108
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013 ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Λογοτεχνικό περιοδικό

Citation preview

Page 1: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

μύρτιλομυρτ

ιλο

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013

ΛΟ

ΓΟΤ

ΕΧ

ΝΙΚ

Ο Π

ΕΡ

ΙΟΔ

ΙΚΟ

• ΤΕ

ΥΧ

ΟΣ

2 Χ

ΕΙΜ

ΩΝ

ΑΣ

20

13

ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣο

σελ

ότο

ς

Έργα της ίδιας: «Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή«Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή

Υπό έκδοση:

«Η μέρα μου, η νύχτα σου», Μυθιστόρημα

Καθηγήτρια Πανεπιστημίου για σαρά-ντα χρόνια, διδάχτηκα περισσότερα απ’ όσα δίδαξα. Οι δρόμοι της γνώσης ανοίγουν ορίζοντες και προετοιμάζουν διαδρομές. Από το Ε.Μ.Π. στη Σορ-βόννη και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλί-ας, από το Παρίσι του ’68 στην Αθήνα

του 2012, οι διαδρομές μου εντός και εκτός ύλης εναλ-λάσσονται. Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φι-λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης δι-αδρομές σας.

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΣΗ

ΛΙΑ

ΝΙΚ

ΟΛ

ΑΪΔ

ΟΥ

• ΜΑ

ΘΗ

ΜΑ

ΤΑ Ε

ΚΤ

ΟΣ

ΥΛ

ΗΣISBN 978-960-564-001-9

120 × 150 SPiNe: 7 FlaPS: 60 Z

0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1 12/3/2012 11:45:24 AM

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr

ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ

ISSN: 2241-3685

Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

Γιώργος Κιουρτίδης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φα-κέλου οδηγεί την ηρωίδα στα απρόσμενα μο-νοπάτια μιας αποκάλυψης. «Πώς πεθαίνει κα-νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με τους μεγαλύτερους φόβους και τις ψευδαισθή-σεις της, που την οδηγούν στο πιο βαθύ και ιερό ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– σε έρημα δάση και γραφικά χωριά. Δίνει αγώνα επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσο και πνευματι-κό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατο-τήτων που κρύβει μέσα της, ξεδιπλώνοντας έτσι το πραγματικό νόημα της ζωής σε όλο του το μεγαλείο.

Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-88-9

Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-95-7

Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχι-σμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;

170 × 240 SPINE: 6.7 FLAPS: 70 Z

00_myrtilo2_cover.indd 1 3/7/2013 12:38:44 AM

Page 2: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

μύρτιλομυρτ

ιλο

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013

ΛΟ

ΓΟΤ

ΕΧ

ΝΙΚ

Ο Π

ΕΡ

ΙΟΔ

ΙΚΟ

• ΤΕ

ΥΧ

ΟΣ

2 Χ

ΕΙΜ

ΩΝ

ΑΣ

20

13

ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣο

σελ

ότο

ςΈργα της ίδιας: «Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή«Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή

Υπό έκδοση:

«Η μέρα μου, η νύχτα σου», Μυθιστόρημα

Καθηγήτρια Πανεπιστημίου για σαρά-ντα χρόνια, διδάχτηκα περισσότερα απ’ όσα δίδαξα. Οι δρόμοι της γνώσης ανοίγουν ορίζοντες και προετοιμάζουν διαδρομές. Από το Ε.Μ.Π. στη Σορ-βόννη και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλί-ας, από το Παρίσι του ’68 στην Αθήνα

του 2012, οι διαδρομές μου εντός και εκτός ύλης εναλ-λάσσονται. Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φι-λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης δι-αδρομές σας.

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΣΗ

ΛΙΑ

ΝΙΚ

ΟΛ

ΑΪΔ

ΟΥ

• ΜΑ

ΘΗ

ΜΑ

ΤΑ Ε

ΚΤ

ΟΣ

ΥΛ

ΗΣISBN 978-960-564-001-9

120 × 150 SPiNe: 7 FlaPS: 60 Z

0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1 12/3/2012 11:45:24 AM

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr

ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ

ISSN: 2241-3685

Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

Γιώργος Κιουρτίδης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φα-κέλου οδηγεί την ηρωίδα στα απρόσμενα μο-νοπάτια μιας αποκάλυψης. «Πώς πεθαίνει κα-νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με τους μεγαλύτερους φόβους και τις ψευδαισθή-σεις της, που την οδηγούν στο πιο βαθύ και ιερό ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– σε έρημα δάση και γραφικά χωριά. Δίνει αγώνα επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσο και πνευματι-κό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατο-τήτων που κρύβει μέσα της, ξεδιπλώνοντας έτσι το πραγματικό νόημα της ζωής σε όλο του το μεγαλείο.

Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-88-9

Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-95-7

Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχι-σμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;

170 × 240 SPINE: 6.7 FLAPS: 70 Z

00_myrtilo2_cover.indd 1 3/7/2013 12:38:44 AM

Page 3: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

μύρτιλομυρτ

ιλο

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013

ΛΟ

ΓΟΤ

ΕΧ

ΝΙΚ

Ο Π

ΕΡ

ΙΟΔ

ΙΚΟ

• ΤΕ

ΥΧ

ΟΣ

2 Χ

ΕΙΜ

ΩΝ

ΑΣ

20

13

ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣο

σελ

ότο

ς

Έργα της ίδιας: «Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή«Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή

Υπό έκδοση:

«Η μέρα μου, η νύχτα σου», Μυθιστόρημα

Καθηγήτρια Πανεπιστημίου για σαρά-ντα χρόνια, διδάχτηκα περισσότερα απ’ όσα δίδαξα. Οι δρόμοι της γνώσης ανοίγουν ορίζοντες και προετοιμάζουν διαδρομές. Από το Ε.Μ.Π. στη Σορ-βόννη και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλί-ας, από το Παρίσι του ’68 στην Αθήνα

του 2012, οι διαδρομές μου εντός και εκτός ύλης εναλ-λάσσονται. Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φι-λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης δι-αδρομές σας.

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΣΗ

ΛΙΑ

ΝΙΚ

ΟΛ

ΑΪΔ

ΟΥ

• ΜΑ

ΘΗ

ΜΑ

ΤΑ Ε

ΚΤ

ΟΣ

ΥΛ

ΗΣISBN 978-960-564-001-9

120 × 150 SPiNe: 7 FlaPS: 60 Z

0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1 12/3/2012 11:45:24 AM

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr

ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ

Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

Γιώργος Κιουρτίδης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φα-κέλου οδηγεί την ηρωίδα στα απρόσμενα μο-νοπάτια μιας αποκάλυψης. «Πώς πεθαίνει κα-νείς;», αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με τους μεγαλύτερους φόβους και ψευδαισθή-σεις της, που την οδηγούν στο πιο βαθύ και ιερό ταξίδι. Μέσα από ένα μαγευτικό ταξίδι περιπλά-νησης –συντροφιά με λίγα ζώα– σε έρημα δάση και γραφικά χωριά, δίνει αγώνα επιβίωσης σω-ματικό, ψυχικό όσο και πνευματικό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατοτήτων που κρύβει μέσα της, ξεδιπλώνοντας έτσι το πραγματικό νόημα της ζωής σε όλο του το μεγαλείο.

Μυθιστόρημα || Σελ. 456 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-88-9

Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-95-7

Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχι-σμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;

Μύρτιλο Λογοτεχνικό ΠεριοδικόISSN: 2241-3685Τεύχος 2ο, Χειμώνας 2013

ΙδΙοκτήτής Ελένη Λ. Παντοπούλου Εκδόσεις Οσελότος

ςυντακτΙκή ομαδα

Μ. Κ. ΜανδραγόραςΑιμιλία ΣκουφάκηΔημήτρης Καραναστάσης

ςχεδΙαςμος

Ocelotos Publishing

εκτυΠΩςή Δεκάλογος ΕΠΕ

εΠΙκοΙνΩνΙα:   210 6431137 • 210 [email protected]@gmail.com

facebook Λογοτεχνικό Περιοδικό ΜύρτιλοΙςτοτοΠος http://www.ocelotos.gr

δΙευθυνςή

Βατάτζη 55, 11473 – ΑθήναTo περιοδικό Μύρτιλο διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ στα βιβλιοπωλεία και ηλεκτρονικά στο www.ocelotos.gr

Δεύτερο τεύχος και η κοινότητα του Μύρ-τιλου, μια κοινότητα γραφιάδων, μεγαλώ-νει. Στα κείμενά τους, κατά μήκος μιας πο-

λυσχιδούς αλυσίδας δειγμάτων από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, άλλοτε επίδοξης και άλλοτε πιο έμπειρης γραφής, υπογείως διαμορφώνεται η πε-ριρρέουσα ατμόσφαιρα, το zeitgeist της σύγχρο-νης ελληνικής πραγματικότητας. Ρομαντικοί, ρε-αλιστές ή μοντερνιστές, οι πεζογράφοι και ποιητές του Μύρτιλου γράφουν για τον έρωτα, τον θάνα-το, τη ζωή, τη χαρμολύπη της ύπαρξης.

Ειδικά σ’ αυτό το τεύχος: Κυρίως ποίηση και διήγημα. Μία μετάφρα-

ση, μια παραβολή, μύθοι και κάποια αποσπάσματα από μυθιστορήματα. Παράξενες συναντήσεις θε-ματικών μοτίβων όπως η μάνα, ο κακός λύκος, η οικονομική κρίση, η προπαγάνδα, η ίδια η γραφή. Μικρά περάσματα από εποχές –περασμένες, μελ-λοντικές ή ανύπαρκτες– και τόπους – Παρίσι, Λον-δίνο, Κύπρος, βαλκανική χερσόνησος, ίχνη επαρχί-ας, μα ως επί το πλείστον τοπίο αστικό.

Κριτική και δοκίμιο θα αναμένουν το επόμε-νο τεύχος, το εαρινό υπ’ αριθμ. 3, οπότε και θα ανα-νεωθεί το ραντεβού με Μυρτιλιώτες και Μυρτι-λιώτισσες.

Ευχαριστούμε όλους όσους έγραψαν, συμμε-τείχαν, υποστήριξαν.

Καλή ανάγνωση,

από τη συντακτική ομάδα

Εκ παραδρομής σημειώθηκαν λάθη στο προηγούμενο τεύχος και συ-γκεκριμένα στα ποιήματα της Μαριάννας Καπετανίδου «Ακροστοί-χιση» και «Γύρισα... αλλά...» (σελ. 19, τ. 1) καθώς και στο ποίημα της Γεωργίας Χαϊδεμενοπούλου «Il canto dell’ amor» (σελ. 36, τ. 1). Θερα-πεύουμε στο παρόν τεύχος με ορθή επανάληψη στις σελίδες 46 και 94 αντίστοιχα.

Page 4: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Κυράνη Γεράνη 4 Εξαίσιοι Κηφήνες

Μάριά ΣάχπάΣιδη 6 Φυλακή, Σκέψεις αποτυπωμένες, Απόπειρα ορισμού, Θηλυκό

Σήλια Νικολαϊδου 8 Η μέρα μου, η νύχτα σου

αγγελοΣ κωτΣιοπουλοΣ 10 Άπληστοι ψίθυροι, Ίσκιος βαρύς, Πέρα απ’ τον ορίζοντα, Θάλασσα, Ψευδαισθήσεις

Ναταλια ήλια 12 Μήπως άκουσες για βροχές;

παΝαγιωτήΣ κωΣτογλου 17 Αγάπη, Το γκρι

ελΣά πάντοπουλου 18 Για τα δάκρυα της Α.

αγγελα πετρα 21 Modus vivendi, Επίμονη γραφή

Στελλα Ζαφειροπουλου 22 Το αμφίβολο φύλο της ομορφιάς

ΣταυροΣ γκιργκεΝήΣ 25 Ο κύβος του έρωτα

δεΣποιΝα λουλουδακή 26 Κύκλος ανοιχτός

Βεατρική ΧαΒαραΝή 28 Λουλούδια χρώματα, Μαύρο, Μενεξεδιά χαμόγελα, Χρώμα ηλιοβασίλεμα

ΘαΝαΣήΣ λιακοπουλοΣ 30 Ο μόνος κηπουρός

λουλή τΣαmαΝταΝή 33 Χαϊκού

Σοφια δήmοπουλου-πυρΖα 34 Το φάντασμα

ΒαΣιλήΣ τΣαπαλιαρήΣ 38 Στην Κύπρο, Εδώ και τώρα

Μαρια τΣολια 40 Άνεμος, Νεογέννητη, Τρόπαιο

Ντετελ ΜαλαξιαΝακή 41 Στον διάδρομο Τ-19

αγγελική καΣτριΝελλή 42 Λανθάνουσα ζωή

αΣήmιΝα ξήρογιαΝΝή 45 Μάγια

ΜαριαΝΝα καπεταΝιδου 46 Ακροστοίχιση, Γύρισα... αλλά..., Αφορισμός, Εν αντιθέσει

ελεΝή τΣεκουρα 48 Κλειστό κύκλωμα

γιαΝΝήΣ κιΣκήραΣ 50 Περσείδες, Οδός Θερμοποτάμου, Ευτυχισμένοι άνθρωποι, Κυνηγημένοι πρωτόπλαστοι

Μαιρή λακουmεΝτα 52 Τα πάνω... κάτω

Page 5: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

ΧρυΣα ΜιΧαλοπουλου 55 Έξω από τη σφαίρα της Γης

γιαΝΝήΣ καmπουροπουλοΣ 56 Αναμνήσεις μέσω GPS

λ. Μ. ΒακΧοΣ 59 Μετενσάρκωση

δήmήτρήΣ ΖαφειρήΣ 60 Κλαίω σε πελάγη ευτυχίας, Πουτάνας γιος

ΝικοΣ αΝτ. πουλιΝακήΣ 62 Διανυκτερεύον μήνυμα, Μέλισσα, Φεγγάρι τοσοδούλικο, Νύχτα δίχως συντηρητικά

ΒαΣιλική τΣουκα 64 Α.Τ.Τ.

αΝδριαΝή κυλαφή 66 Έμβρυο

ΜιλτιαδήΣ ΖερΒαΣ 67 Πέτρινες Μήτρες

ευγεΝιοΣ ΜπαλαΣήΣ 68 Γιάννης ή Βάσω

Μαρια τΣιακαλου 71 Ο Φίλιππος

ταΣοΣ παΝοπουλοΣ 72 Ο τσαγκάρης ψαράς

αλεξαΝδροΣ πλατωΝ δελτα 74 Από τα θησαυροφυλάκια των αγορών

κακια ξυδή 76 Η αλήθεια μου, Σταμάτα να μου λες σ’ αγαπώ

ΒαΣιλήΣ ΖουmποΣ 78 Διαπίστωση, Η Λόντρα

γιωργήΣ ταξιδευτήΣ 80 Μάνα

λεΝα ΝεΣτορα 83 Ερινύες, Χρόνος

αλεκα Χαριτιδου 84 Ένας καφές μέτριος

Στελλα Σοφια Νικ. Ζυγουρή 86 Η στιγμή, Είναι η σιωπή δημιουργία, Σε ένα χαρτί η ζωή μου, Δροσοσταλίδες ψυχής

ΝικοΣ τεΝτοmαΣ 88 Τα τρία γουρουνάκια και ο κακός Νίκος

δαφΝή υακιΝΘου 90 Τα καλικαντζαράκια

πολα Σαρρή 93 Μια άλλη πόλη

γεωργια ΧαϊδεmεΝοπουλου 94 Μέσα στη νύχτα, Il canto dell’ amor

ΧριΣτιΝα κολλια 96 Συναστρία

ElEnE M. lukE 97 Η τρίτη ηλικία

Page 6: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

4μύρτιλο τεύχος 2

Κυράνη Γεράνη

Εξαίσιοι κηφήνες

Δούλευε στην κουζίνα. Τις νύχτες. Μόνο τις νύχτες! Καμιά φορά ώς το ξημέρω-

μα. Στο μαρμάρινο τραπέζι – μάρμαρο λευκό Διονύσου, πάνω σε βάση από σί-δερο μασίφ, σε σχέδιο αρχαϊκό με λούστρο μπρονζέ. Υλικά ακριβά, αυθεντικά.

Όπως του άξιζε! Είχε μεταφέρει εκεί τα λιγοστά εργαλεία που χρειαζόταν.Τον τεμάχιζε. Σκληρή δουλειά. Πολύ σκληρή. Νεκρός και αφυδατωμένος, δου-

λευόταν δύσκολα. Ένα σκήνωμα είχε γίνει που το σεβόταν. Σεβόταν, επίσης, και τον εαυτό της που μαρτύρησε όλον αυτόν τον καιρό. Στην αρχή, ήταν η θανάτωση. Ανα-γκαστική, αλλά και αναγκαία. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ύστερα, ο θρήνος και ο ορυμαγδός. Σιωπηλά, μη γίνει αντιληπτή, μην καταλάβει κανείς. Και η συντήρηση του πτώματος, μετά, σε συνθήκες ειδικές για συρρίκνωση και αποξήρανση. Δεν έπρεπε να αποσυντεθεί, να σαπίσει, να βρομίσει. Τα σπλάχνα αφαιρέθηκαν και τοποθετήθη-καν ξεχωριστά, μα η διαδικασία της αφαίμαξης ήταν η χειρότερη. Και η παρακολού-θηση, στη συνέχεια, ο έλεγχος κάθε τόσο της εξέλιξης. Ακούγεται αποτρόπαιο, ε; Μα, ναι, είναι φυσικό.

Δεν γινόταν να τον ξεφορτωθεί με μια ταφή, να τον φάνε τα σκουλήκια. Θα ήταν σαν να έθαβε ένα κομμάτι του εαυτού της. Μα αυτή ήταν ζωντανή. Και ήθελε να παρα-μείνει ακέραια. Έπρεπε, τώρα, να τον επεξεργαστεί, να τον φέρει σε μια μορφή αντά-ξια της σημασίας του για εκείνη. Μη αναγνωρίσιμος, ωστόσο υπέροχος και ανεξίτη-λος. «Αρχειοθετημένος» μεν, σε θέση περίοπτη δε, για να του αποτίνουν τις δέουσες τιμές! Να τον ανασυστήσει, έπρεπε, στην αθάνατη πραγματικότητά του. Να τον επα-νεπινοήσει, ύπαρξη ανύπαρκτη, ύλη άυλη.

Δούλευε νύχτα. Κυριευμένη από τον πυρετό της δημιουργίας. Στην κατάσταση εκείνη της ημιμέθης ενός πραγματικού καλλιτέχνη. Ενός αυθεντικού ερασιτέχνη. Με την ευσυνειδησία του άριστου επαγγελματία.

Κλασική μουσική, ένα ποτό –ένα μόνο– και κάμποσα τσιγάρα που έσβηναν ακά-πνιστα. Χρειαζόταν να τον κόψει σε πάρα πολλά κομμάτια. Μιλάμε για κάποιες χιλιά-δες. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να τον «αρχειοθετήσει». Αν δεν ήταν τόσο «πειραγ-μένη» ίσως να προτιμούσε την καύση. Θα τοποθετούσε μετά την τέφρα σε ένα κομψό

Το μυθιστόρημα «Το Σύννομον άστρο» της Κυράνης Γεράνη κυκλο- Zφορεί από τον Οκτώβριο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος. Η συγ-γραφέας πραγματεύεται ανθρώπινα πάθη σε μια περιπέτεια αναζήτη-σης της μιας κοινής τους αιτίας.

Page 7: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

5μύρτιλο τεύχος 2

δοχείο και θα θαύμαζαν όλοι την τεφροδόχο, χωρίς όμως να μπορούν να απολαύσουν το περιεχόμενο. Τι κρίμα που θα ήταν!

Τα οστά ήταν που την παίδεψαν πιο πολύ. Ωστόσο, το αποτέλεσμα άξιζε τον κό-πο. Αν μη τι άλλο, αξιοπρεπές! Δέκα τέσσερα επί είκοσι ένα*.

Ετοιμάστηκε. Το άρωμά της, το παλτό της, η τσάντα της. Ηδονικός στο πρόσωπό της ο παγωμένος αέρας. Τα τακούνια της στο πλακόστρωτο αντηχούσαν τη δύναμη της χαράς της. Μμμ! Πόσο καιρό είχε να βγει έτσι! Να νιώσει τόσο ελεύθερη, τόσο χα-λαρή... Α, είχε δουλέψει πολύ.

Έπινε το ποτό του όρθιος στην άκρη της μπάρας. Ημίφως, μουσική, το χαμόγελό του. Τα μάτια του! Την περίμενε. Ολοκαίνουργιος!

Από την είσοδο ως το πεταχτό φιλί, τον σκάναρε στα γρήγορα. Πώς θα τον κατέ-ληγε; Μυθιστόρημα; Νουβέλα; Διήγημα; Ή μήπως ένα ποίημα; Ένα τραγούδι ίσως;

* 14 × 21εκ. είναι οι συνήθεις διαστάσεις ενός λογοτεχνικού βιβλίου.

Page 8: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

6μύρτιλο τεύχος 2

Μαρία Σαχπασίδη

Φυλακή

Λατρευτή φυλακή η μνήμηείτε μετράς τις μέρες στο κελί είτε στέκεσαι μερόνυχτα μπροστά από τα κάγκελαχαζεύοντας το επιβλητικό κτήριο.

Ο ισοβίτης, ο καταδικασμένος να θυμάται,θα υποφέρει πάντα ζητώντας μια μέρα λήθης,μια μέρα στο απέναντι πάρκο.Ο άλλος, ο «ελεύθερος»,αυτός ο καημένος,και τι δεν θα ’δινε για ένα λεπτό μέσα από τα τείχη,για μια στιγμή της ανάμνησης ζεστασιάς.

Σπουδαίο πράγμα η μνήμη.Ίσα κι άξια η απώλειά της.

Σκέψεις αποτυπωμένες

Τώρα που γνώρισα τον έρωτα,που ένιωσα την αμφιβολία να κατατρώει και την τελευταία όμορφη σκέψη, τώρα που με πελάγωσεκαι μοιάζω αφελής και κουτσή, τώρα που καλπάζουν τα άλογά του εναντίον μου κι εγώ όλο τρέχω, έτσι κουτσή, να ξεφύγω,τώρα που στα μάτια μου ασχημαίνωανήμπορη πια να βάλω κάτι ωραίο πάνω μουστοιχειωμένη μέχρι και στα πιο αθώα λεπτά της ύπαρξής μου,τώρα που τον φοβάμαι τον έρωτα

μπορώ να ομολογήσω πόσο δυστυχισμένη θα ήμουν χωρίς αυτόν.

Page 9: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

7μύρτιλο τεύχος 2

Απόπειρα ορισμού

Θα ονομάσω έρωτα την ακαταμάχητη επιθυμία να σου χαρίσω τα κομμάτια εκείνα του εαυτού μουπου ακόμη δεν έχω ανακαλύψει. Εκείνα τα κομμάτια που υπάρχουν τόσο βαθιά κρυμμένα μέσα μας ώστε η ύπαρξή τους καταντά αβέβαιη.Εκείνα τα κομμάτια που γεννούν το χάος και την αθανασία.

Η επιθυμία να σου χαρίσω όλα αυτά για τα οποία δεν έχω μιλήσει ακόμη.

Να θέλω την ψυχή μου κρεμασμένη από μια κλωστή πάνω απ΄ την άβυσσοκι εσύ να παίζεις κορώνα-γράμματα το σχοινί και το ψαλίδι.

Θηλυκό

Άλλη μια νύχτα μόνη.Και η «μόνη» να μην ξέρειαν επιθέτειή κατηγορεί.Αλλά, βλέπεις, έτσι είναι τα θηλυκά.Είθισται να αγωνιούν, να σκορπίζονταιαναζητώντας τον ρόλο.Και τελικά είναι ένα «μαζί» που τα λυτρώνει.

Η Μαρία Σαχπασίδη γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά τόπος κατοικίας της είναι το Πέρα- Zμα. Είναι τελειόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Αθηνών. Έχει μεγά-λη αδυναμία στην καλή μουσική και το έξυπνο χιούμορ. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύει ποιήματά της για πρώτη φορά.

Page 10: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

8μύρτιλο τεύχος 2

Σήλια Νικολαΐδου

Η μέρα μου, η νύχτα σου(Προδημοσίευση μυθιστορήματος)

Το υπό έκδοση μυθιστόρημα «Η μέρα μου, η νύχτα σου» εξιστορεί με διπλή ματιά τις ζωές των δυο ηρωίδων, της Κάρεν και της Νέλλης, από την αρχική τους συνάντηση ώς την τελευταία μέρα της παράλληλης πενηντάχρονης πορείας τους. Το φθινόπωρο του 1966, η εικοσάχρονη Νέλλη, υπαρχηγός στην Ομάδα Οδηγών του Αναμορφωτηρίου Θηλέων Αθηνών (γνωστού ως Α.Κ.Α.Θ.), συναντά τη δεκαεξάχρονη Κάρεν, έγκλειστη εκεί τα τελευταία τρία χρόνια. Η συνά-ντησή τους, τυχαία, σφραγίζει την πορεία και των δύο. Η Κάρεν ξέρει ήδη πως η ακούσια ανα-μόρφωσή της την οδηγεί σε όλο και πιο βαθιά σύγκρουση με την κοινωνία της μέρας. Συνει-δητοποιεί πως κάθε λεπτό εγκλεισμού, βαθαίνει τις αποστάσεις ανάμεσα σε αυτήν και τους άλλους, κάνοντας τις διαδρομές που θα ακολουθήσει όταν αποφυλακιστεί όλο και πιο αδιέξο-δες. Η Νέλλη, που αρχικά πιστεύει πως η παρουσία της στο Α.Κ.Α.Θ. θα βοηθήσει, συνειδητο-ποιεί σύντομα ότι η καθημερινότητά της δεν έχει καμία σχέση με όσα βιώνουν οι κοπέλες εντός και αργότερα εκτός των τειχών. Η ανατροπή αυτή σηματοδοτεί τη σταδιακή προσέγγιση δύο φαινομενικά διαφορετικών κόσμων. Τον κόσμο της μέρας, που εκπροσωπεί η Νέλλη, και της νύχτας, που εκπροσωπεί η Κάρεν.

Κάρεν και Νέλλη. Μέρα και νύχτα.Ένα παιχνίδι παραπλάνησης αρχίζει με το ξημέρωμα, καμωμένο από ψευτιές και

αλήθειες, σφιχταγκαλιασμένες ένα κουβάρι. Για να ξεδιπλωθεί θα χρειαστεί καιρό. Και υπομονή. Ποιος έχει υπομονή στις μέρες μας; Κανένας.

Η νύχτα προστατεύει, σου μαθαίνει τους κανόνες της, δεν ψεύδεται. Η μέρα σε αφήνει έκθετο, βορά στα δήθεν –της αξιοπρέπειας, του καθωσπρεπισμού, της υποκρι-σίας– και σε όλα όσα απαιτεί η καθημερινή υποταγή στα δέοντα. Το κρυφτό που παίζει η αλήθεια με το ψέμα, είναι παιχνίδι της μέρας. Σταματά μόλις σκοτεινιάζει.

Η νύχτα μου μοιάζει πιο πολύ με τη μέρα σου. Μόνο στην αλήθεια της διαφέρει.Η αλήθεια της νύχτας είναι ξάστερη, κοφτερή σαν λεπίδι, δεν αστειεύεται. Η μέ-

ρα σού κρύβει την αλήθεια, τη στρογγυλεύει , τη μασκαρεύει, την κάνει αγνώριστη. Γι’ αυτό και τα φώτα στο σκοτάδι φέγγουν περισσότερο. Με τον ήλιο δεν σε τυφλώ-νουν. Σε παραπλανούν.

Το δικαίωμα της απογοήτευσης δεν το είχαμε, μιας και κανείς τίποτα δεν μας είχε τάξει. Η νύχτα δεν τάζει τίποτα σε κανέναν. Η μέρα τάζει τα πάντα σε όλους. Περιμέ-νεις λοιπόν. Περιμένεις.

Η Σήλια Νικολαΐδου, για σαράντα χρόνια δίδαξε Κοινωνιολογία στο Ε.Μ.Π. Zκαι στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Ο θεατρικός της μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» (2012) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οσελότος.

Page 11: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

9μύρτιλο τεύχος 2

Αν η νύχτα μου, Νέλλη, είναι ο εφιάλτης σου, η μέρα σου είναι για μένα ένας κό-σμος ανύπαρκτος.

Ανύπαρκτη η μέρα μου, Κάρεν, στα περιθ-όρια της δικής σου. Η νύχτα σου, άγνω-στος τόπος στο ξάστερο τοπίο των κλινοσκεπασμάτων μου.

Κάρεν. Πρώτη μέρα εγκλεισμού στο Α.Κ.Α.Θ. Μέρα και νύχτα, προς το παρόν, ένα σκοτάδι. Μια βρισιά, ένα τσαλάκωμα. Ακατα-

νόητο. Είμαι δεν είμαι δεκατριών. Θα τα κλείσω το καλοκαίρι. Το έσκασα από περηφά-νια. Πού να φανταστώ πως η κόλαση έχει απεριόριστες καταπακτές και υπόγεια αμέ-τρητα; Ξάγρυπνες ώρες. Μοναξιασμένες.

Δεν προσκύνησα τη μέρα. Δεν ανέχτηκα τη νύχτα. Παλεύω τα μερόνυχτα από τότε που κλείστηκα εδώ μέσα. Εδώ, στο πουθενά. Γιατί, εδώ μέσα, είμαι ένα τίποτα. Προδομέ-νη από μάνα και πατέρα. Έγκλειστη. Παραπεταμένη. Στον κουβά με τα σκατά.

Ώς χθες, ήμουν η κόρη του πατέρα μου. Μεγαλοεπιχειρηματίας. Και της μάνας μου. Καλλιτεχνικές τάσεις και ιδιοσυγκρασία, οικιακά κατά τα άλλα. Σήμερα είμαι τρόφιμος του Α.Κ.Α.Θ.

Πάνε και οι κατάμαυρες μπούκλες μου, που με τόση επιμέλεια βούρτσιζε η μάνα μου δεκατρία χρόνια. Θέμα υγιεινής. Αυτό το κεφάλι δεν είναι δικό μου, κι ας ολοκλη-ρώνει το σώμα μου.

Και τα κουρέλια, στολή στην καθομιλουμένη, για να μην ξεχωρίζω. Θέμα κανονισμού.Εγώ; Εγώ ήμουν ώς χθες.

Νέλλη. Πρώτη μέρα επίσκεψης στο Α.Κ.Α.Θ.«Προσεκτική. Ούτε πολλές κουβέντες ούτε κολλητιλίκια. Προσεκτική. Αυτό να το

θυμάσαι».«Κολλητιλίκια; Είναι κουβέντα που μου απευθύνει η Αρχηγός της Ομάδας;»«Τα κορίτσια είναι απρόβλεπτα, να το ξέρεις. Δεν πάμε εκδρομή. Έχουμε ιερό σκοπό».Ιερός σκοπός και κολοκύθια. Εγώ πήγαινα από περιέργεια. Τρελή περιέργεια.«Αρκέσου στο μάλιστα. Κατάλαβες;»«Μάλιστα».Η εξωτερική πόρτα σιδερένια. Τα κάγκελα τι τα ήθελαν; Σαν φυλακή έμοιαζε.Όχι, δεν ήταν σπαρμένα με τριαντάφυλλα τα μικρά παρτέρια στο προαύλιο. Μια

τυχαία πρασινάδα τα πλαισίωνε, ίσα ίσα για να χωρίζει τη σιδερένια πόρτα της εισό-δου από τη σιδερένια πόρτα του κυρίως κτηρίου. Ίσα ίσα για να σου θυμίζει πως ακό-μα και αυτός ο χώρος είναι για ανθρώπους.

Το καλωσόρισμα για τον αμύητο ήταν ήπιο. Ήπιο, ακόμα και για τις φευγαλέες μα-τιές των περαστικών που βίαζαν καθημερινά τις χαραμάδες και τις κλειδαρότρυπες.

Η πρώτη επαφή με το παράλογο έδειχνε φυσιολογική. Η τρέλα ήταν καλά διπλα-μπαρωμένη πίσω από το προαύλιο. Στο προαύλιο υπήρχαν τα προσχήματα. Πίσω του ήταν ολότελα άχρηστα. Ο χώρος έπαιρνε τις αληθινές του διαστάσεις.

Από αυτό το παρτέρι μάζευα κάθε μέρα ένα μπουκέτο προσχήματα και στόλιζα μ’ αυτά το βάζο της κυρίας Διευθύντριας.

Page 12: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

10μύρτιλο τεύχος 2

Άγγελος Κωτσιόπουλος

Άπληστοι ψίθυροι

Μας κατατρέχει μια αδημονία,μια απληστία για πάθη,όχι τα καθημερινάαλλά τα απαγορευμένα.

Αυτά που συζητιούνται στα κρυφά, που επιπλέουν σαν ανεκπλήρωτες σκέψεις.Όσα επιζούν στους ψιθύρους,στα μύχια βλέμματα.

Ίσκιος βαρύς

Κάτι σου ψιθυρίζουν.Κάτι σου ψιθυρίζουν τα πουλιά,μα αρνείσαι τον λόγο τους.

