/1 π.Χ.), ο Κίμων (462/1 π.Χ.) και ο Θουκυδίδης (443/2 π.Χ.).Η γραφή παρανόμων ήταν η αγωγή για παράβαση του νόμου, η καταγγελία δηλαδή ενός πολίτη που είχε προτείνει ένα ψήφισμα αντίθετο με την υπάρχουσα νομοθεσία. Δεν είναι γνωστό πότε καθιερώθηκε αυτή η διαδικασία, αλλά σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η μέθοδος αυτή αντικατέστησε τον οστρακισμό, που από το 417 π.Χ. φαίνεται ότι είχε παύσει να εφαρμόζεται. Ο κατηγορούμενος δικαζόταν -άσχετα με το εάν η πρόταση που είχε προτείνει είχε ψηφισθεί ή όχι- κι εφόσον καταδικαζόταν, πλήρωνε βαρύ πρόστιμο. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., εάν είχε παρέλθει ένας χρόνος από την ψήφιση του νόμου, τότε ο εισηγητής δεν τιμωρούνταν, όμως ο νόμος έπαυε να ισχύει. Με τον τρόπο αυτό οι δίκες έγιναν σταθερός παράγοντας της πολιτικής ζωής και αποτέλεσαν το καλύτερο μέσο, για να απαλλαγεί κάποιος από έναν αντίπαλο, ή για να προωθήσει μια πολιτική θέση. Η πιο γνωστή περίπτωση γραφής παρανόμων ήταν η καταγγελία του Κτησιφώντα από τον Αισχύνη για την πρότασή του να τιμηθεί με στεφανηφορία ο Δημοσθένης. Για την υπόθεση αυτή ο Αισχύνης και ο Δημοσθένης έγραψαν τους λόγους Κατά Kτησιφώντα και Περί στεφάνου, τους οποίους εκφώνησαν αντίστοιχα οι δύο ρήτορες στο δικαστήριο.

Από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες της Βουλής των 500 ήταν η κατάρτιση των προβουλευμάτων, δηλαδή των προσχέδιων νόμων που επρόκειτο να συζητηθούν και να ψηφισθούν από την Εκκλησία του δήμου (Aριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 45.4). Παράλληλα, είχε τον έλεγχο των οικονομικών του κράτους και των θησαυρών των ιερών, ήταν υπεύθυνη για τον εξοπλισμό και για την επάνδρωση των τριήρων καθώς και για το ιππικό, ενώ βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τους άρχοντες και με τους στρατηγούς (Aριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 46.1, 49.1-2). Για κάθε καινούργια πρόταση που έμελλε να συζητηθεί και να ψηφιστεί από την Εκκλησία του δήμου, έπρεπε να γίνει γνωστός ο βουλευτής που είχε κάνει την εισήγηση, η πρυτανεύουσα φυλή και ο επιστάτης των πρυτάνεων, τα ονόματα των οποίων αναγράφονταν στην αρχή του ψηφίσματος. Εάν ένα ψήφισμα ήταν ανάρμοστο, τότε, σύμφωνα με τη γραφή παρανόμων, το ψήφισμα ακυρωνόταν κι ο αρχικός εισηγητής του δικαζόταν.Κάθε μια απο τις δέκα κλεισθένειες φυλές επέλεγε από τους δήμους που της ανήκαν πενήντα προκρίτους, οι οποίοι αποτελούσαν τη Βουλή των 500. Η εξουσία τους τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν ετήσια, ενώ κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. δεν μπορούσαν να θητεύσουν για δύο συνεχόμενα χρόνια ή

