94
Digitized by 10uk1s Panait Istrati Κύρα Κυραλίνα Μετάφραση: Ο. Τρέμη

Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

  • Upload
    llouka

  • View
    33

  • Download
    9

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Panait Istrati Κύρα Κυραλίνα Μετάφραση: Ο. Τρέμη

Page 2: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1921 μου παρέδωσαν ένα γράμμα από το νοσοκομείο της Νίκαιας. Είχε βρεθεί πάνω σε κάποιον απελπισμένο που είχε κόψει το λαρύγγι του. Οι πιθανότητες να επιζήσει ήταν ελάχιστες. Διάβασα το γράμμα και κυριεύθηκα από την αίσθηση της μεγαλοφυΐας. Ένας κοφτερός άνεμος στην πεδιάδα. Ήταν η εξομολόγηση ενός Γκόρκι των Βαλκανίων. Πετύχαμε να τον σώσουμε. Θέλησα να τον γνωρίσω. Γίναμε φίλοι.

Ονομάζεται Ιστράτι. Γεννήθηκε στη Βραΐλα το 1884 από ένα Έλληνα λαθρέμπορο, που δε γνώρισε ποτέ και μια Ρουμάνα χωριάτισσα, μια αξιοθαύμαστη γυναίκα που του αφιέρωσε όλη τη ζωή της χωρίς να βαρυγκωμήσει. Παρά τη στοργή που τρέφει για κείνη, την εγκαταλείπει σε ηλικία δώδεκα χρόνων, σπρωγμένος από ένα δαίμονα τυχοδιωκτισμού ή περισσότερο από την αδηφάγο ανάγκη να γνωρίσει και να αγαπήσει. Είκοσι χρόνια περιπλανήσεων, παράξενων περιπετειών, εξαντλητικής δουλειάς, άσκοπων ταξιδιών και δυστυχίας, καμένος από τον ήλιο, ξεγελασμένος από τη βροχή, χωρίς κατάλυμα και κυνηγημένος από τους νυχτοφύλακες, πεινασμένος, άρρωστος, κατέχονταν από πάθη και βασανίζονταν από τη μιζέρια. Κάνει όλες τις δουλειές: γκαρσόνι σε καμπαρέ, οικοδόμος, φορτοεκφορτωτής, υπηρέτης, άνθρωπος-σάντουιτς, κατασκευαστής επιγραφών, μπογιατζής, δημοσιογράφος, φωτογράφος... Ανακατεύεται για ένα διάστημα με τα επαναστατικά κινήματα. Περιπλανιέται στην Αίγυπτο, τη Συρία τη Γιάφα, την Βυρηττό, τη Δαμασκό και τον Ανατολικό Λίβανο, την Ελλάδα και την Ιταλία, συχνά χωρίς φράγκο στην τσέπη και μερικές φορές ταξιδεύοντας λαθραία σε κάποιο πλοίο, όπου τον ανακάλυπταν στη μέση του ταξιδιού και τον κατέβαζαν στο πρώτο λιμάνι. Στερείται τα πάντα, αλλά αποθησαυρίζει ένα κόσμο αναμνήσεων και συχνά ξεγελάει την πείνα του καταβροχθίζοντας βασικά τους Ρώσους δασκάλους και τους συγγραφείς της Δύσης.

Είναι γεννημένος μυθογράφος, ένας μυθογράφος της Ανατολής που μαγεύει και προκαλεί μέσα από τα γραφτά του και κάθε φορά που ξεκινάει μια ιστορία δεν ξέρει —ούτε αυτός ό ίδιος— αν θα του πάρει μια ώρα ή χίλιες και μία νύχτες για να την τελειώσει. Ο Δούναβης και οι μαίανδροί του... Αυτή η μεγαλοφυΐα του είναι τόσο ακατανίκητη ώστε στο γράμμα που έγραψε πριν επιχειρήσει ν' αυτοκτονήσει, διακόπτει δυο φορές τις απελπισμένες του εκκλήσεις για να διηγηθεί δυο αστείες ιστορίες από το παρελθόν του.

Αποφάσισα να καταγράψω ένα μέρος από τις διηγήσεις του. Και φθάσαμε σ' ένα εμπνευσμένο έργο δυο σχεδόν τόμων. Είναι η επίκληση της ζωής του. Και το έργο του, όπως και η ζωή του, θα μπορούσαν ν' αφιερωθούν στη φιλία. Γιατί αυτή αποτελεί για τούτο τον άνθρωπο ένα καθαγιασμένο πάθος. Σ' όλη την μακριά του πορεία σταματάει στην ανάμνηση των προσώπων που συνάντησε· το καθένα κρατάει το αίνιγμα του πεπρωμένου του, που ψάχνει να μαντέψει. Και κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος συγκροτεί μια νουβέλα. Τρεις ή τέσσερεις απ' αυτές τις νουβέλες είναι αντάξιες των Ρώσων δασκάλων. Διαφοροποιούνται από την ιδιοσυγκρασία, το φως, την αποφασιστικότητα του πνεύματος, τη χαρμόσυνη τραγικότητα — αυτή τη χαρά του μυθογράφου που απελευθερώνει την καταδυναστευμένη ψυχή.

Θα 'ταν καλό να θυμόμαστε ότι ό άνθρωπος που έγραψε τούτες τις σελίδες έμαθε μόνος του τα γαλλικά, εδώ κι εφτά χρόνια, διαβάζοντας τους κλασικούς μας.

ΡΟΜΑΙΝ ΡΟΛΛΑΝ

Page 3: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Πιστεύετε, όπως κι ο φίλος μας ο Ρομαίν Ρολλάν, ότι θα έπρεπε, μέσα σε λίγες γραμμές, να εξηγήσω το κεντρικό θέμα που θα συναντήσουμε να κυριαρχεί σ' όλα τα βιβλία μου.

Ποτέ δε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να δώσω ο ίδιος επεξηγήσεις γι' αυτό το θέμα. Δεν είμαι επαγγελματίας συγγραφέας και δε θα γίνω ποτέ. Η τύχη θέλησε να με ψαρέψει μέσα από τα βαθιά νερά του ωκεανού της κοινωνίας ο ψαράς ανθρώπων της Βιλλενέβ1. Είμαι δημιούργημά του. Για να μπορέσω να ζήσω αυτή τη δεύτερη ζωή μου χρειαζόμουν την εκτίμησή του και για να μου χαρίσει αυτή τη ζεστή, τη φιλική εκτίμηση, μου ζήτησε να γράψω.

«Δεν περιμένω από σας ενθουσιώδη γράμματα», μου έγραφε, «περιμένω κάποιο ολοκληρωμένο έργο. Δημιουργήστε ένα έργο, πιο ουσιαστικό από σας, πιο ανθεκτικό από σας, του οποίου θα είστε ο πυρήνας».

Μ' αυτό το μαστίγωμα στα καπούλια και χάρη ακόμα στη βρώμη που μου πρόσφερε μεγαλόψυχα ο φίλος Ζωρζ Ιονέσκο, βάλθηκα να καλπάζω με έξαψη.

Οι Αφηγήσεις του Αδριανού Ζωγράφου οφείλονται και στους τρεις μας. Μόνο με τις δικές μου δυνάμεις δεν είμαι ικανός να κάνω τίποτα περισσότερο από το να μπογιατίσω ένα κτίριο, να βγάλω μια υπαίθρια φωτογραφία ή να κάνω άλλες συνηθισμένες δουλειές, εύκολες σ' όλους τους ανθρώπους.

Ο Αδριανός Ζωγράφος δεν είναι προς το παρόν παρά ένας νέος άνδρας που αγαπάει την Ανατολή. Είναι ένας αυτοδίδακτος που ανακαλύπτει τη Σορβόννη όπου μπορεί. Ζει, ονειρεύεται, επιθυμεί σφοδρά διάφορα πράγματα. Αργότερα θα τολμήσει να πει ότι τα πράγματα είναι κακοφτιαγμένα και από τους ανθρώπους και από το Δημιουργό. Ξέρω πως είναι τρομερά επικίνδυνο να διαφωνείς με το Δημιουργό. Αλλά στη Γαλλία, ξέρετε, δεν μπορούμε να ευχαριστήσουμε όλο τον κόσμο και μαζί και τον Πατέρα του. Ελπίζω παρόλα αυτά πως θα συγχωρήσουν την τόλμη του Αδριανού. Γιατί διατηρώντας ακέραιη την ελευθερία του, θα τολμήσει και κάτι άλλο — ν' αγαπά και να υπάρχει πάντα, σ' όλες τις χώρες, να είναι ο φίλος των ανθρώπων που έχουν καρδιά. Και υπάρχουν λίγοι από δαύτους, αλλά ο Αδριανός δεν πιστεύει ότι η ανθρωπότητα είναι τόσο απέραντη όσο νομίζουμε.

Στο μεταξύ σ' ότι αφορά την ιστορία του, αυτή τη στιγμή δεν κάνει τίποτα περισσότερο παρά ν' ακούει τις ιστορίες των άλλων. Ακούστε κι εσείς μαζί του, αν πραγματικά το θέλετε.

ΠΑΝΑΪΤ ΙΣΤΡΑΤΙ

1 Ο Ρομαίν Ρολλάν

Page 4: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ΣΤΑΥΡΟΣ

Ο Αδριανός περπατούσε αφηρημένος στη σύντομη μικρή λεωφόρο της Παναγίας που στη Βραΐλα οδηγεί από την ομώνυμη εκκλησία στο δημόσιο κήπο. Φτάνοντας στην είσοδο του κήπου, σταμάτησε συγχυσμένος και πεισματωμένος.

«Που να πάρει η ευχή!» ξέσπασε με δυνατή φωνή. «Δεν είμαι πια παιδί!...Και έχω νομίζω το δικαίωμα να καταλαβαίνω τη ζωή όπως τη νιώθω».

Ήταν έξι η ώρα τ' απόγευμα. Μέρα δουλειάς. Οι αλέες του κήπου στην κεντρική είσοδο ήταν σχεδόν έρημες και ο ήλιος του λυκόφωτος χρύσιζε την άμμο, ενώ τα παρτέρια με τις βιολέτες βυθίζονταν μέσα στη σκιά της νύχτας. Νυχτερίδες φτεροκοπούσαν άσκοπα πέρα-δώθε, σα ναυαγοί. Τα αραδιασμένα κατά μήκος του κεντρικού δρόμου του πάρκου παγκάκια ήταν σχεδόν όλα αδειανά και μόνο σε μερικές απομακρυσμένες γωνιές νεαρά ζευγάρια κρατιόντουσαν σφιχταγκαλιασμένα και σοβαρεύονταν βιαστικά στο πέρασμα κάποιου ενοχλητικού. Ο Αδριανός δεν πρόσεχε κανένα από τα ανθρώπινα πλάσματα με τα οποία διασταυρώθηκε στο δρόμο του. Ανέπνεε αχόρταγα τον καθαρό αέρα που σηκωνόταν από τη φρεσκοποτισμένη άμμο, αρωματισμένο από τις ευωδιές των λουλουδιών και σκεφτόταν εκείνο που δεν μπορούσε να καταλάβει.

Δεν καταλάβαινε γιατί ν' αντιτίθεται η μάνα του στην επιλογή των φίλων του, αντίθεση που είχε εξελιχθεί σε μια βίαιη λογομαχία ανάμεσα στη μάνα και το μοναχογιό της. Ο Αδριανός σκεφτόταν:

«Για κείνη ο Μιχαήλ είναι ένας ξένος, ένα ύποπτο μούτρο, ο παραγιός του ζαχαροπλάστη, του κυρ-Νικόλα. Και λοιπόν...; Εγώ ποιας είμαι;...Ένας μπογιατζής, και πιο πριν ο παλιός παραγιός του ίδιου ζαχαροπλάστη!.. Και αν αύριο ξενιτευτώ, θα πρέπει απαραίτητα εκεί που θα πάω να θεωρούμαι ύποπτο μούτρο;...»

Ερεθισμένος χτύπησε το έδαφος με το πόδι του.

«Χίλιες φορές όχι!.. Είναι αδικία για το φουκαρά τον Μιχαήλ. Εμένα μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος γιατί είναι πιο έξυπνος και πιο καλλιεργημένος απ' όσο εγώ και γιατί υποφέρει τη δυστυχία του χωρίς να παραπονιέται. Πώς; Αν αρνιέται να διατυμπανίζει τ' όνομά του, τη χώρα του και πόσα δόντια του λείπουν, αυτό σημαίνει πως είναι ύποπτο μούτρο;... Ε καλά λοιπόν, εγώ θέλω να 'μαι φίλος ενός ύποπτου μούτρου... Και νιώθω απέραντα ευτυχισμένος γι' αυτό.

Ο Αδριανός συνέχισε μηχανικά τον περίπατό του ενώ την ίδια στιγμή συλλογιζόταν τα όσα η μητέρα του του είχε πει. Και του φαίνονταν παράλογα.

«Κι αυτή η ιστορία του γάμου; Δεν είμαι παρά μόνο δεκαοχτώ χρόνων κι εκείνη σκέφτεται να μου φορτώσει από τώρα μια ηλίθια στην πλάτη, μια κουνέλα ίσως που θα με καταπιέσει με την τρυφεράδα της και θα μεταβάλει την κάμαρά μου σε αποθήκη!... Θεέ μου!... Θα πίστευε κανένας πως δεν υπάρχει τίποτα πιο έξυπνο σ' αυτή τη γη παρά να γεννήσεις μικρούς ανόητους, να γεμίσεις τον κόσμο με σκλάβους και να γίνεις ο ίδιος ο πρώτος σκλάβος αυτών των παράσιτων. Όχι, όχι!.. Προτιμώ ένα φίλο σαν τον Μιχαήλ κι ας είναι δέκα φορές ύποπτος. Στην κατηγορία ότι «τραβάω τους ανθρώπους από τη γλώσσα για να τους κάνω να μιλήσουν», δεν ξέρω —μα την πίστη μου— γιατί μ' αρέσει «να τραβάω τους ανθρώπους από τη γλώσσα». Είναι ίσως γιατί το φως έρχεται απ' τις κουβέντες των δυνατών, απόδειξη ο Θεός που μίλησε για ν' ακολουθήσει το φως».

Page 5: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Μέσα στην ηρεμία αυτής της ανοιξιάτικης νύχτας, το στριγκό σφύριγμα της σειρήνας κάποιου πλοίου διαπέρασε τον αέρα και συνέφερε το νέο άντρα τη στιγμή που τον έβρισκε μια αρωματισμένη πνοή από τριαντάφυλλα και γαρίφαλα.

Ο Αδριανός συνέχισε τον περίπατό του στο μεγάλο δρόμο που πλαισιώνει το οροπέδιο και κυριαρχεί στο λιμάνι και το Δούναβη. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε να θαυμάσει τα χιλιάδες ηλεκτρικά λαμπιόνια που έλαμπαν στ' αραγμένα πλοία, και το στήθος του φούσκωσε από μια ακατανίκητη επιθυμία να ταξιδέψει:

«Θε μου! Πόσο όμορφο θα 'ναι να βρίσκεσαι σε κάποιο απ' αυτά τα βαπόρια που γλιστράν πάνω στις θάλασσες κι ανακαλύπτουν άλλους γιαλούς, άλλους κόσμους!...»

Λυπημένος που δεν μπορούσε να παραδοθεί στην επιθυμία του, ξανάρχισε να περπατά με το κεφάλι σκυμμένο· άκουσε να τον φωνάζουν πίσω:

«Αδριανέ!...»

Γύρισε. Πάνω σε μια ξέρα, που μόλις είχε προσπεράσει, καθόταν ένας άντρας με τα πόδια σταυρωμένα και κάπνιζε. Η μυωπία του και το σκοτάδι τον εμπόδιζαν να τον αναγνωρίσει. Ο άντρας δεν σηκώθηκε και ο Αδριανός τον πλησίασε, λίγο επιφυλακτικά, όταν με μια ευχάριστη έκπληξη αναφώνησε:

«Σταύρο!...»

Έσφιξαν τα χέρια κι ο Αδριανός κάθισε δίπλα του.

Ο Σταύρος, ο γυρολόγος —κοινώς αποκαλούμενος «λεμονάδας» από τα αναψυκτικά που πουλούσε στα πανηγύρια— ήταν δεύτερος ξάδερφος της μητέρας του Αδριανού, ένας τύπος πασίγνωστος άλλοτε στις εύθυμες συντροφιές των προαστίων, αλλά ξεχασμένος τώρα, θαμμένος από το βάρος των τριάντα χρόνων που είχαν κυλήσει, και από την κατακραυγή που είχε ξεσηκωθεί εκείνη την εποχή εναντίον του από κάποιο σκάνδαλο, που προκάλεσε το ταμπεραμέντο του.

Λίγο κοντύτερος από το κανονικό, άνοστα ξανθός, άχρωμος, πολύ αδύνατος και πολύ ζαρωμένος· τα μάτια του γαλάζια και μεγάλα, άλλοτε καθαρά και ειλικρινή άλλοτε κατεργάρικα και μπαμπέσικα, ανάλογα με την περίσταση, ήταν ο καθρέφτης της ζωής του Σταύρου. Ζωή ανήσυχη και ταραγμένη εξαιτίας της ιδιόρρυθμης και νομαδικής ιδιοσυγκρασίας του· ζωή ρημαγμένη στα είκοσι πέντε του κιόλας χρόνια από μια θλιβερή κοινωνική περιπλοκή, ένα γάμο με μια κοπέλα πλούσια, όμορφη και συναισθηματική που η κατάληξή του ήταν να βρεθεί ένα χρόνο αργότερα ντροπιασμένος, με την καρδιά κομματιασμένη και το χαρακτήρα του αλλοιωμένο.

Ο Αδριανός γνώριζε μέσες-άκρες αυτή την ιστορία. Η μάνα του, χωρίς να επεκταθεί σε λεπτομέρειες, του την ανέφερε σαν ένα παράδειγμα απαράδεκτης ζωής. Αλλά ο Αδριανός έβγαλε ολότελα διαφορετικά συμπεράσματα· και για μια ακόμα φορά καθοδηγούμενος από το ένστικτο που φώλιαζε βαθιά μέσα του, έσκυβε πάνω από τον Σταύρο, όπως πάνω από ένα όργανο μουσικής που επιθυμούμε ν' ακούσουμε τη μελωδία του· το όργανο αρνιόταν.

Πρώτα απ' όλα είχαν να ιδωθούν τρία ή τέσσερα χρόνια τουλάχιστον. Συναντιόντουσαν πάντοτε έξω. Το σπίτι της μητέρας ήταν κλειστό για τον Σταύρο, όπως όλα τα τίμια σπίτια. Κι έπειτα τι είχε να εξομολογηθεί ένας αποδιωγμένος γυρολόγος στο χαϊδεμένο αλητάκι;

Ο Σταύρος ήταν για όλο τον κόσμο ένας «παραμυθάς» και ήταν γιατί το ήθελε να είναι. Ντυμένος μ' ένα τριμμένο και ξοφλημένο κοστούμι, που σου έδινε αυτή την εντύπωση από

Page 6: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

τότε ακόμα που ήταν καινούριο, είχε την εμφάνιση του χωριάτη-αστού — πουκάμισο ασιδέρωτο και χωρίς κολάρο· με ύφος αλογοκλέφτη άρχιζε τις επιδείξεις με λέξεις και κινήσεις που διασκέδαζαν τον κόσμο, αλλά ταπείνωναν τον ίδιο και λέκιαζαν την υπόληψή του.

Πλησίαζε τους γνώριμούς του στη μέση του δρόμου με κουβέντες ξεκάθαρες αλλά κι αστείες —ποτέ καταθλιπτικές. Πολλοί απ' αυτούς σταματούσαν. Αν κάποιος του άρεσε, τον έπαιρνε στο καφενείο, παράγγελνε μισό λίτρο κρασί και αφού τσούγκριζε το ποτήρι του μαζί του, έβγαινε στην αυλή «για την ανάγκη του» και δεν ξαναγύριζε. Κι αν πάλι κάποιος από τις συντροφιές του αυτές αποδεικνυόταν από εκείνες που σου γίνονται «στενός κορσές», του έλεγε πειστικά: «Ο τάδε φίλος σε ζητάει στο τάδε καφενείο. Τρέχα γρήγορα!...»

Αλλά αυτό που ενθουσίαζε τον Αδριανό ήταν τα κεφάλια των τσίρων και το παιχνίδι με την ταμπακέρα. Πάνω σε μια κουβέντα, εκείνος έβγαζε από την τσέπη του ένα απ' αυτά τα κεφάλια των ξεραμένων ψαριών με το μισάνοιχτο στόμα, και το κρέμαγε προσεχτικά στην άκρη του σακακιού του συνομιλητή του. Ο άνθρωπος έφευγε και περιέφερε στο δρόμο το ψαροκέφαλο που φαινόταν να του δαγκώνει το ρούχο προς μεγάλη διασκέδαση των περαστικών.

Το κόλπο με την ταμπακέρα ήταν ακόμα καλύτερο. Ξέρουμε πως στην Ανατολή συνηθίζεται εκείνος που θέλει να στρίψει ένα τσιγάρο να ζητάει την ταμπακέρα κάποιου από τους ανθρώπους με τους οποίους συμβαίνει να είναι παρέα. Ο Σταύρος δεν έχανε την ευκαιρία να πλησιάσει τον πρώτο τυχόντα και μόλις έκανε τη δουλειά του, αντί να επιστρέψει την ταμπακέρα μ' ένα «ευχαριστώ», την έριχνε στην τσέπη του απ' όπου έπεφτε μονομιάς και κυλιόταν στο δάπεδο. Τότε τσακιζόταν να τη μαζέψει από κάτω, τη σκούπιζε, ζητούσε συγγνώμη και κάνοντας να τη βάλει δήθεν μέσα στην τσέπη του ιδιοκτήτη της, την άφηνε να πέσει απ' έξω. Το δύστυχο κουτί, που ήταν από νικελωμένο μέταλλο ή από πεπιεσμένο χαρτί, κατρακυλούσε πάλι στο λιθόστρωτο.

— Α, μα τι αδέξιος που είμαι!

— Δεν πειράζει, κύριε, απαντούσε συνήθως το θύμα εξετάζοντας την ταλαιπωρημένη ταμπακέρα του καθώς όλοι γύρω έσκαγαν στα γέλια.

Αλλά ο Σταύρος δεν ξανάβλεπε τις ταμπακέρες που είχε κακομεταχειρισθεί έστω και για μια φορά.

Έτσι ο Αδριανός άρχισε να συμπαθεί αυτόν τον άνθρωπο από τις φάρσες του. Στο μεταξύ, όμως, διάφορα παράξενα πράγματα έρχονταν να τον κλονίσουν και να τον μπερδέψουν. Κάπου-κάπου, ανάμεσα στ' αστεία και τις κουταμάρες του, ο Σταύρος στρεφόταν σοβαρός προς τον Αδριανό και κάρφωνε στα μάτια του ένα βλέμμα καθάριο, ήσυχο κι ανώτερο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο Αδριανός αισθανόταν κατώτερος απ' αυτόν το γυρολόγο, γοητευμένος απ' αυτόν τον αγράμματο. Στην αρχή του φάνηκε ανεξήγητο αυτό και βάλθηκε να το εξετάσει. Αλλά οι ευκαιρίες ήταν σπάνιες. Το μυστηριώδες και ειρωνικό βλέμμα που ο Αδριανός αποκαλούσε κρυφά «ο άλλος Σταύρος», παρουσιαζόταν σπάνια.

Παρόλα αυτά μια μέρα —ήταν δέκα μήνες πριν από τη συνάντηση στο πάρκο— συνοδεύοντας τον «λεμονάδα» στον μπακάλη του —ένα γέρο Έλληνα που του προμήθευε τα λεμόνια και τη ζάχαρη— είδε ξαφνικά μπροστά του έναν «άλλο Σταύρο». Ο Αδριανός κρεμάστηκε από τα μάτια του.

Κανένας έξω απ' αυτούς τους τρεις, σε μια κακοφωτισμένη γωνιά του μαγαζιού· ο Σταύρος, μ' όλες τις ζαρωματιές και τις χαρακιές του προσώπου του απαλημένες, τα μάτια

Page 7: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ορθάνοιχτα, ντόμπρα και φωτεινά, κοίταζε τον μπακάλη με το πρησμένο κι ανέκφραστο πρόσωπο, κι είπε, δειλά αλλά σταθερά, καθώς ο άλλος συγκατάνευε κουνώντας το κεφάλι του:

— «Κυρ-Μαργούλη... Πάει άσχημα... Δεν κάνει ζέστη και η λεμονάδα δεν πουλιέται... Τρώω τις οικονομίες μου και τη ζάχαρή σου... Λοιπόν, κατάλαβες; Δεν πληρώνω κι αυτή τη φορά, ε; Θα είναι σαν τις άλλες φορές: αν πεθάνω, χάνεις δέκα φράγκα».

Κι ο μπακάλης, τσιγκούνης αλλά γνώστης των ανθρώπων, δέχτηκε την πίστωση, σφίγγοντας το χέρι του Σταύρου μέσα στην ξερή παλάμη του —ξερή σαν την ίδια τη ζωή του.

Έξω, με το εμπόρευμα κάτω απ' τη μασχάλη, ο Σταύρος βιάστηκε να καλαμπουρίσει, ν' αποδιώξει κάποια αόριστη σκέψη, να χοροπηδήσει στο ένα πόδι: Τον τύλιξα, Αδριανέ, τον τύλιξα! εμπιστεύτηκε στ' αυτί του νεαρού φίλου του.

— Μα όχι Σταύρο! διαμαρτυρήθηκε ο Αδριανός. Δεν τον τύλιξες. Θα πληρώσεις!..

— Ναι, Αδριανέ, θα πληρώσω, αν δεν πεθάνω... Κι αν πεθάνω θα τον πληρώσει ο διάβολος!...

— Αν πεθάνεις... Αυτή είναι άλλη υπόθεση... Μα εσύ λες πως τον τύλιξες. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως είσαι ανέντιμος.

— Ίσως να είμαι...

— Όχι Σταύρο, με κοροϊδεύεις. Δεν είσαι ανέντιμος!

Ο Σταύρος σταμάτησε απότομα, έσπρωξε το σύντροφό του πάνω σ' ένα φράχτη και ξαναπαίρνοντας για λίγο το δεσποτικό ύφος του σιγοσφύριξε στ' αυτί του Αδριανού:

— Ναι, είμαι ανέντιμος!.. Δυστυχώς, Αδριανέ, είμαι πολύ ανέντιμος!..

Και λέγοντας αυτά τα λόγια γύρισε να φύγει. Αλλά ο Αδριανός, κυριευμένος από κάτι σαν πανικό, τον άδραξε από το πέτο του σακακιού του, τον τράβηξε και φώναξε πνιχτά:

— Σταύρο, μείνε! Θα μου πεις τώρα την αλήθεια!.. Βλέπω δυο ανθρώπους μέσα σου· ποιος είναι ο πραγματικός; Ο καλός; Ή ο απατεώνας;

Ο Σταύρος ταλαντεύθηκε.

— Δεν ξέρω!

Και ξεριζώνοντας βίαια τα χέρια του Αδριανού:

— Παράτα με στην ησυχία μου, φώναξε θυμωμένος. Ύστερα κοντοστάθηκε λίγο πιο κάτω στη σκέψη πως είχε στενοχωρήσει το νεαρό φίλο του και πρόσθεσε:

— Θα στο πω όταν δεν θα 'σαι πια αμούστακος.

Από τότε δεν είχαν ξαναϊδωθεί. Ο Σταύρος περιπλανιόταν στα πανηγύρια τους μήνες από το Μάρτη μέχρι τον Οκτώβρη, ενώ τους χειμώνες πούλαγε ψητά κάστανα, ένας Θεός ξέρει που. Στη Βραΐλα δεν πατούσε παρά για ν' ανανεώσει τις προμήθειές του.

Ο Αδριανός ήταν τόσο ευχαριστημένος που τον συνάντησε εκείνη τη μέρα στο παγκάκι του κήπου, όσο και τα ρυάκια που ενώνονται με τα ποτάμια, όσο και τα ποτάμια που ξεχύνονται στο στήθος της θάλασσας.

Page 8: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Ο Σταύρος, σε αντίθεση με τις συνήθειές του, ήταν ελάχιστα φλύαρος αυτή τη φορά, κι αυτό ευχαρίστησε ακόμα περισσότερο τον Αδριανό. Εξέταζε το πρόσωπό του μέσα στο κιτρινωπό φως του σούρουπου και έβρισκε να μην έχει αλλάξει καθόλου. Κανένας δεν είχε μπορέσει, ούτε κατά προσέγγιση, να μαντέψει την ηλικία του. Στο μεταξύ ο Αδριανός παρατήρησε ότι στους κροτάφους τα ανοιχτόξανθα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γίνονται ψαρά.

— Τι με κοιτάς έτσι; ρώτησε ερεθισμένος ο Σταύρος. Δεν είμαι για πούλημα.

— Ξέρω, μα ήθελα να δω αν είσαι ακόμα νέος ή γέρασες.

— Είμαι και νέος και γέρος, όπως τα πουλιά...

— Αληθινά! Είσαι ένα πουλί, Σταύρο! Και μετά από μια μικρή παύση:

— Θα 'θελες την καπνοσακούλα μου για να τη στείλεις να κυλιστεί κατάχαμα; Αυτό θα σου θυμίσει ίσως ότι είμαι πάντα περίεργος να μάθω από που έρχεσαι, που πηγαίνεις και πώς πάνε οι δουλειές σου.

— Από που έρχομαι και που πηγαίνω... αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Αλλά σου λέω πως οι δουλειές δεν πάνε και τόσο άσχημα. Αλλά αυτόν τον καιρό έχω προβλήματα, πουλαράκι μου!

Χτύπησε χαϊδευτικά τον Αδριανό στο γόνατο.

— Αυτό σου συμβαίνει πολύ σπάνια, απάντησε εκείνος. Και γιατί έχεις προβλήματα, γέρο μου; Άρχισαν να σπανίζουν τα λεμόνια;

— Όχι τα λεμόνια, μα τα παλιά «έντιμα αλάνια» άρχισαν να σπανίζουν.

— Έντιμα αλάνια; αναφώνησε ο Αδριανός. Αυτό είναι παραδοξολογία. Τα αλάνια δεν μπορεί να είναι έντιμα!

— Νομίζεις! Καλά λοιπόν, εγώ ξέρω πολλά τέτοια.

Ο Σταύρος έσκυψε μπροστά κι ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατά του έμεινε να κοιτάζει το χώμα. Ο Αδριανός διαισθάνθηκε πως ο φίλος του σοβαρολογούσε και θέλησε να μάθει περισσότερα, μα αποφάσισε να ενεργήσει φρόνιμα:

— Θα μπορούσες να μου πεις για ποιο λόγο χρειάζεσαι ένα τέτοιο αλάνι;

— Για να με συνοδέψει στο πανηγύρι του Σ... την ερχόμενη Πέμπτη. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι για μένα, αλλά είναι σα να ήταν για μένα... Ξέρεις πως στα πανηγύρια συνηθίζω να στήνομαι δίπλα σ' ένα ζαχαροπλάστη που φτιάχνει τηγανίτες. Οι άνθρωποι τρώνε, διψάνε, κι εγώ είμαι εκεί για τη λεμονάδα. Στην ανάγκη και μια χούφτα αλάτι στη ζύμη... Βλέπεις πόσο ανέντιμος είμαι!.. Ε λοιπόν, τον έχω βρει το ζαχαροπλάστη, είναι ο κυρ-Νικόλας...

Ο κυρ-Νικόλας! αναπήδησε ο Αδριανός.

— ...Ο γείτονάς σας, το παλιό σου αφεντικό. Αλλά να η αναποδιά. Δεν μπορεί ν' αφήσει το φούρνο του και να 'ρθει στο πανηγύρι. Του χρειάζεται λοιπόν ένα «έντιμο αλάνι», που θα συνοδέψει τον παραγιό του, τον Μιχαήλ, και θα μαζεύει τις πεντάρες καθώς ο άλλος θα ψήνει τις τηγανίτες στο λάδι. Δυο μέρες τώρα ψάχνω να βρω το «έντιμο αλάνι».

Κι ο Σταύρος κατέληξε σοβαρός και θλιμμένος:

Page 9: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Όλο και περισσότερο η Βραΐλα φτωχαίνει σε ανθρώπους!

Ο Αδριανός ένιωθε να τον διαπερνά ένα ρίγος. Πετάχτηκε όρθιος μπροστά στο «λεμονάδα» και είπε:

— Σταύρο! Είμαι αρκετά εντάξει για να γίνω εγώ το έντιμο αλάνι που ψάχνεις;

Ο γυρολόγος σήκωσε το κεφάλι του:

— Δεν κάνεις πλάκα;...

— Στο λόγο ενός έντιμου αλανιού! Έρχομαι μαζί σου!

Ο Σταύρος αναπήδησε σαν χιμπατζής και φώναξε:

— Κόλλα το, γιε της ερωτύλας Ρουμάνας και του τυχοδιώκτη Κεφαλλονίτη! Είσαι σίγουρα εντάξει μια και κρατάς από τέτοιους προγόνους...

— Μα τι ξέρεις εσύ για τους προγόνους μου;

— Ω! Σίγουρα θα πρέπει να υπήρξαν μεγάλα αλάνια! Λέγοντας αυτά ο «λεμονάδας» φίλησε τον μπογιατζή. Μετά πιάνοντάς τον αγκαζέ τον τράβηξε μαζί του:

— Γρήγορα στο Νικόλα, να του πούμε το καλό μαντάτο!.. φεύγουμε το αργότερο αύριο, Κυριακή βράδυ, για να φτάσουμε στο Σ... την Τρίτη το πρωί και να πιάσουμε μια καλή θέση. Έχουμε μια μέρα και δυο νύχτες καρόδρομο. Τ' άλογο πάει αργά ή γρήγορα ανάλογα με τις δυνάμεις του και με την ποιότητα του κρασιού που συναντάμε στα πανδοχεία.

Page 10: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Η εμφάνιση του «άρχοντα των πανηγυριών» και του πουλαριού του προκάλεσε έντονα σχόλια στο ζαχαροπλαστείο. Ο κυρ-Νικόλας βρήκε τον μπελά του από το Σταύρο που ούρλιαζε για να ξεκαθαρίσει το θέμα της κηδεμονίας του νεαρού βοηθού του. Ο Σταύρος άρχισε ν' αραδιάζει φράσεις στα τούρκικα χωρίς να παίρνει αναπνοή. Ο Μιχαήλ, που παρακολουθούσε τη λογομαχία, ανακατεύτηκε στον καβγά, προς μεγάλη έκπληξη του Αδριανού που δεν καταλάβαινε τίποτα. Σε μια σοβαρή παρατήρηση του Μιχαήλ, είδε τον κυρ-Νικόλα να σηκώνει τους ώμους του και το Σταύρο να ηρεμεί, αλλά ταυτόχρονα ν' αναφωνεί σε άπταιστα ελληνικά:

— Μη σας απασχολεί τι θα πει η μητέρα του, παιδιά μου2!... Αν είχα υποχρεωθεί να συμμορφωθώ με τη ζωή της μάνας μου, εγώ, πενήντα χρόνων, δε θα 'χα μάθει ποτέ μου πως ανατέλλει ο ήλιος πίσω απ' τ' αυλάκι που κυκλώνει την ωραία μας πόλη, τη Βραΐλα· βλέπετε, φίλοι μου, οι μάνες είναι όλες ίδιες. Θέλουν ν' αναβιώσουν κάτω από το πετσί του παιδιού τους όλες τις φτωχές μικρές απολαύσεις τους καθώς και τις άχαρες πλήξεις τους. Και μετά, πέστε μου, που σφάλλουμε όταν γινόμαστε έτσι όπως μας έπλασαν; Συμφωνείς, Αδριανέ;

Ο Μιχαήλ μπήκε πάλι στη μέση, στα ελληνικά κι αυτός:

— Σ' αυτό έχετε δίκιο, κύριε, μα δεν ξέρουμε τη μητέρα του Αδριανού. Μπορεί να πρόκειται για εξαίρεση. Εγώ σας προτείνω να στείλετε τον Αδριανό να ζητήσει τη συγκατάθεσή της. Αν την πετύχει, θα είμαι ο πρώτος που θα χαρεί. Αλλά χωρίς την έγκριση της μητέρας του κι ενάντια στη θέλησή της, ε λοιπόν, εγώ αρνούμαι να 'ρθω στο πανηγύρι.

Αυτή η δήλωση έκανε τον Αδριανό να φύγει σαν τον άνεμο.

Η μάνα του ετοίμαζε το βραδινό τους. Στάθηκε στη μέση του δωματίου, με μάτια υγρά, μάγουλα φλογισμένα, ονειροπολώντας. Μην έχοντας προετοιμάσει τι θα της πει, ένιωθε τη φωνή του να πνίγεται. Μα εκείνη το μάντεψε και μίλησε πρώτη:

— Πετάς πάλι στα σύννεφα!

— Ναι, μαμά...

— Καλά, λοιπόν, αν πρόκειται να μου τραγουδήσεις στον ίδιο σκοπό, όπως και τις άλλες φορές, σε παρακαλώ!.. Κάνε αυτό που νομίζεις ότι θέλεις να κάνεις, χωρίς να μου ματώσεις πολύ την καρδιά, και μην ασχολείσαι πια μαζί μου. Είναι καλύτερα έτσι.

— Δεν πρόκειται για τίποτα τραγικό, μαμά, απάντησε ο Αδριανός. Είμαι χωρίς δουλειά για οχτώ μέρες, ίσως περισσότερο, και θα 'θελα να συνοδέψω τον Μιχαήλ στο πανηγύρι του Σ... Είναι ευκαιρία για μένα να γνωρίσω αυτή την ωραία περιοχή και παράλληλα να κερδίσω και μερικά λεφτά αφού έτσι κι αλλιώς είμαι άνεργος.

— Μόνο οι δυο σας θα πάτε;

— Ναι... Όχι... Θα είναι κι ο Σταύρος...

— Θαύμα!... Όλο και καλύτερα... Ακόμα ένας «φιλόσοφος», έτσι;

Και ενώ ο γιος της παρέμενε σιωπηλός, πρόσθεσε:

— Τέλος πάντων, να πας! Να πας!

2 Ελληνικά στο γαλλικό κείμενο.

Page 11: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Χωρίς να θυμώσεις, μαμά;

— Χωρίς να θυμώσω, φίλε μου...

Page 12: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Έφυγαν την Κυριακή, κάτω από τα βλέμματα και τα αστεία όλων των φλύαρων γυναικών της οδού Γκριβίτσα, Ο Σταύρος κατέφτασε στις τέσσερεις τ' απόγευμα, με το κάρο και την πραμάτεια του, το βυτίο που του χρησίμευε για ν' αποθηκεύει νερό, και μέσα στο βυτίο το βαρέλι της λεμονάδας, που περιλαμβάνει με τη σειρά του τη ζάχαρη, τα λεμόνια, τα ποτήρια κλπ... Μπροστά στο ζαχαροπλαστείο φόρτωσε με τη βοήθεια του κυρ-Νικόλα και του Μιχαήλ, τ' απαραίτητα σύνεργα και υλικά για τις τηγανίτες: ένα τραπέζι, μια τεράστια κατσαρόλα, δυο σακιά αλεύρι, ένα μικρό φούρνο, μερικούς ντενεκέδες λάδι και διάφορα σκεύη, φρόντισε βέβαια να μείνει χώρος και για τους τρεις τους.

Για ν' απαλλάξει τον Αδριανό από τα κοροϊδευτικά σχόλια των γυναικών της γειτονιάς, η μητέρα του βγήκε μαζί του, μισή ώρα πριν έρθει ο Σταύρος. Θα χωρίζονταν στην οδό Γκαλάτς, εκείνη να πάει σε μια φίλη της. Εκείνος να κατευθυνθεί στο μεγάλο δρόμο απ' όπου θα περνούσε το κάρο. Φίλησε το γιο της και του είπε:

— Βλέπεις, Αδριανέ, υποχωρώ στις επιθυμίες σου, αλλά μια μέρα θα μετανιώσεις για τις πράξεις σου. Το μικρό ταξίδι που κάνεις τώρα θα σου ανοίξει την όρεξη για μεγαλύτερα αύριο, όλο και μεγαλύτερα. Κι αν εσύ δεν μπορείς να μου εγγυηθείς την ευτυχία που σου επιφυλάσσει ένα τέτοιο μέλλον, εγώ είμαι βέβαιη πως θα κλάψουμε κι οι δυο μας. Είθε να μη δώσει ο Θεός.

Θέλησε ν' απαντήσει, αλλά δεν πρόλαβε γιατί εκείνη απομακρύνθηκε. Καθηλωμένος ο Αδριανός, την παρακολούθησε με το βλέμμα του. Βάδιζε ίσια, ολόισια, όπως και η ζωή της υπήρξε ολόισια, απλή, πονεμένη· γιατί τη μοναδική φορά που στάθηκε ένοχη, δεν το μετάνιωσε, ακόμα κι αν της κόστισε τόσο ακριβά. Με τη μαντίλα στο κεφάλι, την μπλούζα της από φτηνό ύφασμα, το μαντίλι στο δεξί χέρι, ανασήκωσε ελαφρά με τ' αριστερό της χέρι τη μακριά φούστα που μάζευε τη σκόνη του δρόμου και κράταγε τα μάτια καρφωμένα ίσια μπροστά σα να έψαχνε κάτι —κάτι που δεν είχε ακόμα χάσει, μα που άρχιζε να χάνει.

Φτωχό μου αδέρφι, Αδριανέ... Εσύ τρέμεις... Μέσα σ' αυτό το κάρο που διασχίζει τη δημοσιά, προστατευμένος στα δεξιά σου από το Σταύρο που οδηγεί το άλογο, τραγουδώντας στ' αρμένικα και ακουμπώντας στ' αριστερά σου στον ώμο του Μιχαήλ που καπνίζει σιωπηλός —τρέμεις γενναίε μου φίλε· αλλά δεν είναι η παγωνιά που σε κάνει να τρέμεις. Τρέμεις από φόβο; Ή —στριμωγμένος ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο δαίμονες της ζωής σου— ανατριχιάζεις ίσως κάτω από την πνοή του πεπρωμένου σου, που σε σπρώχνει όχι μόνο στο πανηγύρι του Σ... αλλά παραπέρα, στο μεγάλο πανηγύρι της ύπαρξής σου, που μόλις αρχίζει;

Για κάμποση ώρα —κάτω από τις αστραπές της θύελλας που κόπαζε, κι ενώ το κάρο προχωρούσε πάνω στο λιθόστρωτο, ανάμεσα σε δεντροστοιχίες και σταροχώραφα— ο Σταύρος τραγουδούσε και θρηνούσε στ' αρμένικα. Ώρα πολλή, ο Μιχαήλ κι ο Αδριανός άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν, αλλά διαισθάνονταν τα πάντα. Ύστερα η νύχτα τους τύλιξε, βυθίζοντάς τους τον καθένα στις σκέψεις του. Χωριά και συνοικισμοί διαδέχονταν άλλα χωριά κι άλλους συνοικισμούς, δυστυχισμένες φωλιές της θλίψης και της χαράς, καταβροχθισμένες από το σκοτάδι και ξεχασμένες από τον κόσμο. Το τρεμουλιαστό φως του κλεφτοφάναρου που κρεμόταν από το κάρο και τρανταζόταν μαζί του, αποκάλυπτε αξιολύπητες σκηνές μέσα στη νύχτα, που φωτιζόταν για μια στιγμή και μετά χάνονταν για πάντα: ένα σκυλί που αλυχτούσε θυμωμένα, μια τραβηγμένη κουρτίνα σε κάποιο παράθυρο απ' όπου μια ανθρώπινη μορφή προσπαθούσε να διακρίνει έξω, παλιά καλαμένια καλύβια με τρύπιες σκεπές μαυρισμένες από την κακοκαιρία, περιβόλια με ξεντεριασμένους φράχτες.

Κάθε δυο ώρες περίπου ο Σταύρος σταματούσε μπροστά σε κάποιο πανδοχείο, πείραζε τ' άλογο τραβώντας του τ' αυτιά, του κρεμούσε τη σακούλα με τη βρώμη, το σκέπαζε και

Page 13: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

έμπαινε μετά στο πανδοχείο με σαματά ακολουθούμενος από τους δυο συντρόφους του. Εκεί άρχιζε τις φωνές, τις σαχλαμάρες, τα παραμύθια, και καμιά φορά δε δίσταζε να δώσει κι ένα φιλικό χτύπημα στο σκούφο κάποιας χωριάτισσας. Ύστερα, παραγγέλνοντας «ένα λίτρο κι ένα ποτήρι για τ' αφεντικό», παρακαλούσε ευγενικά τον τελευταίο να του δανείσει την ταμπακέρα του, έστριβε τσιγάρο, και σοβαρός σαν Πάπας, αντί για «ευχαριστώ», έστελνε την ταμπακέρα να κάνει περίπατο στο δάπεδο.

Ο Αδριανός αντιλήφθηκε ότι ο Μιχαήλ, που δε γνώριζε παρά μόνο δυο μέρες το Σταύρο, τον παρατηρούσε διακριτικά αλλά επίμονα. Επωφελούμενος από μια σύντομη απουσία του «λεμονάδα», είπε στο φίλο του στα ελληνικά:

— Τι σαχλαμάρες! Τι φασαρία για το τίποτα!..

Ο Μιχαήλ του ψιθύρισε:

— Είναι μια φασαρία που προσπαθεί να δημιουργήσει μια σιωπή κάπου αλλά δεν ξέρω που... Παρόλα αυτά, κρύβει κάποιο μυστικό.

Page 14: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Μετά από εφτά ώρες δρόμο, καλπάζοντας σχεδόν συνέχεια μπήκαν γύρω στα μεσάνυχτα —βαριοί από την κούραση και κάτω από μια σιγανή βροχή— στο χωριό του Χ... όπου δε φαινόταν ψυχή, πέρα από μια αγέλη επιληπτικών σκυλιών που επιτέθηκαν μανιασμένα στ' άλογο. Ο Σταύρος τα μαστίγωσε ανελέητα και κατευθύνθηκε με μια σιγουριά στην πόρτα κάποιας αυλής, που το άλογο τη χτύπησε με το κεφάλι του και παρά λίγο να την γκρεμίσει. Απ' το κάθισμά του ο Σταύρος φώναξε προς το παράθυρο του πανδοχέα: Γρηγόρη!... Ε, Γρηγόρη! και μόλις — μετά από αρκετή ώρα αναμονής— μια μαύρη σιλουέτα μας άνοιξε, πρόσθεσε κάνοντας κοροϊδευτικά έναν όρκο:

— Μα το Πάσχα, τα Ευαγγέλια και όλους τους αγίους. Δε θα 'θελες, φαντάζομαι, να φτιάξουμε τηγανίτες και λεμονάδα με το νερό της βροχής. Άνοιξε γρήγορα, κερατά!

Ο πανδοχέας μουρμούρισε κάτι και πήρε τ' άλογο απ' το χαλινάρι. Ξεζέψαμε το ζώο και βάλαμε το κάρο στο υπόστεγο. Ύστερα οι τρεις γυρολόγοι κι ο πανδοχέας βρέθηκαν σε μια απ' αυτές τις ρουμάνικες «καρσιούμα», ίδια μ' εκείνη του θείου του Άγγελου, όπου οι ταξιδιώτες τρώνε, πίνουν, καπνίζουν, λένε πράγματα καλά και άσχημα, ανάλογα με το χαρακτήρα τους, την ηλικία τους και την «ποιότητα του κρασιού».

Ο Σταύρος υπήρξε σύντομος:

— Θα φάμε καλά, αλλά δε θα ξημερωθούμε φλυαρώντας. Θα σταματήσουμε εδώ μέχρι την αυγή οπότε και θα ξεκινήσουμε πάλι. Το πιο δύσκολο το καταφέραμε. Αύριο το πρωί, με κορμί και πνεύμα ξεκούραστο, θα διηγούμαστε ιστορίες καθώς θα ταξιδεύουμε παράλληλα με το ποτάμι και θ' αντικρίζουμε τον ήλιο ν' ανατέλλει μπροστά στα μάτια του αλόγου. Θα 'χει καλοκαιρία αύριο...

Τσουγκρίζοντας με το Σταύρο, ο πανδοχέας του είπε:

— Πας στο πανηγύρι του Σ...

Ο άλλος έγνεψε καταφατικά. Ο συνομιλητής του βάλθηκε να τον πειράξει:

— Πάντα με ζαχαρίνη αντί για ζάχαρη και με κιτρικό οξύ αντί για λεμόνια φτιάχνεις τη λεμονάδα σου;

Ο Σταύρος τον κοίταξε ολόισια στα μάτια και συνέχισε μέχρι που κατάπιε τη μπουκιά του. Μετά απάντησε:

— Και συ, σπεσιαλίστα του κ... πάντα με οινόπνευμα και νερό της πηγής κατασκευάζεις το νερό της ζωής, για να δηλητηριάσεις τους χωρικούς και να στρογγυλέψεις το πουγκί σου;

Ο Αδριανός παρενέβη έκπληκτος:

— Μα, Σταύρο, σε είδα ν' αγοράζεις ζάχαρη και λεμόνια· δεν είναι για να κάνεις τη λεμονάδα;

— Όχι, όχι, φίλε μου, είναι μόνο για τα μάτια των διψασμένων, απάντησε ο Σταύρος. Και πρόσθεσε ελληνικά:

— Βλέπεις, λοιπόν, που τελικά είμαι ανέντιμος! Και αυτό δεν είναι τίποτα.

Ο Μιχαήλ κι ο Αδριανός αντάλλαξαν ένα βλέμμα όλο σημασία και τα μάτια του πρώτου απαντούσαν στα ερωτηματικά μάτια του δεύτερου.

— Κάτι κρύβει αυτός ο άνθρωπος.

Page 15: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Οι τρεις άντρες σηκώθηκαν. Ο ιδιοκτήτης πήρε ένα κουτί σπίρτα κι ένα κερί και τους οδήγησε στη σιταποθήκη. Το πάνω πάτωμα ήταν το μισό γεμάτο άχυρο. Έστρωσαν στο δάπεδο μια τεράστια «ρογκοζίνα» (ψάθα) και ξάπλωσαν πάνω της και οι τρεις με τα ρούχα, το στομάχι βαρύ και ξεθεωμένοι από το κρασί και την κούραση.

— Αν καπνίσετε, προσέξτε τη φωτιά, τους είπε ο ιδιοκτήτης καληνυχτίζοντάς τους. Πήρε μαζί του τα σπίρτα και το κερί. Πέντε λεπτά αργότερα κοιμόντουσαν και οι τρεις τους.

***

Τι ώρα να ήταν; Ο Αδριανός δεν μπορούσε να πει, αλλά κάποια στιγμή αυτής της βαθιάς νύχτας, ένιωσε ένα χέρι να του αγγίζει τον ώμο και μετά το πρόσωπο. Ανοίγοντας για λίγο τα μάτια του, βαριά απ' τον ύπνο, κατάφερε να θυμηθεί πως δε βρισκόταν σπίτι του, μα σε μια σιταποθήκη· κι αμέσως ξανακοιμήθηκε. Μα να που το χέρι εξακολουθούσε να περιπλανιέται πάνω στο σώμα του ενώ την ίδια στιγμή ένα ζεστό φιλί σφράγιζε τ' αριστερό του μάγουλο. Αυτή τη φορά ο Αδριανός ξύπνησε κι άρχισε να συλλογιέται, παραμένοντας σιωπηλός. Τι στο διάβολο σήμαινε τούτο;... Ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα μέσα στο σκοτάδι, προσπάθησε να θυμηθεί με ποιόν τρόπο είχαν ξαπλώσει οι τρεις τους. Αριστερά του και στη μέση ο Σταύρος· δίπλα στο Σταύρο ο Μιχαήλ. Και σκέφτηκε:

— Πώς... Ο Σταύρος με φίλησε;... Και τι να σημαίνει άραγε αυτό;...