Ερωτοτροπείς με τους δαίμονεςόταν οι άγγελοι σ’ έχουν αγκαλιά.

Πέρα απ’ τον ορίζοντα

Τίποτε περισσότερο απ’ την αιωνιότητα δεν επιζητώτίποτε λιγότερο απ’ το ν’ αφουγκραστώ τις αιώνιες κορυφώσεις.

Κανένα στοίχημα δεν διακυβεύεται·

μόνο το άνθος της ψυχής.

Page 13: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

11μύρτιλο τεύχος 2

Θάλασσα

Βιώνουμε μια παγκόσμια ζωή,μια ζωή απέραντη.

Τα δάκρυα και οι χαρές δεν μας χορταίνουν την ψυχή.

Θέλουμε υποσχέσεις.Λαχταρούμε να ζήσουμε με δέος, για το δέος.

Πέρα απ’ τα όρια της ύπαρξηςστο χείλος του θανάτου.

Ψευδαισθήσεις

Διαθέσιμοι κάθε πνοή να εκθέσουμε τα πάθη μας

μεταφράζουμε τις ανάγκες σε κατακτήσεις,

τα ένστικτα σε επιτεύγματα.

Όλα αιωρούνται γύρω μα ξεμακραίνουν κάθε λεπτό.

Ψευδαισθήσεις...

Ο Άγγελος Κωτσιόπουλος σπούδασε στο Πάντειο Πανεπι- Zστήμιο Κοινωνική Πολιτική και στο New York College σκη-νοθεσία, με την οποία και ασχολείται. Τα ποιήματα του παρό-ντος τεύχους περιλαμβάνονται στη νέα ποιητική του συλλογή «Ανάσα αιώνια», εκδόσεις Οσελότος, 2013. Από τον ίδιο εκ-δοτικό οίκο κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή «Σκιές σι-ωπής», 2012.

Page 14: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

12μύρτιλο τεύχος 2

Ναταλία Ηλία

Μήπως άκουσες για βροχές;

Έκτακτο δελτίο ειδήσεων:«Αεροπλάνο που ταξίδευε από την Αθήνα με προορισμό τη Βαρκελώνη κατέπε-

σε σε δασική περιοχή έξω από τη Ρώμη. Μέχρι στιγμής, οι πληροφορίες μας δεν μι-λούν για επιζώντες. Τα σωστικά συνεργεία συνεχίζουν τις έρευνες στα συντρίμμια. Οι ειδικοί εκτιμούν πως η καταρρακτώδης βροχή αλλά και οι δυνατοί άνεμοι που έπνε-αν πάνω απ’ το Ιόνιο διέκοψαν την ομαλή πορεία της πτήσης, προκαλώντας προ-βλήματα στον υλικοτεχνικό εξοπλισμό του αεροπλάνου. Για οτιδήποτε νεότερο, θα διακόψουμε ξανά το πρόγραμμά μας...»

Μερικές φορές σκέφτομαι πόσο πολύ θα ήθελα να λέω πως όλες οι αξιομνημό-νευτες στιγμές μου συνέβησαν εν μέσω ηλιόλουστων πρωινών ή ζεστών καλοκαιρι-νών βραδιών ή ακόμα πως, κατά τύχη, είχε πάντα έναν πεντακάθαρο ουρανό. Σκα-τά! Ίσα που θυμάμαι δυο-τρεις ωραίες φάσεις στη ζωή μου κι αυτές –πώς τύχαινε, ρε γαμώτο;– κατέληγαν άδοξα, ενώ, παράλληλα, είτε έβρεχε καταρρακτωδώς είτε είχε τέτοια μουντάδα ο ουρανός που ένιωθα έτοιμος να κάνω το απονενοημένο δι-άβημα και να χαρακωθώ.

Εν ολίγοις, η πρώτη ήταν το 1979. Άγριο νιάτο, κατευθυνόμουν από τη Μητρο-πόλεως προς το Μοναστηράκι για να αγοράσω το Blue της Joni Mitchell, έναν δίσκο που έψαχνα απεγνωσμένα απ’ όταν έμαθα ότι κυκλοφόρησε. Ήμουν κατενθουσια-σμένος που επιτέλους θα τον αγόραζα ύστερα από τόσο ψάξιμο, τόσο τρέξιμο και τόσο κόπο. Επί δύο χρόνια παρακαλούσα έναν ξοφλημένο μαγαζάτορα με βινύλια στην Πατησίων να μου τον φέρει –και θα πλήρωνα όσο όσο, δεν μ’ ένοιαζε, αρκεί να τον είχα– κι εκείνος όλο έγνεφε κι έλεγε: «Άσε τους χίπηδες να τρέχουν στα λι-βάδια ξεβράκωτοι! Εμείς είμαστε Βαλκάνιοι. Πάρε Καζαντζίδη, πάρε Χρηστάκη να μάθεις τι θα πει μουσική!» Και αυτό συνεχιζόταν μέχρι που, ένα πρωί κατά τα άλλα

Η Ναταλία Ηλία γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Είναι κοινωνιολόγος Zμε μεταπτυχιακό τίτλο εγκληματολόγου. Κύρια απασχόλησή της είναι η μουσική, ενώ η συγγραφή αποτελεί το προσωπικό της καταφύγιο. Λογο-τεχνικά της κείμενα έχουν βραβευθεί σε εθνικό επίπεδο πολλάκις, ενώ φέτος για πρώτη φορά ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε διαδικτυακό περιο-δικό του Μεξικού. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορεί το βιβλίο της «Άνθρωποι της διπλανής πόρτας».

Page 15: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

13μύρτιλο τεύχος 2

ηλιόλουστο, ένας φίλος μού σφύριξε: «Υπάρχει στο τάδε δισκάδικο στο Μοναστη-ράκι, αλλά είναι περιορισμένα τα αντίτυπα».

Την ίδια μέρα, πήρα τους δρόμους σχεδόν τρέχοντας κι ύστερα από είκοσι λε-πτά είχα φτάσει με τα πόδια από το Παγκράτι στο μαγαζί. Κατέβηκα τα σκαλιά δυο δυο κι αφού πέρασα ανάμεσα από τα σταντς με τους δίσκους, πλησίασα τον υπεύ-θυνο. Μουσάτος με γυαλιά, σαν ξεχασμένος εκεί από άλλη δεκαετία, δεν πρόλαβε να με ρωτήσει τι ήθελα. «Το Blue της Joni Mitchell και γρήγορα», του είπα προσπα-θώντας να ξελαχανιάσω. Όταν πλήρωσα και πήρα τον δίσκο στα χέρια μου, ένιωσα σαν να φωτογράφιζα εκείνη τη μικρή στιγμούλα κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξεχάσω ποτέ αυτό το συναίσθημα. Βγήκα από το μαγαζί και πάλι σχεδόν τρέχο-ντας ανηφόρισα τη Μητροπόλεως. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει αρκετά, αλλά δεν έδωσα σημασία, γιατί ήξερα ότι σε λίγη ώρα θα ήμουν σπίτι, στο δωμάτιό μου, και θα άκουγα αυτό το δοξασμένο βινύλιο.

Ξαφνικά κι ενώ περπατούσα αμέριμνος, σταμάτησαν μπροστά μου δυο αυτοκί-νητα. Τρελαμένοι οι οδηγοί και οι συνοδηγοί κατέβηκαν κι άρχισαν να πλακώνονται στο ξύλο, ενώ οι υπόλοιποι κόρναραν για να φύγουν. Όλοι τριγύρω, μαζί κι εγώ, απο-χαυνωμένοι καθόμασταν και κοιτάζαμε το θέαμα. Φωνές, κακό. «Εδώ και τρία φανά-ρια σε βλέπω που μου κολλάς, ρε αλήτη!» ο ένας. «Αφού πας σαν την κότα της για-γιάς μου, κωλόβλαχε!» ο άλλος. Δεν έλεγα να ξεκολλήσω. Μου φάνταζε εκείνη την ώρα πολύ διασκεδαστικό όλο αυτό το αλαλούμ. Κι έτσι όπως διασκέδαζα, λοιπόν, με πλησιάζει ο ένας απ’ αυτούς, με αγριοκοιτάζει και εν ριπή οφθαλμού μου αρπάζει τον δίσκο απ’ τα χέρια. Γυρνάει την πλάτη του και με φόρα τον κοπανάει στη μούρη του άλλου. Πάει ο δίσκος κι εγώ να ξεφωνίζω σαν υστερική γκόμενα που της έφυγε ο πόντος από το καλσόν. Από την άλλη κώλωνα να πάω κοντά, μπας και φάω καμία αδέσποτη. Μετά από λίγο ακούστηκαν σειρήνες περιπολικού. Όσοι τσακώνονταν κι όσοι παρακολουθούσαν την έκαναν προς διάφορες κατευθύνσεις. Το μέρος άδεια-σε από κόσμο κι εγώ, ένα σκουπίδι ψυχολογικά, σίγουρος πως θα ήταν πια θρύψα-λα, πλησίασα να μαζέψω τα ασυμμάζευτα ενός δίσκου που τον είχαν πατήσει από πάνω κι όσα αμάξια διέσχισαν τον δρόμο για να φύγουν. Σήκωσα τη θήκη και μπρο-στά στα μάτια μου σκόρπισαν άπειρα μαύρα κομματάκια βινυλίου σαν αβοήθητα μυρμήγκια. Κι ενώ τα είχα συλλέξει σχεδόν όλα κι ήμουν έτοιμος ν’ αρχίσω το μοιρο-λόι, άνοιξαν οι ουρανοί διάπλατα κι από μέσα ξεχύθηκαν τόνοι νερού. Τόνοι! Λες κι έκλαιγε κι ο Θεός μαζί μου για τον χαμό του πολύτιμου κι αγαπημένου μας δίσκου. Συνέχισα να περπατάω μες στη βροχή, μόνο που είχα σταματήσει να σκέφτομαι πια τον δίσκο και καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που δεν είχα κρατήσει λεφτά για να αγοράσω ένα εισιτήριο λεωφορείου.

Τη δεύτερη τη θυμάμαι χαρακτηριστικά. Ήμουν στο πανεπιστήμιο κι έδινα για τρίτη φορά το τελευταίο μάθημα για το πτυχίο. Ύστερα απ’ αυτό, θα γινόμουν ένας

Page 16: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

14μύρτιλο τεύχος 2

επιτυχημένος κοινωνιολόγος και θα ξεκινούσα μια μεγάλη καριέρα. Αυτή τη φορά θα τα κατάφερνα, ήμουν απόλυτα σίγουρος. Είχα διαβάσει ακόμα και τις υποσημειώ-σεις ενός ακαταλαβίστικου, κατά τη γνώμη μου, βιβλίου και ήξερα πως από την αί-θουσα θα έβγαινα νικητής. Ήταν μάθημα του δεύτερου έτους, αλλά εγώ είχα κα-θυστερήσει να το δώσω λόγω μιας παλιάς κόντρας που είχα με τον βλάκα που το δίδασκε. Ποτέ, λοιπόν, δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί και πώς ορισμένοι άνθρω-ποι αναλαμβάνουν τέτοιες θέσεις. Δηλαδή, αν κάποιος γράφει επιστημονικά βιβλία και γνωρίζει δέκα θεωρίες περί ανθρώπων και κοινωνίας, σημαίνει ότι έχει και την ικανότητα να εκπαιδεύσει νέα παιδιά; Σημαίνει πως μπορεί να δώσει τροφή σε νέα μυαλά; Η άποψή μου ήταν και είναι πως δεν μπορεί. Η δική του άποψη διέφερε εξ’ ολοκλήρου. Εγώ δεν πίστεψα ποτέ σε ιδιοφυΐες. Εκείνος, πάλι, δεν πίστεψε ποτέ σε ιδεολόγους. Έτσι, εκείνος μου είχε κολλήσει τη ρετσινιά του ρομαντικού κι εγώ αυ-τή του λάθους ανθρώπου στη λάθος θέση. Δεν μ’ ενδιέφερε όμως και ιδιαίτερα, δι-ότι ο σκοπός μου έπρεπε οπωσδήποτε να επιτευχθεί ασχέτως λοιπών και παράπλευ-ρων απωλειών.

Παράλληλα, εκείνο τον καιρό εργαζόμουν σε μια αποθήκη με τσιγάρα, έτσι για τα προς το ζην. Η άδεια που είχα πάρει ήταν μόλις τέσσερεις ώρες, ίσα ίσα για να δώ-σω το μάθημα και να επιστρέψω, αφού ο συνάδελφος είχε γυναίκα και παιδί κι έπρε-πε να φύγει ακριβώς – ούτε λεπτό παραπάνω από την ώρα του. Μπήκαμε στην αί-θουσα, διάλεξα μια θέση κοντά στο παράθυρο, άναψα τσιγάρο και, με το άγχος της εξέτασης και της ώρας που κυλούσε εναντίον μου, άρχισα ν’ αντιγράφω τα θέμα-τα από έναν τεράστιο μαύρο πίνακα που βρισκόταν αρκετά μίλια μακριά από εμέ-να. Δεν ήταν δύσκολα, δεν ήταν τίποτα το ανησυχητικό, πραγματικά τίποτα. Η τύ-χη ήταν με το μέρος μου κι ένα χαμόγελο έσκαγε στα χείλη μου καθ’ όλη εκείνη την ώρα που σκεφτόμουν το κωλοπτυχίο που επιτέλους θ’ αποκτούσα. Έριξα μια μα-τιά έξω, σ’ έναν γκρίζο ουρανό γεμάτο σύννεφα και μιζέρια, κι άρχισα να γράφω, να γράφω, να γράφω. Συχνά-πυκνά το μάτι μου έπεφτε έξω, καθώς δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ σ’ αυτή την τραβηχτική μουντάδα. Κι όμως, προσπαθούσα σκληρά να μην επηρεαστώ απ’ τον καιρό, οπλισμένος με ειλικρινή διάθεση να τελειώνω μ’ αυ-τό το καταραμένο μάθημα. Κάθε λεπτό φανταζόμουν την ορκωμοσία, τους γονείς και τη συγκίνησή τους να φτάνει σε σημείο ενοχοποίησης, τους καθηγητές να μου παραδίδουν το χαρτί λες κι ήταν το χρυσό κλειδί της πόλης. Διέκοπτα το γράψιμο μόνο όταν ήθελα ν’ ανάψω άλλο τσιγάρο. Ήθελα ακόμη ένα τέταρτο το πολύ για να τελειώσω, όταν μπήκε μέσα ένας ψηλόλιγνος φαλακρός και μας ανακοίνωσε πως το υπόγειο του κτηρίου είχε πιάσει φωτιά και πως έπρεπε να βγούμε γρήγορα έξω, στον προαύλιο χώρο του πανεπιστημίου, μέχρι να έρθει η πυροσβεστική. Καταρά-στηκα την ώρα και τη στιγμή, αλλά ανακατεύτηκα κι εγώ με τους υπόλοιπους φοι-τητές του τμήματος, που απομακρύνονταν αλαφιασμένοι και βιαστικοί, εκείνοι από την αίθουσα κι εγώ απ’ το πολυπόθητο αποτέλεσμα.

Page 17: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

15μύρτιλο τεύχος 2

Ύστερα από δυο ώρες, το μισό κτήριο είχε γίνει ολοκαύτωμα. Μαζί με τα γρα-πτά μας. Μαζί με το όνειρό μου της αποφοίτησης. Ο καθηγητής, ψύχραιμος, πλησί-ασε εκεί όπου είχαμε μαζευτεί οι περισσότεροι και μας είπε πως η γραμματεία του τμήματος σύντομα θ’ αναρτούσε ανακοίνωση σχετικά με τη νέα ημερομηνία και την αίθουσα εξέτασης του μαθήματος. Εν τω μεταξύ, ο ουρανός είχε γίνει ακόμα πιο γκρίζος. Πιο σκοτεινός κι από τις στάχτες του γραπτού. Πιο σκοτεινός κι από τις κα-πνισμένες ελπίδες μου που θόλωναν το τοπίο. Μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά έρι-χνε καρεκλοπόδαρα.

Πέρασαν τρεις μήνες για να καταφέρουν από τη γραμματεία να ανακοινώσουν τη νέα ημερομηνία εξέτασης. Στο διάστημα αυτό, εγώ είχα πάρει προαγωγή. Ήμουν πλέον υπεύθυνος υλικού στην αποθήκη. Δεν πήγα ποτέ να δώσω το μάθημα. Και εν-νοείται, δεν έγινα ποτέ επιτυχημένος. Ούτε καν κοινωνιολόγος.

Η τρίτη στιγμή μου ήταν πριν τέσσερα χρόνια. Κλείναμε δέκα χρόνια γάμου. Της είχα πάρει δώρο έναν συλλεκτικό δίσκο των Band, τον οποίο είχα βάλει μπροστά μπροστά στο γραφείο για να μην ξεχάσω να τον πάρω μαζί μου φεύγοντας από τη δουλειά. Πλησίαζε η ώρα που μ’ ένα ποτήρι κρασί και με το τζάκι αναμμένο θα χα-ζεύαμε τη βροχή, αγκαλιασμένοι όπως τότε που ζούσαμε τους μεγάλους μας έρω-τες. Δεν ήξερα αν εκείνη μου ‘χε πάρει κάτι κι ούτε που μ’ ένοιαζε. Μπήκα στο αυτο-κίνητο και κατευθύνθηκα προς τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης – μόλις παντρευτήκαμε, φύγαμε από το Παγκράτι, γιατί της φαινόταν αρκετά παλιομοδίτικη περιοχή. Έφτα-σα στον Άλιμο με καθυστέρηση μισής ώρας. Λόγω της βροχής, όλοι είχαν πάρει τ’ αυτοκίνητα για τις δουλειές τους κι έτσι το μποτιλιάρισμα ήταν αναμενόμενο. Έβαλα τ’ αμάξι στο γκαράζ κι ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου βρισκόταν το σπίτι μας, η φωλιά μας. Περίμενα πώς και πώς να τη δω να μου χαμογελάει. Ξεκλείδωσα και μπή-κα στο διαμέρισμα με ανοιχτές αγκάλες.

Εκείνη, καθισμένη σε μια ξύλινη αντικέ καρέκλα απέναντι από την πόρτα, είχε το πρόσωπο κρυμμένο μέσα στα χέρια της. «Μωρό μου, ήρθα. Δεν άργησα, ε; Τι έπαθες; Γιατί δεν με κοιτάς;» τη ρώτησα και με αργά βήματα έκανα να την πλησιάσω. «Μη! Στάσου εκεί που είσαι!» μου λέει, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της. «Ώς εδώ ήταν! Βαρέθηκα με τις βλακείες σου!» Σάστισα προς στιγμήν, αλλά προσπάθησα να κρατή-σω την ψυχραιμία μου, γιατί απλώς δεν καταλάβαινα τίποτα. «Τι συμβαίνει;» τη ρώ-τησα με τρόπο και τότε μεταλλάχτηκε ξαφνικά λες και την είχα βρίσει κατάμουτρα. Σηκώθηκε έξαλλη και πέταξε στο πάτωμα ένα κινέζικο βάζο – μια μαλακία που δεν θυμάμαι ποιος μας την είχε κάνει δώρο. Το βάζο έκανε πάταγο κι έγινε κομμάτια. «Θα σου πω εγώ τι έχει συμβεί, αφού ζητάς διακαώς να μάθεις! Κάθε χρόνο, δέκα χρόνια τώρα, τέτοια μέρα, μου το παίζεις ροκάς, κουλτουριάρης, ψευτοαναρχικός, συλλέ-κτης σπάνιων βινυλίων. Χαλάς τα λεφτά μας σ’ αυτά τα πεθαμένα ακούσματα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσεις το βίτσιο σου! Κι εγώ; Εγώ κάθομαι εδώ μέσα και πε-

Page 18: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

16μύρτιλο τεύχος 2

ριμένω πότε θα έρθεις να με πάρεις να πάμε ένα ταξίδι, να πάμε για ψώνια, να μου κάνεις δώρο μια θεραπεία spa, να με βγάλεις για φαγητό σ’ ένα ρεστοράν, να μαγει-ρέψεις ένα ρομαντικό δείπνο, να κάνεις κάτι για μένα τέλος πάντων! Μα εσύ, πάλι μ’ έναν δίσκο στο χέρι. Πριν δέκα χρόνια ήταν τρυφερό, τώρα είναι μπούρδα, μπούρ-δα, μπούρδα... Στον διάολο!» είπε και με μια κίνηση αστραπιαία μεν, προμελετημένη από καιρό δε όπως φάνηκε, άνοιξε την μπαλκονόπορτα κι άρχισε να εκσφενδονίζει όλους τους δίσκους μου, που τους αράδιαζε μπροστά της όση ώρα πολυλογούσε, δίχως εγώ, το χαζό αρσενικό, να ‘χω καταλάβει τίποτα, αφού με είχε συνεπάρει το κατά τα άλλα εύγλωττο λογύδριό της. Μπλόκαρα. Δεν είπα τίποτα. Δεν έβγαλα ούτε άχνα, παρά έκλεισα την πόρτα πίσω μου και κατέβηκα στον βρεγμένο δρόμο για να μαζέψω, κάτω από μία ακόμη διαολεμένη βροχή, το «βίτσιο μου» όπως το είχε ονο-μάσει. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα στο αυτοκίνητο, τρέμοντας απ’ το κρύο και την πίκρα. Έναν μήνα μετά, νοίκιασα σπίτι στο Παγκράτι κι άρχισα να συλλέγω ξανά όλα μου τα κατεστραμμένα βινύλια. Ένα προς ένα.

Πάει κι αυτό. Τρεις γλυκόξινες στιγμές σε μια ολόκληρη ζωή. Είναι δικές μου. Βέ-βαια... Ολοδικές μου. Κι όσο κι αν θα ‘θελα, ξέρω πως τα πράγματα δεν θα μπορού-σαν να είχαν γίνει διαφορετικά. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ο ουρανός δεν σταμάτησε και δεν θα σταματήσει ποτέ να σκοτεινιάζει και να βρέχει αναπάντεχα, απρόσμενα. Κι εγώ με τη βροχή είμαστε ένα, χρόνια τώρα. Κι όμως, αν άρχιζα από εδώ και πέρα να παρακολουθώ το δελτίο καιρού; Ίσως έτσι κάτι ν’ άλλαζε. Ίσως, αν το είχα κάνει αυ-τό, να είχε διαφορετική εξέλιξη η κάθε στιγμή μου, αν, ας πούμε, κρατούσα ομπρέ-λα ή αν είχα φορέσει αδιάβροχο ή απλώς αν είχα αποφασίσει να μη βγω από το σπί-τι. Τέρμα λοιπόν το βίβερε περικολοζαμέντε!

Σήμερα το βράδυ πετάω για Βαρκελώνη. Σε λιγότερο από μία ώρα πρέπει να εί-μαι στο αεροδρόμιο για το check in. Πελαγωμένος με τις προετοιμασίες, για άλλη μια φορά, δεν έχω προλάβει να δω τον καιρό. Πάντως, ο ουρανός φαίνεται σχετικά καθαρός. Είμαι ήσυχος. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί. Καλό μου ταξίδι...

Page 19: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

17μύρτιλο τεύχος 2

Παναγιώτης Κώστογλου

ΑγάπηΣτα σοκάκια το βλέμμα μου στο μίσος πέφτει.Το βλέπω να τρέχει να προλάβει τη χαμένη του ζωή.Στους δρόμους το βλέμμα μου την αγάπη ακολουθεί·γυμνή, το μίσος σε λάθος σοκάκια αναζητεί.

Tο γκρι

Σινιάλα μακρινά, καπνοί απ’ τα βουνά στο πάτωμα ψηλά του ουρανού.Σκυφτό το βλέμμα στ’ απόμερα σκοτάδιακαι στο δωμάτιο το γκρι είναι παντού.Ξαφνικά, την πόρτα σου χτυπάει,σε ξυπνάει,σε αλλάζει,όλο το μέλλον σου χαράζει.Τώρα οι φόβοι σου γίνονται πουλιά·οι αναμνήσεις σου χωράφια άγονα.Η γη σου φλέγεται.Μένει ο ήχος απ’ τα βήματα που φεύγει.

Δεν άνοιξες στη μοίρα σου μήτε στα όνειρά σου.

Αγάπησες τους φόβους σου, το γκρι μες στην καρδιά σου.

O Παναγιώτης Κώστογλου γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1984. Από το 2002 Zσπούδασε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Α.Τ.Ε.Ι Λάρισας απ’ όπου αποφοίτησε. Από το 2010 ώς σήμερα εργάζεται ως Υπαξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό και το 2011 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Ορθόδοξης Θεολογίας του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Η ποιητική συλλογή «Την ψυχή μου πίσω», από τις εκδόσεις Οσελότος, αποτε-λεί την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθειά του. Στο ιστολόγιο http://poihsh-logotexnia.blogspot.gr/ έχει δημοσιευθεί το ποίημά του «Ρόδο».

Page 20: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

18μύρτιλο τεύχος 2

Έλσα Παντοπούλου

Για τα δάκρυα της Α.

Όταν χτύπησε η πόρτα, ο διοικητής έκοβε βόλτες σκεφτικός μέσα στο γραφείο του. Κρατούσε τα χέρια δεμένα πίσω και το κεφάλι σκυφτό με το βλέμμα στο πάτωμα. Έψαχνε στα πλακάκια τις αιτίες των γεγονότων.

Στον χτύπο της πόρτας, έναν ήχο ασθενή, ανεπαίσθητο, που σχεδόν δεν ήθελε να ακουστεί, ο διοικητής ανασυγκροτήθηκε, στάθηκε πίσω απ’ το γραφείο και στήριξε το βάρος του ακουμπώντας πάνω στο τακτοποιημένο έπιπλο. Φωτογραφίες παιδιών, κινητό, ημερολόγιο, i-pad, όλα δώρα απλόχερα μιας μέχρι πρότινος επιτυχημένης και πολλά υποσχόμενης ζωής. Τώρα, ακόμη και το πανάκριβο MONT BLANC στην τσέπη ήταν βάρος. Η αβάσταχη ελαφρότητα της επιτυχίας. Επιτυχία my ass, σκέφτηκε.

«Εμπρός», είπε αποφασιστικά για να κρύψει τη διάθεσή του.«Κύριε διοικητά, με ζητήσατε;»«Δεν είπαμε να καθαρίσεις τα αίματα στο προαύλιο, Ασπασία;»«Καθάρισα, κύριε διοικητά, αλλά πήδηξε κι άλλος».Πήδηξε κι άλλος! Στήριξη! Ο διοικητής αναζήτησε άμεση και σοβαρή στήριξη. Τα

χέρια του δεν αρκούσαν πια. Τράβηξε την καρέκλα του κι έκατσε.«Ποιος;» Η ερώτηση απλώς διέφυγε απ’ τα σφιγμένα του δόντια αδιάφορα, ρητορικά· αιω-

ρήθηκε για λίγο ανάμεσά τους, επίτηδες λες, προσπαθώντας να γεφυρώσει την από-σταση που τους χώριζε. Φυσικά, δεν γνώριζε κανέναν σχεδόν από τους ασθενείς.

«Ένας καρκινοπαθής στη Β’ Παθολογική. Δωμάτιο 415. Ο Θεοδοσίου...» Καθώς πρόφερε το όνομα, η Ασπασία αφαιρέθηκε στην ανάμνηση του μακαρίτη Θεοδοσί-ου σαν να ήταν παλιός της γνωστός.

«Μα, γιατί;» διαμαρτυρήθηκε ο διοικητής. «Δεν πήγαινε καλά;»«Τελευταία καλύτερα. Ίσως γι’ αυτό πήδηξε, κύριε διοικητά...» Τα λόγια της αδύνα-

μα. Έφτασαν στ’ αφτιά του διοικητή ως ακατανόητο μουρμουρητό στο οποίο εκείνος έτσι κι αλλιώς δεν θα έδινε καμιά σημασία.

«Δηλαδή, έχουμε πόσους μέχρι στιγμής;» Έκανε γρήγορα τον υπολογισμό. Ήταν καλός στους υπολογισμούς. Είχε υπολογίσει τη μαύρη τρύπα στα έξοδα του νοσοκο-μείου και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να γίνουν οι ανάλογες αριθμητικές πράξεις και από πλευράς υπουργείου. Είχε υπολογίσει τη διατροφή που θα έδινε στη γυναί-κα του που όπως υπολόγιζε θα του ζητούσε σύντομα διαζύγιο, πράγμα παράξενο για

Η Έλσα Παντοπούλου γράφει σύντομες ιστορίες. Έχει συμμετάσχει με Zδιηγήματά της στον συλλογικό τόμο «7:30 στην οδό Μασσαλίας» (Εκδ. Οσελότος, 2009) και με ένα παραμύθι για παιδιά στον συλλογικό τόμο «Τα παραμύθια του οσελότου» (Εκδ. Οσελότος, 2012).

Page 21: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

19μύρτιλο τεύχος 2

έναν γάμο τόσα καλά υπολογισμένο. Μα και την καριέρα του την είχε υπολογίσει με-θοδικά και προσεκτικά. Και να που κινδύνευε κι αυτή τώρα με τις αλλεπάλληλες αυτο-κτονίες των τελευταίων ημερών. Παράξενο... Λες και ξέσπασε επιδημία. Ένας σατανι-κός ιός είχε προσβάλει τους τροφίμους ασθενείς και τους ανέβαζε τον έναν μετά τον άλλον στο περβάζι δίνοντάς τους τη χαριστική σπρωξιά. Επιδημιολόγος ο διοικητής. Οι παλιοί του συνάδελφοι στη Βόρεια Καρολίνα όπου σπούδασε, θα γελούσαν με τις σκέψεις του. Anyway, με τους δημοσιογράφους και τα κανάλια κάθε μέρα προ της κε-ντρικής πύλης ακριβώς δίπλα στα επείγοντα, τον οικονομικό έλεγχο προ των θυρών και την υπερπολυτελή γκαραζόπορτα της μεζονέτας του στον Διόνυσο κλειδαμπαρω-μένη, he was going down, όπως θα έλεγαν και οι Αμερικανοί φίλοι του.

«Έξι».«Ορίστε;»«Μέχρι στιγμής έχουμε έξι, κύριε διοικητά», του απάντησε, «και όλοι τους στην

πρωινή βάρδια», συμπλήρωσε με παράπονο.«Η αστυνομία ήρθε;»«Ήρθε. Οι τραυματιοφορείς έχουν απομακρύνει το σώμα. Τώρα μένουν τα αίμα-

τα...» Η τελευταία λέξη είχε ύφος κουρασμένο. Δεν ήθελε άλλα αίματα η Ασπασία. Τους γνώριζε όλους τους αυτόχειρες. Ήξερε τα ονόματά τους και το προσωπικό τους δρά-μα. Ο Γεωργίου ήταν χήρος, μόνος και άνεργος. Σαράντα πέντε χρονών ομορφάντρας με ηπατική ανεπάρκεια. Ο Χαριτόπουλος, παππούς πια, με πνευμονική ανεπάρκεια. Τα παιδιά του είχαν πολλές δουλειές – δεν προλάβαιναν να ‘ρθουν να τον δουν. Ο Ξηρο-γιαννάκης, με καρδιακή ανεπάρκεια, έγραφε στις τουαλέτες ποιήματα που τα καθά-ριζε κάθε μέρα η Ασπασία από τους τοίχους, αφού πρώτα τα αντέγραφε βιαστικά σε κομμάτια κωλόχαρτου και τα φύλαγε έπειτα στην τσέπη. Οι άλλοι τρεις, Σιώμος, Νά-κης και Θεοδοσίου, είχαν νεφρική ανεπάρκεια. Ο τελευταίος, ο Θεοδοσίου, εξαιτίας του καρκίνου, και οι Σιώμος και Νάκης, ευαίσθητες ψυχές, νεαρές, την έπαθαν από κάποιο σπάνιο ιό που τσίμπησαν όταν υπηρετούσαν φαντάροι και ενώ τότε τη γλύτωσαν, τα νεφρά τους δεν επανήλθαν ποτέ. Ανεπαρκείς. Ήταν όλοι τους ανεπαρκείς... Η Ασπα-σία δεν μπορούσε να το χωνέψει. Αλλά το χειρότερό της ήταν τα αίματα. Εξάλλου σε νοσοκομείο δούλευε. Πέντε χρόνια τώρα, κάθε μέρα αρρώστιες έβλεπε. Είχε βρει τρό-πο να το αντιμετωπίζει. Όμως τα αίματα στο προαύλιο...

«Καθάρισέ τα, Ασπασία. Δεν γίνεται να μείνουν εκεί».Τους το ‘χε πει εκατομμύρια φορές. Σχολαστικός καθαρισμός και απολύμανση!

Έπρεπε όλα να δείχνουν καθαρά. Το προαύλιο, τα μαγειρεία, τα χειρουργεία, τα πα-τώματα, οι συνειδήσεις. Έπρεπε όλα να βρίσκονται υπό έλεγχο. Οι ενδονοσοκομεια-κές λοιμώξεις, τα οικονομικά, η ζωή του. Χωρίς να το καταλάβει είχε χάσει πια τον έλεγ-χο...