Page 10: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

περισσότερο από δύο φορές στη ζωή τους. Οι βουλευτές έπρεπε να είναι αθηναίοι πολίτες, να ανήκουν σε μία από τις τρεις ανώτερες οικονομικές τάξεις, των πεντακοσιομέδιμνων, των ιππέων ή των ζευγιτών, και η ηλικία τους να υπερβαίνει τα 30 χρόνια. Πριν ορκιστούν στην πρώτη συνεδρία κάθε έτους, οι νέοι βουλευτές περνούσαν από έλεγχο, τη λεγόμενη δοκιμασία, ενώ μετά το τέλος της θητείας τους λογοδοτούσαν για την ορθή άσκηση των καθηκόντων τους (εύθυνα). Είχαν ορισμένα προνόμια, όπως απαλλαγή από κάθε στρατιωτική υποχρέωση κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ειδική θέση στα θέατρα, ασυλία, ενώ μετά τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή (450/1 π.Χ.) έπαιρναν και βουλευτικό μισθό. Η Βουλή συνεδρίαζε στο Βουλευτήριο κάθε μέρα, εκτός από τις γιορτές. Τη συγκαλούσε η πρυτανεύουσα φυλή, την οποία αποτελούσαν οι πενήντα βουλευτές της κάθε φυλής, με τη σειρά που αυτοί ορίζονταν μετά από κλήρωση. Οι βουλευτές κάθε φυλής γίνονταν πρυτάνεις για τριανταπέντε ή τριανταέξι ημέρες, διάστημα που αντιστοιχούσε σε έναν αττικό μήνα, ο οποίος έπαιρνε το όνομά του από την πρυτανεύουσα φυλή και ήταν ίσος προς το 1/10 του πολιτικού έτους. Οι πρυτάνεις ήταν τα πιο σημαντικά πρόσωπα της πόλης τους. Κάθε μέρα αναδείκνυαν με κλήρο τον επιστάτη των πρυτάνεων, ο οποίος με τους δεκαεπτά πρυτάνεις της μίας τριττύος (ο αριθμός αντιστοιχούσε με το 1/3 του αριθμού των πενήντα πρυτάνεων) έμεναν και σιτίζονταν στο Πρυτανείο, πιθανότατα στη Θόλο. Με τον τρόπο αυτό κάθε αθηναίος πολίτης στη διάρκεια της ζωής του θα είχε την ευκαιρία για ένα 24ωρο -από τη δύση του ηλίου της μίας ημέρας μέχρι τη δύση της επομένης- να γίνει επιστάτης των πρυτάνεων. Έτσι θα μπορούσε να ασκήσει την ανώτατη εκτελεστική εξουσία, να κρατήσει τη δημόσια σφραγίδα και τα κλειδιά των ιερών, όπου υπήρχε ο θησαυρός της πόλης και τα δημόσια αρχεία, ακόμη και να εκτελέσει χρέη προέδρου της Βουλής των 500 και της Εκκλησίας του δήμου, στην περίπτωση που θα συνέπιπτε η συνεδρία της Εκκλησίας με την ημέρα της πρυτανείας του.Η καθορισμένη περίοδος για την άσκηση του αξιώματος ενός άρχοντα στην κλασική Αθήνα ήταν συνήθως ένας χρόνος, αλλά ορισμένοι οικονομικοί και στρατιωτικοί άρχοντες μπορούσαν να επανεκλεγούν. Πριν από την ανάληψη της αρχής τους οι άρχοντες περνούσαν τη λεγόμενη δοκιμασία, και μετά τη λήξη της θητείας τους απέδιδαν τις ευθύνες τους (εύθυνα). Εκτός από τους εννέα άρχοντες στους σημαντικότερους αξιωματούχους της Αθήνας συγκαταλέγονταν και οι εξής: Οι ιεροποιοί· ήταν υπεύθυνοι για τις θυσίες και για τη διοργάνωση ορισμένων εορτών, όπως των Δηλίων, των Βραυρωνίων, των Ηρακλείων, των Ελευσινίων, των Παναθηναίων, των Ηφαιστίων και των Διονυσίων στη Σαλαμίνα και στον Πειραιά (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 54.6-8).Οι δέκα αθλοθέτες· εκλεγόταν ένας από κάθε φυλή και ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της εορτής των Παναθηναίων και για την απονομή των επάθλων στους νικητές. (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία, 60.1).Οι αγορανόμοι, οι μετρονόμοι, οι σιτοφύλακες και οι επιμελητές του εμπορίου· ήταν υπεύθυνοι για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και για το εμπόριο γενικότερα.Οι λογιστές· είχαν τον έλεγχο της οικονομικής διοίκησης των αρχόντων. Οι άρχοντες επί το θεωρικόν· ορίστηκαν από το 350 π.Χ. με πρωτοβουλία του Εύβουλου, για να επιβλέπουν την αθηναϊκή οικονομική διοίκηση.Οι εννέα άρχοντες ήταν οι εξής: ο επώνυμος άρχων, ο άρχων βασιλεύς, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέτες. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., εκλέξιμοι με κλήρο στα αξιώματα των εννέα αρχόντων ήταν μόνον όσοι προέρχονταν από τις δύο ανώτερες οικονομικές τάξεις πολιτών, δηλαδή οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι ιππείς, ενώ από το 457/6 π.Χ. παραχωρήθηκε και στους ζευγίτες αυτό το δικαίωμα. Για να εκπροσωπούνται και οι δέκα φυλές στο θεσμό αυτό, ως δέκατος άρχοντας κληρωνόταν ο γραμματέας των θεσμοθετών, ενώ μετά το τέλος της θητείας τους γίνονταν όλοι ισόβια μέλη του Αρείου Πάγου. Οι εννέα άρχοντες διατηρούσαν την προεδρία στις συνεδριάσεις ορισμένων δικαστηρίων κι έκαναν την προανάκριση των αντιδίκων. Κύρια καθήκοντά τους ήταν να προεδρεύουν στα νομοθετικά όργανα, να επιβλέπουν τη σωστή εφαρμογή των νόμων και των αποφάσεων, και να προετοιμάζουν τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν στις συνελεύσεις του δήμου και στα