Μια οδυνηρή σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του, τόσο οδυνηρή που την απόδιωξε λέγοντας στον εαυτό του:

— Όχι... Σίγουρα ονειρεύτηκα!... Δεν είναι δυνατό!

Μα λίγα λεπτά αργότερα ένιωσε το χέρι του Σταύρου να του αγγίζει συνέχεια το στήθος.

Έκπληκτος και φοβισμένος, τον ρώτησε, με μια πνιχτή φωνή αλλά αρκετά δυνατή:

— Ψάχνεις για την καπνοσακούλα μου, Σταύρο;

Το ερώτημα αντήχησε μέσα στην ήσυχη νύχτα υπόκωφα. Αναπηδώντας ο «λεμονάδας» τον άδραξε απ' το μπράτσο και του ψιθύρισε στ' αυτί, τρέμοντας από πόθο:

— Πάψε!...

— Μα τι ήθελες λοιπόν;... Εσύ δε με φίλησες πριν λίγο; ξανάρχισε ο Αδριανός όλο και πιο τρομαγμένος.

— Πάψε!.. Μη φωνάζεις!..., του σφύριξε ο άλλος στρίβοντάς του το χέρι.

Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής και φόβου όταν ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ, που μίλησε ήρεμα, στα τούρκικα, κάνοντας μια σύντομη ερώτηση στον Σταύρο. Εκείνος φαινόταν σα να μην ήθελε ν' απαντήσει· μετά άρθρωσε μερικά λόγια. Ο Μιχαήλ τον κατηγόρησε και πάλι με μια νέα ερώτηση. Ο Σταύρος του ανταπάντησε με περισσότερα λόγια. Και πάλι ο Μιχαήλ επέμεινε να τον ανακρίνει πιο επίμονα· πράγμα που έκανε το Σταύρο ν' απαντήσει ξερά. Ο Μιχαήλ έμοιαζε να σκέφτεται, σώπασε για λίγο· μα να που ανασηκώθηκε στηριγμένος στον αγκώνα του και κοιτάζοντας το Σταύρο κατάματα του μίλησε ήρεμα για ένα λεπτό, χωρίς να του κάνει πια ερωτήσεις. Σ' αυτό ο Σταύρος αντέδρασε βίαια, κόβοντάς του την κουβέντα. Έγινε τότε κάτι που άφησε τον Αδριανό κατάπληκτο.

Ο Μιχαήλ —που ο Αδριανός δεν τον είχε δει ποτέ του θυμωμένο— αναπήδησε στην ψάθα,

Page 16: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ξεστομίζοντας μια φράση, νευριασμένα κι απότομα. Ο Σταύρος μιμήθηκε την κίνησή του και του αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο. Από κει κι ύστερα, ένας δριμύς διάλογος άρχισε ανάμεσα στους δυο άντρες που μόλις γνωρίζονταν. Μέσα στη νύχτα, τόσο μαύρη που σε τύφλωνε, οι φράσεις, τα λόγια ανάβλυζαν βίαια σα σπαθιά που διασταυρώνονται την ώρα της αναμέτρησης. Μάντευα πως τα κεφάλια τους πλησίαζαν συχνά μέχρι που άγγιζαν το ένα τ' άλλο· πως τα μάτια τους πάσχιζαν μάταια να διαπεράσουν το σκοτάδι· πως τα μπράτσα τους συμπλέκονταν. Στην παγωμένη καρδιά του Αδριανού τα φωνήεντα της τούρκικης γλώσσας στάλαζαν σα στεναγμοί αυλού, και τα πολυάριθμα και σκληρά της σύμφωνα αντηχούσαν σαν τυμπανοκρουσίες.

Ο Αδριανός κατάλαβε την αλήθεια· κατάλαβε επίσης ότι ο Μιχαήλ έσφιγγε το Σταύρο σα μέγγενη κι ένας βαθύς οίκτος για τη δυστυχία του τελευταίου του πλάκωσε το στήθος και τον έκανε να ξεσπάσει σε δάκρυα. Μέσα στους λυγμούς του, είπε.

— Μα.... μιλήστε ελληνικά! Δεν καταλαβαίνω λέξη!

Αυτή η έκρηξη πόνου τους έκανε να σταματήσουν τον καβγά τους. Μια βαριά σιωπή απλώθηκε μετά το ξέσπασμα του Αδριανού και τότε εκείνος ρώτησε:

— Σταύρο! Γιατί το ' κάνες αυτό;

Ο Σταύρος στράφηκε στον νεαρό άντρα και απάντησε με φωνή τυραννισμένη:

— Μα, φτωχέ μου φίλε, γιατί είμαι ανέντιμος! Στο 'χα πει!

Ήσυχα, ο Μιχαήλ του απάντησε:

— Είναι χειρότερο κι από ανεντιμότητα· είναι διαστροφή. Είναι μια βιαιότητα που στρέφεται ενάντια σε μια ισορροπημένη κατάσταση όπου τα πάντα είναι αρμονικά. Έχεις διαφθείρει αυτή την ισορροπία. Και διαπράττεις το χειρότερο από τα εγκλήματα, όταν προσπαθείς να διαδώσεις, να εξαπλώσεις αυτή τη διαφθορά.

Κι ο Μιχαήλ πρόσθεσε σταθερά:

— Ζήτησε ειλικρινά συγγνώμη από τον Αδριανό, διαφορετικά θα 'χουμε κακά ξεμπερδέματα.

Ο Σταύρος δεν αποκρίθηκε. Έστριβε τσιγάρο· κι όταν τ' άναψε, οι δυο φίλοι είδαν, απ' το πλάι, πως το πρόσωπό του ήταν αγνώριστο. Η μύτη και το στόμα τραβηγμένα, το μουστάκι σηκωμένο προς τα πάνω. Το δέρμα του είχε το χρώμα του φόβου. Τα μάτια βαθουλωμένα δεν τους κοίταζε· ούτε κι όταν με τη σειρά τους, έστριψαν τα τσιγάρα τους και τ' άναψαν.

Έξω, τα αλυχτίσματα και το τραγούδι του κόκορα διαπερνούσαν τον αέρα της νύχτας.

Page 17: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

—Ναι, άρχισε ο Σταύρος πολύ αργότερα, όταν πια ο Μιχαήλ είχε απελπισθεί ότι θα 'κουγε την απάντησή του.

— Ναι, θα ζητήσω ειλικρινά συγγνώμη από τον Αδριανό... Ειλικρινά, μα όχι ταπεινά... Κι όχι αμέσως, αλλά αφού πρώτα μ' ακούσετε...

Λέτε: «Διαφθορά», «Βιαιότητα», «Διαστροφή». Και νομίζετε πως με ρεζιλεύετε. Όμως, σας είπα πως είμαι ανέντιμος. Και αυτό είναι το χειρότερο γιατί σημαίνει: να κάνεις το κακό συνειδητά. Αλλά διαφθορά; Αλλά βιαιότητα; Διαστροφή; Καλέ μου, Μιχαήλ!.. Αυτά συμβαίνουν καθημερινά, γύρω μας, και κανένας δεν ξεσηκώνεται!.. Έχουν εισχωρήσει στους νόμους και τις συνήθειές μας· έχουν γίνει τρόπος ζωής. Κι εγώ, εγώ είμαι ένας από τους ακρωτηριασμένους αυτής της διεφθαρμένης ζωής. Τα πάντα στη ζωή μου υπήρξαν διαφθορά, βιαιότητα και διαστροφή. Πάει να πει, μεγάλωσα κάτω από την δίνη αυτών των συμφορών. Κι όμως, δεν ήταν η κλίση μου που μ' έσπρωξε σ' αυτές.

Είναι θλιβερό να υποχρεώνεσαι να μιλάς παρά τη θέλησή σου. Μα το κάνει ευκολότερο το γεγονός πως είμαστε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, στο βασίλειο του τυφλοπόντικα. Και δεν είναι για να δικαιολογηθώ που θέλω να μιλήσω: ω, αυτό μου είναι αδιάφορο!.. Είναι για να σας δώσω εγώ, ο ανήθικος, ένα μάθημα ζωής, σε σας, τους ηθικούς, κυρίως σε σένα, Μιχαήλ, που δεν τα ξέρεις όλα, όπως ίσως νομίζεις.

Είμαι ένας άνθρωπος ανήθικος και ανέντιμος. Για την ανεντιμότητά μου ζητάω συγγνώμη· μα όσον αφορά την ανηθικότητά μου ο κριτής πρέπει να είμαι εγώ. Κριτής ποιου; Αυτό πρέπει να εξετάσετε. Ένα επεισόδιο της ζωή μου θα σας βοηθήσει· κι αυτό είναι η περιπέτεια του γάμου μου.

Γύρω στα 1867, λίγο μετά την είσοδο του πρίγκιπα Κάρολου στα Πριγκιπάτα του, επέστρεφα κι εγώ στη χώρα μου, όχι όμως σαν εκείνον, πρίγκιπας. Επέστρεφα σημαδεμένος από το ρομαντικό χαμό της μεγαλύτερη αδερφής μου, διαβρωμένος από την τυχοδιωκτική ζωή που έκανα αναζητώντας την δώδεκα ολόκληρα χρόνια στην Ανατολή, στην Αρμενία και στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Κρίμα που δεν μπορώ ν' αρχίσω τώρα να σας εξιστορώ τα παιδικά μου χρόνια, τη θλιβερή μοίρα της αδερφής μου, και τις συνθήκες της διαφθοράς μου. Θα γινόμουνα πολύ κουραστικός. Ίσως το κάνω κάποια μέρα, αν συνεχίσετε να θέλετε να μου σφίγγετε το χέρι· αλλά κι αν πάψετε να το θέλετε, δε θα με νοιάξει καθόλου.

Ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονώ, είχα ελάχιστα χρήματα και γνώριζα τρεις γλώσσες της Ανατολής, μα είχα σχεδόν λησμονήσει τα Ρουμάνικα. Οι άνθρωποι των παιδικών μου χρόνων δε με αναγνώρισαν, κι αυτό με βόλευε· για τίποτα στον κόσμο δε θα 'θελα να μ' αναγνωρίσουν. Πρώτα απ' όλα είχα χαρτιά που έλεγαν πως είμαι ραγιάς3. Έπειτα μίλαγα άσχημα τη γλώσσα. Έτσι με πήραν για ξένο.

Γιατί ξαναγυρνούσα στον τόπο μου; Για τίποτα και για όλα. Για τίποτα, επειδή δεν είχα πια ρίζες στο χώμα που είχα αντικρίσει το φως, και επειδή με είχε αφομοιώσει για τα καλά η ξενιτιά. Όμως αυτό το για τα καλά, ήταν επιφανειακό. Ζούσα μια ζωή ελεύθερη, νομαδική μα διεφθαρμένη. Από γυναίκες δε γνώριζα παρά μάνα κι αδερφή· η σύζυγος ή η αγαπημένη μου ήταν άγνωστες. Και τις επιθυμούσα σφοδρά, αλλά φοβόμουν να τις πλησιάσω. Να κάτι που δε γνωρίζεις Μιχαήλ!.. Α, πόσο πλανιόμαστε στη ζωή. Όταν αντικρίζουμε έναν άνθρωπο ακρωτηριασμένο, έναν άνθρωπο που του λείπει το χέρι ή το πόδι, κανένας μας δεν τον ντροπιάζει κι όλοι τον συμπονάμε· αλλά όλος ο κόσμος πισωπλατεί, και κανένας δε

3 Υποτελής στους Οθωμανούς

Page 18: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

νιώθει οίκτο για τον ψυχικά ακρωτηριασμένο!.. Κι όμως, το στήριγμα είναι που του λείπει από τη ζωή. Εμένα μου έλειπε. Γυρνώντας στη Ρουμανία, προσπαθούσα να το αναζητήσω ανάμεσα σ' εκείνους που τα έθιμά τους είναι πιο κοντά στην ηδονική αλήθεια. Μου το 'δωσαν, μα μόνο για λίγο, για να το πάρουν πίσω γρήγορα, ντροπιάζοντάς με, και ρίχνοντάς με ξανά στη διαφθορά. Να πως:

Φτάνοντας στον τόπο μου, ξανάπιασα τη γνώριμη δουλειά του σαλεπιτζή4. Περιφερόμουν στις αγορές και στα πανηγύρια, έξω από τη Βραΐλα, στα περίχωρα κι ακόμα μακρύτερα. Μέσα στην πόλη κανένας δεν ήξερε τίποτα για τη δουλειά που έκανα. Το σαλέπι τ' αγόραζα κρυφά από 'να Τούρκο που με πέρναγε για συμπατριώτη του, κι εγώ τον άφηνα να καταλάβει μόνο αυτά που ήθελε. Έτσι δούλευα λίγο και κέρδιζα αρκετά· κυρίως όμως βασιζόμουν στ' απόθεμα που φύλαγα κάτω απ' τη ζώνη μου. Βάλθηκα τότε να δημιουργήσω γνωριμίες.

Ντυμένος σαν γκιαμπούρ5 και πληρώνοντας χωρίς δεύτερη κουβέντα ατέλειωτες οκάδες κρασί εδώ κι εκεί, μια μέρα, στην «Ουλίτζα Καλιμερέσκε»6, έπεσα σ' ένα καλό κρασί, και ταυτόχρονα πάνω σ' αυτό που απ' τον καιρό της επιστροφής μου (ένας χρόνος περίπου) αναζητούσα: το κρασί το σέρβιρε μερικές φορές μια όμορφη «κρασμαρίτσα», η κόρη του αφεντικού. Κι έγινα ο πιστός πελάτης αυτού του καλού κρασιού, όπως και το θύμα των φλογερών ματιών του ειδώλου μου. Αλλά φέρθηκα συνετά: η οικογένεια ήταν αυστηρή και πλούσια. Επιπλέον, δεν αγαπούσε τους ξένους, παρόλο που η περιουσία της προερχόταν απ' αυτούς.

Έτσι το πρώτο πράγμα που κάνω κατεπειγόντως, είναι να προμηθευτώ ρουμάνικα χαρτιά, διαδικασία εύκολη στις χώρες του Αγίου Μπαχτσίς7. Μέσα σε μια μέρα κηδεύω τον «Σταύρο τον σαλεπιτζή», και γίνομαι ο Ντομνύλ Ισβοράνου, «έμπορας χαλκωμάτων της Δαμασκού». Τ όνομα και το επάγγελμα αρέσουν. Έχουμε ιδιαίτερες περιποιήσεις και εκδηλώσεις σεβασμού. Απ' την οικογένεια έλειπε η μητέρα. Ο πατέρας ήταν γέρος κι αυστηρός, και υπέφερε από ποδάγρα.

Μετά τρεις μήνες γνωριμίας να 'μαι ένα βράδυ καλεσμένος σε οικογενειακό δείπνο. Εκεί συναντώ μια θεία που αντικαθιστά τη μητέρα και μονοπωλεί με την τρυφερότητά της το κορίτσι· κυρίως όμως διαπιστώνω πως δεν πρέπει να λέει ψέματα κανένας παρά μόνο κατά ένα μέρος. Στο τραπέζι βρίσκονται και οι δυο αδερφοί, ψηλοί και δυνατοί σαν γκντελάτ8, έμποροι χαλκού και χαλκωμάτων της Δαμασκού. Για καλή μου τύχη, ήξερα και τη Δαμασκό και τη δουλειά καλύτερα απ' αυτούς· είχα συχνά εμπορευτεί τα χαλιά και τα λαξευτά χαλκώματα αυτής της χώρας.

Στη διάρκεια του γεύματος διηγούμαι ιστορίες και περιστατικά από τη ζωή στην «Ανατολή», και στέκομαι ιδιαίτερα στη μιζέρια που κρύβεται πίσω απ' τα χαλιά και τα χαλκώματα της Δαμασκού, όπου βλέπουμε να δουλεύουν για την κατασκευή τους —όλα χειροποίητα— πεντάχρονα παιδιά και μισότυφλες γριές· τα παιδιά κερδίζοντας δυο μεταλλίκια τη μέρα (δέκα σαντίμ), αγνοώντας τι σημαίνει παιδική ηλικία, και μπαίνοντας

4 Πωλητής ζεστού ποτού που παρασκευάζεται με βάση το αλεύρι, σαλέπι

5 Άνθρωπος εύπορος

6 Παλιά συνοικία της Βραΐλα

7 φιλοδώρημα

8 Δήμιος, στα τούρκικα

Page 19: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

στη ζωή απ' την πόρτα της οδύνης· οι γριές εξαντλημένες απ' τον υποσιτισμό, στερούνται όχι μόνο το δικαίωμα της ανάπαυσης αλλά και τη γαλήνη των γερατειών.

Οι ιστορίες μου διασκεδάζουν τη δεσποινίδα, και οι θλιβερές πλευρές τους την κάνουν να δακρύζει: αλλά οι υπόλοιποι έχουν πέτρινη καρδιά· δεν τους αγγίζει παρά η εύθυμη πλευρά. Αυτό με δυσαρεστεί, τόσο έντονα, που είμαι σχεδόν έτοιμος να τα παρατήσω, αλλά θυμάμαι έγκαιρα πως δεν πρόκειται να παντρευτώ την οικογένεια ολόκληρη. Η κοπέλα μου άρεσε, κι εκείνη ήταν που ήθελα να παντρευτώ.

Οι σχέσεις μας περιορίζονταν στις εξιστορήσεις και τις διηγήσεις.

Δυο μήνες μετά το πρώτο εκείνο δείπνο, με θεωρούσαν κάτι σα μέλος της οικογένειας. Σ' αυτό το σπίτι, το σχεδόν ακοινώνητο, βασίλευε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα, μα ο μόνος που ασφυκτιούσε ήταν η χαρούμενη ύπαρξη που αγαπούσα. Τα βράδια περνούσα δυο-τρεις ώρες κοντά της, για να διηγηθώ, ν' αστειευτώ, και μερικές φορές να τραγουδήσω ανατολίτικους σκοπούς, μελωδικούς και μελαγχολικούς. Η θεία και ο πατέρας ευχαριστιόταν, μα το κορίτσι ενθουσιαζόταν... Ήθελε ν' ακούει ασταμάτητα...

Ο πατέρας είχε διώξει απ' το μαγαζί όλους τους ταραξίες και τους σαματατζήδες. Σπάνια πια άνοιγε την πόρτα κάποιος πελάτης. Αποτραβηγμένες πίσω απ' την τζαμαρία, η θεία, που ήταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ταχτοποιούσε τ' ασπρόρουχα και πρόσεχε το κακοφωτισμένο μαγαζί μέσα απ' τις κουρτίνες, κι η δεσποινίς κεντούσε ή έπλεκε δαντέλες, τη στιγμή που ο πατέρας, ξαπλωμένος στο νυφικό κρεβάτι, λαγοκοιμόταν, στενάζοντας που και που και τεντώνοντας τ' αυτί του. Ήταν ανόητος, τόσο που κι ένα πρόβατο θ' απελπιζόταν. Καθισμένος στο σοφά, δίπλα του, τον παραφούσκωνα μ' ό,τι ταίριαζε στο σχέδιό μου, και τα κατάπινε όλα.

Έτσι μπόρεσα εύκολα να εκμεταλλευτώ την αδυναμία του: χρειαζόταν έναν άνθρωπο επιτήδειο να συνεχίσει τις δουλειές του, και τον είχε βρει σ' εμένα. Ήξερε πως η Ρουμανία είναι ελάχιστα εμπορική χώρα, στην πραγματικότητα παρέμενε μια σκλάβα της γης. Θέλοντας να δώσει την κόρη του σ' έναν πεπειραμένο έμπορο, αλλά βλέποντας πως μόνο οι ξένοι ανακατεύονταν, την εποχή εκείνη, με επιχειρήσεις έξυπνες κι επικερδείς, ευχαριστήθηκε που συνάντησε κάποιο συμπατριώτη του, κοσμογυρισμένο, που γνώριζε γλώσσες, και που θα μπορούσε ακόμα και να συμβουλέψει τους δυο γιους του — τόσο ανόητους όσο κι ο ίδιος· γιατί ψάχνοντας να βρω πώς αυτοί οι άξεστοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια τέτοια περιουσία, ανακάλυψα ότι η μητέρα ήταν εμπορικό δαιμόνιο πρώτης τάξης. Η κοπέλα είχε κληρονομήσει την ιδιοσυγκρασία της· μα από το χαμό της μητέρας κι έπειτα, το σπίτι είχε βυθιστεί στη θλίψη.

Η εμφάνισή μου έφερε ένα ζωογόνο αέρα. Ο καθένας απ' αυτούς τους πέντε τον ανέπνεε με το δικό του τρόπο. Ο γέρος και οι δυο γιοι του —που έρχονταν κάθε δεκαπέντε μέρες να περάσουν μια οικογενειακή Κυριακή— αστειεύονταν σαν ηλίθιοι και μ' έπνιγαν με τα προβλήματα της δουλειάς τους, πάντα της δουλειάς τους. Για να δοκιμάσουν την τιμιότητά μου, δε βρήκαν τίποτα πιο έξυπνο από το να μου δανεισθούν κάποτε ασήμι. Μια άλλη φορά μου εμπιστεύθηκαν εκείνοι το δικό τους. Δικαίωσα τις προσδοκίες τους και στις δυο περιπτώσεις, ενώ σκεφτόμουν πως το ασήμι και η ηλιθιότητα, θα 'πρεπε να 'ναι δίδυμα αδέρφια. Λοιπόν, αυτοί οι τρεις, δε διέφεραν πολύ.

Η γριά, αδερφή της πεθαμένης, δε γελούσε, κι έκλαιγε ακόμα λιγότερο. Μ' ανέκρινε όμως ταχτικά για τις τωρινές μου δουλειές. Με υποπτευόταν. Προστατευμένος απ' την τυφλή εμπιστοσύνη των τριών εύπιστων, απαντούσα πως οι υποθέσεις μου πήγαιναν άσχημα τα δυο τελευταία χρόνια επειδή μου έλειπε το μεγάλο κεφάλαιο. Και σ' αυτό ακόμα δεν έλεγα εντελώς ψέματα, γιατί πραγματικά, αν διέθετα αρκετά χρήματα... Το καλύτερο εμπόριο

Page 20: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

τότε ήταν τα χαλκώματα απ' το εξωτερικό. Η απάντησή μου θεωρήθηκε ικανοποιητική, μια και ποτέ δεν είχα ισχυριστεί ότι ήμουν πλούσιος.

Μα η καρδιά μου ευφραινόταν από την αφοσίωση της Τινκούτζα. Ήταν η μόνη που με καταλάβαινε και μ' αγαπούσε, η μόνη που μ' έκανε να θέλω να είμαι καλός και να ελπίζω, σ' αυτό το σπίτι της απελπισίας.

Άνθρωπος λεύτερος, τρέφοντας περιφρόνηση για το χρήμα και έχοντας συνηθίσει ν' αναπνέω τον ελεύθερο αέρα της ζωής που σαρώνει τα μιάσματα της φύσης, δεν έχανα τον καιρό μου σ' αυτό το σπίτι —όπου τα πάντα ήταν διεφθαρμένα απ' τον εγωισμό και την ανοησία— παρά μόνο για χάρη εκείνης που λαχταρούσε μ' όλη της την ψυχή την ελευθερία.

Συχνά μέναμε σχεδόν μόνοι. Το μαγαζί έκλεινε με τον ερχομό της νύχτας. Η θεία πήγαινε για ύπνο· σηκωνόταν νωρίς. Και τότε, δίπλα στον πατέρα (που δεν ξέραμε, παρά απ' τους στεναγμούς του, πότε κοιμάται και πότε είναι ξύπνιος), η Τινκούτζα, σκυμμένη στο κέντημά της, μου 'λεγε, μ' ένα πετάρισμα των ματιών, που έκανε την καρδιά μου να σταματάει:

— Κύριε Ισβοράνου, διηγηθείτε μας κάτι· κάτι θλιμμένο!..

Ο πατέρας διαμαρτυρόταν:

— Όχι θλιμμένο! Στεναχωριέμαι...

— Καλά λοιπόν, τότε κάτι ευχάριστο, συμπλήρωνε μελαγχολικά.

— Θα σας ανιστορήσω κάτι, που θα ικανοποιήσει όλες τις διαθέσεις, είπα. Την περασμένη χρονιά, βρισκόμουν με το εμπόρευμά μου, σ' ένα πανηγύρι στο Ζαλομίτζα9. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως ξέρετε, το να 'ναι κανένας διαχυτικός μ' όλο τον κόσμο, είναι κάτι που συνηθίζεται. Κάνουμε γρήγορα γνωριμίες που χάνονται το ίδιο γρήγορα, μα ένας γυρολόγος έχει πιο πολλές πιθανότητες να συναντηθεί μ' έναν άλλο γυρολόγο, απ' όσες ένας πεθαμένος με τον παπά που τον έθαψε...

— Στάσου, αυτό είναι κακεντρέχεια, μουρμούρισε ο γέρος.

— Κρατούσα λοιπόν κι εγώ μια τέτοια στάση, και να τι μου συνέβη εκείνη τη μέρα. Είχα γνωρίσει πριν λίγο καιρό ένα γυρολόγο που τον έλεγαν Τρανταφίρ, ένα τσιγγάνο που ισχυριζόταν ότι πουλάει χαϊμαλιά κι άλλα μπιχλιμπίδια, μα στην πραγματικότητα μαδούσε τα κορόιδα που παρασύρονταν σ' ένα παιχνίδι με τρία χαρτιά που το λένε: Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς; Με μια λέξη, ο Τρανταφίρ ήταν ένα αλάνι. Αλλά αυτό τ' αλάνι μ' άρεσε. Με τα χαϊμαλιά περασμένα στο μπράτσο, ακουμπούσε πάνω στο εκτεθειμένο εμπόρευμά μου, κάπνιζε την πίπα του σιωπηλός κι έφτυνε μέχρι που αηδιασμένος να τον κυνηγήσω. Τότε ανακατευόταν στο πλήθος φωνάζοντας: «Χαϊμαλιά, χαϊμαλιά», μα το μάτι του ζύγιζε τις φάτσες των χωρικών που προσφέρονταν για πελάτες του παιχνιδιού του, κι εκείνοι που παρασύρονταν, έμεναν με τις τσέπες αδειανές. Θέλοντας να τον κάνω να κερδίσει τη ζωή του πιο έντιμα, του πρότεινα κάποτε ν' αλλάξει επάγγελμα.

— Τι, μου απάντησε· σκέφτεσαι να με κάνεις συνεταίρο σου;

— Όχι, του είπα, δεν μπορώ να σε κάνω συνεταίρο· αλλά μπορώ να σε κάνω σαλεπιτζή. Κερδίζουν αρκετά.

9 Ποτάμι της Ρουμανίας.

Page 21: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Ω, είπε· κερδίζουν αρκετά. Το σαλέπι σου δε θα με βοηθήσει ποτέ να κερδίζω τόσα ώστε να μπορώ κάθε έξι μήνες να προσθέτω ένα καινούριο δουκάτο στο κολιέ με τ' αυτοκρατορικά δουκάτα της ωραίας μου Μιράντας, και τότε, γέρο μου, εκείνη θα μ' αφήσει για κάποιον άλλο, γιατί, ξέρεις, ο έρωτας είναι άστατος!.. Συνειδητοποίησα πως είχε δίκιο: το σαλέπι δε φέρνει δουκάτα, ενώ αυτά τα «τρία χαρτιά»... μάλιστα αυτά τα «τρία χαρτιά», θα του έφερναν την ίδια εκείνη μέρα, πέντε δουκάτα των δώδεκα φράγκων, μέσα σε λιγότερο από ένα απόγιεμα. Μα να που τα δουκάτα του, τούτη τη φορά, συνοδεύτηκαν κι από μια εξαιρετικά διασκεδαστική ιστορία: ένας νεαρός χωρικός ξεπουπουλιασμένος απ' το βιος του, δεν εννοούσε ν' αφήσει ήσυχο τον Τρανταφίρ, και οι δυο τους μετά από 'να τρελό κυνηγητό, «πιάσε με», μέσα στα χωράφια, έφτασαν μπροστά μου και μου ζήτησαν να γίνω κριτής. Ο χωρικός έλεγε:

— Αν δε θέλει να μου επιστρέψει τα χρήματά μου, τουλάχιστο να μου μάθει τη δουλειά του· θα κάνω όπως αυτός.

Ο Τρανταφίρ, ανασήκωνε τους ώμους του:

— Είναι μουρλός αυτός ο κογιάνε10. Τι μπελέα11, τι μπελέα.

— Όχι φίλε μου, έλεγε ο άλλος· το χρήμα, το χρήμα μου, ή το επάγγελμά σου! Δεν αξίζει να 'ναι κανένας τίμιος θα κάνω σαν κι εσένα!

— Μα δεν είσαι πιο τίμιος από μένα, φώναζε ο Τρανταφίρ· θέλησες να κερδίσεις τα λεφτά μου: στάθηκα πιο καπάτσος και σου πήρα τα δικά σου, να πώς έγινε.

— Ναι, συμφώνησε ο χωρικός, δεν υπήρξα πολύ πιο τίμιος από σένα· γι' αυτό σου αφήνω ένα δουκάτο: δώσε μου τ' άλλα τέσσερα... Διαφορετικά θα πέσω στο Ζαλομίτζα, και είναι αμαρτία... Έχω στο σπίτι μια γυναίκα νέα και μόνη... Παρθήκαμε από έρωτα. Και τα πέντε δουκάτα κρέμονταν στο κολιέ της, πέντε όλα κι όλα. Τα πήρα για ν' αγοράσω άλογα, να δουλεύω τη γης...

Ο Τρανταφίρ πετάχτηκε σα ζεματισμένος.

— Πώς; Ανόητε, παίρνεις δουκάτα απ' τη γυναίκα σου για ν' αγοράσεις άλογα; Α, μα δε σ' αξίζει να 'χεις γυναίκα με δουκάτα στο κολιέ της!

— Μα τι να 'κανα; θρήνησε ο νεαρός άντρας.

— Τι να 'κανες; ούρλιαξε ο τσιγγάνος, να τα 'κλεβες τ' άλογα και ν' άφηνες τα δουκάτα στο λαιμό της γυναίκας σου.

Και γυρίζοντας προς το μέρος μου ο Τρανταφίρ μου λέει:

— Είδες ποτέ σου κανένα Ρουμάνο ηλίθιο όσο αυτός;... Λέγοντας τούτο, συνοφρυώθηκε, τράβηξε μια ρουφηξιά καπνό, κι έφτυσε. Ο χωρικός με το πρόσωπο στις χούφτες του, έκλαιγε. Ο Τρανταφίρ πλησίασε το νέο άντρα, του τράβηξε τα χέρια και, γρήγορος σαν αστραπή, του άστραψε δυο χαστούκια.

— Γιατί με χτυπάς; διαμαρτυρήθηκε ο δαρμένος.

— Γιατί είσαι βλάκας... Δε μ' αρέσουν οι άντρες που κλαίνε, απάντησε ο τσιγγάνος, 10 Χωρικός

11 Μπλέξιμο

Page 22: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

στριφογυρνώντας διαβολικά τα μαύρα, σαν το κάρβουνο, μάτια του. Τώρα, να τα πέντε δουκάτα, και γύρνα απόψε στον τόπο σου μα παραφύλαξε στο μεγάλο δρόμο έξω απ' το χωριό σου την αυγή θα σου φέρω τ' άλογα και θα σου δώσω δυο χαστούκια ακόμα... Για να μάθεις άλλη φορά να μην αγγίζεις το κολιέ με τα δουκάτα μιας ωραίας γυναίκας, παρά μόνο αν πρόκειται να της προσθέσεις καινούρια. Έξι μήνες αργότερα απ' αυτή την περιπέτεια, συναντώ τον Τρανταφίρ στη στράτα του Ναζίρου. Ήταν καβάλα σ' άλογο, εγώ μ' αμάξι. Καθώς διασταυρωθήκανε τον ρωτάω.

— Κράτησες το λόγο σου Τρανταφίρ;

— Ναι, μου απαντάει· του έδωσα τα δυο άλογα και τα δυο χαστούκια.

Ενώ διηγιόμουν, ο πατέρας αποκοιμήθηκε, αλλά η Τινκούτζα ήταν πιο συγκινημένη από ποτέ. Κι έγινε τότε κάτι που για πρώτη φορά μου συνέβαινε στη ζωή μου. Βρέθηκα μόνος μπροστά σ' ένα ωραίο κορίτσι που με κοίταζε με μάτια ερωτευμένα, υγρά, σπινθηροβόλα. Σκύβοντας προς το μέρος μου, μου έπιασε το χέρι, και μου είπε, με μια φωνή πιο μελωδική κι απ' τις χορδές του βιολιού:

— Πέστε μου, κύριε Ισβοράνου: θα μπορούσατε ν' αγαπήσετε σαν τον τσιγγάνο Τρανταφίρ;...

Δεν ξέρω να πω αν το χέρι της με ζεμάτισε ή με πάγωσε, μα ξέρω ότι με κυρίεψε ένας ξαφνικός πανικός· το κεφάλι μου γύριζε, σα να 'πεφτα από κάποια σκεπή, και, χωρίς να καθυστερήσω, άρπαξα το καπέλο μου και το 'βαλα στα πόδια.

Το πήρε γι' αστείο, και βλέποντάς με την άλλη μέρα, γέλασε δυνατά. Μα εγώ ήμουν απελπισμένος: ο φόβος μου, να μείνω μόνος με μια γυναίκα, εκδηλωνόταν πιο βίαια από ποτέ. Όλες οι ελπίδες, που εδώ και πολλούς μήνες είχα εναποθέσει στην προοπτική μιας στενότερης σχέσης, γκρεμίζονταν: παρέμενα λοιπόν ο άνθρωπος με την ακρωτηριασμένη ψυχή.

Στο μεταξύ, όπως συμβαίνει με τ' άλογα που φοβούνται τη φωτιά, άρχισα να πιστεύω ότι αν εξαναγκαζόμουν να περιφέρω τη φλόγα κάτω απ' τη μύτη μου, θα κατόρθωνα να μη τη φοβάμαι πια, και ποιος ξέρει... Τι γνωρίζουμε απ' την ανθρώπινη φύση; Λιγότερα απ' ό,τι για τα ζώα!.. Ίσως, αν είχα τη δυνατότητα να κατασιγάσω τις διεστραμμένες αισθήσεις μου, και να εξημερώσω τα πρωτόγονα ένστιχτά μου, θα κατάφερνα να βρω τη χαμένη μου ισορροπία. Μα για κάτι τέτοιο μου ήταν απαραίτητο να με καλωσορίζουν οι άνθρωποι και οι περιστάσεις να είναι ευνοϊκές. Ούτε οι πρώτοι, ούτε οι δεύτερες δέχτηκαν να σώσουν μια ύπαρξη. Οι τελευταίες με φτώχυναν σαν άνθρωπο, και οι πρώτοι με σφράγισαν με τον εγωισμό τους. Τελικά σπάσαμε τα κεφάλια μας στον τοίχο: μα εκείνος που υπόφερε πιότερο ήμουν εγώ.

Δε θέλησα να ζητήσω το χέρι της Τινκούτζας, πριν βεβαιωθώ ότι μια γιατρειά θα 'ρχιζε να συντελείται στη φύση μου· μα κάποιος άλλος υποψήφιος πήρε τα πρωτεία κι έβαλε σε κίνδυνο τη θέση μου. Η ενδιαφερόμενη δήλωσε πως δεν ήθελε να παντρευτεί κανένα, εκτός από μένα· έτσι ο πατέρας με ρώτησε τι σκεφτόμουν.

Τι σκεφτόμουν; Η ιδέα και μόνο του γάμου, μ' έριχνε σ' όλα τα μαρτύρια της κόλασης!.. Δεν μπόρεσα ν' αρθρώσω απάντηση... Έστεκα αναποφάσιστος, ταραγμένος... Η Τινκούτζα, με πληγωμένη την περηφάνια της, αναλύθηκε σε δάκρυα, που μου ξερίζωναν τα σωθικά. Ο πατέρας απόδωσε το δισταγμό μου στο ότι δεν ήμουν «άνθρωπος πλούσιος», και με παρηγόρησε λέγοντας:

Page 23: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Θα γίνετε κάποια μέρα, δουλεύοντας εδώ!

Ακούσατε; Νόμιζαν πως η περιουσία ήταν εκείνο που αναζητούσα στη φαμίλια τους.

Έτσι το βάραθρο ήταν πολύ κοντά, κι εγώ βάδιζα καταπάνω του. Ζήτησα το χέρι της Τινκούτζας. Εκείνη αγαλλίασε, το σπίτι ξύπνησε από το λήθαργό του, εγώ αισθάνθηκα χαμένος. Οι μέρες που ακολούθησαν την πρόταση γάμου, έμοιαζαν με τις τελευταίες στιγμές κάποιου θανατοποινίτη. Η Τινκούτζα ήταν θελκτική:

— Είναι ο έρωτας που σε ζάλισε έτσι; με ρώτησε κάποια μέρα. Και πρόσθεσε: πόσο είμαι ευτυχισμένη!

Φτωχό κορίτσι!

Για να κρύψω την ταραχή μου, έλεγα παραμύθια από το πρωί ίσαμε το βράδυ· μα καταλάβαιναν καλά πως κάτι είχε αλλάξει, και τη βραδιά των αρραβώνων παρά λίγο να λιποθυμήσω. Το συγγενολόι που παρευρισκόταν, συνωμότησε εναντίον μου· μαζί με την αρραβωνιαστικιά μου, απόδωσε τη ζαλάδα μου στην ανεξέλεγκτη συγκίνησή μου. Μ' έσπρωξαν να μιλήσω, με παρακάλεσαν να διηγηθώ. Έστυβα το μυαλό μου και δεν έβρισκα τίποτα. Μα ο παπάς που μας άλλαξε τις βέρες, αναμασώντας τις καθιερωμένες ευχές της εκκλησίας, μου θύμισε ένα ανέκδοτο.

Το πρόβλημα αφορούσε τη δουλειά στα χωράφια, κι ο παπάς κλαιγόταν ότι οι εργάτες τον κοροϊδεύουν, δουλεύοντας με το πάσο τους. Είπα για να βρω αφορμή ν' αρχίσω την ιστορία μου:

— Αν θέλετε να τους κάνετε να δουλεύουν πιο γρήγορα, δεν υπάρχει παρά ένας τρόπος πάτερ.

— Ποιος τέκνο μου;

— Να τους προτρέπετε να βλαστημούν χυδαία, να βλαστημούν σαν σουρούγκιου.12

— Α, μα δεν επιτρέπεται, η βλαστήμια είναι αμάρτημα.

— Οπωσδήποτε είναι αμάρτημα, συμφώνησα, αλλά έχει επιτραπεί από τον αρχιεπίσκοπο Βουκουρεστίου σε κάθε περίπτωση που δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά.

Ο παπάς πήρε σκεφτικό ύφος, αλλά οι παρευρισκόμενοι φώναζαν:

— Πώς; Πέστε μας πώς; Εξιστορήστε μας!

— Ε, καλά... να πω: μια μέρα ο αρχιεπίσκοπος Βουκουρεστίου έπρεπε να ταξιδέψει σε μια πόλη όπου η παρουσία του ήταν απαραίτητη σε μια επίσημη θρησκευτική τελετή. Παράγγειλαν να έρθει η καλύτερη άμαξα και η αγιότητά του ανέβηκε. Μα ο αμαξάς ήταν πολύ δυσαρεστημένος, παρά το δελεαστικό φιλοδώρημα που τον περίμενε· γιατί, όπως όλοι ξέρουμε, ένας αμαξάς δε γίνεται να οδηγήσει τ' άλογα χωρίς να βλαστημάει. Γι' αυτόν πιο σημαντικό κι από το φιλοδώρημα ακόμα είναι να στριφογυρνάει το μαστίγιο στον αέρα βρίζοντας, κι ο αμαξάς του αρχιεπισκόπου δεν αποτελούσε εξαίρεση, φοβούμενος όμως τους μύδρους του υψηλού ιερωμένου, ο φτωχός άνθρωπος δάγκωσε τα χείλη του και οδήγησε κουτσά-στραβά τρεις ώρες δρόμο, αλλά φτάνοντας στο πέρασμα ενός ποταμού, σταμάτησε την άμαξα. Συγχυσμένος και κατακόκκινος από θυμό, σα βραστή καραβίδα,

12 Αμαξάδες

Page 24: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

παράτησε τα γκέμια των τεσσάρων αλόγων του και περίμενε αποφασισμένος να διατυπώσει το πρόβλημά του με κάθε θυσία. Ο αρχιεπίσκοπος άρχισε ν' αδημονεί και σε λίγο πρόβαλε το κεφάλι του από το παράθυρο για να πληροφορηθεί το λόγο της καθυστέρησης. Ο αμαξάς έβγαλε το καπέλο του και εξήγησε ταπεινά:

— Είναι που —βλέπετε— Παναγιότατε, τ' άλογα έχουν συνηθίσει στις βλαστήμιες του αμαξά κι επειδή δεν μπορώ να βλαστημήσω, εξαιτίας της Αγίας Παρουσίας σας, δε μ' αναγνωρίζουν πια κι αρνιούνται να διαβούν το ποτάμι.

Ο αρχιεπίσκοπος συνέστησε:

— Φώναξέ τους, τέκνο μου: Έι, έι! Αλογάκια μου!..

Ο πανούργος αμαξάς επανέλαβε με μισό στόμα:

— Έι, έι! Αλογάκια μου! αλλά τα ζώα δε συγκινήθηκαν.

— Δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από τις βλαστήμιες για να τα κάνεις να ξεκινήσουν; ρώτησε η αγιότητά του, χάνοντας ολότελα την υπομονή του.

— Όχι, άγιε πατέρα, σας το λέω: Τ' άλογα δεν προχωρούν παρά με τη βρώμη και τις βλαστήμιες!

— Καλά λοιπόν, απάντησε ο αρχιεπίσκοπος, βλαστήμησε τότε και σου δίνω άφεση αμαρτιών!

Ο αμαξάς αναπήδησε στο κάθισμά του, άδραξε τα γκέμια, κροτάλισε το μαστίγιό του, και έβγαλε μια φωνή που θα ξυπνούσε και πεθαμένο:

— Έι! Έι! Έι! Μα τις παντούφλες της Παναγίας! Μα τις άγιες εικόνες! Τα δεκατέσσερα ευαγγέλια! Τα εξήντα μυστήρια! Μα τους δώδεκα Αποστόλους και τους σαράντα μάρτυρες! Έι! Έι! Έιιιι! Αλογάκια μου, το Θεό σας και το Χριστό σας!

Η άμαξα πέταξε από το πέρασμα σα χελιδόνι. Στην άλλη όχθη ο Αρχιεπίσκοπος ξανάβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο και είπε στον αμαξά που τον κοίταζε θριαμβευτικά:

— Είναι εκπληκτικός ο τρόπος που έχεις εκπαιδεύσει τ' άλογά σου, αλλά φαίνεται ότι σου λείπει η χριστιανική καθοδήγηση. Δεν υπάρχουν δεκατέσσερα ευαγγέλια, αλλά τέσσερα. Ούτε βέβαια εξήντα μυστήρια, άλλα μόνο επτά.

— Έχετε δίκιο, Άγιε πατέρα, και το ήξερα κι εγώ. Αλλά βλέπετε, το τέσσερα και το εφτά είναι αριθμοί πολύ μικροί για να μπορεί να βλαστημάει κανένας με την ψυχή του. Έτσι, εμείς οι αμαξάδες, κάνουμε ό,τι περνάει απ' το χέρι μας για να προσαρμόσουμε τη θρησκεία στις επαγγελματικές μας ανάγκες.

Το ανέκδοτο, με την ιλαρότητα που δημιούργησε, έφερε τον παπά σε δύσκολη θέση κι εμένα να αισθανθώ πιο άνετα. Η Τινκούτζα ακτινοβολούσε κι ήταν περήφανη για μένα.

Α! Γιατί να μη μείνουν τα πράγματα εκεί; Ή γιατί δεν το έβαζα στα πόδια πριν από το δράμα; Γιατί το δράμα, μακρύ, ατέλειωτο, έφτασε τρεις βδομάδες αργότερα —τρεις βδομάδες φρικτού και απίστευτου μαρτυρίου— τη στιγμή που κάθε φιλί που δεχόμουν από την αρραβωνιαστικιά μου, φάνταζε στα μάτια μου σα συμβουλή να πάρω τα πόδια μου, να κόψω το λαιμό μου, να εξαφανιστώ απ' τον κόσμο. Αυτό το δράμα άρχισε με το γάμο.

Έφτασα πια στο τερατώδες κακούργημα που συνέτριψε τη ζωή μου όπως και τη ζωή της αθώας Τινκούτζα· έφτασα, καλέ μου Μιχαήλ, εκεί που με κατηγόρησες, στη διαστροφή, τη

Page 25: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

βιαιότητα και τη διαφθορά, όλες αυτές τις κατάρες που οι αμόρφωτοι επιβάλλουν με τη μορφή των συνηθειών, των εθίμων και των παραδόσεων — δηλητηριάζοντας τη ζωή και τυραννώντας τους αθώους· γιατί, όπως η σεμνή αρραβωνιαστικιά μου, έτσι κι εγώ ήμουν ένας αθώος μέσα στην αρρώστια μου.

Ίσως δε θα ξέρεις, Μιχαήλ, για ποιο πράγμα πρόκειται. Δε θα ξέρεις πως σ' εμάς, στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής, οι γυναίκες της οικογένειας, κι ακόμα κι οι ξένες, εισβάλλουν στην κρεβατοκάμαρα των νεονύμφων, λίγες ώρες αφ' ότου αποσυρθούν, τους στέλνουν σε μια άλλη κάμαρα και ψαχουλεύουν το νυφικό κρεβάτι για ν' ανακαλύψουν εκεί την αναμφισβήτητη απόδειξη της αρετής της νιόπαντρης, απόδειξη που καμιά φορά τη μεταφέρουν θριαμβευτικά για να την επιδείξουν στους καλεσμένους που αδημονούν στο διπλανό δωμάτιο. Είδα και χειρότερα απ' αυτό. Είδα αυτή τη σημαία, στεριωμένη στην άκρη ενός ραβδιού, στο δρόμο απ' το Πέτροϊ στο Καζάσου, περιτριγυρισμένη από μια συμμορία δαιμονισμένων που ξεφώνιζαν γύρω απ' το ανήθικο τρόπαιό τους. Συνοδεύονταν από ένα τσιγγάνο που γρατζούνιζε το βιολί του και βάδιζαν τα ξημερώματα μιας Δευτέρας, για να μεταφέρουν την «κόκκινη ρακί» στην ευτυχισμένη μάνα της δύστυχης παρθένας.

Έχεις δει, Μιχαήλ, κάτι πιο βάρβαρο και πιο αποτρόπαιο; Υπάρχει διαστροφή ή διαφθορά, βιασμός ή βιαιότητα, ακολασία ή σαδισμός που να 'ναι πιο απάνθρωπα, πιο ωμά και πιο ανήκουστα απ' αυτήν τη χαρά, αυτό το θέαμα, αυτήν τη συμπεριφορά, τη νοσηρή και ντροπιασμένη;

Εγώ είδα... Τα γνώρισα όλ' αυτά σαν έφτασε η μέρα του γάμου· τα αηδιαστικά αυτά έθιμα μ' έκαναν πάντα να επαναστατώ, αλλά την επικίνδυνη ώρα, όπου οι αισθήσεις μου με πρόδιναν τόσο οικτρά, ήταν για μένα ζωτικό ζήτημα να παραμερίσω, να διαβολοστείλω αυτήν τη μασκαράτα.

Φώναξα τον πάτερα και τη θεία και τους μίλησα. Ο πατέρας, αν και αγαπούσε αυτό το αποκρουστικό έθιμο, δεν ήταν τόσο κατηγορηματικός, αλλά η γριά υποστήριξε δηκτικά πως ήταν μια παλιά παράδοση του λαού, ένας φύλακας της ηθικής.

Μείναμε εκεί, κι ο γάμος έγινε ένα όμορφο κυριακάτικο απόγευμα, με την πομπώδη εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια που συνηθιζόταν τότε: Όλοι πεζοί, εκτός απ' τους δυο καβαλάρηδες που πήγαιναν μπροστά για ν' ανοίγουν το δρόμο· ακολουθούσε πίσω εκείνος που κουβαλούσε τις δυο τεράστιες λαμπάδες απ' τη Μόσχα, τοποθετημένες πάνω σ' ένα μεγάλο σκαλιστό δίσκο από ασήμι και χρυσό· μετά οι καλεσμένοι. Ύστερα απ' την τελετή, οι δυο καβαλάρηδες ξαναμπήκαν μπροστά, άδειασαν τα πιστόλια τους, κυμάτισαν στον αέρα τα μεγάλα μαντίλια που είχαν δεμένα στα μπράτσα τους και ανάγκασαν τ' άλογά τους, που οι χαίτες τους ήταν στολισμένες με κορδέλες και υφασμένες με ασήμια, να χοροπηδάνε. Πάνω στο δίσκο υπήρχε τώρα ψωμί κι αλάτι, σύμφωνα με την παράδοση. Αμέσως μετά παρασύρθηκα απ' το πλήθος, ενώ έτρεμα από το φόβο μου, με τις λαμπάδες στο ένα χέρι και την Τινκούτζα κρεμασμένη στο μπράτσο μου· εκείνη, τρισευτυχισμένη κάτω απ' τα χρυσάφια που την σκέπαζαν ολόκληρη. Πίσω μας, οι καλεσμένοι κι όλους να μας ξεκουφαίνουν δώδεκα μουσικάντηδες που έπαιζαν τέσσερα όργανα: σάλπιγγα, βιολί, κλαρίνο και κόμπτζα. Κι από κοντά οι γυναίκες που επέστρεφαν απ' την πηγή, ρίχνοντας το νερό της στάμνας τους κάτω απ' τα πόδια των νεόνυμφων — ευχή αφθονίας.

Και το βράδυ, σήμανε για μένα η μοιραία ώρα. Στο τραπέζι κάθονταν καμιά εικοσαριά καλεσμένοι, μαζί με το συγγενολόι. Ένας απ' αυτούς, ζαλισμένος από το κρασί, είχε την κακογουστιά να διηγηθεί πως μια φορά στο χωριό του ένας νιόπαντρος βρίσκοντας τη γυναίκα του σκάρτη, την ξυλοκόπησε τη νύχτα του γάμου και μετά, τ' άλλο πρωί, τη φόρτωσε στο κάρο του, με την πλάτη γυρισμένη στα βόδια και το πρόσωπο στραμμένο προς τα πίσω, να βλέπει μια πήλινη κούπα χωρίς πάτο, κρεμασμένη στην άκρη ενός

Page 26: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ραβδιού, κι αφού τη διαπόμπευσε έτσι την επέστρεψε στους τρομοκρατημένους γονείς της.

Κοίταζα την Τινκούτζα. Ήταν ήρεμη, σίγουρη για την αρετή της. Μα εγώ κατατρόμαξα και φώναξα πως η σχέση δυο συζύγων είναι κάτι που αφορά αυτούς τους δυο μόνο και κανέναν άλλο.

— Θα το δούμε σε λίγο αν αυτό δεν αφορά κανέναν άλλο! απάντησαν μερικοί.

Τελικά αυτό το «σε λίγο» έφτασε γρήγορα γιατί μόλις σήμαναν μεσάνυχτα αντιλήφθηκα πως μικρές μπάλες από ψίχα ψωμιού έπεφταν πάνω μου απ' όλες τις κατευθύνσεις, ύστερα κομμάτια ολόκληρα ψωμιού και σε λίγα λεπτά χοντρές φέτες.

— Τι σημαίνει πάλι αυτό; ρώτησα.

— Ε, λοιπόν, αυτό σημαίνει πως πρέπει να σηκωθείς από δω και να πας να κάνεις το καθήκον σου! φώναξε ο κουμπάρος.