«Καθάρισέ τα γρήγορα, ακούς;»«Ακούω, κύριε διοικητά...»«Τι περιμένεις τότε;»

Page 22: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

20μύρτιλο τεύχος 2

«Μετά απ’ αυτό, θα ζητήσω αλλαγή πόστου, κύριε διοικητά. Ας με πάνε όπου θέ-λουν. Μαγειρεία, αποστείρωση, δεν με νοιάζει». Το είπε. Είχε πάρει την απόφαση και το είπε.

Πρώτη φορά ζητούσε κάτι η Ασπασία. Ο διοικητής δεν τη γνώριζε πριν τις αυτο-κτονίες. Η γραμματέας του τον είχε ενημερώσει πως ήταν πτυχιούχος της ΑΣΚΤ. Πριν δούλευε ως εικονογράφος. Όταν έμεινε άνεργη έκανε τα χαρτιά της για καθαρίστρια στο νοσοκομείο αποκρύπτοντας το πτυχίο της. Είχε δύο παιδιά.

«Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο, Ασπασία».«Δεν καταλαβαίνετε. Δεν αντέχω άλλο. Ξεπλένω το αίμα τους με τα δάκρυά μου.

Τα νύχια μου έχουν ποτίσει κόκκινο. Τα παιδιά στο σπίτι με ρωτάνε. Τους σκέφτομαι συνέχεια και κλαίω. Τους γνώριζα αυτούς τους ανθρώπους. Μου μιλούσαν!»

«Εντάξει. Κάτι θα γίνει. Πήγαινε τώρα να καθαρίσεις».Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Ο διοικητής έκρυψε το κεφάλι μέσα στις χούφτες του.

Ήθελε να της μιλήσει κι αυτός. Να της πει ότι κι εκείνος δεν άντεχε άλλο. Ότι βαρέ-θηκε. Ότι ήθελε κι ο ίδιος να αλλάξει πόστο, να γλυτώσει από την ανεπάρκειά του τη συναισθηματική. Να απαλλαγεί από την αλεξιθυμία του. Να γίνει άνθρωπος. Σηκώ-θηκε απ’ το γραφείο και πήγε προς το παράθυρο. Κοίταξε κάτω στο προαύλιο. Στη δεξιά μεριά, κάτω από την πτέρυγα Β’ Π., ένας σκούρος βαθυκόκκινος ξεραμένος λε-κές σε ακανόνιστο σχήμα και γύρω του πιο μικροί, παιδιά του μεγαλύτερου, είχαν πι-τσιλίσει σε διάφορες μεριές το τσιμέντο. Η Ασπασία, γονατισμένη, έτριβε με τη βούρ-τσα. Κάθε λίγο σταματούσε και σκούπιζε με την ανάποδη του χεριού τα δάκρυά της. Το “έκλαιγε” κέρδιζε το “έτριβε” και σταδιακά ο λεκές γινόταν υγρός και γυάλιζε στο φως του ήλιου.

Έκλαιγε για την ανεπάρκεια του Θεοδοσίου και την ανεπαρκή του ζωή. Τον σκε-φτόταν να λυγίζει υπό το βάρος της ύπαρξης. Σκεφτόταν τη στιγμή. Το θραύσμα του χρόνου το απειροελάχιστο που κατέληξε πέρασμα στην ανυπαρξία και που δεν έτυ-χε ούτε ένας επαρκής να τον συγκρατήσει, ούτε αυτή η ίδια, που κάθε μέρα τής έλε-γε, αλλά αυτή δεν τον άκουγε, περιχαρακωμένη στη δική της ανεπάρκεια, και έκλαιγε όπως είχε κλάψει και για τους προηγούμενους, ενώ ο λεκές έπαιρνε πια μια απόχρω-ση σπασμένου κόκκινου, πιο αδύναμου, όλο και πιο αδύναμου, σχηματίζοντας έναν μικρό χείμαρρο από αίμα αραιωμένο με δάκρυα.

Ο διοικητής παρακολουθούσε την πορεία των χρωματισμένων δακρύων προς τον υπόνομο. Ήθελε κάποιος να κλάψει έτσι και για κείνον. Ήταν η τελευταία επιθυμία του πριν ανέβει στο περβάζι.

Page 23: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

21μύρτιλο τεύχος 2

Αγγέλα Πέτρα

Modus vivendi

Με τα χρόνια ισορροπήσαμε στη συνήθεια.Οι σκέψεις φιμώθηκαν.Οι λέξεις πυροβολήθηκαν.Οι φίλοι φυγαδεύθηκαν.Οι επιθυμίες διαπομπεύθηκαν.Τώρα πια ανταλλάσσουμεάσφαιρα πυρά.Είμαστε φίλοι εχθροίσε εμπόλεμη ζώνη.

Επίμονη γραφή

Γράφω, σκίζω,ξαναγράφω,αποκηρύσσω τη γραφή.Μέρες, μήνες,χρόνια,το χιόνι στοιβάζεταιπάνω μου.Αίφνης μια ρίζα ξεμυτίζει·στην αγκαλιά της,πράσινος βλαστός.Γράφω, σκίζω,ξαναγράφω,πάει λέγοντας...

Η Αγγέλα Πέτρα έχει σπουδάσει αρχαιογνωσία. Τα τελευταία δέκα χρόνια διδάσκει σε Zελληνικό Πανεπιστήμιο. Δημοσιεύει εδώ για πρώτη φορά ποίησή της.

Page 24: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

22μύρτιλο τεύχος 2

Στέλλα Ζαφειροπούλου

Το αμφίβολο φύλο της ομορφιάς

Άναψα το τσιγάρο και γύρισα το πρόσωπό μου προς τη μεριά σου. Το χαμηλό φως από το κερί έφτυνε τις τελευταίες του ανάσες πάνω στο σεντόνι και νόμι-σα πως είδα το σχήμα του κορμιού σου ξαπλωμένο εκεί. Ένιωσα σαν να σε βρή-

κα ξανά. Για μια στιγμή. Ανάμεσα στα κομμάτια μιας περασμένης σκέψης και μιας ανο-λοκλήρωτης αίσθησης. Ρούφηξα μια μεγάλη τζούρα απ’ το στριφτό μου και η στάχτη του κοκκίνισε, λες από ντροπή που σε θυμόμουν ακόμα.

Δυο μήνες είχαν περάσει. Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να κοιμηθώ, παρά μονά-χα νωρίς το ξημέρωμα. Δεν άντεχα τη μυρωδιά σου που ορμούσε με βία στα ρουθού-νια μου καταλύοντας οποιαδήποτε αντίσταση. Μια βδομάδα κράτησε αυτό. Σεντόνια, όμως, δεν άλλαζα. Ήθελα η αδυναμία μου να μου θυμίζει πόσο τρωτή ήμουν.

Ανολοκλήρωτος πίνακας έμοιαζα, ημιτελές έργο άσημου ζωγράφου που η ομορ-φιά του βρίσκεται στην τελευταία πινελιά. Κι αυτό περίμενα. Την τελευταία πινελιά σου. Ίσως και να την έβαλες εκείνο το βράδυ, όταν το χάδι της το πέρασα για αρχή. Τότε που η ανάσα σου σκορπούσε όλες τις προηγούμενες και με έκανε να αναμετρη-θώ με την αθανασία.

Καθόμουν στον μεγάλο πράσινο επιχρυσωμένο καναπέ του Ladurée και πίσω μου απλώνονταν τα Ηλύσια Πεδία. Έτρωγα τα ωραιότερα κρουασάν της ζωής μου και χτυ-πούσα τα ασημένια κουταλάκια στο φλυτζάνι του μισοχυμένου καφέ μου, όταν ένιωσα εκείνη την κυρία στον μεγάλο πίνακα να με κοιτά ενοχλημένη. Της έβγαλα τη γλώσσα μαζί με μικρά μικρά κομματάκια από τη λιωμένη σοκολάτα που δεν είχα προλάβει να καταπιώ. Και τότε έγινε ο χαμός. Ο ηλικιωμένος Γάλλος που καταβρόχθιζε μέχρι εκεί-νη τη στιγμή ό,τι υπήρχε στο τραπέζι του, σηκώθηκε να μου ζητήσει τον λόγο.

«Μα, δεν το έκανα σε εσάς». Μάταιος κόπος. «Ι don’t speak French». Τίποτα. Και τότε άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή σου κι έπειτα γύρισα και αντίκρισα το

βλέμμα σου. Μέσα σε ένα λεπτό τα είχες όλα τακτοποιήσει. Το ευτραφές Γαλλάκι συνέ-

Η Στέλλα Ζαφειροπούλου έχει παρακολουθήσει σεμινάρια θεατρικής Zγραφής στο ΕΚΕΒΙ και δημιουργικής γραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο. Γράφει θεατρικά και διηγήματα. Διακρίθηκε στην 3η θέση του διαγωνισμού θεατρικών μονολόγων και μονόπρακτων «6ο Pocket Theatre Festival». Ο μονόλογός της «Δεκάτη Τρίτη» ανέβηκε από το Pocket Theatre σε σκη-νοθεσία Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου. Συμμετείχε με ένα κείμενο στο τρίτο βιβλίο του Black Duck, ενώ δύο κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στο doctv. Διατηρεί το προσωπικό blog «tomolivi.com».

Page 25: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

23μύρτιλο τεύχος 2

χιζε το γεύμα του σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό, ο αέρας του Παρισιού έμπαι-νε από το ανοιχτό παράθυρο με μυρωδιά άνοιξης και η φιγούρα στον πίνακα χόρευε μόνο για μένα.

Τότε ήταν που είδα την πόλη του φωτός έτσι όπως έπρεπε. Θυμάσαι; Σε εκείνο το παγκάκι, έξω από το Ladurée, όταν μου έδωσες το χέρι σου, αφού κατεβήκαμε. Συ-στήθηκες και μαζί σου συστήθηκε και το Παρίσι. Για δεύτερη φορά. Έχω ακόμα τη γεύ-ση από τα σαλιγκάρια στο στόμα μου και τους ήχους από το πιάνο στο La bucherie, το βράδυ που είχα γίνει τύφλα κι έβλεπα απέναντι τον Κουασιμόδο να χτυπά τις κα-μπάνες της Notre-Dame. Κι εσύ γελούσες κι αυτό είναι το μόνο πράγμα που θυμάμαι πιο έντονα απ’ όλα...

«Cherie» με φώναζες, όπως άρεσε στον αγαπημένο σου Καζαντζάκη να προσφω-νεί τις ενδιαφέρουσες κυρίες, αιτιολογούσες. Διασχίζαμε τη γέφυρα του Αλεξάνδρου του Γ’. Εγώ μιλούσα ελάχιστα βγάζοντας προσεκτικά τις λέξεις από μέσα μου κι εσύ με χαρακτήρισες θηλυκό ιψενικό, Peer Günt γεμάτο στρώσεις τις οποίες ξεδιπλώνει προ-σεκτικά και βαθμιαία, και με προέτρεψες να σου μιλώ περισσότερο σαν Νόρα. Ελεύ-θερα, έντονα, άφοβα. Ήταν τόσο παράξενη εκείνη η νύχτα, γιατί... το έκανα! Μπρο-στά σε έναν άνθρωπο που ήξερα μόνο λίγες ώρες...

Τέσσερεις μέρες περάσαμε έτσι. Μιλώντας για τους αθανάτους, κλέβοντας λίγη από τη δόξα τους, εισπνέοντας κάτι απ’ την πνοή τους. Διάβαζες στίχους από τους κα-ταραμένους ποιητές, τους άφηνες στη μέση και συμπλήρωνες δικούς σου. Αναλύαμε το έργο του Ροντέν –αυτό με τα δυο ενωμένα χέρια– την Πολωνέζα του Σοπέν, το λα-τρεμένο Soleil levant une impression του Μονέ. Μας έβρισκε η αυγή να συζητάμε για τον Ρέμπραντ και τη μεταφυσική του ισχύ, για τον Γκρέκο και την ουράνια αύρα, τον Καραβάτζιο για την κινητικότητα στις μορφές, τον Καντίνσκι για τους χρωματικούς συνδυασμούς και, βέβαια, τον Πικάσο που μου έλεγες όλο παράπονο πως δεν τον κα-ταλαβαίνεις. Και μετά πάντα κλείναμε εκείνες τις ατελείωτες συζητήσεις, που περισ-σότερο με στοχασμούς έμοιαζαν, με την αγαπημένη σου Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Τό-τε ήταν που η υγρασία των ματιών σου έδινε λόγο ύπαρξης στα όνειρά σου κι εκείνα ψέλλιζαν με τη βοήθεια των χειλιών σου «δεν πιστεύω όπως πιστεύουν, δεν ζω όπως ζουν, δεν αγαπώ όπως αγαπούν», για να παραδοθούν στο τέλος στο παράπονο «θα πεθάνω όπως πεθαίνουν». Και η υγρασία γινόταν πλημμύρα και η ορμή της έπνιγε κά-θε συμβατότητα ατέρμονος ζωής.

Εκείνες οι στιγμές ενώθηκαν μέσα μου πολύ αργότερα σε ένα μωσαϊκό ανθρώ-πων, ιδεών και αισθημάτων και μου κατέδειξαν την αλλοτινή διττή σημασία της ομορ-φιάς. Στα δάχτυλα τα δικά μου και τα δικά σου, στα χρώματα των ζωγράφων, στο φύ-λο της ανθρωπότητας.

Τρία βράδια κοιμηθήκαμε έτσι. Χαράσσοντας με το μολύβι ματιών τις δικές μου λέξεις πάνω στο γυμνό δέρμα σου. Πίνοντας αμέτρητα μπουκάλια κρασί και φωνά-ζοντας τον γκρουμ να μας τα ανοίξει στις τρεις το πρωί, γιατί ποτέ δεν κατάφερα να θυμηθώ πού έβαλα εκείνο το μπλε ανοιχτήρι που είχες φέρει μαζί σου την πρώτη νύ-χτα, όταν ήρθες πρώτη φορά στο δωμάτιο. Το βρήκα τις προάλλες μέσα στο κρυφό

Page 26: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

24μύρτιλο τεύχος 2

φερμουάρ της βαλίτσας μου. Και αυτή τη φορά μου έλειπε το κρασί και λίγο περισ-σότερο η παρουσία σου.

«Σε ευχαριστώ για το κρεβάτι σου, για το φαγητό σου... Eύχομαι όλα να πάνε κα-λά με τα σχέδιά σου», έκανες να κλείσεις την πόρτα πίσω σου, μα εκείνη είχε ανοίξει για σένα.

Δεν με πήγες ώς το αεροδρόμιο, σε άφησα εγώ όμως εκεί, δυόμισι μήνες μετά. Κι έπειτα, σιωπή. Η σάρκα σου προϊστορική σπηλιά. Άγνωστη, ακατοίκητη ξανά. Κατοι-κημένη, γνώριμη κάποτε. Πόσο δίκιο είχες! «Πληθυντική θα ήταν η αγάπη, αν βολευ-όταν η καρδιά».

Τελείωσε ο καπνός. Σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι. Το ρολόι δείχνει δύο παρά. Γλυ-τώνω το κερί από τη δυστυχία του, βάζω μια φόρμα και βγαίνω στον δρόμο. Σταμα-τώ κάπου στην Ιερά Οδό, αγοράζω έναν Golden Virginia κίτρινο και πιάνω συζήτηση με τον περιπτερά. Καταθέτω στο τζάμι του την εκτίμησή μου για την υπέροχη ιδέα να κρατάει ακόμα ανοιχτό αυτό το μίζερο αποπνικτικό κουτί και κάνω να φύγω. Δυο βή-ματα πριν μπω στο αυτοκίνητο και μετρώντας τις πλάκες του πεζοδρομίου σαν μικρό παιδί, συναντώ το άρωμά σου και, για μια στιγμή, σηκώνω το βλέμμα. Έπειτα, καθώς το ξένο διατυπώνεται σε μιαν αλήθεια, τα βλέφαρά μου χαμηλώνουν ξανά.

Page 27: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

25μύρτιλο τεύχος 2

Σταύρος Γκιργκένης

Ο κύβος του έρωτα

Στο ημίτονο φως δυσσέληνης νύχτας κρυμμένοςσε προσμένω με την ανάλλαχτη γεωμετρία του κύβου,ο υπομονετικός γόνος της άγονης ευθείας γραμμής, το γενέθλιο θύμα της γωνιώδους αγωνίας.Ο έρωτας προσπαθεί να διαπεράσει τη σκληρή μου υφή και να εξέλθειόπως της ζωής η κατάφαση ποθεί να εμβολίσει -εκ των έσω- του θανάτου το άθραυστο δεν.Η έλλειψή σου με κρατά εγκλωβισμένο στο χάλκινο βλέμμα της,καθώς η οργή στην κλειστή της παλάμη κρατά πεταλούδα ξεχασμένης απόρριψης.Κι όμως σου στέλνω ακόμη το νεύμα μου.Σαν φάρος που εξακοντίζει φως μοναξιάς στο απέραντο πέλαγοςπροσμένοντας μάταια τον επισκέπτη που για πάντα σταμάτησε στο προτελευταίο λιμάνι.Ακόμη χρονομετρώ την έλλειψή σου.Όπως το μετά αναμένει αιώνια να περάσει το πριν.Λεπίδα που μακάρι να έκοβες το είναι μου από την εύθραυστη άκρη τουστο σημείο που ακόμη ακουμπάει στην ύπαρξη,εκεί που ακόμη ελπίζει πως δεν θα φύγει ποτέ για να πιάσει τον μίτο του μηδενός.Σε φαντάζομαι να με τέμνεις, και τέμνομαι.Να με διχοτομείς, και κόβεται στα δυο η ανάσα μου.Τα σημάδια της απουσίας σου επίμονα αγνοώ,προφήτης που αρνείται πεισματικά να δεχτεί τη δοσμένη αποκάλυψη.Κι ακόμη επιβιώνεις στις σπείρες κοχυλιού ακαθόριστου μέλλοντος,ψυχή που δεν βρήκε τον δρόμο της και γυρνά ολομόναχη κοιτώντας το κύμα στις προβλήτες άγνωστων άστρων.Μα θα έρθεις κάποια στιγμή.Θα έρθει η στιγμή η ακόμη ανύπαρκτη.Γιατί εσύ δεν έχεις καν γεννηθεί, δεν έχεις στ’ αλήθεια εισέλθει εντός μου.Παρά μόνο κυλάς γύρω γύρω ακατάπαυστα στην τετράγωνη ροή των ακμών μου.

Ο Σταύρος Γκιργκένης είναι Διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Zκαι έχει εκδώσει σχολιασμένες μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών κειμέ-νων στις εκδόσεις Εξάντας και Ζήτρος. Το 2012 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η Αναμενομένη» (εκδ. Βουνέ). Προς έκδο-ση είναι και μια συλλογή ιστοριών ερωτικού πάθους από την Αρχαία Ελ-λάδα, «Τα Ερωτικά Παθήματα του μυθογράφου Παρθένιου».

Page 28: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

26μύρτιλο τεύχος 2

Δέσποινα Λουλουδάκη

Kύκλος ανοιχτός

Αγαπημένε μου ανιψιέ, Θωμά. Θέλω κάποτε να σου πω μια ιστορία για να τα καταλάβεις όλα, μα νιώθω ότι σ’ την

έχω ήδη πει, ότι όλα τα έχεις καταλάβει. Είναι τόσο φυλακισμένα στο μυαλό μου, που δεν ξέρω τι να ξεχωρίσω, τι να πιάσω και τι να αφήσω και μήπως τελικά τα άχρηστα εί-ναι πιο σημαντικά απ’ τα χρήσιμα για να προχωρήσω. Διαλέγοντας τι θα πετάξεις, προ-χωράς μπροστά. Κι εμένα αυτή ήταν η μεγάλη μου επιτυχία. Μπόρεσα και αναγνώρι-σα τα άχρηστα, βρήκα τη δύναμη να τα πετάξω από τη ζωή μου και να ξαναγεννηθώ. Ξέρεις, τα άχρηστα είναι μια αλυσίδα. Το ένα φέρνει το άλλο, ύπουλα, με έναν τρόπο που φαίνεται κατάλληλος, φτιασιδωμένα και πλουμιστά, με την ψευδή επίφαση της αγάπης, της χαράς και της αξιοπρέπειας. Άντε να βγάλεις άκρη και άντε τώρα να ανα-καλύψεις ότι γεμίζεις χαρούμενα σκουπίδια που έχουν μορφές ανθρώπων απατηλά δικών σου, με νύχια σουβλερά και πρόσωπο λύκου, όλα καλά κρυμμένα. Πω πω... Εί-πα μια φορά κι εγώ να δείξω χαρούμενη, μόνο αισιόδοξα να μιλήσω. Και να που πά-λι με κακούς λύκους καταγίνομαι, σε ένα παραμύθι τραγικό με καλό τέλος. Πόσο γοη-τευτικά αντιφατικό ακούγεται αυτό, ε; Ναι, γιατί αυτή τη φορά το τέλος θα το γράψω εγώ και μόνο εγώ! Θα λοξοδρομήσω, αλλά ξέρω πια τον τρόπο να βρίσκω το μονο-πάτι, που δεν είναι το γνωστό πεπατημένο, εύκολο, λάθος μονοπάτι με τους λύκους. Θα φωτίζεται από χιλιάδες πλουμιστές αληθινές ακτίνες. Και τα μυστικά θα είναι κα-θαρά, γλυκά κρυμμένα στην καρδιά, σε όμορφα, παλιά, τακτοποιημένα ντουλάπια, από αυτά που χαϊδεύεις πόμολα πορσελάνινα με ζωγραφιές λεπτεπίλεπτες και πολύ-πλοκες, πάνω σε μπρούτζινες βάσεις καλογυαλισμένες με ευλάβεια. Έτσι τα θέλω πια τα ντουλάπια μου, Θωμά. Το ξύλο προσεγμένο και να γυαλίζει. Παλιό, στο χρώμα το καφέ το σκούρο, αλλά σαν καινούριο, συντηρημένο καλά με τα χρόνια, η ταλαιπωρία να μην του φαίνεται. Οι μνήμες να με κάνουν να χαμογελώ με νοσταλγία, να τεντώ-νω προς τα πίσω τα σχοινιά και να φέρνω μπρος μου μυρωδιές από ανθισμένο χαμο-μήλι και γλυκούς ανθρώπους που πέρασαν τότε απαρατήρητοι, γιατί δεν φορούσαν του λύκου την προβιά. Θέλει κότσια να το ξέρεις αυτό. Η γνώση της απώλειας και του χαμένου χρόνου.

Και θα αρχίσω με το «μια φορά κι έναν καιρό», έτσι, για να έχω τη σιγουριά ότι θα έχει καλό τέλος και θα φτάσω στο πολυπόθητο «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Θα προκαλέσω το τέλος το καλό, θα το ‘χω πια στα χέρια μου. Δεν ξέρω αν χρειάζο-

Η Δέσποινα Λουλουδάκη είναι γενικός οικογενειακός γιατρός. Ζει και εργάζεται στη Σαλαμί- Zνα ως ιδιώτης γιατρός. Παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή. Κείμενά της θα βρείτε στην ιστοσελίδα της www.grammatastothoma.gr

Page 29: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

27μύρτιλο τεύχος 2

νται συμβουλές, μάλλον θα χρειαστούν, νομίζω. Ποιος σ’ αγαπάει πραγματικά ποτέ δεν ξέρεις. Είναι κοντά, είναι μακριά, είναι αυτά τα δυο ταυτόχρονα; Είναι στην περι-φέρεια του κύκλου της ζωής σου; Κι αν ναι, σε ποιο σημείο; Μήπως πια ανήκει σε έναν άλλο κύκλο ολότελα δικό του, κλειστό ή ανοιχτό; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η συνάντηση, η δυνατότητα και η διάρκειά της.

Ξέρεις, Θωμά, στον ανοιχτό κύκλο περιμένεις και κάτι άλλο να συμβεί. Έχεις ελπί-δα, έξαψη, αγωνία, την προσμονή του αγνώστου. Τη δυνατότητα να χειριστείς, να το παλέψεις, να κερδίσεις και να χάσεις. To ίδιο μαγικός όμως είναι και ο κύκλος που έκλει-σε. Είναι πόνος να κλείσεις πραγματικά τον κύκλο. Αμφιβάλλω αν πραγματικά κατά-φερε στ’ αλήθεια κανένας να τον κλείσει μετατρέποντας την εμπειρία του σε όφελος. Να άφησε πραγματικά πίσω το κακό σαν ποτέ να μην τον ακούμπησε, μα να κέρδισε από αυτό τη γνώση, τον σεβασμό και την αγάπη στον εαυτό του.

Μια ζωή πάλευα ανάμεσα σε κύκλους. Άνοιγα και έκλεινα χωρίς επιτυχία. Άφηνα εκκρεμότητες. Νόμιζα ότι πήγαινα παρακάτω, κι όμως, στάσιμη ήμουν στην κινούμε-νη στασιμότητά μου, στη μοναδική μου ικανότητα να χτίζω και να γκρεμίζω, να φτιά-χνω και να χαλάω πρότυπα και εικόνες, να σπάω εκείνες τις βιτρίνες που πίσω έκρυβαν την ψεύτικη ομορφιά του επιφανώς τέλειου, τις βιτρίνες όπου κι εγώ ανήκα, ταυτό-χρονα απ’ έξω και από μέσα, παρατηρητής και συμμετέχων, χωρίς ποτέ να ανακαλύ-πτω τον πραγματικό μου ρόλο, ποτέ και πουθενά. Έτσι οι ρόλοι έγιναν συγκεχυμένοι. Κι εγώ, ένα υποκινούμενο μόριο απίστευτης ενέργειας που σπάνια τη χρησιμοποίη-σε για το καλό του. Και όποτε τη χρησιμοποίησε, ταυτόχρονα εξισορροπούσε το κα-λό με το κακό, γιατί κάθε καλό από το κακό προερχόταν και εκεί έπρεπε να γυρίζει. Σε μπέρδεψα, ε; Ίσως και όχι.

Και τώρα αποφασίζω να γράψω την ιστορία μου, χωρίς καν να ξέρω τι σημαίνει αυτό, τι θέλει το μέλλον μου από μένα και πόσο είμαι ικανή εγώ να το ορίσω ή αν αυ-τή η ενεργειακή κουκκίδα που είμαι έχει κλείσει τους άπειρους κύκλους της εγκλωβί-ζοντας τα σκουπίδια ανεπιστρεπτί.

Σαν όνειρο που δεν έχω δει ακόμα, έτσι θα γράψω ό,τι έγινε και ό,τι έχει ακόμα να γίνει, λουσμένη σε ζεστές ηλιαχτίδες.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Page 30: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

28μύρτιλο τεύχος 2

Βεατρίκη Χαβαράνη

Λουλούδια χρώματα

Δεν ξέρω αν μπορώ να δώσω χρόνια στη ζωή μου.Η μοίρα μάλλον το ορίζει αυτό, το ριζικό μου.Μπορώ όμως να δώσω ζωή στα χρόνια μου,κι όσο μπορώ, να βάζω χρώμα στο μαύρο φόντο της ψυχής μου.

Όταν με πιάνει η μελαγχολία και η μοναξιά,κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη.Βλέπω την κούραση από τα περασμένακι αναρωτιέμαι τι θα μπορούσα να ’χα κάνει αλλιώς.

Τίποτα δεν θ’ άλλαζα η αλήθεια είναι.Το παρελθόν μου ορίζει αυτό που σήμερα είμαι.Όσοι με αγαπούν είναι γι’ αυτό.Όσοι πάλι όχι, ας προσπεράσουν.

Ο κήπος της ψυχής μου δεν έχει χώρο για τσουκνίδες.Μόνο λουλούδια χρώματα χωρά, μόνο εκείνα τρέφει.Λουλούδια χρώματα, ζωή στα χρόνια μου.Και όλα τ’ άλλα, απλά μαθήματα σοφίας.

Μαύρο

Για ποιο ταξίδι ονειρευτό να μιλήσω απόψε;Ποιος άσπρος τοίχος θα με ακούσει απόψε; Ποιο όνειρο να εξηγήσω στον βοριά;Ο βοριάς είναι χαμένος στην αχαλίνωτη ψυχή μου. Ο έρωτας είναι ένα τέρας στον ασυμβίβαστο εαυτό μου.Τα μάτια μου ανοιχτά κλειστά και ξένα σε τούτο τον κόσμο.Το βλέμμα μονότονο, ανούσιο, πράσινο χρώμα ξεφτισμένο.

Και η αγάπη μου, κρυμμένη στο πουθενά, περιμένει.Περιμένει εκείνον που θα θέλει να την πάρει δική του.Εκείνον, επίσης, που θα θέλει να της δώσειγια να γίνει το μπέρδεμα μια ωραία μονιασμένη ισορροπία. Είναι γελοίο ίσως, μα ακόμη περιμένω να με δει αυτή η αχτίδα που λέει ο Καρυωτάκης.Γιατί είμαι στο σκοτάδι, είμαι ΤΟ σκοτάδι. Ακόμη περιμένω το ξημέρωμα από τη νάρκη. Να ζήσω θέλω, να ζήσω.

Page 31: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

29μύρτιλο τεύχος 2

Μενεξεδιά χαμόγελα

Στον δρόμο προς τον γυρισμόο ουρανός βαμμένος σε μοβ χρυσαφί αποχρώσεις ήτανε.Εκεί ψηλά βρέθηκα για λίγο.Με είχες αγκαλιά και μου μιλούσες για τα όμορφα, τα γελαστά.Τα χρόνια που είναι να έρθουν.Υπομονή σαν κάνουμε, ο πόνος όλος τούτοςλιβάδι με μενεξεδιά χαμόγελα θα γίνει.

Στον δρόμο προς τον γυρισμό με βρήκε ένας διαβάτης.Περαστικός ήταν του χωριού γέρος και ακαμάτης.Είδε στα μάτια σκοτεινιά κι ας έλαμπε ο ήλιος.Τι έχεις, ωρέ κοπελιά, και κάθεσαι στον ίσκιο;Έχω έναν πόνο στην καρδιά, μου λείπει ο καλός μου.Δεν έχω λόγο και μιλιά, με πνίγει ο καημός μου.Άσε με, γέρο, στη σκιά, ο ήλιος με πληγώνει.Μετρώ λουλουδοπέταλα κι ακόμη περιμένω. Ε, βρε κοπελιά, προς τι η στενοχώρια;Έχεις λουλούδια στην καρδιά και κάθεσαι και κλαίγεις;Τα νιάτα σου μην τα χαλάς, να ζεις, να μην ξεχνιέσαι.Κι αν είναι να έρθει ο έρωτας, να μην τον περιμένεις.Γιατί ο έρωτας χτυπά και δεν τον χαμπαριάζεις.Σε χρόνο που ορίζει αυτός.Να ζεις, να μην ξεχνιέσαι.

Χρώμα ηλιοβασίλεμα

Μπορείς να γίνεις ο καμβάς μου.Κι εγώ χρώμα ηλιοβασίλεμα θ’ απλώσω πάνω σου,με πινέλο-έμπνευση αυτό που είσαι και που είμαι.Χορό πάνω στο σώμα σου θα στήσω καθώς θ’ απλώνομαι – εγώ, το χρώμα.Ψυχρή θερμή ανάμειξη κι απόλυτη αρμονία.Σαν τον χορό που ζωγραφίζουν οι αχτίδες καθώς σβήνουν στο βασίλεμα του ήλιου.Χρώμα... Καμβάς... Κι η πινελιά το δέσιμο!

Η Βεατρίκη Χαβαράνη κατάγεται από τη Μυτιλήνη. Σπούδασε Ιατρική Γενετική και εργά- Zζεται ως Διευθύντρια Πωλήσεων σε εταιρία του ιατρικού κλάδου. Έχει ένα υπέροχο αγο-ράκι 5 ετών το οποίο λατρεύει. Απολαμβάνει τις λίγες μοναχικές στιγμές ησυχίας παρέα με τις ασχολίες της, τη γραφή και τη ζωγραφική. Πρώτη φορά δημοσίευσε στο προηγού-μενο τεύχος του Μύρτιλου.

Page 32: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

30μύρτιλο τεύχος 2

Θανάσης ΛιακόπουλοςΘα ‘θελα να...

Θα ‘θελα να ‘μουν κηπουρός

Ο μόνος κηπουρός

Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί τόσο όμορφο κομμάτι γης! Η αλήθεια είναι πως δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία στην αρχή. Ποτέ δεν με τράβαγαν τα ωραία μέρη. Περισσότερο με έλκυαν τα περίεργα και μυστή-

ρια. Τούτο όμως το κομμάτι γης είχε κάτι το διαφορετικό. Δεν ήταν μόνο ωραίο. Με το που το πρόσεχες λίγο καλύτερα, ασκούσε πάνω σου μια επικίνδυνη έλξη, σε τρα-βούσε κοντά του. Σε καλούσε μ’ έναν παράδοξο κι ανορθόδοξο τρόπο. Σου υποσχό-ταν σχεδόν τα πάντα, αν βέβαια το καλλιεργούσες... Κι εγώ, που δεν είχα καμιά σχέση με τίποτα το φυσικό και γήινο, αποφάσισα να γίνω κηπουρός.