Page 11: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

δικαστήρια. Στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., οι εξουσίες των εννέα αρχόντων ήταν κυρίως θρησκευτικές και δικαστικές.Ο επώνυμος άρχων έδινε το όνομά του στο έτος της θητείας του και είχε την έδρα του στο Πρυτανείο (από ορισμένους μελετητές ταυτίζεται με τη Θόλο). Στα καθήκοντά του υπάγονταν: η διαδικασία της αντίδοσης και του διορισμού των χορηγών των δραματικών αγώνων, η οργάνωση των θεωριών της Δήλου και ορισμένων πομπών, όπως των Μεγάλων Διονυσίων και αυτών προς τιμήν του Ασκληπιού, καθώς και θέματα που αφορούσαν την οικογένεια (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 56.2-7). Από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του δήμου χρονολογούνται με την αναφορά του ονόματός του, αλλά η πρακτική αυτή φαίνεται ότι γενικεύτηκε κυρίως κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.

Ο άρχων βασιλεύς διατήρησε την προεδρία του Aρείου Πάγου και ήταν αρμόδιος για τις δικαστικές υποθέσεις ανθρωποκτονίας. Επόπτευε τις μυστηριακές τελετές, ήταν υπεύθυνος για την ορθή τήρηση ορισμένων εορτών και θυσιών και είχε την έδρα του στη Βασίλειο Στοά (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 57.1-2)

Ο πολέμαρχος στη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. δίκαζε υποθέσεις ξένων ή μετοίκων και είχε την έδρα του στο Επιλύκειο. Ήταν υπεύθυνος για τους επιτάφιους αγώνες προς τιμή των νεκρών πολέμου και πραγματοποιούσε τις θυσίες στην Άρτεμη Αγροτέρα, στον Ενυάλιο και στους Τυραννοκτόνους (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 58).Οι 6 θεσμοθέτες και ο γραμματέας τους ήταν υπεύθυνοι για το σύστημα των δικαστηρίων και τους είχε ανατεθεί να ορίζουν τον τόπο και τον χρόνο των συνεδριάσεών τους (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 59.1).