Σας ορκίζομαι, φίλοι μου, πως δεν καταλάβαινα. Αλλά κατάλαβα όταν ο κουμπάρος με πήρε παράμερα και μου εξήγησε για ποιο καθήκον πρόκειται. Την ώρα που μου μιλούσε ο κουμπάρος, η θεία περιποιόταν την Τινκούτζα στην κρεβατοκάμαρα που μας είχε παραχωρηθεί. Μετά με φίλησαν και ανοίγοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας μ' έσπρωξαν μέσα και την έκλεισαν πίσω μου.

Εκείνη τη στιγμή, μια από τις πιο τραγικές της ζωής μου, θυμάμαι ακόμα αόριστα πως είχα αντικρίσει το θεϊκό σε ομορφιά κεφάλι της Τινκούτζα ν' αναπαύεται πάνω στο λευκό μαξιλάρι, τα μαύρα της μαλλιά, λυτά, να το στεφανώνουν κι αυτό ήταν όλο. Έπεσα λιπόθυμος στη μέση της κρεβατοκάμαρας!

Ένας δυνατός πυρετός με τυράννησε για είκοσι τέσσερεις ώρες· έμεινα άρρωστος δεκαπέντε μέρες. Δεν ξέρω τι είπα στη διάρκεια του παραμιλητού μου, αλλά ξέρω πως πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που ήρθαν να μ' επισκεφθούν. Αναρρώνοντας βρέθηκα μέσα σ' έναν εχθρικό κόσμο. Ο πεθερός μου και η θεία μού ζήτησαν εξηγήσεις για τη ντροπή που φόρτωσα το σπιτικό τους. Ξεγλίστρησα προσωρινά, με την πρόφαση πως με είχαν ματιάσει. Ήταν ανελέητοι μαζί μου και με σιχάθηκαν ακόμα περισσότερο.

Από 'κείνη τη στιγμή κι έπειτα, και για δέκα ολόκληρους μήνες, το μίσος και η εχθρότητα ορθώνονταν μπροστά μου. Με παραμέρισαν απ' όλες τις υποθέσεις. Δε θέλησαν να μου εμπιστευθούν καμιά αρμοδιότητα. Κλείδωναν τα λεφτά σα να ήμουν κανένας κλέφτης. Τα δικά μου και μόνο αποκλειστικά μέσα δεν ήταν αρκετά για να στήσω μια δική μου δουλειά — εκτός πια κι αν αποφάσιζα να ξαναγίνω σαλεπιτζής— γιατί την περιουσία μου την είχα σκορπίσει σχεδόν ολόκληρη στα γαμήλια δώρα. Έτσι άρχισε αυτή η άθλια ζωή που με τυραννάει μέχρι σήμερα.

Δεν μπορώ να σας τα διηγηθώ με λεπτομέρειες· θα μου ήταν υπερβολικά οδυνηρό...

Απομονωμένος μέσα σ' αυτό το σπίτι της δυστυχίας, δεν τολμούσα πια να βγω στο δρόμο, παρά πολύ σπάνια και μόνο τη νύχτα. Μου απαγόρευαν ακόμα και να εμφανίζομαι στο μαγαζί. Ούτε επισκέψεις... Ούτε φιλίες... Καμιά δουλειά... Ό,τι και να 'λεγα, ό,τι και να πρότεινα το άκουγαν καχύποπτα... Στο τραπέζι καθόμασταν σαν κωφάλαλοι... Κι εγώ, με τις παντόφλες και τη νυχτικιά, σεργιανούσα από τη μια κάμαρα στην άλλη σαν παράσιτο, σαν καραγκιόζης ή συνταξιούχος.

Οι δυο γαμπροί μου έρχονταν όλες τις Κυριακές· τους ζήτησα να με πάρουν στο Γκαλάτς

Page 27: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

στις δουλειές τους, που λίγο-πολύ τις ήξερα. Μου μίλησαν για διαζύγιο. Και τελικά θα 'λεγε κανείς πως ήταν η πιο λογική λύση.

Η γυναίκα μου είχε ξεκοπεί ολότελα από την οικογένειά της μετά το γάμο. Όλη της η ζωή είχε σμίξει τώρα με τη δική μου σ' αυτή την άθλια κατάσταση. Χωρίς δάκρυα και χωρίς μίσος, είχε αποδεχθεί αυτή τη συμφορά με μια ανέλπιστη γενναιότητα. Πίστευε ειλικρινά πως κάποια κακιά μάγισσα με είχε ματιάσει και προσευχόταν με θέρμη στον καλό Θεό να νικήσει το διάβολο και να γιατρέψει τον άντρα της που, παρά τη μισερότητά του, τον αγαπούσε.

Έγκλειστοι και οι δυο μας περνούσαμε τις μέρες μας με συζητήσεις ατέλειωτες και σε μια ατμόσφαιρα υπερβολικής τρυφερότητας. Της ζητούσα να με συγχωρέσει... Μου απαντούσε πως δεν έβλεπε να είχα σφάλει σε τίποτα. Ω, πώς θα μπορούσα να ξεχάσω τη μόνη ανθρώπινη ύπαρξη που με κατάλαβε και με συμπόνεσε; Και που μπορεί να βεβαιώσει πως χωρίς το μίσος που μας δηλητηρίαζε θα γινόμουν ολοκληρωμένος σύζυγος και άντρας, πράγμα που λαχταρούσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου; Τώρα πια δεν ήμουν τόσο δειλός όσο στην αρχή, δε φοβόμουν πια τη γυναίκα μου, ούτε ένιωθα εκείνο τον πανικό που μου πάγωνε το αίμα στα πρώτα μας αγγίγματα. Υπήρχαν ακόμα στιγμές που αόριστες επιθυμίες, δειλά σκιρτήματα, και αδύναμες αισθησιακές παρορμήσεις διαπερνούσαν το κορμί μου και μ' έκαναν να κοκκινίζω όταν εκείνη μ' έσφιγγε στην αγκαλιά της, με χάιδευε και με διαβεβαίωνε για την αγάπη της.

Αλλά ο έρωτας, που με τόσους μόχθους γεννήθηκε, καταστράφηκε μέσα σε μια στιγμή από το μίσος, κι αυτό είναι που δε θα συγχωρέσω ποτέ στους ανθρώπους. Όλα τα πρωινά, μόλις έβγαινα από το δωμάτιό μου, οι δυο κουκουβάγιες της δυστυχίας μας έπεφταν πάνω στη γυναίκα μου και τη ρωτούσαν αν είχε γίνει τίποτα. Στην άρνησή της ν' απαντήσει, οι καταραμένοι νεκροθάφτες της φορτώνονταν με τις συμβουλές τους να με χωρίσει και τη βασάνιζαν μέχρι απελπισίας.

Αυτό το σφυροκόπημα κι αυτή η συστηματική φθορά διάρκεσαν δέκα μήνες. Πνιγόμασταν. Οι δυο δήμιοι του Γκαλάτς άρχισαν να γίνονται επιθετικοί: μ' έβριζαν και με πίεζαν να πείσω τη γυναίκα μου να χωρίσουμε. Δεν υπήρχε τρόπος ν' αντισταθούμε. Στηριζόμασταν ο ένας στον άλλο, αρνιόμασταν συχνά να κατεβούμε για φαγητό, περνούσαμε μέρες ολόκληρες μ' ένα γεύμα μόνο, κι άρχισε απότομα να τρυπώνει στο μυαλό μου η σκέψη να το σκάσουμε.

Με ρώτησε αν θα κατάφερνα να κερδίζω τη ζωή μας με τα λίγα λεφτά που μου απόμεναν και στην απάντησή μου που φλογιζόταν απ' το όραμα μιας μελλοντικής ζωής ελεύθερης και γεμάτης έρωτα που μπορούσα να της προσφέρω, μακριά απ' αυτό το αποκρουστικό σπίτι, δάκρυα χαράς κύλησαν απ' τα μάτια της. Σφιχταγκαλιασμένοι, σα δυο αδέρφια χαμένα σ' ένα εχθρικό κόσμο, μουσκέψαμε τα πρόσωπα και τα ρούχα μας στα δάκρυα και ζήσαμε μερικές ώρες δυνατής ευτυχίας, τέτοιας που σπάνια μπορεί να γνωρίσει κανείς σε τούτη τη γη.

Όμως αυτές οι ώρες υπήρξαν και οι τελευταίες που ήταν μοιραίο να ζήσουμε μαζί. Το μεγάλο κύμα του ανθρώπινου μίσους πλησίαζε.

Ήταν τέλη Φλεβάρη... Είχαμε αναβάλει το σχέδιό μας. Θα περιμέναμε ακόμα ένα μήνα και γύρω στα τέλη του Μάρτη θα εξαφανιζόμασταν για την Ισταμπούλ αρπάζοντας μιαν άμαξα.

Εδώ και μερικές μέρες όμως παρατηρούσαμε μια ριζική αλλαγή στη συμπεριφορά των τυράννων μας. Έπαψαν ξαφνικά να επισκέπτονται τα πρωινά τη γυναίκα μου, δεν την τρομοκρατούσαν πια, και σε μένα ο γέρος είπε ένα βράδυ ότι μπορούσα να βγαίνω και να πηγαίνω όπου θέλω. Έμεινα κατάπληκτος! Έτρεξα στην Τινκούτζα αλλά εκείνη έβαλε τα

Page 28: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

κλάματα:

Νομίζω ότι μας παραμονεύει μια δυστυχία! μου είπε. Βλέπω άσχημα όνειρα: είσαι —λέει— περιστοιχισμένος από παιδιά που κλαίνε κι εγώ σκεπασμένη απ' την κορυφή ως τα νύχια με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες... Είναι πολύ κακό σημάδι. Μη βγεις! Ποιος ξέρει τι μπορεί να σου τύχει; Υπομένουμε τούτη τη φυλακή μήνες ατέλειωτους. Ας κάνουμε υπομονή μερικές βδομάδες ακόμα!

Τα λόγια καρφώθηκαν σα γροθιά στην καρδιά μου κι άρχισα να τρέμω. Αλλά, γενναίοι μου φίλοι, η μοίρα του ανθρώπου είναι γραμμένη από τα πριν. Η επομένη ήταν μια ακτινοβόλα, ήρεμη, χειμωνιάτικη μέρα... Το χιόνι έφτανε τις τρεις πιθαμές, σκέπαζε τα πάντα με το άσπιλο σάβανό του και τα κουδουνάκια των έλκηθρων ηχούσαν νοσταλγικά στον αέρα. Στεκόμουν στο παράθυρο και μου φαινόταν πως οι τοίχοι με πλάκωναν. Ξελογιάστηκα! Μια ανεξήγητη δύναμη με καλούσε έξω, σ' αυτό το έξω που είναι η κίνηση, η ζωή, το δυνατό μυστήριο της ελευθερίας που μου ήταν άγνωστο εδώ κι ένα χρόνο. Ρίχτηκα στα πόδια της γυναίκας μου και την ικέτευσα να μ' αφήσει να βγω για μια ώρα, για μισή ώρα, για πέντε λεπτά έξω απ' τους τοίχους, τη σκεπή, τη δυστυχία!

Μ' άκουσε και μ' άφησε συμβουλεύοντάς με να πάρω μαζί το στιλέτο μου και δυο πιστόλια και μου σύστησε να μην αφήσω κανένα να με πλησιάσει. Τη φίλησα, πήρα τη γούνα μου, το γούνινο σκουφί μου και κατέβηκα στο μαγαζί.

Α, αυτό στάθηκε ο χαμός μου κι ο χαμός της φτωχής Τινκούτζα! Έγινε ο χαμός μας —όχι αμέσως— γιατί τίποτα δε μου έτυχε εκείνο το πρωινό, όπως και στην απογευματινή μου έξοδο και στις εξόδους των επόμενων ημερών. Αλλά κάποια από εκείνες τις φορές που περνούσα από το μαγαζί, με αναγνώρισε το μάτι του προδότη, που ο γέρος είχε κρύψει πίσω από μια πόρτα και με ξεσκέπασε!

Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής που έζησα σ' εκείνο το σπίτι —επιστρέφοντας με χορτάτα τα μάτια από τη μαγεία του Δούναβη που τον είχα θαυμάσει σκεπασμένο με πελώριους πάγους— φίλησα για τελευταία φορά εκείνη που επί δέκα μήνες ήταν η πιο τρυφερή από τις γυναίκες και η πιο αγνή απ' όλες τις παρθένες.

Είμασταν ήρεμοι... Όταν όμως κατεβήκαμε για το δείπνο μέσα σε μια βαριά, σχεδόν τραγική ατμόσφαιρα, που μας έσφιγγε την καρδιά και μας έφερνε δάκρυα, ρώτησε προς το τέλος του φαγητού:

— Γιατί δεν ήρθαν τ' αδέρφια;

— Θα 'ρθουν όπου να 'ναι, απάντησε ο πατέρας.

Ανάψαμε τους ναργιλέδες και ήπιαμε τούρκικο καφέ. Έξω νύχτα και σιωπή... Η ώρα ήταν περασμένη. Ξαφνικά, συλλαμβάνοντας ένα συνωμοτικό βλέμμα ανάμεσα στο γέρο και τη θεία, η Τινκούτζα ξέσπασε σε λυγμούς.

Εκείνη τη στιγμή η πόρτα έτριξε στους μεντεσέδες της και οι δυο αδερφοί, σκοτεινοί σα δήμιοι, εμφανίστηκαν φέρνοντας μαζί τους έναν άντρα που μόλις τον είδα χλόμιασα.

Ήταν ένας Έλληνας, άλλοτε φίλος μου, που τώρα ερχόταν σαν καταδότης και σαν εγκληματίας.

Όρθιοι και οι τρεις τους μπροστά στην πόρτα που παρέμενε ανοιχτή· η πρώτη λέξη που ακούστηκε, αντί για «καλησπέρα», βγήκε απ' τα χείλη του προδότη. Τεντώνοντας το χέρι του και δείχνοντάς με είπε στα ρουμάνικα;

Page 29: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Αυτός είναι ο κύριος Ισβοράνου; Καταλαβαίνω γιατί τον μάτιασαν... Είναι ο Σταύρος, σαλεπιτζής και π...

Μ' αυτή την τελευταία λέξη, που ονομάτιζε τη διαστροφή μου και τη δική του, η Τινκούτζα άφησε ένα ουρλιαχτό και σωριάστηκε καταγής, όπως κι εγώ...

Θύμα της ωμότητας και της εκδικητικής μανίας των κουνιάδων μου... Μ' έσυραν μέσα στο μαγαζί, μ' έριξαν κατάχαμα, με χτύπησαν στο κεφάλι, στο πρόσωπο και στο στήθος μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου. Μετά...

Μετά συνήλθα έξω, πάνω στο χιόνι, μπροστά στη μανταλωμένη αυλόπορτα που έβλεπε σ' ένα αδιέξοδο. Ήμουν παγωμένος... το κορμί, το στήθος, το πρόσωπό μου μελανιασμένα... Και αντί για χειμωνιάτικα ρούχα, φορούσα νυχτικό.

Συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου και πήγα να ζητήσω φιλοξενία στον Τούρκο που μου προμήθευε το σαλέπι πριν από δεκαοχτώ μήνες· με δέχτηκε χριστιανικά και με φρόντισε αδερφικά!

Τέσσερεις μέρες αργότερα αυτός ο γενναίος άνθρωπος, χωρίς να ξέρει σε ποιόν μιλούσε, μου έφερε στο κρεβάτι της δυστυχίας μου το νέο που όλη η πόλη κουβέντιαζε εκείνο το πρωί: την Τινκούτζα την είχαν ψαρέψει στην αριστερή όχθη του Δούναβη...

Από τότε κύλησαν τριάντα πέντε χρόνια και κάθε χρόνο, τη μοιραία μέρα, πηγαίνω στην όχθη του Δούναβη να ζητήσω συγχώρεση απ' την Τινκούτζα για τη συμφορά που της προκάλεσα...

Κι από σας επίσης ζητώ συγχώρεση για την προσβολή που σας έκανα...

Στη δημοσιά της Χ... το κάρο με τους τρεις άντρες κάλπαζε ανάμεσα σε χωράφια σίκαλης. Μπροστά στα μάτια του αλόγου, που φταρνιζόταν από την πρωινή δροσιά, τρεμόσβηνε στον πορφυρό ουρανό της ανατολής ο αυγερινός.

Ένα κορυδαλλός πρόβαλε μέσα απ' το χωράφι και έσκισε σα βέλος τον ουρανό. Ο Σταύρος τον ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι που τον είδε να ξαναπέφτει σα χαλίκι. Με τα μάτια καρφωμένα στο μέρος που είχε εξαφανιστεί το πουλί, τραγούδησε στη γλώσσα του κόσμου, που είναι γνωστή στους ανθρώπους χωρίς πατρίδα:

Αν ήμουνα κορυδαλλός Σαν αυτόν θα χανόμουν στα ουράνια Μα δε θα ξανακατέβαινα στη γη Όπου οι άνθρωποι σπέρνουν το στάρι Όπου οι άνθρωποι θερίζουν το στάρι Όπου σπέρνουμε και θερίζουμε άσκοπα...

Page 30: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ΚΥΡΑ ΚΥΡΑΛΙΝΑ

Στη λόχμη όπου σταμάτησε το κάρο των τριών γυρολόγων για να φάνε για μεσημέρι, ο Σταύρος δέχτηκες νέες πιέσεις απ' τους δυο συντρόφους του, που εδώ και μια ώρα του ζητούσαν να τους πει την ιστορία των παιδικών του χρόνων και την ιστορία της αδερφής του που την είχε αναφέρει στην αρχή της διήγησής του στη σιταποθήκη. Όχι πως δεν είχε διάθεση να τους τα διηγηθεί όλ' αυτά —η ψυχή του ήταν στραμμένη πια στην αναπόληση του παρελθόντος— αλλά έτσι γίνεται πάντα σαν θέλουμε ν' αγγίξουμε τους σκουριασμένους φράχτες που σφραγίζουν το μονοπάτι που οδηγεί στις θύμισες του παρελθόντος: Είναι όμορφο να βυθιζόμαστε στην περισυλλογή.

Ξαπλωμένοι στα μαλακά χορτάρια του δάσους κάπνιζαν το τσιγάρο τους ενώ το άλογο έβοσκε κάνοντας μικρά βήματα γύρω τους. Ο Σταύρος σηκώθηκε, μάζεψε ξερόκλαδα και άναψε φωτιά· κι όταν ετοιμάστηκε η χόβολη, πήρε απ' το κάρο τα σύνεργα του καφέ, έβρασε το νερό, έριξε στο μπρούτζινο μπρίκι τη ζάχαρη και τον καφέ· μετά, με ταλέντο γεννημένου καφετζή, έχυσε το αρωματικό υγρό σε τρεις κούπες χωρίς πιατάκια, που τα λένε φλιτζάνια, κράτησε το δικό του, κάθισε σταυροπόδι, όπως συνηθίζουν οι Τούρκοι και άρχισε...

— Δε μου 'ρχεται πια στο νου η χρονολογία, ούτε και θυμάμαι πόσων χρόνων ήμουν τότε. Αλλά ξέρω πως το γεγονός που ακολούθησε μετά το δράμα ήταν ο πόλεμος της Κριμαίας.

Μικρό παιδί, θυμάμαι τη σκληρότητα ενός πατέρα που έδερνε τη μάνα καθημερινά, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί. Η μητέρα, που έλειπε συχνά απ' το σπίτι, ξαναρχόταν κάποτε και ήταν δαρμένη όταν ξανάφευγε. Δεν ήξερα αν την κακομεταχειριζόταν πριν από κάθε φευγιό της για να τη διώξει ή να την κρατήσει, κι ούτε ήξερα αν την ξανάδερνε μετά την επιστροφή της για να την τιμωρήσει για την απουσία της ή για να την αναγκάσει να μην ξαναπατήσει σπίτι.

Θυμάμαι, ακόμα, πως εκείνους τους ταραγμένους καιρούς συμπαραστεκόταν στον πάτερα μου ο πρωτότοκος γιος, το ίδιο σκληρός με τον πατέρα, ενώ στο πλευρό της μάνας στεκόταν η αδερφή μου, η Κύρα, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή μου, που ασκούσε μια έντονη γοητεία πάνω μου.

Σιγά-σιγά η ομίχλη διαλυόταν, μεγάλωνα και άρχισα να καταλαβαίνω. Και να καταλαβαίνω περίεργα πράγματα... Θα πρέπει να ήμουν περίπου οχτώ ή εννιά χρόνων, η αδερφή μου γύρω στα δώδεκα με δεκατρία και τόσο όμορφη που κολλούσα όλη τη μέρα κοντά της για να την κοιτάζω από την κορυφή ως τα νύχια. Στολιζόταν από το πρωί ως το βράδυ, και το ίδιο έκανε κι η μάνα μου, γιατί ήταν εξίσου ωραία με την κόρη της. Με ένα εβένινο κουτί, καθισμένες και οι δυο μπροστά στον καθρέφτη, φτιασίδωναν τα μάτια τους με κιναρόσσα βρεγμένη στο λάδι, τα φρύδια μ' ένα κλαρί από βασιλικό που ήταν καρβουνιασμένο στην άκρη, ενώ τα χείλη και τα μάγουλα τα χρωμάτιζαν με βαφή κιρμίτζ, όπως και τα νύχια. Κι όταν αυτή η ατέλειωτη ιεροτελεστία έφτανε στο τέρμα της, φιλιόντουσαν, αντάλλασαν τρυφερά λόγια και άρχιζαν να περιποιούνται εμένα. Ύστερα, και οι τρεις μαζί, πιανόμασταν απ' το χέρι, χορεύαμε τούρκικους ή ελληνικούς χορούς και φιλιόμασταν. Έτσι περνούσαμε τις μέρες μας...

Ο πατέρας κι ο πρωτότοκος γιος του δεν έρχονταν όλα τα βράδια στο σπίτι. Ήταν και οι δυο τους αμαξοποιοί, οι πιο έμπειροι και οι πιο περιζήτητοι της περιοχής· και το εργαστήρι τους βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, στη συνοικία Καρακιόι ενώ εμείς μέναμε στο Τσετατζινέ. Ανάμεσα στις δυο αυτές συνοικίες απλωνόταν όλη η άλλη πόλη. Το σπίτι στο

Page 31: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Καρακιόι ανήκε στον πατέρα μου. Είχε εκεί δύο μαθητευόμενους —τους έδινε τροφή και στέγη— καθώς και μια γριά υπηρέτρια, που κρατούσε το νοικοκυριό τους. Σύνολο εφτά. Δεν πηγαίναμε ποτέ εκεί κάτω και ελάχιστα ήξερα το εργαστήρι του πατέρα μου, που μου προξενούσε δέος. Στην Τσετατζινέ μέναμε στης μάνας μου, δε χολοσκάγαμε για τίποτα, ολημερίς διασκεδάζαμε... Το χειμώνα πίναμε τσάι, το καλοκαίρι σιρόπια και όλο το χρόνο τρώγαμε καταΐφια και σαραγλί, πίναμε καφέ, καπνίζαμε ναργιλέδες, φτιασιδωνόμασταν και χορεύαμε... Ήταν μια όμορφη ζωή...

Ναι, ήταν μια όμορφη ζωή, με εξαίρεση τις μέρες που ο πατέρας ή ο γιος του ή και οι δυο τους έκαναν έφοδο πάνω στο γλέντι μας και ξυλοφόρτωναν τη μητέρα, γρονθοκοπούσαν την Κύρα και έσπαγαν τα μπαστούνια τους στο κεφάλι μου, γιατί τώρα πια έπαιρνα κι εγώ μέρος στο γλέντι. Καθώς μιλούσαν συνήθως τούρκικα, έβριζαν τις δυο γυναίκες πατσαβούρες κι εμένα κιουτσούκ πεζεβένγκ (Σ.τ.Μ: «πόρνες» και «παλιομασκαρά). Οι δυο δυστυχισμένες γυναίκες έπεφταν στα πόδια των τυράννων τους, τους αγκάλιαζαν από τους μηρούς και τους παρακαλούσαν να λυπηθούν τα πρόσωπά τους:

— Όχι στο πρόσωπο! φώναζαν. Στ' όνομα του Κυρίου και της Αγίας Παρθένας, μη μας χτυπάτε στο πρόσωπο! Μην αγγίζετε τα μάτια μας! Συγγνώμη!

Α! Το πρόσωπο, τα μάτια, η ομορφιά αυτών των δυο γυναικών! Δεν υπήρχε καμιά να τις συναγωνιστεί! Είχαν χρυσαφένια μαλλιά μακριά ως τα γόνατα, δέρμα φιλντισένιο, φρύδια, βλεφαρίδες και μάτια μαύρα σαν τον έβενο. Γιατί στην οικογένεια της μάνας μου αντάμωναν τρεις διαφορετικές ράτσες: Τούρκοι, Ρώσοι, Έλληνες καθώς και όσοι κατακτητές είχαν υποτάξει στο παρελθόν τη χώρα.

Σε ηλικία δεκαεφτά χρόνων η μάνα μου έφερνε στον κόσμο τον πρωτότοκό της· αλλά την ώρα που άνοιγα εγώ τα μάτια μου στον κόσμο, κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν μητέρα τριών παιδιών...

Και αυτή τη γυναίκα, που ήταν γεννημένη για να τη χαϊδεύουν και να τη φιλάνε, την έδερναν μέχρι που μάτωνε. Ενώ όμως ο πατέρας μου της στερούσε τα χάδια, οι εραστές της την αποζημίωναν με το παραπάνω και δεν έμαθα ποτέ αν ήταν η μητέρα μου που άρχισε ν' απατά τον άντρα της και γι' αυτό την ξυλοκοπούσε, ή αν ήταν ο πατέρας μου που άρχισε να κακομεταχειρίζεται τη γυναίκα του και γι' αυτό τον απατούσε. Παρόλα αυτά το πανηγύρι δε σταματούσε ποτέ στο σπίτι μας, γιατί τις κραυγές της διασκέδασης διαδέχονταν οι φωνές του πόνου· και αμέσως μόλις τελείωνε ο ξυλοδαρμός, ξανάρχιζαν τα γέλια στα μουσκεμένα από τα δάκρυα πρόσωπα.

Εγώ φύλαγα τσίλιες τρώγοντας γλυκά, ενώ οι αυλικοί —με συγκρατημένους στην αρχή τρόπους— κάθονταν αλά τούρκα στο χαλί, τραγουδούσαν κι απολάμβαναν το χορό των γυναικών, παίζοντας τους ανατολικούς ρυθμούς με μια κιθάρα που συνόδευαν καστανιέτες και ένα βάσκικο ταμπούρλο. Η μητέρα μου και η Κύρα, ντυμένες στα μετάξια και χορτασμένες από ευτυχία, χόρευαν το χορό του μαντιλιού, στριφογύριζαν, λικνίζονταν, εκστασιάζονταν. Ύστερα, με φλογισμένα πρόσωπα, ρίχνονταν στα παχιά μαξιλάρια, έκρυβαν τις γάμπες και τα πόδια τους κάτω από τα μακριά φουστάνια τους και έκαναν αέρα με τις βεντάλιες τους. Έπιναν φίνο λικέρ ή έκαιγαν μυρωδικά. Οι άντρες ήταν νέοι και όμορφοι. Καστανοί, μελαχρινοί, κομψοντυμένοι, με μυτερά μουστάκια και περιποιημένα γένια, μαλλιά ίσια ή κατσαρά, ανάδιναν μια δυνατή μυρωδιά αμυγδαλέλαιου, αρωματισμένου με μοσχοκάρυδο.

Ήταν Τούρκοι, Έλληνες και μερικές φορές Ρουμάνοι, γιατί η εθνικότητα δεν έπαιζε κανένα ρόλο, φτάνει οι ερωτευμένοι να ήταν νέοι και ωραίοι, ευαίσθητοι, διακριτικοί και όχι πολύ πιεστικοί.

Page 32: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Η δική μου θέση ήταν άχαρη... Σε κανένα δεν έχω μιλήσει μέχρι αυτή τη στιγμή για κείνο που με βασάνιζε.

Καθήκον μου ήταν να παραφυλάω καθισμένος μπροστά στο παράθυρο και ν' αποτρέπω το ενδεχόμενο κάθε δυσάρεστης έκπληξης. Αυτό μου άρεσε αρκετά, γιατί μισούσα μέχρι θανάτου τους άντρες του Καρακιόι που μας ξυλοκοπούσαν. Αλλά μέσα στο στήθος μου γινόταν μια φοβερή μάχη ανάμεσα στο καθήκον και τη ζήλεια.

Ζήλευα, ζήλευα άγρια.

Το σπίτι βρισκόταν στο βάθος μιας ευρύχωρης αυλής, που περιστοιχιζόταν από τοίχο. Τα παράθυρα έβλεπαν στην αυλή ενώ τα άλλα, τα πίσω, βρίσκονταν πάνω από την άκρη της κεντρικής αποβάθρας του λιμανιού. Δεν μπορούσε να μπει κανένας στο σπίτι παρά μόνο από την κεντρική είσοδο, αλλά για να το σκάσει —μα την πίστη μου!— ήταν πιο εύκολο, κι αν η κατηφορική αποβάθρα είχε μιλιά, θα μαρτυρούσε πόσες και πόσες υπάρξεις δεν είχε δει να κατηφορίζουν στο λιθόστρωτό της...

Σκαρφαλωμένος στο παράθυρο, είχα τα μάτια μου καρφωμένα στο φανάρι που έφεγγε όλη νύχτα πάνω απ' την πόρτα και τ' αυτί μου τεντωμένο ν' ακούσω τον παραμικρό θόρυβο των σκουριασμένων μεντεσέδων.

Αλλά ήθελα και να παρακολουθώ το γλέντι που γινόταν μέσα. Η μητέρα μου και η Κύρα ήταν τόσο όμορφες που σε ξετρέλαιναν, μέσα στους στενούς κορσέδες τους «που τους έκαναν δαχτυλιδένια μέση» και στήθη καμπυλωτά σαν πεπόνια. Τα πλούσια μαλλιά ξέμπλεκα, ριγμένα στην πλάτη και στους γυμνούς ώμους· το μέτωπο ζωσμένο από μια «έντονη κόκκινη κορδέλα και τα μακριά ματόκλαδα να παιχνιδίζουν διαβολικά, σα να 'θελαν να υποδαυλίσουν τις φλόγες που ξεπηδούσαν από τα μάτια τους, τα λιγωμένα από τον πόθο.

Συχνά οι άντρες γίνονταν γελοίοι με τις άσκοπες φλυαρίες τους καθώς προσπαθούσαν ν' αρέσουν στις γυναίκες. Έτσι κάποιο βράδυ, ένας απ' αυτούς, θέλοντας να κολακεύσει τη μάνα μου είπε πως «η γριά κότα έχει το ζουμί». Η φτωχή γυναίκα στενοχωρήθηκε, του πέταξε τη βεντάλια στο κεφάλι και έβαλε τα κλάματα. Κάποιος άλλος καλεσμένος σηκώθηκε θυμωμένος, έδωσε ένα σκαμπίλι στον ανάγωγο και του έσπασε τα μούτρα. Αρπάχτηκαν από τα πέτα, αναστάτωσαν το σπίτι και αναποδογύρισαν τους ναργιλέδες. Αυτό μας έκανε να γελάσουμε ώσπου δάκρυσαν τα μάτια μας. Για να ηρεμήσει τα πνεύματα, η μητέρα μου τους αγκάλιασε και τους δυο.

Αλλά αυτές οι αγκαλιές, αυτά τα φιλιά, ήταν ένας γνώριμος τρόπος για ν' ανταμείψει κάποια διαφορετικά πράγματα: μια ωραία φωνή, ένα διασκεδαστικό λόγο, ένα έξυπνο παιχνίδι — για καθετί απ' αυτά σκόρπαγε φιλιά κι έκανε το ίδιο για να καλοπιάσει ένα θυμωμένο, να καθησυχάσει ένα ζηλιάρη, ν' απαλύνει το κόμπλεξ κάποιου ανόητου.

Η Κύρα, από την πλευρά της, ξεχώριζε με τον τρόπο της. Αναπτυγμένη πολύ από τα δεκατέσσερα χρόνια της, έμοιαζε δυο χρόνια μεγαλύτερη. Απερίσκεπτη και σκωπτική, με τη μικρή της μύτη λίγο ανασηκωμένη, το σαγόνι της προτεταμένο, τα δυο λακάκια της όπου ο θεός του Έρωτα είχε φυτέψει δυο σπόρους ομορφιάς, η Κύρα ξετρέλαινε τους εραστές της αλλά και μένα με τις πανουργίες, τους χλευασμούς και τ' αστεία της. Οι πρώτοι ήθελαν να πετύχουν περισσότερα. Εγώ πίστευα ότι τους πρόσφερε πολλά.

Τους λέγαμε μουσαφίρηδες τους αυλικούς που μαζεύονταν στο σπίτι μας. Κι αυτοί οι μουσσφίρηδες τη φιλούσαν σε κάθε ευκαιρία στα χέρια και στα σανδάλια. Εκείνη τους τραβούσε από τη μύτη ή από το γένι, έριχνε σιρόπι στα κάρβουνα που έκαιγαν κάτω από το τουμπάκι των ναργιλέδων, τους πρόσφερε το ποτήρι της να πιουν ή το 'κρυβε για να τους

Page 33: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ζητήσει να το βρουν.

Όλα αυτά μ' έκαναν να λυσσάω γιατί αγαπούσα την Κύρα πολύ περισσότερο από τη μάνα μου... Τη λάτρευα και δεν ανεχόμουν κανένα χάδι που προερχόταν από κάποιον άλλο, εκτός από μένα.

Θυμάμαι πως μια βραδιά, για να συνδαυλίσει τη ζήλεια μου, καθώς είχε λυθεί από το χορό το κορδόνι του σανδαλιού της, ακούμπησε το πόδι της στο γόνατο κάποιου μουσαφίρη και του ζήτησε να της το δέσει. Καταλαβαίνετε τι ανέλπιστη εύνοια για τον τυχερό. Εκπλήρωσε την αποστολή του προσπαθώντας να κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε την ευχάριστη στιγμή, ενώ στα δικά μου μάτια άρχισαν να χορεύουν δυο κακές φλόγες. Ύστερα ο χυδαίος άρχισε να της πασπατεύει το γόνατο και ακόμα και το μηρό. Κι εκείνη... εκείνη δε διαμαρτυρόταν καθόλου... τον άφηνε! Τότε έξαλλος, έχοντας χάσει το μυαλό μου, φώναξα:

— Ο πατέρας! φευγάτε!

Εν ριπή οφθαλμού οι δυο μουσαφίρηδες δρασκέλισαν τα παράθυρα και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κατρακύλησαν στην κατηφοριά. Ο ένας απ' αυτούς —ήταν Έλληνας— ξέχασε πάνω στη βιασύνη του το φέσι και την κιθάρα του· η μάνα μου τ' άρπαξε και τα πέταξε από το παράθυρο, ενώ η Κύρα έκρυβε τους δυο ναργιλέδες.

Η σκηνή αυτή μου φάνηκε τόσο διασκεδαστική και καθώς ο θυμός μου είχε κατασιγάσει πια μ' έπιασε μια κρίση τρελού γέλιου, έπεσα από το περβάζι, κυλίστηκα στο χαλί και μελάνιασα σε βαθμό που κόντευα να μη μπορώ ν' αναπνεύσω. Η μάνα μου νόμισε πως είχα τρελαθεί απ' το φόβο μου από τον ερχομό του πατέρα. Οι φτωχές γυναίκες γέμισαν τον αέρα με τις τρομαγμένες κραυγές τους, ξεχνώντας τον πατέρα μου, και ρίχτηκαν πάνω μου απελπισμένες.

— Δεν υπάρχει πατέρας! κατάφερα ν' αρθρώσω στο τέλος. Είχα θυμώσει γιατί η Κύρα άφησε να της χαϊδέψουν τη γάμπα! Εκδικήθηκα! Να..!

Η χαρά τις έκανε τώρα να φωνάζουν πιο δυνατά, με έδειραν πρώτα στα πισινά, ύστερα με φίλησαν κι άρχισαν να χοροπηδάνε μέσα στο δωμάτιο, ευχαριστημένες που απαλλάχθηκαν από μια δυσάρεστη επίσκεψη. Αλλά ήμουν κι εγώ ευχαριστημένος από τη μικρή τιμωρία που την είχαν χρυσώσει με χάδια.

Έτσι κύλησαν δυο-τρία χρόνια ακόμα, τα μοναδικά της παιδικής μου ηλικίας που τα διατηρώ σαν πολύτιμη ανάμνηση. Είχα φτάσει τα έντεκα· η Κύρα τα δεκαπέντε· και ήμασταν αχώριστοι. Μια ηδυπάθεια, που πολύ αργότερα συνειδητοποίησα, με κρατούσε προσκολλημένο κοντά της. Την ακολουθούσα παντού σα σκυλί, την παρακολουθούσα όταν στολιζόταν, φιλούσα τα ρούχα που ήταν ποτισμένα με τη μυρωδιά της· και το φτωχό κορίτσι διαμαρτυρόταν αδύναμα, τρυφερά, νομίζοντάς με αθώο, καθόλου επικίνδυνο. Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα καμιά συγκεκριμένη πρόθεση, δεν ήξερα τι θέλω· έλιωνα από ευχαρίστηση και κυριευόμουν από ταραχή σαν ήμουν κοντά της.

Πρέπει επίσης να πω ότι στο σπίτι της μάνας μου ήταν σα να ζούσαμε κλεισμένοι στη φυλακή του έρωτα. Τα πάντα ήταν έρωτας: οι δυο γυναίκες, οι αγαπημένοι τους· τα φουστάνια, τα λικέρ, τα αρώματα, τα τραγούδια και οι χοροί. Ακόμα και ο τρόπος που το έσκαγαν οι καλεσμένοι μου φαινόταν φιλήδονος και παθιασμένος. Μόνο ο ερχομός του πατέρα και τα γεγονότα που ακολουθούσαν ήταν δυσάρεστα και στερημένα από έρωτα. Μα τα δεχόμασταν σαν τα λύτρα, τα λύτρα της ευτυχίας. Η μητέρα μου έλεγε:

Page 34: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Κάθε ευτυχία έχει το αντίτιμό της· την ίδια τη ζωή την πληρώνουμε με το θάνατο... Γι' αυτό και πρέπει να τη ζούμε. Ζήστε την, παιδιά μου, σύμφωνα με τις επιθυμίες σας κι έτσι ώστε να μη μετανιώσετε για τίποτα τη μέρα της Τελικής Κρίσης.

Καθοδηγούμενοι από μια τέτοια «φιλοσοφία», καταλαβαίνετε πόσο πρόθυμα ακολουθούσαμε η Κύρα κι εγώ το παράδειγμα της μάνας μας. Έχοντας εμπιστευθεί την τύχη της στα χέρια των αδερφών της —λαθρέμποροι εμπορευμάτων από την Ανατολή— την απασχολούσε μόνο ο τρόπος που θα ικανοποιούσε τις ιδιοτροπίες της, πάσχιζε να τη λατρεύουν, άλλαζε εραστές τόσο συχνά όσο και φορέματα, υπέμενε τους ξυλοδαρμούς του πατέρα, προστατεύοντας όσο μπορούσε καλύτερα το πρόσωπό της και ριχνόταν μετά σε μια καινούρια διασκέδαση.

Είχε όμως μια αρετή. Ξέροντας ότι το σφάλμα είναι δικό της και πιστεύοντας ότι η λύσσα του άντρα της δεν έπρεπε να ξεσπά και στα δικά μας κεφάλια, κρατούσε κλειδωμένη την πόρτα μέχρι να πηδήσουμε από τα παράθυρα. Μετά άνοιγε με γενναιότητα και δεχόταν την μπόρα μόνη της.

Γυρίζοντας ύστερα από λίγες ώρες, τη βρίσκαμε ξαπλωμένη στον καναπέ, με το πρόσωπο σκεπασμένο με ψίχα άσπρου ψωμιού και μουσκεμένο με κόκκινο κρασί για να εξουδετερώσει τα πρηξίματα και τις μελανιές. Σηκωνόταν γελώντας σαν τρελή και με τον καθρέφτη στο χέρι μας έλεγε, δείχνοντάς μας το μελανιασμένο πρόσωπό της:

— Δεν είναι και σπουδαία πράγματα, έτσι; Σε δυο μέρες δε θα υπάρχει ούτε ίχνος... Και τότε θα καλέσουμε μουσαφίρηδες!

Ανησυχούσαμε για το κορμί της· θα 'πρεπε να είχε κακοποιηθεί φριχτά... Η μάνα μας ξέσπαγε:

— Ω, το κορμί! Αυτό δε φαίνεται!

Και μόλις γιατρεύονταν οι πληγές της, τα γλέντια ξανάρχιζαν και οι δυο γυναίκες ήταν ακόμα πιο όμορφες.

Δε μαγειρεύαμε τίποτα στο σπίτι γιατί η μάνα μου σιχαινόταν τη μυρωδιά του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού. Μας εξυπηρετούσε μια γειτονική λοκάντα (Σ.τ.Μ: πανδοχείο) που μας έστελνε όλα τα απαραίτητα: σούπες, φαγητά, γλυκίσματα, κρέμες — μέσα σε πιατέλες από γαλβανισμένο χαλκό που τους είχε προμηθεύσει η μάνα μου. Μια πλύστρα ερχόταν κάθε Δευτέρα πρωί να πάρει τ' ασπρόρουχα της εβδομάδας και ν' αφήσει τα πλυμένα της προηγούμενης. Μαζί μ' ένα γέρο Τούρκο, που εμπορευόταν αλοιφές και χάπια, αυτοί όλοι κι όλοι ήταν οι άνθρωποι που έβλεπα να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι — εκτός φυσικά από τους μουσαφίρηδες που δεν ήταν πάντα βέβαιο αν θα βγουν από την πόρτα που είχαν μπει, και από τον πατέρα και τον πρωτότοκο αδερφό μου που ήταν απρόσκλητοι και οι επισκέψεις τους μας ήταν πέρα ως πέρα δυσάρεστες...

Μια κι ο πατέρας δεν κοιμόταν εδώ και δυο χρόνια σχεδόν με τη μητέρα και δεν ερχόταν παρά τρεις με τέσσερεις φορές το μήνα να μας ξυλοφορτώσει, το σπίτι ήταν αρκετά ήσυχο.

Εκτός από τη φροντίδα του νοικοκυριού, οι δυο γυναίκες περνούσαν τον καιρό τους χουζουρεύοντας με μπάνια, φτιασιδώματα, φαγητό, σιρόπια, ναργιλέδες και φροντίζοντας τους «καλεσμένους». Δεν ξεχνούσαν τις προσευχές αλλά δεν πήγαιναν ποτέ στην εκκλησία και ο χρόνος που αφιέρωναν στον καλό Θεό ήταν ελάχιστος. Η μητέρα μου δικαιολογιόταν λέγοντας:

Page 35: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Ο Κύριος βλέπει ότι δεν τον προδίδω. Είμαι όπως μ' έπλασε... υπακούω στις φωνές και στα προστάγματα της καρδιάς μου...

Η Κύρα διαφωνούσε:

— Μα, μητέρα, δε νομίζεις πως καμιά φορά ανακατεύεται κι ο διάβολος;

— Όχι, απαντούσε εκείνη, δεν πιστεύω στο διάβολο! Ο Θεός είναι πιο δυνατός απ' αυτόν... Κι αν είμαστε έτσι όπως είμαστε, είναι γιατί το θέλει ο Θεός...

Κι έτσι, η μητέρα ήταν ευχαριστημένη απ' αυτό που ο Θεός της ζητούσε γιατί δεν της ζητούσε να κάνει τίποτα θυσίες.

Πρώτα απ' όλα εκείνο που ήθελαν μητέρα και κόρη από τη ζωή ήταν να μένουν το πρωί στο κρεβάτι· τους φαινόταν πολύ ευχάριστο· ήταν βολικά εκεί να μασουλάνε μπισκότα με μέλι και βούτυρο και να πίνουν καφέ. Μετά ήθελαν να μπανιαριστούν και ν' αλείψουν το σώμα τους με ελιξίρια, να περιποιηθούν τα πρόσωπά τους με κρέμα γάλακτος που ζέσταιναν σε σιγανή φωτιά, να κάνουν γυαλιστερά τα μαλλιά τους χρησιμοποιώντας αμυγδαλέλαιο αρωματισμένο με μοσχοκάρυδο και να γυαλίσουν τα νύχια τους μ' ένα πινέλο βουτηγμένο σε βερνίκι. Μετά άρχιζαν να φτιασιδώνουν τα φρύδια, τις βλεφαρίδες, τα χείλια και τα μάγουλα. Κι όταν τέλειωναν και μ' αυτά, έπρεπε να φάνε, να καπνίσουν και ν' αναπαυθούν να σηκωθούν μετά, την ώρα που ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει, να κάψουν μυρωδικά, να πιουν σιρόπια και τέλος να γευτούν το πιο εξαίσιο κομμάτι της μέρας: τα τραγούδια, τους χορούς, το γλέντι που κρατούσε ως τα ξημερώματα.

Η μητέρα μου ήταν πολύ πιο πλούσια απ' τον πατέρα μου και παρά τις τρελές σπατάλες της, η περιουσία της, που την είχε επενδύσει στις επιχειρήσεις των αδελφών της, της απόφερε τόσο μεγάλα έσοδα ώστε κάθε μήνα της περίσσευε κάτι που το έβαζε στην άκρη· ήταν χρήματα για την Κύρα και για μένα.

Δεν ήξερα πολύ καλά την ιστορία της μητέρας μου. Θυμάμαι ωστόσο που κάποτε την είχα ακούσει να λέει ότι οι γονείς της ήταν πλούσιοι ξενοδόχοι. Ο πατέρας της, ένας καλός και ευσεβής Τούρκος, στάλθηκε απ' την Ισταμπούλ, με φιρμάνι της Μεγάλης Πύλης, για ν' ανοίξει ένα ξενοδοχείο στη Βραΐλα γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα· αποστολή του ήταν να δέχεται και να φιλοξενεί όλες τις υψηλές προσωπικότητες που του έστελνε ο Σουλτάνος. Είχε τρεις γυναίκες, δυο Ελληνίδες και μια Ρουμάνα· αυτή η τελευταία ήταν η μάνα της μάνας μου. Οι άλλες δυο ήταν μανάδες τριών αγοριών, το ένα από τα οποία τρελάθηκε και κρεμάστηκε. Αλλά η μάνα μου και τα δυο αδέρφια της, που είχαν βγει από άλλο κρεβάτι, δε μόνιαζαν στο πατρικό σπίτι παρά μόνο όταν ήταν για σκανταλιές. Φαίνεται πως το μόνο ενδιαφέρον που υπήρχε σ' εκείνο το σπίτι ήταν να μαζεύουν ασήμι, να προσεύχονται σε δυο Θεούς και να μιλάνε σε τρεις διαφορετικές γλώσσες.

Τα δυο αγόρια ρίχτηκαν στο λαθρεμπόριο και η μητέρα μου, πολύ νέα ακόμα, ήταν έτοιμη να τα ακολουθήσει, όταν ο Τούρκος πατέρας της αποφάσισε να την παντρέψει μ' έναν άντρα αυστηρό και άκαρδο, τον πατέρα μου, που τον ερωτεύθηκε «προφανώς —έλεγε η μητέρα μου— σε κάποια στιγμή που ο Κύριος έξυνε τη μύτη του». Ο παππούς μου έδωσε στον πατέρα μου αρκετό χρυσάφι και μεταβίβασε στη μάνα μου ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, κρατώντας το δικαίωμα του διαχειριστή για τον εαυτό του, με την προϋπόθεση ότι θα παρέμενε παντρεμένη. Έτσι, δεμένη με τον άνθρωπο που σιχαινόταν, υποχώρησε στη θέληση του πατέρα της. Μπροστά στον κίνδυνο να την αποκληρώσει, έκανε ότι υποχωρεί, κέρδισε την εμπιστοσύνη του ύστερα από πολλών χρόνων βασανιστική υποταγή και με το θάνατό του κατόρθωσε να του αποσπάσει την περιουσία που της είχε τάξει και την εμπιστεύθηκε αμέσως στα χέρια των δυο αδερφών της που τη λάτρευαν.

Page 36: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Έτσι άρχισε μια ζωή με γλέντια, απολαύσεις και τρελούς έρωτες, που εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια μου και ο πατέρας μου δεν μπορούσε πια να εμποδίσει, παρά τη βίαιη συμπεριφορά του. Η μητέρα μου θα του χάριζε ευχαρίστως την προίκα της αν ήταν διατεθειμένος να της δώσει την ελευθερία της, αλλά εκείνος προτιμούσε να την εκδικείται επειδή τον ντρόπιαζε. Τη μέρα του χωρισμού τους, αφού μάζεψε όλα όσα του ανήκαν, είχε πει στη μητέρα, δείχνοντας εμένα και την Κύρα:

— Αυτά τα δυο φίδια στα χαρίζω· δεν είναι παιδιά μου· είναι φτυστά η μάνα τους!

— Θα 'θελες να είναι φτυστά ο πατέρας τους; του απάντησε εκείνη. Είσαι ένας άνθρωπος στεγνός, ένας νεκρός που εμποδίζει τους ζωντανούς να ζήσουν... Μ' εκπλήσσει το γεγονός που κατάφερες να κάνεις να φυτρώσει ένα βλαστάρι στεγνό σαν κι εσένα γνήσιος γιος σου, βέβαια αλλά όχι και δικός μου.

Και η φτωχή μου μάνα είχε δίκιο λέγοντας πως αυτός ο νεκρός μας εμπόδιζε να ζούμε. Το έκανε όλο και περισσότερο. Ξέροντας πως η μητέρα μου λάτρευε το πρόσωπό της περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή της, τη χτυπούσε κυρίως σ' αυτό το κέντρο της ζωής της. Και τον τελευταίο καιρό η δύστυχη αναγκαζόταν να το περιποιείται επί οχτώ και δέκα μέρες για να εξαφανιστούν οι μελανιές και οι πληγές. Στο διάστημα αυτό δε γινόταν κουβέντα για γλέντια, ούτε για μουσαφίρηδες. Αυτό την έκανε να μελαγχολεί, δε μας χαϊδολογούσε πια όπως πρώτα και για πρώτη φορά την είδα να κλαίει από απελπισία.

Αλλά αυτή η απελπισία την έσπρωξε να πάρει την εκδίκησή της με δεκαπλασιασμένη λύσσα για να τιμωρήσει τον τύραννό της· και τόσο καλά τα κατάφερε που η μανία του στάθηκε μοιραία για μας.

Μια βραδιά το σπίτι ήταν γεμάτο μουσαφίρηδες. Είχαμε τουλάχιστον εφτά. Η μητέρα μου είχε κρεμάσει τέσσερα καντηλέρια στους τοίχους. Μέτρησα τα κεριά: ήταν είκοσι τέσσερα. Το φως ήταν εκτυφλωτικό. Την ίδια μέρα είχε φωνάξει ένα κλειδαρά και είχε βάλει ένα χοντρό μάνταλο στη βαριά πόρτα της αυλής που έκλεινε μόνο με κλειδί. Έτσι αφέθηκε ξέγνοιαστη στην πιο άγρια διασκέδαση που γνώρισα ποτέ. Νομίζω, ακόμα και τώρα, πως είχε προαισθανθεί το τέλος της ευτυχισμένης ζωής της και ήθελε να ζήσει έντονα αυτές τις τελευταίες στιγμές.