Έστησα ένα αντίσκηνο σαν τσαντίρι σε μια απόκρημνη πλαγιά. Ίσα να ‘μαι αρκε-τά μακριά του να το καμαρώνω και πολύ κοντά του για να το καλλιεργώ. Ήθελα πλέ-ον να γίνω ο κηπουρός του. Αυτός που θα του έδινε ζωή, κάθε μέρα, λίγο λίγο, μέχρι κι αυτό να δώσει όλους τους καρπούς του, μέχρι να με γεμίσει με όλους τους χυμούς του. Μπορούσα να καλλιεργήσω τα πάντα σ’ αυτό το κομμάτι γης. Μπορούσα να το κάνω τον κήπο μου. Κι έβαλα μπρος.

Κάθε μέρα, κατέβαινα απ’ το πρωί κι άρχιζα την καλλιέργεια. Με βροχές, με κρύο, με παγωνιά, με ήλιο, με καύσωνα, εγώ ήμουν εκεί και πότιζα, σκάλιζα, φύτευα, έσπερ-να, περιποιούμουν, φρόντιζα. Σταματούσα μόνο όταν άρχιζε να σουρουπώνει. Τότε, ξεθεωμένος απ’ τη σκληρή δουλειά, ανέβαινα αργά την πλαγιά για το τσαντίρι μου κι όλο στεκόμουν να κοιτάξω πίσω τι είχα καταφέρει κι εκείνη την ημέρα. Δεν αδη-μονούσα για τους καρπούς. Ήξερα πως θ’ αργούσαν, μα θα ‘ρχονταν. Αλλά μου άρε-σε να κοιτάζω τον κήπο από μακριά και συνέχεια. Ακόμα και τη νύχτα, πολλές φορές, ξαγρυπνούσα και προσπαθούσα μέσα στα σκοτάδια ή με το φως του φεγγαριού να του κλέψω ένα βλέμμα. Ήθελα να δω. Πώς είναι; Τι κάνει; Πώς περνάει τη νύχτα του; Ανθίζει; Μόνο για μένα;

Περισσότερο μου άρεσε όταν ο κήπος μου άρχισε να καρπίζει. Τότε συνειδητο-ποίησα πως πράγματι είχα γίνει κηπουρός. Όχι ό,τι κι ό,τι. Ένας κηπουρός για τον συ-

Ο Θανάσης Λιακόπουλος είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Οσελότος Zκυκλοφορεί το βιβλίο του «Ημέρες της καρέκλας» (2010).

Page 33: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

31μύρτιλο τεύχος 2

γκεκριμένο μόνο κήπο. Που ζούσα γι’ αυτόν, μόνο γι’ αυτόν, και καρτερούσα απ’ αυ-τόν. Που μόχθησα για να τον αναστήσω και πλέον απολάμβανα τους καρπούς του. Τις ομορφιές του. Τη λαχτάρα του, κάθε μέρα που κατέβαινα να τον περιποιηθώ. Που έγερνε τα φύλλα του πάνω μου να με προστατέψει απ’ τις βροχές, που μου πρόσφερε τους καρπούς του για να πάρω δύναμη και να συνεχίσω, που με υποδεχόταν μες στα φυλλώματά του για να ξεκουραστώ τα μεσημέρια...

Είχα γίνει πλέον κάτι που δεν ήμουν. Είχα γίνει κηπουρός, κι αυτός ήταν ο κήπος μου.

Η ζωή μου κυλούσε υπέροχα. Όπως όλων των κηπουρών. Ώσπου μια μέρα, γυρνώ-ντας στο τσαντίρι μου, βρήκα κόσμο μέσα. Δεν μ’ άρεσε καθόλου. Αν ήθελα κόσμο, δεν θα ‘ρχόμουν στην άκρη των Βαλκανίων για να μείνω και να καλλιεργώ τον κήπο μου.

Η επίσκεψη δεν ήταν για καλό. Άγριοι άνθρωποι στην ψυχή, με παρουσιαστικό ευ-πρεπές, άρχισαν να μου μιλάνε και να μου δείχνουν διάφορα χαρτιά κι έγγραφα. Μι-λούσαν σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα που κάτι μου θύμιζε από παλιά και που δεν έμοιαζε μ’ αυτήν που μιλούσα εγώ πια. Τους πέταξα έξω, τους κουτρουβάλησα στο διάσελο της κατηφοριάς και τους έβριζα απειλώντας να μην ξανάρθουν.

Εκείνο το βραδύ ήμουν πολύ ταραγμένος. Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Αποφά-σισα να πάω στον κήπο μου να κοιμηθώ. Ξάπλωσα μέσα του. Εκείνος με υποδέχτηκε, αν και παραξενεύτηκε απ’ το ακατάλληλο της ώρας. Άρχισα να τον καλλιεργώ. Ήθελα να τον δουλέψω προσεκτικά αδιαφορώντας για το φεγγάρι, μήπως καταφέρει το κε-φάλι μου κι αδειάσει απ’ τις ασχήμιες τους. Το πρωί, κατάκοπο με πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησα το σούρουπο απ’ τα χάδια του. Τον ευχαρίστησα για την προστατευτι-κότητα και την ασφάλεια που μου πρόσφερε, έσκυψα, φίλησα το χώμα του και κίνη-σα για το τσαντίρι μου. Αισθανόμουν πολύ καλύτερα, αν και πιασμένος σ’ όλο μου το σώμα. Τουλάχιστον οι άγριες σκέψεις είχαν πάει περίπατο. Όχι για πολύ όμως.

Ήταν πάλι εκεί. Όχι μόνοι τους αυτή τη φορά. Ένας γέρος, ζαρωμένο ανθρωπά-κι, τρεμάμενο χούφταλο, ήταν μαζί τους, μαζί μ’ έναν νέο γεροδεμένο, με χοντρά χέ-ρια – σίγουρα κηπουρό.

Άρχισαν πάλι να μιλάνε και να δείχνουν μια τα χαρτιά και μια τον γέρο. Όταν στα-μάτησαν, ο νέος κηπουρός άρχισε να μεταφράζει.

Η γη που καλλιεργείς δεν είναι δική σου. Ανήκει σ’ αυτόν τον γέρο κύριο. Τούτοι είναι οι δικηγόροι του. Από χθες σου δείχνουν όλα τα χαρτιά με τους τίτλους, τα χρυ-σόβουλα και τα φιρμάνια της ιδιοκτησίας του. Αυτή η γη τού ανήκει απ’ τα παλιά χρό-νια. Τη θέλει πίσω να την καλλιεργήσει πάλι απ’ την αρχή. Την πήρες χωρίς να ρωτήσεις κανέναν. Έκατσες στη γη του κι έφτιαξες κατοικία και την καλλιεργείς. Θα σε πετάξει έξω με τη βία, αν δεν φύγεις άμεσα.

Έκανα να σηκωθώ και να τους πετάξω εγώ όλους έξω. Μα ξαφνικά μπήκαν μέσα άλλοι τόσοι, μπράβοι τους, γεροδεμένοι κι αθλητικοί, και με σήκωσαν στον αέρα. Μ’ έβγαλαν έξω και με πέταξαν στην άλλη άκρη του βουνού. Μ’ άφησαν να κατρακυλάω στις χαράδρες και να τσακίζομαι στα βράχια. Αδιαφορούσαν εντελώς για την αέναη κατρακύλα μου.

Page 34: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

32μύρτιλο τεύχος 2

Κι ο κήπος μου δεν ήταν εκεί να με σώσει. Δεν μπορούσε. Είχε εγκλωβιστεί στον χώρο του. Μάταια περίμενα να μετακινηθεί. Ν’ ανοίξει τα φύλλα του να πέσω στα μα-λακά. Να με πάρει στη θαλπωρή του και να με κάνει καλά. Να με ταΐσει απ’ τον μπαξέ που εγώ του ‘φτιαξα. Να με ποτίσει απ’ τις πηγές που εγώ του άνοιξα. Να με σκεπάσει στους θάμνους που εγώ του φρόντισα.

Ακόμα κατρακυλάω.Κι έμεινα ένας μόνος κηπουρός. Κατρακυλώντας, περιμένω τον κήπο μου να γυ-

ρίσει, να με σώσει – τι παράξενο, αλήθεια, να περιμένει ο κηπουρός τον κήπο του να γυρίσει... Κι όμως. Αυτό συμβαίνει όταν γίνεσαι κάτι που δεν είσαι.

Page 35: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

33μύρτιλο τεύχος 2

Λούλη Τσαμαντάνη

Χaϊκού

Πικρές γυναίκες.Σε τσουκάλι μαγικόγλυκό νεράντζι.

l

Ισημερία.Ημέρα της ποίησηςάσπρης και μαύρης.

l

Σαν άπιαστο φωςπυγολαμπίδας αυτός ο έρωτάς μου.

l

Κλωστές ανέμουδέσαν τα σύννεφα – πώςέμπλεξα έτσι;

l

Στον λαβύρινθοτου ροζ τριαντάφυλλουμια πέρλα νερού.

l

Σκόρος τρύπησε την κουρτίνα – ο ήλιοςτον βοήθησε.

Η Λούλη Τσαμαντάνη έχει εκδώσει συλλογές και δημοσιεύσει ποιήματα σε λογοτε- Zχνικά περιοδικά.

Page 36: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

34μύρτιλο τεύχος 2

Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα

Το φάντασμα

Στην άκρη του δρόμου, η γέρικη ελιά σχεδόν ακουμπά τα κλαδιά της στο χώμα. Μεγάλα κλωνιά γεμάτα καρπό που κανένα χέρι δεν μπήκε στον κόπο να μαζέ-ψει. Οι κάτοικοι του μικρού χωριού έχουν κρεμάσει μια αυτοσχέδια ταμπέλα

στο πιο χαμηλό κλαδί: «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ! ΕΛΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΑΙΝΑΣ. ΕΛΙΑ ΕΠΙ-ΚΙΝΔΥΝΟΣ.»

Oι χωριανοί την περιφρονούν από φόβο. Οι άλλοι, οι περαστικοί, από προνοητι-κότητα. «Κάτι θα ξέρουν οι ντόπιοι», συλλογιούνται και ξανοίγουν το βήμα τους. Όσοι πρωταντικρίζουν το άμοιρο δέντρο με τον βαρύ αφορισμό κρεμασμένο πάνω του, αναρωτιούνται, αλλά δεν το ρισκάρουν. Και όλοι απομακρύνονται λες και θα μπορού-σε να τους μεταδώσει την πιο σοβαρή αρρώστια.

Κι οι ελιές σαπίζουν στα κλαδιά κι έπειτα ξαμολιούνται στο χώμα τριγύρω, αφήνο-ντας έναν μαύρο λιπαρό λεκέ ώσπου ν’ απορροφηθούν από τη γη.

Κανένας δεν τη διεκδικεί. Κανένας δεν θέλει να φορτωθεί το κρίμα της.

Τα βράδια του χειμώνα, γύρω απ’ το τζάκι, όταν το φως της λάμπας χαμήλωνε, οι μεγάλοι, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν, περνούσαν την ώρα τους λέγοντας ιστορίες για φαντάσματα και ξωτικά, για στοιχειά και ανθρώπους αλαφροΐσκιωτους.

Εγώ, κρυμμένη στη φούστα της μάνας μου, άκουγα για τη γριά-Βασίλαινα που έβγαινε το σούρουπο, πεθαμένη γυναίκα, και τρόμαζε τους περαστικούς. Κρυβό-ταν στην κουφάλα της γέρικης ελιάς και περίμενε, έλεγαν, μέχρι να πλησιάσει κά-ποιος ανυποψίαστος και τότε ορμούσε κραδαίνοντας τη μαγκούρα της. Όσοι την εί-χαν ανταμώσει –αυτήν; Το φάντασμά της;– έλεγαν πως είχε τα άσπρα της μαλλιά λυτά, χωρίς μαντήλι. Όσοι γνώριζαν φιλούσαν σταυρό πως το μαύρο της φουστάνι ήταν ίδιο μ’ αυτό που την είχαν θάψει είκοσι χρόνια πριν.

Και δεν ήταν πως όλα τούτα τα έλεγαν μονάχα άνθρωποι ξεμωραμένοι κι ευκο-λόπιστοι. Τα υποστήριζε και ο πρόεδρος, ο κυρ-Αναστάσης, που ορκιζόταν πως είχε και κείνος ανταμώσει την τρομερή Βασίλαινα ένα βράδυ που γυρνούσε από το πέρα καφενείο.

Τι την έφερε σε τούτη την αζήλευτη θέση; Όσο ζούσε μονάχη της σ’ ένα χαμόσπι-το στην άκρη του χωριού δεν ενοχλούσε κανέναν, αλλά και με κανέναν δεν είχε πολλά πολλά. Μονάχα αν κάποιος ήθελε κανένα ξόρκι ή κανένα ξεβασκάνεμα της χτυπούσε

Η Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή της Zείναι από τα Λουσικά, ένα χωριό κοντά στην Πάτρα. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π. Γράφει διηγήματα και ποιήματα. Το «Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει» (εκδ. Ιωλκός) είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

Page 37: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

35μύρτιλο τεύχος 2

δειλά την πόρτα. Τη φοβόντουσαν όλοι, όχι γιατί είχε ποτέ βλάψει κανέναν, όχι, μόνο για καλό ήταν τα ξόρκια της, αλλά γιατί πίστευαν πως ήταν μάγισσα και γι‘ αυτό, κα-λού-κακού, έπρεπε να την αποφεύγουν. Στην εκκλησία δεν πάταγε ποτέ. Κι αυτό ήταν αρκετό ώστε να πιστέψουν οι χωριανοί πως δεν ήταν πλάσμα του κόσμου τούτου.

Όταν πέθανε, τρόμαξαν να το πάρουν χαμπάρι έτσι όπως ήταν μονόχνοτη. Την έθαψαν πέρα, σε μια χέρσα πλαγιά, αλειτούργητη, βάζοντας έναν μικρό σωρό από πέτρες για σημάδι.

Τα χρόνια πέρασαν. Εμείς γίναμε πια μεγάλοι. Με δικά μας παιδιά και έννοιες οι πε-ρισσότεροι, χτίσαμε σε άλλους τόπους τη ζωή μας. Και πια δεν πιστεύουμε σε παρα-μύθια και θρύλους. Μονάχα καμιά φορά, σαν ανταμώνουμε τα καλοκαίρια, θυμόμα-στε τις παλιές ιστορίες γελώντας με την παιδική μας αφέλεια, αλλά και με την πίστη των παλιών σε όλα αυτά τα αλλόκοτα.

Ένα απ’ αυτά τα μυρωδάτα βράδια, στη βεράντα του πατρικού μου σπιτιού, στρώ-νω το τραπέζι με χαρούμενη διάθεση. Έχω καλέσει τους τρεις αγαπημένους φίλους των παιδικών μου χρόνων. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο που βρισκόταν στο δικό τους χωριό, δίπλα από το δικό μου. Εγώ μαζί με τ’ άλλα παιδιά κατηφορίζαμε με τα πόδια τον χωματόδρομο που οδηγούσε από το ένα χωριό στο άλλο, κλοτσώντας τις πέτρες και διαλύοντας τα φαγωμένα από τη χρήση παπούτσια μας.

Πάντα όταν κατεβαίνουμε στο χωριό τα καλοκαίρια, τους καλώ για ένα κρασί να πούμε τα δικά μας, να κλάψουμε, να γελάσουμε, να ανατρέξουμε πάλι πίσω στην αφε-τηρία μας, να μην ξεχάσουμε, να μην ξεχαστούμε.

Ο Πάνος είναι πια θεατρικός συγγραφέας, ο Παύλος είναι γιατρός και η Μαίρη, η γυναίκα του, δασκάλα.

Τους περιμένω ανάβοντας κεράκια στην περίμετρο της βεράντας για να κάνω ατμόσφαιρα. Ανησυχώ μήπως κρυώσει το φαγητό. Έχουν αργήσει. Επικεντρώνομαι στον ήχο των τριζονιών λες και τον ακούω για πρώτη φορά. Συνειδητοποιώ πως όλο τον χειμώνα ξεχνώ τους ήχους που άλλοτε έντυναν την καθημερινότητά μου, γι’ αυτό τους αφομοιώνω το καλοκαίρι με τέτοια βουλιμία. Αισθάνομαι πλήρης.

Το αυτοκίνητο μπαίνει με φόρα στην πλακοστρωμένη αυλή σέρνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης από τον χωματόδρομο που οδηγεί στο σπίτι.

Ο Παύλος βγαίνει από τη θέση του οδηγού και με βήμα ασταθές ανεβαίνει τα λί-γα σκαλιά που οδηγούν στη βεράντα. Οι άλλοι δυο τον ακολουθούν. Η Μαίρη είναι άσπρη και τα χέρια της τρέμουν.

Επιτέλους κάποιος αποφασίζει να μιλήσει:«Ήταν αυτή! Το πιστεύεις; Ποιος να μας το ’λεγε πως είναι αλήθεια!» ψιθυρίζει ξέ-

πνοα ο Πάνος παίρνοντας απ’ τα χέρια μου ένα ποτήρι νερό που του προσφέρω.«Τα μαλλιά της, όπως μας το έλεγαν, άσπρα και μακριά, ριγμένα μπρος στα μάτια

της. Και κείνο το μακρύ μαύρο φουστάνι ν’ ανεμίζει προς τα πίσω... Ακούς, Ελένη; Όπως μας το ’λεγαν τότε! Πω πω, Χριστέ μου! Από τον φόβο μού κόπηκε η ανάσα!»

Page 38: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

36μύρτιλο τεύχος 2

Οι άλλοι συγκατανεύουν κουνώντας το κεφάλι. Είναι φανερό πως ο φόβος, με τις δαγκάνες του, έχει γραπώσει τον νου τους και δεν έχει κανένα νόημα να τους φέρω αντίρρηση.

«Δεν μας πιστεύεις; Ρε Ελένη, παιδιά είμαστε; Σου λέω ήταν αυτή, η Βασίλαινα με σάρκα και οστά!» Ο Παύλος, μάλλον κατανοώντας το παράλογο της φράσης του, δι-ορθώνει: «Κι αν δεν ήταν αυτή, τέλος πάντων ήταν το φάντασμά της. Ξέρω κι εγώ τι ήταν; Πάντως την είδαμε μπροστά μας όπως μας την περιγράφανε τότε. Εκεί, στην ελιά. Στην αρχή είδαμε τη σκιά της. Και μέχρι να καταλάβουμε τι ήταν, πετάχτηκε στη μέση του δρόμου. Μάλιστα, λίγο έλειψε να την πατήσω. Μόλις σταμάτησα το αμάξι, εξαφανίστηκε κατά τα χωράφια».

Περνάμε το υπόλοιπο βράδυ μας προσπαθώντας να βρούμε μια λογική εξήγηση για το συμβάν, αλλά ό,τι και να προτείνω οι τρεις φίλοι μου το καταρρίπτουν: όχι δεν έχουν πιει, όχι δεν έπαθαν ομαδική παράκρουση, όχι δεν παίρνουν ουσίες ούτε και κανένα άλλο φάρμακο.

Το απόκοσμο συναπάντημα κάνει τον γύρο του χωριού. Όλοι είναι λίγο-πολύ πει-σμένοι πως η Βασίλαινα επέστρεψε από το επέκεινα με σκοπό να πάρει εκδίκηση για τη μετά θάνατον απομόνωσή της στη χέρσα πλαγιά, μακριά από το αφράτο χώμα που σκεπάζει τους πεθαμένους συγχωριανούς μας. Αλλά πάλι, ύστερα από τόσα χρόνια το θυμήθηκε; Όσοι τη γνώριζαν είχαν από καιρό πια πεθάνει. Εδώ κι εμείς, η δική μας γε-νιά, δεν την είχαμε καν προλάβει. Όμως, κανείς μας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για ένα τέτοιο θέμα. Δεν έχουμε αποδείξεις πως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, δεν έχου-με όμως και για το αντίθετο.

Καθώς το καλοκαίρι προχωρά προς το τέλος του κι εμείς λογαριάζουμε πότε θα επιστρέψουμε, η Βασίλαινα εμφανίζεται κι εξαφανίζεται δυο-τρεις φορές τη βδομά-δα, στοιχειώνοντας τον ύπνο και τον ξύπνιο όσων υποχρεώνονται από τις δουλειές τους να περάσουν από τον επίμαχο δρόμο. Βλέπεις, το χωριό μας δεν έχει και πολ-λούς δρόμους. Όλοι πάντως αποφεύγουν ρητά τον συγκεκριμένο, πολλές φορές κά-νοντας τη διπλάσια απόσταση από την πάνω μεριά.

Οι γυναίκες και τα παιδιά αρνούνται να πάνε ακόμα και από το ένα σπίτι στο άλ-λο χωρίς ανδρική συνοδεία. Το χωριό σκιάζεται από την παρουσία της Βασίλαινας. Οι χωριανοί ώς και λίστα έχουν φτιάξει όπου καταγράφουν τις εμφανίσεις της και τα πρό-σωπα που την απάντησαν.

Την τελευταία μέρα του Αυγούστου, ο δήμαρχος αποφασίζει πως πρέπει να δρά-σει. Δεν θα επιτρέψει να αμαυρώνεται έτσι η τιμή της εξουσίας του. Ήδη στο καφε-νείο συζητούν πως έπρεπε να έχει κάνει κάτι για το θέμα, να ειδοποιήσει κάποιον ει-δικό από την Αθήνα ή, έστω, να καλέσει τον παπά να κάνει κανένα ευχέλαιο. Πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Στο κάτω κάτω, όπλο έχει. Και άδεια οπλοφο-ρίας. Κι ας μην το έχει χρησιμοποιήσει ποτέ. Σήμερα κιόλας! Απόψε! Ανακοινώνει σε μερικούς από εμάς την απόφασή του. Δεν τον παροτρύνουμε, αλλά δεν τον εμποδί-ζουμε κιόλας.

Όσα ακολούθησαν εκείνο το βράδυ μας τα εξιστόρησε σε άλλο χρόνο ο ίδιος ο δήμαρχος.

Page 39: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

37μύρτιλο τεύχος 2

Παίρνει, λοιπόν, μαζί του τον αδερφό του, τον Ανέστη, και στριμώχνονται στο πα-λιό αγροτικό. Ο δήμαρχος στο τιμόνι, ο Ανέστης δίπλα του με το όπλο ανάμεσα στα πόδια και με το χέρι σε ετοιμότητα στη σκανδάλη. Οι δυο άνδρες δεν μιλάνε. Καθώς πλησιάζουν προς την ελιά, κοιτούν προσεκτικά γύρω τους. Τα τζάμια του αγροτικού είναι ανεβασμένα ώς επάνω παρά τη ζέστη που κρατά ακόμη. Προσπαθούν να δια-κρίνουν στο σκοτάδι κάτι που θα τους φανεί αλλότριο, να προλάβουν να δράσουν πρώτοι, να μην αιφνιδιαστούν.

Οι κόρες των ματιών τους έχουν μικρύνει από την προσπάθεια. Τα αυτιά τους πρέ-πει να ξεχωρίσουν ανάμεσα στους ήχους της νύχτας το σούρσιμο του φαντάσματος όπως το έχουν περιγράψει οι παθόντες.

Και τότε, τη βλέπουν! Ναι, είναι αυτή, η γρια- Βασίλαινα, με τα μαλλιά λυτά και τη μαγκούρα της να ραπίζει τον αέρα. Τα φώτα του αγροτικού πέφτουν πάνω της και την κάνουν τρομαχτικότερη από κάθε περιγραφή.

Ο Ανέστης σημαδεύει. Τελευταία στιγμή το μετανιώνει και ρίχνει στον αέρα. Δεν θέλει να προκαλέσει την οργή του φαντάσματος.

Ο ξερός κρότος ταράζει την ηρεμία της φύσης. Δυο-τρία σκυλιά γαβγίζουν τρο-μαγμένα, ενώ μια αγορίστικη φωνή σκίζει τη νύχτα στα δύο.

«Μη, θείε! Μη! Εμείς είμαστε!»Πίσω από την ελιά, έντρομος ο Χρήστος, ο γιος του δημάρχου, και παραπίσω η

Βασίλαινα με το κεφάλι σκυφτό. Κάτω από τα λυτά άσπρα μαλλιά ο Ανέστης αναγνω-ρίζει το πρόσωπο του δεκαοχτάχρονου γιου του, του Νικόλα. Κρατά στο ένα χέρι τη μαγκούρα και στο άλλο μια αποκριάτικη μάσκα.

Ούτε τα παιδιά ούτε οι γονείς τους μπορούν να συνέλθουν από το σοκ. Οι δυο άν-δρες δεν έχουν τη δύναμη να μαλώσουν τα αγόρια. Αναλογίζονται τι θα γινόταν, ποια κατάληξη θα είχε το παιδικό παιχνίδι, αν ο Ανέστης είχε εκτιμήσει αλλιώς τα πράγμα-τα. Κι έπειτα, είναι κι η ντροπή... Το παιδί και τ’ ανίψι του δημάρχου να εμπαίζουν τό-σο καιρό τον κόσμο!

Όταν επανέρχονται στα σύγκαλά τους, ο Δήμαρχος παίρνει την πρωτοβουλία: «Πάμε! Και θυμίστε μου αύριο να σας σαπίσω στο ξύλο!» τους λέει μισογελώντας

κάτω απ’ το παχύ του μουστάκι.Από πάνω τους, μ’ ένα ελαφρύ θρόισμα, τα φύλλα της ελιάς φανερώνουν τη συ-

γκατάθεσή τους. Μόλις απαλλάχτηκαν από την πολυετή κατηγορία υπόθαλψης φα-ντάσματος. Λίγο είναι;

Page 40: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

38μύρτιλο τεύχος 2

Βασίλης Τσαπαλιάρης

Στην Κύπρο

Στο Χρήστο, στον Ηλία, στον Αντώνη. Αδελαΐδα 1974

Πέταξες το φέσι του ραγιάγια ν’ αγναντέψεις με τους αετούς του Πενταδάκτυλου τους ανοικτούς κι αινιγματικούς ορίζοντες του μεταπόλεμου.Άνοιξες τη μεσόπορτα του ήλιου να παλέψεις στο φως του ειδέναιγυμνή, σώμα με σώμα με τον Χάροντα τα πεπρωμένα σου,στήνοντας ψηλά στα ικριώματα τον πήχη του θανάτου.

Άτεγκτη, ξέθαψες από τη στάχτη της φωτιάς τη σβησμένη φλόγα της ελευθερίας για να υψώσεις έναν νέο λόγο Νομαρχίας, για να ορίσεις την ενεστώσα αξία της Ελευθερίας, να ξημερώσεις χωρίς γκρίζες ζώνες ανελευθερίας τη μέρα από το σκοτάδι,για να μυρίσει ξανά δάφνη και μυρτιά από στεριά σε θάλασσα η παρουσία, ο λόγος και η πράξητου homo sapiens στη γη.

Προτάσσοντας ασυμβίβαστη τον ήλιο της δικαιοσύνης, πλήρωσες την υπεραξία του λόγου με αγχόνες και φωτιές,με τους σπασμένους σπόνδυλους απ’ τα οστά που τρίζουν ακόμα στους φυλακισμένους τάφουςαπό τ’ άγρια χαράματα στον ύπνο μας.

Γι’ αυτό και τώρα που οι φάλαγγες των αρχαγγέλωνανασυντάσσονται, που αγρυπνούμε κι αφουγκραζόμαστε ξανάτους εφιάλτες να μας ζώνουν σαν φίδια από παντού, τα δόντια του δράκοντα να καιροφυλαχτούνε στο σκοτάδι, δεν μένει άλλη για σένα επιλογή.

Ο Βασίλης Τσαπαλιάρης σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε Zως ειδικός επιστήμονας για θέματα Μετανάστευσης/Διασποράς. Έχει δημοσιεύσει σχε-τικές μελέτες σε πανεπιστημιακούς συλλογικούς τόμους. Δημοσίευσε ποιήματα σε ελ-ληνοαυστραλιανά έντυπα στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Page 41: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

39μύρτιλο τεύχος 2

Θα ξαναβγείς με το κεφάλι όρθια στο φως, γκρεμίζοντας τους αρχαγγέλους του ερέβους,ξεδιαλύνοντας νηφάλια, φίλους, οράματα κι εχθρούς,μονάχη κι αλύγιστη από προστάτες κι εφιάλτες.

Ξανά με το κυπραίικο πείσμα, θ’ ανιχνεύσεις με την επιμονή του αετούτους άξενους ορίζοντες, τις διαχωριστικές γραμμές, τις σφαλισμένες πόρτες.

Θα βγεις από το σταυροδρόμι της απελπισίας, σφυρηλατώντας ξανά τ’ ατσάλι στο αμόνι της επιμονής, ξεχωρίζοντάς το από την αρχαία εμφύλια σκουριά, ποντίζοντάς τη στους βυθούς των θαλασσών που ’πνίξαν, χρόνια τώρα, τη Μεγάλη Ιδέα.

Εδώ και τώρα

Τώρα που οι παροικούντες την Ιερουσαλήμδεν κατανοούν διόλου τον λόγο του Κυρίου,που τ’ Άγιο Φως συναυτουργεί με τις αμαρτίες μας, τώρα είναι καιρόςνα ξανασκύψεις, Κύριε, στις πληγές μας. Να ξανασταυρωθείς για τον άνθρωπο.Επειγόντως μετά τόσα άπραγα ταξίδια V.I.P.,μετά τόσες υποδοχές αρχηγού κράτους τ’ Αγίου Φωτός,μετά τόσους αιώνες λατρείαςκι εικονικής σταύρωσης στις τελετές του Επιταφίου.

Page 42: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

40μύρτιλο τεύχος 2

Μαρία Τσολιά

ΆνεμοςΚαυχιέταιότι μου ξέφυγεο άνεμος.

Ο ανόητοςτον ανάσανα.

ΝεογέννητηΚανέναν δεν άκουσαπέταξα τα όπλα μουέκαψα τα ρούχα μουάνοιξα διάπλατα την ψυχή μουκαι βγήκα γυμνή στη βροχήνα ντυθώ ανέμους και κεραυνούςνεογέννητη.

ΤρόπαιοΚράτησέ μουπερίοπτη θέσηστην τροπαιοθήκη των ερώτων·μην με ονομάσεις·γράψε μόνονσπάνιο είδος.

Όσο κόκκινο μου αρνήθηκες

Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σοσελότος

ΜΑΡΙΑ ΤΣΟΛΙΑ

Πόσο κοστίζει η έμπνευση; ρώτησα.

Την ψυχή σουολάκερη, μου είπαν.

Και την απόθεσα στις λέξεις

να την ταξιδέψουν.

Η Μαρία Τσολιά γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1966 στην Άρτα. Το 1984 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές στην Φιλοσοφική. Σπουδάζει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Η μεταπτυχιακή της εργασία στην Νεοελληνική Φιλολογία αφορά στην εικονοθεσία στο έργο του Ν. Καββαδία. Το 1994 προσγειώνεται οριστικά στην Ελλάδα. Εργάζεται ως Γραμματεύς Διευθύνσεως και Σύμβουλος σε θέματα Ανθρωπίνων Πόρων επί αρκετά έτη. Την τελευταία δεκαετία εργάζεται στον ευαίσθητο τομέα της Μετανάστευσης.

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ISBN 978-960-564-032-3

ΜΑ

ΡΙΑ

ΤΣ

ΟΛ

ΙΑ Ο

ΣΟ

ΚΟ

ΚΚ

ΙΝΟ

ΜΟ

Υ Α

ΡΝ

ΗΘ

ΗΚ

ΕΣ

Η Μαρία Τσολιά γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1966 στην Άρτα. Το Z1984 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές στη Φιλοσοφική. Πέντε χρό-νια μετά, σπουδάζει Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορ-βόννης. Η μεταπτυχιακή της εργασία στη Νεοελληνική Φιλολογία αφορά στην εικονοθεσία στο έργο του Ν. Καββαδία. Το 1994 προ-σγειώνεται οριστικά στην Ελλάδα, όπου επί αρκετά έτη εργάστηκε σε θέματα Ανθρωπίνων Πόρων, ενώ την τελευταία δεκαετία, στον ευ-αίσθητο τομέα της Μετανάστευσης. Τα ποιήματα περιλαμβάνονται στην πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Όσο κόκκινο μου αρνή-θηκες» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οσελότος.

Page 43: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

41μύρτιλο τεύχος 2

Ντετέλ Μαλαξιανάκη

Στον διάδρομο Τ-19

Ο διάδρομος Τ-19 που περπατώ για να σε βρω είναι στενός και ατέλειωτα μακρύς.Προχωρώ και οι μνήμες με πλακώνουν.Στην αρχή με απέρριπτες εσύ. Μετά η ενήλικη εγώ.Θυμάμαι το βλέμμα εκείνο.Από τη μια η αγαπημένη σου,από την άλλη εγώ.Ποτέ δεν ήμουν αρκετά σεμνή, καλή, όμορφη «κατά πως πρέπει» σε μια κόρη.Ήμουν απλώς η έξυπνη.Αυτό δεν ήταν αρκετό –ούτε οι βαθμοί ούτε τα πρωτεία–με τόσα μεγάλα ελαττώματα...Μετά, για την απόσταση, ήταν η δική μου απόρριψη, η μετ-εφηβική επαναστατημένη φύση.Και πιο μετά...απλώς είν’ εύκολο ν’ ακολουθείς το χνάρι που πάτησες και πριν.