Όλοι οι πολίτες είχαν εξίσου το δικαίωμα να αναλαμβάνουν τα αξιώματα της πόλης τους. Οι άρχοντες εκλέγονταν με κλήρο, ενώ οι στρατηγοί και οι οικονομικοί αξιωματούχοι εκλέγονταν με ψηφοφορία, επειδή για την άσκηση των καθηκόντων τους απαιτούνταν ιδιαίτερα προσόντα και συγκεκριμένες ικανότητες (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 43.1-2). javascript:void(1) javascript:void(1) Η εκλογή των αρχόντων με κλήρο περιόριζε τις ευκαιρίες για την ανάδειξη στην εξουσία ενός ισχυρού ατόμου ή συμβουλίου που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δήμου και απάλλασσε έτσι σε μεγάλο βαθμό την εκλογική διαδικασία από ανταγωνισμούς και εχθρότητες. Για το λόγο αυτό διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των πλεονεκτημάτων που έδιναν η κοινωνική θέση και ο πλούτος των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών. Μετά την εκλογή τους, και πριν ακόμη αναλάβουν το αξίωμά τους οι άρχοντες περνούσαν από εξέταση -τη λεγόμενη δοκιμασία- μπροστά από τους θεσμοθέτες, εκτός μόνον από τους εννέα άρχοντες και τους βουλευτές, που εξετάζονταν από την απερχόμενη Βουλή. Με τη δοκιμασία διαπιστωνόταν, εάν το άτομο είχε τα απαραίτητα προσόντα για την ανάληψη των καθηκόντων του· έπρεπε δηλαδή να ήταν αθηναίος πολίτης, να είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του, να ανήκε σε συγκεκριμένη οικονομική τάξη -προσόν απαραίτητο για ορισμένα αξιώματα- να είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές και τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς την πόλη, να μην ήταν άτιμος και τέλος να μη διωκόταν δικαστικά (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 55.3-5).Μετά το τέλος της θητείας τους οι άρχοντες ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους (εύθυνα), υποχρέωση που σταθεροποιήθηκε στην αθηναϊκή πολιτική πρακτική στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.) τα παράπονα εξετάζονταν από το συμβούλιο του Αρείου Πάγου, ενώ μετά από

Page 12: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

αυτές οι συγκεκριμένες διαδικασίες εκτελούνταν από αξιωματούχους, που εκλέγονταν από την Εκκλησία του δήμου. Στην περίπτωση που οι άρχοντες αποδεικνύονταν ότι είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη, τους τιμούσαν με χρυσοφορία, στεφανηφορία ή άλλη διάκριση, ενώ το τιμητικό ψήφισμα χαρασσόταν σε λίθινη στήλη και στηνόταν σε επίσημο μέρος της πόλης, συνήθως στην Αγορά, στην Ακρόπολη ή σε κάποιο ιερό, ώστε να γίνει γνωστό σε όλους.Μισθοφορά ονομαζόταν η απόδοση μισθών στους πολίτες που άφηναν την εργασία τους για την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων τους. Η ιδέα και η εφαρμογή της μισθοφοράς ανήκει στον Περικλή και γενικεύτηκε για όλους τους κληρωτούς άρχοντες πριν από το θάνατό του (429/8 π.Χ.). Υπήρχε ο βουλευτικός μισθός για τους βουλευτές και ο δικαστικός για τους Ηλιαστές, ενώ από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. δινόταν και ο εκκλησιαστικός μισθός στους πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου. Δεν προβλεπόταν αμοιβή για τα μέλη του Αρείου Πάγου και για τους αξιωματούχους που ασκούσαν μικρότερα αξιώματα, τα οποία απαιτούσαν λιγότερο χρόνο και περιορισμένα οικονομικά μέσα (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 62.2). Η μισθοφορά υπήρξε ουσιαστικό στοιχείο της δημοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε ουσιαστικότερα την ισότητα των πολιτών, καθώς έδινε τη δυνατότητα διαβίωσης σε όσους πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην πόλη.