Απ' τους εφτά καλεσμένους, οι τρεις ήταν Έλληνες μουσικοί ξακουστοί στα γλέντια εκείνης της εποχής. Ανοίγοντας το χορό, η μητέρα πρόσφερε στον καθένα τους από ένα μικρό δερμάτινο πουγκί, που είχε μέσα δέκα δουκάτα των δώδεκα φράγκων, τυλιγμένα σ' ένα μεταξωτό κεντητό μαντίλι και τους είπε:

— Παλικάρια! Μέσα σ' αυτό το πουγκί υπάρχει πέντε φορές παραπάνω απ' το συνηθισμένο η αμοιβή σας για να παίξετε όλη νύχτα! Δε σας τα προσφέρω μόνο από γενναιοδωρία. Σ' αυτό το σπίτι η χαρά πληρώνεται ακριβά και μπορεί ν' αναγκαστείτε να φύγετε απ' τα παράθυρα. Έχετε γρήγορα πόδια;

Και άνοιξε τα παράθυρα που έβλεπαν στο χαντάκι. Τα παλικάρια έσκυψαν, έριξαν μια ματιά, ζύγισαν τα πουγκιά στα χέρια τους και δήλωσαν πως συμφωνούν μ' έναν αλαλαγμό: «Εβαλάχ»!

Το γλέντι, το τραγούδι, ο χορός άρχισαν.

Τα τρία όργανα —το κλαρίνο, τον αυλό και την κιθάρα— τα χειρίζονταν με τέχνη. Η Κύρα και η μητέρα, ξαπλωμένες η μια δίπλα στην άλλη πάνω στο σοφά, άκουγαν τον κλαψιάρικο και φασαριόζικο ήχο των ρουμάνικων Ντόινα, τους μονότονους τούρκικους αμανέδες και τα δημοτικά ελληνικά τραγούδια, που συνοδεύονταν από τα χειροκροτήματα των

Page 37: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

τεσσάρων άλλων μουσαφίρηδων και τις δυνατές φωνές τους.

Μετά από κάθε τραγούδι, η μητέρα πρόσφερε λικέρ, καφέ και ναργιλέδες. Δυο χοντροί ταβάδες με καταΐφια και σαραγλί περιφέρονταν για τους λαίμαργους.

Μια κι εκείνο το βράδυ δε φύλαγα τσίλιες, χόρευα με την αδερφή μου, με τη μητέρα μου, μόνος ή και με τις δυο μαζί, μέχρι που να ζαλιστώ. Ήταν το πιο μεγάλο πάθος της παιδικής μου ηλικίας σ' αυτό το σπίτι. Αυτό μου χάριζε τα πιο τρελά χάδια της Κύρας. Ο αράπικος χορός της κοιλιάς που χόρευα μόνος μου ήταν τόσο πλούσιος σε κινήσεις τη βραδιά εκείνη του τελευταίου γλεντιού, που οι τρεις μουσικοί ενθουσιάστηκαν τόσο ώστε με παίνεψαν και με φίλησαν μ' ενθουσιασμό. Η Κύρα βρισκόταν σε κατάσταση παροξυσμού. Η μητέρα φώναξε:

— Ε, ναι! Τούτος εδώ είναι πραγματικός γιος μου... Δεν υπάρχει αμφιβολία!

Στη διάρκεια μιας ανάπαυλας, ενώ οι άντρες κάθονταν στο χαλί σταυροπόδι όπως οι Τούρκοι και κάπνιζαν με θόρυβο τους ναργιλέδες, η Κύρα ρώτησε τι απέγινε κάποιος απ' τους πιο ένθερμους θαυμαστές της.

— Έβγαλε τον αστράγαλό του, κατρακυλώντας από την κατηφόρα τη βραδιά της προηγούμενης συνάντησής μας! απάντησε κάποιος απ' τους καλεσμένους.

Και μέσα σε γενική ιλαρότητα, περιέγραψε πως ο δυστυχισμένος εκείνος μαράζωνε αυτή τη στιγμή στο κρεβάτι του, με τη συντροφιά ενός μασέρ. Αυτά μελαγχόλησαν τον κιθαρίστα που ήταν ένας κοντόχοντρος τύπος. Πήγε στο παράθυρο και υπολόγισε το ύψος με το μάτι. Ένας άλλος από τους μουσαφίρηδες τον καθησύχασε λέγοντάς του:

— Δεν είναι πολύ ψηλά! Το πολύ δυο μέτρα. Μόνο που δεν πρέπει να πηδήσεις με μεγάλη φόρα, αλλά να γλιστρήσεις μαλακά και να προσγειωθείς σταθερά στην κατηφόρα. Εκεί κάτω θα σε περιμένει το φέσι σου και η κιθάρα σου!

Γελάσαμε και ξαναρχίσαμε το χορό...

Page 38: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Αυτό το γλέντι γινόταν τον Ιούνη, λίγο πριν από το θερισμό.

Από τη μεριά της αυλής, τα παράθυρα ήταν σκεπασμένα με βαριές κουρτίνες ενώ εκείνα που έβλεπαν στο Δούναβη δεν είχαν παρά μόνο πατζούρια. Και ήμασταν όλοι μας ξεθεωμένοι όταν εκείνο το πρωινό η αυγή έστειλε τη χρυσαφένια ανταύγειά της στα τζάμια μας. Χορεύαμε... Η ατμόσφαιρα ήταν θολωμένη περισσότερο από τον καπνό των ναργιλέδων παρά από τα μυρωδικά που είχαμε κάψει.

Η μητέρα μου πλησίασε ένα παράθυρο, το άνοιξε και ανάσανε βαθιά το δροσερό αέρα... Δίπλα της εγώ και η Κύρα αντικρίζαμε την αυγή που φώτιζε ήδη τους βάλτους και το δάσος με τις ιτιές. Μετά γυρνώντας στους καλεσμένους της, είπε:

— Ε, λοιπόν, φίλοι μου, το γλέντι τέλειωσε! Πάμε για ύπνο.

Εκείνη τη στιγμή ο γδούπος ενός κορμιού που έπεφτε βαρύ στην αυλή μας έκανε να σκιρτήσουμε και λίγο μετά ακούστηκε ο θόρυβος του μάνταλου και των μεντεσέδων της πόρτας. Η μητέρα μου φώναξε:

— Φύγετε! Σκαρφαλώνουν στον τοίχο!

Και όσο ο πατέρας και ο γιος χτυπούσαν την πόρτα, οι καλεσμένοι πηδούσαν από τα δυο παράθυρα, ξεχνώντας κάθε προφύλαξη, σα να τους είχαν στρωμένα από κάτω πουπουλένια στρώματα. Οι μουσικοί ήταν οι πρώτοι που πήγαν να το σκάσουν κι εκείνοι που ακολούθησαν τους έσπρωξαν με φόρα από τους μηρούς ξεχνώντας τη συμβουλή να μη πηδήσουν με φόρα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το σπίτι είχε αδειάσει από τους μουσαφίρηδες· ο ένας πάνω στον άλλο κυλιόνταν στην αμμώδη κατηφοριά· μα για να εξαφανίσουμε τα ίχνη του γλεντιού, δε γινόταν λόγος.

Έτσι η μητέρα πήγε με γενναιότητα ν' ανοίξει. Την άδραξαν αμέσως από τα μαλλιά και την έριξαν κατάχαμα. Ο αδερφός έκανε το ίδιο με την Κύρα και γω, ξετρελαμένος που έβλεπα την αδερφή μου να τη χτυπάνε τόσο άσπλαχνα, άρπαξα έναν ναργιλέ και τον κατέβασα στο κεφάλι του μεγάλου μου αδερφού. Άφησε την Κύρα, έφερε το χέρι του στο ματωμένο κεφάλι του και όρμησε καταπάνω μου. Ήτανε είκοσι χρονώ και πολύ δυνατός. Μ' έδειρε μέχρι που ευχαριστήθηκε, μέχρι που είδε να τρέχει αίμα απ' τη μύτη και το στόμα μου.

Στο μεταξύ η μητέρα μου ήταν κυριολεκτικά κατακρεουργημένη. Με τα ρούχα κουρελιασμένα, το κορμί σχεδόν γυμνό, λιπόθυμη... Ο πατέρας τη χτυπούσε ακόμα. Ο αδερφός πήγε να πλύνει το ματωμένο κεφάλι του και η Κύρα έτρεξε σ' ένα συρτάρι και ξαναγύρισε κρατώντας ένα στιλέτο στο χέρι. Αλλά μείναμε έντρομοι μπροστά στη φρίκη που αντικρίζαμε: ο πατέρας είχε πάρει ένα παπούτσι με ξύλινο τακούνι —που το 'χε χάσει πάνω στη βιασύνη του κάποιος μουσαφίρης— και με το τακούνι χτυπούσε το πρόσωπο της δύστυχης μητέρας μου που μόλις και κουνούσε τα χέρια της. Το πρόσωπό της κολυμπούσε στο αίμα, ήταν μια πληγή.

Η Κύρα προχώρησε να χτυπήσει στην πλάτη τον βάρβαρο, τρίκλισε και λιποθύμησε. Ο πατέρας την ανασήκωσε, την έριξε σ' ένα μεγάλο ντουλάπι, που το λέγαμε γιατάκι, κι έβαλε το σύρτη. Έμενα μ' άφησε στη φύλαξη του αδερφού, που έδενε το κεφάλι του μ' ένα μεγάλο μαντίλι. Ύστερα φορτώθηκε τη μητέρα στον ώμο του και βγήκε στην αυλή, απ' όπου λίγα λεπτά αργότερα άκουγα τη βαριά καταπακτή της κάβας να πέφτει με θόρυβο πάνω από τη δυστυχισμένη και να τη φυλακίζει σα μέσα σε τάφο. Γυρνώντας στο σπίτι με απείλησε με τη γροθιά του, και τα γουρλωμένα μάτια του μ' έκαναν να πιστέψω πως είχε φτάσει η τελευταία ώρα μου. Δε μ' άγγιξε όμως και είπε:

— Έτσι, ε; Έσπασες το κεφάλι του μεγάλου αδερφού σου και η πατσαβούρα η αδερφή σου

Page 39: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ήθελε να με δολοφονήσει! Ε, λοιπόν, τώρα τελείωσαν τα ψέματα για όλους σας!

Έσβησαν τα κεριά και με πήραν μαζί τους. Περνώντας από την αυλή έριξα μια ματιά στην καταπακτή. Ένα χοντρό λουκέτο ένωνε δυο χαλκάδες κάνοντας αδύνατη κάθε απόδραση. Και με τρέλαινε η σκέψη πως η φτωχή μου μάνα πληγωμένη, μωλωπισμένη, ζωντανή ακόμα, ήταν θαμμένη σ' αυτόν το φρικιαστικό τάφο ενώ η Κύρα, μέσα στο ντουλάπι, πνιγόταν από την απελπισία.

Έξω είχε ξημερώσει... Τούρκοι καρβουνιάρηδες, με το τσουβάλι στον ώμο και το μυτερό ραβδί κάτω απ' τη μασχάλη, πήγαιναν στα λιμάνι για δουλειά. Κι εγώ που πήγαινα;

Φτάσαμε στο σπίτι του πατέρα και μ' έβαλαν αμέσως να γυρνάω τον τροχό, όπου τρόχιζαν οι μαθητευόμενοι τα σκεπάρνια, τα ψαλίδια και τις μυτερές σμίλες. Γύρω μου ήταν σκορπισμένα κούτσουρα βελανιδιάς, φιλύρας και λεύκας καθώς και κομμάτια διαλυμένων κάρων: ρόδες, άξονες, ακτίνες, τιμόνια, ζάντες —όλα σκεπασμένα από σωρούς ροκανίδια. Δε μου έδωσαν να φάω τίποτα μέχρι το μεσημέρι. Καθώς δεν ήμουν συνηθισμένος στη δουλειά, έτρεμα από την εξάντληση. Ο αδερφός μου με χτύπησε και η γριά υπηρέτρια μου έφερε να φάω μόνο ελιές, ψωμί και νερό.

Και το πιο θλιβερό ήταν πως αντιλήφθηκα ότι βρισκόμουν κάτω από αυστηρή επιτήρηση και δεν υπήρχε τρόπος να δραπετεύσω. Τ' απόγευμα γυρνούσα ακόμα τον τροχό και όπως δεν άντεχα άλλο, ο αδερφός μου με πλησίασε να με κλοτσήσει στα πόδια. Εκείνος κι ο πατέρας του, ζωσμένοι με δερμάτινες ποδιές όπως και οι άλλοι εργάτες, δούλευαν, πηγαινοέρχονταν σοβαροί και βλοσυροί με τα φρύδια ζαρωμένα, μέσα σε μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα, όπου δεν ακουγόταν παρά μόνο ο θόρυβος των εργαλείων και οι κοφτές οδηγίες ή διαταγές.

Το βράδυ με φυλάκισαν σ' ένα δωμάτιο που το παράθυρό του ήταν φραγμένο με κάγκελα. Εκεί, πάνω σε μια ψάθα, χωρίς φως, πέρασα όλη τη νύχτα, κλαίγοντας καθώς σκεφτόμουν τις αγαπημένες μου υπάρξεις να είναι ακόμα πιο δύστυχες κι από μένα.

Η επόμενη μέρα ήταν όμοια με την προηγούμενη. Αναρωτιόμουν με αγωνία αν η βαρβαρότητα του πατέρα θα 'φτανε μέχρι το σημείο να καταδικάσει σε εγκατάλειψη τις δυο φυλακισμένες γυναίκες, έτσι δαρμένες και κακοποιημένες που ήταν. Τη νύχτα εκείνη αποφάσισα να κλάψω λιγότερο και να προσπαθήσω να δραπετεύσω με κάθε θυσία.

Αντιλήφθηκα πως στην αυλή υπήρχαν σκάλες όλων των διαστάσεων και μέσα στη φυλακή μου ένας σωρός ακτίνες, άτεχνα κατασκευασμένες: ήταν μια διέξοδος στην ελευθερία. Η υπηρέτρια μου έφερε το βραδινό μου —ψωμί και τυρί— και μου 'πε με κακία:

— Είναι χειρότερα εδώ απ' το σπίτι, ε; Είναι που η ζωή δεν είναι μόνο για απολαύσεις. Υπάρχει και δυστυχία!

Με κλείδωσε. Αποκοιμήθηκα αμέσως. Όταν ξύπνησα ήταν ακόμα νύχτα. Έμεινα ξύπνιος κι έκλαψα καθώς έφερνα στο νου μου το ματωμένο πρόσωπο της μάνας μου. Ύστερα άρχισαν να λαλούν τα κοκόρια και είδα την αυγή να ξεμυτίζει. Το σπίτι ήταν βυθισμένο στον ύπνο. Με βιάση άνοιξα το παράθυρο χρησιμοποιώντας μια ακτίνα και λύγισα ελαφρά τα κάγκελα που δεν ήταν και πολύ χοντρά. Στην αυλή, καρφωμένο στο χώμα, είδα ένα σκεπάρνι. Το τράβηξα, πήρα μια μικρή σκάλα κάτω από τη μασχάλη μου και σκαρφάλωσα σε μια άλλη για να πηδήξω τον τοίχο. Σα βρέθηκα έξω, έτρεξα με όλες τις δυνάμεις μου προς την κατεύθυνση του λιμανιού.

Μόλις είχε ξημερώσει όταν έφτανα κοντά στην κατηφοριά που πάνω της το σπίτι μας κοιμόταν τον ύπνο της απελπισίας. Και για πρώτη φορά βάλθηκα να σκαρφαλώσω αυτή την

Page 40: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

πλαγιά που μόνο κουτρουβαλώντας την είχα περάσει ως τώρα.

Φτάνοντας πάνω, ακούμπησα τη σκάλα και ενώ η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, χτύπησα με δύναμη το τζάμι που έγινε κομμάτια. Ύστερα, μετά από ένα δευτερόλεπτο έντονης αγωνίας, άκουσα την απαλή φωνή της Κύρας να λέει από το ντουλάπι:

— Εσύ είσαι, Ντραγκομίρ;

Ακούγοντας τη λατρευτή μου αδερφή να με καλεί από το γιατάκι που την είχαν φυλακίσει, φρίκιασα και φώναξα:

— Εγώ είμαι! Ήρθα να σας λευτερώσω!

Και αφού πήδησα μέσα από το σπασμένο τζάμι, τράβηξα το σύρτη. Η Κύρα, κατάχλωμη, με πρόσωπο πρησμένο απ' το κλάμα, ρίχτηκε στην αγκαλιά μου και ρώτησε με αγωνία:

— Και η μητέρα; Η μητέρα;

— Είναι κλεισμένη στην κάβα. Πρέπει να τη βγάλουμε από κει και να φύγουμε γρήγορα!

Η πόρτα του σπιτιού ήταν κλειδωμένη. Άνοιξα ένα παράθυρο και πήδησα στην αυλή. Με τη βοήθεια του σκεπαρνιού, έσπασα την κλειδαριά και κατέβηκα τη σκάλα της αποθήκης ακολουθούμενος από την Κύρα. Μια μυρωδιά μούχλας, ξυνισμένου λάχανου και σάπιων λαχανικών με χτύπησε στη μύτη, γιατί εδώ και περισσότερα από δύο ή τρία χρόνια, κανένας δεν κατέβαινε στην αποθήκη. Χελώνες αργοκινούνταν εδώ κι εκεί και τ' αυγά τους, λίγο μεγαλύτερα απ' τ' αυγά των πουλιών, ήταν στοιβαγμένα πλάι στους τοίχους. Μέσα σ' αυτή την αθλιότητα ζούσε η μάνα μου εδώ και σαράντα οχτώ ώρες.

Όταν την ανακαλύψαμε, στεκόταν ορθή, με το πρόσωπο τυλιγμένο στα κουρέλια των ρούχων της, που ήταν ολότελα ξεσκισμένα. Τη βοηθήσαμε ν' ανεβεί τη γλιστερή σκάλα, και έξω, στη θέα αυτού που είχε απομείνει από τη γοητευτική μητέρα μας, πέσαμε στα πόδια της, όπως μπροστά σε αγία. Το ένα μάτι της ήταν κρυμμένο κάτω απ' τους πρόχειρους επιδέσμους, αλλά μπορούσαμε να κρίνουμε την κατάστασή του από τo υπόλοιπο πρησμένο πρόσωπό της, τη σκισμένη μύτη, τα χαρακωμένα χείλη, το λαιμό και το στήθος που τα σκέπαζαν ξεραμένα αίματα. Το ίδιο και τα χέρια, ήταν καταματωμένα και ένα δάχτυλο σπασμένο.

Μας σήκωσε όρθιους και είπε με υπόκωφη φωνή:

— Ας φύγουμε πρώτα από 'δώ! Πάρτε μαζί σας μερικά τρόφιμα!

Γυρίσαμε στο σπίτι, όπου πλύθηκαν και ντύθηκαν απλά και γρήγορα. Η μητέρα μου πήρε την κασετίνα με τα κοσμήματα και τ' ασημικά και κατεβήκαμε προσεχτικά την απότομη κατηφοριά αφού πριν ρίξαμε τη σκάλα μέσα στο δωμάτιο και ξανακλείσαμε το παράθυρο απ' όπου τόσοι και τόσοι μουσαφίρηδες το είχαν σκάσει. Ήταν γραφτό να το σκάσει από το ίδιο παράθυρο και η αφέντρα του σπιτιού!

Μια ώρα αργότερα βρισκόμασταν στο δρόμο για το Καγιάσου, που περνούσε μέσα από τα χωράφια. Μπροστά στα δυο υψώματα που τα ονομάζαμε εκείνη την εποχή ταμπιέ13 η μητέρα μου κοντοστάθηκε... Εκεί, καθισμένοι πάνω στο χορτάρι, ανάμεσα στους δυο λοφίσκους που μας έκρυβαν από την πλευρά του δρόμου, η μάνα μάς μίλησε κάπως έτσι...

13 Οχυρώματα

Page 41: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Παιδιά μου... Περίμενα πολλές συμφορές απ' τον πατέρα σας, αλλά δεν περίμενα να με παραμορφώσει χωρίς να μ' αφήσει στον τόπο, γιατί —μάθετέ το!— πως το αριστερό μου μάτι είναι σχεδόν βγαλμένο από την κόγχη. Για μένα αυτό είναι χειρότερο κι απ' το θάνατο τον ίδιο.... Πλάσθηκα απ' τον Κύριο για τις απολαύσεις της σάρκας, όπως ο τυφλοπόντικας πλάσθηκε για να ζει μακριά απ' το φως· και όμοια με το ζώο αυτό που έχει όλα όσα χρειάζεται για να ζήσει πάνω σ' αυτή τη γη, έτσι κι εγώ είχα όλα όσα χρειαζόμουν για να χαίρομαι τις απολαύσεις της ζωής. Είχα πάρει όρκο να σκοτωθώ αν η ανθρώπινη βία επιχειρούσε να με υποτάξει σε μια ζωή αλλιώτικη απ' αυτήν που ένιωθα μέσα στο κορμί μου. Τώρα σκέφτομαι σοβαρά αυτό τον όρκο. Σας αφήνω... Θα πάω να με περιποιηθούν μακριά από δω. Αν κατορθώσω να σώσω το μάτι μου και να εξαφανίσω κάθε ίχνος ασχήμιας, θα ζήσω και θα με ξαναδείτε... Αν το μάτι μου έχει χαθεί, δε θα με ξαναδείτε πια... Και να τι έχω να σας πω: Εσύ, Κύρα, αν —όπως πιστεύω— δε νιώθεις γεννημένη για να ζήσεις ενάρετα, με την αρετή εκείνη που έρχεται απ' το Θεό και οδηγεί στην ευτυχία — τότε μη γίνεις ενάρετη, ψεύτικη και στεγνή, μην κοροϊδέψεις τον Κύριο· καλύτερα να παραμείνεις έτσι όπως σ' έπλασε: μια φιλήδονη, ακόμα κι ακόλαστη, αλλά μια ακόλαστη με καρδιά! Είναι προτιμότερο έτσι. Κι εσύ, Ντραγκομίρ, αν δεν μπορείς να γίνεις ένας ενάρετος άντρας, ακολούθησε το παράδειγμα της μάνας και της αδερφής σου, γίνε και κλέφτης ακόμα, αλλά ένας κλέφτης με καρδιά, γιατί ο άκαρδος άνθρωπος, παιδιά μου, είναι ένας νεκρός που εμποδίζει τους ζωντανούς να ζήσουν... είναι όπως ο πατέρας σας...

Τώρα θα μείνετε εδώ που βρισκόμαστε μέχρι ν' ανέβει ο ήλιος στον ορίζοντα. Αν βρέξει ή αν σηκωθεί αέρας, μην πάτε να προφυλαχτείτε κάτω απ' τα δέντρα, αλλά να κρυφτείτε στο λάκκο που είναι σκαμμένος σ' αυτό τ' ανάχωμα. Λίγο μετά τον εσπερινό θα 'ρθουν να σας βρουν δυο καβαλάρηδες και θα σας πάρουν υπό την προστασία τους· θα είναι τ' αδέρφια μου, δυο άντρες με καρδιά και με μπέσα. Δεν μπορώ να σας οδηγήσω στο σπίτι τους, όπου πηγαίνω τώρα, γιατί είστε ακόμα παιδιά και μπορεί να τους προδίνατε άθελά σας. Κι αν τύχει και δεν εμφανιστούν πριν από την ώρα του κιντιέ, γυρίστε στην πόλη και ζητήστε, στ' όνομά μου, φιλοξενία στο πανδοχείο που μου ανήκει. Μη βγείτε όμως από το δωμάτιό σας πριν έρθουν να σας βρουν τ' αδέρφια μου! Έχω ακόμη να σας πω και κάτι άλλο: το σώμα μας είναι εκτεθειμένο σε φρικτές αρρώστιες. Με τη βοήθεια του Θεού, ούτε σεις, ούτε εγώ, γνωρίσαμε αυτή τη συμφορά, αλλά υπάρχουν και είναι αναρίθμητοι εκείνοι που την έχουν γνωρίσει. Να τους σκέφτεστε στις ώρες της ευτυχίας σας και να διαθέτετε κάθε χρόνο ένα μέρος από τα χρήματά σας στο νοσοκομείο που νοσηλεύονται αυτοί οι άρρωστοι. Σας αφήνω πολλά λεφτά στ' αδέρφια μου...

Ύστερα έβγαλε από την κασετίνα δυο δαχτυλίδια, τα δίπλωσε σ' ένα μεταξωτό μαντίλι, που το έχωσε στο στήθος της Κύρας, μας φίλησε για κάμποση ώρα κι έφυγε τυλιγμένη στο παλτό της.

Είχε προχωρήσει καμιά τριανταριά βήματα όταν γύρισε απότομα προς το μέρος μας, έφερε τα χέρια της στα χείλη της και σηκώνοντας μετά το ένα χέρι της μας έδειξε τον ουρανό. Ύστερα μας γύρισε πάλι την πλάτη και χάθηκε μακριά.

— Τι ήθελε να πει μ' αυτό; ρώτησα την Κύρα.

— Αυτό σημαίνει, αγαπημένε μου αδερφέ, πως θα ξανανταμώσουμε στον ουρανό, μου απάντησε εκείνη.

Δεν ξανάδα τη μάνα μου...

Μένοντας μόνοι, ξεχάσαμε την πείνα μας και κλάψαμε σφιχταγκαλιασμένοι, ώσπου η εξάντληση και η ζέστη του ήλιου μας βύθισαν σ' ένα βαθύ λήθαργο. Σαν ξυπνήσαμε είχαμε την αίσθηση πως δεν ανήκουμε πια σ' αυτό τον κόσμο, πως κάτι τρομαχτικό συνέβαινε· και

Page 42: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

δεν ήμασταν σίγουροι πια αν είχαμε πέσει θύματα κάποιου εφιάλτη ή αν η ζωή μας ως τώρα ήταν ένα όνειρο. Μπροστά μας ένα λουλουδιασμένο χωράφι μας έστελνε το άρωμά του με την απαλή ανάσα ενός αδύναμου ανέμου. Οι πεταλούδες και οι σφήκες μάς τριγύριζαν αδιάκοπα δείχνοντας μια χαρά που εμείς δε συμμεριζόμασταν.

Η ώρα του εσπερινού έφτασε... Ο ήλιος, χαμηλώνοντας στον ορίζοντα, έχανε τη λάμψη του... Ανησυχήσαμε και τα βλέμματά μας άρχισαν να ψάχνουν τον ερημικό δρόμο προς την κατεύθυνση που είχε πάρει η μητέρα μας. Ανεβήκαμε σ' ένα ταμπιέ και αντικρίσαμε ένα σύννεφο σκόνης να σηκώνεται στο βάθος της δημοσιάς του Καζάσου. Σε λίγα λεπτά πρόβαλαν δυο καβαλάρηδες, καλπάζοντας κι αφήνοντας πίσω τους μια γραμμή σκόνης, φοβήθηκα και κατέβηκα απ' το παρατηρητήριό μου, νομίζοντας ότι θα με συνθλίψουν τα πέταλα των αλόγων που το ρυθμικό τους κροτάλισμα αντηχούσε στ' αυτιά μου. Αλλά η Κύρα δε μ' ακολούθησε. Όρθια πάνω στ' ανάχωμα, με την ελαφριά της φούστα ν' ανεμίζει, έκανε σινιάλα με το μαντίλι της και φώναζε από χαρά για την εμφάνιση των δυο αντρών. Εκείνοι, κρατώντας σφιχτά τα χαλινάρια των αλόγων τους, μπήκαν στο χωράφι και τ' άφησαν να βοσκήσουν ανάμεσα στους δυο ταμπιέδες που τα έκρυβαν απ' το δρόμο.

Η Κύρα κατέβηκε σαν αστραπή από το ύψωμα, έλυσε το μαντίλι που συγκρατούσε τα μαλλιά της και αφήνοντάς τα να πέσουν λυτά στους ώμους της ρίχτηκε στα πόδια των δυο άγνωστων θειών μας, που στέκονταν μπροστά μας ψηλοί και επιβλητικοί σα δυο πυκνόφυλλες βελανιδιές. Ήταν δυο κολοσσοί, ανάμεσα στα σαράντα και πενήντα, φορούσαν τουρμπάνια στο κεφάλι. Γένια και μουστάκια τους έκρυβαν το στόμα. Τα μεγάλα τους μάτια είχαν ένα βλέμμα διαπεραστικό, αλλά καθαρό και τίμιο. Τα τριχωτά χέρια τους έμοιαζαν με πόδια αρκούδας. Ήταν μαύροι σα διάβολοι μέσα στα γκεμπά14 τους, που τους τύλιγαν απ' την κορυφή ως τα νύχια

Έμειναν για μια στιγμή μαρμαρωμένοι να μας κοιτάζουν: εμένα όρθιο να πιστεύω ότι βρίσκομαι μπροστά σε δυο μυθικά πλάσματα, και την Κύρα πεσμένη στα γόνατα. Ύστερα έβγαλαν τις κάπες τους και είδα ότι ήταν ντυμένοι σύμφωνα με την τούρκικη παράδοση: γιλέκα, φαρδιά παντελόνια, μεγάλες μάλλινες κόκκινες ζώνες. Μα περισσότερο τρομοκρατήθηκα βλέποντας ότι ήταν οπλισμένοι μέχρι τα δόντια σαν αληθινοί αντάρτες.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξύπνησε σαν αστραπή το πάθος μέσα στην Κύρα. Ικετεύοντας αυτούς τους πανίσχυρους άντρες, κατάφερε να ξεκληρίσει μια οικογένεια, πέφτοντας η ίδια θύμα της εκδικητικότητάς της.

Ο πιο μεγάλος απ' τους δυο άντρες ανασήκωσε την Κύρα και την κοίταξε κατάματα με τα χέρια του ακουμπισμένα στους ώμους της. Ένας μορφασμός που χαράχτηκε στο τραχύ πρόσωπό του, μ' έκανε να μαντέψω πως κάποιο χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο που συγκεντρωνόταν όλο στα μάτια του. Είπε στα ρουμάνικα με φωνή βαριά και μεταλλική:

— Κοριτσάκι! Πες μου σε ποια απ' τις τρεις γλώσσες εκφράζεσαι καλύτερα. Στα τούρκικα, στα ελληνικά ή στα ρουμάνικα;

— Στα ρουμάνικα, απάντησε θαρραλέα κοιτάζοντάς τον με απίστευτη τόλμη.

— Και σε λένε;

— Κύρα.

14 κάπες

Page 43: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Ε, λοιπόν, Κυραλίνα, σε φιλάω σα θείος, αλλά ευτυχισμένος ο θνητός που θα σε τρυγήσει σαν εραστής.

Τη φίλησε και την παράδωσε στον αδερφό του. Μετά:

— Και συ, καλέ μου Ντραγκομίρ, γιατί έχει σκοτεινιάσει η θωριά σου; είπε φιλώντας με. Μήπως είναι τα γένια μας που σε τρομάζουν;

Με τα λόγια αυτά κάθισε καταγής και με τράβηξε δίπλα του. Δεν τολμούσα ν' απαντήσω. Επέμενε:

— Πες μου, Ντραγκομίρ, φοβάσαι;

— Ναι, απάντησα δειλά.

— Τι σε φοβίζει;

— Τα όπλα σας... είναι πάρα πολλά...

Ξέσπασε σ' ένα δυνατό γέλιο.

— Χα!.. χα!.. χα!.. Καλέ μου, Ντραγκομίρ! Ποτέ δεν είναι πολλά τα όπλα, όταν κάποιος είναι μπερδεμένος με το Θεό και με τη Δικαιοσύνη των πλασμάτων του! Αλλά δεν το καταλαβαίνεις αυτό στην ηλικία σου...

Εκείνη τη στιγμή η Κύρα ξανάπεσε στα γόνατα, ένωσε τα χέρια της σα να προσευχόταν και φώναξε:

— Εγώ το καταλαβαίνω.

— Και τι καταλαβαίνεις εσύ, Κύρα Κυραλίνα, νεαρό μπουμπούκι του κήπου;

— Καταλαβαίνω πως οι άνθρωποι είναι κακοί κι εσύ τους τιμωρείς!

— Μπράβο, Κυραλίνα! φώναξε χτυπώντας παλαμάκια.

— Μήπως η νεανική καρδιά σου κρύβει κάποια επιθυμία για εκδίκηση;

— Μια άγια και δίκαιη εκδίκηση.

Και τονίζοντας τα λόγια της, ανασήκωσε το βαρύ ντουφέκι του θείου της που ήταν ακουμπισμένο πάνω στην κάπα και είπε:

— Θα αδειάσεις αυτό το όπλο, απόψε το βράδυ κιόλας, όχι αργότερα, στο στήθος του πατέρα μου! Και ο αδερφός σου θα τιμωρήσει με τον ίδιο τρόπο τον πρωτότοκο αδερφό μου! Κάντε το αυτό... σας εξορκίζω στ' όνομα της μάνας μας που μας άφησε πριν λίγο! Εκδικηθείτε για τα δυο ορφανά και θα γίνω σκλάβα σας! Θα 'ρθώ μαζί σας!

Το πρόσωπο του θείου σκοτείνιασε. Της πήρε το όπλο απ' τα χέρια και είπε:

— Κύρα... Ο Θεός γελάστηκε που σ' έκανε γυναίκα! Όταν μίλησες για εκδίκηση, ο νους μου πήγε πως θα 'θελες να ξυλοφορτώσουμε κανένα ερωτευμένο που σε φίλησε με το ζόρι... Μα συ μιλάς για πράγματα που έχουμε ήδη στο μυαλό μας. Ρίχνεις λάδι στη φωτιά...

Και ύστερα από μια σύντομη παύση:

— Πες μου, κοριτσάκι του Άδη, δε θα πεθάνεις απ' το φόβο σου βλέποντας απόψε τα

Page 44: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

μυαλά του πάτερα σου να τινάζονται στον αέρα;

Με μάτια γουρλωμένα και κόκκινα σαν τη φωτιά, η κοπέλα απάντησε:

— Θα βουτήξω τα χέρια μου στο αίμα του και θα πλύνω το πρόσωπό μου!

Ο θείος μισόκλεισε τα βλέφαρα και κάρφωσε το βλέμμα του στον ήλιο που έδυε, ένω τέντωνε τ' αυτί του να πιάσει το μακρινό ήχο του αυλού κάποιου τσοπάνου. Ύστερα άρχισε να μιλάει στα ελληνικά με τον αδερφό του, κουτσουρεύοντας τις λέξεις για να τις κάνει ακόμα πιο ακατάληπτες.

Γύρω μας τ' άλογα έβοσκαν στη χλόη και φταρνίζονταν, φρόνιμα σα προβατάκια, ενώ η νύχτα έπεφτε γύρω από τους δυο ταμπιέδες σκοτεινιάζοντάς τους.

Ήμασταν σιωπηλοί... Ο δροσερός αέρας έκανε την Κύρα ν' ανατριχιάζει. Ο θείος, μιλώντας πάντα με βαριά φωνή, πήρε τις δυο κάπες και μας τύλιξε. Μείναμε έτσι μέχρι που σκοτείνιασε για καλά. Τότε οι δυο άντρες σηκώθηκαν. Ο μεγαλύτερος είπε στην αδερφή μου:

— Λοιπόν, Κύρα Κυραλίνα, έχιδνα με την απαλή ανάσα, κόρη της ακολασίας, ας γίνει έτσι! Η επιθυμία σου έκανε το αίμα μου να κοχλάσει... Θα δοκιμάσουμε απόψε... Για να γίνει αυτό όμως, θα χρησιμοποιήσουμε εσένα και τον αδερφό σου για δόλωμα.

Η Κύρα έπεσε στα γόνατα και του φίλησε το χέρι. Τη μιμήθηκα φιλώντας το χέρι του άλλου, που με ρώτησε:

— Και συ, Ντραγκομίρ, εγκρίνεις την εκδίκηση;

— Μισώ τον πάτερα και τον αδερφό μου, είπα.

Ο μεγαλύτερος πήδησε στ' άλογό του, σήκωσε την Κύρα και την κάθισε μπροστά του, τη στιγμή που ο μικρότερος με έβαζε στα καπούλια του αλόγου και μ' έδενε μ' ένα λουρί. Βγήκαμε αργά απ' το χωράφι, αλλά μόλις φτάσαμε στη δημοσιά ο πρώτος σπηρούνισε άγρια τα πλευρά του αλόγου που άρχισε να καλπάζει ακολουθούμενο από το δικό μας, είκοσι βήματα πιο πίσω.

Διανύσαμε έτσι ενός τσιγάρου δρόμο. Μετά, φτάνοντας στις παρυφές της πόλης, στρίψαμε αριστερά, σ' ένα δρόμο που οδηγεί ίσια στο Δούναβη. Ο καλπασμός ήταν τόσο ξέφρενος που μ' έκανε να πιστέψω ότι ήμουν καβάλα στο διάβολο. Στο υπέροχο φως του φεγγαριού, που ασήμωνε το δρόμο, τα μαλλιά της Κύρας ανέμιζαν σαν ωχρή ρόκα.

Λίγο αργότερα αρχίσαμε να κατηφορίζουμε μια πλαγιά· μόλις πρόβαλε αστραφτερό το ποτάμι, τα δυο άλογα έκοψαν τον τρελό καλπασμό τους και τελικά σταμάτησαν απότομα σ' ένα μικρό δάσος από ιτιές· βρισκόμασταν σε μια περιοχή που λεγόταν Καταγάτς, μια ώρα απόσταση με τα πόδια από το λιμάνι και το σπίτι μας. Εκεί, χωρίς να κατεβούν απ' τ' άλογο, οι δυο άντρες πλησίασαν κι αντάλλαξαν μερικές λέξεις, που δεν τις κατάλαβα. Ύστερα ο μεγαλύτερος έβαλε τα δάχτυλα μες στο στόμα και άφησε ένα μακρόσυρτο και διαπεραστικό σφύριγμα και ύστερα άλλα δυο.

Αμέσως ένα γεροντάκι με μακριά άσπρη γενειάδα ξεπρόβαλε μέσα απ' τις ιτιές, πλησίασε σέρνοντας τα ξυλοπάπουτσά του και έκανε ένα τεμενά με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

Οι θείοι μου είπαν στα τούρκικα:

Page 45: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

«Καλησπέρα, Ιμπραήμ».

Πήρε τ' άλογα απ' τα χαλινάρια και τον ακολουθήσαμε. Πολύ κοντά, από την άλλη πλευρά, απέναντι στο Δούναβη, βρισκόταν το καλύβι του, μισογκρεμισμένο απ' τις πλημμύρες. Ήταν ψαράς καραβίδων και μικροκαλλιεργητής καρπουζιών. Την τρίτη του δραστηριότητα τη μαντεύετε εύκολα. Έδεσε τ' άλογα σ' ένα καλαμένιο υπόστεγο και μπήκε στην καλύβα του όπου ο μεγάλος θείος πήγε να του μιλήσει για λίγο. Ύστερα βγήκε μόνος του, πήρε την Κύρα στην αγκαλιά του και απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές. Ο αδερφός του έκανε το ίδιο με μένα. Κι ενώ μας κουβαλούσαν έτσι, σα μωρά παιδιά, οι δυο άντρες κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι, βαδίζοντας στην ακροποταμιά. Τα πόδια τους βούλιαζαν στην υγρή λάσπη. Ξερόκλαδα έσπαγαν στο διάβα τους.

Φτάσαμε στην κατηφοριά κι αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε. Το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και παρατηρήσαμε ότι το παράθυρο με το σπασμένο τζάμι είχε φραχτεί σταυρωτά με δυο σανίδες. Οι θείοι μας τέντωσαν τ' αυτί τους· ύστερα ξήλωσαν τις σανίδες με τα ραβδιά τους και μπήκαμε στο σπίτι. Ο μεγαλύτερος μας είπε:

— Θα κατεβούμε στην αυλή και θα κρυφτούμε στην αποθήκη. Εκεί θα μείνουμε στην ανάγκη και μέχρι το πρωί. Κλείστε το παράθυρο, ανάψτε μερικά κεριά, φάτε κάτι και κοιμηθείτε με τα ρούχα στο σοφά... ακούτε;... στο σοφά... και χωρίς να σβήσετε το φως! Αν καταφτάσουν κι αρχίσουν να σας ανακρίνουν, πείτε τους, ό,τι σας κατεβεί στο κεφάλι: δε θα σας ζαλίσουν για πολλή ώρα. Μην αφήσετε ανοιχτές τις κουρτίνες του παραθύρου της αυλής! Έχει μεγάλη σημασία... Και μη ξεχάσετε να μείνετε στο σοφά.

Εξαφανίστηκαν απ' το παράθυρο.

Α... οι ώρες εκείνης της νύχτας! Χίλια χρόνια να ζήσω, ως το θάνατό μου θα θυμάμαι ακόμα εκείνες τις φοβερές στιγμές...

Μισούσα τον ανελέητο πατέρα μου καθώς και το φτυστό του δημιούργημα· ποθούσα απ' τα τρίσβαθα της ψυχής μου να τους καταπιεί η κόλαση! Μα το να λαχταράς το χαμό κάποιου είναι καθαρά υπόθεση μίσους, αλλά να παραβρίσκεσαι στην εκτέλεσή του, είναι κάτι που χρειάζεται να 'χεις. Να 'χεις τι πράγμα; Δεν ξέρω! Ήθελα να πω ότι πρέπει να είσαι ωμός, αλλά η Κύρα δεν ήταν ωμή... είμαι βέβαιος.

Τότε; Πόσο θλιβερό είναι να είσαι άνθρωπος και να καταλαβαίνεις τη ζωή λιγότερο κι απ' τα ζώα! Γιατί ο οίκτος να συνταιριάζεται με το μίσος; Και γιατί ν' αγαπάμε;

Όταν μείναμε μόνοι, η πρώτη μου αντίδραση, αφού πρώτα ανάψαμε τα κεριά ήταν να κοιτάξω την Κύρα κατάματα· ήταν αφοσιωμένη στην προσμονή της εκδίκησης. Γιόρταζε. Βρισκόταν σε έκσταση, φόρεσε ένα έξωμο φουστάνι, φτιασιδώθηκε όπως όταν υποδεχόμασταν τους μουσαφίρηδες και δε σταμάτησε ούτε λεπτό να σιγοτραγουδάει. Στ' αριστερό μάγουλο είχε ένα πρήξιμο, χοντρό σαν καρύδι.

— Φίλησέ το, μου είπε δυνατά. Αυτή τη νύχτα η φωτιά του μουσκέτου θα το σβήσει!..

— Κύρα, είπα φιλώντας την πληγή της, δε θα προτιμούσες να φωνάζαμε τους θείους και να φεύγαμε μαζί τους;

— Όχι, φώναξε. Πρώτα πρέπει να τιμωρήσουμε τον άνθρωπο που κακοποίησε τη μάνα μας. Αμέσως μετά θα φύγουμε. —Μα θα είναι φρικιαστικό το θέαμα.

— Θα είναι όμορφο, ούρλιαξε αγκαλιάζοντάς με και φιλώντας με.

Page 46: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Τα λεπτά κύλησαν αργά, τρομακτικά, σα μέσα σε εφιάλτη. Έτρεφα την ελπίδα πως ο πατέρας κι ο αδελφός μου δε θα 'ρχονταν ούτε απόψε, ούτε τις επόμενες βραδιές και πως οι θείοι θα κουράζονταν και θα εγκατέλειπαν το σχέδιό τους. Μα φαίνεται πως οι ουρσιλέλ15 είχαν αποφασίσει ενάντια στην επιθυμία μου. Και ποιος ξέρει αν η θέληση της Κύρας δεν ήταν και δική τους θέληση;

Έτρεχε στον καθρέφτη για να κοιταχτεί και στα παράθυρα ν' αφουγκραστεί, χάιδευε τα μαλλιά της, χόρευε με το πέπλο της και ξάπλωνε στα μαξιλάρια γελώντας παράξενα. Ξαφνικά έπεσε σε περισυλλογή, σηκώθηκε, πήγε σε μια διπλανή κάμαρα και ξαναγύρισε μ' ένα μικρό μαχαίρι.

— Το βλέπεις αυτό; μου είπε υπόκωφα. Αν προδώσεις τους θείους μας, θα το καρφώσω στην καρδιά σου. Στ' ορκίζομαι στη μάνα μας!

Τρόμαξα. Αυτή η σκέψη δεν είχε περάσει απ' το μυαλό μου. Ικέτεψα την Κύρα:

— Βάλ' το πάλι στη θέση του, Κύρα! Κι εγώ σου ορκίζομαι στη μάνα μας, πως δε θα πω τίποτα!

Αλλά παρόλα αυτά έκρυψε το μαχαίρι στον κόρφο της.

Μόλις που είχε προλάβει να το κρύψει όταν οι μεντεσέδες της πόρτας στρίγκλισαν ένα γοερό παράπονο που ήχησε στην καρδιά μου σαν ουρλιαχτό ετοιμοθάνατου. Η Κύρα ανατρίχιασε, τα μάτια της πέταξαν σπίθες και ρίχτηκε στο σοφά δίπλα μου, ψιθυρίζοντάς μου στ' αυτί:

— Μην κοιτάξεις καθόλου προς τα παράθυρα της αυλής. Καθόλου!

Το κλειδί γλίστρησε στην κλειδαριά και παγωμένος, καθηλωμένος δίπλα στην Κύρα, είδα τον πατέρα μου να εμφανίζεται, ακολουθούμενος απ' τον πρωτότοκο γιο του, με το μέτωπο ζαρωμένο, τις γροθιές σφιγμένες...

Μόλις που πρόλαβε να μας ρωτήσει δείχνοντας το ανοιχτό παράθυρο προς την κατηφόρα:

— Ποιος το 'σπασε αυτό; Που είναι η μάνας σας;

Δυο πυροβολισμοί, σχεδόν ταυτόχρονοι, διαπέρασαν το παράθυρο, παραβίασαν το σπίτι και γέμισαν το δωμάτιο με πυκνό καπνό που μύριζε καμένο πανί και μπαρούτι. Στριμωγμένος στην αγκαλιά της Κύρας, δεν μπόρεσα να δω τίποτα άλλο σ' αυτό το φρικιαστικό δευτερόλεπτο, παρά τον αδερφό μου να πέφτει ανάσκελα και τον πατέρα να πηδάει απ' το παράθυρο. Έκλεισα έντρομος τα μάτια· μα τα ξανάνοιξα αμέσως για ν' αντικρίσουν το μεγάλο μου αδερφό κατάχαμα με το κεφάλι ανοιγμένο σαν καρπούζι που το σύντριψαν στον τοίχο και τους δυο θείους μου ν' αδειάζουν τα πιστόλια τους πίσω από τον πατέρα μου, κρεμασμένοι στο παράθυρο απ' όπου το είχε σκάσει.

Σπρώχνοντάς με η Κύρα πήδησε στη μέση του δωματίου και φώναξε:

«Αστοχήσατε! Αστοχήσατε! Μόνο στ' αριστερό αυτί χτυπήθηκε!»

Αντί γι' απάντηση έσβησαν τα κεριά και ο μικρότερος θείος βγήκε στην αυλή ενώ ο πρωτότοκος μας έσπρωχνε μέσα. Μας υποχρέωσε να καθίσουμε σ' ένα ντιβάνι· κι εκεί, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, μας είπε:

15 Οι τρεις μοίρες που παραβρίσκονται στη γέννα

Page 47: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Σας φιλώ, Κύρα, Ντραγκομίρ, ίσως για τελευταία φορά... Ο πατέρας σας είναι ο τρίτος άνθρωπος που μου ξεφεύγει κι αν πρέπει να πιστέψω τη μοίρα, ο θάνατός μου θα έρθει απ' το χέρι του τρίτου εχθρού μου που το μουσκέτο μου αστόχησε να χτυπήσει κάτω απ' το λαμπρό φεγγαρόφωτο, φυσικά θα προσπαθήσω να υπερασπισθώ το τομάρι μου, αλλά δεν πισωγυρνάς το πεπρωμένο... Ακούστε τώρα! Το αφεντικό του πανδοχείου που ανήκει στη μητέρα σας, θα 'ρθει σε λίγο να σας πάρει. Στο σπίτι του σας περιμένουν δυο δωμάτια και όλα τ' απαραίτητα. Αύριο θα ξανάρθει εδώ να μαζέψει τα προσωπικά σας είδη. Σ' αυτό το σπίτι δε θα ξαναπατήσετε ποτέ πια!

— Δε θα μας πάρετε μαζί σας; ρώτησε η Κύρα με τρεμάμενη φωνή.

— Όχι, δεν έχω αυτό το δικαίωμα... Η ζωή μας είναι σκληρή κι εσείς μεγαλώσατε στα πούπουλα...

— Μα έτσι θα μας σκοτώσει ο πατέρας μας...

— Δε θα σας σκοτώσει. Πρώτα απ' όλα, γιατί πολύ σύντομα θα του στήσουμε πάλι καρτέρι κι αυτή τη φορά δε θα γλιτώσει γιατί είμαστε δύο και είναι μόνος του. Ζήστε όπως σας αρέσει και πείτε πως δε γνωριστήκαμε ποτέ. Δε θα ξαναϊδωθούμε παρά μόνο αν βγει απ' τη μέση το σκυλί. Αν, από καιρό σε καιρό, θέλετε να μάθετε αν ζούμε, πηγαίνετε στον ξενοδόχο και ψιθυρίστε του τ' όνομά μου: Κοσμάς. Θα σας πει ό,τι ξέρει. Μα κυρίως θα ξέρει ο Ιμπραήμ, ο ψαράς, και στην περίπτωση που τον ακούσετε να φωνάζει κάτω απ' τα παράθυρά σας, «Καραβίδες, φρέσκες! Καραβίδες!» κατεβείτε κι ακολουθείστε τον έξω απ' την πόλη. Θα 'χει να σας φέρει κι από μας κάποιο μήνυμα. Τέλος, αν οι αρχές σας ανακρίνουν για τα γεγονότα αυτής της νύχτας, πείτε όσα είδατε αλλά μην πείτε τι σκέφτεστε, και μη σκέφτεστε τίποτα!

Σώπασε... Βήματα ακούγονταν στην αυλή. Ο ξενοδόχος μπήκε. Ο θείος μας φίλησε κι εξαφανίστηκε, φύγαμε αμέσως μετά.

Το πανδοχείο βρισκόταν καμιά πενηνταριά βήματα μακριά απ' το σπίτι μας και είχε παρόμοια θέση. Αλλά τι διαφορά ανάμεσα στις ανέσεις των δωματίων μας και στη λιτότητα εκείνων που μας παραχώρησε ο ξενοδόχος, παρόλο που ήταν τα καλύτερα! Κλάψαμε με την ψυχή μας. Ευτυχώς που τα δωμάτια έβλεπαν στο Δούναβη κι επικοινωνούσαν μεταξύ τους.

Μπροστά στην τρεμάμενη φλόγα ενός μοναδικού κεριού, ανάμεσα στα φτωχικά έπιπλα, το άψυχο και τριμμένο χαλί, η Κύρα ρίχτηκε ντυμένη όπως ήταν στο κρεβάτι, συνειδητοποίησε τη ματαιότητα της εκδίκησής της και έκλαψε πιο δυνατά από μένα.

Φοβήθηκα να μείνω μόνος στο δωμάτιό μου και με μάτια γεμάτα τρόμο κουβάλησα ένα σκέπασμα και ξάπλωσα στο ντιβάνι της αδερφής μου. Αποκοιμήθηκα αμέσως αποκαμωμένος από τις τρεις μέρες των βασανιστηρίων, αφήνοντας το κερί αναμμένο και την Κύρα με τα ξυλοπάπουτσά της.

Το άλλο πρωί ένιωθα παρόλα αυτά καθησυχασμένος όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου γλίστρησαν στο δωμάτιο που φάνηκε τώρα πιο όμορφο. Αλλά η σκέψη πως θα ξανάβλεπα τον πατέρα μου, με ξετρέλανε. Ξύπνησα την Κύρα που κοιμόταν και της πρότεινα να εξαφανιστούμε. Συμφωνούσε. Με τα μάτια κατακόκκινα και το πρόσωπο πρησμένο, καθόταν στην άκρη του κρεβατιού έτοιμη να καταρρεύσει. Νόμισα ότι είχε τύψεις και τη ρώτησα.

— Όχι, μου απάντησε εκείνη. Είμαι απελπισμένη που ξέφυγε ο πατέρας... Αν είχε «αποδημήσει» την ίδια στιγμή με το γιο του, θα βρισκόμασταν τώρα στο σπίτι μας... Αυτή η

Page 48: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ασχήμια εδώ μέσα με αηδιάζει...