Τώρα βαδίζω στον διάδρομο Τ-19 να σου φέρω λουλούδια.Τώρα μόνο η γλύκα της μνήμης σου υπάρχει καθώς πλησιάζω.Γομολάστιχα ο θάνατος.Να με προστατεύεις – μεγάλωσα πια, Μάνα, και Σε χρειάζομαι.

Η Ντετέλ Μαλαξιανάκη είναι δικηγόρος και ζει στην Αθήνα. Γράφει ποίηση. Στο Zπεριοδικό ΜΥΡΤΙΛΟ φιλοξενούνται οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων της.

Page 44: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

42μύρτιλο τεύχος 2

Αγγελική Καστρινέλλη

Λανθάνουσα ζωή

Από γεννησιμιού μου ήμουνα δύσμορφος στην όψη. Ένας «εκ γενετής ανάπη-ρος», όπως με χαρακτήρισαν, αποδιοπομπαίος από τους κύκλους των κανονι-κών ανθρώπων. Σκιάχτηκε με το που μ’ έπιασε στα χέρια η μαμμή – τόσο πολύ

ταράχτηκε που παραλίγο να της πέσω. Και δεν της έπεφτα καλύτερα, σκεφτόμουνα αργότερα, μια τέτοια λύση ίσως να ήταν η καλύτερη για όλους. Ο Θεός, όμως, φάνηκε πως είχε άλλα σχέδια για μένα. «Είναι το θέλημά Του», μονολογούσε συχνά η μάνα μου. Κι έκανε τον σταυρό της ελπίζοντας πως η μεγάλη χάρη του θα έφερνε το θαύμα.

Εγώ, από την άλλη, κατέγραψα από νωρίς μες στο μυαλό μου πως ζωή κοινωνι-κή, με όψη τόσο απεχθή που γύριζε αλλού το βλέμμα των ανθρώπων, θα έμενε για πάντα ξεχασμένη. Βάλθηκα, λοιπόν, να βρω έναν δικό μου τρόπο για να ζήσω. Κατέ-φυγα στη φύση από μικρός, αγρίμι σκέτο – άργησα πολύ την ανθρώπινη τη γλώσσα να μιλήσω.

Περνούσανε τα χρόνια και τίποτα δεν άλλαζε στο παρουσιαστικό μου. Το σώμα μου αρνιότανε να συναντήσει την ευθεία. Από όλες τις γραμμές σ’ εκείνο φαίνεται πως άρεσε μονάχα η καμπύλη. Τόσο σκυφτά που περπατούσα, τόσο γερμένο που είχα το κεφάλι, τα μάτια μου δεν έβλεπαν παρά μονάχα τη μισή πλευρά του κόσμου τούτου. Και σαν έφτασε η ώρα και το κατάλαβα, πως άλλο είναι να λικνίζεσαι όπως το δέντρο μπροστά στο φύσημα του ανέμου κι άλλο να στέκεις με χαμηλωμένο το κεφάλι μπρος στα καμώματα της μοίρας, ήτανε πια πολύ αργά για να ισιώσω τη ζωή μου...

Έτσι, χωρίς το θαύμα, με βρήκε και η εφηβεία να πλέκω το ειδύλλιο της μοναξιάς μου με το ξύλο και την πέτρα, σμιλεύοντας επάνω τους γοργόνες και νεράιδες, αφού για αλισβερίσι με κανονικά κορίτσια ούτε λόγος. Η μόνη μου ελπίδα θα ’τανε κανένα ξωτικό του δάσους, μα και αυτά αληθινά μόνο στα παραμύθια είναι.

Η Αγγελική Καστρινέλλη γεννήθηκε στην Απείρανθο της Νάξου. Έχει Zσπουδάσει σκηνοθεσία στην κινηματογραφική σχολή Χατζίκου και φω-τογραφία στον ΑΚΤΟ. Συνέχισε τη σπουδή στη φωτογραφία στο Φω-τογραφικό Κύκλο με δάσκαλο τον Πλάτωνα Ριβέλλη. Έχει κάνει μέχρι τώρα πέντε ατομικές εκθέσεις στα Χανιά, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Δουλειά της έχει επίσης δημοσιευτεί σε φωτογραφικά, λογοτε-χνικά και μουσικά περιοδικά. Έχει εκδώσει ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «4 ΕΠΟΧΕΣ και μία Πέμπτη». Τα τελευταία χρόνια ερευνά την δυνατότητα σύζευξης της φωτογραφίας με τη μουσική, το θέατρο και τον σύγχρονο χορό και συνεργάζεται με καλλιτέχνες αυτών των χώρων σε παραστάσεις. Ζει στην Αθήνα.

Page 45: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

43μύρτιλο τεύχος 2

Κυλούσε η ζωή, κι εγώ συνέχιζα παρέα με τα στοιχειά της φύσης, που στέκονταν πάντα δίπλα μου προσφέροντάς μου απλόχερα την αγκαλιά τους. Ήτανε λες και βρί-σκονταν εκεί για να παρηγορούν εμένα. Γι’ αυτό δεν είχα κρεμασμένο το παράπονο στα χείλη. Αυτό με κράτησε και κάπως μακριά από την αχαριστία.

Σαν πέθανε όμως η φυσική μου η μάνα, η φύση δεν μπορούσε πια μονάχη της να μου χαρίσει τη γαλήνη. Μάταια στη θάλασσα κατέφευγα, σαλπάροντας το βλέμμα μου στο ανοιχτό της πέλαγος, αναζητώντας κάτι που νόημα να έχει. Λόγια συμπόνιας ήτανε που δίψαγα να ακούσω, όπως αυτά που εκείνη μου ψιθύριζε γλυκά στο αφτί τα βράδια. Μα τέτοιο δώρο μόνον οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να το χαρίσουν στη ζωή μας. Κι εγώ είχα απομείνει ολομόναχος να περιφέρομαι χωρίς σκοπό στον κόσμο.

Ήμουνα θυμωμένος στην αρχή με τη ζωή που μου ’χε κληρωθεί να ζήσω. Λες και δεν είχα χορτάσει από τ’ άδικό της, μου πήρε και τη μάνα τώρα. Αλλά τέτοιο είναι το χούι της ζωής. Να παιδεύει – αυτό ξέρει να κάνει καλύτερα απ’ όλα.

Κι ύστερα καταλάγιασε η οργή και μέσα στον βαθύ μου πόνο ένιωσα πρώτη φορά το τραγικό μου λάθος – πως εγώ μονάχος μου το διάλεξα να ζήσω αυτοεξόριστος στον κόσμο των ανθρώπων, κρυμμένος απ’ το βλέμμα τους κι απαρατήρητος, ένας αδιάφο-ρος πολίτης για την κοινωνία της καρδιάς τους. Έμεινα, έτσι, μακριά απ’ την αγάπη.

Page 46: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

44μύρτιλο τεύχος 2

Στα μάτια των ανθρώπων βρίσκεις την παρηγοριά. Μα εγώ ήτανε λες και δεν είχα μάτια.Με θολωμένο βλέμμα πήρα τότε τα στρεβλωμένα πόδια μου και κίνησα για να

ανταμώσω ξανά με τη θάλασσα. Κάθισα με σκυμμένο το κεφάλι στο πιο απόμερο πα-γκάκι κι όπως άκουγα την παλίρροια με την άμπωτη να αλλάζει θέση, έδωσα κι εγώ την ευκαιρία στον εαυτό μου να βγάλει από μέσα του αισθήματα κρυφά που τόσα χρό-νια με ανάγκαζα να τα κρατώ φυλακισμένα.

Πέρασε ώρα πολλή μέχρι να φτάσω να αρθρώσω την πρώτη μου τη λέξη...Ήτανε πράγματι σκληρές οι αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντί μου. Μα έτσι

είναι οι άνθρωποι – άγρια θηρία γίνονται, αν νομίσουν πως έχεις άλλη μυρωδιά απ’ τη δική τους.

Άξαφνα, ένιωσα μέσα μου να ανασταίνεται μια μικρή ελπίδα. Και σαν γύρισα σπίτι αργά κείνο το βράδυ, κάπως ξαλαφρωμένος, δοκίμασα να

κάνω κάτι που δεν είχα ποτέ τολμήσει μέχρι τότε. Να πάρω τη ζωή μου απ’ την αρχή, ψάχνοντας μέσα της πράγματα που θα με φέρ-

νανε κοντά με τους ανθρώπους. Μόνο αν τους πλησίαζα θα μυριζόντουσαν τον φόβο και τον πόνο που με τυραγνούσαν. Κι έτσι θα καταλάβαιναν πως είμαι όμοιός τους και δεν θα ’χαν πια λόγο να με κρατάνε μακριά τους.

Είχε ξημερώσει για τα καλά, όταν ανασύρθηκαν στη μνήμη μου εκείνες οι σιωπη-λές κραυγές που άκουγα συχνά ανάμεσα στις τακτοποιημένες τους κουβέντες. Αντη-χούσαν την ίδια σιωπή με τα βουβά τα δάκρυα που έσφιγγαν και τα δικά μου χείλη. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που είχα νιώσει πως με συγγένευε μαζί τους. Έλεγαν αλή-θειες της καρδιάς, έδιναν φωνή στο πνίξιμο και στην απελπισία, άναβαν τα φώτα μέ-σα στο σκοτάδι.

Πόσες φορές, τέτοιες στιγμές, δεν θέλησα να τρέξω και να αγκαλιάσω τις γυναίκες που μιλούσανε στη μοναξιά σαν άδειαζε το σπίτι από τη φασαρία, να φέρω ένα άρωμα ονείρου στα εφηβικά δωμάτια που μες στην έκρηξη της νιότης έκαναν άγουρες από-πειρες να καθαιρέσουν τα αυτονόητα του κόσμου, να βάλω λουλούδια στα χέρια των γερόντων που πήγαιναν τα νέα της ημέρας στις χαμένες τους συντρόφους.

Τα ’νιωθα όλα αυτά, μα δεν τα έκανα ποτέ μια πράξη καλοσύνης στη ζωή μου. Ακό-μη και στη μάνα μου δεν είχα πει μία καλή κουβέντα απ’ τις τόσες που σκεφτόμουνα για κείνη κάθε μέρα. Ίσως να είχα εθιστεί μονάχα στη σκληρότητα. Ίσως να ήθελα να βλέπω και τους άλλους να πονούν, όπως πόναγε και το δικό μου σώμα.

Μα, τώρα που αισθάνομαι την καρδιά μου καθαρή από ζιζάνια, θέλω να κάνω και στη μάνα ένα δώρο. Θέλω να ανέβω στη σκηνή του κόσμου και να μιλήσω με τη γλώσ-σα της καρδιάς μου στους ανθρώπους. Να τους κοιτάξω βαθιά μέσα στα μάτια και να τους πω πως η ζωή δεν ανταμώνει ποτέ με την ανάσταση αν το διαλέξει να σταθεί μο-νάχη της, μακριά από τους άλλους.

Είναι καιρός που το μόνο που θέλω απ’ τη ζωή είναι μια συγχώρεση. Μια συγχώ-ρεση που να χωράει μέσα της όλα εκείνα τα καλά, που με πείσμα αρνήθηκα να κάνω στους ανθρώπους...

Page 47: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

45μύρτιλο τεύχος 2

Ασημίνα Ξηρογιάννη

Μάγια

Μάγια κορίτσι,Μάγια πόρνη,(άκου πώς ο άνεμος σφυρίζει τ΄ όνομά σου)αίσθηση είσαι.Aνένταχτη στον χώρο και τον χρόνο,προσκυνάς αυτόν που σε χάλασε.

Αχόρταγη για το στόμα του,αφρός της θάλασσας,σύννεφο έτοιμο να πέσει,βροχή ηχηρή,(στο άγγιγμά τουγινόσουν μουσική!)

Γυμνή σιωπή,υπάρχει μέσα σου ένα πουλίφυλακισμένο.

Ιούλιο κάνατε έρωταπάνω στη θάλασσα,φθινόπωρο σε είχε κιόλαςσκοτώσει.

Αγάπη μου, του είπες.Μάγια, σε άλλους τόπους ξημερώνεσαι τώρα.Έγινες ψιθύρισμα μοναχικό.Αγάπη μου, του είπες,πάρε τη σιωπή μου,δώσε μου τη λήθη.

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη σπούδασε κλασική φιλολογία και θεατρολογία στο ZΠανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Η προφητεία του Ανέμου» (Εκδ. Δωδώνη, 2009) και «Πληγές» (Εκδ. Γαβριηλίδης, 2011), καθώς και τη νουβέλα «Το Σώμα του Έγινε Σκιά» (Εκδ. Ανατολικός, 2010) που έλαβε έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών και Α Βραβείο Βιβλίου στα Σικελιανά 2011. Έχει συμμετάσχει σε δύο συλλογικά έργα. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο http://varelaki.blogspot.com. Ποιήματα, άρθρα, διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρο-νικά περιοδικά και ιστολόγια. Το ποίημα του παρόντος τεύχους ανήκει στο ανέκδοτο ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Η μυστική ζωή της Μάγιας Μ.»

Page 48: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

46μύρτιλο τεύχος 2

Μαριάννα Καπετανίδου

Ακροστοίχιση

Αντιλαλούν συνθήματα εχθρικά.Φτάνει, δεν αντέχω να τ’ ακούω.

Άλλοι αντέχουν και τα στηρίζουν.Τα βάζουνε μπροστά κι ακολουθούν.

Τα αφτιά τους σφαλίζουνε στο λογικό.Στα άκρα η σκέψη τους αποκοιμιέται.

Τα σώματά τους στην αγριότητα ξυπνούν.Στα άκρα της βιαιότητας στοιχίζονται.

Γύρισα... αλλά...Δεν ξέχασα το χθες.Ήσουν εκεί στη δύσκολη στιγμή.Με στήριξες στα βράδια δίχως αύριο.Δεν έκλεισες τα αυτιά στις δυνατές κραυγές μου.Έδωσες αγκαλιάς θέρμη και ζεστασιά στην απόγνωση.Με έσπρωξες στη δίκαιη ανταμοιβή της προσπάθειάς μου.Πήρες το ρίσκο της φυγής, έφυγες μοναχικά, δεν άπλωσες το χέρι.

Γύρισα... αλλά... δεν σε βρήκα πουθενά.

Αφορισμός

Ο ίδιος ο Θάνατος είναι η μοναδική όψη της δικαιοσύνης πάνω στη γη.Ο τρόπος και ο δρόμος προς αυτόν αντικατοπτρίζει τις πολλές όψεις της αδικίας στην ανθρώπινη ζωή.

Η Μαριάννα Καπετανίδου ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι μεταφράστρια και καθηγή- Zτρια ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές θεωρητικής και εφαρμοσμένης γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.

Page 49: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

47μύρτιλο τεύχος 2

Εν αντιθέσει

Στην απόμακρη ματιά της ψυχήςτο βάθος του πελάγου τηςπνίγει τη δύναμη της θέλησης.

Αγέρωχα κοιτώντας το μέλλονστο δάκρυ της σιωπήςκλείνεται το σήμερα.

Πλανώμενος στο θάρρος της απάρνησης του ψεύτικουχάνεται ο δρόμος της καρδιάςπρος τ’ αληθινό.

Δαμάζοντας τους ώριμους καρπούς του μυαλούβροχή αντιθέσεων στάζουν στο πρόσωπο.

Στα άπειρα θέλω της μοναξιάςαμέτοχος μένει κανείςστις προσφορές.

Το άπλετο φως της αλήθειαςτυφλώνει τα βλέμματατων χαμαιλεόντων.

Πληρώνοντας το τίμημα του άδικου πόνουη ματιά απομακρύνεταιαπ’ τα μονοπάτια της χαράς.

Ελάτε μαζί μας, είναι ωραίο το ταξίδι μειστιοφόρο στη Μεσόγειο, στον Ινδικό, Ειρηνικό κι Ατλαντικό, πιο πέρα ίσως...ρωτάτε το γιατί...ήτανε κάποτε αλλιώς, όλα απόμακρα και χωρισμένα,να ’μαστε τώρα πια κοντά,ηγεμονίες και αρχές, πίσω, μακριά αφημένα.

Page 50: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

48μύρτιλο τεύχος 2

Ελένη Τσεκούρα

Κλειστό κύκλωμα

Μητέρα, θυμάσαι τη θεία Πένι; Ήταν τι; Έξι χρόνια μεγαλύτερή σου και μοιρα-ζόσαστε το ίδιο λευκό αυτοκρατορικό δέρμα, τα ίδια κοφτερά πράσινα μάτια, τα ίδια μαύρα άγρια μαλλιά (τραγούδια που θα σας άξιζαν απ’ τους παλιούς

τους άνδρες!) Μόνο που εσύ πάντα θα επεσήμαινες κάθε φορά που θα τη βλέπαμε ότι είχε γεράσει πάρα πολύ γρήγορα, παρά την υπερλούξ ζωή που είχε απολαύσει, μη έχο-ντας γεννήσει παρά μόνο ένα πεθαμένο μωρό με δυο λειψά χεράκια. Μόνη εσύ είχες κληρονομήσει τη σφριγηλότητα και την καλή υγεία της γιαγιάς και την πόζα της.

Θυμάσαι πώς ερχόταν κάθε Παρασκευή να με πάρει από το χέρι και να με επιδει-κνύει σαν κόρη της, καθώς προωθούσε παράνομα ουίσκι από το αεροδρόμιο; Το ‘χω πει χίλιες φορές και θα το ξαναπώ: το εμπόριο έχασε τόσα πολλά χωρίς εσάς τις δύο. Το θυμάσαι πώς με κρατούσε σφιχτά ψιθυρίζοντας «θα πεις ότι αγαπάς τη θεία σου πιο πολύ απ΄ όλους, πιο πολύ απ΄ τη μαμά σου. Θα λες ότι εγώ είμαι η μαμά σου». «Αλ-λά, θεία, είναι αυτό σωστό; Είναι αυτό αλήθεια;» «Σκάσε!» (το αγαπημένο της κομπλι-μέντο που το φιλοδωρούσε στους πραγματικά αγαπημένους της, εμένα και τον άντρα της) «Φυσικά και είναι! Η Αγάθη δεν θα το μάθει ποτέ!» Κι εγώ υπάκουα και μιλούσα με τη φωνή της και εκείνη σου έλεγε όταν με κουβάλαγε σπίτι: «Στην έφερα! Πάλι εί-πε ότι αγαπά εμένα. Εμένα περισσότερο. Περισσότερο από σένα. Ξανά!» Έσκαγε στα γέλια και συ τρελαινόσουνα, όλη κόκκινη φουντωμένη στα μάγουλα, αλλά ακόμη συ-γκροτημένη, και ρωτούσες απαλά «είναι αλήθεια αυτό, παιδί μου;» Έγνεφα ναι και με κατακεραύνωνες με το βλέμμα, αυτό το βλέμμα που ‘ταν χειρότερο κι απ’ το να με σπάσεις στο ξύλο με τη ζώνη. Κι η θεία Πένι γινόταν καπνός και την κοπάναγε, όπως συνέβαινε πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Και παρά την τιμωρία στο δωμάτιο χωρίς φαΐ για το βράδυ κι όλη τη σιωπή που ακολουθούσε για ένα εικοσιτετράωρο, περίμε-να με λαχτάρα την επόμενη φορά που θα ξαναέπαιζα αυτό το παιχνίδι ή που εκείνη θα ερχόταν να με πάρει για Σαββατοκύριακο με τον θείο στο σπίτι τους να βλέπου-με κασέτες με παλιές ταινίες νουάρ και να ακούσουμε μουσική. «I found my thrill on blueberry hiiiiiill...»

Mητέρα, θυμάσαι; Ήταν ψηλή και χοντρή και είχε ένα τεράστιο κόκκινο σημάδι από γεννησιμιού της στο δεξί μπράτσο και μεγάλες ελιές διάσπαρτες στο πρόσωπο. Δεν θύμιζε σε τίποτε την ασπρόμαυρη καλλονή με τη μέση δαχτυλίδι και τα φουρό, που χαμογελούσε τσαχπίνικα στις φωτογραφίες της τραπεζαρίας πάντα μόνη. Και πα-ρόλο που ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο –εγώ τη φθονούσα γι’ αυτό– και είχε παντρευτεί δυο υπέροχους άνδρες που τη λάτρευαν –εσύ τη φθονούσες γι’ αυτό– και είχε λεφτά

Η Ελένη Τσεκούρα γεννήθηκε και ζει στη Δραπετσώνα. Z

Page 51: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

49μύρτιλο τεύχος 2

και σπίτια και όλα τα συμπράγκαλα, εκείνη ήταν πραγματικά ευτυχισμένη μόνο με τη γιαγιά στο πατρικό σας, στο χωριό, το τελευταίο σπίτι στο βουνό, όπου έψηναν μήλα και σούβλιζαν αρνιά και περπατούσε ξυπόλυτη με ένα ξεφτισμένο, βαμβακερό άσπρο φουστάνι κατευθείαν από τη δεκαετία του ‘50. Τη θυμάμαι να κρεμιέται από δέντρα και να σκέφτομαι «τώρα, ναι, φαίνεται νέα» –και όντως φαινόταν– και, μάλιστα, τόσο νέα που ήταν οδυνηρό και για σένα και για μένα –παραδέξου το πια!– να την κοιτάμε. Αυτό ήταν και το φουστάνι που ήθελε να τη θάψουμε.

Μητέρα, θυμάσαι; Όταν την πήραμε σπίτι μας και πέθαινε από καρκίνο και πια δεν μοιραζόσαστε τίποτε πέρα από το κοινό σας επίθετο, καθώς τα μαλλιά της είχαν πέ-σει, το δέρμα είχε καταστραφεί και τα μάτια της έβλεπαν θολά, ζήτησε εσένα κι εμέ-να και όταν μας άρπαξε τα χέρια με μια δύναμη ακατανόητη, είπε «Αγάθη, να με πά-τε στο χωριό και να με θάψετε εκεί με το λευκό μου φουστάνι κι εσύ, παιδί μου, όταν σε ρωτήσουν στην κηδεία να πεις ότι με αγαπάς πιο πολύ απ’ όλους – ακόμη κι από τη μαμά σου». Καμιά από τις επιθυμίες της δεν εκπληρώθηκε. Θάφτηκε δέκα τετρά-γωνα από το σπίτι της μέσα σε ένα κοκτέιλ ροζ σατέν φόρεμα, κι εγώ δεν χρειάστηκε να δηλώσω σε κανέναν πόσο την αγαπούσα. Δεν ήμουνα στην κηδεία – δεν έχω πά-ει στον τάφο της ποτέ ώς τώρα.

Το φουστάνι εξαφανίστηκε μυστηριωδώς την επομένη και αναζητείται ακόμα.

Page 52: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

50μύρτιλο τεύχος 2

Γιάννης Κισκήρας

Περσείδες

Βαρύθυμα, µε τα µάτια κολλημένα στο χώμα,σκάβοντας για όνειρα –προνόμιο της αθωότητας των νιάτων–κι όλο ανακαλύπτοντας τύψεις, ενοχές και λάθη,αποξεχάστηκα κι ύψωσα ικέτης τα µάτια στη βλοσυρή γαλήνη των άστρων.Μόλις που πρόλαβα έναν μοναχικό Περσείδη,τη µακρόσυρτη ασηµί ουρά του, σαν το φλόγινο µονοπάτι που οδηγείστην πυριτιδαποθήκη.

Οδός Θερμοποτάμου

Η οδυνηρή οµορφιά του κόσµου που ανανεώνεται,τα δηλητήρια και τα µαύρα σκοτάδια,το διψασµένο κορίτσι που καταπίνει λαίµαργα νερό,το αφηρηµένο αγόρι µε το καλάµι του ψαρέµατος.Στην οδό Θερµοποτάµου, λιωµένος υδράργυροςοι µορφές ξανά και ξανά πλάθονταικι οι ψυχές, αιώνιες κι ανάλαφρες σαν πεταλούδες,πέρα απ’ τον χρόνο και τη συµβουλή της παντοδύναµης ανάγκης.

Ο Γιάννης Κισκήρας γεννήθηκε στη Λαμία το 1966. Σπούδασε Αγγλι- Zκή Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπου-δές στις Σύγχρονες Λογοτεχνικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Lancaster. Φωτογραφίες και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και στο περιοδικό ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ. Από το 1996 εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ως καθηγητής Αγγλικών. Τα ποιήματα ανήκουν στη συλλο-γή του με τίτλο «Πολυπαράδεισος» (1997-2012).

Page 53: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

51μύρτιλο τεύχος 2

Ευτυχισμένοι άνθρωποι

Ευτυχισμένοι οι άνθρωποι που αντλούν απ’ την πυρακτωμένη γη τη δύναµή τους,που η αιώνια θάλασσα στο μαξιλάρι τους αναπνέεικι η λάβα των οστών τους τιμώντας αρχαίους προγόνουςαγκαλιάζει τα βάσανα όλων των ανθρώπων,τα βάσανα του εαυτού τους, ώσπου σαν το ξεραμένο αμπελόφυλλο ν’ αποχαιρετήσουντη ζωτική πηγή για το άγνωστο,την αρχέγονη εγκυµονούσα µήτραπου αναγεννάει το καινούριο φως του κόσµου.

Κυνηγημένοι πρωτόπλαστοι

Τροµαγµένοι, σαν κυνηγηµένοι πρωτόπλαστοι,κάτω από γκρίζους ουρανούς λαιµητόµους,τα ποτήρια µας µαύρες τρύπεςπου ρουφάνε το φως,µε γυµνές πατούσες ακροβατούµεσε σπασµένα γυαλιάκι η παγωνιάδίχως τη γλύκα του χιονιού, δίχως το χάδι της βροχής,διαβρώνει το κορµί µας.Αυτά που χάσαµε πρέπει να ξαναβρούµεκι αυτό που δεν γνωρίσαµεπρέπει να σκάψουµε βαθιάκαι να βρεθούµε µέσα του.Κι όταν τον εαυτό σου έχεις χάσει,είναι η ευκαιρία σου να τον ξαναβρείς– καινούριο.

Page 54: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

52μύρτιλο τεύχος 2

Μαίρη ΛακουμένταΤα πάνω... κάτω

«Ξυπνήστε, ξυπνήστε, γείτονες, φίλοι, συμπολίτες!» φώναξε ο Πέτρος μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα. Είχε ανοίξει το παράθυρο να αφουγκραστεί έναν πα-ράξενο θόρυβο που άκουγε εδώ και κάμποση ώρα μέσα στον ύπνο του.

Όταν όμως αντίκρισε ό,τι αντίκρισε, δεν πίστευε στα μάτια του. Έβαλε τις γροθιές στις κόχες και τα έτριψε με μανία, τα ανοιγόκλεισε και κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε να βεβαιωθεί πως δεν ονειρευόταν. «Δεν το πιστεύω», μουρμούρισε και τότε έβαλε τις φωνές.

Ο κόσμος ανάποδα βαλμένος! Ανάποδα τα σπίτια, ανάποδα τα δένδρα, ανάποδα τα αυτοκίνητα! Από τις φωνές, άρχισαν ν’ ανάβουν σιγά σιγά τα φώτα των σπιτιών.

«Ε, κυρ Πέτρο, τι συμβαίνει;» φώναξε ο γείτονας.«Βγες απ’ το σπίτι σου και θα δεις...» του απάντησε.Πάει ο γείτονας να βγει και πατάει στο σύννεφο. Aυτό δεν μπορεί να το καταλάβει ο

νους του ανθρώπου. Τα αναμμένα φώτα πλήθυναν και πολίτες με πιτζάμες ξεχύθηκαν στα σύννεφα. Πρόσωπα τρομαγμένα, παραμορφωμένα σαν είδωλα στο νερό. Πολλές γυναίκες φώναζαν και κάποιοι άντρες έτρεμαν. Όσο για τα παιδιά, έκλαιγαν όλα.

«Άκουσα τις ειδήσεις...» είπε ο γείτονας στον γείτονα, «έλεγαν πως κάτι παράξε-νο συμβαίνει με τον ουρανό και τη Γη. Οι επιστήμονες παρακολουθούν με προσοχή το φαινόμενο και ο κρατικός μηχανισμός είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε δύσκο-λη κατάσταση».

«Κυρ Πέτρο, είδες τι κάνει ο βομβαρδισμός της σελήνης; Να τα αποτελέσματα τώ-ρα. Τι νερό και κουραφέξαλα θέλουν να βρουν; Το παρόν επεμβαίνει στην ιστορία».

Το δελτίο ειδήσεων συνεχιζόταν.«Συνεχίζουμε με νεότερες πληροφορίες. Να προσέξετε τις αστραπές, ακόμη και

τις μικρές! Με επισταμένη περίσκεψη και σεβασμό στην κοινή λογική, κρατώντας επι-φυλακτική στάση, σας λέμε ότι η όλη κατάσταση μπορεί να φέρει ωφέλειες, αλλά μπο-ρεί και να ενισχύσει την απειθαρχία...»

Κουβέντες που το νόημά τους καταλάβαιναν και δεν καταλάβαιναν, τόσο αβέβαιες που άλλος νόμιζε πως ήξερε και άλλος έκανε πως τάχα ήξερε και εξηγούσε στον τρίτο.

«Εγώ θα ταξίδευα με αεροπλάνο σήμερα για Ρουμανία», είπε η Νίκη με τα μπικου-τί στο κεφάλι. «Έχω επαγγελματικό ραντεβού. Δεν γίνεται να το ακυρώσω».

Η Μαίρη Λακουμέντα είναι συγγραφέας και έχει εκδώσει το βιβλίο «Ίσως Zναι... ίσως όχι...», δύο νουβέλες, (εκδ. Οσελότος, 2011). Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

Page 55: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

53μύρτιλο τεύχος 2

«Θα βάλουν στα αεροπλάνα πέδιλα του σκι και θα γλιστρήσουν επάνω στα σύννε-φα», βρήκε τη λύση ο Κώστας. «Το είπε η τηλεόραση! Ο κρατικός μηχανισμός επαγρυ-πνά! Τα ραντεβού είναι σημαντικά, δεν μπορεί το κράτος να τ’ αφήσει έτσι!»

«Οι νυχτερίδες θα κοιμούνται πλέον όρθιες», μπήκε στη συζήτηση ο Γρηγόρης. «Οι άνθρωποι θα κοιμούνται σαν τις νυχτερίδες», είπε ο νεαρός με το σιδερωμένο ίμο μαλλί που καθόταν στο απέναντι παγκάκι.

«Προσωπικά, δεν ταράχθηκα καθόλου μ’ όλα αυτά», είπε ο Πέτρος, δείχνοντας προ-σποιητή ψυχραιμία. «Αυτό που με απασχολεί είναι μια έλλειψη τάξης στα σύννεφα. Γε-νικά, δεν μου αρέσει η ακαταστασία». Θυμήθηκε τον Άτλαντα, αυτόν που είχε το κα-θήκον να κρατά τη Γη στις πλάτες του γιατί αλλιώς θα έπεφτε. Μήπως θύμωσε με τις “καλοσύνες μας” και τη γύρισε ανάποδα; Τώρα τελευταία ούτε καν τον θυμόμαστε τον καημένο... Ίσως, πάλι –μάνα η Ευρώπη– ταράχτηκε με την τύχη των παιδιών της και έσκυψε στοργικά από πάνω τους.

«Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες», ακούστηκε η φωνή του παρουσιαστή κάπως στριγ-γή. «Οι βρικόλακες έπαψαν να ρουφούν αίμα, αντίθετα χαρίζουν το δικό τους σε αν-θρώπους που το χρειάζονται. Επιτέλους, λύθηκε το πρόβλημα των μεταγγίσεων!»

Ο δημοσιογράφος έθεσε ερώτημα για τους καταρράκτες της Έδεσσας. «Οι καταρ-ράκτες της Έδεσσας αποτελούν, βέβαια, ένα θέμα. Είναι άλλο πράγμα ένας καταρρά-κτης στον ανοικτό ουρανό! Όπως μπορεί όλος ο κόσμος να δει, φαίνεται η αρχή του, αλλά δεν ξέρει κανείς που είναι το τέλος του. Ακριβώς όπως συμβαίνει με τη ζωή», πα-ρατήρησε. «Συνεχίζουμε με το πρόγραμμά μας».

«Ε, κυρ Πέτρο», του φώναξε ο Μιχάλης που είχε βγει στην αυλή πατώντας σε ένα αφράτο σύννεφο, «άκουσα ότι από πολιτικής πλευράς το πρόβλημα συζητιέται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την Αμερική. Νομίζω ότι, αν και η Ρωσία δεν έχει ελ-πίδες να ασκήσει αποφασιστική επιρροή, ένα τέτοιο ζήτημα δεν θα μπορούσε να λυ-θεί χωρίς τη συμμετοχή της. Το απίστευτο αυτό φαινόμενο αμφισβητεί όλους τους φυ-σικούς νόμους που κυβερνούσαν τη Γη μέχρι σήμερα!»

«Οι πατάτες θα φυτρώνουν μέσα στη γη ή απ’ έξω;» ρώτησε κάποιος. Πρέπει να ήταν ο μανάβης της κεντρικής πλατείας με τα τσιγκελωτά μουστάκια. Εδώ πρέπει να απαντήσουν οι επιστήμονες, δεν χωρά αμφιβολία. Η γριά γκρινιάρα τής πέρα γειτο-νιάς δεν μιλούσε καθόλου. Έκανε συνέχεια τον σταυρό της και μουρμούριζε προσευ-χές. Μόνο το λιβανιστήρι δεν είχε βγάλει από το εικονοστάσι να λιβανίσει το σύννεφο.