Από το 501/0 π.Χ., όταν η εξουσία του πολέμαρχου δόθηκε στους δέκα στρατηγούς, εκλέγονταν ένας από κάθε φυλή -χωρίς αυτό να αποτελεί πάντοτε τον κανόνα- για διάστημα ενός χρόνου, έχοντας όμως το δικαίωμα της επανεκλογής. Η ετήσια εκλογή των στρατηγών γινόταν την άνοιξη και η ενιαύσια αρχή τους διαρκούσε όσο και το αττικό έτος, από τα μέσα του καλοκαιριού μέχρι την αντίστοιχη περίοδο του επόμενου χρόνου. Οι στρατηγοί ελέγχονταν στην άσκηση των καθηκόντων τους από την Εκκλησία του δήμου και τη Βουλή των 500, στη διάρκεια κάθε πρυτανείας. Η αύξηση του γοήτρου των στρατηγών κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις συχνές πολεμικές εκστρατείες, στη διάρκεια των οποίων διηύθυναν τις χερσαίες και τις θαλάσσιες επιχειρήσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ένας στρατηγός μπορούσε να ονομαστεί αυτοκράτωρ και να έχει την απόλυτη εξουσία στη λήψη των αποφάσεων στο πεδίο της μάχης. Σε περίοδο ειρήνης, οι στρατηγοί ασχολούνταν με τη διοίκηση των οικονομικών και του ναυτικού και για το λόγο αυτό έρχονταν τακτικά σε επαφή με τη Βουλή των 500, στις συνεδριάσεις της οποίας είχαν το δικαίωμα να παρίστανται. Ήταν υπεύθυνοι για την επιστράτευση των πολιτών και των μετοίκων, την οργάνωση και τη συντήρηση των πολεμικών πλοίων, ενώ όταν ανέκυπτε ζήτημα λιποταξίας έφερναν την υπόθεση στο δικαστήριο και προήδρευαν στη δίκη.

Οι στρατηγοί του 5ου αιώνα π.Χ. έπρεπε να συνδυάζουν στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες, όπως για παράδειγμα ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Κίμων, ο Περικλής, ο Κλέων, ο Νικίας, ο Ακλιβιάδης. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. εξαιτίας της εξασθένισης της στρατιωτικής και της ναυτικής δύναμης της Αθήνας, το αξίωμα του στρατηγού έπαψε να αποτελεί μέσο για την απόκτηση πολιτικής επιρροής. Παράλληλα, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ο τύπος του στρατηγού με γνώσεις και ικανότητες σχεδόν επαγγελματικές, όπως ήταν ο Ιφικράτης, ο Τιμόθεος, ο Χάρης και ο Χαβρίας, και για το λόγο αυτό υπάρχει διάκριση των δραστηριοτήτων τους (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 61). Αυτός ο διαχωρισμός των πολιτικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων έδινε στην πολιτική ζωή της Αθήνας ένα νέο χαρακτήρα, που θα γίνει όμως εμφανέστερος στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ..