Και έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα στο δωμάτιο. Βγήκαμε. Μπροστά στην πόρτα με την πρωινή δροσιά, ο ξενοδόχος κάπνιζε το ναργιλέ του. Σηκώθηκε και μας έκανε μια υπόκλιση.

— Μπορώ να σας ρωτήσω γιατί βγαίνετε τόσο νωρίς; είπε με πολύ σεβασμό στα τούρκικα.

— Αμπού Χασάν, φοβόμαστε την αστυνομία και τον πατέρα μας, απάντησε η Κύρα στην ίδια γλώσσα.

— Θα τα κανονίσω όλα εγώ όσο εσείς θ' αναπαύεστε στο φτωχικό μου.

Και ρίχνοντας μια ματιά πίσω του, συμπλήρωσε ψιθυριστά:

— Γι' αυτό βρίσκεστε εδώ.

Δεν έμαθα ποτέ τι ρόλο έπαιζε αυτός ο άνθρωπος, ούτε και ποια ήταν η σχέση του με την οικογένεια της μητέρας μας· ξέρω όμως ότι πραγματικά κανένας δεν ήρθε να μας ενοχλήσει στο πανδοχείο. Και ο πατέρας δε φάνηκε πια. Στο μεταξύ, καθώς είχαμε γίνει δύσπιστοι, απομονωθήκαμε. Έτσι άρχισε αυτή η όμορφη και συνάμα θλιμμένη ζωή, που κράτησε ένα μήνα και που ήταν γεμάτη ήλιο αλλά και προβλήματα.

Ήταν κάτι καινούριο για μας μια πτυχή άγνωστη, μια άλλη ζωή, δυο πουλιά που δραπέτευσαν απ' το κλουβί τους και δοκίμαζαν τα φτερά τους. Και ρίχνονταν τυφλωμένα στο φως!

Το σπίτι είχε μια έξοδο από την πίσω μεριά, πολύ βρώμικη αλλά και πολύ πρακτική, γιατί μας επέτρεπε να πηγαινοερχόμαστε χωρίς να μας βλέπει κανένας. Ήταν μια μικρή πορτούλα που οδηγούσε σε μια πρωτόγονη σκάλα λαξεμένη στην πλαγιά της χαράδρας προς το μέρος του λιμανιού και αυτή η σκάλα βρισκόταν ακριβώς κάτω απ' τα παράθυρά μας. Όταν πια συνηθίσαμε στη δυστυχία μας, λέγαμε γελώντας ότι είναι ακόμα καλύτερα κι από το σπίτι γιατί η πλαγιά κάτω απ' τα παράθυρα του σπιτιού μας δεν είχε σκάλα.

Το σκάγαμε νωρίς το πρωί, αφού προγευματίζαμε και γυρνούσαμε το μεσημέρι. Μας σέρβιραν το γεύμα στα δωμάτιά μας. Τ' απογεύματα τα περνούσαμε πάλι έξω. Ο θέρος είχε τελειώσει και η Κύρα χαιρόταν να μαζεύει τα πεσμένα στάχια να τα κάνει δεμάτι και να τα χαρίζει στις φτωχές σταχομαζώχτρες που καταπονούνταν στα χωράφια. Ή άλλοτε πηγαίναμε να τρέξουμε στις άγονες εκτάσεις όπου έβοσκαν χιλιάδες πρόβατα και η κινούμενη μάζα τους μετακινιόταν ακατάπαυστα, αφήνοντας πίσω το έδαφος κατάσπαρτο από κοπριές καθώς και τούφες από μαλλιά πάνω στα γαϊδουράγκαθα.

Μια φορά τα βήματά μας μας οδήγησαν μέχρι τα δυο αναχώματα όπου μας είχε αφήσει η μητέρα μας και ανακαλύψαμε πως το βράδυ του φευγιού μας με τους θείους, είχαμε ξεχάσει το δέμα με την τροφή μας. Αδέσποτα σκυλιά το είχαν ξεσκίσει και έφαγαν ό,τι βρήκαν· δεν απέμεναν παρά τα λείψανα των σχισμένων χαρτιών.

Κλάψαμε πικρά. Η θύμηση της συμφοράς μας συνδυαζόταν με μια από τις πιο θλιβερές μέρες της ζωής μας, θύμηση που αρχίζαμε όμως ν' αποδιώχνουμε· και αυτές οι στιγμές του παιδικού πόνου εναλλάσσονταν με τις στιγμές της ξέχειλης χαράς που φούσκωνε τα στήθη μας. Αναθρεμμένοι «μέσα στα πούπουλα», σύμφωνα με την έκφραση του θείου Κοσμά, λουλούδια της σέρας κι οι δυο, δεν είχαμε ζήσει παρά μόνο τις απολαύσεις του σπιτιού της μάνας μας: τους χορούς, τα τραγούδια, την κοκεταρία, και την καλοφαγία. Μα ανακαλύπταμε τώρα ότι υπήρχε ένα «έξω» και πως αυτό το «έξω», πλούσιο, αρωματισμένο με πρωτόγονα αρώματα, ήταν πολύ πιο όμορφο. Δεν είχαμε γνωρίσει ως τώρα τι σημαίνει να τρέχεις πίσω από μια πεταλούδα, να χαϊδεύεις μια πράσινη ακρίδα, ν' αδράχνεις τις

Page 49: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

χοντρές σφήκες με το κεντρί, ν' ακούς τα πουλιά να τραγουδάνε στην απέραντη αυτοκρατορία τους, το γρύλλο, αόρατο στο σκοτάδι της νύχτας να μπλέκει τα κρι-κρι του με τη μακρινή φλογέρα κάποιου βοσκού, τη μέλισσα να τρυγάει τα λουλούδια, με τα πόδια της πασπαλισμένα γύρη. Και πάνω απ' όλα δεν είχαμε ιδέα για την ηδονή που γεύεται η καρδιά όταν το κορμί λικνίζεται στα χάδια του αέρα που φυσάει το καλοκαίρι πάνω απ' τα χωράφια.

Τα γνωρίσαμε όλα αυτά και η γεύση των γλυκισμάτων ξεθώριασε· ξεθώριασε ακόμα η ηδονή που μας άφηνε ο χορός, ο καπνός των ναργιλέδων, και η μυρωδιά των αρωμάτων. Ξεθώριασαν η παραμορφωμένη μάνα και το πάθος της εκδίκησης. Το δέρμα της Κύρας ξάνθυνε απ' τον ήλιο· και ποτέ πιο όμορφη γυναίκα δεν έτρεξε σ' ένα χωράφι με τα μάτια υγρά απ' τον έρωτα, τα μαλλιά ν' ανεμίζουν σα λάβαρο, τη φούστα απερίσκεπτα ανασηκωμένη, τα στήθη να προσφέρονται ηδονικά στο θεό Ήλιο!

Στο μεταξύ, μια φήμη απλωνόταν στη γειτονιά. Έλεγαν με σιγουριά πως οι εραστές της μάνας μου σκότωσαν τον αδερφό μου κι έκοψαν με μια πιστολιά το αριστερό αυτί του πατέρα μου! Κι έφταναν ακόμα μέχρι και να κατονομάζουν δυο από τους παλιούς μας μουσαφίρηδες, που, από μια περίεργη σύμπτωση, είχαν μπαρκάρει για την Ισταμπούλ την ίδια νύχτα του δράματος. Καταλάβαμε πως ο πατέρας έκρυβε το μυστικό των φονικών.

Ησυχασμένοι απ' την αδιαφορία που έδειχνε για μας ξαναρχίσαμε τους περιπάτους μας. Τώρα όμως η Κύρα έδειχνε λιγότερη διάθεση. Βλέπετε, οι παλιοί μας μουσαφίρηδες είχαν αρχίσει να πολιορκούν τη νέα κατοικία μας και να κάνουν καντάδες κάτω απ' τα παράθυρά μας, προς τη μεριά του λιμανιού, που σπάνια περνούσαν διαβάτες. Άβολα κρεμασμένοι απ' τα σκαλοπάτια της σκάλας που κόντευε να καταρρεύσει, γίνονταν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότεροι. Ήταν κωμικό το θέαμα να βλέπεις τους άντρες αυτούς, γελοία στιβαγμένους στην πλαγιά της χαράδρας, να τραγουδάνε παράφωνα, να μπερδεύουν τους ήχους των οργάνων τους σε μια απαίσια κακοφωνία, να τσακώνονται σα λωποδύτες σε πανηγύρια και καμιά φορά να κατρακυλάνε στην πλαγιά σαν άδεια σακιά!

Η Κύρα κι εγώ διασκεδάζαμε κοιτάζοντας από τα παράθυρα μας αυτούς τους τρελούς που όλοι τους, ζητούσαν ένα ραντεβού. Ο Αμπού Χασάν τους έχυνε κουβάδες με κρύο νερό στο κεφάλι, αλλά ο έρωτας είναι πιο δυνατός απ' το νερό και συνέχιζαν να μας πολιορκούν. Για να τους βασανίσει η Κύρα ξανάρχισε να στολίζεται κι έτσι έμεινα μόνος να κάνω τους περιπάτους μου τα πρωινά. Έκανα όμως τους περιπάτους μου με κέφι και δεν απομακρυνόμουν. Ο Δούναβης με τραβούσε με μια ακατανίκητη δύναμη. Είχα περάσει τα έντεκα και δε γνώριζα την απόλαυση της βαρκάδας στο ποτάμι με μια απ' αυτές τις βάρκες που οι βαρκάρηδες τραγουδάνε παθιασμένα καθώς γλιστράνε στα νερά.

Εκείνο τον καιρό το λιμάνι δεν είχε αποβάθρες και προχωρούσαμε κάμποσο μέσα στο ποτάμι, ώσπου το νερό μας έφτανε μέχρι το στήθος. Για να μπούμε σε βάρκα έπρεπε να διασχίσουμε μερικές ξύλινες προκυμαίες. Τα ιστιοφόρα, αραγμένα στο βάθος, πηγαινοέρχονταν με το κύμα πάνω στην πλωτή γέφυρα, που ήταν φτιαγμένη από κούτσουρα και σανίδες. Μια μηρμυγκιά φορτοεκφορτωτών Τούρκων, Αρμενίων και Ρουμάνων, με τα τσουβάλια στην πλάτη, πηγαινοέρχονταν βιαστικά σ' αυτές τις πλωτές γέφυρες που λύγιζαν κάτω απ' το βάρος τους.

Άρχισα να χαζεύω από μακριά όλον αυτό τον κόσμο. Μετά ανακατεύτηκα με τα αλητάκια που ήταν τεσσάρων ή πέντε χρόνων, και τριγυρνούσαν στην πόλη, και πήρα μια γεύση απ' τα παιχνίδια τους. Μ' άρεσε περισσότερο να τα βλέπω να τσαλαβουτάνε ολόγυμνα, σα μικρά μελαχρινά διαβολάκια. Ήθελα να κολυμπήσω κι εγώ μαζί τους, αλλά φοβόμουν, καθώς τα έβλεπα να παλεύουν μέσα στο νερό, βυθίζοντας ο ένας το κεφάλι του άλλου μέχρι ασφυξίας. Και μια μέρα έβγαλαν στην όχθη ένα μπόμπιρα, ξανθό σαν κι έμενα, που

Page 50: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ήταν σχεδόν πνιγμένος και δεν ανέπνεε πια.

Τότε παράτησα τα παιδιά και βάλθηκα να χαζεύω τους βαρκάρηδες, ξαπλωμένους στις βάρκες τους, μισοκοιμισμένους κάτω απ' τον ήλιο, να καπνίζουν ή να σιγοτραγουδάνε· μια φορά ζήτησα από κάποιον, στα τούρκικα, να με κάνει μια μικρή βόλτα στο ποτάμι. Μου απάντησε πως γι' αυτό χρειάζονται παράδες και δεν ήξερα τι σημαίνει να έχεις χρήματα και να πληρώνεις. Με θεώρησε ανόητο και μου εξήγησε ότι κέρδιζε την ζωή του μεταφέροντας κόσμο με τη βάρκα του. Μιλώντας κοίταζε που και που πίσω μου, κλείνοντας το μάτι και μετά, παρατηρώντας τα ακριβά ρούχα μου, ξέσπασε:

«Α! αυτά τα πλουσιόπαιδα! Δεν ξέρουν ότι χρειάζεται λεφτά για να ζήσει κάποιος!»

Γυρνώντας τότε αντίκρισα έναν ηλικιωμένο Τούρκο, όμορφο και ακριβοντυμένο, που στεκόταν κάπως παράμερα, ακουμπισμένος στο γυριστό μπαστούνι του και παρακολουθούσε τη συζήτηση. Με φώναξε κοντά του κάνοντάς μου νόημα με το δάχτυλό του και μου είπε:

— Είσαι Τούρκος; Μιλάς πολύ καλά τη γλώσσα.

— Όχι, απάντησα. Είμαι Ρουμάνος.

Με ανέκρινε κάμποση ώρα εγκάρδια και φιλικά. Μα δεν απάντησα σ' όλες τις ερωτήσεις. Όμως μου φαινόταν συμπαθητικός... Α! Γιατί δε διαισθάνθηκα τη συμφορά;

Είχα μπροστά μου τη μισητή ύπαρξη που κατέστρεψε τη ζωή μου και τη ζωή της Κύρας: τον Ναζίμ Εφέντη, έμπορο υφασμάτων και προμηθευτή χαρεμιών, όπως και τόσοι άλλοι εκείνη την εποχή!

Το τέρας μου έδειξε τον καλύτερο εαυτό του: εμφανίστηκε σοβαρός, ήσυχος, συγκρατημένος. Ζητώντας μου συγγνώμη για μια στιγμή, κατευθύνθηκε στη βάρκα του, ταπετσαρισμένη με πολυτέλεια, και μου είπε σε τόνο αδιάφορο:

— Αν κατά τύχη θελήσεις να κάνεις μια βόλτα στο ποτάμι, μόνος σου ή με την αδερφή σου, το ιστιοφόρο μου βρίσκεται στη διάθεσή σας.

Φώναξε τον κωπηλάτη του, έναν Άραβα, και τον πρόσταξε να ξεκινήσουν. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ μ' αυτή την προσφορά, που σχεδόν μετάνιωσα επειδή δεν επωφελήθηκα αμέσως, φοβόμουν μήπως και δεν τον ξανασυναντήσω.

Με φτερά στα πόδια, έτρεξα στο πανδοχείο και ανέβηκα τη σκάλα της χαράδρας, στέλνοντας φιλιά στην Κύρα που καθόταν στο παράθυρο.

— Δεν είσαι εντάξει, μου είπε. Πας στις διασκεδάσεις σου κι έμενα μ' αφήνεις μονάχη εδώ να πλήττω!

— Θα διασκεδάσεις αύριο σαν πριγκίπισσα στο ιστιοφόρο του Μπέη, φώναξα.

Και της εξιστόρησα χωρίς να πάρω ανάσα το θαύμα που μόλις πριν λίγο μου είχε συμβεί. Α... γιατί να μην αποδειχθεί πιο ώριμη, πιο μυαλωμενη από μένα! Ρούφηξε τα λόγια μου και γοητεύθηκε τόσο που η ανυπομονησία να σεριανίσει στο Δούναβη μέσα σ' ένα πολυτελές ιστιοφόρο της έφερε αϋπνία.

Το άλλο πρωί το πέρασε να στολίζεται και να με περιποιείται. Προς το μεσημέρι κατηφορίσαμε στο ποτάμι. Ο Άραβας με τη βάρκα ήταν εκεί αλλά όχι κι ο Τούρκος. Τολμηρή η Εύα τον ρώτησε:

Page 51: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Εξακολουθείς να έχεις διαταγή να μας πας περίπατο;

— Ναι, απάντησε ο άντρας καθώς σηκωνόταν.

Τότε εκείνη έτρεξε στην αποβάθρα και πήδησε σαν ελαφίνα στο σκάφος. Ακολουθώντας την, άκουσα ένα βαρκάρη να λέει πίσω απ' την πλάτη μου τα λόγια που θα ξαναθυμόμουν έντονα μέσα στη μεγάλη συμφορά.

— Τι ωραίο θήραμα!

Μετέφερα τα λόγια αυτά στην Κύρα και τη ρώτησα για τη σημασία τους.

— Είναι ανόητοι, απάντησε.

Ένας αδύναμος ζέφυρος φυσούσε και για πρώτη φορά γευτήκαμε την απόλαυση να γλιστράς ανεμπόδιστα πάνω στο νερό· το πανί του ιστιοφόρου μόλις που φούσκωνε. Η όχθη απομακρυνόταν όταν ξαφνικά αρχίσαμε να λικνιζόμαστε πάνω στα κύματα. Η Κύρα φοβήθηκε και φώναξε:

— Μην πας στη μέση του ποταμού. Πλησίασε στο λιμάνι.

Ο Άραβας χειρίστηκε επιδέξια το τιμόνι και πλησιάσαμε πάλι στην όχθη του ποταμού. Διακρίναμε το θλιβερό ερειπωμένο σπίτι μας να ορθώνεται δίπλα στο πανδοχείο με τα παράθυρα των δωματίων μας ανοιχτά. Η βάρκα τα προσπέρασε αργά, καθώς και τη μυρμηγκιά του λιμανιού, τα πολυάριθμα ιστιοφόρα, τα φορτηγά και τις πλωτές γέφυρες και βρεθήκαμε στην άλλη άκρη όταν η βάρκα κατευθύνθηκε σε μια μοναχική αποβάθρα και άραξε. Εκεί, μας περίμενε όρθιος ο Τούρκος. Προχώρησε, χαιρέτισε την Κύρα με μια βαθιά υπόκλιση και τη βοήθησε να κατέβει. Εκείνη φάνηκε κολακευμένη. Ο Τούρκος είχε χάρη στις κινήσεις του και κομψότητα στους τρόπους, κάτι που έλειπε από τους άξεστους μουσαφίρηδές μας.

Α, η φτωχή ανθρώπινη καρδιά που παραδίνεται στη χαρά της ζωής... Πόσο σταθήκαμε τυφλοί... Από ποια απερισκεψία δεν υποψιαστήκαμε τι έκρυβε η ευγενική υποδοχή του Τούρκου και η σκόπιμη απουσία του κατά την αναχώρησή μας!

Φάνηκε ακόμα πιο πονηρός. Η Κύρα, παρασυρμένη από τον ενθουσιασμό της, του ζήτησε να επισκεφθεί το ιστιοφόρο του. Αυτό ακριβώς επιδίωκε κι εκείνος· ήταν πια σίγουρος για τη λεία του και της απάντησε πονηρά:

— Όχι τώρα, χαριτωμένη μου κοπέλα! Το ιστιοφόρο μου είναι αραγμένο από την άλλη πλευρά του ποταμού, στο βραχίονα του Μασέν, όπου τα νερά αλλάζουν μια και δεν έχετε συνηθίσει στις δίνες θα ζαλιζόσασταν σίγουρα. Αλλά θα ικανοποιήσω σύντομα την επιθυμία σας... Στο μεταξύ θα χαιρόμουν να σας διαθέσω τη βάρκα μου. Θα μου κάνετε τιμή αν την χρησιμοποιείτε!

Λέγοντας αυτά τα λόγια, μας χαιρέτησε μ' ένα σαλαμαλέκ που έκανε τα μεταξωτά του ρούχα να θροΐσουν, έφερε τα χέρια του στο μέτωπο, στο στόμα και στο στήθος και ανέβηκε στη βάρκα.

Page 52: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Αυτή η καινούρια απόλαυση μας έκανε να ξεχάσουμε τη μάνα, τον πατέρα, τους θείους, τους μουσαφίρηδες και το Θεό τον ίδιο. Παραδοθήκαμε ψυχή και σώμα στα νύχια του Τούρκου. Τρεις μέρες συνέχεια λικνιζόμασταν στο Δούναβη, πηγαίνοντας όλο και μακρύτερα. Μια μέρα η βάρκα απομακρύνθηκε τόσο πολύ που αγγίξαμε την απέναντι όχθη. Και τελικά η περιέργειά μας ικανοποιήθηκε· επισκεφθήκαμε το ιστιοφόρο. Ήταν μεγάλο και καινούριο. Η μυρωδιά της πίσσας μας χτύπησε στη μύτη, κι όλες οι εξηγήσεις του Άραβα για το ρόλο των πανιών, των καταρτιών και του δάσους των σχοινιών μας φάνηκαν ακατανόητες.

Ο Ναζίμ εφέντης μας δέχτηκε ντυμένος με καφτάνι και φορώντας παντούφλες, μέσα στη μεγαλόπρεπη καμπίνα του, πλάι στο μπροστινό κατάρτι. Ποτέ άλλοτε τα μάτια μας δεν είχαν αντικρίσει τέτοιο πλούτο: ανατολίτικα χαλιά, χαλκώματα, χρυσοκέντητα μαξιλάρια, αραβουργήματα, και μια τεράστια συλλογή όπλων... ντουφέκια, πιστόλια, σπαθιά, γιαταγάνια, όλα πλουμισμένα με χρυσό ασήμι και ελεφαντόδοντο. Αρώματα άγνωστα μας χάιδευαν ευχάριστα τα ρουθούνια. Πάνω στους τοίχους, τους σκεπασμένους με χαλιά, σε περίοπτη θέση, κρέμονταν κάδρα με αποσπάσματα από το Κοράνι και προσωπογραφίες από οδαλίσκες εκτυφλωτικής ομορφιάς, που μαγνήτισαν το βλέμμα της Κύρας. φώναξε:

— Πόσο ωραίες είναι!

— Είσαι το ίδιο ωραία κοπέλα μου! την κολάκεψε ο Τούρκος.

Μας πρόσφεραν νόστιμους μπακλαβάδες, καφέ σε υπέροχα ζωγραφιστά φλυτζάνια και θαυμάσιους ναργιλέδες με αρωματισμένο τουμπάκι. Ο οικοδεσπότης ήταν ευγενικός, ευχάριστος και καλοσυνάτος. Διακριτικά ρώτησε την Κύρα για τη ζωή μας κι εκείνη, χωρίς να τα πει όλα, του είπε πάρα πολλά. Έσπευσε πριν απ' όλα να τον πληροφορήσει πως λάτρευε το χορό κι ο Ναζίμ εφέντης ευχαριστημένος σηκώθηκε και μας ξεπροβόδισε λέγοντας:

— Λοιπόν, να έρχεσαι να χορεύεις εδώ όποτε σ' αρέσει!

Μας οδήγησαν πίσω στη ρουμάνικη όχθη.

Ήμουν ευχαριστημένος και περήφανος για την ανακάλυψή μου. Δεν είχα αμφιβολίες για τίποτα... Η Κύρα ήταν ακόμη πιο ευχαριστημένη και ακόμα λιγότερο την απασχολούσε κάποια αμφιβολία. Εγκαταλείψαμε όλες τις προηγούμενες συνήθειές μας. Η μαγεία του ολέθριου ιστιοφόρου μας απορρόφησε ολοκληρωτικά. Κάναμε καθημερινά βαρκάδα και δεν πηγαίναμε στα δωμάτιά μας παρά για να φάμε και να κοιμηθούμε. Κι ακόμα! Η Κύρα έβρισκε πως τα φουστάνια της δεν ήταν αρκετά πολυτελή και τα δωμάτια του πανδοχείου αφόρητα. Βιαζόταν να ξεμπερδέψει ο θείος Κοσμάς με τον πάτερα για να μπορέσει να γυρίσει στο σπίτι της, στην περιουσία της, να γίνει μια κομψή κυρά, που να δέχεται όχι μουσαφίρηδες, αλλά Ναζίμ εφέντηδες! Η δύστυχη!

Μια βδομάδα αργότερα ξημεροβραδιαζόμασταν στην καμπίνα του Τούρκου χορεύοντας και διασκεδάζοντας. Είχαμε γίνει φίλοι. Η Κύρα ορκιζόταν πως αυτός ήταν ένας «αληθινός πατέρας». Έβγαζε μέσα απ' τα σεντούκια του μεγαλόπρεπα φουστάνια οδαλίσκης και τ' άπλωνε μπροστά στα θαμπωμένα μάτια της. Κάποια μέρα έντυσε μ' αυτά την Κύρα. Μεταμορφώθηκε σε μια αληθινή οδαλίσκη, σαν εκείνες που κρέμονταν στους τοίχους. Για να μη ζηλέψω φρόντισε και μ' έντυσε και μένα τούρκικα, με φέσι, σαλβάρι16 και πιστόλια στο κεντητό ζωνάρι μου. Έτσι στολισμένοι δε θέλαμε και πολύ για να του ζητήσουμε να

16 τούρκικο παντελόνι

Page 53: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

σηκώσει την άγκυρα και να σαλπάρουμε. Αυτό ακριβώς επιδίωκε κι εκείνος. Μα για να μας τυλίξει καλύτερα, μας ξέντυσε, έκλεισε τα ρούχα στα σεντούκια και μας έστειλε σπίτι μας.

Το άλλο πρωί —η τελευταία μας μέρα σε ρουμάνικο έδαφος— η Κύρα έκλαψε από λύσσα που ο πατέρας ζούσε ακόμα κι ο θείος Κοσμάς δεν τον είχε σκοτώσει. Αλλά κι αν αργούσε να κάνει αυτό το θεάρεστο έργο, μάθαμε τουλάχιστον νέα του. Πολύ νωρίς ακόμα ακούσαμε κάτω απ' τα παράθυρά μας μια βραχνή φωνή:

«Καραβίδες φρέσκες! Καραβίδες!»

Ο ψαράς ερχόταν πάνω στην ώρα. Κατεβήκαμε τρέχοντας. Γέρνοντας από το βάρος των χρόνων και χωρίς αμφιβολία και κάτω από το βάρος των αμαρτημάτων του, ο γερο-Ιμπραήμ, τριγυρνούσε κάτω απ' το παράθυρό μας, ρίχνοντας κλεφτές ματιές. Τον ακολουθήσαμε προς το Καταγκάτς κι εκεί, μακριά απ' την πόλη μας είπε το μαντάτο:

«Σας βρήκε δυστυχία! Ο Κοσμάς κτυπήθηκε από ανθρώπους του πατέρα σας, που του είχαν στήσει καρτέρι. Ο αδερφός του πληγώθηκε αλλά κατόρθωσε να ξεφύγει καβάλα στ' άλογό του!»

Α! Τι δάκρυα που χύσαμε! Ο προστάτης μας ήταν νεκρός! Η «ουρσίτα» είχε κρατήσει το λόγο της. Τι θα γινόμασταν τώρα; Ο πατέρας, που δε θα τον σταματούσε πια τίποτα, θα ερχόταν να μας αρπάξει!

Ο φόβος μας ήταν απερίγραπτος. Αντί να γυρίσουμε στο πανδοχείο, καλύτερα να πνιγόμασταν στο Δούναβη! Αλλά στην όχθη του μας περίμενε η βάρκα και στο ιστιοφόρο πέσαμε στην αγκαλιά του Ναζίμ εφέντη, σα να ήμασταν παιδιά του.

Η Κύρα, με το όμορφο πρόσωπό της μουσκεμένο στα δάκρυα, εξιστόρησε σ' αυτόν τον πατέρα όλη την αλήθεια καθώς και την τελευταία συμφορά μας και φώναξε απελπισμένα:

— Προτιμάμε να πέσουμε στο ποτάμι παρά να γυρίσουμε σπίτι μας!

— Μα δεν υπάρχει λόγος ν' απελπίζεστε, παιδιά μου, είπε ο άρπαγας. Η καταγωγή σας είναι τουρκική από την πλευρά των προγόνων σας. Θα σας πάρω λοιπόν στην Ισταμπούλ, όπου θα έχει πάει οπωσδήποτε η μητέρας σας για να γιατρέψει το πληγωμένο μάτι της. Θα την ξαναβρούμε και θα είστε ευτυχισμένοι!

Και μας φίλησε.

— Πότε ξεκινάτε; φώναξε η Κύρα.

— Σε μερικές ώρες, αμέσως μόλις βασιλέψει ο ήλιος.

Ευτυχισμένοι τη στιγμή που μας αγκάλιαζε η συμφορά, πέσαμε στα πόδια του και αγκαλιάσαμε τα γόνατά του. Ήταν ο σωτήρας μας! Και το βράδυ, κάτω απ' το δαιμονισμένο θόρυβο που έφτανε απ' τη γέφυρα, κουρνιάζοντας στην καμπίνα όπου καπνίζαμε τσιμπούκια με όπιο, χαμένοι και παραδομένοι μέσα σε μια ομίχλη παραισθήσεων και ευτυχίας, ο κλυδωνισμός της καμπίνας μας έκανε να νομίζουμε ότι πηγαίναμε στ' αστέρια.

Δεν πηγαίναμε στ' αστέρια, ούτε στην Ισταμπούλ για να συναντήσουμε τη μητέρα μας... Ήμασταν αιχμάλωτοι, αιχμάλωτοι με την ίδια τη θέλησή μας.

Κάποια άλλη φορά θα σας διηγηθώ την Οδύσσειά μου καθώς αναζητούσα την αδερφή μου, που βρέθηκε κλεισμένη σ' ένα χαρέμι, αμέσως μόλις φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη. Εγώ υποτάχθηκα στις ορέξεις του ευυπόληπτου Τούρκου και διαφθάρηκα. Και η Κύρα

Page 54: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

χάθηκε για πάντα, μια και, δραπετεύοντας ύστερα από δυο χρόνια φυλακή, μάταια την αναζήτησα επί δώδεκα χρόνια πουλώντας σαλέπι για να ζήσω.

Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, γυρνώντας στη Ρουμανία, έμαθα πως λίγο μετά το φευγιό μας, ο θείος που είχε γλιτώσει το θάνατο, είχε πάρει εκδίκηση, βάζοντας μια νύχτα φωτιά στα δυο σπίτια: στο σπίτι της μάνας και στο σπίτι του πατέρα, θέλοντας να είναι σίγουρος πως αυτή τη φορά δε θ' αποτύχει. Και τελικά δεν απέτυχε. Αυτή τη φορά ο πατέρας κάηκε ζωντανός.

Page 55: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

ΝΤΡΑΓΚΟΜΙΡ

Τέσσερα χρόνια κύλησαν από τη μέρα που ο Αδριανός άκουσε από το στόμα του Σταύρου την ιστορία της Κύρας. Παρά τις έρευνες και τις προσπάθειές του να ξανασυναντήσει τον δυστυχισμένο «λεμονάδα» και να του αποδείξει την αφοσίωση και τη φιλία του, εκείνος παρέμεινε εξαφανισμένος. Τον νόμιζε πεθαμένο. Και η ζωή του νεαρού παθιασμένου άντρα — έντονα τώρα ταραγμένη— ακολούθησε το πεπρωμένο της.

Ένα πεπρωμένο άμεσα δεμένο μ' εκείνο που ενδιέφερε πάνω απ' όλα τον Αδριανό: την ανάγκη να ερευνά ασταμάτητα την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Και παρόλο που αυτό είναι δύσκολο μέσα στο ανώνυμο πλήθος, ο Αδριανός ήξερε ν' αναζητά και τελικά να ανακαλύπτει, μερικές φορές μάλιστα τυχαία.

Έτσι, μια βραδιά θανάσιμης πλήξης, σέρνοντας τα βαριά του βήματα στην οδό Ντάρμπ-ελ-Μπάρμπαρα, στο Κάιρο, όπου βρισκόταν εδώ κι ένα μήνα, μπήκε σ' ένα ρουμανο-εβραϊκό καφεστιατόριο — μέρος κοσμοπολίτικο και πολυσύχναστο, με ανθρώπους όλων των ειδών και όλων των κατηγοριών. Δεν υπήρχε καμιά πνευματική συγγένεια ανάμεσα στους πελάτες του κ. Γκολντστάιν· δυσπιστούσαν ο ένας απέναντι στον άλλο· συχνά σιχαίνονταν ο ένας τον άλλο. Αυτό που τους ένωνε ήταν οι εβραϊκές λιχουδιές και η ρουμάνικη ρακή. Ο Αδριανός σύχναζε εκεί όταν είχε να πληρώσει και αυτό το βράδυ είχε. Αλλά η αηδία του για τους θαμώνες αυτού του μαγαζιού ήταν ολοφάνερη. Για ν' αποφύγει κάποια ανεπιθύμητη κουβέντα, προχώρησε με το κεφάλι σκυφτό και χωρίς να χαιρετήσει κανένα ως το βάθος της αίθουσας, όπου συγκεντρωνόταν η εργατική πελατεία και όπου τα τραπέζια δεν είχαν καν τραπεζομάντιλα. Από κει άκουγε και παρατηρούσε τον κόσμο.

— Τι ομοιότητα που έχει αυτός με τον Σταύρο! σκέφτηκε καθώς έτρωγε το ψάρι του με τα χέρια και κοίταζε διακριτικά έναν άντρα καθισμένο στα πλάγια, στην απέναντι γωνία, φοβερά κακοβαλμένος, με γένια ενός μήνα, προχωρημένος στην ηλικία, ο άνθρωπος αυτός καθόταν ακίνητος, με το σαγόνι ακουμπισμένο στην παλάμη του και κοίταζε κατά την είσοδο μ' ένα ποτήρι ρακί μπροστά του. Η εξωτερική του εμφάνιση είχε ό,τι χρειαζόταν για ν' αποστρέφει το βλέμμα του όποιος τον κοίταζε. Κι όμως —αν και ήταν κάπως υπερβολικό να πιστέψει ότι ο Σταύρος βρισκόταν στην Αίγυπτο— ο Αδριανός ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει στη θέα αυτού του μοναχικού γέρου, του σιωπηλού κι αδιάφορου. Θα ήθελε να τον κοιτάξει κατάφατσα· αλλά ο άνθρωπος δεν κουνιόταν, έμοιαζε ναρκωμένος. Τότε χρησιμοποιώντας την ανατολίτικη συνήθεια που επιτρέπει σ' έναν άγνωστο να κεράσει έναν άλλο άγνωστο της σειράς του από συμπάθεια και μόνο, ο Αδριανός φώναξε το σερβιτόρο και τον παρακάλεσε να σερβίρει εκ μέρους του μια ρακή στον άντρα που καθόταν στη γωνία· αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα μια ανταλλαγή ευχαριστιών και προπόσεων. Αντί γι' αυτό, είδε, με μεγάλη του έκπληξη, τον άγνωστο ν' αρνιέται το ποτό που δεν είχε παραγγείλει.

— Είναι εκ μέρους εκείνου του κυρίου, είπε το γκαρσόνι δείχνοντας τον Αδριανό.

— Μου είναι αδιάφορο, απάντησε ο άνθρωπος, χωρίς να κοιτάξει προς την κατεύθυνση που του έδειχναν.

Αλλά ο τόνος της φωνής ήταν αρκετός για ν' αναγνωρίσει ο Αδριανός τον Σταύρο. Σηκώθηκε γεμάτος συγκίνηση και τον άγγιξε στον ώμο. Πνιχτά του σφύριξε στ' αυτί, καθώς καθόταν δίπλα του:

— Είναι δυνατό; Είσαι συ; Εδώ;

Page 56: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Δεν το 'ξερες; ρώτησε με τη σειρά του ο Σταύρος κοιτάζοντάς τον χωρίς έκπληξη και δυσπιστία.

— Πώς; αναφώνησε ο Αδριανός οργισμένος. Με είδες να μπαίνω και δεν έτρεξες να πέσεις στην αγκαλιά μου; Και αρνιέσαι το κέρασμα που έρχεται στο τραπέζι σου; Τι σημαίνουν αυτά; Άλλαξες τόσο πολύ αυτά τα τελευταία χρόνια;

— Έτσι συμβαίνει στο απόβραδο μιας ζωής σαν τη δίκη μου. Οι συμπάθειες δεν αρκούν πια...

— Και δε σου είμαι πια συμπαθής;

— Μιλάω για τα παράσιτα της συμπάθειας ή για τη συμπάθεια που μπορεί να κρύβει ένα κέρασμα. Όσο για σένα...

— Όσο για μένα;

— ... Πρώτα απ' όλα, υπάρχει στη μέση το ουσιαστικό γεγονός πως εσύ ανεβαίνεις το λόφο ενώ εγώ τον κατεβαίνω από την άλλη πλαγιά κι ανάμεσά μας υπάρχει η κορυφή. Και μετά...

Ο Σταύρος κοίταξε επιφυλακτικά γύρω του και σώπασε.

— Δεν πεινάς, Σταύρο; τον ρώτησε ο Αδριανός.

— Ναι, πεινάω.

— Θέλεις ένα γεμιστό ποταμόψαρο; Το φτιάχνουν πολύ νόστιμο εδώ.

— Ποταμόψαρο, βάτραχο ή ελέφαντα... πες να φέρουν ό,τι να 'ναι... αλλά κάτι περισσότερο από ένα ποτήρι ρακί που θα μπορούσα να το πληρώσω και μόνος μου, απάντησε ο Σταύρος. Και κουρασμένος πέρασε το χέρι του πάνω απ' το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.

Page 57: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Μια ώρα αργότερα, καθισμένος μπροστά σ' ένα ποτήρι κρασί στο μικρό δωμάτιο του Αδριανού που το φώτιζε μια λάμπα πετρελαίου, ο Σταύρος, ζεσταμένος απ' την ειλικρίνεια του νεαρού άντρα, έκαιγε τις τελευταίες σταγόνες του λαδιού της καντήλας που σιγοκαίει στις ψυχές των παθιασμένων.

— Τώρα που σου μίλησα, Αδριανέ, για την τελευταία παράξενη ασχολία μου «κατασκευή πίπας — ψόφος στην πείνα», ξέρω, καλέ μου Αδριανέ, πως μόνο η θλίψη για την κατάντια μου σ' εμποδίζει να μου ζητήσεις να σου διηγηθώ τη συνέχεια της ιστορίας της Κύρας ή καλύτερα την ιστορία του μικρού Ντραγκομίρ. Και για χάρη σου θα ξαναγυρίσω σ' εκείνη τη μακρινή εποχή, αλλά να ξέρεις ότι υποφέρουμε πάντα όταν σκαλίζουμε τα μπαούλα του παρελθόντος.

Όταν δραπέτευσα στην Κωνσταντινούπολη από το καράβι του Ναζίμ εφέντη, ήμουν δεκαπέντε χρόνων περίπου... Ήμουν ωραίος, ήμουν ανόητος, ήμουν ντυμένος και στολισμένος σα γιος Τούρκου πρίγκιπα. Μόνο τα ρούχα μου άξιζαν όσο κι ένα καλό αραβικό άλογο. Μου το είχε πει ο ίδιος ο άρπαγάς μου... Ύστερα ήταν το ρολόι μου, ειδική παραγγελία για μένα στο ρολογά του Σουλτάνου· τα δαχτυλίδια — όλα μου τα δάχτυλα ήταν φορτωμένα· το φέσι μου ολοκέντητο με χρυσή κλωστή· τέλος, τα βαριά πουγκιά με τις χρυσές τούρκικες λίρες, που το βάρος τους στις τσέπες μου, έκανε τη βράκα μου να μου πέφτει. Είχα να ζήσω για δέκα χρόνια χωρίς να χρειαστεί να κουνήσω το δαχτυλάκι μου.

Αλλά δε φτάνει η τύχη για να ζήσει κανείς. Είχα ένα μεγάλο πόνο στην ψυχή και μια μεγαλύτερη αφέλεια στην καρδιά — δυο τυράννους που κατέληγαν πάντα να κυριαρχούν στα συναισθήματά μου. Ο πόνος ήταν ο καημός μου για την Κύρα και τη μητέρα, τα δυο χαμένα πλάσματα, που ήταν αδιάσπαστα δεμένα με τη ζωή μου· η αφέλειά μου ήταν που πίστευα πως τώρα που είχα λευτερωθεί, οι άνθρωποι θα με βοηθούσαν να τις ξαναβρώ. Και για να τις ξαναβρώ ήμουν έτοιμος για όλες τις θυσίες. Ήμουν διατεθειμένος να θυσιάσω ακόμα και το κορμί μου — κολασμένο τώρα πια, προσανατολισμένο σ' άλλες απολαύσεις. Γιατί όλα τα συνηθίζουμε στη ζωή και την ακολασία μάλιστα πολύ πιο εύκολα απ' όλα τ' άλλα, ιδιαίτερα τα επίπονα. Είναι τόσο αληθινό αυτό ώστε φυλακισμένος ακόμα είπα επανειλημμένα: «Α... αν η Κύρα και η μητέρα βρίσκονταν εδώ, δε θα είχα καμιά αντίρρηση να μείνω για πάντα!»

Αισθανόμουν τόσο ευτυχισμένος που σαν από θαύμα είχα κατορθώσει να ξεφύγω απ' τη χρυσωμένη φυλακή μου, ώστε —Θεέ μου, συγχώρα με!— ξέχασα για μια στιγμή και την Κύρα και τη μητέρα μου! — δε με φόβιζε πια ο τύραννός μου. Το ιστιοφόρο σήκωνε άγκυρα τη στιγμή που —χάρη στην απρονοησία του— εγώ πατούσα στη γη· και για πολλή ώρα, τη στιγμή που έσκαγε ο ήλιος, έτρεχα στην προκυμαία του Βόσπορου, τον καταριόμουν και τον μούντζωνα: «Χάσου! Πήγαινε στο διάβολο! Αρωματισμένη σαπίλα! Είθε ο Θεός να σηκώσει μια καταιγίδα στο καταραμένο σου καράβι όταν θα βρίσκεσαι μόνος κάτω απ' τον ουρανό της Μαύρης Θάλασσας και τα ψάρια των νερών να κατασπαράξουν το τουμπανιασμένο πτώμα σου! Αμήν!»

Μόλις εξαφανίστηκε ο εφιάλτης του ιστιοφόρου, μια άγρια χαρά με κυρίεψε κι άρχισα να τρέχω ξέφρενα στους βρώμικους δρόμους του Γαλατά, κυνηγώντας ψωριάρικα σκυλιά, πέφτοντας πάνω στους σαλεπιτζήδες, παρασύροντας τους ναργιλέδες όσων κάπνιζαν στο δρόμο. Απολάμβανα την απρόσμενη ελευθερία μου. Οι περαστικοί με νόμιζαν τρελό και κάποιος με σταμάτησε, χωρίς να μ' αγγίξει, με χαιρέτησε με σεβασμό και μου είπε μ' ευγενικά λόγια που μ' έκαναν να γελάσω:

— Επιτρέψτε μου να σας πω γιε μπέη, πως είναι ασέβεια προς τον πατέρα σας να παραδίνεστε σε τέτοιες διασκεδάσεις. Ποιο είναι το λαμπρό σας όνομα; Ή του κυβερνήτη σας;

Page 58: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Τι πάει να πει «λαμπρό» και «κυβερνήτης», ρώτησα μαζεύοντας τη βράκα μου που μου 'φτανε ως τα γόνατα.

Και χωρίς άλλα λόγια, του γύρισα την πλάτη. Ένας καβαλάρης κάλπαζε και ο ιδιοκτήτης του αλόγου έτρεξε από πίσω, γαντζωμένος στην ουρά του ζώου. Αυτό με διασκέδασε αφάνταστα και τον μιμήθηκα μέχρι που μου κόπηκε η ανάσα απ' το λαχάνιασμα.

Αυτή η πρώτη μέρα της λευτεριάς στάθηκε η μοναδική εκείνο τον καιρό που η χαρά μου ήταν ασκίαστη, χωρίς την παραμικρή έγνοια, απαλλαγμένη από κάθε στενοχώρια. Ήθελα να κάνω χίλια-δυο πράγματα ταυτόχρονα: να διασχίσω τις γέφυρες, να πάω στο Χρυσό Κέρατο, να μπω στα καταγώγια που χορεύουν οι γυναίκες το χορό της κοιλιάς, ν' ανηφορίσω τους λοξούς δρόμους που οδηγούν στο Πέρα. Αποφάσισα πως ήταν καλύτερα να καβαλήσω ένα άλογο και διάλεξα το πιο όμορφο. Ο ιδιοκτήτης του ήταν περιποιητικός κι ευγενικός. Με βοήθησε ν' ανεβώ και ρύθμισε τους αναβατήρες στα μέτρα μου. Όταν κατάλαβε πως δεν ήξερα ν' ανεβαίνω, ούτε και να κουμαντάρω τ' άλογο, μου 'δωσε οδηγίες πως να χειρίζομαι τα χαλινάρια και με ρώτησε που ήθελα να πάω.

— Παντού! απάντησα.

— Παντού; έκανε έκπληκτος. Μα η εξοχότητά σου δεν μπορεί να πάει παντού σε μια μέρα. Πρέπει να διαλέξεις ένα δρομολόγιο.

— Καλά λοιπόν, οδήγησέ με σ' εκείνους τους λόφους που αντανακλώνται στο Βόσπορο.

Και με την καθοδήγησή του, κατευθύνθηκα στο Ιλντίζ Κιόσκι και στο Ντολμά Μπαξέ που θάμπωσαν τα μάτια μου και μάγεψαν το πνεύμα μου. Για ατέλειωτες ώρες, ενώ με χάιδευε η χαίτη του αλόγου που πήγαινε σιγά-σιγά και τα θαύματα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μισόκλειστα μάτια μου με γέμιζαν θαυμασμό, το κορμί, η ψυχή, όλη η ύπαρξή μου, δε ζούσαν πια σ' αυτό τον κόσμο. Το παρελθόν μου ολόκληρο ξεθώριασε... Ξέχασα ποιος ήμουν... Ξέχασα τον άνθρωπο που οδηγούσε το ζώο, κρατώντας το χαλινάρι του, που έμενε αμίλητος όπως κι εγώ, και δεν του 'κανα την παραμικρή ερώτηση. Δεν ξέσφιξα τα πόδια μου σ' όλη τη διάρκεια αυτού του αξέχαστου περίπατου. Σαν σ' όνειρο, ένιωσα κάποια στιγμή τ' άλογο να σταματάει και μια φωνή, σχεδόν άγνωστη, είπε σιγά:

— Εφέντη είναι αργά. Σε λίγο θα νυχτώσει και πεινάω όπως και το ζώο. Να σας οδηγήσω στο σπίτι σας;

Κατάλαβα ότι έπρεπε να κατεβώ και κατέβηκα ζαλισμένος. Μια αίσθηση πόνου ανάμεσα στα πόδια μ' έκανε να χάσω την ισορροπία μου και κάθισα καταγής.

— Θα μείνετε εκεί; με ρώτησε ο οδηγός μου. Έκανα ένα καταφατικό νεύμα με το κεφάλι και έβγαλα απ' την τσέπη μου μια χρυσή λίρα και του την έδωσα. Ήξερα ότι έπρεπε να πληρώσω, αλλά δεν είχα ιδέα για την αξία του χρήματος, όπως δεν ήξερα και ποια πράγματα είναι απαραίτητα στη ζωή.

— Κάνει τρία τσέρεκς, είπε. Μήπως έχετε κατά τύχη ρέστα;

Μηχανικά θέλησα να του δώσω άλλες δυο λίρες.

— Μα όχι, εφέντη, σας είπα ότι μου δώσατε ήδη πολλά και νομίζω ότι δεν έχω αρκετά ρέστα.

— Καλά λοιπόν, κράτησέ τα όλα, μουρμούρισα.

— Α, όχι! Για να κερδίσω μια λίρα πρέπει να δουλεύω μια ολόκληρη βδομάδα.

Page 59: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Δεν πειράζει. Κράτησέ την...

— Για τ' όνομα του Αλλάχ, όχι! ούρλιαξε. Ο ισχυρός σας πατέρας θα 'χε το δικαίωμα να μου κόψει το κεφάλι! Όχι... όχι!

Και βγάζοντας όλα τα λεφτά που φύλαγε στο πουγκί του, έριξε στην αγκαλιά μου αμέτρητα μετζεντί, τσερέκς και μετελίκ· μου έκανε τεμενάδες, ανέβηκε στ' άλογο και εξαφανίστηκε.

Έμεινα μόνος στην καταπράσινη πεζούλα ενός πεντακάθαρου και πανέμορφου δρόμου που πλαισίωνε το κανάλι. Το βλέμμα μου, καρφωμένο στο ήρεμο νερό ρουφούσε διψασμένα τις φαντασμαγορικές εικόνες της ανατολίτικης μέθης: τις σκιές των παλατιών και των μιναρέδων που ο ήλιος καθώς βασίλευε τις μάκραινε μέσα στο σκοτεινιασμένο καθρέφτη του Βοσπόρου, όπως και πιο πέρα μια ολάκερη γκάμα ζωηρών χρωμάτων, χρυσαφένιων κηλίδων, χάλκινων στο χρώμα της φωτιάς, χάνονταν πίσω απ' τους λόφους με τις μαβιές κορυφές.

Ήταν λοιπόν τόσο όμορφη η γη; Δε γνώριζα τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Την έβλεπα για πρώτη φορά... Το σαλόνι της μητέρας και το πλωτό παλάτι του Ναζίμ εφέντη αποτελούσαν όλο τον προηγούμενο κόσμο μου. Και τόσο απόλυτη ήταν η εγκατάλειψή μου μέσα στην παραζάλη αυτής της μαγεμένης μέρας, που όταν ένα όμορφο μελαγχολικό τραγούδι ακούστηκε από μια βάρκα που περνούσε αργά από κοντά μου ξαναγύρισα στην πραγματικότητα. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Που βρισκόμουν; Που θα έτρωγα; Που θα κοιμόμουν Και που να ήταν η μητέρα και η Κύρα; Προς ποια κατεύθυνση θα 'πρεπε να στρέψω τα βήματά μου;

Οι λυγμοί φούσκωναν το στήθος μου, κραυγές ξέφυγαν απ' το λαρύγγι μου και δάκρυα καφτά μούσκεψαν το πρόσωπό μου.

Ο βαρκάρης μ' άκουσε και γύρισε προς το μέρος μου κι όταν δεν απείχε πια παρά μόνο δυο μέτρα απ' την προκυμαία, τέντωσε το λαιμό του, με παρατήρησε για λίγο και μετά ξεμάκρυνε λέγοντας ελληνικά:

— Ωωωω! Ψυχούλα μου! Δεν πρέπει να είσαι τόσο δυστυχισμένος. Είσαι τυλιγμένος στο χρυσάφι!

Στον έρημο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη φώναξα την αγωνία μου, όλο τον πόνο μιας τρυφερής ύπαρξης παραδομένης σε μια ανελέητη ζωή. Και ούτε το χρυσάφι που βάραινε τη βράκα μου, ούτε τα πολύτιμα δαχτυλίδια που στόλιζαν όλα τα δάχτυλά μου, ούτε και το πριγκιπικό ρολόι δεν μπορούσαν να μου δώσουν κάποια συμβουλή, κάποια παρηγοριά. Θα πρόσφερνα τα πάντα, ακόμα και το πουκάμισό μου στον άνθρωπο που θα μου 'δειχνε όχι την Κύρα όχι τη μητέρα αλλά μόνο μια τούφα από τα μαλλιά τους. Θα μ' εμψύχωνε πολύ περισσότερο απ' όσο τα λεφτά. Θα έριχνε στην καρδιά μου πολύ περισσότερο βάλσαμο απ' όσο μπορούσαν να ρίξουν όλα τα ανεκτίμητα πετράδια.

— Μητέρα... Μητέρα... Κύρα... Μητέρα... Που είστε; Εγώ είμαι ελεύθερος... Και δεν ξέρω που να πάω... Και νυχτώνει... Και έχει πολύ κόσμο εδώ, πάρα πολύ κόσμο... Δεν είναι όμως η Κύρα ανάμεσά τους, ούτε και η μάνα!

Ξαφνικά σε μια στροφή, ένα δυνατό φως με χτύπησε στα μάτια... Δυο «εργάτες του δρόμου», ξυπόλυτοι και μ' αναμμένους δαυλούς στα χέρια, πέρασαν τρέχοντας φωνάζοντας ταυτόχρονα:

— Φυλαχτείτε!