«Οι γάτες πού θα σκαρφαλώνουν τώρα;» ακούστηκε η φωνή κάποιου φιλόζωου. Πραγματικά, αν παρατηρούσε κανείς, θα έβλεπε τους σκύλους της γειτονιάς σχεδόν υπνωτισμένους, με το κεφάλι κατεβασμένο και το τρίχωμα σηκωμένο, σαν να επρό-κειτο να αντιμετωπίσουν αγέλη λύκων.

Έκτακτο δελτίο πάλι στην τηλεόραση και όλων η προσοχή ακούμπησε εκεί.«Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για να σας ανακοινώσουμε ότι οι πολιτικές δια-

πραγματεύσεις, οι διπλωματικοί ελιγμοί και οι διαβουλεύσεις σε γραφεία και διαδρό-μους παγώνουν μέχρι νεωτέρας. Πρέπει όλοι να παραδεχτούμε ότι δεν είναι εύκολη η διατήρηση της ψυχραιμίας. Είναι σοβαρό το ενδεχόμενο να υπάρξει μέχρι και τρο-μοκρατική επίθεση, όταν είναι γνωστό σε όλους ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, μαζί με

Page 56: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

54μύρτιλο τεύχος 2

το κτήριο όπου συνεδριάζει, αλλά και ο δρόμος, η πόλη, η χώρα, όλα βρίσκονται ανά-ποδα. Αναμένουμε εξελίξεις».

Ειπώθηκαν τόσες διαδόσεις, ώστε μια είδηση παραπάνω, έστω και αληθινή, δεν θα μπορούσε να φέρει μεγαλύτερη σύγχυση. Ωστόσο υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι δεν τα έλεγαν όλα, μα και όσα έλεγαν δεν τα έλεγαν ξεκάθαρα. Ήταν φανερό ότι σο-βαρότερες έγνοιες τυραννούσαν το μυαλό των αρχών.

Φυσικά δεν έλειψαν και οι καχύποπτοι. «Είναι δυνατόν να έχει γυρίσει η Γη ανάπο-δα;» έλεγαν και άπλωναν τα χέρια τους για να πιαστούν τάχα από κάπου. Πάντως τί-ποτα δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την εικόνα που μεταδόθηκε μέσω δορυφόρου. Η φωτογραφία από τόσο μεγάλο ύψος έδειχνε καθαρά το μέγεθος του φαινομένου. Ευτυχώς, σιγά σιγά η πίεση της κοινής γνώμης άρχισε να μειώνεται και ο κόσμος στα-μάτησε να κάνει τόσες ερωτήσεις. Οι πολίτες αρκέστηκαν στους έμμεσους ή άμεσους υπαινιγμούς των δημοσιογράφων που με βαρύγδουπους τίτλους δήθεν ξεδίπλωναν το ανεξιχνίαστο συμβάν.

Ώσπου, ξαφνικά, εδώ-εκεί, βουητό μεγάλο! Νταααν, ακούστηκε ένας ήχος σαν κι-νέζικο γκονγκ. Σε λίγο έγινε πιο οξύς: ντιιιν. Ήταν τόσος δυνατός που όλος ο κόσμος έτρεξε στα σπίτια να γλυτώσει τα αφτιά από μόνιμη βλάβη. Ο Πέτρος έβαλε τα χέρια στο κεφάλι για να μην τρελαθεί και μπήκε μέσα κι αυτός. Πόση ώρα έμεινε έτσι εκεί, δεν μπορούσε να ξέρει. Κάποια στιγμή όλα απόχτησαν μια γαλήνη. Μια απέραντη ησυχία απλώθηκε παντού. Ο Πέτρος, μόλις συνειδητοποίησε ότι τα μελίγγια του στα-μάτησαν να πονάνε, κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι και δειλά δειλά βγήκε έξω. Ω, τι θαυμαστό! Ως διά μαγείας, ο κόσμος βρισκόταν πάλι από την καλή, στην πρωταρ-χική του θέση δηλαδή. Κανονικά τα σπίτια, κανονικά τα δέντρα, κανονικά τα αυτοκί-νητα! Η τηλεόραση, ανοιχτή ακόμη, είχε έκτακτο δελτίο.

«Αγαπητοί συμπολίτες, για άλλη μια φορά, η κρατική μηχανή λειτούργησε, με αποτέλεσμα να επιστρέψει η ζωή μας στους κανονικούς της ρυθμούς».

Μερικοί ήδη γελούσαν, χτυπούσαν τα χέρια τους και γιόρταζαν το γεγονός λες και ήταν δικό τους κατόρθωμα.

Ο Πέτρος δεν άντεχε αυτές τις εγκεφαλικές ακροβασίες. Σκούπισε τον ιδρώτα του και σκέφτηκε τις συνέπειες του γεγονότος. Τις κοινωνικές και πολιτικές, τις οικονομικές και πολιτιστικές, χωρίς να παραβλέψουμε και τις ψυχολογικές, στις οποίες δεν δίνουμε πάντα την πρέπουσα προσοχή. Μπήκε στο δωμάτιό του κάπως πιο ήσυχος. Ξάπλω-σε και τράβηξε τα σκεπάσματα μέχρι τα μάτια. Λίγες στιγμές πριν τον πάρει ο ύπνος, η σκέψη του συγκεντρώθηκε παράλογα στην αναζήτηση της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο ορατό –ή σε αυτό που μας προβάλλουν– και στο μη ορατό. Όποιος όμως και να εξέταζε αυτή την προσέγγιση, γρήγορα θα κατέληγε στο προφανές συμπέρα-σμα ότι δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την περίσταση. Από τη μια στιγμή στη άλλη, σχε-δόν σαν από θαύμα, η αρμονία είχε επιστρέψει και η φωνή του παρουσιαστή συνέχι-σε να νανουρίζει τον Πέτρο: «Ο κρατικός μηχανισμός επαγρυπνά...»

Page 57: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

55μύρτιλο τεύχος 2

Χρύσα Μιχαλοπούλου

Έξω από τη σφαίρα της Γης

Έξω από τη σφαίρα της Γηςαπομνημονεύω τους αιώνες,αρχαίους τρανούς φιλοσόφους, αθάνατους μικρούς θεούς.

Απαθανατίζω ανεπανάληπτες εποχές,θυσιάζομαι αμερόληπτη στις αγάπες,ερημώνομαι στην παράδοση των λαών.

Συγκρούομαι με τα κράτη, γυμνώνομαι από πάθη.Ταξιδεύω ξυπόλυτη στο άτεχνο μέλλον,στο άκοσμο παρόν.Δεν ζω στο παρελθόν, υπάρχω σε ιστορίεςδύσεων και ανατολών.

Ύστερα, πάλι, γυρίζω στην άτοπη ψευδαίσθησητου χρόνου και γράφω με πέναγια του κόσμου την άγνοια και την οργή.

H Χρύσα Μιχαλοπούλου γεννήθηκε στη Γερμανία από μετανάστες Θεσσαλούς Zγονείς. Είναι αυτοδίδακτη ζωγράφος, ποιήτρια και φωτογράφος. Έχει συμμετάσχει σε πολλές εκθέσεις, ατομικές και ομαδικές. Δημοσιεύει κατά καιρούς ποιήματά της στο περιοδικό Τεχνών, Λόγου και Επιστημών της ΟΥΝΕΣΚΟ, όπου είναι μέλος. Επί-σης έχει δημοσιεύσει στη σελίδα του facebook «Ποίηση και Λογοτεχνία». Είναι έγ-γαμη και μητέρα τεσσάρων παιδιών.

Page 58: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

56μύρτιλο τεύχος 2

Γιάννης Καμπουρόπουλος

Αναμνήσεις μέσω GPS

ΟΜέρικ Ντόιτ είναι ένας αποφασιστικός άνδρας. Χωρίς πολλές κουβέντες, κά-νει αυτό που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, στον χρόνο που χρειάζεται. Φο-ρά τη στολή του όπως προβλέπεται. Παίρνει μαζί του την προβλεπόμενη από

την υπηρεσία μικρή βαλίτσα. Ακριβώς. Ο Μέρικ Ντόιτ είναι άνθρωπος που λατρεύει την οργάνωση. Γι’ αυτό δεν πέφτει ποτέ έξω στη δουλειά του.

Η Υπηρεσία τον χρειάζεται. Τον πληρώνει πολύ καλά. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να μεταταχθεί από την Υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονι-

κού Εγκλήματος στην Επιθεώρηση Προσθετικής Τεχνητής Νοημοσύνης.Σήμερα, στα γενέθλιά του, έχει αποφασίσει να το γιορτάσει, μιας και η πρωτεύου-

σα της Ολλανδίας προσφέρει υπέρ το δέον δυνατότητες για μια αξέχαστη βραδιά. Η συνεργάτιδά του, Μέλια Βάντερχοχ, κατεβαίνει μαζί του τα σκαλιά της Υπηρεσί-

ας στη λήξη της βάρδιας τους. Έχει κάθε λόγο να είναι χαρούμενη. «Συνάδελφε, ας πάμε προς το κέντρο, στις συνοικίες με τα μπαρ. Σου έχω μια έκ-

πληξη...» Ο Μέρικ της έριξε μια κοφτή ματιά. «Έχω το πλάνο μου».«Άσε με, τουλάχιστον, να δοκιμάσω!» του έκανε χοροπηδώντας ελαφρώς. «Θα πάμε πρώτα εκεί που θέλω εγώ. Εντάξει, συνάδελφε;» Επίτηδες βάρυνε τη φωνή του. Η Μέλια δεν επέμεινε. «Εντάξει, εσύ είσαι το αφεντικό σήμερα. Μια φορά γίνεσαι σαράντα χρονών...»

Το δρομάκι έχει αλλάξει από τότε που ο Μέρικ ήταν παιδί. Τότε είχε πλακόστρω-τες πέτρες, βαλμένες σε πολύ όμορφη στοίχιση. Τώρα έχει δάπεδο από μέταλλο και δεκάδες χιλιάδες πηνία, καλυμμένα με καουτσούκ. Επάνω του κινούνται τα νέα ποδή-λατα των Ολλανδών με τις μαγνητικές ελλειψοειδείς ρόδες.

«Τουλάχιστον, έπαψε η φασαρία...» μουρμούρισε ο Μέρικ μειδιάζοντας. «Το προτιμώ!» ανταπάντησε η Μέλια.

Ο Γιάννης Καμπουρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδα- Zσε ηχολήπτης κινηματογράφου. Γράφει επιστημονική φαντασία, ενώ παράλληλα με τις συγγραφικές του ασχολίες, είναι μου-σικός και τραγουδιστής. Έχει δική του επιχείρηση παραγωγής ηχοβιβλίων (audio books) www.ikkproductions.com, ενώ τε-λευταία έχει ξεκινήσει τη συγγραφή σεναρίων κινηματογράφου. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορούν οι 3 τόμοι της τριλο-γίας του «Μπόραθ, Το μυστικό όπλο». Διατηρεί το ιστολόγιο: borathsecretblog.blogspot.com

Page 59: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

57μύρτιλο τεύχος 2

Κατέβηκαν από το ταξί μάρκας HONDA που διέθετε αυτόματο οδηγό τελευταίας τεχνολογίας. Πλήρωσε ο Μέρικ με την πιστωτική του.

Ο άνδρας και η γυναίκα προχώρησαν προς ένα άλλο στενό δρομάκι, για πεζούς αυτή τη φορά. Ετούτο διατηρούσε ακόμη τις πέτρες του.

Μπήκαν σε μια καφετέρια και ο Μέρικ προχώρησε πρώτος. «Σε καφέ; Στα γενέθλιά σου;» κάγχασε η Μέλια. «Σταμάτα!» Ο Μέρικ πλησίασε έναν άνδρα. Φαινόταν χαρούμενος. Έπαιζε ένα παιχνίδι σε φο-

ρητό playstation. «Πέτεχ! Να σου πω;» τον διέκοψε. «Ω, κύριε επιθεωρητά!» φώναξε ευδιάθετα ο άνδρας με το κίτρινο μαλλί και το πα-

ράξενο αλλά φιλικό βλέμμα. «Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω. Τι μπορώ να κάνω;» ρώτη-σε και σηκώθηκε από τη θέση του.

«Θέλω να φέρεις την καλύτερη μπίρα στο πάτιο, επάνω. Σήμερα θέλω να είναι πα-ρούσες και η Χίλντα μαζί με τη Σάρα. Θέλω να κλείσω όλο τον χώρο. Έχω γενέθλια».

«Ω! Να τα εκατοστήσεις, αδερφέ μου!» Τον αγκάλιασε. Ο Μέρικ μόρφασε ελαφρά. Έβγαλε από την τσέπη του ένα ραβδά-

κι σαν στυλό και το πλησίασε γρήγορα μπροστά στο πρόσωπό του. Το στυλό άφησε έναν υψίσυχνο τόνο.

«Πέντε μπουκάλια. Φτάνει, Πέτεχ!»Ο Πέτεχ αναστέναξε βαριεστημένα.«Ε, κι εσύ! Από τότε που έγινες Κυβερνητικός, όλο διατυπώσεις και επιπλήξεις! Και

πόσο γίνεσαι;» «Σαράντα». «Βλέπεις; Σαράντα χρόνια, μετά πενήντα, μετά εξήντα και μετά... countdown. Γλέ-

ντησε λιγάκι!» Ο Μέρικ τον αγνόησε. «Εντάξει;» «Ναι, είπαμε! Τι ώρα θες;» «Στις επτά».«Έγινε!» Ο Μέρικ στράφηκε στη Μέλια. Χαμογέλασε. «Μέλια, σε αφήνω για λίγο στη συντροφιά του Πέτεχ. Επιστρέφω αμέσως!»

Ευτυχώς, οι τουαλέτες ήταν άδειες εκείνη την ώρα. Οι ζυθοπότες συμπατριώτες του δεν είχαν ακόμη αφομοιώσει τις μπίρες τους. Κλείστηκε αθόρυβα μα κάπως βιαστικά μέσα σε ένα σεπαρέ, κρατώντας τον χαρτοφύλακά του. Έκλεισε κι ασφάλισε την πόρ-τα. Άνοιξε με τρεμάμενα χέρια τον χαρτοφύλακα. Έβγαλε γρήγορα ένα καλώδιο οπτι-κής ίνας, ενώ με το άλλο χέρι ψηλάφησε το κεφάλι του. Τα πυκνά του μαλλιά ήταν πά-ντα πολύ φροντισμένα. Τώρα, όμως, τον δυσκόλευαν.

Τέλος, βρήκε αυτό που έψαχνε. Έφερε το καλώδιο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και το σφήνωσε σε κάτι σαν εξόγκωμα. Αμέσως τεντώθηκε προς τα πάνω. Μια οθόνη αναδύθηκε από τον χαρτοφύλακά του και μια οπτική κονσόλα ελέγχου φάνη-κε εμπρός του.

Page 60: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

58μύρτιλο τεύχος 2

«Υποκείμενο: Μέρικ Ντόιτ. Αύξων αριθμός: 001. Κατάσταση: Ενεργή. Παρακαλώ θέ-σατε ενέργεια», ακούστηκε μια προμαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή.

Ο Μέρικ πάτησε ένα κουμπί στο πληκτρολόγιο. «Επίπεδο Πληροφοριών: Πρώτο. Αύξων αριθμός ημέρας λειτουργίας: 3.650. Καμ-

μία σημείωση. Παρατηρήσεις: Τεσσαρακοστά γενέθλια οργανικού υποκειμένου. Ηλικία επιθημάτων: 3.650. Συνδυαστική: Καλώς. Αναμείνατε για συνέχεια...»

Ο Μέρικ συνέχισε να κοιτάζει με διεσταλμένα μάτια. Ο υπολογιστής συνέχισε αυ-τόματα αλλάζοντας σελίδα. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα τοπίο καταπράσινο, ενώ ήχοι διαπερνούσαν το κρανίο του μέσα από το οπτικό καλώδιο.

Τώρα η φωνή μιλούσε μέσα στον εγκέφαλό του. «Στις εξοχές εκείνες του Όλντενμπουργκ γνωρίσατε τη χαρά της ζωής και τη χα-

ρά του έρωτα. Ήσασταν δώδεκα χρόνων. Η γυναίκα που πρωτοφιλήσατε λεγόταν Μα-ρίε Ζόε Φάντερμπερχ. Διήρκεσε δέκα λεπτά. Ύστερα περπατήσατε χέρι με χέρι. Παρα-τηρούσατε τα μάτια της που ήταν εστιασμένα στα δικά σας. Σας άρεσε. Την αφήσατε σπίτι της».

Η εικόνα τώρα άλλαξε, φανερώνοντας ένα αστικό τοπίο. Μια παρέα νέων γλεντού-σε σε κάποιο τυπικό φοιτητικό διαμέρισμα.

«Στα δέκατα όγδοα γενέθλιά σας, μεθύσατε. Πέσατε σε κώμα, αφού προηγουμέ-νως τραγουδήσατε τον ύμνο των Οράνιε πέντε φορές. Σας μετέφερε η σημερινή συ-νάδελφός σας, Μέλια Βάντερχοχ, στο Νοσοκομείο του Άμστερνταμ».

Η εικόνα άλλαξε πάλι. Τώρα φάνηκε ένας τόπος με σπασμένα γυαλιά και συντρίμ-μια μαγνητικού αυτοκινήτου.

«Στα τριακοστά γενέθλιά σας, μια βλάβη στον επαγωγέα κατεύθυνσης του οχήμα-τός σας προκάλεσε εκφυγή από την πορεία του. Συγκρουστήκατε με το μαγνητικό τραμ και μεταφερθήκατε εγκεφαλικά νεκρός στο Νοσοκομείο του Άμστερνταμ. Η υπόθεση θεωρείται Άκρως Άκρως Απόρρητη και προστατεύεται από τον ευρωπαϊκό νόμο περί Ασφάλειας Πληροφοριών Βιο-ιατρικής Υψηλής Τεχνολογίας, καθώς και από τον νόμο 1532/Α του ολλανδικού Υπουργείου Εσωτερικών. Τέλος εκπομπής».

Η οθόνη επανήλθε στην αρχική κονσόλα. Ο Μέρικ άφησε να κυλήσει ένα δάκρυ...

Στη σύναξη υπήρχε ευχάριστη διάθεση. Η μπίρα έρρεε άφθονη και οι λιγοστοί καλεσμένοι αντάλλασσαν κουβέντες χαμογελώντας ή πειράζοντας ο ένας τον άλλο, λέγοντας περιστασιακά και κουβέντες πιο προσωπικές. Ο Μέρικ, σοβαρός αλλά εμ-φανώς ικανοποιημένος, συνομιλούσε με κάποιον φίλο. Στην παρέα της Μέλια, η συ-ζήτηση είχε εμβαθύνει. Ένας άνδρας, κρατώντας τσιγάρο κάνναβης και μια μπίρα AMSTEL βιολογικής παραγωγής, μιλούσε κάπως έντονα:

«Γιατί δεν τους ξέρουμε; Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μας αποκαλύπτει ποιοι εί-ναι; Θα ήταν κακό αυτό; Δηλαδή, αν ήταν κλώνοι, δεν θα είχε βγει το CNN ή το BBC να μας το κοπανάει κάθε μέρα; Ακόμη και Big Brother θα κάνανε!»

Η Μέλια τον άκουγε σκεφτική. Μια άλλη γυναίκα, που κρατούσε το χέρι του φίλου της μέσα στα δικά της, απάντησε πρώτη.

(συνεχίζεται)

Page 61: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

59μύρτιλο τεύχος 2

Λ. Μ. Βάκχος

Μετενσάρκωση

Πύριν’ ατσάλι το σπαθί στα χέρια μου που είχαέσκισ’ αμέτρητες πληγές μ’ αυτό πάνω στον χρόνο.Για την αγία αγάπη της έσκυψα το κεφάλι, αμάρτησα,φόρεσα στέμμα χάλκινο, χρυσό κι από ασήμι.Στα δάση έζησα γι’ αυτήν σαν άγριο λιοντάρι.Τους ουρανούς διέσχισα σαν λεύτερος αετός.Και στη μητέρα γύρισα αμέτρητες φορές, με επιθυμία ζωντανή τη Γη να περπατήσω.

Ξέρω, ερωτεύτηκα θεά — μέχρι ο χρόνος να χαθεί το τίμημα πληρώνω.

Στάχυα του κάμπου για μαλλιά, τις θάλασσες για μάτια,βροχή αιώνια από φωτιά έβρεξες στην ψυχή μου.Ορκίζομαι να περπατώ ώσπου να δύσει ο κόσμοςστην αγκαλιά μου να σε βρω με την καινούργια ανάσα.Για τελευταία μας φορά καυτό φιλί σου δίνω.Και όπως κάθε μας φορά θα γεννηθούμε πάλι.

Πάντα, για άλλη μια φορά, θνητός θα παραμείνω.

Ο Λ. Μ. Βάκχος γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα. Ζει στα Εξάρχεια. Στο παρόν τεύχος Zδημοσιεύει κείμενό του για πρώτη φορά.

Page 62: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

60μύρτιλο τεύχος 2

Δημήτρης Ζαφείρης

Κλαίω σε πελάγη ευτυχίας

Τα σεντόνια είναι σατέν, έτσι; Κι άλλα, μεταξένια σε χρώμα κόκκινο. Kαι πράσινα, κίτρινα... Tα πιο πολλά είναι κόκκινα, στοιβαγμένα στα συρτάρια της ντουλάπας. Το σύγχρονο ραδιόφωνο παίζει κλασικά ακούσματα, αλλά και μονδέρνες μελω-

δίες σε ποπ και νεολαϊκά. Ένα ελαφρύ αεράκι εισβάλει στην κρεβατοκάμαρα με λευκά περιστέρια να πλανιόνται εδώ-εκεί. Ψηλαφίζω ένα ζεστό κομμάτι κοκορέτσι μεζέ με δύο τηγανητές πατάτες από την ασημένια πιατέλα δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι και στενάζω σε γνήσια υπαρξιακή αναζήτηση –αχ! Γκόμενες με ροκ attitude, έτσι; Μαύρα-κόκκινα κολάν και στους καρπούς ακριβά μπιχλιμπίδια, χορεύουν σε έγχρωμες οθόνες, σε ροζ περιγράμματα, σε παρέες καλλιτεχνών, ανάμεσα σε σποτ για σουπερμάρκετ– και οδη-γώ αμέριμνος στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Η φάση είναι μίλια μπροστά. Να ’μαι εδώ, γυμνός στον καθρέφτη, έρημος σε διακόσια τετραγωνικά, ανακατεύω μια παλιά ορθογραφία όπως κλάνω αμέριμνος μπροστά στις μεταξωτές κουρτίνες. Λέω, επανα-λαμβάνω σημαντικές σημειώσεις:

Πρέζα μου, πρέζα μου, πρέζα μου!Πρέζα μελαγχολική, πρέζα μου καθαρή και κοκαΐνη,πρέζα μου αγαπημένη, φούντα καλαματιανή,εσύ πρέζα, πρώτη άσπρη νύφη.

Έρχονται στιχάκια, αλλά είμαι αλλού, σε χρυσό wc, σε μπανιέρα με τα αφρόλουτρα μέσα. Σκύβω στα καινούργια πλακάκια και κλαίω, κλαίω πεθαμένες τύψεις σε διαμα-ντένια δάκρυα, γυρνώ στην κάμαρα με πεθαμένο εγώ, πατώ αποφλοιωμένες γαρίδες, ανασαίνω βαριά. Στα πόδια είναι η Αυγή τσαλακωμένη, γυρίζω στη σελίδα είκοσι εφτά για να διαβάσω τεχνοκριτικές.

Πρέζα μου, πρέζα μου!Αχ, πρέζα καθαρή και κοκαΐνη!

Κλαίω σε πελάγη ευτυχίας.

Πουτάνας γιος

Δεν τα μάζεψε όλα το συνεργείο της κατεδάφισης. Θα επέστρεφαν την επομένη για να καθαρίσουν τον χώρο όπως έπρεπε. Προς το παρόν είχανε μείνει μπάζα σκορπισμένα σε όλο το οικόπεδο, από τη μια άκρη στην άλλη, εκεί όπου μέχρι

πριν δυο μέρες έστεκε ετοιμόρροπη η μονοκατοικία του 1960.Στο κέντρο της εικόνας αυτής, ο πουτάνας γιος έκλαιγε απαρηγόρητος πάνω στα

τσιμεντένια χαλάσματα. Η κυρία Κατίνα βγήκε από το μίνι μάρκετ, διέσχισε τον δρό-μο και στάθηκε πίσω ακουμπώντας το χέρι της στην πλάτη του. «Παρηγορήσου, τζιέρι μου, όλα τελειώνουν μια μέρα των ημερών και όλα αρχινάνε πάλι από την αρχή».

Στράφηκε βιαστικά πίσω, γιατί έμπαινε πελάτης στο μαγαζί.

Page 63: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

61μύρτιλο τεύχος 2

Δυο Πακιστανοί άφησαν το καρότσι στο πεζοδρόμιο και όρμησαν αναζητώντας χαλκό από παλιούς σωλήνες και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσαν να πουλήσουν στη μάντρα. Με απορία είδαν τον πουτάνας γιο που έκλαιγε ακόμα, μια κοιτώντας κάτω τα χώματα και μια τον καλοκαιρινό ουρανό. Αφού δεν τους εμπόδισε, συνέχισαν τη δουλειά τους ακάθεκτοι.

Παραδίπλα κίνησε την προσοχή του η πεταμένη φωτογραφία της μεγαλύτερης αδελφής, που εγκατέλειψε το σπίτι στα δεκάξι για να παντρευτεί. Κτηματομεσίτης από την Καλαμάτα ήταν ο λεγάμενος και, έτσι, αυτή ξεκίνησε μια νέα ζωή. Δεν είχανε επι-κοινωνήσει από τότε, πέρασαν κοντά είκοσι χρόνια.

Δεν έσκυψε να μαζέψει τη φωτογραφία.Πήγε να κουνήσει, να πάρει δρόμο για την υπόγεια γκαρσονιέρα που νοίκιασε τρία

τετράγωνα παρακάτω, μα δεν γινόταν. Είδε ρίζες, σαν να ήταν ποτισμένες στο αίμα, να ξεπηδούν μέσα από το θρυμματισμένο μωσαϊκό που είχαν στην κουζίνα. Του τύλι-γαν τα πόδια, στην αρχή μέχρι τους αστραγάλους, μετά μέχρι τα γόνατα, σφιχτά. Πο-νούσε. Γέμισε με αγωνία στην ιδέα του εγκλωβισμού.

«Πουτάνας γιε», ανοιχτά, τον έλεγε μόνο ο νταβατζής της μάνας του, που μείνανε μαζί κάτω από την ίδια στέγη περί τα πέντε χρόνια, μέχρι εκείνης να λιώσει το συκώ-τι της από το πιοτό και τελικά να πεθάνει. Κάθονταν στην πίσω αυλή της μονοκατοι-κίας, εκεί που τώρα έψαχναν οι Πακιστανοί για χαλκό, και παίζανε οι δυο τους τάβλι ρουφώντας τούρκικο καφέ.

«Εξάρες, πουτάνας γιε!» γελούσε γάργαρα ο νταβατζής και γελούσαν και τα μου-στάκια του μαζί. Μαζί γέλαγε κι εκείνος.

Μια μέρα τον έπιασε και του ‘πε το μυστικό που είχε φυλαγμένο. Τον ξόρκισε να μην το πει σε κανέναν... Έπειτα οι δυο τους περπατήσανε στη συνοικία που μύριζε χα-μοζωή και κούφιες ελπίδες. Περπατήσανε, περπατήσανε πολύ, περπατήσανε κι άλλο. Περπατήσανε μιλώντας, βγήκαν από τη συνοικία και το ξημέρωμα τους βρήκε στο λι-μάνι ανάμεσα σε λιωμένους πρεζάκηδες και ασφαλίτες στη βάρδια.

Χάσανε κάθε επαφή μερικούς μήνες μετά το πρώτο μνημόσυνο της μάνας.(...)Αδύνατον να κάνει μια σπιθαμή μπρος ή πίσω, αδύνατον να τον ακούσει ή να τον

νιώσει κάποιο ανθρώπινο πλάσμα τριγύρω. Οι αιμάτινες ρίζες τον κρατούσαν στη θέ-ση αυτή για ώρα, για χρόνια, για ολόκληρες εποχές που περνούσαν και περνούσαν σαν τα πρωινά σκουπιδιάρικα.

Πουτάνας γιος. Κολλημένος εκεί για τα καλά.

Ο Δημήτρης Ζαφείρης γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1973 και σπού- Zδασε με μεγάλη αποτυχία Δημοσιογραφία και Πληροφορική. Βγάζει τα προς το «τζην» μέσα στα όρια της Κυριαρχίας των Άλλων. Τον παρακολουθεί με μαύρα γυαλιά και καμπαρντίνα η πεποίθηση της Ατομικής Απελευθέρωσης κατά τα στιρνερικά πρότυπα, αλλά με κοινωνική ευαισθησία, οπότε γίνεται αντιληπτό ότι αναπνέει μέσα από τις αντιφάσεις του. Γράφει, μη έχοντας συνήθως κάτι καλύτερο να κάνει, οδηγούμενος από ματαιοδοξία, όπως κάθε γνήσιος γρα-φιάς. Τα υπόλοιπα στο blog: stofalimento.wordpress.com

Page 64: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

62μύρτιλο τεύχος 2

Νίκος Αντ. Πουλινάκης

Διανυκτερεύον μήνυμα

Κι εμείς, αλίμονο, στοιβαγμένοι στο τραμ της καθημερινότητας παρέα μ΄ έναν μυγιάγγιχτο και στρυφνό τραμβαγέρη που ξεφωνίζει: Aχ, έρωτα ξενομερίτη, κόπιασε να σε κεράσουμε την ανάγλυφη ψίχα των κυττάρων μας. Να σε μεθύσουμε. Να μας χρωστάς. Aχ, έρωτα θεριακλή, κόπιασε να μας κάνεις το χατίρι. Να κοινωνήσουμε τη λάβα σου. Να μας συμπαθάς. Αχ, έρωτα ζαβολιάρη, κόπιασε να προβάρουμε την ανατριχίλα σου. Αχ, έρωτα ξενύχτη, κόπιασε να μας κοσκινίσεις με τα ολόγλυκα φιλιά σου για να μας ζυμώσεις σαν ευλογημένο πρόσφορο στο μεγάλο πανηγύρι σου. Αχ, έρωτα καυχησιάρη, κόπιασε να ξαναφουντώσεις τα πάθη μας. Να ραγίσεις τις ανάσες μας. Να στάξεις βάλσαμο στις πληγές μας. Να σε βλογάμε. Αχ, έρωτα μερακλή, κόπιασε να μαντάρουμε τις φτερούγες σου με χρυσή κλωστή. Αχ, έρωτα κανακάρη, κόπιασε από ψηλά σαν καταρράκτης, σαν αγριοβόρι, σαν μελτεμάκι. Και μαζώξου στο δάκρυ μας. Μαζώξου σε κορμιά αγγελοκαμωμένα και σε χείλη ζαχαρένια που καργάρουνε τα ποτήρια τους ρακί και μεθούν πίνοντας στο όνομά σου και στην υγειά σου. Μαζώξου, λοιπόν, μέσα μας να «πάμε με τα νερά σου». Κι ας μας πιπιλίζεις το μυαλό με τα παθιάρικα τραγούδια σου. Κι ας μας βάζεις μπουρλότο στα σωθικά μας με το γινάτι σου! Αχ, έρωτα αγύρτη, που τριγυρνάς στις γειτονιές με βλέμμα πολεμιστή, μ΄ ένα τόξο στο χέρι, μ΄ ένα τσεκούρι, μ΄ ένα δίκοπο μαχαίρι. Καλώς σε δεχτήκαμε!

Μέλισσα

Aχ, και να γινόσουν για μια στιγμή η μέλισσαπου θα άφηνε μέλι στις κηρήθρες του είναι μου!