Ο θεσμός των λειτουργιών -που αποτελούσε ένα είδος άμεσης φορολόγησης- ήταν η υποχρέωση που αναλάμβαναν οι ισχυρότεροι οικονομικά Αθηναίοι και μέτοικοι να καλύψουν με δικά τους έξοδα ορισμένες δαπάνες που στην ουσία αφορούσαν το σύνολο των πολιτών. Κατά τον 5ο

Page 13: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

αιώνα π.Χ. ο θεσμός των λειτουργιών προκαλούσε τον ανταγωνισμό των πλούσιων ιδιωτών, ενώ τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν δυσκολότερο να βρεθούν άτομα πρόθυμα να αναλάβουν τέτοιου είδους δαπάνες.Εάν ο υποψήφιος για την ανάληψη μίας λειτουργίας διαφωνούσε με την εκλογή του, έπρεπε να υποδείξει κάποιον άλλον, που να ήταν πλουσιότερος, και άρα καταλληλότερος να επιφορτιστεί το κόστος. Σε περίπτωση που ο δεύτερος θεωρούσε ότι αδικούνταν με την υπόδειξη αυτή μπορούσε να ζητήσει τη λεγόμενη αντίδοσι, δηλαδή την ανταλλαγή της περιουσίας του με τον πρώτο, έτσι ώστε παίρνοντας την περιουσία που θεωρούσε μεγαλύτερη να αναλάβει ο ίδιος την οικονομική υποχρέωση προς την πόλη.Στις σημαντικότερες λειτουργίες συγκαταλέγονταν οι εξής:H τριηραρχία· ήταν η δαπανηρότερη λειτουργία και αφορούσε την προσφορά χρημάτων για την κατασκευή, τη συντήρηση ή την επάνδρωση μιας τριήρους για ένα χρόνο. Η χορηγία· ήταν η ανάληψη της δαπάνης για την προετοιμασία του χορού που θα συμμετείχε σε δραματικούς και σε λυρικούς αγώνες. Υπολογίζεται ότι υπήρχαν ενενήντα επτά χορηγίες το χρόνο, ενώ τη χρονιά των Παναθηναίων ο αριθμός τους ανερχόταν σε εκατόν δεκαοκτώ.Η γυμνασιαρχία· ήταν η καταβολή των εξόδων για την εκγύμναση και τη διατροφή των αθλητών που θα λάμβαναν μέρος σε γυμνικούς αγώνες.

Η εστίαση· ήταν η ανάληψη της δαπάνης για την πραγματοποίηση δημόσιου γεύματος, κυρίως σε περιόδους εορτών, τελετών και αγώνων.Η αρχιθεωρία· ήταν η καταβολή των εξόδων για την αποστολή αθηναϊκής πρεσβείας στις μεγάλες πανελλήνιες εορτές ή στα μαντεία.Η αρρηφορία· ήταν η ειδική δαπάνη που κατέβαλλαν οι γονείς των αρρηφόρων για τα έξοδά τους, στα πλαίσια των γιορτών των Παναθηναίων.

Η αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί την καλύτερα γνωστή περίπτωση άμεσης δημοκρατίας, σε αντιδιαστολή με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των σύγχρονων κρατών. Στην ιδανική μορφή αυτού του πολιτεύματος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, όλοι οι πολίτες γνωρίζονται μεταξύ τους· ο Θεμιστοκλής λέγεται ότι όφειλε μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του στο γεγονός ότι ήξερε κάθε πολίτη με το όνομά του. Στον άμεσο χαρακτήρα της δημοκρατίας συνέβαλε και το γεγονός ότι μόνον ένα μέρος των πολιτών μπορούσε ουσιαστικά να συμμμετέχει στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου. Η φροντίδα των Αθηναίων να διατηρήσουν αναλλοίωτο το χαρακτήρα της δημοκρατίας τους, διαφαίνεται κυρίως από το νόμο Περί νόθων του Περικλή (451/0 π.Χ.), ο οποίος προσπαθούσε να περιορίσει τον αριθμό εκείνων που έφεραν την ιδιότητα του αθηναίου πολίτη, ώστε να μην αυξηθούν υπέρμετρα.