Μόλις που πρόλαβα να φυλαχτώ από μια πομπή που περνούσε, καθώς ένα πλατάγισμα

Page 60: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

μαστίγιου αντήχησε την ίδια στιγμή κι ένας έντονος πόνος, μου έκαψε το λαιμό και το σαγόνι. Έπεσα καταγής με το πρόσωπο χωμένο στο χορτάρι. Με εξαίρεση τις κακοποιήσεις του πατέρα και του αδερφού μου, δεν είχα νιώσει άλλη φορά παρόμοιο πόνο.

Σηκώθηκα ψηλαφώντας και μισοτυφλωμένος. Ο δρόμος ήταν τώρα πιο σκοτεινός από πριν και ένας πανικός με κυρίευσε. Άρχισα να τρέχω μ' όλη μου τη δύναμη, χωρίς να βγάζω λέξη, φοβούμενος τα πάντα και κρατώντας ακόμα και την ανάσα μου, ενώ στ' αυτιά μου σφύριζε ο αέρας. Μετά φάνηκαν σπίτια, καθαροί δρόμοι, βρώμικοι δρόμοι, άνθρωποι, έμποροι που φώναζαν, σκυλιά που με το ζόρι έσερναν τα πόδια τους και τελικά, κάπου σ' ένα έρημο μέρος, έπεσα λιπόθυμος...

Συνήλθα καθώς ένας άντρας προσπαθούσε να με βοηθήσει να ξαναβρώ τις αισθήσεις μου και στο φως του φεγγαριού είδα ένα πρόσωπο όμοιο μ' εκείνο του Ιμπραήμ, του ψαρά καραβίδων στο Καταγκάτς. Αμέσως ξύπνησε στην καρδιά μου η ελπίδα ότι θα ξαναβρώ τη μάνα μου και την αδερφή μου. Πήδησα στο λαιμό του, που μύριζε ιδρώτα και καπνό και φώναξα κλαίγοντας:

— Έχασα την αδερφή μου και τη μάνα μου! Είμαι δυστυχισμένος! Βοηθήστε με να τις ξαναβρώ και θα σας δώσω όλο το χρυσάφι που κουβαλάω στις τσέπες μου, όλα τα δακτυλίδια μου, το ρολόι και τα ρούχα μου...

— Για τ' όνομα του Αλλάχ, μη φωνάζεις! μου ψιθύρισε ο γεροντάκος κλείνοντας το στόμα μου με το υγρό χέρι του και σηκώνοντάς με.

— Έλα μαζί μου, είπε. Τον ακολούθησα. Τότε παρατήρησα ότι είχε κρεμασμένο στο μπράτσο του ένα καλάθι με ραχάτ-λουκούμια. Μ' αυτό έβγαζε το μεροκάματο.

Περπατήσαμε πάνω από μισή ώρα — εκείνος σιωπηλός, εγώ σε μια κατάσταση απόλυτης εγκατάλειψης. Μέχρι εκείνο το βράδυ, τα πόδια μου δεν είχαν ξαναπερπατήσει σε τόση λάσπη, τα μάτια μου δεν είχαν ξαναδεί τόσο βρώμικες συνοικίες, ούτε τόσο φοβερή δυστυχία. Τελικά με οδήγησε σ' ένα χαμόσπιτο όπου δεν υπήρχε παρά ένα κρεβάτι και μια στάμνα νερό. Αυτά ήταν όλα κι όλα.

— Διηγήσου μου τώρα τη ζωή σου, μου είπε αφήνοντας το καλάθι του καθώς καθόταν αλά τούρκα στην άκρη του κρεβατιού.

Μέσα σε μια ώρα του διηγήθηκα όλη την ιστορία μου —περιληπτικά, αλλά χωρίς να του κρύψω τίποτα— ξεκινώντας απ' το σπίτι της μάνας μου και φτάνοντας ως την απόδρασή μου. Μ' άκουγε χωρίς ν' αρθρώσει λέξη. Στο τέλος σηκώθηκε:

— Κοιμήσου εδώ... μου είπε, δείχνοντας μου μια ψάθα. Eίvαι το μόνο που μπορώ να σου πω απόψε.

Ήμουν λίγο ταραγμένος αλλά απόλυτα σίγουρος πως θα με βοηθούσε να ξαναβρώ τις δυο γυναίκες που λάτρευα. Έπεσα σαν πέτρα και αποκοιμήθηκα κοιτάζοντας τον ευεργέτη μου, καθισμένο σε μια γωνιά, με τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου.

Το άλλο πρωί, αρκετά νωρίς, με ξύπνησε:

— Πρέπει να φύγεις...

— Για να ψάξουμε για την Κύρα; ρώτησα με λαχτάρα.

— Όχι, όχι, παιδί μου! Όχι για να ψάξουμε για την Κύρα αλλά για να μη ξανασυναντηθούμε πια, γιατί κουβαλάς τη δυστυχία στο χρυσάφι σου, στα κοσμήματά σου και στα ρούχα σου.

Page 61: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Είθε να σε βοηθήσει ο Αλλάχ!

Και κλείνοντας την πόρτα, μ' άφησε έξω ενώ απομακρυνόταν κρατώντας το καλάθι με τα λουκούμια.

Αυτός ο γεροντάκος, όπως επίσης ο περαστικός, ο ενοικιαστής των αλόγων κι ο βαρκάρης, υπήρξαν οι τέσσερεις καλύτεροι άνθρωποι, οι μόνοι έντιμοι που συνάντησα τον τελευταίο καιρό κι αυτή η πρώτη μέρα της ελευθερίας μου έμεινε στο μυαλό μου σαν πολύτιμη ανάμνηση και μου ζέσταινε την καρδιά.

Από εκείνη τη στιγμή, η πρώτη μου ενέργεια με οδήγησε ίσια στο βάραθρο.

Εγκαταλειμμένος μ' ένα τόσο ωμό τρόπο δεν είχα τη δύναμη ούτε να κλάψω, ούτε ν' απελπιστώ. Η απογοήτευσή μου ήταν τέτοια που θεώρησα τον καλό άνθρωπο για τρελό. Το μυαλό μου αρνιόταν να πιστέψει σε τόση κακία. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ν' αναζητήσω ανθρώπους με λιγότερο σκληρή καρδιά.

Δεν ξέρω από ποια παιδιάστικη παραξενιά ήθελα να φαντάζομαι ότι η μητέρα μου περιποιόταν ακόμα το πρόσωπό της και το μάτι της σε κάποιο νοσοκομείο. Συλλογίστηκα όμως πως από κει θα 'πρεπε, ν' αρχίσω τις έρευνές μου. Μ' αυτή την έμμονη ιδέα στο μυαλό μου, άρχισα να προχωρώ ρωτώντας τους περαστικούς προς ποια μεριά βρισκόταν το κέντρο της πόλης. Τελικά έφτασα μια ώρα πριν από το μεσημέρι.

Καθώς πεινούσα τόσο ώστε να μη μπορώ να σταθώ πια στα πόδια μου, κατευθύνθηκα σ' ένα δρομάκι απ' όπου ερχόταν μια γαργαλιστική μυρωδιά ψητού αρνιού. Στη γωνία, μπροστά σ' ένα μικρομάγαζο, ένας άντρας αέριζε την πυροστιά πάνω απ' την οποία υπήρχαν μικρά κομμάτια κρέας, περασμένα σε μια σούβλα. Με το φέσι ριγμένο πίσω, το πουκάμισο ανοιχτό, απ' όπου διακρινόταν ένα τριχωτό μαυριδερό στήθος, ο έμπορος κοιτούσε γύρω του και διαλαλούσε:

— Κεμπάπ! Κεμπάπ!

Μπήκα στο μαγαζί, που ήταν αδειανό και ζήτησα ψωμί κα κεμπάπ. Σ' ένα βρώμικο ξύλινο τραπέζι, καταβρόχθισα σχεδόν μισή οκά ψωμί, τρία μικρά σουβλάκια και ήπια νερό. Μετά βγάζοντας μια χούφτα νομίσματα χρυσά, αργυρά και χάλκινα του είπα να διαλέξει:

— Πάρτε όσα κοστίζει το φαγητό, του είπα, Ο έμπορος ανασκουμπώθηκε, μ' αναμέτρησε με μια ματιά, έριξε κλεφτές ματιές προς την πόρτα και διάλεξε θρασύτατα μια χρυσή λίρα που την έχωσε στο πουγκί του. Βγαίνοντας σκεφτόμουν:

«Ένα απ' τα δύο συμβαίνει: ή το γεύμα κοστίζει πολύ πιο ακριβά από μια ολόκληρη μέρα περίπατο με τ' άλογο ή αυτός ο αλήτης δε φοβάται μήπως «ο παντοδύναμος πατέρας μου» θα μπορούσε να του κόψει το κεφάλι».

Ανήσυχος και θέλοντας να βρω έναν αξιόπιστο άνθρωπο που θα με βοηθούσε μεγαλόψυχα, κατευθύνθηκα στο μεγαλύτερο καφενείο της πλατείας. Σκεφτόμουν:

«Είναι καλύτερα ν' απευθυνθώ στους τρανούς, στους άρχοντες. Δεν έχουν ανάγκη να κλέψουν, δε φοβούνται τη θωριά ή το χρυσάφι μου».

Ο συλλογισμός μου ήταν σωστός. Αλλά πριν μπω έβαλα το πόδι μου πάνω στο κασελάκι ενός λούστρου, όπως είχα δει να κάνουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι που τα παπούτσια τους ήταν σκονισμένα σαν τα δικά μου. Και αυτή τη φορά φέρθηκα μικρόψυχα. Πρόσεξα καλά τι

Page 62: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

είδους νόμισμα έδιναν οι άλλοι στο λούστρο· κι όπως αυτοί, του έδωσα το πιο μικρό, ένα μεταλίκι. Ύστερα, λάμποντας από καθαριότητα, μπήκα στο καφενείο.

Ένα φοβερό πανδαιμόνιο με ξεκούφαινε. Δεν υπήρχε άδειο τραπέζι κι όλος ο κόσμος έπαιζε κάποιο παιχνίδι. Τελικά δεν υπήρχαν εδώ παρά αρχοντάδες, πολίτες και στρατιωτικοί. Πέρασα ανάμεσα απ' τα τραπέζια και ξαναπέρασα. Κανένας δεν έδωσε σημασία στα πλούσια ρούχα μου, ούτε καν τα γκαρσόνια.

— Πόσο είναι ευχάριστο, σκέφτηκα, να μην έχεις να κάνεις παρά μόνο με μορφωμένους ανθρώπους! Αισθάνεσαι πολύ πιο άνετα παρά ανάμεσα στους άλλους.

Βρήκα ένα άδειο τραπέζι πλάι σε δυο άντρες που έπαιζαν σκάκι και κάθισα παραγγέλνοντας ένα καφέ με καϊμάκι κι έναν ναργιλέ. Και πάλι πρόσεξα τι νομίσματα έδιναν οι άλλοι για τις παραγγελίες τους. Με μεγάλη μου έπληξη ανακάλυψα πως μ' ένα μόνο ασημένιο νόμισμα, ένα τσερέκ, μπορούσε κανείς να πιεί δέκα καφέδες, να καπνίσει άλλους τόσους ναργιλέδες και να δώσει και φιλοδώρημα.

Παρατήρησα τα πρόσωπα των δυο παικτών, των γειτόνων μου, ο ένας αξιωματικός κι ο άλλος πολίτης, νέοι ακόμα και οι δυο τους, τέλεια απορροφημένοι απ' το παιχνίδι τους· σκέφτονταν με τόση προσήλωση που μ' έπιασε πονοκέφαλος. Μου φάνηκαν συμπαθητικοί —κυρίως το κάπως σκυθρωπό πρόσωπο του αξιωματικού που καθόταν δίπλα μου. Μιλούσαν ελάχιστα, αλλά καλλιεργημένα, πράγμα που μου πάγωσε την καρδιά γιατί ο Ναζίμ εφέντης μιλούσε το ίδιο εξεζητημένα. Αλλά η στολή του αξιωματικού με καθησύχασε.

— Θα πρέπει να είναι γενναίος άντρας, σκέφτηκα κοιτάζοντας το στήθος του που ήταν γεμάτο παράσημα. Και χωρίς να χάσω καιρό έσκυψα προς το μέρος του και του είπα:

— Συγγνώμη, κύριε, γνωρίζετε...;

Μ' ένα νεύμα του δείχτη του, χωρίς να με κοιτάξει, έκοψε τη φράση μου στη μέση.

Αυτή η αποτυχία που προκλήθηκε από μια τόσο συνηθισμένη κίνηση, με γέμισε εμπιστοσύνη και λίγο αργότερα έσκυψα πάλι να τον ρωτήσω, αλλά πριν ανοίξω το στόμα μου, με σταμάτησε με το ίδιο νεύμα ενώ με το άλλο χέρι μετακινούσε ένα πιόνι. Τότε προχώρησα τολμηρά στο θέμα μου:

— Συγγνώμη, κύριε, ξέρετε που νοσηλεύονται οι άνθρωποι που έχουν κάποια βλάβη στα μάτια;

— Ποιος έχει βλαμμένα μάτια; ούρλιαξε κοιτάζοντάς με τόσο διαπεραστικά ώστε κόντεψα να πεθάνω από το φόβο μου,

— Η μητέρα μου... τραύλισα.

— Η μητέρα σου έχει βλαμμένα μάτια; Και ποιος της τα έβγαλε; με ρώτησε κοιτάζοντας με εξεταστικά από την κορυφή ως τα νύχια.

— Όχι και τα δύο, έκανα δειλά. Μόνο το ένα.

— Μα πως; Πότε; Που;

— Ο πατέρας μου καθώς την ξυλοκοπούσε στη Βραΐλα, στη Ρουμανία... Πάνε δυο χρόνια τώρα.

Ο αξιωματικός έδειχνε εξοργισμένος. Στράφηκε στο φίλο του επαναλαμβάνοντας με

Page 63: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

αγανάκτηση τη φράση μου:

— Μια γυναίκα που την κακοποίησαν πριν δυο χρόνια στη Ρουμανία τόσο άσχημα ώστε να της βγάλουν το μάτι και που τώρα την αναζητούν στην Κωνσταντινούπολη! Καταλαβαίνεις εσύ τίποτα, Μουσταφά;

— Ναι, ναι... καταλαβαίνω! είπε ο άλλος. Θα πρέπει όμως να το εξετάσουμε αυτό το θέμα πιο λεπτομερειακά και όχι εδώ.

Και χαϊδεύοντάς μου το μάγουλο, πρόσθεσε:

— Πρέπει κατ' αρχή να βολέψουμε αυτό το παιδί. Ας φύγουμε απ' το καφενείο.

Έξω φώναξε μια άμαξα και ανεβήκαμε και οι τρεις.

Έξι μήνες γλυκιάς ελπίδας και σκληρής απογοήτευσης, σχετικής ελευθερίας και πλούσιας ζωής, ακολούθησαν αυτή τη δεύτερη και τελευταία επαφή μου με τη γενναιοψυχία των τρανών που μιλάνε εξεζητημένη γλώσσα.

Κατεβαίνοντας στο σπίτι του Μουσταφά μπέη, ο αξιωματικός αποχαιρέτησε το φίλο του. Για μένα δε χαράμισε παρά ένα αυστηρό και περιφρονητικό βλέμμα και δεν ξανάδα αυτό τον άνθρωπο, παρά ύστερα από πολλά χρόνια και κάτω από συνθήκες που θα σου εξιστορήσω. Τον ζύγιασα πολύ αυστηρά και μέσα στον παιδικό μου ενθουσιασμό, είπα στον μπέη:

— Είναι ακατάδεκτος ο φίλος σας...

— Ναι, είναι λίγο ακατάδεκτος, αλλά έχει καλή καρδιά.

Μιλούσε για καλή καρδιά ο Μουσταφάμπεης!

Το σπίτι ήταν μια τεράστια έπαυλη στα νότια προάστια της πόλης. Το μεγάλο πάρκο που την περιστοίχιζε κατέβαινε ως το Βόσπορο. Σπίτι σιωπηλό, που στέναζε κάτω από τα πλούτη, και γεμάτο αόρατους υπηρέτες, σιωπηλούς σαν τους τάφους. Και η ατμόσφαιρα της οικειότητας που κυριαρχεί σ' όλα τα ανατολίτικα σπίτια, με γέμισε εμπιστοσύνη. Την ενίσχυε και η υπερβολική γλυκύτητα του μπέη. Δεν έμοιαζε με τον ύπουλο Ναζίμ. Χαριτωμένος, ακαταμάχητος, ευγενικός και προσιτός, ενίσχυσε τις ελπίδες μου. Δε θα είχα να τον κατηγορήσω για τίποτα σήμερα —ούτε καν ότι στάθηκε ανίκανος να ικανοποιήσει την ανεκπλήρωτη επιθυμία μου— πέρα απ' το γεγονός πως τη στιγμή που οι ελπίδες μου χάθηκαν, με πέταξε έξω από την πόρτα του. Μα είναι τόσο βασανιστικό το πάθος των ανθρώπων της Ανατολής ώστε να κιβδηλώνει τις πιο γενναιόψυχες καρδίες και τις σπρώχνει —άλλες από μοχθηρία, άλλες από βιαιότητα— στον ίδιο βούρκο.

Ο Μουσταφά μπέης έδειξε κατανόηση σαν άκουσε την ιστορία μου. Θα έπαιρνα όρκο ότι ο άνθρωπος αυτός είχε ειλικρινά συγκινηθεί, γιατί περισσότερες από μια φορά βούρκωσαν τα μάτια του στη διάρκεια της αφήγησής μου.

Μου υποσχέθηκε να κάνει ό,τι περνούσε απ' το χέρι του.

— Αν η μητέρα σου βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, μου είπε, χαϊδεύοντας τα χέρια μου, θα το μάθω από τα νοσοκομεία και από την αστυνομία. Όσο για την Κύρα, θα στείλω μεσίτες πονηρούς σαν την αλεπού, να ψάξουν στα πιο καλοφυλαγμένα χαρέμια. Αν την ανακαλύψουν, σου υπόσχομαι πως θα την ελευθερώσω. Με το χρυσάφι πετυχαίνει κανένας τα πάντα στην Τουρκία.

Page 64: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Μου έδειξε το δωμάτιό μου και με εμπιστεύτηκε στις φροντίδες ενός υπηρέτη. Τα ρούχα και τα κοσμήματά μου —«εξαιρετικά πομπώδη, σχεδόν άπρεπα», κατά τη γνώμη του— αντικαταστάθηκαν με άλλα, πιο «λιτά». Και σ' αντάλλαγμα όλων αυτών των περιποιήσεων, μου έθεσε μόνο έναν όρο: να μη συχνάζω στα μεγάλα καφενεία και να μην κατεβαίνω συχνά στην πόλη.

— Είναι για το καλό σου, πρόσθεσε. Ο Ναζίμ δε θα παραιτηθεί τόσο εύκολα από την λεία του και κάποια μέρα θα βρεθείς με το κεφάλι κουκουλωμένο, δεμένος να σε φορτώνουν στο καράβι του σαν σακί.

Αυτή η προοπτική μ' έκανε να τρομοκρατηθώ. Αμέσως αισθάνθηκα δεμένος με τον άνθρωπο αυτό και την σχεδόν «ελεύθερη φυλάκιση» μου που έβλεπα να περιμένει τα εφηβικά μου χρόνια.

Page 65: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να σπρώξεις στο χαμό μια παθιασμένη ψυχή· ο πιο εύκολος είναι να την πλησιάσεις με τρυφερότητα. Και όπως, στην καρδιά μου εκείνο τον καιρό κυριαρχούσε μόνο η Κύρα, ο Μουσταφά μπέης μου μιλούσε και μου ζητούσε να του μιλώ για την Κύρα.

Το έκανε μ' ένα τρόπο απόλυτα φυσικό, γιατί μ' αγαπούσε ειλικρινά. Αλλά ο διάβολος επηρεάζει την ειλικρίνεια των παθιασμένων! Συχνά δεν είναι παρά ένα φιλήδονο ναρκωτικό.

Ο Μουσταφά μπέης άρχισε να μπάζει έμμεσα την Κύρα στο σπίτι, δίνοντας τ' όνομά της σε διάφορα συμπαθητικά αντικείμενα. Έτσι, μαθαίνοντας πως ο ναργιλές και το βραχιόλι είναι θηλυκού γένους στα ρουμάνικα, μου πρόσφερε τον πιο όμορφο ναργιλέ που είχα δει ποτέ μου· μετά ένα βαρύ πολύτιμο βραχιόλι. Πάνω και στα δύο είχε χαράξει τη λέξη «Κύρα» που δε σταματούσα να διαβάζω. Και μόλις που είχα συμπληρώσει ένα μήνα στο σπίτι του, όταν μια μέρα που βρισκόμουν στο πάρκο, ήρθε κρατώντας από το χαλινάρι μια υπέροχη φοράδα, νέα, τρυφερή, καπριτσιόζα και ανυπόμονη σαν την Κύρα.

— Πάρ' την, μου είπε. Να η πιο όμορφη Κυραλίνα που μπορώ να σου προσφέρω. Είναι δική σου!

Την καβάλησα αμέσως και εξοικειώθηκα με τις αρμονικές της κινήσεις στριμωγμένος ανάμεσα στο Μουσταφά και στον υπηρέτη του, καβάλα όλοι στ' άλογο, βγαίναμε περίπατο στα γραφικά προάστια, στα βόρεια της βίλας.

Γεγονός βέβαιο και παρήγορο: καμιά απ' τις απολαύσεις της πλούσιας ζωής, καμιά μέθη δεν κατόρθωσε να με κάνει να ξεχάσω τη συμφορά της παιδικής μου ηλικίας, που με έπληξε τρεις μέρες αργότερα. Και θα ήταν ψέματα αν δεν έλεγα πως η φτωχή καρδιά μου συχνά εγκαταλείπονταν στη μέθη. Πώς θα μπορούσα άλλωστε ν' αντισταθώ; Οι ώρες μου, πλημμυρισμένες απ' τα ελπιδοφόρα λόγια του Μπέη, κυλούσαν ανάμεσα στο ναργιλέ μου και στη φοράδα μου, αυτό το υπέροχο ζώο, που δεν το αποχωριζόμουν παρά μόνο για να γευματίσω και να κοιμηθώ, και που με τις ιδιορρυθμίες του δεν άργησε να με κάνει να πιστέψω ότι ήταν ένα είδος ενδιάμεσου που μου μετέφερε την αγάπη της Κύρας.

Η Κύρα υπήρχε στα όμορφα μαύρα μάτια της φοράδας· η Κύρα υπήρχε στα πιο πολύτιμα πράγματα που άγγιζα! η Κύρα υπήρχε στις κουβέντες μας· η μισή εικόνα της Κύρας βρισκόταν μέσα στο σπίτι.

Την άλλη μισή μας την έφεραν οι μεσίτες που είχαν ριχτεί στην αναζήτηση. Έρχονταν και μας διαβεβαίωναν, ο ένας πιο πειστικά απ' τον άλλο, ότι η Κύρα βρισκόταν ταυτόχρονα σε δέκα χαρέμια.

Κάτω απ' την επίδραση των περιγραφών τους, που διακρίνονταν για εκπληκτική ακρίβεια, και των λεπτομερειών που μου αράδιαζαν για την μορφή της καντάνας —χανούμισας— που είχαν εντοπίσει, η καρδιά μου χοροπηδούσε σ' ένα ξέφρενο χορό. Καταβρόχθισα τα λόγια τους με αφέλεια παιδιού έξι χρόνων και ήταν πολλοί οι αγύρτες που αγκάλιασα με συγκίνηση φωνάζοντας:

— Αυτή πρέπει να είναι... Οπωσδήποτε αυτή είναι η αδερφή μου! Προσπαθήστε να την πλησιάσετε και ψιθυρίστε της τ' όνομά μου: Ντραγκομίρ! Κάντε ό,τι μπορείτε για να πάρετε μια φωτογραφία της.

Αλλά για να μιλήσει κανένας στις καντάνας και να πάρει φωτογραφία τους, χρειαζόταν χρήμα ώστε να κλείσει τα μάτια των περίεργων, να βουλώσει τ' αδιάκριτα αυτιά, ν' ανοίξει τις φυλαγμένες πόρτες· χρειαζόταν πολύ χρήμα.

Page 66: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Στη μέση της κάμαρας, με τα χέρια στις τσέπες, τα μάτια να σπιθίζουν από πανουργία και ειρωνεία, ο μπέης άκουγε και χαμογελούσε. Έπεφτα στα πόδια του και τον ικέτευα. Και γενναιόδωρα σκόρπιζε χρυσά κι ασημένια νομίσματα.

Και μετά ακολουθούσαν ατέλειωτες μέρες αναμονής, θλιβερές ώρες άδειες από κάθε ζωντανό συναίσθημα. Η απελπισία μου δεν έβρισκε άλλο καταφύγιο παρά μόνο στη ζωντανή ψυχή της «Κυραλίνας» μου. Μαζί της, κρεμασμένος συχνά στο λαιμό της, παραδινόμουν σε ατέλειωτους περιπάτους τα ηλιόλουστα πρωινά.

Δίπλα μου, ο υπηρέτης, καβάλα κι αυτός, οπλισμένος ως τα δόντια, δε μ' άφηνε στιγμή από κοντά μου.

Έτσι ο καιρός κύλησε απ' την άνοιξη ως το φθινόπωρο, απ' το Μάη ως το Σεπτέμβρη, οπότε κι έχασα απότομα κάθε ελπίδα.

Οι φωτογραφίες που ήρθαν δεν ήταν της Κύρας και τ' όνομα «Ντραγκομίρ» που ψιθυρίστηκε στ' αυτιά των δυστυχισμένων έγκλειστων γυναικών δεν είχε καμιά ανταπόκριση στο σκοτεινό λαβύρινθο της καρδιάς τους. Δεν ήθελα ν' ακούσω πια τα παραμύθια των μεσίτηδων και την άλλη μέρα κιόλας δεν ξαναπάτησε κανένας τους.

Αλλά η μια συμφορά δεν έρχεται μόνη. Οι έρευνες που έγιναν για να βρεθεί κάποιο ίχνος της μητέρας μου στην Κωνσταντινούπολη, δεν έφεραν ουσιαστικά κανένα αποτέλεσμα. Πίεσα με ερωτήσεις μου τον μπέη και μου το ομολόγησε· και για ν' αποδείξει την καλή του θέληση, κάλεσε τον αρχηγό της τούρκικης αστυνομίας, ένα κολοσσό με μακριά μουστάκια, που χτύπησε τα τακούνια του χαιρετώντας και είπε με φωνή που με τάραξε έντονα:

— Από καταβολής Ισταμπούλ, ποτέ δεν πάτησε το πόδι της εδώ Ρουμάνα με βγαλμένο μάτι!

Ήταν περισσότερο από κατηγορηματικός.

Η απελπισία με κυρίεψε, βλέποντας τα όνειρά μου να ξεθωριάζουν. Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα χέρια του μπέη καθώς τον ικέτευα να μ' αφήσει να φύγω. Έφερε αντίρρηση.

— Τι θα γίνεις φεύγοντας από δω; Είσαι αφελής σαν πρόβατο. Επιπλέον έχεις την ατυχία να είσαι νέος κι όμορφος, δυο προτερήματα που δε φέρνουν τύχη στην Τουρκία αν δεν είσαι ταυτόχρονα κι έξυπνος. Μείνε εδώ. Σ' αυτό το σπίτι έχεις όλα όσα χρειάζεσαι, ίσως περισσότερα απ' όσα σου επιφύλαξε η γέννησή σου.

Έκλαψα με πίκρα. Τα λόγια του αντήχησαν στ' αυτιά μου σαν επικήδειος. Αλλά ο μπέης πολλαπλασίασε τις περιποιήσεις του. Γνωρίζοντας την αδυναμία μου για την ιππασία, μου παράγγειλε ένα κυνηγετικό κουστούμι και μ' αγόρασε ένα όμορφο όπλο με χρυσοστόλιστη λαβή που το βαφτίσαμε «η τρομερή Κύρα»· κι έτσι, καβάλα στ' άλογα, πήραμε κάποιο πρωί τη μεγάλη στράτα της Αδριανούπολης, ακολουθούμενοι από δυο υπηρέτες.

— Θα σου δείξω, μου είπε, τα χτήματα με τα ελάφια και τα γεράκια. Και θα δεις πως η ζωή είναι όμορφη ακόμα και χωρίς γυναίκες· γιατί δεν ξέρεις ακόμα ότι και η πιο ωραία γυναίκα καταλήγει κάποτε να γίνει κτήνος.

Η βλαστήμια αυτή με χτύπησε σα γροθιά κι έκανε τον Μουσταφά μπέη να φανεί αποκρουστικός στα μάτια μου. Έκρυψα όσο καλύτερα μπορούσα το συναίσθημα αυτό και καθώς διασχίζαμε τα χωράφια μου γεννήθηκε η ιδέα να το σκάσω.

Μια μοναδική ευκαιρία μου προσφερόταν: θα τριγυρνούσαμε δεκαπέντε μέρες στον Αίμο περνώντας κι από τη Μαρίτζα — τόπους φθινοπωριάτικου κυνηγιού που συνήθιζε να

Page 67: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

επισκέπτεται ο μπέης.

Το σχέδιό μου ήταν τριπλό. Ή θα ξεγελούσα τους βάρβαρους που με πρόσεχαν και θα το έσκαγα μεταμφιεσμένος σε Τούρκο χωρικό· ή θα εξαγόραζα τη λευτεριά μου· ή ακόμα — στην περίπτωση που αποτύγχαναν οι δυο προηγούμενες απόπειρες— μου απέμεναν τρίτη και τελευταία λύση απελπισίας τα γρήγορα πόδια της «Κυραλίνας», που κάτω απ' την εκπαίδευση του μπέη είχε γίνει άλογο για κούρσες. Για να τον πείσω, του ζήτησα ν' αναμετρηθούμε εγώ με την «Κυραλίνα» κι αυτός με το αραβικό του άλογο. Ευχαριστημένος που μ' έβλεπε ευδιάθετο, δέχτηκε, μου χάρισε μια διαφορά τριακοσίων μέτρων και στοιχηματίσαμε αν θα κατάφερνε να με προλάβει μέχρι το κοντινότερο χωριό, που απείχε τρία χιλιόμετρα.

Μόλις ακούστηκε ο πυροβολισμός που ήταν το σύνθημα για την εκκίνηση, βύθισα τα σπιρούνια μου στα πλευρά της «Κυραλίνας». Η φοράδα ανασηκώθηκε στα πισινά της πόδια, δάγκωσε το χαλινάρι της και ξεκίνησε σαν τον άνεμο.

Παράτησα τα χαλινάρια και πιάστηκα γερά στη σέλα. Ο αέρας σφύριζε στ' αυτιά μου με τέτοια δύναμη που δεν μπορούσα καλά-καλά ν' ακούσω τον καλπασμό των αλόγων. Μη έχοντας συναίσθηση αν χάνω έδαφος ή όχι, τρύπησα με μανία την κοιλιά του αλόγου. Η γη γύριζε γύρω μου. Ο φιδίσιος δρόμος διαλυόταν σαν μαγεμένος μπροστά στα μάτια μου.

Σε λίγο φάνηκε το χωριό. Το διέσχισα και το προσπέρασα, κάτω απ' τα τρομαγμένα βλέμματα των κατοίκων. Χήνες, κότες, πάπιες που για κακή τους τύχη περιδιάβαζαν στο δρόμο, βρέθηκαν κάτω απ' τις οπλές του αλόγου.

Τελικά μ' έφτασε ένα χιλιόμετρο πιο κάτω. Λίγο αργότερα φάνηκαν με τη σειρά τους οι υπηρέτες, φέρνοντας το ντουφέκι μου που δεν είχα αντιληφθεί καν ότι το είχα χάσει.

— Έχασα! μου είπε ο μπέης σφίγγοντάς μου το χέρι. Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και θα στο δώσω.

— Καλά λοιπόν, του απάντησα. Χάρισέ μου ένα χιλιόμετρο και την υπόσχεση πως δε θα μ' αναζητήσεις αν δε με προλάβεις ως το επόμενο χωριό!

Φάνηκε λυπημένος:

— Τόσο πολύ με σιχαίνεσαι λοιπόν; Και τι σου λείπει; Οι γυναίκες; Σου προσφέρω όσες θελήσεις. Στο χαρέμι μου υπάρχουν ακόμα και παρθένες δεκατεσσάρων χρόνων. Είναι από διάφορες χώρες, κάθε χρώματος και κάθε φυλής και δε θα ήθελαν τίποτα περισσότερο στη ζωή τους παρά να γίνουν σκλάβες σου. Γιατί κάθε παρθένα εύχεται να συναντήσει κάποια μέρα τον μεγάλο έρωτα...

— Μουσταφά μπέη, φώναξα, δεν πιστεύεις ότι η λευτεριά είναι πιο ακριβή απ' τη σκλαβιά και πως ένας «ανόητος» που αγαπιέται είναι πιο ευτυχισμένος από έναν πρίγκιπα που οι άλλοι τον απεχθάνονται;

— Αυτό είναι σωστό, απάντησε. Αλλά μην ασχολείσαι μ' αυτό που είναι σωστό... Ασχολήσου καλύτερα μ' αυτό που είναι ωραίο. Είμαστε οι απόλυτοι κυρίαρχοι αυτών των απέραντων εκτάσεων και όλων των ζώων που ζουν εδώ. Ας απολαύσουμε λοιπόν αυτά που βρίσκονται στην εξουσία μας.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα μάτια μου άνοιξαν συνειδητοποιημένα απέναντι στη ζωή. Τελικά ο μπέης, μέσα στον κυνισμό του, είχε δίκιο. Όλα βρίσκονταν κάτω απ' την εξουσία του. Δε χρειαζόταν ούτε να κουραστούμε καν.

Page 68: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Χώρα τούρκικη, το ίδιο όπως και χώρα βουλγάρικη, ο Μουσουλμάνος το ίδιο όπως κι ο Χριστιανός, απ' τον πλούσιο ως τον φτωχό, όλοι δεν ήταν παρά υπάκουοι σκλάβοι. Κι αν το νεαρό κορίτσι σκυθρώπιαζε βλέποντάς μας να φτάνουμε, ο πατέρας της δε θα δίσταζε να τη θυσιάσει μόνο και μόνο για να γευτεί την εύνοια της εξουσίας, με την ίδια ευκολία που μας πρόσφερε το πιο μαλακό κρεβάτι του και το πιο μοσχαναθρεμμένο πρόβατό του.

Αυτό το θέαμα μ' έκανε να επιθυμήσω ακόμα εντονότερα την ελευθερία μου. Αισθάνθηκα ένοχος για την πλούσια ζωή μου. Στην παιδική μου καρδιά γεννήθηκε η ανάγκη να δημιουργήσω μια ανεξάρτητη δουλειά που θα μου επέτρεπε να κερδίζω τίμια το ψωμί μου. Από εκείνη τη στιγμή, τίποτα δε μ' ενδιέφερε πια, παρά μόνο να βρω την ευκαιρία να το σκάσω. Αλλά αυτή η ευκαιρία δεν παρουσιαζόταν και το κάθε βράδυ μ' έβρισκε το ίδιο λυπημένο όσο και η προηγούμενη αυγή.

Η επιτήρησή μου ήταν απ' τις αυστηρότερες. Τη μέρα, στη διάρκεια των μακρινών και κουραστικών κυνηγετικών περιπλανήσεων, βρισκόμουν κάτω απ' τ' άγρυπνο βλέμμα του μπέη ή περιτριγυρισμένος απ' τους υπηρέτες του. Το βράδυ κοιμόμουν στην κάμαρα του προστάτη μου χωρίς καμιά ελπίδα να το σκάσω. Έτσι χάθηκε ο πρώτος απ' τους τρεις τρόπους απόδρασης. Ο δεύτερος που ήταν να εξαγοράσω τη λευτεριά μου απέτυχε κι αυτός με τη σειρά του.

Μια μέρα που έβρεχε καταρρακτωδώς ο μπέης έπαιζε σκάκι με τον πανδοχέα, ενώ εγώ είχα μπλεχτεί σε μια παρτίδα τάβλι με τον υπηρέτη μου. Ήμασταν μόνοι. Για να φτάσω στο σκοπό μου έγινα τρυφερός, συναισθηματικός και του εκμυστηρεύτηκα διακριτικά την επιθυμία μου να το σκάσω. Έκανε τον κουφό. Τότε του έταξα το χρυσάφι και τα κοσμήματά μου. Αρνήθηκε.

— Μα λένε, Αχμέτ, ότι στην Τουρκία αγοράζει κανείς ό,τι θέλει όταν έχει χρυσάφι.

— Ναι, είναι αλήθεια... μουρμούρισε. Αλλά εκείνος που πουλάει πρέπει να κερδίσει αρκετά για να σώσει το κεφάλι του. Κι εσύ δεν έχεις τόσα πολλά.

Δε μου απέμενε πια παρά να παίξω τη ζωή μου κορώνα-γράμματα σε μια απελπισμένη απόδραση. Ήξερα ότι μπορούσαν να με σκοτώσουν σαν σκυλί, αλλά παρόλα αυτά δε δίστασα ούτε στιγμή.

Βρισκόμασταν σε μια ορεινή περιοχή, δασώδη και εξαιρετικά ευνοϊκή για τα σχέδιά μου. Την άλλη μέρα, από τα χαράματα κιόλας, αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε σ' ένα δύσβατο δρόμο, ανάμεσα από έλατα, συνοδευόμενοι από πέντε καβαλάρηδες που θα διοργάνωναν το κυνήγι. Για να μη δώσω τον καιρό στον υπηρέτη ν' αποκαλύψει στον αφέντη του την πρόταση που του είχα κάνει την προηγούμενη μέρα, αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου μόλις μου παρουσιαζόταν η ευκαιρία· και παρουσιάστηκε μια λαμπρή ευκαιρία.

Η συντροφιά σταμάτησε στην άκρη ενός μεγάλου ξέφωτου. Καταμεσίς του ήταν μια μικρή λίμνη που σ' αυτή χυνόταν ένας χείμαρρος.

— Εδώ είναι το καταφύγιο των αγριοκάτσικων, είπε ήσυχα ο οδηγός κι απομακρύνθηκε με τους τέσσερεις άντρες του. Οι δυο υπηρέτες στήθηκαν σε δυο στρατηγικά σημεία με τη διαταγή να πυροβολήσουν σε δεδομένη στιγμή για να κατευθύνουν το θήραμα προς το ντουφέκι του μπέη. Έτσι όπως ήμασταν σκορπισμένοι θα ήταν πιο εύκολο να το σκάσω. Γιατί πιο εύκολα ξεγελάς έναν άνθρωπο παρά μια ολόκληρη συντροφιά.

Είχαμε κουρνιάσει στο κοίλωμα ενός βράχου· το βλέμμα μας αγκάλιαζε την περιοχή όπου θα εμφανιζόταν το παγιδευμένο θήραμα.

Page 69: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Δε θα πυροβολήσεις παρά μόνο αν θα μου ξεφύγει το ζώο ή αν περάσει κάτω απ' τη μύτη σου, μου έλεγε ο Μουσταφά μπέης, γιατί «η τρομερή Κύρα», δεν είναι και τόσο αποτελεσματική στα χέρια σου.

Τελικά δεν ήξερα καν να πυροβολώ.

Κάπου μια ώρα είχε περάσει όταν ακούστηκε ένας πυροβολισμός, μετά δυο ή τρεις. Ο μπέης με το ντουφέκι έτοιμο χτένιζε την περιοχή με το βλέμμα και ξαφνικά —σα να ξεπηδούσε μέσα απ' το χώμα— ένα όμορφο ελάφι πρόβαλε στο δρόμο. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο είχε χαθεί προς τα δεξιά, εκεί που το καρτερούσε ο Αχμέτ.

— Το κρατάμε! μου φώναξε ο μπέης. Τρέχω να το πλευροκοπήσω. Εσύ μείνε εδώ και φύλαγε το πέρασμα για να του κόψεις την οπισθοχώρηση.

— Μείνε εσύ και σου χαρίζω και το ντουφέκι σου! ούρλιαξα βλέποντάς τον να φεύγει τρέχοντας. Ρίχνοντας τ' όπλο καταγής, άρχισα να καλπάζω προς την κοιλάδα, άφησα πίσω μου το δρομάκι και χώθηκα στο πυκνό δάσος με τα έλατα. Αμέσως μετά βρέθηκα σ' ένα καλό μονοπάτι κι όρμησα μπροστά ενώ τα πόδια της φοράδας πετούσαν σπίθες. Η ελευθερία ή ο θάνατός μου εξαρτιόταν απ' αυτό τον καλπασμό.

«Αγάπη της Κύρας, βόηθα με», προσευχήθηκα γαντζωμένος στη χαίτη του αλόγου.

Θα 'πρεπε να είχα απομακρυνθεί κάπου πέντε λεύγες απ' τον τόπο του κυνηγιού όταν, μέσα στο θαμπό φως του φθινοπώρου, σταμάτησα να ξαποστάσω σ' ένα δασάκι. Άφησα την φοράδα να βοσκήσει και να ξεκουραστεί. Εγώ, ψόφιος απ' την κούραση και ζαλισμένος από ευτυχία, ξάπλωσα πάνω στην κάπα μου. Ένα αίσθημα φόβου με βασάνιζε ωστόσο· στη διάρκεια της διαδρομής με είχαν δει χωρικοί και ξυλοκόποι. Κι ασταμάτητα αναρωτιόμουν: Είμαι ελεύθερος ή όχι;

Έβλεπα ν' ανοίγεται μπροστά στα μάτια μου μια απέραντη κι όμορφη έκταση και δεν ήξερα αν είμαι ελεύθερος να σηκωθώ και να βαδίσω. Με απειλούσε η σκιά κάποιου αόρατου χεριού, που μπορούσε να μ' αρπάξει απ' το γιακά και να με ξαναστείλει στη φυλακή μου.

Ο ύπνος ήρθε να μ' απαλλάξει απ' τις αμφιβολίες μου· τα βλέφαρά μου βάρυναν. Όταν ξανάνοιξαν, δεν είχα πια λόγους ν' αμφιβάλλω γιατί δίπλα μου, καθισμένος σταυροπόδι, ο Μουσταφά μπέης επαγρυπνούσε για τη γαλήνη του ύπνου μου. Μου έδειξε ένα μικρό σάκο από δέρμα ελαφιού και μου είπε, τη στιγμή που έτριβα τα μάτια μου για ν' αποδιώξω αυτό που νόμιζα για εφιάλτη:

— Ορίστε, Ντραγκομίρ, σου φέρνω το φαγητό σου... Θα πρέπει να πεινάς.

Και λίγο αργότερα, καθώς καλπάζαμε με τα άλογα:

— Α!, αναφώνησε. Είσαι πολύ ικανός να μου κάνεις τέτοιες λαχτάρες; Δεν ξέρεις ότι αυτόν που γραπώνει ο μουσουλμάνος, τον ξεχνάει ο Θεός;

Μερικές μέρες αργότερα, όταν επιστρέψαμε στην Κωνσταντινούπολη, η πρώτη δουλειά του μπέη ήταν να διατάξει μπροστά μου τους υπηρέτες του:

— Θα συνοδεύετε τον κ. Ντραγκομίρ με τ' άλογά σας δυο φορές τη βδομάδα σ' έναν περίπατο μιας ώρας, αλλά θα τον προσέχετε σαν τα μάτια σας. Σας διατάζω ν' αδειάσετε τα ντουφέκια σας στην κοιλιά της φοράδας του στην πρώτη απόπειρα που θα κάνει να το σκάσει!

Page 70: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Και απευθυνόμενος σε μένα:

— Στο σπίτι φυσικά δε θα περιφέρεσαι ελεύθερα. Θα περιοριστείς στα διαμερίσματά σου!

Οι υπηρέτες δεν μπήκαν στον κόπο να εφαρμόσουν αυτές τις αυστηρές διαταγές, γιατί την ίδια μέρα έπεσα στο κρεβάτι βαριά άρρωστος. Για μια ολόκληρη βδομάδα ήμουν σε αφασία, θύμα του πυρετού και των παραμιλητών.

Τρεις βδομάδες αργότερα άφησα το κρεβάτι και μπήκα σε μια μεγάλη περίοδο ανάρρωσης. Στη διάρκειά της οι νευρικές κρίσεις εναλλάσσονταν με τη βαριά μελαγχολία.

Όταν συνήλθα, είδα πως το δωμάτιό μου είχε μετατραπεί σ' αληθινό φαρμακείο. Δυο γιατροί εναλλάσσονταν συνεχώς στο προσκέφαλό μου.

Ο Μουσταφά μπέης είχε σχεδόν τρελαθεί. Ξεχνώντας τη θέση του, έπεσε ταπεινά στα πόδια μου και μου ζήτησε συγγνώμη.

— Θα μ' αφήσεις να φύγω; τον ρώτησα.

— Μα αυτό δε γίνεται, ψυχή μου!. Ζήτησέ μου κάτι άλλο, ό,τι θέλεις...

— Καλά λοιπόν, τότε θέλω να πεθάνω! του είπα στρέφοντας το κεφάλι μου προς τον τοίχο.

Ναι, ήθελα να πεθάνω. Μα δεν πεθαίνουμε όποτε διαλέγουμε εμείς...

Όλα τα δώρα που μου πρόσφερε ο μπέης τα ποδοπατούσα, τα έσπαζα, τα έσκιζα. Πέταξα απ' τα κάγκελα του παραθύρου τον όμορφο ναργιλέ μου και κομμάτιασα το βραχιόλι μου. Τέλος, και μόνο με την εμφάνιση του τυράννου στην κάμαρά μου ξέσκιζα τα ρούχα μου.

Και στο μεταξύ μια απασχόληση τρυφερή, αθώα κι απρόσμενη ήρθε να μου ξαναδώσει λίγη απ' τη χαμένη μου ισορροπία.

Ήταν χειμώνας, ο γλυκός κι αισθησιακός χειμώνας του Βόσπορου. Μόνος στο δωμάτιό μου απ' το πρωί ως το βράδυ, όλη μου η ζωή ήταν να κοιτάζω το πάρκο απ' τα τρία μεγάλα παράθυρα του ισογείου που έμενα. Για να ζωντανέψω την έρημη αυτή γωνιά, έριχνα απ' τα παράθυρα τ' αποφάγια μου, ψωμί, φρούτα, κρέας, λαχταρώντας να προσελκύσω τα πουλιά. Γρήγορα, πολλά σπουργίτια κι ακόμα και κοράκια κατέφταναν για να τσιμπολογήσουν κάτω απ' τα μάτια μου.

Μια μέρα, για μεγάλη μου έκπληξη, ένα μεγαλόσωμο σκυλί ξεπρόβαλε ανάμεσα απ' τα δέντρα. Κρατήθηκε σε αρκετή απόσταση απ' τα παράθυρα, μυρίστηκε τον αέρα και στο κάλεσμά μου, έχωσε την ουρά κάτω απ' τα σκέλια και το 'σκασε θλιμμένα. Σκέφτηκα:

«Τούτος δω πρέπει να έχει δοκιμάσει κι αυτός την ανθρώπινη τρυφερότητα!»

Τις επόμενες μέρες ξαναφάνηκε και πλησίασε λίγο κοντύτερα. Για να μην τον φοβίσω έμεινα κρυμμένος πετώντας έξω το μεγαλύτερο μέρος απ' το πλούσιο γεύμα μου. Τελικά, λίγο-λίγο εξοικειώθηκε μαζί μου. Στα φιλικά μου καλέσματα καταδέχτηκε ν' απαντήσει κουνώντας την ουρά του και μετά έφυγε αφήνοντάς με να καταλάβω πως θα 'πρεπε ν' αρκούμαι σ' αυτό, προς το παρόν. Τον δικαίωσα, γιατί κρίνοντας απ' τη δική μου πείρα, είχα κι εγώ αποφασίσει να είμαι περισσότερο επιφυλακτικός στην επιλογή των ανθρώπων που θα τους αφοσιωνόμουν αν οι Ουρανοί με βοηθούσαν κάποια μέρα ν' αποκτήσω τη λευτεριά μου.

Αυτό το σκυλί είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Αν και ξεθεωμένο απ' την πείνα έτρωγε με λεπτότητα, μάζευε με προσοχή την τροφή του από κάτω, μασουλούσε αργά κι άφηνε πάντα

Page 71: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

τα κόκαλα. Σίγουρα θα πρέπει να κρύβει ένα μεγάλο καημό στην καρδιά του. Αναρωτιόμουν γιατί δεν προσπαθούσε να εξασφαλίσει την τροφή του εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη φιλευσπλαχνία. (Είναι γνωστό πως στην Κωνσταντινούπολη κάθε μουσουλμάνος έχει στην προστασία του μερικά αδέσποτα σκυλιά, που τον συνοδεύουν καθημερινά στο φούρνο για να τα φιλέψει ένα κομμάτι ψωμί). Το έβρισκε υποτιμητικό κάτι τέτοιο; Προτιμούσε να τριγυρίζει στην εξοχή, ψάχνοντας για τροφή που δε θα πλήρωνε με την ανεξαρτησία του; Ή ίσως τον αηδίαζε η ταπεινή αγέλη των άλλων σκυλιών;

Τον βάφτισα Λύκο, όνομα που ταίριαζε με την πρωτόγονη και περήφανη ζωή του κι έκανα επίμονες προσπάθειες για να τον κάνω φίλο μου. Ήταν φειδωλός στις πρώτες μου προσπάθειες· μα ο καθένας έχει τη ζωή του, τις πληγές του, τη φιλοσοφία του. Σεβόμουν τη δική του. Για να του αποδείξω πως το καταλάβαινα, δεν έριχνα πια το κρέας καταγής αλλά τυλιγμένο στο χαρτί. Προφανώς το παρατήρησε γιατί για πρώτη φορά αποφάσισε να καθίσει στα δυο πισινά του πόδια και να με κοιτάξει καταπρόσωπο.

Ο Λύκος ήταν κατάμαυρος, απροσδιόριστης ράτσας κι αρκετά γερός. Όσο για την καθαριότητά του, κατά τη γνώμη μου, ο καθένας κάνει ό,τι περνάει απ' το χέρι του όταν η ζωή του είναι τόσο σκληρή... Κρατούσε μισόκλειστα τα μεγάλα μαύρα μάτια του μπροστά στις πίκρες της ζωής και η έκφρασή τους ήταν σα να βυθίζεται στο άπειρο. Παρόλα αυτά δεν ήταν ούτε τρυφερά, ούτε καν επιεική. Με τάραζε η ψυχρή γαλήνη, η ήρεμη ισχυρογνωμοσύνη του.

«Φτωχέ μου, Λύκε», του έλεγα με το χέρι τεντωμένο με απελπισία μέσα απ' τα κάγκελα, εκλιπαρώντας για ένα σημάδι εμπιστοσύνης, «φτωχέ μου, Λύκε, υπόφερες πραγματικά τόσο πολύ που έχει γίνει πέτρα η καρδιά σου; Πιστεύω ακράδαντα πως το πετσί σου γνώρισε την αφοσίωση των τρανών και πως είχες κι εσύ τον όμορφο ναργιλέ σου, το βραχιόλι, το ντουφέκι και τη φοράδα σου, και μετά όταν αρρώστησες είχες τους γιατρούς σου, όμως τελικά τώρα είσαι ελεύθερος, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος χωρίς ελπίδα πίσω απ' αυτά τα κάγκελα. Έλα, αδέρφι μου Λύκε, πλησίασε κι άσε με να σε χαϊδέψω»

Δε θα ισχυριστώ πως στην Τουρκία τα σκυλιά μιλάνε ρουμάνικα, αλλά υποστηρίζω ότι ο Λύκος μου, μετά από πολλές βδομάδες άκαρπων προσπαθειών κατάλαβε και ήρθε μια μέρα γενναία κι απόθεσε το πόδι του μέσα στην παλάμη μου. Kαι ήταν εκείνη τη μέρα που αντάλλαξα την πιο ειλικρινή χειραψία της ζωής μου.