Page 65: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

63μύρτιλο τεύχος 2

Ο Νίκος Πουλινάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Εργάζεται Zως τραπεζικός υπάλληλος. Το 2005 προβάρει τον πλούτο των πα-ραμυθιών και γεύεται τη γλύκα τους. Είναι μέλος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα – ΙΒ-ΒΥ. Το πρώτο του βιβλίο για παιδιά έχει τίτλο «Τα χνότα των ονεί-ρων του Αστρομποϊλή και οι ξυπόλυτες νότες». Το 2011 και το 2012 διακρίθηκε στο φεστιβάλ InterArtia και, πιο συγκεκριμένα, στην κατηγορία παιδικού παραμυθιού. Διατηρεί προσωπική ιστοσελίδα στην τοποθεσία http://www.poulinakis.gr

Φεγγάρι τοσοδούλικο

Ένα φεγγάρι τοσοδούλικο σαν μαγκιόρος μάστορας ανέστειλε την προγραμ-ματισμένη για απόψε απεργία του ύστερα απ’ την υπόσχεση του άρχοντα της νύχτας Μπάτμαν να προωθήσει με γρήγορους ρυθμούς την κατάψυξη για να

πήξουν τα άγχη και τα βρομερά υπολείμματα της καταναλωτικής μας κοινωνίας που αφαιρούν το make-up απ΄ τα ενεργά συστατικά της ζωής / της ζωής που στραγγίζει μπουκάλια ουίσκι καθώς παρακολουθεί το τελευταίο βίντεο-κλιπ του χρηματιστηρίου με τα σκαμπανεβάσματα των μετοχών της / ένα φεγγάρι τοσοδούλικο σαν μαγκιόρος μάστορας κυκλοφορεί στην πιάτσα με πρωτοποριακό design και κοκορεύεται για τις δονήσεις του ταλέντου του που απαθανατίζουν ολόγυμνες τις παρενέργειες του αγέ-ρα / κατόπιν αρωματίζει με νυχτολούλουδο την πλαστογράφηση της υπογραφής κά-ποιας ελπίδας ενώ εκείνη παίζει κουμ-καν τυλιγμένη σε ασημόχαρτο / παρέα με τον Βασίλη Τσιτσάνη τον Μάρκο Βαμβακάρη τον Dizzy Gillespie και τον B.B. King απολαμ-βάνει σε συσκευασία fresh-box τη θαλασσοδαρμένη ψίχα της Μυκόνου με γεύση και χρώμα απ΄ το μεθοκόπημα των μελτεμιών του Αιγαίου / αχ / τούτο το φεγγάρι είναι μούρλια όταν φοράει κασκέτο και φουμέρνει τον έρωτα σαν ζόρικο αγόρι που παλεύ-ει να τσεπώσει ολόκληρη τη μίζα απ΄ τη νύχτα για να κάνει τα στραβά μάτια στη λει-ψυδρία που μαστίζει ένα σωρό συναισθήματα / ζόρικο αγόρι που το έκαναν τσακω-τό και το κλείσανε στο φρέσκο επί επαιτεία και αλητεία.

Νύχτα δίχως συντηρητικά

Τούτη η νύχτα, φτιαγμένη δίχως συντηρητικάαπό ένα ολόγιομο φεγγάρι,κόβει βόλτες στο δωμάτιό μου.Αδειάζει ένα μπουκάλι κρασί. Γίνεται σταφίδα.Κι ύστερα έρχεται τρεκλίζοντας και μου τραβάει τ΄ αυτιά.Δεν λέει να βάλει μυαλό.Κι όμως, τούτη η νύχτα που κάνει δύσκολη τη ζωή μουμ΄ αρέσει γιατί μοσχοβολάει έρωτα!

Page 66: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

64μύρτιλο τεύχος 2

Βασιλική Τσούκα

Α.Τ.Τ.

Θυμάμαι τον τόπο και τον χρόνοτην ώχρα και τα ρούχα τ’ αχρησιμοποίηταπάνω στο σαπισμένο σιτάριτο σώμα σου που ανέδυε άρωμα θανάτου μέσα στον τάφο του στα μάτια μου γυάλινο έλαμπεβυθομετρούσε το απροσμέτρητο εκείνο που φυσώντας το ελαφρό αεράκι (περιδιάβαιναν τα ακατανόητα λόγια διαβασμένα πια από άγια φωνή)με συνεπήρε και με κατέκλυσεμε σύστρεψε και με διέλυσε σε κάτι μεταξύ πρωτόγνωρουκαι φαντασίας, πόνου και δημιουργίας, τέλους και μιας αρχής φονικής και ήταν τότε εκείνο το πρωταρχικό σημείο εκκίνησηςμιας ακινησίας με τη χάρη της μελάγχρωσηςκαι του σχιζοφρενικού σκότουςόταν παρέμεινα αλώβητη στα δάκρυα μα στέρεψα από νερό κάμφθηκα από επιστρώσεις λάσπης μέσα στα αυτιά μου κάθε φωνή γιγαντωνότανώσπου παρέμεινε εκεί

Η Βασιλική Τσούκα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Επι- Zκοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ασχολείται με τον χώρο των τεχνών και έχει αρθρογραφήσει κατά καιρούς σε πολιτιστικά έντυπα. Γράφει ποιή-ματα και πεζά. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύει για πρώτη φορά λογοτεχνικό κείμενο.

Page 67: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

65μύρτιλο τεύχος 2

σε αυτό τον τόνο και αυτόν τον ρυθμό τον ατελείωτα επιταχυνόμενο ώσπου φωνές και συνείδηση έγινανΕΝΑ και ένα αυτό και μοναδικό με πήγαινε και με έφερνετο ένα έγινε πολλά για να γίνουν τα πολλά ΕΝΑ ώσπου να καταλήξω στο μπλεγια αρχή και πάλιόπως ο ουρανός μπλε βαθύ εκείνη τη μέρα τη μέρα εκείνη που σάβανοείδα πρώτη φοράτα μάτια μου να γίνονται ένα με τους καθρέφτες τουνα επιστρέφουν τις εικόνες του σ’ εμένα.

Page 68: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

66μύρτιλο τεύχος 2

Ανδριανή Κυλάφη

Έμβρυο

Mε καίει ο έρωτας. Εγώ τον φροντίζω. Τον γαλουχώ. Τον μεγαλώνω μέσα μου σαν παιδί. Χαϊδεύω τον πόνο του, σιγοντάρω το κλάμα του και νταντεύω το παράπονό του. Κραυγές τολμά. Ζητά το γάλα μου, το αίμα μου. Ζωή να ζήσει. Αχ, εσύ, έμβρυο εγωιστικό, έρωτα! Γαντζώνεσαι από το φουστάνι των έσω μου. Γυμνώνεις την ηχώ από φωνούλες που ουρλιάζουν λογικά –μα, ποιος τις ακούει πια;–

Είμαι ακόμη εδώ. Κεντώ τα παπουτσάκια σου για να σε περπατήσω. Tρέφω το στόμα σου με στήθος ήσυχο, καρτερικό, να σε ταΐσω.Ντύνω τη θέρμη σου να μην κρυώσει και λέω παραμύθια –ν’ ακούω κι εγώ–να σε κοιμίσω...

Η Ανδριανή Κυλάφη αποτελεί φιλολογίας τέκνο, κάποτε «παρεκκλίνον» και προσεγγίζον Zτα λογοτεχνικά πράγματα. Δημοσιεύει για πρώτη φορά στο παρόν τεύχος του Μύρτιλου.

Page 69: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

67μύρτιλο τεύχος 2

Πέτρινες Μήτρες

Στέκουν εκεί αμετακίνητα, δεσποτικά, παντοδύναμα,σάρκα από φλύσχη και ασβεστόλιθο.Στέκουν αγέρωχαέξω απ’ τον κύκλο της φθοράς.Θάνατο δεν γνωρίζουν.Πετρωμένοι όγκοι,φορτωμένοι Ιστορίες και Μύθους,ενδιαιτήματα θεών και ψυχών απροσκύνητων.

Όρη νεραϊδοπατημένα,της Πανώριας της Κόρης απόρθητα κάστρα,βουνά από έλατα, καστανιές και οξιές.Πίσω απ’ τις πυκνές φυλλωσιές ένας κόρφος,πράσινα δάχτυλα που κρισσάρουν το φως και ισκιώνουν λημέρια.

Πέτρινες μήτρες που επωάζουν παλληκάρια-αϊτούς, παρτιζάνους-γεράκια.Όγκοι που νουθετούν τις ψυχές.

Λαός υφαίνει τα βουνά κι οι Κλέφτες τα στολίζουν.

Βράχοι γυμνοί όπου οι Αρματωλοί απόθεσαν το σώμα τουςκαι άρχισαν έπειτα να ζουν μιαν άλλη ζωή, μυστική.Πέτρινα πρόσωπα και φιγούρες αλλιώτικεςαποκρυσταλλωμένες στα όρη.Οι κρυμμένοι καλά, οι δορυφόροι κι οι φύλακες,εκεί όπου μόνον ο Ήλιος τους φανερώνει.

Όγκοι της πέτρας που νουθετούν τις ψυχές, όρη νεραϊπατημένα.Πέτρινες μήτρες που εκκολάπτουν παρτιζάνους-γεράκια.

Ο Μιλτιάδης Ζέρβας γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου. Ασχολείται με την Zποίηση από το 1971. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί και διακριθεί σε πολ-λούς διαγωνισμούς. Η ποιητική συλλογή «Ηγεμονία των βράχων» (εκδ. Οσελότος, 2010) είναι το δεύτερο βιβλίο του.

Μιλτιάδης Ζέρβας

Page 70: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

68μύρτιλο τεύχος 2

Ευγένιος Μπαλάσης

Γιάννης ή Βάσω

Mεγάλο Ερώτημα. Έχουν τα μυρμήγκια ονόματα; Γνωρίζει το καθένα ποιος εί-ναι; Φωνάζουν μεταξύ τους μια συγκεκριμένη σειρά φθόγγων, ώστε να ξεχω-ρίζουν ποιος καλεί ποιον; Υπάρχει ανάγκη να συνεννοηθούν για τις καθημε-

ρινές τους ανάγκες σε φαγητό, ύπνο, σεξ, διασκέδαση; Θα ταίριαζε σε ένα μυρμήγκι το «Γιάννης» ή το «Βάσω»; Είναι περισσότερο δόκιμη, ως όνομα, μια αλληλουχία φθόγ-γων όπως το «Ζγκρούλερ»; Προσέξατε τι Πολλά Σκέλη που έχει; (Το Ερώτημα, όχι το μυρμήγκι, που νομίζω πως έχει περίπου οχτώ.) Στα Πολλά του Σκέλη οφείλει και το μέ-γεθός του – όπως ανέφερα ακριβώς στην αρχή, πρόκειται για ένα Μεγάλο Ερώτημα. Το ίδιο συμβαίνει με όλα σχεδόν τα Μεγάλα Ερωτήματα του ανθρώπου. Μπορούν να έχουν άπειρα Σκέλη (εδώ παρατίθενται μόνο επτά, σαφώς μικρότερο του οχτώ, κα-ταλαβαίνει όμως έτσι κανείς το μεγαλείο της Ερώτησης).

Έχουν τα μυρμήγκια ονόματα; Η έκταση που μπορεί να πάρει το θέμα εξαρτά-ται από τα Συμφέροντα ή και τη Διάθεση του καθενός. Όσο μεγαλύτερο συμφέρον έχει κανείς ή όσο περισσότερο κεφάτος νιώθει (όπως μετά από μερικά τσίπουρα ξε-ροσφύρι), τόσο περισσότερο εμβαθύνει, κατακερματίζοντας το Μεγάλο Ερώτημα σε άλλα μικρότερα. Ανακύπτουν σχεδόν συνειρμικά. Εγκεφαλικά. Συχνά προβοκατόρι-κα. Ύπουλα. Ισοπεδωτικά. Άλλοτε μαγικά. Πάντως, αυτόματα. Κι όσο το Συμφέρον ή η Κακοήθης και Αγνή Διάθεση για Χαβαλέ (πιο σπάνια αυτές) προκαλούν την αναζήτηση και τη συστηματική έρευνα, τόσο πιο πολύ προοδεύει η Ανθρώπινη Κοινωνία.

Το όποιο ακατανόητο γεγονός, τυλιγμένο προσεκτικά στις βασανιστικές απορίες που περιγράφουν την άγνοιά μας σχετικά με αυτό, τίθεται ως κεντρικό ζήτημα από μια Πεφωτισμένη (;) Ελίτ (ή από όποιον διάολο τίθεται) και η διαδικασία της έρευνας αρχίζει.

Αν υπάρχει υλικό ή ηθικό Συμφέρον, οι απορίες ξετυλίγονται έντεχνα και προ-βάλλει πομπωδώς το Μεγάλο Ερώτημα που, σαν χταπόδι με άπειρα –όχι μόνο οχτώ–πλοκάμια, απλώνεται και αγγίζει τις πιο μύχιες αχίλλειες πτέρνες του Πολιτισμού. Με τα Σκέλη του χτυπάει τα πιο ευαίσθητα σημεία του Κοινωνικού Οικοδομήματος, που αρ-

Ο Ευγένιος Μπαλάσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1973 και πλέον ζει μεταξύ Θεσ- Zσαλονίκης και Πάφου. Λατρεύει τις έρημες παραλίες, το κρύο τσίπουρο και την εκτός δρόμου περιπέτεια με συμβατικά μέσα. Μεταξύ άλλων γράφει. Κάποιες φορές μπασο-γραμμές, κάποιες φορές στιχάκια - συχνά δε με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα / πολεο-δόμου / γεωγράφου. Έχει γράψει, όμως, και πιο χαλαρά. Κείμενα σαν το "Γιάννης ή Βά-σω" που δημοσιεύεται εδώ.

Page 71: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

69μύρτιλο τεύχος 2

χίζει να τρίζει και να γέρνει ή τουλάχιστον να βογκάει μπροστά στον φόβο της κατάρ-ρευσης. Το Μεγάλο Ερώτημα αποκτά διαστάσεις προβλήματος δυσανάλογες της ση-μασίας του και το Οικοδόμημα εισέρχεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Τα κενά που αποκαλύπτονται είναι πολλά και οι απαντήσεις που δίνονται ελλιπείς. Δεν μένει τί-ποτε καλύτερο παρά να ασχοληθούν όλοι με το πώς θα τα μπαλώσουν. Εκτός, βέβαια, από τον ή τους ή όποιον διάολο Πεφωτισμένο της Ελίτ (;) έθεσε το Μεγάλο Ερώτημα. Και είναι λογικό, αφού αυτός, για να έχει τη δύναμη – αλλά κυρίως το θράσος να ρω-τήσει, προφανώς είχε υπ’ όψη του και κάποιο προσχέδιο απάντησης. Στη συνέχεια, και εξακολουθώντας να θεωρούμε πως το Μεγάλο Ερώτημα τέθηκε σκόπιμα, αυτός που το έθεσε διαφημίζει μεθοδικά την απάντησή του, μέχρι που τη σκάει σαν βόμβα στο τραπέζι της αναζήτησης την κατάλληλη στιγμή. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με τη συγκομιδή των καρπών-κερδών, σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς του.

Αν, πάλι, το Μεγάλο Ερώτημα τίθεται από κάποιον με Κακoήθη ή Αγνή Διάθεση για Χαβαλέ, δεν έχει παρά να περιμένει κανείς το αναπάντεχο αποτέλεσμα της α-νόητης σκέψης και της λογικής μιας επίσης α-νόητης Κουλτούρας. Το θέμα προβάλλεται, τρα-γικοποιείται, γίνεται το σχετικό σούσουρο, και αρχίζει να απασχολεί πολύ σοβαρά τους αυτόκλητους ιθύνοντες. Λίγο αργότερα, προωθείται σε ζήτημα μείζονος σημασίας για όλους. Η γενικευμένη γελοιότητα, στην οποία οδηγείται το Πολιτισμικό Οικοδό-μημα ψάχνοντας απεγνωσμένα για το φάντασμα μιας ανύπαρκτης απάντησης, απο-ζημιώνει επαρκώς τον εκάστοτε χαβαλετζή που θέτει το Μεγάλο Ερώτημα. Το πάθος του για γέλιο ικανοποιείται και το κέφι του διατηρείται ζωντανό. Η περίπτωση αυτή είναι σαφώς λιγότερο περίπλοκη από την προηγούμενη, αν και ομολογουμένως πά-ρα πολύ σπάνια.

Όπως και να έχει το πράγμα, το Μεγάλο Ερώτημα και τα πολλά του Σκέλη περιφέ-ρονται αναπάντητα για αρκετό καιρό. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί –αν τελι-κά απαντηθούν και δεν ξεχαστούν– τείνει απειλητικά στο άπειρο. Στις μέρες μας μια δεκαετία είναι αρκετά «άπειρο», όμως κι αυτό το χρονικό διάστημα, όπως το Σύγχρο-νο Δευτερόλεπτο, παρουσιάζει αξιόλογες τάσεις συμπύκνωσης.

Όπως και να έχει το πράγμα, οι δομές και οι σταθερές της Κοινωνίας κλονίζονται για κάποιο διάστημα.

Όπως και να ‘χει, το Συμφέρον ή η Κακοήθης (ενίοτε και Αγνή) Διάθεση για Χαβα-λέ ικανοποιούνται σε μεγάλο βαθμό.

Όπως και να ‘χει, η Ανθρώπινη Ιστορία γίνεται κουλουβάχατα.

Μπορούμε να διαπιστώσουμε το φαινόμενο των Μεγάλων Ερωτημάτων παρα-τηρώντας ένα παράδειγμα από την Ιστορία, που συνδυάζει τις παραπάνω περιπτώ-σεις.

Όταν, κάποτε, ένας ύποπτα χαρούμενος και αργότερα παράλυτος κύριος αναρω-τήθηκε «γιατί, ρε γαμώτο, να με χτυπάει κεραυνός κάθε φορά που πετάω τον χαρταε-τό μου στη βροχή;» ουσιαστικά έθεσε ένα Μεγάλο Ερώτημα. Αναστάτωσε τη ντόπια

Page 72: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

70μύρτιλο τεύχος 2

Διανόηση με την εμμονή του σ’ αυτήν την απορία, αφού άλλωστε η Διανόηση από πάντα ασχολούνταν με τις έμμονες απορίες, οπότε και ξεκίνησε η εξέλιξη του φαινο-μένου. Κάποια Αόρατα Συμφέροντα –όπως χαρακτηριστικά εξηγούσαν οι Άρχοντες Της Εποχής, που επίσης από πάντα αρέσκονταν να θεωρούνται αόρατοι– προξένη-σαν πανικό γύρω από το θέμα, χρησιμοποιώντας εντέχνως τα τότε διαθέσιμα ΜΜΕ. Η τιθάσευση του ακατανόητου γεγονότος και η απάντηση του Μεγάλου Ερωτήματος αποτέλεσαν την κύρια ενασχόληση του πλανήτη για «άπειρο χρόνο». Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης δεν είναι άλλο από το γνωστό μας Πολιτισμικό Σύστημα, που στη-ρίζεται περισσότερο στον ηλεκτρισμό, παρά στον ύπνο.

Καταφανώς, λοιπόν, υπάρχει η αδήριτη ανάγκη να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των Μεγάλων Ερωτημάτων διαφορετικά, αφού αναντίρρητα υπήρχαν ανέκαθεν άν-θρωποι που διατηρούσαν την απαραίτητη ακεραιότητα και διαύγεια, ώστε να δίνουν επαρκείς και συνάμα ουσιώδεις απαντήσεις. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, φυσικοί, που απέφευγαν να επηρεάζονται από το γενικευμένο αμόκ και που έκλειναν τα αφτιά τους στην προπαγάνδα και στις διαδόσεις.

Περιορίζοντας τη φιλολογία στα πλαίσια του συγκεκριμένου Μεγάλου Ερωτήμα-τος, όπως τέθηκε just στην αρχή, και μιας κι έγινε αναφορά σε «κλειστά αφτιά», πρέ-πει να τονιστεί πως τα μυρμήγκια, ως επί το πλείστον, δεν έχουν αφτιά. Κατά συνέ-πεια δεν είναι αναγκαίο να φωνάζουν μεταξύ τους ονόματα τύπου «Γιάννης», «Βάσω» ή έστω και «Ζγκρούλερ».

Νομοτελειακά, κανένα μυρμήγκι δεν θα αντιδρούσε στο κάλεσμα, ακόμα κι αν όλα τα υπόλοιπα συνεννοούνταν να ουρλιάξουν συντονισμένα το υποτιθέμενο όνο-μά του.

Άσε που δεν μιλάνε κιόλας.Πάντως είναι κυρίως ζήτημα έλλειψης ακουστικών οργάνων.

Page 73: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

71μύρτιλο τεύχος 2

Μαρία Τσιακάλου

Ο Φίλιππος

Ο Φίλιππος χθες, θαρρώ, ήτο πιο νέοςμ’ άλλο χρώμα στα μάτια, με γκρίζους κροτάφουςσε τόνο ίσως πιο ασημί.Σήμερα ο πορφυρός χιτών του πιο υδάτινο ύφος θε να ‘χει,δεν ξέρω, ένα μοιραίο φωτίδιο μακεδονικό.Ο Αλέξανδρος πάλι δεμένος στ’ άτι του προχωρεί αξιώνοντας το χώμα να δαμάσει,να τιθασεύσει τους νεκρούςμήπως και χτυπηθούν συνάμα.Κι εκεί σιμά, όπ’ ανθεί η φωτεινή Αλεξάνδρεια,σ’ αριστειακό επιτάφιο, του πλέκουν εγκωμιαστικό παράπονο,πομπή αποθανόντος γέρακος.Στημένο είν’ ακόμη το κοντάρι.Το αίμα φέγγει χλωμό στο λαβωμέν’ οντίδιο.

Η Μαρία Τσιακάλου κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος φι- Zλολογίας του Α.Π.Θ. και έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Ετερόφωτο Παραλληλόγραμμο» από τις εκδόσεις Βουνέ (Θεσ-σαλονίκη 2012).

Page 74: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

72μύρτιλο τεύχος 2

Τάσος Πανόπουλος

Ο τσαγκάρης ψαράς

Λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ελ-λάδας ζούσε ένας τσαγκάρης. Ήταν πολύ καλός τεχνίτης και όλοι ήθελαν ν’ αγοράσουν παπούτσια απ’ αυτόν. Έγινε γνωστός σ’ όλη την περιοχή, πήρε

και εργάτες να τον βοηθούν κι έβγαλε πολλά λεφτά που τα φύλαγε σ’ ένα τσουβά-λι. Μα, ξέσπασε ο πόλεμος. Τα λεφτά χάσανε την αξία τους και κάποια στιγμή ο τσα-γκάρης κατάλαβε πως ακόμα κι αν έδινε όλα τα λεφτά που είχε μέσα στο τσουβάλι, δεν θα μπορούσε ν’ αγοράσει ούτε τσουβάλι.

Άρχισε, λοιπόν, όπως όλοι, να κάνει ανταλλαγές. Ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια για δύο κιλά σιτάρι, ένα ζευγάρι δερμάτινα για δέκα κιλά σιτάρι κ.λπ. Το σιτάρι το έβαζε σε δυο τσουβάλια που έπειτα τα ανέβασε στο πατάρι μέχρι να ‘ρθει η ώρα να τα πάει στον μύλο, να του δώσει ο μυλωνάς το αντίστοιχο αλεύρι, να του κάνει η γυ-ναίκα του ψωμί και τηγανίτες. Μα, όταν ανέβηκε να πάρει τα τσουβάλια, είδε να τον κοιτάνε θρασύτατα καμιά δεκαριά παχιά ποντίκια που ακόμα μασουλούσανε το σι-τάρι του. Έξυσε λίγο το κεφάλι του σκεφτικός κι έπειτα κατέβηκε στην παραλία, πή-ρε μια μικρή βαρκούλα που είχε, ψάρεψε και μόλις έβγαλε δυο ψάρια, πήγε σπίτι του κι έφαγε ένα αυτός και ένα η γυναίκα του.

Πέρασε ο πόλεμος. Ο τσαγκάρης τα βόλεψε κουτσά-στραβά. Κάθε απόγευμα κατέβαινε στην παραλία και μέχρι το ηλιοβασίλεμα που έμπαινε στη βάρκα του να ψαρέψει, κοίταγε τη θάλασσα. Η χώρα αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς. Οι άνθρωποι δουλεύανε, βγάζανε λεφτά, πολλοί αποταμιεύανε, μερικοί γίνονταν πλού-σιοι, άλλοι με έντιμο τρόπο, άλλοι όχι. Κάποια μέρα, ένας νέος επιχειρηματίας περ-νούσε από την παραλία και είδε τον γέρο τσαγκάρη που κοίταγε τη θάλασσα.

«Ποιανού είναι αυτή η βάρκα, παππούλη;»«Δικιά μου, παιδί μου».«Και γιατί δεν ψαρεύεις;»«Θα ψαρέψω αργότερα για καμιά ώρα. Θα πιάσω δυο ψάρια και θα τα πάω στην

κυρά μου να φάμε».«Δεν μπορείς να πιάσεις περισσότερα;»«Όσα θέλω. Μα τι να τα κάνω;»«Να τα πουλήσεις, να πάρεις λεφτά».«Τι να τα κάνω τα λεφτά;»

Ο Τάσος Πανόπουλος γεννήθηκε το 1953. Ζει μεταξύ Αθήνας, Ικαρίας και Μάνης. ZΕργάζεται στη μέση εκπαίδευση ως χημικός.

Page 75: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

73μύρτιλο τεύχος 2

«Να πάρεις πιο μεγάλη βάρκα, να πάρεις δίχτυα, παραγάδια, να πιάνεις πολλά ψά-ρια...»

«Τι να τα κάνω, παιδί μου;»«Να τα πουλάς, να πάρεις καΐκια, να γίνεις ψαρέμπορος πλούσιος, μεγάλος και

τρανός!»«Και τι θα κάνω μετά;»«Ε, μετά θα κάθεσαι και θα κοιτάς τη θάλασσα».Για πρώτη φορά ο γέρος, που είχε κατεβασμένο το κεφάλι, σήκωσε το βλέμμα

και κοίταξε τον νεαρό στα μάτια. Στην αρχή, ο νέος χαμογελούσε περήφανα για τις συμβουλές του, μα όταν είδε πως το βλέμμα του γέρου έφευγε από πάνω του και γύριζε σιγά σιγά προς τη θάλασσα, κατάλαβε. Σταμάτησε να χαμογελά, έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε.

Page 76: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

74μύρτιλο τεύχος 2

Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα

Από τα θησαυροφυλάκια των αγορών Κοιτάς πίσω, δρόμοι άδειοι.Κοιτάς μπροστά, δρόμοι που χάνονται στο σκοτάδι.Μένεις μετέωροςσαν να μη γεννήθηκες ποτέ.Αλήθεια, από πού ήρθες; Πού πας;Ψάχνεις γι’ απαντήσειςμες στα ερείπια παλιών ονομάτωνκαι σε οστών κασέλες.Έχασες και τους ήχους του δάσους.Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι οι κραυγές από τους γύπεςκαθώς περιμένουν να πεθάνεις για να χορτάσουν την αθεράπευτη πείνα τουςαπό τις λιγοστές σάρκες που σου απόμειναν.Σε χρόνους δίσεκτους σου μιλήσανε για μεσσίες και συγχωροχάρτια.Σου είπανε, πίστευε και μη ερεύνα, κι εμείς θα σε ανταμείψουμε.Σου δώσανε υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Σου δώσανε μια ανάσα αέρα δωρεάνγια να σου πάρουν το αίμα μεταγγίζοντάς το στα θησαυροφυλάκια των αγορών.Σε λίγο, το νερό που αφήνειςέξω απ’ την πόρτα σου για τα αδέσποτα,θα το πληρώνεις, καθώς και τη γνώση, τη στέγη,την εργασία, την ασθένεια.Το μόνο που δεν θα πληρώνεις είναι οι μνήμεςαπό τα παιδικά σου χρόνια.Τότε που άπλωνες το χέρι σου και κατέβαζες τ’ αστέρια για να παίξειςή

Ο Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα έχει εκδώσει 10 ποιητικές συλλογές, Zένα θεατρικό, ένα πολιτικοκοινωνικό και δύο ποιητικά έργα. Το νέο ποιητικό βιβλίο του με τίτλο «Μεσημβρινό Ηλιοτρόπιο» θα κυκλο-φορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Οσελότος.

Page 77: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

75μύρτιλο τεύχος 2

άρμεγες το φεγγάρι να το πιεις, να ξεδιψάσεις.Σκαρφαλωμένος στη συκιάνα καταφθάνει και ο κοιλόπονος από τα πολλά σύκα.Να παίζεις κρυφτό και να κρύβεσαι πίσω από τις πυκνές και ξανθές μπούκλες της Ρούλας.Σε λίγο, θα παίξετε και τον γιατρό. Δίπλα στην αλάνα το ποταμάκι που πλενόσουνα,όταν ίδρωνες παίζοντας ποδόσφαιρο. Γυρίζοντας στο σπίτι το σούρουπο να καταβρέχεις με το κάτουρό σου τα γιασεμιά στους αυλότοιχους.Και τα στοιχήματα.Ποιος θα πετάξει μακρύτερα τον... ανδρισμό του. Οι φωτιές τ’ Αγιαννιού και το βλέμμα σε στάση προσευχής,καθώς αποκαλύπτονταν οι χάρες των κοριτσιών.

Σαν ξεμύτισες απ’ τ’ αυγό, έφτανες μέχρι τον μόλο κι έβλεπες τα καράβια να φεύγουνμαζί με τις ευχές και τα μαντήλια που κουνιόσαντε σε κυματισμούς όπως της θάλασσας τα κύματα. Αργότερα θ’ ακολουθήσεις τις ρότες των καραβιώνέως την άκρια του κόσμου.Θα τρέξει κι άλλο ο χρόνοςκι εσύ θα βρεθείς σε δίλημμα.Ο καθένας ας σωθεί μόνος του ήθα σωθούμε όλοι μαζί λέγοντας:«Όλοι, μωρ’ αδέλφια, σα γροθιά να ενωθούμενα μοιράσουμε το φαΐ. Πρώτα τα παιδιά, μετάοι γέροντες, ακολουθούνε οι γυναίκες και όσοιπαράγουνε. Τελευταίοι οι πολιτικοί, οι γραφιάδεςκαι οι ποιητές». Το τέλος πλησιάζει... Καμιά φωνή δεν ακούγεται από τα μεγάφωνα·μόνο τσιφτετέλια και ολίγον από Άρη.Στα ενδότερα οι αγορές αγοράζουνκαι τις συνειδήσεις όσων μπορούν να διασπάνε την ομορφιά της λαϊκής δύναμης. Μόνος πια και στα στερνά σου ψάχνεις να γεμίσεις πώςτη μοναξιά της ψυχής σου.

Page 78: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

76μύρτιλο τεύχος 2

Κάκια Ξύδη

Η αλήθεια μου

Δυο βαθιές αυλακιές ανάμεσα στα μάτια. Η μία πιο έντονη από την άλλη. Και μια τρίτη πιο δίπλα, ανεπαίσθητη θα έλεγα.Το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου μικρό, επιτρέπει μόνο ονειροπολήσεις. Έχει

καρφωθεί επάνω σ’ εκείνες τις τρεις μικρές χαρακιές ανάμεσα στα μάτια.Οι ρυτίδες χαράσσονται πρώτα στο μυαλό και μετά στο πρόσωπό μας, διάβασα

κάπου πριν λίγες μέρες.Ένα ποτάμι από μικρά χειμωνιάτικα πουλάκια ρέει ορμητικά στον ορίζοντα. Πη-

γαίνουν όλα μαζί λες και είναι συνεννοημένα. Σαν να πετούν προς το πεπρωμένο τους και πρέπει να ακολουθήσουν τη ρότα που κάποιος έχει χαράξει γι’ αυτά. Ίσως όμως να υποτάσσονται απλώς στους ισχυρούς άγραφους νόμους της φύσης. Εκείνους που δεν μας αφήνουν να χαθούμε, κρατώντας μας ζωντανούς επάνω στο τεντωμένο σχοι-νί που λέγεται ζωή. Αρμονικά πετούν, στρίβουν, ξεφεύγουν και πάλι γυρίζουν, κάνουν απίθανους ελιγμούς φέρνοντας στα μάτια μας κάθε φορά εικόνες φανταστικές που σβήνονται γρήγορα από το μυαλό μας όπως τα όνειρα, οι σκέψεις και οι ανεκπλήρω-τες επιθυμίες.

Άραγε, εκείνα είναι ευχαριστημένα; Νιώθουν το μεγαλείο της ελευθερίας τους; Μήπως εκείνο που ξέφυγε τώρα δα από το σμήνος είναι αφηρημένο; Μήπως είναι στε-ναχωρημένο; Μήπως κι εκείνο...

Ένα δάκρυ ξέφυγε και άρχισε να διανύει τη γνωστή διαδρομή του στο μάγουλό μου.

Το καθρεφτάκι συνεχίζει να φανερώνει τις δύο βαθιές αυλακιές και την τρίτη, τη λιγότερο έντονη. Πάντα εκεί. Ανάμεσα σε δυο ερευνητικά μάτια που θέλουν να βρο-ντοφωνάξουν μιαν αλήθεια. Την αλήθεια τη δική τους, τη σωστή.

Όμως, ο καθένας δεν κρύβεται πίσω από μιαν αλήθεια; Μ’ εκείνη φτιάχνει βάρα-θρα και καταποντίζεται μέσα τους, φτιάχνει ουρανούς και αναλύεται στα νέφη τους και έχει το άλλοθι του. Την ακλόνητη υποκειμενική του αλήθεια, που τις πιο πολλές φορές είναι αδιάφορη για τους άλλους.

Γι’ αυτήν την αλήθεια πολεμώ και εγώ. Για τη μία, τη δική μου, την αδιάψευστη αλήθεια μου. Εκείνη, για την οποία δεν έμαθα ποτέ να πολεμώ. Για κείνη την αλήθεια

Η Κάκια Ξύδη γεννήθηκε στη Σελασία Λακωνίας. Τελείω- Zσε το Λύκειο στη Σπάρτη και αποφοίτησε από το St George College. Το τελευταίο της βιβλίο «Σε ελεύθερη πτώση» κυ-κλοφόρησε τον Απρίλιο 2012, από τις εκδόσεις Οσελότος. Έχει προηγηθεί το «Ταξίδι στην Ομίχλη» από τον ίδιο εκ-δοτικό οίκο.