Σε αντίθεση με τη γενικά αποδεκτή σημερινή αντίληψη για την ορθότητα των δημοκρατικών πολιτευμάτων, στην αρχαία Ελλάδα η δημοκρατία αποτέλεσε θέμα συζητήσεων και συχνά κατακρίθηκε από πολιτικούς και φιλοσόφους. Στη δημοκρατική Αθήνα, παρόλο που οι εξουσίες στο σύνολό τους πήγαζαν και ελέγχονταν από το λαό, όταν συγκροτούσε την Εκκλησία του δήμου, στην πραγματικότητα υπήρχε ένας μικρός αριθμός πολιτών που ασκούσε την εξουσία, οι ρήτορες ή "πολιτευόμενοι" σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πολίτες, τους "ιδιώτες". Σημαντικές πολιτικές φυσιογνωμίες που διέθεταν το χάρισμα του λόγου και της πειθούς κατόρθωσαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα να κυριαρχήσουν στα πολιτικά πράγματα, όπως ο Περικλής από το 451/0 π.Χ. έως το 429 π.Χ. και ο Δημοσθένης την περίοδο ανάμεσα στο 341 π.Χ. και 338 π.Χ.

Page 14: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

Το πλήθος των θεσμών και η ετήσια εναλλαγή όσων ασκούσαν τις αρχές επέτρεπε τη συμμετοχή όλων σχεδόν των πολιτών στη διακυβέρνηση της πολιτείας και συντελούσε στην ανάπτυξη ενός βαθύτατου αισθήματος πολιτικής ευθύνης στα άτομα. javascript:void(1) javascript:void(1) Οι αθηναίοι πολίτες συγκροτημένοι στο σώμα της Εκκλησίας του δήμου "ασκούσαν το κράτος", δηλαδή την κυριαρχία ή την εξουσία και ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι για την πιστή τήρηση των νόμων. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η κυριαρχία του δήμου αποτελούσε ένα από τα τρία στοιχεία της δημοκρατίας που τη διέκριναν από τη μοναρχική διακυβέρνηση, ενώ τα άλλα δύο ήταν η εκλογή των αρχόντων με κλήρο και η υποχρέωσή τους να λογοδοτούν.Η απόλυτη κυριαρχία του στην άσκηση όλων των εξουσιών περιέκλειε όμως και το σοβαρό κίνδυνο να φτάσει ο δήμος στην υπερβολή και στην αυθαιρεσία, εάν έμενε ανεξέλεγκτος ή εάν παρασυρόταν από τους δημαγωγούς. Για το λόγο αυτό προβλέφθηκαν ορισμένοι περιορισμοί στην εξουσία της Εκκλησίας, ο σημαντικότερος από τους οποίους ήταν η απαίτηση να μην αντιβαίνουν τα ψηφίσματά της στον ισχύοντα νόμο. Κατά τα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ., καθιερώθηκαν ειδικές διαδικασίες για την αναθεώρηση και θέσπιση των νόμων, με τις οποίες όλες οι προτεινόμενες μεταβολές υποβάλλονταν αρχικά στους νομοθέτες, κυρίως για να περιοριστούν οι αιφνιδιαστικές ψηφοφορίες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα εκείνες που είχαν οδηγήσει στις δύο ανατροπές της δημοκρατίας το 411/0 και το 404/3 π.Χ.

Θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημοκρατίας είναι η οριζόμενη από το νόμο ελευθερία, η οποία συμβατικά μπορεί να διακριθεί σε πολιτική και σε ατομική ελευθερία. Σημαντική παράμετρος της ελευθερίας ήταν η ελευθερία του λόγου, η λεγόμενη παρρησία, που στο επίπεδο της πολιτικής ελευθερίας ήταν το δικαίωμα κάθε πολίτη να μιλά στις πολιτικές συνελεύσεις, κυρίως στην Εκκλησία του δήμου, ενώ στο επίπεδο της ατομικής ελευθερίας αντιπροσώπευε το δικαίωμα κάθε ατόμου να διατυπώνει χωρίς φόβο τις απόψεις του.Σε έναν πολιτισμό που ο προφορικός λόγος ήταν το κυρίαρχο στοιχείο του, η επιρροή ενός πολιτικού άντρα καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τη δύναμη της πειθούς του. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. οι πολιτικοί ηγέτες χαρακτηρίζονται ως ρήτορες, λέγοντες, τα της πολιτείας πράττοντες, ακριβώς επειδή το συνηθέστερο και εμφανέστερο έργο τους ήταν η εκφώνηση λόγων στην Εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια. Όμως, η απόλυτη πολιτική ελευθερία, ιδιαίτερα των ρητόρων, ενείχε πολλούς κινδύνους, αφού όποιος γινόταν πειστικός δεν ήταν υποχρεωτικά και ενάρετος ή δεν είχε πάντοτε δίκιο και καλές προθέσεις. Ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Περικλή (429 π.Χ.), η Εκκλησία του δήμου εμπιστεύτηκε άτομα ανάξια, παρασύρθηκε από δημαγωγούς και για το λόγο αυτό η αθηναϊκή δημοκρατία κατακρίθηκε από πολλούς σύγχρονούς της.

Ισότητα στην αθηναϊκή δημοκρατία σήμαινε την πεποίθηση ότι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα να συμμετέχουν στα κοινά, δηλαδή να μιλούν σε πολιτικές συνελεύσεις, να αναλαμβάνουν τα αξιώματα της πόλης τους και να έχουν την ίδια αντιμετώπιση από το νόμο (Θουκυδίδης, Iστοριών 2.37).Η έννοια της ισότητας ήταν ακραιφνώς πολιτική και δεν κάλυπτε τον κοινωνικό και οικονομικό τομέα της ζωής των πολιτών. Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι αποκλείονταν από τη συμμετοχή στα κοινά, επειδή δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ίδρυση κληρουχιών ανακούφισε τα ασθενέστερα κυρίως οικονομικά στρώματα της Αθήνας ικανοποιώντας το αίτημά τους για εύρεση γης. Δεν προσπάθησε, όμως, ούτε να εξισώσει οικονομικά τους Αθηναίους, ούτε και να τους κάνει να απολαμβάνουν ίσα οικονομικά προνόμια. Ο πλούτος -ή τουλάχιστον η ευπορία- ήταν απαραίτητη προϋπόθεση, για να μπορεί ένας πολίτης να συμμετέχει ενεργά στα κοινά και για το λόγο αυτό οι πολίτες που ασχολήθηκαν συστηματικά με την πολιτική δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης.

Αν και τυπικά η ισηγορία, δηλαδή η ισότητα στο δικαίωμα του λόγου, ανήκε σε όλους τους

Page 15: H πολιτική στην αρχαία ελλάδα

πολίτες και αποτελούσε προϋπόθεση για την ενεργό συμμετοχή τους στην Εκκλησία του δήμου, στην πράξη όμως τη δυνατότητα αυτή την είχαν σχεδόν αποκλειστικά οι κάτοικοι της Αθήνας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνοι που ζούσαν στην ύπαιθρο δεν μπορούσαν να μεταβαίνουν εύκολα στο άστυ, για να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου, εξαιτίας κυρίως της απόστασης. Παράλληλα, η άσκηση κάποιου αξιώματος απαιτούσε την αφιέρωση ενός σημαντικού μέρους από τον προσωπικό χρόνο του πολίτη, κάτι που δεν ήταν οικονομικά εφικτό για τους φτωχότερους Αθηναίους, οι οποίοι στήριζαν τη διαβίωσή τους στην προσωπική καθημερινή τους εργασία. Ο δικαστικός και ο βουλευτικός μισθός τον 5ο αιώνα π.Χ., καθώς και ο εκκλησιαστικός κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν σχετικά μικροί και απλώς υποβοήθησαν, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τις δυσκολίες που εμπόδιζαν την ενεργό συμμετοχή των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων στα κοινά.