Ήμουν ευτυχισμένος — ή αν θέλεις ένιωθα ξανά την ευεργετική χαρά που δεν αγγίζει παρά μόνο τις μεγάλες καρδιές, όσος κι αν είναι ο πόνος που τις λεηλατεί. Έπαιρνα προφυλάξεις να μην προδοθεί η φιλία μας με το Λύκο. Για να μη τήν προδώσει από άγνοια ο ίδιος, τον εκπαίδευσα έτσι που να ξέρει ότι δεν υπάρχει τροφή όταν τα παράθυρα είναι κλειστά Κατάλαβε τόσο καλά που αργότερα βλέποντας τα κλειστά, έκανε ένα μικρό κύκλο και απομακρυνόταν. Επίσης στη διάρκεια των συναντήσεών μας, όταν του έλεγα: «Πήγαινε, φίλε μου, τώρα! Πήγαινε κι έλα αύριο να με δεις», έφευγε αμέσως μόλις έκλεινα τα τζάμια. Έφευγε με αξιοπρέπεια, με φιλική κατανόηση, χωρίς να λυπάται.

Δεχόμουν το Μουσταφά μπέη όπως και τους υπηρέτες σε τακτές ώρες. Βλέποντας την κατάσταση των νεύρων μου, είχε περιορίσει τις επισκέψεις του. Η παρουσία του Μπέη μ' έβγαζε απ' τα ρούχα μου. Μόλις πατούσε το πόδι του στο κατώφλι μου, τον έστελνα στο διάβολο. Τα δωμάτιά του επικοινωνούσαν με τα δικά μου, αλλά τα χώριζε ένα μεγάλο καπνιστήριο. Για μεγαλύτερη σιγουριά, κλείδωνα την κάμαρά μου.

Η χαρά που μου 'φερνε ο Λύκος έκανε τη διάθεσή μου ν' αλλάξει. Έγινα πιο συμβιβαστικός. Ο μπέης ανταποκρίθηκε, κάνοντάς μου διάφορα χατίρια. Έτσι πήρα την άδεια να σεργιανίζω καθημερινά στο πάρκο με τη συνοδεία του υπηρέτη μου που επαγρυπνούσε.

Page 72: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Αλλά δυο απ' τις παραχωρήσεις που μου έκανε, στάθηκαν ολέθριες για μένα και είχαν ανυπολόγιστες συνέπειες για όλη μου τη ζωή.

Αρχικά ο μπέης καθιέρωσε στο σπίτι το αλκοόλ που μου ήταν ως τότε ολότελα άγνωστο. Για κακή μου τύχη, το γλυκό λικέρ γαργάλησε ευχάριστα τη γλώσσα μου. Κάτω απ' την επήρεια του μεθυσιού έχασα την αίσθηση της θλιβερής πραγματικότητας και το κεφάλι μου άρχισε να στριφογυρίζει. Το βρήκα αυτό εξαιρετικά παρήγορο και ζήτησα κι άλλο πιοτό. Μου σέρβιρε πρόθυμα και σερβιρίστηκε κι ο ίδιος. Μεθύσαμε. Και μπουσουλώντας με τα τέσσερα πάνω στο χαλί του καπνιστήριου ουρλιάζαμε σαν τα ζώα, ιδιαίτερα εκείνος ήταν αγνώριστος. Το πρόσωπό του δεν είχε πια τίποτα το ανθρώπινο. Και μια βραδιά, καθώς προσπαθούσε να μου δαγκώσει ένα δάχτυλο του ποδιού, τον χτύπησα στο πρόσωπο με τη μασιά. Παρέμεινε ήρεμος, αφήνοντας το αίμα να κυλάει στο πρόσωπό του και έγλειψε τα χείλη του. Τον έφτυσα κατάμουτρα. Εξακολούθησε να γλείφεται.

Μα η μέρα που ακολουθούσε αυτές τις ακολασίες ήταν μαρτυρική για μένα. Με κεφάλι βαρύ, πρόσωπο πελιδνό, καρδιά τρεμάμενη, κούρνιαζα στο κρεβάτι στενάζοντας ως το μεσημέρι. Το φως της μέρας με πλήγωνε. Ο μπέης το απόδιωχνε πίσω απ' τις βαριές κουρτίνες. Και μόλις το δωμάτιο φωτιζόταν με τα πολυάριθμα κεριά κι αρωματιζόταν με τα μύρα, η κραιπάλη ξανάρχιζε πιο έντονη.

Ένα βράδυ, πολύ αργά, σε κάποια στιγμή που το μεθύσι βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, τέσσερα νεαρά κορίτσια με ταμπούρλα και καστανιέτες έκαναν έφοδο στο καπνιστήριο και ρίχτηκαν αμέσως σ' ένα ξέφρενο χορό. Η καρδιά μου ξεχείλισε από χαρά! Ήταν στ' αλήθεια τέσσερεις Κύρες, στολισμένες σαν ανατολίτισσες πριγκίπισσες αλλά με πρόσωπα κάπως καλυμμένα με πέπλα.

Αναπήδησα αναποδογυρίζοντας τον καφέ μου, το ποτήρι του λικέρ και το ναργιλέ μου. Ξαπλωμένος στη μέση της κάμαρας, με τα μάτια σφαλιγμένα, ένιωσα για πολλή ώρα το θρόισμα των φουστανιών τους και χέρια ποτισμένα με άγνωστα αρώματα. Μετά...

Μετά έχασα τις αισθήσεις μου.

Όταν συνήλθα ήμουν στο κρεβάτι μου και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου, στις αισθήσεις μου, στην αποτρόπαιη πραγματικότητα! Τέσσερεις πουτάνες της χειρότερης υποστάθμης με φιλούσαν, με πασπάτευαν παντού και σκέπαζαν το πρόσωπο και το κορμί μου με τα σάλια τους. Αντιστάθηκα και κάλεσα βοήθεια. Μ' έπνιγαν στις τρυφερότητες. Ξεκόλλησα τελικά απ' την αγκαλιά τους και αρπάζοντας τη μασιά κατέστρεψα ό,τι βρήκα μπροστά μου, σπάζοντας καθρέφτες βάζα, αγάλματα, μπιμπελό...

Τρομαγμένες οι αηδιαστικές δούλες του έρωτα, το έβαλαν στα πόδια, πηγαίνοντας να εξιστορήσουν στο Μουσταφά μπέη ότι αρνιόμουν ν' αναγνωρίσω τέσσερεις όμορφες κοπέλες σ' αυτές τις «πατσαβούρες» με τα κουκουβαγίσια πρόσωπα.

Μετά απ' αυτήν την οργιώδη νύχτα κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου για εικοσιτέσσερις ώρες και αρνήθηκα να δεχτώ οποιονδήποτε. Τα φαγητά μου έφερναν ναυτία. Τα πρόσφερα όλα στο Λύκο στον οποίο κι εξομολογήθηκα τον εξευτελισμό μου.

Τελικά, αηδιασμένος ως τα μύχια της ψυχής μου για τον κατήφορο που ήθελε να με σπρώξει ο μπέης, αποφάσισα να κρεμαστώ και ζήτησα τον αφέντη μου για να του ανακοινώσω ότι αν δε με λευτέρωνε, θα έβαζα σε ενέργεια το σχέδιο της αυτοκτονίας με οποιοδήποτε μέσο. Μου απάντησαν πως ο μπέης έφυγε σε ταξίδι. Θα έλειπε για δέκα μέρες. Αυτό το απροσδόκητο νέο με γέμισε έκπληξη και απέραντη ανακούφιση· αστραπιαία το μυαλό μου κατακλύσθηκε ξανά απ' την ιδέα της απόδρασης.

Page 73: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Ήταν Μάρτης. Την επόμενη της αναχώρησης του μπέη σεργιανούσα στο πάρκο με τη συνοδεία του υπηρέτη μου, όταν ξαφνικά ένα ερωτηματικό γεννήθηκε στο μυαλό μου: «Από που έμπαινε το σκυλί στο πάρκο;» Το πάρκο περιστοιχιζόταν από παλιούς ψηλούς τοίχους, αδύνατο να τους υπερπηδήσει κανένας ενώ η κεντρική είσοδος ήταν ερμητικά κλειστή. Επομένως έπρεπε να υπάρχει κάπου κάποιο άνοιγμα. Διακριτικά άρχισα να ερευνώ με το βλέμμα και τελικά εντόπισα ένα σημείο όπου ο κισσός και τα χαμόκλαδα που αγκάλιαζαν τον τοίχο, φαίνονταν να έχουν ποδοπατηθεί. Προσποιήθηκα επείγουσα ανάγκη. Άφησα το δυσάρεστο σύντροφό μου στην αλέα, χώθηκα μέσα στους θάμνους και ανακάλυψα ότι στη βάση του τοίχου υπήρχε μια μεγάλη τρύπα που έβγαζε στο λιγότερο πολυσύχναστο μέρος της περιοχής. Σημάδεψα το μέρος: Βρισκόταν ακριβώς απέναντι απ' τα παράθυρά μου.

Το ίδιο βράδυ, φυλακισμένος σ' αυτό το αληθινό κάστρο, ένιωθα το κεφάλι μου να φλέγεται. Η σωτηρία μου βρισκόταν εκεί, διακόσια βήματα απ' την κάμαρά μου. Πώς θα περνούσα ανάμεσα απ' αυτά τα κάγκελα, που ήταν στερεωμένα πάνω στη στέρεη, δρύινη βάση;

Μέχρι τα μεσάνυχτα, με το φως σβηστό, πάλευα. Στην αρχή προσπαθούσα να λυγίσω τα σίδερα, ύστερα σκάλισα με το σουγιά μου τη βάση του πλαισίου για να ξεριζώσω τα σίδερα. Χαμένος κόπος! φρένιασα. Έξω: πανσέληνος, ήρεμη φύση, απέραντες εκτάσεις, ελευθερία... Εδώ: φυλακή, διαφθορά, τυραννία. Αναλογιζόμουν την επιστροφή του μπέη και των ανθρώπων του, που θα σήμαινε ότι θα ξανάρχιζαν τα γλέντια. Ένιωθα καταπονημένος. Το δωμάτιο μου φαινόταν σαν κλουβί φτιαγμένο από δαίμονες. Ένα κρύο ρίγος διέτρεξε το κορμί μου σε σημείο που δάγκωσα τη γλώσσα μου ώσπου μάτωσε.

Το ρολόι έδειχνε δύο μετά τα μεσάνυχτα. Νεκρική σιωπή σ' όλο το σπίτι.

Αποφασιστικά πήρα μικρά κομμάτια δαδί και χαρτί, τα τοποθέτησα στο πλαίσιο του παραθύρου και τους έβαλα φωτιά. Λίγο αργότερα, τρέμοντας σύγκορμος, αντίκριζα το πλαίσιο να καταβροχθίζεται απ' τις φλόγες, το δωμάτιο να γεμίζει καπνούς και το πάρκο να φωτίζεται. Έσφιγγα τη μασιά με τα δυο χέρια για να μη φωνάξω «βοήθεια». Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερα να ξεριζώσω δυο απ' τα κάγκελα που έπεσαν μέσα στο δωμάτιο, μαζί με καρβουνισμένα κομμάτια ξύλου. Ύστερα μάζεψα πυρετωδώς τους θησαυρούς μου, πήδηξα στο πάρκο κι άρχισα να τρέχω με όλες τις δυνάμεις μου προς τον τοίχο.

Στη σαστιμάρα μου δεν κατάφερα να βρω το άνοιγμα με την πρώτη. Κυριευμένος τότε από πανικό, άρχισα να τρέχω δεξιά κι αριστερά, παρασύροντας κλαδιά, ματώνοντας το πρόσωπο και τα χέρια μου σαν λαβωμένο αγρίμι. Τελικά, με μια κραυγή χαράς, βρήκα το πέρασμα και το δρασκέλισα.

...........................................................................................................................

Δυο ώρες αργότερα, με τις τσέπες γεμάτες όμορφα χρυσά νομίσματα, στην ασιατική ακτή, έβλεπα να υψώνονται στην αριστερή κορυφή του Πέρα σαν αυγινή θυσία τεράστιες φλόγες εκδικήτρας φωτιάς! Μια ακόμα πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη, την κατασπαραγμένη απ' τις πυρκαγιές...

Το βράδυ της μέρας της ελευθερίας μου μια άμαξα μ' άφηνε στην πόρτα ενός πανδοχείου σε μια τούρκικη συνοικία. Δυο βράδια αργότερα κοιμόμουν στη Σμύρνη, και μετά από οκτώ μέρες απολάμβανα το ναργιλέ μου στην ταράτσα ενός μεγάλου καφενείου της Βηρυττού.

Μα δεν τελειώνουν εδώ τα βάσανά μου...

Page 74: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Τώρα θεωρούσα τον εαυτό μου αρκετά ικανό να διακρίνει καθαρά στη ζωή και να μην επιτρέπει να τον εξαπατούν. Ήμουν δεκαεφτά χρονών και είχα μια πείρα ολόδικιά μου. Με βάση αυτή την πείρα χώριζα την κοινωνία σε τρεις κατηγορίες: «Κατ' αρχή στις γλυκές και αξιαγάπητες υπάρξεις σαν την Κύρα και σαν τη μητέρα· ύστερα στους αγροίκους σαν τον πατέρα μου· τέλος στους άλλους, που είναι μεγαλόψυχοι με τον τρόπο του Μουσταφά μπέη». Έπρεπε να προσέχω.

Και στην ταράτσα φρόντιζα να μην κάθομαι κοντά σε παίκτες σκακιού με συμπαθητικά χαρακτηριστικά! Σκεφτόμουν το φτωχό μου Λύκο που έκανε τόσο καιρό για ν' αποδεχτεί τα χάδια μου και τον μιμήθηκα, φυλαγόμουν απ' όλα τα χέρια που απλώνονταν να χαϊδέψουν τα εφηβικά μου μάγουλα.

Αλίμονο! Φυλαγόμουν τόσο καλά, τόσο καλά, που χωρίς να το καταλαβαίνω πήγαινα να πέσω σε μια νέα παγίδα· γιατί η ζωή δε χωράει ολόκληρη μέσα στις τρεις κατηγορίες μου.

Είχα νοικιάσει ένα δωμάτιο ακριβώς κάτω απ' την όμορφη ταράτσα του «Γκραν Κονσέρ Βαριετέ», στη μοναδική δημόσια πλατεία της Βηρυτού. Το καφενείο ήταν γεμάτο απ' το πρωί ως το βράδυ· εκτός απ' τους ντόπιους δανδήδες που τους απόφευγα, αυτό που έδινε γοητεία σε τούτο το μέρος ήταν οι αγέλες των καλλιτεχνών που προσλαμβάνονταν για το βαριετέ. Άντρες ή γυναίκες, νέοι ή γέροι, ωραίοι ή άσχημοι, ξεχείλιζαν από ζωή. Παντού συνωμοτικά γέλια και χαρούμενα πειράγματα. Είχαν για κάθε ένοικο και κάποιο παρατσούκλι. Κι ο καθένας έβρισκε εκεί μια αδερφή ψυχή. Καθώς ήμουν κι εγώ ένας απ' τους ενοίκους, απόκτησα το παρατσούκλι μου. Και η αδερφή ψυχή μου ήταν πανέμορφη...

Οι καλλιτέχνες ήταν Ιταλοί, Έλληνες και Γάλλοι... Έμενα στο ξενοδοχείο. Στο στενό διάδρομο απέναντι απ' την κάμαρά μου είχε εγκατασταθεί ένα νεαρό ζευγάρι Έλληνες, που τραγουδούσε καταπληκτικά. Τον άντρα τον αντιπάθησα, αλλά η γυναίκα ήταν να την πιεις στο ποτήρι. Την καταβρόχθιζα με τα μάτια στα κρυφά. Το πήρε είδηση. Μόνη και σχεδόν γυμνή καθόταν μπροστά στην τουαλέτα της, με την πόρτα ορθάνοιχτη, τις ώρες που εγώ έβγαινα απ' το δωμάτιό μου. Αυτό με τάραζε έντονα και έκλεινα τα μάτια όσο πιο πολύ μπορούσα μα κάτι πιο δυνατό απ' τη θέλησή μου, τ' άνοιγε.

Και να που μια μέρα καθώς διασταυρωθήκαμε στο σκοτεινό διάδρομο, μ' αγκάλιασε, μου έδωσε ένα αρκετά καλό φιλί και μου είπε:

— Είναι πολύ δειλός τούτος ο νεαρός! Πρέπει να τον ενθαρρύνουμε!

Ζαλισμένος απ' το τυχερό, μονολογούσα στη κάμαρά μου:

«Ε, καλά! Τι το κακό υπάρχει σ' ένα φιλί που δίνει μια γυναίκα σ' ένα νεαρό άντρα;»

Γιατί τώρα είχα γίνει ένας «νεαρός άντρας». Το 'χε πει η γυναίκα. Τα ρούχα μου, η οικονομική ανεξαρτησία, οι ακριβές μου ορέξεις το μαρτυρούσαν. Μόνο η λογική μου δεν το μαρτυρούσε, γιατί έχασα τα μυαλά μου. Ποιος όμως στη ζωή συγκρατιέται πάντα απ' τη λογική;

Ένα απόγευμα χάζευα απ' το παράθυρό μου το πλήθος που συνωστιζόταν στην πλατεία και σκεφτόμουν το παιχνίδισμα της φωνής και των κινήσεων της ηθοποιού που μου θύμιζαν με πόνο την αφέλεια της Κύρας, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα και μπήκε. Τρόμαξα.

— Μη φοβάσαι τίποτα, μικρέ μου. Εκείνος είναι κάτω, μπλεγμένος σ' ένα χοντρό παιχνίδι.

Ρίχτηκε στο λαιμό μου. Διαμαρτυρήθηκα:

Page 75: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Δε θέλω να μείνεις εδώ!

— Πώς; Με διώχνεις; Κι εγώ που σ' αγαπώ... Και πίστευα πως μ' αγαπούσες κι εσύ! έκανε χαδιάρικα.

Και δεν ξέρω πως, ενώ συνέχιζε να με χαϊδεύει, άνοιξε την πόρτα κι άρπαξε ζωηρά ένα δίσκο με μια μπουκάλα ξένο κρασί και γλυκά δίχως σιρόπι. Τα βρήκα υπέροχα! Παράγγειλε κι άλλα! Έφαγα τα περισσότερα, λίγο από λαιμαργία, αλλά περισσότερο για να κρύψω την αμηχανία μου. Και τα χάδια! Και τα φιλιά!

Συνειδητοποίησα πως με πασπάτευε τολμηρά και κοκκίνησα.

— Ξέρεις κάτι, κοτοπουλάκι μου; μου είπε. Δεν παίρνεις χαμπάρι! Στην ηλικία σου!

Και για να με κάνει πάλι να νιώσω άνετα, άλλαξε κουβέντα:

— Είσαι ραγιάς;

— Δεν ξέρω...

— Τέλος πάντων, τι χαρτιά έχεις;

— Δεν έχω χαρτιά.

— Πώς; Ταξιδεύεις στην Τουρκία χωρίς χαρτιά; Αυτό είναι αποκοτιά, φίλε μου! Θα μπορούσαν να σε συλλάβουν.

Τρομοκρατήθηκα. Ήταν σαν να μου έλεγαν ότι η αστυνομία του Μουσταφά μπέη βρισκόταν έξω απ' την πόρτα μου.

Την παρακάλεσα να σωπάσει. Μου υποσχέθηκε να με προστατέψει. Καινούρια προστασία! Κατάρα! Δεν υπήρχε λοιπόν τρόπος να ζήσει κανένας ελεύθερος, χωρίς προστάτες;...

Μαύρες σκέψεις τρύπωσαν στο κεφάλι μου. Καθώς χάιδευε τα δάχτυλά μου, μου είπε:

— Τι ωραία δαχτυλίδια που έχεις! Δε θα μου χαρίσεις κανένα; φυσικά δεν μπόρεσα ν' αρνηθώ ένα δαχτυλίδι στην προστάτιδά μου.

Η ζωή μου ξέφτισε. Δεν ήταν ούτε δεκαπέντε μέρες που τη γευόμουν ελεύθερος. Και να που ένα χέρι, μακρύ όσο η Κωνσταντινούπολη απέχει από τη Βηρυτό, απειλούσε ξανά την ελευθερία μου.

Μα ένα χέρι απόλυτα ορατό και πολύ πιο κοντινό, παράγγειλε εκείνη τη βραδιά του σμιξίματος ξένα κρασιά και γλυκά, που η τιμή τους αντιστοιχούσε σ' ενός μήνα ξενοδοχείο. Πληρώνοντας το λογαριασμό σκεφτόμουν: «Μ' αυτό και με το δαχτυλίδι, μαθαίνω πως η ελευθερία μου είναι σχετική».

Μερικές μέρες αργότερα, έμαθα και σε πιο βαθμό ακριβώς.

Αχώριστοι, η τραγουδίστρια και ο άντρας της, έγιναν σύντομα οι μόνιμοι, καλεσμένοι μου, σχεδόν οι οικότροφοί μου. Μια μέρα, ενώ βρισκόμαστε στη μέση μιας παρτίδας τάβλι, ένας αστυνομικός πλησίασε και μου είπε:

— Μένετε εδώ, κύριε;

— Ναι, κύριε, απάντησα πνιχτά.

Page 76: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Καλά λοιπόν, θα είχατε την καλοσύνη να έρθετε αύριο στο τμήμα, για να θεωρήσουμε τα χαρτιά σας;

Και χαιρετώντας με χάρη τους συντρόφους μου, έφυγε. Εγώ, ένιωθα σα ν' άνοιξε η γης κάτω απ' τα πόδια μου. —Μην κάνεις έτσι! μου λέει η προστάτιδά μου. Ο άντρας μου θα πάει αμέσως στο Μαμούρ, να πει να σ' αφήσουν ήσυχο. Είναι φίλοι.

Με πόση διαχυτικότητα δεν την ευχαρίστησα!

Τελικά, η αστυνομία δε με ξαναενόχλησε. Αναζητούσα κάποιο τρόπο να εκδηλώσω την ευγνωμοσύνη μου εκτός από το να του κάνω το τραπέζι, όταν μου έδωσε ο ίδιος την ευκαιρία.

— Δεν έχω πια τύχη στα χαρτιά φίλε μου, μου λέει, μπαίνοντας στη συνέχεια κατευθείαν στο θέμα: Μήπως θα μπορούσες να μου δανείσεις δυο τούρκικες λίρες;

— Ευχαρίστως. Την επομένη ήταν επίσης άτυχος και το βράδυ μου ζήτησε δυο ακόμα. Τη μεθεπομένη άλλες τόσες. Μετά από μια βδομάδα, που η κακοτυχία του συνεχιζόταν, υπολόγισα ότι μ' αυτό το ρυθμό η περιουσία μου θα εξανεμιζόταν πριν καλοπεράσουν τρεις μήνες. Το βράδυ της μέρας που έκανα την σωτήρια σκέψη, έπαιρνα το δρόμο για τη Δαμασκό, μαζί με δυο χοντρούς εμπόρους χαλιών.

Η Δαμασκός στάθηκε για μένα μια πόλη ορόσημο. Εκεί, η ζωή μου άλλαξε ριζικά.

Σ' αυτή την πολιτεία ο θεός φαίνεται πως είχε συσσωρεύσει όλη τη γκρίζα σκόνη κι απ' τις τέσσερεις γωνιές της γης. Φτάνοντας εκεί, νόμισα πως θα ξεψυχήσω.

Ήμουν ντυμένος σα φτωχός Έλληνας, για να περνάω απαρατήρητος. Τ' άλλα μου πράγματα τα είχα κομποδέσει σ' ένα μαντίλι που το κρατούσα παραμάσχαλα, ενώ τα δαχτυλίδια και τις τούρκικες λίρες μου τα φύλαγα στο κεμίρ17 μου, ν' αγγίζουν σχεδόν το δέρμα της κοιλιάς. Έτσι μεταμφιεσμένος, ένιωθα προφυλαγμένος από κάθε είδους ανεπιθύμητη προστασία. Βάδιζα στα δρομάκια, που σαν αληθινές στοές διαπερνούν τα σπίτια, αναζητώντας κάποιο φτηνό δωμάτιο, στην Καντέρ. Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, Έλληνας, μου είπε πως για να κοιμηθώ σε φτηνή κάμαρα, θα 'πρεπε να τη μοιραστώ με κάποιον άλλο. Δέχτηκα. Πηγαίνοντας να ρίξω μια ματιά και να ταχτοποιήσω τα πράγματά μου, ρώτησα ποιος θα ήταν ο σύντροφος του διπλανού κρεβατιού.

— Ένας άντρας σαν κι εσένα, μου απάντησε ο ξενοδόχος.

Η συγκίνηση μου 'σφιξε το λαιμό. Η χώρα μου, η Κύρα, η μητέρα, βυθισμένες σ' ένα βαθύ σκοτάδι θα ζούσαν για πάντα στην καρδιά μου. Κι εγώ, που ποτέ δεν μπορούσα να αποκοπώ απ' τις ρίζες μου, τι γύρευα σ' αυτή την άγνωστη σκυθρωπή πόλη; Με πιο τρόπο έλπιζα να ξανανταμώσω με την αδερφή μου; Πώς θα κέρδιζα τη ζωή μου τη μέρα που τα χρήματα μου θα εξανεμίζονταν;

Επιπλέον δεν είχα χαρτιά. Άλλο ένα σοβαρό ζήτημα. Θα μπορούσαν να με συλλάβουν. Ποιος θα μ' έβγαζε απ' τη φυλακή;

Στην αυλή του πανδοχείου, γύρω από μια στέρνα με λουλούδια, οι άνθρωποι φλυαρούσαν καθισμένοι σταυροπόδι, κάπνιζαν, έπιναν γαλακτερή ρακή κι έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Αυτοί οι άνθρωποι ανήκαν στον τόπο τους. Γνωρίζονταν, αλληλοβοηθιούνταν, μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες. Κι εγώ; Τι μετρούσα για κείνους; Ένας άγνωστος. Ποιος δρασκελίζει το 17 φαρδύ ζωνάρι — πουγκί, συνηθισμένο στην Ανατολή

Page 77: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

κατώφλι της κάμαρας ενός άγνωστου που πεθαίνει απ' αρρώστια ή από θλίψη, για να τον ρωτήσει τι επιθυμεί η καρδιά του;

Ενστικτωδώς, έφερα το χέρι στο κεμίρ, όπου φύλαγα το χρυσάφι μου, το μονάκριβό μου φίλο! Αλλά το χρυσάφι είναι ένας φίλος που σ' εγκαταλείπει χωρίς λύπηση, χωρίς τύψεις, προδοτικά, και δε γνώριζα με τι μέσα πετυχαίνεις να το προσελκύσεις πάλι στο κεμίρ σου. Η εναλλακτική λύση θα ήταν μια Κύρα! Δε θα μ' εγκατέλειπε για τίποτα στον κόσμο. Υπήρχε όμως κάποια Κύρα σ' αυτήν τη γη, σ' αυτή την πολιτεία και τα χωριά; Ίσως. Μα θα 'χε ήδη τον Ντραγκομίρ της, και για κείνη δε θα 'μουν παρά ο άγνωστος που προσπερνά, τον κοιτάζουμε με περιέργεια και τον λησμονάμε.

Για να παρηγορηθώ ζήτησα ένα ποτήρι ρακί και μετά άλλο ένα. Η ώρα του δείπνου έφτασε. Έφαγα λιτά και ήπια ένα ποτήρι κρασί, μετά ακόμα ένα. Και ύστερα με την καρδιά γεμάτη ανασφάλεια, ανέβηκα στην κάμαρά μου.

Εκεί, ένας άντρας γύρω στα τριάντα, μισόγδυτος, καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του. Μια λάμπα πετρελαίου έφεγγε στο τραπέζι. Δυο καρέκλες. Τα κρεβάτια αμφίβολης καθαριότητας. Ένας θαμπός καθρέφτης. Δεν υπήρχε μέρος για να πλυθεί κανένας.

Τον καλησπέρισα, στα ελληνικά, κι εξέτασα το κρεβάτι.

— Πρέπει να τ' απομακρύνεις απ' τον τοίχο, μου λέει, σαν παλιός γνώστης. Υπάρχουν κοριοί και θα πρέπει ν' αφήσουμε τη λάμπα όλη τη νύχτα αναμμένη. Οι κοριοί, όπως και οι κουκουβάγιες φοβούνται το φως.

— Κοριοί; ρώτησα, μια και μου ήταν εντελώς άγνωστα αυτά τα ζωντανά. Τι είναι πάλι ετούτοι;

— Δεν ξέρεις τι είναι οι κοριοί; Καλά, λοιπόν, θα το μάθεις απόψε. Μα πες μου τέλος πάντων που κοιμόσουν μέχρι τώρα που αγνοείς την ύπαρξή τους; Εγώ δεν ξέρω τι σημαίνει κρεβάτι δίχως κοριούς!

— Τσιμπούν οι κοριοί; ρώτησα, φοβισμένος από την εμφάνιση ενός νέου εχθρού.

— Λιγάκι, απάντησε, με αδιαφορία.

Κουρασμένος, ήθελα να ξεντυθώ και να πέσω, όμως μια επιφυλακτικότητα μ' έκανε να διστάζω να το κάνω μπροστά στον άγνωστο. Το κατάλαβε, γιατί πήγε να χαμηλώσει τη φλόγα· μόλις γλίστρησα κάτω απ' τα σκεπάσματα, στο μισοσκόταδο, ξανασηκώθηκε και τη δυνάμωσε.

— Ούτε άβγαλτο κορίτσι να 'σουνα! είπε γελώντας. Αυτή του η διακριτικότητα μ' έκανε να τον εμπιστευθώ, κι αποκοιμήθηκα, εκείνη τη νύχτα, όχι τόσο δυστυχισμένος, σφίγγοντας το κεμίρ μου κάτω απ' το προσκέφαλο.

Τ άλλο πρωί, μια και δεν ήξερα από τα πριν τι σημαίνει τσίμπημα κοριού, ο σύντροφός μου, μου 'δειξε μια κηλίδα αίμα πάνω στο μαξιλάρι. Σχεδόν χαρούμενος, ντύθηκα άνετα μπροστά του.

Φωνές και γέλια ανέβαιναν απ' την αυλή. Κοίταξα απ' το παράθυρο· είδα ομάδες ανθρώπων γύρω απ' τη στέρνα, να καπνίζουν μεγάλα τσιμπούκια, και να ρουφάν με θόρυβο τον καφέ τους. Είχαν καταβρέξει και σκουπίσει την αυλή. Ένα δροσερό αεράκι έφθανε στα πνεμόνια μου, ένα κιτρινωπό φως, μυστηριώδες, τέλεια ανατολίτικο, περιπλανιόταν πάνω απ' τ' αντικείμενα κι απ' τα ζωντανά πλάσματα.

Page 78: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Με συνεπήρε ο ενθουσιασμός. Ο τρυφερός εχθρός που λαγοκοιμόταν στην καρδιά μου ξύπνησε:

— Θέλεις να πάρεις έναν καφέ μαζί μου; είπα στον άγνωστο.

Κάτω κουβεντιάσαμε, ενώ τα τσιμπούκια μας κάπνιζαν σαν τσιμινιέρες. Κι εκείνος πρώτος μου διηγήθηκε τα βάσανά του: άνεργος, απένταρος, καταχρεωμένος. Τότε του είπα, ότι κι εγώ έχω έναν καημό:

— Έχασα τα χαρτιά μου. Αν με βοηθούσες να προμηθευτώ καινούρια θα σου έδινα μια τούρκικη λίρα για προμήθεια.

Ζωήρεψε:

— Ναι, αυτό γίνεται, είπε ψιθυριστά. Υπάρχει εδώ πιο κάτω ένας ψευδομάρτυρας, που τα προμηθεύει, μα ζητάει πολλά λεφτά.

— Πόσα; φώναξα ευτυχισμένος.

— Τέσσερεις λίρες.

— Τα δίνω. Και σε σένα τη λίρα που σου έταξα.

Μια ώρα αργότερα, ένας ψευδομάρτυρας με πυκνά άσπρα γένια, ορκιζόταν στο φως του, πως με είχε δει να γεννιέμαι στην Ισταμπούλ, τον τάδε χρόνο, πως με λέγαν Σταύρο και πως ήμουν «ραγιάς, υποτελής του Σουλτάνου, του αφέντη μας».

Ο αρμόδιος υπάλληλος τον άκουγε χαμογελώντας ειρωνικά. Ύστερα παίρνοντας μια πένα, γέμισε ένα μακρύ χαρτί με όμορφα αραβικά γράμματα, υπόγραψε, το 'δωσε στο γέρο να υπογράψει, έβαλε την αυτοκρατορική σφραγίδα, και μου πρότεινε το πολύτιμο έγγραφο.

— Πρέπει να του δώσεις μπαχτσίσι, μου σφύριξε ο ψευδομάρτυρας. Ακούμπησα πάνω στο τραπέζι μια λίρα.

— Δεν είναι αρκετά, έκανε ο γέρος.

Πρόσθεσα ακόμα μια, πηγαίνοντας πάντα στη γωνιά για να ψηλαφίσω το κεμίρ μου. Έξω πλήρωσα τον ψευδομάρτυρα της γέννησής μου. Ύστερα, μόνος με το σύντροφό μου, γυρίσαμε σ' όλη την πόλη, φάγαμε, ήπιαμε, και περιπλανηθήκαμε.

Το βράδυ, σκονισμένοι αλλά ευτυχισμένοι, ξαναπέσαμε στα σκεπάσματά μας, απ' όπου δεν έλειπαν οι κοριοί· κοιμήθηκα σαν πέτρα, φροντίζοντας παρόλα αυτά να εξασφαλίσω πάλι το κεμίρ κάτω απ' το μαξιλάρι μου. Ξυπνώντας ξαφνιάστηκα που ήμουν μόνος στην κάμαρα! Όμως τελικά ήταν κάτι περισσότερο από ξάφνιασμα, γιατί γρήγορα αντιλήφθηκα πως το κεμίρ και ο προδότης άκαρδος φίλος, είχαν κάνει φτερά, κι εγώ είχα απομείνει με τρία μετζεντί και το καταραμένο έγγραφο στην τσέπη.

Ήθελα να κάνω κάτι πιο πολύ απ' το να κλάψω. Τώρα ήθελα να πεθάνω...

Ακόμα και σήμερα φυλάω εδώ, κάτω απ' το στομάχι μου, τον κόμπο, το κενό που ένιωσα στα στήθια μου εκείνο το πρωινό, και που λίγο έλειψε να με θανατώσει.

Με το πουκάμισο και τις κάλτσες, στριφογύριζα σαν τρελός, χωρίς να ξέρω γιατί κρεμιόμουν απ' το παράθυρο. Στην αυλή, όπως και την προηγούμενη μέρα, οι ίδιοι

Page 79: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

άνθρωποι κάπνιζαν γύρω απ' τη στέρνα: έμοιαζαν με νεκροθάφτες που φρουρούν ένα φέρετρο. Και μηχανικά, θέλοντας να κατέβω τη σκάλα, ρίχτηκα στο κενό. Σηκώθηκα αμέσως καταματωμένος. Κατέφτασαν τρέχοντας ο ιδιοκτήτης και οι πελάτες· τραύλισα:

— Το... κεμίρ...

Με ρωτούσαν όλοι μαζί, για όλα. Δεν μπορούσα ν' αρθρώσω άλλη λέξη εκτός από:

— Το κεμίρ...

Μου έριξαν νερό στο κεφάλι, μου έπλυναν το καταματωμένο πρόσωπο, με ανάγκασαν να πιω αλκοόλ.

— Μίλα τώρα! φώναξε ο ξενοδόχος, τραντάζοντάς μου τον ώμο.

— Το κεμίρ... στέναζα ασταμάτητα.

— Σίγουρα, συμπέρανε, ο αλητήριος που κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι, του έκλεψε το κεμίρ του, αντί για ευχαριστώ που τον φίλεψε χτες όλη μέρα!

Και καθώς προσπαθούσα ν' ανασηκωθώ, μ' ανάγκασε να μείνω καθισμένος στην καρέκλα, σπαραγμένος απ' τον πόνο, με τα χέρια να κρέμονται στο πλάι άβουλα. Δοκίμασε να με παρηγορήσει:

— Καλά... είναι βέβαια μεγάλο χτύπημα... Σου 'κλεψαν τις δεκάρες σου. Αλλά δεν υπάρχει λόγος και να σκοτωθείς γι' αυτό! Δε θα κερδίσεις τίποτα έτσι... Πόσα τσέρεκ είχες;

— Το κεμίρ... επανέλαβα.

— Νάτα μας! Αυτό το αγόρι δεν ξέρει ν' αρθρώσει άλλη λέξη απ' αυτή.

Ο ξενοδόχος ανέβηκε στο δωμάτιό μου κι επέστρεψε με τα ρούχα μου:

— Άντε ντύσου!

Ήμουνα σαν παράλυτος, κι εκείνος αναγκάστηκε να με ντύσει απ' την κορφή ίσαμε τα νύχια. Ύστερα, σκαλίζοντας τις τσέπες μου, βρήκε την ταυτότητα και τα χρήματα:

— Κοίτα, αναφώνησε, δεν είσαι και τόσο φτωχός! Έχεις τρία μετζεντί... Και σε λένε Σταύρο. Ε λοιπόν, Σταύρο, δεν πεθαίνει κανένας της πείνας μ' αυτά τα χρήματα. Τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;

— Το κεμίρ...

— Άααα μα πια!... Και συ και το κεμίρ σου!.. ούρλιαξε θυμωμένος. Και ξαναβάζοντάς μου τα πράγματά μου στην τσέπη, έφυγε μουρμουρίζοντας:

— Να πάρει η ευχή, δε θα 'χες σ' αυτό το κεμίρ όσα κοστίζει μια καμήλα, γιατί σ' αυτή την περίπτωση δε θα 'ρχόσουν να κοιμηθείς στο πανδοχείο μου!

.......................................................................................................

Είχα στο κεμίρ μου, πολύ περισσότερα απ' όσα κοστίζει μια καμήλα. Είχα ογδόντα τρεις τούρκικες χρυσές λίρες, καινούρια δαχτυλίδια με πολύτιμες πέτρες, και το ρολόι μου. Και μ' αυτή την περιουσία είχα πάει να κοιμηθώ στο πανδοχείο του!...

Δεν αληθεύει διόλου, πως ο άνθρωπος είναι ένα δημιούργημα που κατανοεί τη ζωή. Η

Page 80: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

εξυπνάδα του δεν του χρησιμεύει ιδιαίτερα. Το γεγονός ότι μιλάει, δεν τον κάνει λιγότερο ανόητο. Μα η ανοησία του ξεπερνάει κι εκείνη των ζώων, όταν καλείται να νιώσει την αγωνία του συνανθρώπου του.

Μας συμβαίνει μερικές φορές να διασταυρωθούμε στο δρόμο με κάποιον άντρα, με πρόσωπο κάτωχρο και βλέμμα αδειανό, ή με μια γυναίκα που κλαίει. Αν ήμασταν όντα ανώτερα, θα 'πρεπε να σταματήσουμε αυτό τον άντρα ή εκείνη τη γυναίκα, και να τους προσφέρουμε απλόχερα τη συμπαράστασή μας. Αυτό είναι που διαχωρίζει τον άνθρωπο απ' το ζώο. Κι όμως!

Δεν καλοθυμάμαι πια —πέρασαν κοντά πενήντα χρόνια από τότε— πώς εγκατέλειψα την καρέκλα μου και την αυλή του πανδοχείου, από που πέρασα, με το κεφάλι άδειο, πως κατόρθωσα να διασχίσω ολάκερη την πόλη. Μα ξέρω πως ούτε ένα παρήγορο χέρι δεν ακούμπησε πάνω στον ώμο εκείνου του έφηβου με τα αγριεμένα μάτια που βάδιζε σαν αυτόματο. Ούτε μια φωνή ούτε ένα ανθρώπινο πρόσωπο δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για μένα. Και βρισκόμουν σ' αυτήν τη βαθιά απελπισία, ένα όμορφο Απριλιάτικο πρωινό, στις αλέες του δάσους Μπαπτούμα.

Συνήλθα από τις φωνές και τις βλαστήμιες ενός Άραβα αμαξά, που παρά λίγο να με παρασύρει στο διάβα του. Τότε, άγγιξα τη ζώνη μου, όπου δεν υπήρχε πια κεμίρ. Ένιωσα την καρδιά μου να φτεροκοπάει, σα του φυλακισμένου σε παλάμη πουλιού, ενώ την ίδια στιγμή ένας κόμπος ανέβαινε από το στομάχι και μου 'κοβε την αναπνοή. Αυτή η κίνηση είχε ένα θλιβερό ανακλαστικό αποτέλεσμα. Κάθε φορά που έφερνα το χέρι μου στη ζώνη, ένας οξύς πόνος διαπερνούσε την καρδιά μου, ένας πόνος που μ' έπνιγε. Παρόλα αυτά αισθανόμουν συνέχεια την ανάγκη να επιβεβαιώσω πως ήταν αλήθεια, πως ήμουν πραγματικά το θύμα κάποιου εγκληματία, πως δε φορούσα πια το κεμίρ μου. Γιατί όταν οι μεγάλες πίκρες χτυπούν τις ευαίσθητες καρδιές, εκείνες συνηθίζουν δύσκολα στην ιδέα πως τις βρήκε η δυστυχία, και πως είναι ανήμπορες ν' αντιδράσουν.

Διαβάτες με προσπερνούσαν κι απ' τις δυο πλευρές: ευτυχισμένα ζευγάρια, γυναίκες με παιδιά, καλοθρεμμένοι κύριοι, ήρεμοι και ικανοποιημένοι. Κι εγώ πέθαινα. Εγώ έπρεπε να σηκώσω μονάχος μια ασήκωτη δυστυχία, ασήκωτη για την ηλικία μου, την καρδιά μου, την πείρα μου.

Βάδιζα αδιάκοπα. Βγήκα απ' το δάσος. Η εξοχή της Συρίας, με τους λασπωμένους δρόμους της και τις τρώγλες των Βεδουίνων, μου φάνηκε άδεια από ζωή, όμοια με το κορμί μου. Πριν καθηλώσω το βλέμμα μου κάπου, το χέρι μου ανέβαινε αυθόρμητα στη ζώνη μου και επαναλάμβανα μηχανικά: «Δεν έχω πια το κεμίρ...» Τότε το αίσθημα της ασφυξίας μου ξανάσφιγγε το λαιμό.

Ένα παιδί πέρασε αργά από δίπλα μου, καβάλα σ' ένα γαϊδούρι και σέρνοντας απ' τα γκέμια μια καμήλα που κουβαλούσε κάτι βαριές μπάλες, που ταλαντεύονταν. Η ασχήμια αυτού του ζώου, με τα επίπεδα σαν του φιδιού μάτια, μ' έκανε να σκιαχτώ. Λίγο πιο κάτω, ένας Βεδουίνος με ολόμαυρο γένι, αγριωπός με χαλκόχρωμο πρόσωπο, μ' έφτασε καλπάζοντας πάνω στ' άλογό του, σταμάτησε και με ρώτησε κάτι στ' αραβικά. Δεν ήξερα ν' απαντήσω. Εξαφανίστηκε αφήνοντάς μου μια πικρή αίσθηση, γιατί μου θύμισε το έντιμο πρόσωπο του Κοσμά.

Σε λίγο, έφτασα σ' ένα χωριό με πρωτόγονα καλύβια, όπου οι άνθρωποι καθισμένοι κατάχαμα, τόρνευαν το ξύλο χρησιμοποιώντας τα γυμνά τους πόδια το ίδιο επιδέξια όπως και τα χέρια τους. Οι γυναίκες ντυμένες με μαύρες κελεμπίες, βρώμικες, με τα πρόσωπα σκεπασμένα —αληθινά σκιάχτρα— κουβαλούσαν μακρόστενες στάμνες στο κεφάλι, ενώ τα παιδιά βρώμικα κι αυτά και κοκαλιάρικα έπαιζαν και στρίγκλιζαν σα μικροί διάβολοι.

Page 81: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Μπροστά σ' ένα φούρνο από λάσπη, μισοχωμένο στη γη ένας άντρας έβγαζε ζεστά ψωμιά, πλακουτσωτά σαν πιάτα. Η γλυκιά μυρωδιά της ζύμης μου χτύπησε στα ρουθούνια.

Πήγαινα να βγω από το χωριό, όταν αντιλήφθηκα ότι ένα σκυλί με ακολουθούσε πιστά, συντονίζοντας το βηματισμό του με το δικό μου. Σταμάτησα. Σταμάτησε κι εκείνο. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Ήταν ένα σκυλί με σκούρο γκρι τρίχωμα, μεγαλόσωμο σαν το Λύκο. Μα το φτωχό, δεν είχε τίποτα απ' την περηφάνια, την ανεξάρτητη περπατησιά και την ήρεμη αυτοπεποίθηση του άλλου. Χαμήλωσε ταπεινά το κεφάλι και μαζεύτηκε απ' το φόβο. Στα μάτια του καθρεφτίζονταν η ανασφάλεια, η ταπεινοφροσύνη, η αμφιβολία. Το λυπήθηκα και του χάιδεψα το κεφάλι. Μου 'γλειψε το χέρι. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο ζώο.

Επέστρεψα στο φούρνο κι αγόρασα με δυο μεταλλίκια τέσσερα ψωμιά. Τα 'χωσα στις τσέπες μου, και ξανάρχισα την άσκοπη περιπλάνησή μου. Με πήρε πάλι από πίσω.

Ένα μικρό βουναλάκι άμμου, ολότελα άγονο κι ερημωμένο, πρόβαλε μπροστά στα μάτια μου. Τ' αγνάντεψα για λίγο και μετά βάλθηκα να σκαρφαλώνω στην κορφή του. Μα γρήγορα κουράστηκα και κάθισα πλάι στο σκυλί. Στο βάθος η Δαμασκός, διάσπαρτη από τρούλους και μιναρέδες που ξεπρόβαλλαν πάνω από τις επίπεδες σκεπές που δημιουργούσαν μια απέραντη έκταση, μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο νεκροταφείο θαμμένο κάτω απ' την άσπρη σκόνη.

Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Στ' αυτιά μου έφταναν μόνο οι βίαιοι κραδασμοί της σπαραγμένης μου καρδιάς. Το μάτια μου θάμπωσαν. Η Δαμασκός κι ο κόσμος ξεθώριασαν. Κοιτάζοντας στο παρελθόν, ξανάδα ολόφωτο το σπίτι της μάνας μου. Η γλυκιά εικόνα αυτών των απομακρυσμένων ημερών αναδύθηκε κάτω απ' τα κλειστά μου βλέφαρα. Ξανάζησα τις ευτυχισμένες στιγμές του άλλοτε και στις πιο μικρές τους λεπτομέρειες, αρχινόντας απ' το πιο σκοτεινό σημείο των αναμνήσεών μου, μέχρι τη νύχτα του φονικού, μέχρι την αρπαγή.

Και ξάφνου, γεννήθηκε στο μυαλό μου η σκέψη ότι η δυστυχία μου και η δυστυχία της Κύρας, ήταν η σκληρή μας εξιλέωση, γιατί θελήσαμε να προκαλέσουμε εκείνο το έγκλημα, γιατί συμμετείχαμε σ' αυτό. Είχαμε λαχταρήσει το θάνατο του πατέρα και του αδερφού. Αυτό δεν μπορούσε να είναι παρά μια θανάσιμη αμαρτία. Τώρα ο Θεός μας τιμωρούσε, την Κύρα κι εμένα, εκείνη με τη σκλαβιά, εμένα με μια ολέθρια ελευθερία...

Άνοιξα τα μάτια κι έμεινα αποσβολωμένος. Ο ουρανός στη δύση ήταν κόκκινος σαν το αίμα. Χαμηλά σύννεφα, που σχεδόν άγγιζαν τη γη, στο χρώμα του ξεραμένου αίματος; έπαιρναν όλων των ειδών τα φανταστικά σχήματα, το ένα πιο τρομαχτικό απ' τ' άλλο.

Κατάρρευσα μπροστά στο μικρό κούφωμα που είχα κουρνιάσει, με το πρόσωπο κρυμμένο ανάμεσα στις παλάμες μου. Προσευχήθηκα ώρα πολλή, και ζήτησα συγχώρεση απ' το Θεό, απ' τον πατέρα μου, απ' την ψυχή του δολοφονημένου αδερφού μου.

Και η νύχτα καταβρόχθισε στο σκοτάδι της το κορμί ενός μετανιωμένου έφηβου, που αναζητούσε παρηγοριά στην αγωνία ενός τυχαίου συντρόφου, ενός σκυλιού.

Οι προσευχές και οι μετάνοιες φέρνουν γαλήνη στις πιστές ψυχές. Γνώρισα μερικές ειρηνικές ώρες. Μα το πλησίασμα της αυγής στις αμμώδεις εκτάσεις φέρνει ένα παγερό κρύο. Όταν ο ήλιος πρόβαλε απ' τον ορίζοντα της ανατολής, έτρεμα ολόκληρος, νόμιζα πως θ' αρπάξω κάποιο κρύωμα που θα μου στοιχίσει τη ζωή μου. Μονολογούσα: «Αν πεθάνω τώρα σ' αυτή την ερημιά ο Θεός θα μ' έχει συγχωρέσει και η ψυχή μου δε θα τυραννιέται στην αιώνια κόλαση».

Page 82: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Σηκώθηκα και πήρα το δρόμο του γυρισμού. Στο δρόμο έφαγα το ένα ψωμάκι· τα άλλα τρία τα έδωσα στο σκυλί που ήταν πιο πεινασμένο από μένα.

Σε λίγο ο ήλιος άρχισε να μου ζεσταίνει την πλάτη· και τότε ένιωσα κάτι ευεργετικό να βλασταίνει μέσα μου. Έφτασα στο χωριό. Μου φάνηκε λιγότερο άσχημο. Εκεί το σκυλί μ' εγκατέλειψε. Αυτό με πόνεσε αρκετά. Χαϊδεύοντάς του το κεφάλι το αποχωρίστηκα, όπως αποχωρίζεται κανένας από μια αγαπημένη γνωριμία που έγινε στη διάρκεια κάποιου σύντομου ταξιδιού.

Μόνος πια, και πάντα με έναν κόμπο στο λαιμό στη σκέψη του χαμένου κεμίρ μου, πήρα το δρόμο για το δάσος Μπαπτούμα και τη Δαμασκό. Διασταυρώθηκα μ' ένα μεγάλο καραβάνι με καμήλες, χωρίς να τις φοβηθώ αυτή τη φορά.

Έφτασα στις αλέες του δάσους λίγο πριν το μεσημέρι. Ο καιρός ήταν εξαίσιος. Ξαφνιάστηκα με την κίνηση. Με άμαξες ή με τα πόδια, άντρες με όμορφες τούρκικες φορεσιές, γυναίκες νέες και ωραίες —οι περισσότερες είχαν καλυμμένο το κάτω μέρος του προσώπου τους μ' ένα διάφανο άσπρο πέπλο— σεργιανούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, φωνές ηχηρές, ξεσπάσματα γέλιου που θύμιζαν κουδούνισμα κρυστάλλινων ποτηριών, εύθυμες συζητήσεις έφθαναν από παντού. Θαμπώθηκα απ' τη χάρη των φωνών, απ' τον πλούτο των ρούχων. Μετά θυμήθηκα πως ήταν Παρασκευή, η Κυριακή των Μουσουλμάνων. Οι χαιρετούρες ανάμεσα στις γυναίκες ήταν σπάνιες, χαριτωμένες και διακριτικές. Αλλά ανάμεσα στους άντρες συνοδεύονταν από έντονες διαχύσεις, υποκλίσεις βαθιές και χειραψίες κι ο περίπατος διακόπτονταν κάθε φορά για αρκετή ώρα. Μιλούσαν πολύ τούρκικα· μα τα αραβικά κυριαρχούσαν.

Έμεινα για πολύ ώρα μαγεμένος, χαζεύοντας αυτό το πηγαινέλα. Μετά τ' αμάξια και οι πεζοί άρχισαν ν' αραιώνουν. Ονειροπολώντας, με την καρδιά μοιρασμένη ανάμεσα στη δίψα της ζωής και της χαράς, της δυστυχίας και της καταστροφής, συνέχισα το σεργιάνι μου. Τώρα πια ήμουν ολομόναχος.

Ολομόναχος και θλιμμένος. Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα ερχόταν με ταχύτητα απ' την αντίθετη πλευρά. Όταν διασταυρωθήκαμε, η αναπνοή μου κόπηκε, η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά...

Μέσα στην άμαξα ήταν η Κύρα...

Ναι, πιστεύω ακόμα και σήμερα πως ήταν πραγματικά η γλυκιά και πολυαγαπημένη μου αδερφή! Ήταν η Κύρα, όπως την είχε στολίσει ο Ναζίμ εφέντης στο ιστιοφόρο του, μ' ένα υπέροχο ρούχο οδαλίσκης, καντάνας του χαρεμιού, όμοια με τα πορτραίτα που κρέμονταν στους τοίχους!...

Κλονίστηκα, βρόντησα τα χέρια μου, και φώναξα στα ρουμάνικα:

«Κύρα! Κυραλίνα!.. Είμαι εγώ, ο Ντραγκομίρ!»

Η νεαρή γυναίκα χαμογέλασε κάτω απ' το διάφανο πέπλο της και με χαιρέτησε με το γαντοφορεμένο της χέρι, μα ο αμαξάς κροτάλισε το μαστίγιό του και τ' άλογα πέταξαν, ενώ ο ευνούχος με κεραυνοβολούσε μ' ένα άγριο βλέμμα.

Νόμισα πως θα πεθάνω! Ναι ήταν η Κύρα· μου 'κανε νόημα!.. Και, χωρίς άλλο, άρχισα να τρέχω φρενιασμένα, καταδιώκοντας την άμαξα και μονολογώντας:

«Παντοδύναμε Κύριε! Ακόμα δεν πρόλαβα να εξομολογηθώ την αμαρτία μου να ζητήσω συγχώρεση, και η Χάρη σου μου 'στειλε κιόλα τη χαμένη μου αδερφούλα!..»

Page 83: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Το αμάξι, παρά το απεγνωσμένο μου τρέξιμο, απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Για μια στιγμή νόμισα πως το 'χασα απ' τα μάτια μου. Μα για καλή μου τύχη το διέκρινα να βγαίνει απ' το δάσος, να κατευθύνεται σε μια πολυτελή έπαυλη, και να εξαφανίζεται πίσω απ' τη βαριά της πόρτα.

Ούρλιαξα απ' τη χαρά μου! Με όσες δυνάμεις μου απόμεναν, όρμησα στην πόρτα κι άρχισα να τη βροντάω με γροθιές και κλοτσιές. Αμέσως σχεδόν μια μικρότερη πόρτα άνοιξε, πλάι στη μεγάλη, και παρουσιάστηκε ένας φύλακας με στολή.

— Η Κύρα, του είπα ξέπνοα στα τούρκικα, είναι η αδερφή μου... θέλω να της μιλήσω...

— Τι; Τι θέλεις; με ρώτησε σαστισμένος ο φύλακας, στην ίδια γλώσσα.

— Η κοπέλα.... που μόλις μπήκε με την άμαξα... είναι η αδερφή μου... η Κύρα.

— Ποια Κύρα μπρε; Είσαι μουρλός;

Τελικά ήμουν μουρλός, γιατί τον έσπρωξα και γλίστρησα στην αυλή. Μα δεν πρόλαβα να προχωρήσω μακρύτερα. Δυο άντρες με ακινητοποιούσαν τη στιγμή που μια γέρικη φωνή ακουγόταν από κάποιο παράθυρο:

— Τι σημαίνει αυτή η αταξία; Περιποιηθείτε μου λιγάκι αυτόν τον γκιαούρη18 καθώς και τον φύλακα που τον άφησε να περάσει!

Μ' έσυραν έξω απ' την αυλή, με ξάπλωσαν στο χώμα και με μαστίγωσαν μέχρι που να σκιστεί η βράκα και να ματώσουν οι γλουτοί μου. Μετά, τα θηρία μαντάλωσαν την πόρτα, αφήνοντάς με μισολιπόθυμο απ' τον πόνο, στη μέση του δρόμου.

18 Χριστιανός στα τούρκικα

Page 84: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Εδώ κορυφώθηκε ο Γολγοθάς μου... Εδώ τερματίστηκαν οι πίκρες τριών και πάνω χρόνων βασανισμένης εφηβείας... Γιατί ο Θεός στάθηκε τόσο άσπλαχνος που μου στέρησε την Κύρα. Όμως η Θεία Πρόνοια δε μ' εγκατέλειψε εντελώς: μου 'στειλε έναν πολύτιμο φίλο.

Περιμαζεύοντας το σακατεμένο κορμί μου, μόλις που βρήκα τη δύναμη να συρθώ στην άκρη του δρόμου, όπου ρίχτηκα καταγής, εξουθενωμένος. Εκείνη τη στιγμή, ένας άντρας ανάμεσα στα σαράντα και στα πενήντα, φτωχοντυμένος, μ' ελληνική φορεσιά, και κρατώντας στο ένα του χέρι το δοχείο με το σαλέπι και στο άλλο το πανέρι με τα τάσια, πλησίασε κοντά μου, απόθεσε κάτω τα σύνεργά του, και σταυρώνοντας τα χέρια του, αναστέναξε απ' τα βάθη της καρδιάς του.

— Αχ φτωχό μου αγόρι, ήμουν μάρτυρας του μαστιγώματός σου· στεκόμουν παράμερα ανήμπορος να επέμβω. Ποιο ήταν το κρίμα σου, και σε τσάκισαν έτσι στο ξύλο αυτοί οι ειδωλολάτρες;

Κοίταζα το πρόσωπό του που ακτινοβολούσε από ειλικρίνεια, το ξεφτισμένο γκρίζο γένι του, τα πονεμένα καθαρά του μάτια κάτω απ' το καταζαρωμένο του μέτωπο· συνεπαρμένος απ' την οργή του φώναξα, επαναστατώντας ενάντια στα πραγματικά μου αισθήματα:

— Πήγαινε στο διάβολο! Άσε με στη δυστυχία μου!

Και ξέσπασα σε κλάματα. Ο καλός άνθρωπος απάντησε:

— Γιατί με στέλνεις στο διάβολο παιδί μου;... Σε συμπονάω πραγματικά και θέλω να σου συμπαρασταθώ.

— Αφήστε με ήσυχο, όλοι εσείς οι άνθρωποι της συμπόνιας και της καλής καρδιάς!.. Αρκετά σας γεύτηκα!.. Θέλω να πεθάνω μονάχος μου!..

— Α, το δύστυχο! Τόσο νέος και να έχει σιχαθεί τη ζωή!.. Τέλος πάντων πιες τουλάχιστο λίγο ζεστό σαλέπι... Θα σε τονώσει κάπως.

Δέχτηκα το σαλέπι, μα δεν ήξερα τι να πιστέψω. Σε ποιο κανόνα της μικρής μου πείρας έπρεπε άραγε να βασιστώ, γιατί ήταν πολλοί οι άνθρωποι που στην αρχή μου παρουσιάστηκαν καλοί και γενναιόδωροι, αλλά κατέληξαν να γίνουν εγκληματίες. Ναι, στα δεκαεφτά μου γνώριζα αυτό τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ψυχής. Και δεν τον γνώριζα ακόμα στο κορύφωμά του.

Δεν είχα όμως συνειδητοποιήσει ακόμα πως τ' ανθρώπινα πλάσματα είναι τόσο ατέλειωτα περίπλοκα και διαφοροποιημένα, που ακόμα και χίλιες εμπειρίες δε μας δίνουν το δικαίωμα να φτύνουμε κατά πρόσωπο όλη την ανθρωπότητα. Ο ίδιος ο Θεός το κατάλαβε τούτο, όταν εξοργισμένος με την αμαρτωλή οικουμένη θέλησε να την τιμωρήσει, όχι όμως και να την εξολοθρέψει, μια κι έσωσε απ' το χαμό ένα δίκαιο Πατριάρχη με την οικογένειά του. Είναι αλήθεια ότι η ανθρωπότητα που ακολούθησε μετά τον Κατακλυσμό, δε στάθηκε πιο άξια απ' την προηγούμενη. Όμως δεν ήταν δικό της το λάθος αλλά του Θεού, που δεν καλογνώριζε τον κόσμο (όπως εγώ στα δεκαεφτά μου) και δεν ήξερε τι έκανε.

Εγώ κατάλαβα απ' τη μέρα που το πεπρωμένο μου 'στειλε έναν μπάρμπα-Γιάννη, ένα σαλεπιτζή με θεϊκή ψυχή, κατάλαβα πως θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του τρισευτυχισμένο εκείνος που θα έχει την τύχη να συναντήσει στη ζωή του κάποιο μπαρμπα-Γιάννη. Μέχρι τώρα δε συνάντησα παρά μονάχα ένα. Αλλά τούτο στάθηκε αρκετό για να υπομένω τη ζωή και συχνά να τη δοξάζω, να την υμνώ. Γιατί η καλοσύνη ενός μόνο ανθρώπου, είναι πιο ισχυρή απ' την κακία χίλιων. Το κακό πεθαίνει την ίδια στιγμή μ' εκείνον που το προκάλεσε. Το καλό εξακολουθεί ν' ακτινοβολεί και μετά το χαμό του

Page 85: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

δίκαιου.

Όπως ο ήλιος διαπερνάει τα σύννεφα και στέλνει τη χαρά στη γη, έτσι κι ο μπάρμπα-Γιάννης απόδιωξε το σαράκι που κατέτρωγε την ψυχή μου και βάραινε την καρδιά μου. Δεν το κατόρθωσε χωρίς επίμονη αντίσταση απ' τη μεριά μου, χωρίς πεισματική εναντίωση. Μα ποια καρδιά, όσο πληγωμένη κι αν είναι απ' τη ζωή, αντέχει ν' αποδιώχνει αυτή την έκρηξη καλοσύνης;

Υποχώρησα, και ο σοφός σαλεπιτζής έμαθε όλο μου το δράμα. Το βάλσαμό του ήταν γρήγορο σαν την αστραπή:

— Σταυράκη! μου λέει, υιοθετώντας με φρονιμάδα το ψεύτικο όνομά μου, και βρίσκοντάς του κι ένα χαϊδευτικό. Πρέπει πρώτα απ' όλα να σταματήσεις ν' αναζητάς την αδερφή σου με τόσο προκλητικό τρόπο. Ξέρε, πως ποιο εύκολα αποσπάται μια ελαφίνα απ' τα δόντια μιας τίγρης, παρά μια οδαλίσκη φυλακισμένη σε κάποιο χαρέμι. Κι αν κατορθώσεις να κυριαρχήσεις σ' αυτή σου την αδυναμία, τα υπόλοιπα θα 'ναι εύκολα σαν το καλημέρα: έχεις τρία μετζεντί. Λοιπόν αυτά τα χρήματα σου φτάνουν για ν' αγοράσεις ένα ιμπρίκ και τάσια, πάει να πει τα σύνεργα που κρατάω εγώ στα χέρια μου, και που με βοηθάν να ζω ελεύθερα εδώ και είκοσι χρόνια. Μετά με το ιμπρίκ στο ένα μπράτσο, το πανέρι στο άλλο και τον μπαρμπα-Γιάννη στο πλάι σου, θ' αλωνίσουμε με τόλμη, όλες τις στράτες, τις πλατείες, τις γιορτές και τα πανηγύρια, φωνάζοντας χαρούμενα «Σαλέπι!.. Σαλέπι!.. Σαλέπι!.. Εδώ ο καλός σαλεπιτζής!» Η όμορφη γη της Ανατολής, ανοίγεται μεγαλειώδης κι ελεύθερη μπροστά σου, ναι, ελεύθερη, γιατί ό,τι κι αν λένε γι' αυτό τ' αυταρχικό τούρκικο κράτος, δεν υπάρχει στον κόσμο άλλο που θα μπορούσε κανένας να ζήσει πιο ανεξάρτητος, αλλά με μια προϋπόθεση: να σβηστεί, να χαθεί μέσα στη μάζα, να μη ξεχωρίζει διόλου, να 'ναι κουφός και μουγγός... Τότε και μόνο τότε, θα μπορέσει να τρυπώσει παντού αόρατος. Γιατί οι καλοσφαλισμένες πόρτες δεν ανοίγουν σαν τις σπρώχνεις.

Την άλλη μέρα το πρωί, με τα χέρια φορτωμένα τ' απαραίτητα σύνεργα, φώναζα στο πλευρό του μπαρμπα-Γιάννη: «Σαλέπι!.. Ο σαλεπιτζής!..» Και τότε πρωτόμαθα με ποιο τρόπο υποχρεώνεις τον άκαρδο, προδότη φίλο, να επιστρέψει στο πουγκί σου. Οι δεκάρες έπεφταν βροχή, η ελευθερία έμπαινε στο πουγκί μου, και το βράδυ γεύτηκα τη χαρά του ανθρώπου που μπορεί να ζήσει χωρίς να κουδουνίζουν χρυσά νομίσματα στις τσέπες του. Ενώ καπνίζαμε σε κάποια ταράτσα τους ναργιλέδες μας, με διαπέρασε η καλοσύνη που ακτινοβολούσε η προσωπικότητα του μπαρμπα-Γιάννη. Του χρωστούσα απέραντη ευγνωμοσύνη, και τον αγάπησα όπως αγαπάμε ένα καλό πατέρα, ένα φίλο. Μέναμε μαζί, δουλεύαμε μαζί, τρώγαμε μαζί, μοιραζόμαστε τη χαρά των περιπλανήσεων κι έτσι γίναμε αχώριστοι. Μια δυνατή φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσά μας. Κάτι σα μεταμόσχευση του νεαρού βλασταριού στον κορμό του ώριμου δέντρου.

Ο μπαρμπα-Γιάννης, πρόλαβε την περιέργειά μου, αποκαλύπτοντάς μου μόνος του το παρελθόν του. Αυτό το παρελθόν δεν ήταν ούτε άμεμπτο, ούτε ρόδινο.

Δάσκαλος19, σε μια μικρή ελληνική πόλη, ήρωας ενός ερωτικού σκανδάλου, που του κόστισε δυο χρόνια φυλακή και την απώλεια του τίτλου του. Βγαίνοντας απ' τη φυλακή αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, ασχολήθηκε με το εμπόριο, γνώρισε αναποδιές, στέριωσε φιλίες, γεύτηκε πίκρες. Κάποια άλλη ερωτική περιπέτεια, παρά λίγο να του στοιχίσει τη ζωή του. Ξενιτεύτηκε τότε στη Μικρά Ασία κι έζησε στη μοναξιά, στην ανεξαρτησία, σχεδόν στη φρονιμάδα.

Ήταν απ' τους ανθρώπους που ξέρουν πότε να μιλάνε και πότε να σωπαίνουν. Έκανε το 19 σ.μ. Ελληνικά στο κείμενο

Page 86: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

καλό χωρίς να καταντάει απλοϊκός, κι αν κάτι δεν του άρεσε, ήταν άσκοπο να επιμένεις. Ήξερε όλες τις διαλέκτους της Εγγύς Ανατολής, και ξόδευε τον ελεύθερο χρόνο του στο διάβασμα, στις περιπλανήσεις και στην μπουγάδα. Δε με πίεζε σε τίποτα, αλλά μου 'δειχνε το σωστό και το χρήσιμο. Σ' εκείνον χρωστάω το ότι ξέρω να διαβάζω και να γράφω ελληνικά. Βλέποντάς με τόσο πιστά προσκολλημένο στη δική του ζωή, δεν παζάρεψε τη στοργή του. Στην αρχή τον φώναζα «κύριο», μα γρήγορα μου ζήτησε να τον λέω «μπάρμπα»20. Κατόρθωσα ν' αποδιώξω απ' τη σκέψη μου το χαμένο μου κεμίρ με τον πολύτιμο θησαυρό μου, και έγινα ο μαθητής του, ο μοναδικός του φίλος, η παρηγοριά των γέρικων ημερών του.

Μα πριν απ' αυτό χρειάστηκε να σκαρφαλώσω ακόμα μια απόκρημνη πλαγιά. Μου παραστάθηκε.

Είχα λησμονήσει το κλεμμένο κεμίρ μου, μα δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με την ιδέα του χαμού της αδερφής μου. Αγαπούσα τον μπαρμπα-Γιάννη, αλλά λάτρευα την Κύρα. Και καθώς ήμουν βέβαιος πως ήταν φυλακισμένη πίσω απ' την πόρτα όπου είχα δεχτεί το μαστίγωμα, σπρωγμένος απ' το δαίμονα αποφάσισα να ξαναγυρίσω εκεί.

Ήταν κατακαλόκαιρο. Τρεις μήνες μετά το θλιβερό μου περίπατο στο δάσος. Κρυφά απ' τον μπαρμπα-Γιάννη επισκέφτηκα πολλές φορές την καταραμένη έπαυλη, την τριγύρισα από μακριά, την κατασκόπευσα. Τίποτα. Άλλες γυναίκες έβγαιναν βόλτα με την άμαξα, όμως ποτέ η Κύρα.

Αποθαρρυμένος απ' τη φρόνιμη στάση μου, αποφάσισα μια βραδιά να γίνω λίγο πιο τολμηρός. Προμηθεύτηκα μια ψηλή σκάλα. Έχοντας για σύμμαχό μου το σκοτάδι, την ακούμπησα πάνω στον τοίχο της έπαυλης. Ήθελα να βρω τρόπο να κοιτάξω στο εσωτερικό του χαρεμιού, όπου ήξερα ότι οι γυναίκες κυκλοφορούσαν χωρίς πέπλο. Μα βρήκα τα παράθυρα θεόκλειστα. Κάνοντας το γύρο του τοίχου, κατόρθωσα να εντοπίσω ένα φωτισμένο παράθυρο. Έβλεπε σε μια κάμαρα πλούσια φωτισμένη κι έρημη. Περίμενα, ενώ η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, γατζωμένος στην κορυφή της σκάλας, με την ελπίδα ν' αντικρίσω τις γυναίκες.

Ξάφνου το σκαλοπάτι που στηριζόμουν υποχώρησε, και λίγο έλειψε να πέσω. Παγωμένος από την τρομάρα μου, έμεινα για λίγο μετέωρος και μετά έπεσα στην αγκαλιά κάποιου φύλακα που χωρίς να πει λέξη με φιλοδώρησε με δυναμικές γροθιές.

Μ' έδεσε, μ' έριξε σ' ένα κάρο που το 'σερνε ένας γάιδαρος και μ' οδήγησε στη Δαμασκό, όπου μ' έκλεισαν σε προσωρινή φυλακή.

Οι προσωρινές φυλακές στην Τουρκία εκείνου του καιρού, ήταν αληθινοί τάφοι για τους υποτελείς των Οθωμανών. Ο δυστυχισμένος που έμπαινε εκεί, ιδιαίτερα για κρίματα τόσο σοβαρά όσο το δικό μου, δεν ήξερε ποτέ πότε θα δικαστεί, εκτός κι αν κάποιο γνωστό του πρόσωπο μ' επιρροή, άρχιζε να τρέχει δεξιά αριστερά, δωροδοκώντας και ζητώντας τη χάρη των δυνατών. Μα εκείνο που ήταν χειρότερο και απ' τη στέρηση της ελευθερίας ήταν οι συνθήκες ζωής εκεί μέσα, ειδικά όταν ο φυλακισμένος τύχαινε να είναι κάποιος νεαρός άντρας.

Στο κελί μου είμαστε δώδεκα. Το κρεβάτι κοινό, ένας στενόμακρος πάγκος από γυμνές σανίδες, που καταλάμβανε τα τρία τέταρτα του δωματίου. Στη γωνιά ένας μεγάλος ξύλινος κουβάς με σκέπασμα, όπου ο καθένας έκανε τις ανάγκες του, ανάδινε μια ασφυκτική δυσοσμία. Αναρίθμητες ψείρες του κορμιού και των μαλλιών, κοριοί και αρουραίοι που 20 Θείος στα ελληνικά, χρησιμοποιείται γενικά και για ηλικιωμένο άντρα που είναι συμπαθής

Page 87: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

σεργιανούσαν κατά αγέλες. Είχαμε εγκαταλείψει την ιδέα να τους εξολοθρέψουμε. Θα μας χρειαζόταν κάτι περισσότερο από μια ολάκερη ζωή.

Οι πιο αποκρουστικές έξεις, εξασκούνταν σε κοινή θέα. Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι ή Άραβες, είχαν από καιρό πάψει να είναι άνθρωποι. Τέτοια ήταν η ανθρώπινη ποταπότητα που δεν μπορούσε να συγκριθεί παρά με αυτή την ίδια, γιατί μόνο ο άνθρωπος απ' όλα τα δημιουργήματα της γης, μπορεί να εξαθλιωθεί σε τέτοιο βαθμό.

Μέσα σ' αυτή τη γήινη κόλαση, ανάμεσα σε τούτα τα γήινα τέρατα είχα πέσει. Τι ανέλπιστη τύχη γι' αυτούς!

Κανένας δε με υπερασπίστηκε, κανένας δε με προστάτεψε, ούτε Μουσουλμάνος, ούτε Χριστιανός. Ακόμα χειρότερα. Άρχισαν να παλεύουν για το νέο θήραμα, ξεριζώνοντας γένια, ματώνοντας πρόσωπα. Αν κρατούσαν όπλα θα είχαν σφαχτεί!..

Σήμερα, δε μετανιώνω που πέρασα από κει. Έτσι κατόρθωσα να γνωρίσω στο βάθος της την ανθρώπινη ύπαρξη. Αν παρέμεινα καλός, παρά τα όσα είχα αντικρίσει, παρά τα όσα είχα υποφέρει, το 'κανα απλά για να τιμήσω εκείνον που έπλασε την Καλοσύνη, το σπάνιο αυτό αγαθό, και την έσπειρε ανάμεσα στους άξεστους, μόνη δικαίωση της Ζωής.

Δε διέφερα απ' τον θαμμένο-ζωντανό. Σκέφτηκα το θάνατο. Διηγιόνταν πως φυλακισμένοι, που δεν άντεχαν πια το μαρτύριό τους, κρεμάστηκαν απ' τα σίδερα με τα κουρέλια των ρούχων τους, την ώρα που όλοι κοιμούνταν, τη νύχτα. Αποφάσισα να μιμηθώ αυτούς τους μάρτυρες.

Στο μεταξύ, μια εσωτερική φωνή μ' έσπρωχνε να ελπίζω. Ήξερα πως δεν ήμουν πια μόνος στον κόσμο, όπως πριν. Ένας άντρας με καρδιά, ένας σπάνιος φίλος, βρισκόταν εκεί έξω. Ήταν φτωχός και χωρίς προστάτες, μα ήταν καλός κι έξυπνος. Θα 'πρεπε να με σκέφτεται, να δουλεύει για την απελευθέρωσή μου.

Είχα δίκιο. Μια μέρα, η πόρτα του κελιού άνοιξε, ο φύλακας μπήκε μέσα και ξοπίσω του ο μπαρμπα-Γιάννης... Τι απερίγραπτη χαρά!.. Μόνο η εμφάνιση της Κύρας θα μπορούσε να με κάνει τόσο ευτυχισμένο. Μα την ίδια στιγμή, τι θλίψη! Ο μήνας που είχε περάσει, είχε ασπρίσει τα μαλλιά του φτωχού ανθρώπου! Ρίχτηκα στο στήθος του κλαίγοντας. Μπροστά σ' αυτή την πικρή σκηνή, ένας Έλληνας, αραγμένος τεμπέλικα στο κρεβάτι, είπε ανελέητα:

— Α πονηρέ γέρο! Δικό σου είναι τ' αγόρι;... Καλό πεσκέσι για μας! Επωφεληθήκαμε με το παραπάνω. Εσύ το πρωτοτρύγησες;

Άσπρος σαν το κερί, ο μπαρμπα-Γιάννης, μ' έσφιξε στην αγκαλιά του και μου 'πε με φωνή πνιχτή και τρεμάμενη:

— Κουράγιο! Κουράγιο!.. Αύριο θα βγεις απ' εδώ. Θα σε απελάσουν!..

— Θα με απελάσουν; φώναξα. Και θα χωριστώ από σένα;...

— Είναι η πιο μαλακιά ποινή που μπόρεσα να πετύχω. Το κρίμα σου ήταν μεγάλο. Θέλησες να χωθείς τη νύχτα σ' ένα χαρέμι. Κατ' αρχή παρηγορήσου. Θα σ' ακολουθήσω. Ο κόσμος είναι μεγάλος, θα είμαστε ελεύθεροι, και με την προϋπόθεση πως θα μ' ακούς στο μέλλον, θα μπορέσουμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι στη γη της Τουρκίας... Άντε λοιπόν γεια σου... Να ‘σαι έτοιμος αύριο την αυγή.

Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα. Με το ξεμύτισμα του ήλιου, μ' ελευθέρωσαν. Δυο έφιπποι χωροφύλακες, οπλισμένοι με ντουφέκια και γιαταγάνια, περίμεναν στην πόρτα, μαζί μ' ένα κάρο. Είδα τότε πως θα απέλαυναν τρεις. Ο μπαρμπα-Γιάννης βρισκόταν

Page 88: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

εκεί με τα πράγματά μας. Τα φορτώσαμε όλα και η πένθιμη πομπή ξεκίνησε για το Ντιαρμπεκίρ.

Page 89: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Η ζωή ενός ανθρώπου ούτε εξιστορείται ούτε γράφεται. Η ζωή ενός ανθρώπου που αγάπησε τον κόσμο και τον σεργιάνισε, είναι ακόμα πιο δύσκολο να χωρέσει σε μια αφήγηση. Μα αν αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ένας παθιασμένος, που γνώρισε όλες τις κλίμακες της ευτυχίας και της δυστυχίας περιδιαβαίνοντας τον κόσμο, τότε το να προσπαθήσεις να δώσεις μια εικόνα της ζωής του, είναι σχεδόν αδύνατο. Αδύνατο γι' αυτόν τον ίδιο κατ' αρχή. Και μετά για κείνους που θα τον ακούνε.

Η χάρη, η γραφικότητα, το ενδιαφέρον της ζωής ενός ανθρώπου με ψυχή παντοδύναμη, ταραγμένη, και ταυτόχρονα τυχοδιωκτική, δε συγκαταλέγεται πάντα ανάμεσα στα λαμπρά κατορθώματα τούτης της ζωής. Στη λεπτομέρεια ενεδρεύει συχνά η ομορφιά. Όμως ποιος θα πρόσεχε τη λεπτομέρεια; Ποιος θα τη γευόταν; Και το κυριότερο ποιος θα την καταλάβαινε;...

Να γιατί υπήρξα πάντοτε εχθρός του; Διηγηθείτε μας κάτι απ' τη ζωή σας!..

Υπάρχει ακόμα μια δυσκολία: όταν αγαπάμε δε ζούμε μόνοι, ακόμα κι όταν δε θέλουμε ν' αγαπηθούμε, όπως στη δική μου περίπτωση, τώρα πια. Αυτό είναι λίγο-πολύ αληθινό για τους παθιασμένους που δεν έπαψαν να ζουν με τις αναμνήσεις τους, γιατί δεν υπάρχει ανάμνηση χωρίς παρόν. Θέλησα πραγματικά να σκοτωθώ. Το θέλησα ειλικρινά πολλές φορές στη ζωή μου. Μα οι αγαπημένες φιγούρες του παρελθόντος παρουσιάζονταν ολοζώντανες να μου γλυκάνουν την καρδιά, ν' αντικαταστήσουν την πίκρα μου με χαρά, να μ' υποχρεώσουν να πιστέψω πάλι στον άνθρωπο.

Μια απ' αυτές τις αγαπημένες φιγούρες υπήρξε κι ο μπαρμπα-Γιάννης.

Δεν μπορώ να τον σκιαγραφήσω καθόλου, ή σχεδόν καθόλου. Οχτώ ολόκληρα χρόνια οι ζωές μας ήταν στενά συνδεδεμένες... Ντιαρμπεκίρ, Χαλέπι, Άγκυρα, Σίβας, Ερζερούμ κι εκατό ακόμα πόλεις και χωριά, διασχίσαμε μαζί. Πουλάγαμε σαλέπι, χαλιά, μαντίλια, μαχαίρια, βάλσαμα, φάρμακα, αρώματα, άλογα, σκυλιά, γάτες. Όλα τούτα πέρασαν απ' τα χέρια μας, μα ήταν πάντα το καλό μας σαλέπι που μας έβγαζε απ' τη δύσκολη θέση. Όταν ξεμέναμε στην ψάθα από κάποια αποτυχημένη επιχείρηση, ξεθάβαμε τα ιμπρίκ, τ' άμοιρα σκουριασμένα ιμπρίκ. Και τότε: «Σαλέπι! Σαλέπι!.. Εδώ ο σαλεπιτζής!» Κοιταγόμασταν και γελάγαμε.

Γελάγαμε, ναι, γιατί ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν ένας ασύγκριτος φίλος. Μα η αιτία της αναποδιάς μας ήμουν πάντα εγώ, ο ασύγκριτος γκαφατζής. Ανάμεσα στις πολλές μου γκάφες θυμάμαι μια απ' τις πιο χοντρές:

Είχαμε τοποθετήσει όλα μας τα χρήματα σε δυο άλογα, που τ' αγοράσαμε σ' ένα μεγάλο πανηγύρι, δεκαπέντε χιλιόμετρα έξω απ' την Άγκυρα. Είμαστε ευχαριστημένοι, είχαμε κάνει καλά παζάρια. Στο δρόμο του γυρισμού —λίγο απ' την ευχαρίστηση, λίγο απ' την κούραση— μου 'ρθε η όρεξη να σταματήσουμε σ' ένα απομονωμένο καπηλειό. Ήταν νύχτα. Ο μπαρμπα-Γιάννης αντιτάχθηκε.

— Άστο Σταυράκη! Ας τραβήξουμε για το σπίτι. Εκεί πίνουμε ένα ποτηράκι.

— Όχι μπαρμπα-Γιάννη, εδώ!.. Ένα λεπτό μονάχα. Για να τιμήσουμε την καλή μας τύχη.

Ο καλός άνθρωπος υποχώρησε. Δέσαμε τ' άλογα σ' έναν πάσαλο έξω. Και με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο, το γιορτάσαμε μ' ένα ποτηράκι. Μετά ήρθε δεύτερο. Η πείνα μας βασάνιζε, φάγαμε. Και η μια καράφα ακολουθούσε την άλλη. Γιατί ο μπαρμπα-Γιάννης, όπως κι εγώ άλλωστε, δεν περιφρονούσε την καλοπέραση. Οι καρδιές μας ευφράνθηκαν.

Page 90: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Τραγουδήσαμε:

Σκνίπα έγινες πάλι!.. Και σπας τα ποτήρια!.. Μα τι ζώο που καταντάς!..

Αλλά στη μέση του τραγουδιού, ο μπαρμπα-Γιάννης σταμάτησε. Ήρεμος, με το βλέμμα καρφωμένο στα τζάμια, είπε:

— Ναι, Σταυράκη μου, σίγουρα καταντάς «ζώο», γιατί τα όμορφα αλογάκια μας δε βρίσκονται πια εκεί που τα 'χαμε αφήσει, εκτός κι αν με γελάνε τα μάτια μου!

Μ' ένα πήδημα βρέθηκα στην πόρτα για ν' ακούσω τον καλπασμό των αλόγων να σβήνει μέσα στη νύχτα.

Μια ώρα αργότερα, σκόνταφτα στο σκοτάδι σ' όλους τους λάκκους που συναντούσα, ενώ ο μπαρμπα-Γιάννης με πείραζε αντί να με κατσαδιάζει:

— Ήθελες να «τιμήσουμε» την καλή μας τύχη. Περπάτα λοιπόν τώρα με τα πόδια, τέτοιος ξεροκέφαλος που είσαι. Και για να παρηγορηθείς τραγούδα μου: Σκνίπα έγινες πάλι!

Ήταν ευλογία να νιώθεις την καρδιά του να πάλλει πάνω στην όμορφη γη των ανθρώπων, σ' αυτή τη γη που μας μεταγγίζει τους ζωογόνους χυμούς της. Δυστυχία σ' εκείνον που τ' αγνοεί τούτο.

Για χρόνια πολλά, που στη διάρκειά τους η ζωή μου είχε γίνει ένα με τη ζωή του μπαρμπα-Γιάννη, η φύση μου φαινόταν πιο φιλόξενη, πιο αδερφική, πιο ποιητική. Όλα έμοιαζαν όμορφα και με προσκαλούσαν να τα γευτώ. Η ασχήμια έχανε την απωθητικότητά της, η μωρία αναχαιτίζονταν απ' τους χλευασμούς μας, η πανουργία ξεσκεπάζονταν, η βία των ισχυρών μας φαινόταν υποφερτή. Όταν μας έπνιγε η χυδαιότητα, δραπετεύαμε αμίλητοι στη ζωή, στη ζωή όπου μόνο η φύση μιλάει στα μάτια και στην καρδιά.

Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν ικανός να μένει αμίλητος, μέρα ολάκερη. Με το βλέμμα μονάχα, μου 'δειχνε εκείνο που άξιζε τον κόπο να προσέξω. Το ονόμαζε τούτο «εξαγνιστικό βάφτισμα». Και ήταν ακριβώς τέτοιο. Γιατί το βουβό έργο του Δημιουργού εξαγνίζει και κάνει τον άνθρωπο να νιώσει την ταπεινότητά του. Και δεν υπάρχει άνθρωπος, όσο παντοδύναμος κι αν είναι, που να μπορεί να περάσει μέσα από συμπληγάδες, χωρίς να τον σημαδέψουν.

Ο μεγάλος αυτός σύντροφος της εφηβείας μου ήταν επιπλέον κι ένας μεγάλος γνώστης της αρχαιότητας και των φιλοσόφων. Όλες του οι απόψεις για τη ζωή —η μεγαλύτερη χαρά του τις ώρες της ξεκούρασης— ήταν φωτισμένες από σοφά παραδείγματα. Ο ίδιος δεν ήταν σοφός, μα αγαπούσε την ήρεμη αυτοσυνείδηση:

«Αργά ή γρήγορα ο έξυπνος άνθρωπος αρχίζει να καταλαβαίνει τη ματαιότητα της συναισθηματικής έντασης που κλονίζει την εσωτερική ειρήνη και καταστρέφει τη ζωή», μου έλεγε. «Ευτυχισμένος εκείνος που το καταλαβαίνει έγκαιρα: θ' απολαύσει καλύτερα τη ζωή του».

Μια κρύα φθινοπωριάτικη μέρα, βρισκόμαστε σ' ένα στρατόπεδο επιχειρήσεων κοντά στο Χαλέπι. Το ζεστό πιοτό έγινε ανάρπαστο απ' τους στρατιώτες. Ακόμα και οι αξιωματικοί επωφελήθηκαν. Κι όπως τα κάρβουνα άχνιζαν κάτω απ' τα ιμπρίκ μας, έμειναν κοντά μας για να ζεσταθούν και να φλυαρήσουν. Ένας ανώτερος αξιωματικός διηγόταν σ' ένα κατώτερό του, τ' ανέκδοτο που ένας στρατηγός του Μεγαλέξαντρου τάχθηκε υπέρ της πρότασης ειρήνης του Δαρείου:

Page 91: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Θα δεχόμουν αν ήμουν Αλέξανδρος, είπε ο στρατηγός.

Και ο μεγάλος καταχτητής του απάντησε:

— Κι εγώ επίσης, αν ήμουν... αν ήμουν...

Ο Τούρκος αξιωματικός μπερδεύτηκε.

— Α, έκανε, να δεις πώς λεγόταν αυτός ο φίλος του Αλεξάνδρου;

— Παρμενίωνας! πετάχτηκε ο μπαρμπα-Γιάννης, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους.

— Μπράβο γέρο! αναφώνησε ο αξιωματικός. Πώς το ξέρεις αυτό; Πουλώντας σαλέπι δε συναντιέται κανένας με το Μέγα Αλέξανδρο!

— Γιατί όχι, απάντησε ο φίλος μου, όλοι έχουν ανάγκη να ζεσταθούν όπως βλέπετε!

Αυτός ο υπαινιγμός με τη διπλή σημασία άρεσε στον αξιωματικό. Στράφηκε να κουβεντιάσει μαζί μας. Κι εκείνη τη στιγμή η ματιά του διασταυρώθηκε με τη δική μου:

— Σ' έχω συναντήσει πουθενά; Η φυσιογνωμία σου μου είναι γνωστή, είπε.

— Ναι, απάντησα κοκκινίζοντας. Είχαμε ταξιδέψει στην ίδια άμαξα με το Μουσταφά-μπέη, στην Κωνσταντινούπολη, πάνε πέντε χρόνια.

— Μα τον Αλλάχ, έχεις δίκιο! Είσαι τ' αγόρι που αναζητούσε τη μάνα του με το χτυπημένο μάτι! Ε λοιπόν δυστυχισμένε, θα πρέπει να πέρασες πολλά μ' αυτό το γέρο σάτυρο.

— Πολλά... Δεν το 'ξερα.

— Μα είναι δυνατό να εμπιστεύεσαι τον πρώτο τυχόντα που σου χαϊδεύει το μάγουλο;

Ο αξιωματικός έμεινε κοντά μας αρκετή ώρα, συζητώντας και μου αποκάλυψε πως βρισκόταν στη δούλεψη του Μουσταφά-μπέη. Μετά τον απορρόφησε ο μπαρμπα-Γιάννης, κυριολεχτικά γοητεύθηκε απ' τις γνώσεις του. Αφήνοντάς μας μας έσφιξε θερμά τα χέρια και μας παρακάλεσε να δεχτούμε ο καθένας από μια τούρκικη χρυσή λίρα:

— Δεν είναι φιλοδώρημα, είπε. Είναι για ν' ανταμείψω τη φρονιμάδα του γέρου και τη δυστυχία του νέου.

Στην επιστροφή μας προς το σπίτι, ο μπαρμπα-Γιάννης αποφαίνονταν:

— Βλέπεις Σταύρο; Υπάρχουν παντού βλοσυροί άνθρωποι, μα η εξυπνάδα, ακόμα κι όταν κρύβεται κάτω από στρατιωτική στολή, καταργεί τους φραγμούς.

Ο μπαρμπα-Γιάννης γερνούσε. Μια αρρώστια της καρδιάς τον κατέβαλε όλο και περισσότερο από χρόνο σε χρόνο. Σχεδόν δεν μπορούσε πια να κερδίσει τη ζωή του. Συχνά έπεφτε σε μελαγχολία. Εγώ ήμουν είκοσι δυο χρονών, ήμουν δυνατός, ψυχωμένος κι επιτήδειος. Είχαμε μαζέψει κάτι λίγες οικονομίες κι αποφάσισα να του προτείνω να ξεκουραστούμε. Για να κάνω ευχάριστη αυτή την ανάπαυλα, διάλεξα μια χώρα που δεν είχαμε ακόμα εξερευνήσει: τον ορεινό Λίβανο.

Ο όμορφος και μελαγχολικός ορεινός Λίβανος! Όταν μου 'ρχεται στο νου εκείνη η χρονιά, η καρδιά μου χτυπάει και ματώνει ταυτόχρονα... Και συ Μαλμετέιν!... Και σεις κέδροι με τα μακριά αδερφικά μπράτσα, που μοιάζετε να θέλετε ν' αγκαλιάσετε ολάκερη τη γη! Και σεις ροδιές που απλόχερα προσφέρετε στον περιπλανημένο στρατιώτη το ζουμερό σας καρπό!..

Page 92: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Και συ Μεσόγειος που εγκαταλείπεσαι ηδονικά στα χάδια του λαμπερού σου θεού, που απλώνεις την αλέκιαστη απεραντοσύνη σου μπροστά στα φτωχικά παράθυρα των λιβανέζικων καλυβιών που ορθώνονται φάτσα στο άπειρο! Όλα εσάς σας αποχαιρετώ!.. Δε θα σας ξαναδώ πια, μα τα μάτια μου θα φυλάξουν για πάντα το μοναδικό γλυκό σας φως!.. Αυτό το φως έχει διεισδύσει στις αναμνήσεις μου... Η ζωή δε θέλησε να ολοκληρώσει τη χαρά μου... Αλλά Θε μου, που και πότε η ζωή μας χαρίζει ολοκληρωμένες χαρές;

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Εγκατασταθήκαμε στο χωριό Γκαζίρ, χτισμένο σε μια απάνεμη πλαγιά. Είμαστε οι μοναδικοί ένοικοι μιας ηλικιωμένης γυναίκας που υπόφερε από αρθριτικά και ζούσε στη μοναξιά, της Σετ Άμρα, Αραβοχριστιανής, όπως οι περισσότεροι Λιβανέζοι. Σα Χριστιανούς μας καλοδέχτηκε, αν και είμαστε ορθόδοξοι, ενώ εκείνη καθολική. Και να μια ακόμα ιστορία. Γιατί η ζωή μου είναι πλούσια σε ιστορίες.

Ενώ τριγυρνούσα για να βγάλω το μεροκάματο, και ο μπαρμπα-Γιάννης σεργιανούσε στηριγμένος στο μπαστούνι του ψάχνοντας για ροδιές και σκοτώνοντας μικρά φίδια, μάθαμε πως η Σετ Άμρα με την οποία πιάναμε ατέλειωτες κουβέντες, καπνίζοντας τους ναργιλέδες μας, μάθαμε λέω πως κι αυτή επίσης είχε ένα καημό. Το μοναδικό της παιδί, ένα νεαρό εικοσάχρονο κορίτσι, βρισκόταν στη Βενεζουέλα με τον πατέρα της, που είχε πάει εκεί να κάνει την τύχη του. Μα ο πατέρας πέθανε, είχε κανένα χρόνο, και μετά το χαμό του τα γράμματα απ' την Αργεντινή έγιναν σπάνια. Η Σελίνα, η νεαρή κοπέλα, δεν ήταν καθόλου φτωχιά. Διεύθυνε μια καλή επιχείρηση κοσμημάτων. Όμως δεν έδειχνε να νοιάζεται και τόσο για τη μάνα της. Την ξέχναγε, και συχνά η Σετ Άμρα αναγκαζόταν να περνάει μέρες ολόκληρες, μ' ένα ξεροκόμματο,

Τη λυπηθήκαμε. Από κει και πέρα μοιραζόμαστε το φαγητό μας στα τρία. Η Σετ Άμρα έγινε η αδερφή, η μάνα μας. Τη φιλεύαμε ψητό αρνί και ο ναργιλές της ήταν πάντοτε μπουκωμένος με τουμπάκι. Ευχαριστούσε το Θεό που μας έστειλε στο φτωχικό της, κι έγραφε γράμματα τρυφερής ευγνωμοσύνης στην κόρη της. Η Σελίνα απαντούσε ευχαριστώντας τους δυο αγνώστους με τις αδερφικές καρδιές.

Και ο καιρός κυλούσε ευτυχισμένα.

Μα να που, επειδή κερδίζαμε ελάχιστα, οι οικονομίες μας εξανεμίστηκαν γρήγορα. Το φθινόπωρο έφτασε, και μαζί μ' αυτό ένα γερό κρύωμα για τον μπαρμπα-Γιάννη. Πήγα να φέρω ένα γιατρό απ' τη Βηρυτό, και μετά χρειάστηκαν φάρμακα. Οι συστηματικές φροντίδες βελτίωσαν την κατάσταση του ακριβού μου φίλου, αλλά οι οικονομίες μας στέρεψαν.

Ο χειμώνας ήρθε τραχύς, για μια χώρα σαν το Λίβανο Μετά βίας κατόρθωνα να εξασφαλίζω τα αναγκαία για να μην πεθάνουμε στην πείνα. Στερηθήκαμε το κρέας. Το ξεροκόμματο θρονιάστηκε στο σπίτι μας, για τουλάχιστο τρεις μέρες τη βδομάδα. Για οικονομία δεν ανάβαμε πια παρά ένα μόνο ναργιλέ, που το τσιμπούκι του περνούσε απ' το ένα χέρι στ' άλλο, απ' το ένα στόμα στο άλλο. Η ζωή μας έγινε σκληρή, μα καταφέραμε να τα βγάλουμε πέρα μέχρι το Μάρτη, όταν ήρθε ένα νέο που μας γέμισε χαρά: Η Σελίνα μας ανάγγειλε την αναχώρησή της απ' τη Βενεζουέλα, και την άφιξή της σε τρεις με τέσσερεις βδομάδες.

Δυνατές φωνές... Πανηγυρισμοί...

— Ξέρετε κάτι; μας είπε μια μέρα η Σετ Άμρα, με ύφος μυστηριώδες. Ο Σταύρος είναι ωραίο παιδί. Σίγουρα η Σελίνα θα τον ερωτευθεί, και τότε η γενναιοδωρία που μου δείξατε θ' ανταμειφθεί πλούσια. Ε; Τι λες εσύ Σταύρο;

Page 93: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

Τι έλεγε ο Σταύρος; Ε λοιπόν, πήραν τα μυαλά του αέρα ως συνήθως!.. Και πήραν τόσο πολύ, που ξεσήκωσε και τον μπαρμπα-Γιάννη, και τότε βαλθήκαμε και οι τρεις μας να χορεύουμε κυκλικά, για να γιορτάσουμε τον επικείμενο γάμο μου με τη Σελίνα. Γιατί ήταν κάτι που δε σκεφτόταν να τ' αμφισβητήσει κανένας!...

Τραβούσα ίσια μπροστά σαν κουφάλογο· θεωρώντας το σπίτι σα μελλοντική μου ιδιοκτησία, αντιλήφθηκα πως η χοντρή άμμος της ταράτσας άφηνε το νερό της βροχής να στάζει στα δωμάτια. Τότε, ακολουθώντας το παράδειγμα των Λιβανέζων, σκαρφάλωσα στη στέγη μ' ένα μικρό οδοστρωτήρα και μέσα στη γενική ιλαρότητα βάλθηκα να τρέχω πάνω κάτω στη ταράτσα, σέρνοντας πίσω μου το βαρύ κύλινδρο, που χτυπούσα στις φτέρνες μου και μ' έκανε να χάνω την ισορροπία μου.

Α, φτωχή μου καρδιά, πόσες δυστυχίες με πότισες!

Προχώρησα ακόμα πιο πέρα. Δείχνοντας κάποια μέρα στον μπαρμπα-Γιάννη τα χείλη της Σετ Άμρα, που ήταν ακόμα δροσερά και κόκκινα και πιπίλιζαν φιλήδονα το τσιμπούκι, του είπα:

— Ε, μπαρμπα-Γιάννη! Αυτά τα χείλη... Ποιος ξέρει; Ίσως να ξέρουν ακόμα να φιλάνε κάτι παραπάνω απ' το κεχριμπάρι του ναργιλέ! Και θα ήταν άσχημα να γιορτάζουμε δυο γάμους μαζί!

Ναι, δυο γάμους... Γιατί ο δικός μου με τη Σελίνα ήταν σίγουρος, όσο κι η φτώχεια μου...

— Α, Σταυράκι, αναφώνησε ο φτωχός φίλος. Έχεις πολλά να μάθεις ακόμα για να γνωρίσεις τη ζωή!

Ήταν μια αληθινή προφητεία.

Η Σελίνα κατέφθασε. Όμορφη, μελαχρινή, με όμορφα μάτια και πλούσια μαλλιά, ζωντανή σαν τον Ερμή, αλλά με ψυχή έμπορου και πονηριά κοκότας. Μας φόβισε όλους απ' την πρώτη κιόλας μέρα. Οι ευχαριστίες της ήταν ξερές και σύντομες. Βρήκε πως η ζωή μας ήταν απογοητευτική· παρά λίγο να μας κατηγορήσει και για τη μιζέρια της μάνας της. Έδειξε την υπεροψία της νοικιάζοντας ένα σπίτι για να μείνει μόνη, ερχόταν μια φορά τη μέρα για επίσκεψη ενός τετάρτου και έδωσε στην Σετ Άμρα ένα γελοίο χρηματικό ποσό να μας δώσει για να «μετακομίσουμε». Τυλιγμένη σ' εξωτικές τουαλέτες και πολύτιμα κοσμήματα, περιφερόταν σαν εμπόρευμα μπροστά στα ζηλόφθονα μάτια του χωριού.

Μια μέρα, μια γειτόνισσα ήρθε να μας πει ότι ένας κομψευόμενος ερχόταν μ' άμαξα απ' τη Βηρυτό να επισκεφτεί τη Σελίνα. Την Σελίνα την λογοδοσμένη την αρραβωνιαστικιά μου!

— Α, μπαρμπα-Γιάννη, πόσο διαψεύδει η ζωή τις ελπίδες μας! ούρλιαξα γέρνοντας στον ώμο του μοναδικού αληθινού φίλου που είχα ποτέ.

— Δεν το 'ξερες, Σταυράκι; Ε, λοιπόν, μάθε το τώρα. Και στο μεταξύ πάρε το μπρίκι σου, ψάξε για το δικό μου, ας μαζέψουμε τα συμπράγκαλά μας κι ας φύγουμε! Ας φύγουμε... η γη εξακολουθεί να είναι όμορφη.

Φύγαμε αφήνοντας δακρυσμένη τη φτωχή Σετ Άμρα. Και επί τρεις μήνες διασχίζαμε τις υπέροχες πλαγιές του ορεινού Λιβάνου, ξεδιψώντας στις γάργαρες πηγές του και δροσίζοντας τους Λιβανέζους με το σαλέπι μας.

— Σαλέπι! Σαλέπι! Εδώ οι σαλεπιτζήδες!

— Δεν είναι αλήθεια, Σταυράκη, ότι η γης παραμένει όμορφη;

Page 94: Panait Isttati: Κύρα Κυραλίνα

Digitized by 10uk1s

— Α, μπάρμπα-Γιάννη... Πόσο δίκιο έχεις!

Η γης παραμένει όμορφη; Μα όχι, αυτό είναι ψέμα! Όλη η ομορφιά προέρχεται απ' την καρδιά μας, όσο η καρδιά αυτή ξεχειλίζει από χαρά. Τη μέρα που η χαρά αυτή φτερουγίζει μακριά, η γη δεν είναι παρά ένα νεκροταφείο. Και η ωραία γη του Λιβάνου μεταβλήθηκε σε νεκροταφείο για την καρδιά μου και για το κορμί του μπαρμπα-Γιάννη.

Κάποια μέρα, κοντά στη Ντλέπτα, μια βίαιη κι απροσδόκητη καρδιακή προσβολή, τον έριξε κατάχαμα. Χτύπησε το κεφάλι του πάνω σ' ένα βράχο και πληγώθηκε.

— Μπαρμπα-Γιάννη! Αμάν, μπαρμπα-Γιάννη! Είσαι καλά; Πονάς;

— Όχι... Ο μπαρμπα-Γιάννης δεν πονούσε πια. Ο πόνος έγινε δικός μου σύντροφος.

— Ήταν το πικρό ποτήρι της κατοπινής ζωής μου. Η νοσταλγία αυτή της χαμένης φιλίας και η λαχτάρα ν' αναζητήσω, πάνω απ' όλα, μια στοργική αγκαλιά, μ' έκαναν ν' αποφασίσω λίγα χρόνια αργότερα να επιστρέψω στον τόπο μου, να πλησιάσω ένα ανθρώπινο πλάσμα, να τ' αγαπήσω όπως αγαπούσα την Κύρα και τη μάνα μου, όπως αγαπούσα τον μπάρμπα-Γιάννη.

Αλλά αυτή ήταν, όπως θα θυμάστε, η ιστορία του Σταύρου, του Γυρολόγου...