Page 79: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

77μύρτιλο τεύχος 2

που έκλεισα μέσα μου και δεν την άφησα ποτέ να βγει. Για την αλήθεια που ποτέ δεν ειπώθηκε όσο κι αν με έκαιγε. Για κείνη που δεν ξέρω αν ποτέ βρω το κουράγιο να ξε-στομίσω.

Για κείνη και το δάκρυ που βρήκε καταφύγιο στην άκρη των χειλιών μου και μου αλμύρισε το στόμα, κάνοντάς με να μορφάσω για λίγο και να πω στον εαυτό μου κοι-τάζοντας το πρόσωπό μου στο μικρό καθρεφτάκι: «Σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι, έτσι δεν είναι;»

Σταμάτα να μου λες σ’ αγαπώ

Σταμάτα να λες το σ’ αγαπώ. Aς πάψουμε πια να το χρησιμοποιούμε σαν όπλο.Το ξεφτιλίσαμε. Το κάναμε πέτρα και το πετάει ο ένας στον άλλον για να τον πο-νέσει. Το κάναμε βόλι και σημαδεύει ο ένας τον άλλον για να τον πληγώσει. Το

κάναμε απόγνωση και το φωνάζουμε στην απελπισία, το κάναμε θλίψη και το φωνά-ζουμε στη μοναξιά. Το κάναμε ποίημα και το απαγγέλλουμε στο φεγγάρι. Το κάναμε σκαλάκι για να ανεβαίνουμε ώς τ’ αστέρια τις κρύες καθαρές χειμωνιάτικες νύχτες.

Στο όνομα της αγάπης γίνονται τα χειρότερα εγκλήματα. Όχι άλλο σ’ αγαπώ. Δεν το αντέχω άλλο.

Όχι άλλα εγκλήματα εις βάρος της αγάπης. Άφησέ το εκεί που βρίσκεται. Ας μεί-νει κρυμμένο στα βάθη της καρδιάς μας, γιατί όταν λέγεται μπερδεύει. Μπερδεύει τα λόγια, μπερδεύει τη σκέψη και βάζει τρικλοποδιές στη ζωή μας. Αυτή που αποφασί-σαμε να ζήσουμε χωριστά και στον βωμό της θυσιάσαμε εκείνη την αγάπη, την αγνή, την αληθινή, την ανυστερόβουλη.

Ας το κρατήσουμε μέσα μας καλύτερα, να γίνει ένα με την ψυχή μας, ένα με τη ζωή μας, ένα με το αίμα που κυλάει στις φλέβες μας. Ας μην το πληγώνουμε άλλο, έχει τραβήξει τόσα άλλωστε. Ας μην το εκμεταλλευτούμε, ας μην το πουλήσουμε, ας μην το λερώσουμε.

Η αγάπη πορεύεται μονάχη. Δεν μοιράζεται. Ανήκει μόνο σ’ αυτόν που την αι-σθάνεται.

«Χρόνια Πολλά».«Κι εγώ σ’ αγαπώ. Σε παρακαλώ, μη με παιδεύεις άλλο».

Page 80: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

78μύρτιλο τεύχος 2

Βασίλης Ζούμπος

Διαπίστωση

Στην Αλεξάνδρα Λ.

Ζούμε απάνθρωπες ζωές βουβής απελπισίας·αγάπη, αγνώστους θλιβερούς αποκαλούμε αγάπηκαι υποκρινόμαστε καλά πως δήθεν κοινωνούμελίγη από τη φροντίδα τους και λίγο από το χάδι.Το ‘πανε αμέτρητες φορές οι ποιητές καθάρια,αυτοί που όλο ξεθάβουνε τρομακτικές αλήθειες,αυτές που καταχώνιασαν οι άνθρωποι φοβισμένοι:μόνος στους ξένους, δυστυχώς, και μες στους φίλους μόνος,μόνος διαβαίνεις τις ξεριές, μόνος και τις θαλάσσεςσε Καλοκαίρια αβάσταχτα, σε υπέροχους Χειμώνεςμόνος σαπίζεις μες στη γη, μόνος και από πάνωίδια σαν να κοιμήθηκες στην άδεια σου την κλίνηκαι σε φυγάδευσε μαθές απ’ τα όνειρά σου ο ξύπνιος,απ’ όλες τις παράλειψες, τις ερινύες, τις θλίψες,κι έχασες πια τον μετρημό και μετρημό δεν έχειςπόσες φορές ετοίμασες τα ναύλα του βαρκάρη,μα εκείνος σε εχλεύασε και μ’ ειρωνεία γεμάτος«μόνος θα είσαι» απάντησε «και τη στερνή την ώρα,μόνος θα δένεις το σκοινί γύρω από τον λαιμό σου,μόνες αντίκρυ θα θωρούν οι σκιές την κάμαρά σου».

Ο Βασίλης Ζούμπος γεννήθηκε το 1978 στα Γιάννενα, μεγάλωσε όμως Zστη Λαμία. Έχει σπουδάσει Πολιτικός Μηχανικός και Πολιτική Οικονο-μία στην Αγγλία. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Η ερημιά του αλη-θινού» (Ηριδανός, 2012), ενώ ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφο-ρα λογοτεχνικά περιοδικά. Αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα ΠΡΙΝ και στον ιστοχώρο πολιτικής ανάλυσης «aristeroblog.gr». Διατηρεί το ιστολόγιο http://www.vasiliszoumpos.blogspot.gr/

Page 81: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

79μύρτιλο τεύχος 2

Η Λόντρα

Η πόλη αυτή φανταχτερή μ’ αρρώστους είν’ γεμάτη,σ’ όποιον σταθεί να λογιστεί φριχτά κλείνει το μάτι.Πένθος τα ζεύγη που αγκαλιά βαδίζουν νικημένα,πένθος κι εκείνοι που τυφλά, μίμους χειροκροτούν,την κατηφόρα του καιρού, είδωλα αλλότρια, ξένακι είναι βαθιά αποκρουστικοί στη γύμνια του καιρού.Και οι μανάδες, που μισούν σαν Φόνισσες της Σκιάθουπαιδάκια ολοχαρούμενα, πένθος είναι και φρίκη,με βία θέλουνε σπουδαία δήθεν να τα κάμουνκαι τους φορτώνουν όνειρα λειψής, φαιδρής ζωής.Κι ο Τάμεσης βουβός, σκυφτός, βαριά συλλογισμένος,σα γέροντας μοιάζει σοφός που τα ‘χει παρατήσει,τη φθήνια των κατοίκων του και την αλαζονείασιχάθηκε κι απόκαμε, βαρέθηκε να βρίζει.Κι οι ρήτορες, αδίστακτοι κλητήρες προφεσόροι,έχουν πολλά μες στο μυαλό συμφέροντα σπουδαία,με περισσή επιτήδευση έννοιες πολλές μπερδεύουνστη μαλθακή συνείδηση, νωθρή και σαπισμένη,του κόσμου αυτού του δυτικού βαθιά σαν ασελγούνκαι με σιγουριά ιστορική σε όλεθρο οδηγούνε.Κι έτσι αργοβασανιστικά η Λόντρα η πανώρια πήρε με βία υπόγεια την πρότερη μορφή της,με άθλιους βάλτους γέμισε, γεμάτους συνειδήσεις,με σάπιο παραλογισμό, αμέτρητη μιζέρια,με κόλιγες χλωμούς, σκυφτούς, βουβούς, δυστυχισμένους,που η δυσωδία της ύπαρξής τους δύσκολα αποτιμάται.

Page 82: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

80μύρτιλο τεύχος 2

Γιώργης Ταξιδευτής

Μάνα

Είχαν περάσει ήδη δύο μήνες που είχε μάθει για την αρρώστια του παιδιού της. Εί-χε πέσει από τα σύννεφα. Όλα τα περίμενε, αυτό όμως ποτέ. Να πεθάνει η ίδια, ναι. Άλλωστε μεγάλη ήταν ήδη σε ηλικία, τη ζωή της την είχε ζήσει. Αλλά να μά-

θει πως πεθαίνει ο γιος της, όχι. Αυτό δεν το περίμενε και, φυσικά, δεν το ήθελε. Στην αρχή αντέδρασε ψύχραιμα. Όσο ψύχραιμα, δηλαδή, μπορούσε να αντιδράσει. Περί-μενε να επιβεβαιωθούν οι εξετάσεις και με την καρδιά σφιγμένη άρχισε να ρωτάει ξα-νά και ξανά. Πώς και γιατί και τι μέλλει γενέσθαι. Θεραπεία δεν υπήρχε, το ήξερε κα-λά αυτό. Αλλά θα μπορούσε να ζήσει; Και πόσο ακόμα; Και πώς; Και πόσο επικίνδυνος ήταν για το περιβάλλον του; Και πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό για κείνον; Περνούσαν οι μέρες και τόσο δεν μπορούσε να το χωνέψει. Έτσι, στα καλά καθούμενα; Και αν το μάθουν οι συγγενείς, τι θα πουν; Και πρώτος απ’ όλους ο άντρας της. Σίγουρα θα τον σκότωνε τον Παναγιώτη. Όχι πως δεν τον αγαπούσε. Αλλά τέτοια αρρώστια ήταν με-γάλο στίγμα για να το αντέξει και κείνη και αυτός. Στην αρχή, συμβούλεψε τον Πανα-γιώτη να μην πει τίποτα σε κανέναν. Όσες φορές έμενε μόνη μαζί του, αποφεύγοντας πάντα να τον πλησιάσει και να τον αγγίξει, άρχισε να του φωνάζει και να του επιτίθε-ται. Κάθε μέρα όλο και πιο έντονα. Ζητούσε άγρια να ρίξει την ευθύνη σε κάποιον. Να βρει έναν φταίχτη. Ένα αίτιο. Κάτι, τέλος πάντων, να ξεσπάσει. Μέρα με τη μέρα, τα όνειρα που είχε για τον μοναχογιό της, το έβλεπε καλά πια, κατέρρεαν. Και μαζί κα-τέρρεε και η ίδια.

Έτσι, όταν ο Παναγιώτης αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι ζητώντας ένα θαύμα, το επικρότησε. Τουλάχιστον, δεν θα τον έβλεπε για λίγες μέρες. Ίσως ακόμα να γυρ-νούσε και υγιής. Όπως και να ‘χε, χρειαζόταν και η ίδια ηρεμία. Και πόσο πια θα κρυ-βόταν από τον άντρα της; Σάμπως είχε και άλλα κουράγια να παριστάνει τον καρα-γκιόζη;

Ήταν Μεγάλη Πέμπτη μεσημέρι πριν φύγει. Του ευχήθηκε καλό ταξίδι και καλό Πά-σχα και του ζήτησε να την πάρει τηλέφωνο σαν φτάσει. Έμεινε μόνη και το σπίτι τής φάνηκε περισσότερο άδειο από ποτέ. Πού να βρει αποκούμπι; Πού να στραφεί; Μηχα-νικά άναψε τσιγάρο. Τα μάτια της βούρκωσαν για άλλη μια φορά. Όλες τις προηγούμε-νες μέρες, η διαίσθησή της είχε χτυπήσει κόκκινο. Τον έβλεπε ήδη να έχει αδυνατίσει, καθώς είχε σταματήσει να τρώει. Το ήξερε, το ένιωθε πως σύντομα θα τον έβλεπε πε-θαμένο. Πεθαμένος στα τριάντα. Όχι! Δε μπορεί να της συμβαίνει αυτό. Ήθελε να τον δει να κάνει παιδιά, να χαρεί κανακεύοντας τα εγγόνια της όπως τον κανάκευε όταν ήταν μικρός. Και τουλάχιστον, αν ήταν να πεθάνει, ας πέθαινε ξαφνικά και γρήγορα.

Διηγήματα του Γιώργη Ταξιδευτή έχουν δημοσιευτεί σε ιστολόγια και ιστοσελίδες. ZΤο κείμενο «Μάνα» είναι ή πρώτη έντυπη δημοσίευσή του.

Page 83: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

81μύρτιλο τεύχος 2

Πιο εύκολο θα ήταν έτσι παρά να τον βλέπει να σβήνει σιγά σιγά. Και τι θα έλεγε σε όλο τον κόσμο; Πώς θα έκρυβε τέτοια αρρώστια;

Ένιωθε να σκάει. Έσβησε το τσιγάρο της βιαστικά, πέταξε μια ζακέτα πάνω της και βγήκε στον δρόμο. Σύντομα τα βήματά της την οδήγησαν στην εκκλησία της γειτο-νιάς. Είχε χρόνια να μπει σε εκκλησία. Πίστευε, αλλά δεν πήγαινε σχεδόν ποτέ. Ίσως από φόβο, ίσως από αμέλεια. Έφτασε στο εικόνισμα της Παναγίας, έκανε τον σταυρό της, προσκύνησε κι έκατσε παράμερα. Έμεινε να κοιτάζει το εικόνισμα με ένα βλέμμα παραπονεμένο. Και τότε ξέσπασε σε κλάματα. Ένα κλάμα ασταμάτητο, βαρύ, μα και λυτρωτικό συνάμα. Έκλαψε πολλή ώρα. Ζήτησε συγχώρεση για τις δικές της αμαρτί-ες, ζήτησε τη βοήθεια της χάρης Της για τη σωτηρία του παιδιού της. Πήγε ξανά την επόμενη μέρα. Αυτή τη φορά δεν έκλαψε. Αφού προσκύνησε, προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Βοήθα μας, Παναγιά μου, βοήθα το παιδί μου να ζήσει κι εγώ να έρθω στο σπίτι Σου και στο σπίτι του παιδιού Σου, να προσκυνήσω και να Σας ανάψω από δύο μεγάλες λαμπάδες.

Ξημέρωνε Μεγάλο Σάββατο. Ο ύπνος είχε πέσει βαρύς στα βλέφαρά της εδώ και ώρα. Πόσο τον χρειαζόταν αυτόν τον ύπνο, ύστερα από τόσο καιρό αϋπνίας και ξε-νυχτιού! Και τότε, μέσα στον βαθύ της ύπνο είδε ότι βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, στην Αγία Αυλή. Πέρασε τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα, έστριψε αριστερά και βρέθηκε μπρο-στά στον Πανάγιο Τάφο. Είδε δύο πανύψηλους λευκοφορεμένους άντρες να φυλάνε την πόρτα του. Γύρισε την πλάτη της και μπήκε στον ναό της Αναστάσεως. Όλος ο χώ-ρος ήταν αδειανός. Μόνο μπροστά από το ιερό είδε μια γυναίκα μαυροφορεμένη, να προσεύχεται σκυφτή. Την πλησίασε και τότε εκείνη σηκώθηκε αργά, γύρισε το πρό-σωπό της και της χαμογέλασε. Το ήξερε αυτό το πρόσωπο! Είναι η...

Πετάχτηκε από τον ύπνο της αλαφιασμένη. Έξω μόλις είχε πάρει να χαράζει. Ο άντρας της ροχάλιζε δίπλα της. Σηκώθηκε και πήγε στο εικονοστάσι. Σήκωσε το κα-ντήλι στην εικόνα της Παναγίας. Ναι, Αυτή ήταν που είδε στον ύπνο της! Έκανε τον σταυρό της. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε τα αστέρια που έσβηναν στον ουρανό. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, ένα αίσθημα ελπίδας γεννήθηκε μέσα της. Θυ-μήθηκε κάθε βήμα που έκανε στ’ όνειρό της. Ήταν πολύ παράξενο. Δεν είχε πάει πο-τέ, ούτε είχε δει κάποια εκπομπή για να ξέρει πώς είναι ο χώρος. Θα έβαζε αργότερα την τηλεόραση να δει σε αναμετάδοση την τελετή του Αγίου Φωτός. Δάγκωσε τα χεί-λη της. Την προηγούμενη μέρα ο Παναγιώτης δεν την είχε πάρει τηλέφωνο. Και αν εί-χε πάθει τίποτα; Προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις. Το όνειρο ήταν καλό. Να ‘βγαινε μονάχα! Κι ας πέθαινε η ίδια!

Μπήκε στο σπίτι και άρχισε να καταπιάνεται με το νοικοκυριό της. Οι δουλειές του σπιτιού ήταν το αποκούμπι της όλο αυτόν τον καιρό. Σαν έφτασε το μεσημέρι, παρά-τησε τα πάντα και στήθηκε μπροστά στην τηλεόραση. Και μόλις ξεκίνησε η αναμετά-δοση από τα Ιεροσόλυμα και είδε τον Πανάγιο Τάφο και τον ναό της Αναστάσεως, δι-απίστωσε ότι ήταν ακριβώς ίδια όπως τα είχε δει και στον ύπνο της λίγες ώρες πριν. Σαν είδε τον Πατριάρχη να βγαίνει κρατώντας τις λαμπάδες στα χέρια ευλογώντας το πλήθος, χτύπησε το τηλέφωνο. Έτρεξε να το πιάσει. Και τότε, μέσα από τις καμπάνες και τον θόρυβο του κόσμου, άκουσε το παιδί της από το κινητό να της λέει: «Χριστός

Page 84: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

82μύρτιλο τεύχος 2

Ανέστη, μάνα. Χρόνια πολλά!» Της μιλούσε βουρκωμένος, αλλά η φωνή του ήταν χα-ρούμενη. Κατάπιε τα δάκρυά της και ευχήθηκε και αυτή με τη σειρά της. Πρώτη φο-ρά εδώ και τόσο καιρό της μιλούσε χαρούμενος. Γρήγορα τελείωσε η συνομιλία τους. Η ελπίδα που είχε φωλιάσει στην καρδιά της τώρα θέριεψε. Σαν έφτασε το βράδυ, έφτιαξε τα μαλλιά της, φόρεσε το καλό της ταγιέρ, βάφτηκε ελαφρά, πήρε τον άντρα της από το χέρι και κίνησαν για την εκκλησία. Σαν έφτασαν, αυτός την κοίταξε, της χα-μογέλασε και της είπε.

«Πρώτη φορά εδώ και μέρες σε βλέπω να χαμογελάς». «Η αλήθεια είναι ότι πάντα στις γιορτές κουράζομαι με τις δουλειές του σπιτιού». «Και πρώτη φορά που ο Παναγιώτης δεν κάνει μαζί μας Πάσχα». «Δεν πειράζει, μεγάλωσε πια, καιρός να κάνει και αυτός τη ζωή του». Μετά το Χριστός Ανέστη, φιλήθηκαν και γύρισαν σπίτι.

Ο χρόνος πέρασε γρήγορα κι έφτασε η μέρα του γυρισμού του Παναγιώτη. Για τις λίγες μέρες που έλειψε, γύρισε άλλος άνθρωπος. Αισιόδοξος, χαρούμενος και πιο πα-χύς. Την επομένη πήγε στο νοσοκομείο για τις εξετάσεις του. Και συνέχισε να είναι χα-ρούμενος, παρά τα ισχυρά φάρμακα που τον είχαν φορτώσει οι γιατροί και παρά τις πολλές παρενέργειες. Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο Παναγιώτης συνέχισε να ζει. Ήταν μάλιστα τόσο καλά που κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τη βαριά του αρρώστια. Από τη μεριά της, σταμάτησε να τον κατηγορεί και να μην τον αγγίζει. Σαν να εξαφα-νίστηκε ο φόβος από την ψυχή της. Όταν βρέθηκαν τα χρήματα, ήρθε η σειρά της να πάει στα Ιεροσόλυμα, να εκπληρώσει το τάμα της. Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή της που έκλαψε, σαν έφτασε στον τάφο της Παναγίας. Και πάλι παρακάλεσε. Πιο μεγάλο ευχαριστώ δεν είχε να πει μέσα από την καρδιά της.

Page 85: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

83μύρτιλο τεύχος 2

Λένα Νέστορα

ΕρινύεςΗ πόρτα ανοίγει ξαφνικά μες στο σκοτάδικαι οι Ερινύες έρχονται να μ’ επισκεφθούν.Ήρθαν και σήμερα όπως κάθε βράδυκαι τους ακρίτες του μυαλού μου απειλούν.Ζωντάνεψαν τα δάκρυα απ’ τον φόβο,πάγωσε το χαμόγελο απ’ τον μπάτη,αντίλαλο απ’ τον φλοίσβο ακούω μόνονα βγάζει στη στεριά άδηλα λάθη.Με οδηγούν σιδηροδέσμια σε νοητή αγχόνησφίγγει ο κλοιός και νιώθω τόσο μόνη.Ταχύτατος ρυθμός αναπνοής,κρύος ιδρώτας περιλούζει το κορμί μου.Ο εφιάλτης μιας στιγμής τάραξε τη γαλήνια ψυχή μου...

Χρόνος

Βήματα στον διάδρομομέσα στην ησυχία– ποιος άραγε να περπατάκαι σπάει η ηρεμία;Βαδίζει γρήγορα και σταθεράίσως να πάει κάπου μακριά...Λες να ‘ναι ένας περαστικός;Μα πού να πάει τόσο βιαστικός;Σε κάθε βήμα κάτι αφήνειμια πληγή ανοίγει και μια άλλη κλείνει.Ποιος να ‘ναι αυτός που ούτε λεπτό δεν σταματά;Είναι ο ΧΡΟΝΟΣ που περνά...

Η Λένα Νέστορα έχει συμμετάσχει με ποιήματά της σε συλλογικές εκδόσεις ποιημάτων: Zα) «Οι ποιητές και ο έρωτας γιορτάζουν... την Άνοιξη!» (Ανθολογία ποίησης της Μ.Κ.Ο. για τον πολιτισμό «Αργοναύτες», εκδ. Υδρόγειος), β) «Ανθολογία ερωτικής ποίησης – Ερωτικός Μάιος της Θεσσαλονίκης» ΣΤ΄ τόμ. 2008 (υπό την αιγίδα υπουργείων Πολι-τισμού και Μακεδονίας-Θράκης και με συνεργασία του Δήμου Θεσ/νίκης), γ) «Ανθο-λογία ερωτικής ποίησης – Ερωτικός Μάιος της Θεσσαλονίκης» Ζ΄ τόμ. 2011, Μουσική Εταιρεία Β. Ελλάδος (υπό την αιγίδα υπουργείων Πολιτισμού και Μακεδονίας-Θράκης και με συνεργασία του Δήμου Θεσ/νίκης).

Page 86: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

84μύρτιλο τεύχος 2

Αλέκα Χαριτίδου

Ένας καφές μέτριος

Αυτό ήταν; Έτσι απλά τελείωσε ο αγώνας; Άλλαξαν οι όροι του παιχνιδιού;Και τώρα; Τόσα χρόνια πολεμάω να αλλάξει κάτι και συναντάω τοίχο, όχι από μπετόν, χειρότερα, από καουτσούκ, που κάθε φορά με επαναφέρει ακριβώς

στην ίδια θέση. Όταν χτυπάς ξανά και ξανά στον «καουτσουκένιο τοίχο» τα τραύματα δεν φαίνονται σχεδόν καθόλου. Με τον καιρό, όμως, δημιουργούνται τραύματα εσω-τερικά, τραύματα ψυχής. Αυτά είναι ιδιαίτερα ύπουλα, γιατί για καιρό δεν τα καταλα-βαίνεις ούτε εσύ ο ίδιος! Και όμως είναι εκεί.

Αυτός ο παλιοκαθρέφτης (για να μη χρησιμοποιήσω καμιά άλλη έκφραση και μας κόψουν) στο υπνοδωμάτιό μου, πώς με κοίταζε, δεν μπορώ να σας περιγράψω. Σαν να μου έλεγε «φτου σου βρε, πώς κατάντησες τον εαυτό σου;» Και εγώ έπαιρνα μεγα-λύτερη φόρα και έπεφτα πάνω στον γνώριμο πια τοίχο μου, που άλλος μηχανικός μού είχε ορθώσει, αλλά προφανώς εν αγνοία μου ο εργάτης είχα υπάρξει εγώ!

Αλλά ο καθρέφτης επέμενε τι ηλίθιος, τι έξυπνος και εγώ σταμάτησα πια να τον κοιτάω. Να μάθει ο ανόητος! Και τώρα, λοιπόν, μετά από ατελείωτες συζητήσεις, κλά-ματα, εξηγήσεις, συγκλονιστικές στιγμές, απογοητεύσεις, έρωτες και πάθη, τι ακρι-βώς έγινε; Λύθηκαν τα μάγια; Εσύ παλιοκαθρέφτη, τώρα που πάλι σε κοιτώ, γιατί κά-νεις την πάπια; Εσύ τα φταις όλα. Στον βρόντο μιλούσα τόσα χρόνια; Ή τάχα ξαφνικά τα έκανα όλα σωστά; Τότε, τι είπα, τι έκανα διαφορετικό από πριν;

Τι σημασία έχει; Είναι τόσο ασήμαντο πια για μένα. Όταν ο καθρέφτης σου σε καταλαβαίνει καλύτερα... Τόσα χρόνια, αλήθεια, τι πε-

ρίμενες;Ο τοίχος δεν έπεσε, δεν γκρεμίστηκε, εξάλλου δεν ήταν από τούβλα ή μπετόν. Ακό-

μα χειρότερα, εξαφανίσθηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ! Έτσι απλά. Πού είναι τα σημάδια σου, κυρά μου; Πού είναι ο τοίχος; Μας κορόιδευες; Εδώ ού-

τε ο καθρέφτης δεν σε πιστεύει πια! Να του δώσω μια του δειλού! Έπρεπε να ήμουν υψίφωνος, τότε που το μέσα μου ούρλιαζε και το έξω μου χαμογελούσε, για να σπά-σω αυτό το ηλίθιο κάτοπτρο με τη δειλή φωνή μου και να έχω τώρα αποδεικτικά στοι-χεία για τους άπιστους Θωμάδες...

Και πρώτη εμένα. Καλέ, αυτό δεν ήθελες; Μια ζωή σχεδόν δεν αγωνίζεσαι γι αυ-τήν την αναγνώριση και την ολοκλήρωση;

Η Αλέκα Χαριτίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από τη ZΦιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., τμήμα ψυχολογικό-παιδαγωγικό. Έκανε μεταπτυχια-κές σπουδές στην ψυχολογία και τη διαφήμιση στο BOSTON UNIVERSITY, Βοστώνη, Η.Π.Α. Γράφει από ψυχής κείμενα πεζά και ποίηση σε ελεύθερο στίχο. Αυτή την επο-χή ετοιμάζει την έκδοση του πρώτου της βιβλίου. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύει κείμε-νό της για πρώτη φορά.

Page 87: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

85μύρτιλο τεύχος 2

Μην κάνεις τώρα σαν κακομαθημένο παιδί που του έδωσαν πίσω το αγαπημένο του παιχνίδι και τώρα δεν το θέλει.

Μα, αφού ήταν το αγαπημένο μου, γιατί δεν μπορούσα να το έχω; Αφού το ήθελα τόσο πολύ και το έλεγα συνέχεια σε όλους τους τόνους, έστω και εάν δεν το διεκδικού-σα με τους κατάλληλους τρόπους, γιατί δεν μου το έδιναν παρά ελάχιστες φορές; Δεν ήμουν αρκετά καλή και τώρα ξαφνικά έγινα; Δεν υπήρχε χρόνος, χρήμα;

Τι αγάπη ήταν αυτή, εγωιστική, εξουθενωτική, εξαρτημένη, ενίοτε συναρπαστι-κή, πάντα σε αναμονή και σε μια περίεργη συσκευασία άγχους και ευγνωμοσύνης; Και τώρα; Θα βάλω στις πληγές μου χανσαπλάστ και θα προσποιηθώ πως παίζω με το πα-λιό αγαπημένο μου παιχνίδι, σαν να μην πέρασε μια μέρα; Πέρασαν όμως πολλές... Και εγώ, από αγάπη, αξιοπρέπεια, πίστη και προσμονή, δεν το αντικατέστησα.

Ούτε καν το σκέφτηκα.Μήπως πρέπει να πω και ευχαριστώ; Ένα τέταρτο του αιώνα μού πήρε για να αγγί-

ξω τα ουράνια, να πέσω από ελεύθερη πτώση με τόλμη και αρετή και, τελικά, να στα-θεροποιήσω τα βήματά μου στην ισιάδα. Όπως λέμε «ένα τέταρτο του καφέ».

Η ζωή μου όλη, μάλλον δεν είναι ένα τσιγάρο (αν και δυστυχώς συνοδεύεται από ένα τσιγάρο), αλλά σίγουρα η ζωή μου η μισή είναι ένα τέταρτο του καφέ, ένας κα-φές με ζαχαρίνη!

Αυτή η καταπληκτική ευκολία που μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο άλλαξαν όλα τα δύσκολα, τα άλυτα, τα άπλυτα, η κρίση, τα νεύρα, η αδιαφορία, η θλίψη, γιατί ;

Γιατί τώρα; Γιατί τόσο αργά; Γιατί τόσο εύκολα;Αφού ήταν τόσο εύκολο, γιατί δεν έγινε τόσο καιρό, πριν να είναι αργά;Οι πληγές μου είναι μουδιασμένες, αλλά είναι εκεί, δεν έχουν επουλωθεί. Σ΄ όλο

αυτό το μελόδραμα πέρασα και καταπληκτικές στιγμές. Το θέατρο του παραλόγου φαίνεται πως βασίζεται κατεξοχήν σε συναρπαστικά σενάρια πάθους, που ταλανί-ζουν τους έρμους τους πρωταγωνιστές που πρωταγωνιστούν εν αγνοία τους. Όμως, όπως και εάν βρέθηκαν πάνω στο σανίδι, όταν χτυπήσει το καμπανάκι για το διάλειμ-μα, γιατί θα χτυπήσει, αυτοί οι κουφοί τι νομίζουν πως ακούν;

Χτυπάει και δεύτερη και τρίτη φορά. Να είναι άραγε η τσαγιέρα που σφύριξε τρις; Να είναι «το παράλογο» της συμπεθέρας του Λάκη Λαζόπουλου ή μήπως το ροχαλη-τό του Μήτσου που όλα τα σκεπάζει;

Καλέ, πέστε μου, σχόλασε επιτέλους το θέατρο; Έχω ξαφνικά μια τρελή διάθεση να πάω να πιω έναν καφέ, τι λέτε; Έναν καφέ, όχι σκέτο της παρηγοριάς, ούτε βαρύ γλυ-κό της μαγκιάς και, προς θεού, ποτέ με ζαχαρίνη της ψευδαίσθησης.

Θέλω έναν καφέ γυναικείο, μέτριο προς το γλυκό, με χαρμάνι που να αλεσθεί εκεί-νη την ώρα μπροστά μου, μόνο για μένα, για να μυρίσει όλο το μαγαζί και να ξαναθυ-μηθώ και εγώ το άρωμά μου! Και με το κατακάθι να αλείψω τις πληγές μου. Θέλω και ένα κουλουράκι κανέλας με τον καφέ μου. Τι; Συνοδεύει μόνον τον καπουτσίνο και τον εσπρέσο και όχι τον ελληνικό; Είμαι ικανή να πιω ένα τέταρτο καφέ για να διεκδική-σω το ρημαδοκουλουράκι μου.

Κι ένα παγωμένο νεράκι, παρακαλώ. Τα ρέστα δικά σας...

Page 88: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

86μύρτιλο τεύχος 2

Στέλλα Σοφία Νικ. Ζυγούρη

Η στιγμή Πόσο λείπει η «στιγμή» στην κούρσα την ξέφρενη της κάθε ημέρας, που το μυαλό δεν στέκεται, καρδιά δεν φτερουγίζει. Τρέχεις μονάχα βιαστικά, τον χρόνο να προλάβεις. Υπολογίζεις και μετράς κι ενώ κοιτάς, δεν βλέπεις. Ακούς, μα πάντα κάπου αλλού στραμμένη η προσοχή σου. Στιγμή που δεν πληρώνεται μοιάζει χαμένη να ‘ναι κι η ευτυχία φαίνεται σαν άπιαστη ιδέα. Μα ευτυχία είναι στιγμές, δεν είναι ένας αιώνας. Μιλά πάντα ψιθυριστά και διάφανη φαντάζει. Όσο εσύ τρέχεις, προσπερνά, τον χρόνο δεν μετράει. Θέλει τη σκέψη ανοικτή, μάτια απλά να βλέπουν, καρδιά να ξέρει να σκιρτά, να αισθάνεται, να κλαίει. Ευαισθησία «ισχυρή» να την αναγνωρίσει σε μια ματιά, μία φωνή, ένα μικρό λουλούδι, στον στίχο κάποιου ποιητή, στ’ αγαπημένο χέρι και σαν την πόρτα της διαβεί, «καλώς τη» να της λέει...

Είναι η σιωπή δημιουργίαΕίναι η σιωπή δημιουργία, πόνος υπέρμετρος ή και χαρά. Μες στη σιωπή θα εκφραστεί, μέσα σ’ εκείνη θα μιλήσει, με λόγια άρρητα κάθε καρδιά. Και των πουλιών οι υμνωδίες, θόρυβος γίνονται στη ‘χλοβοή μα αντηχούν σαν ψαλμωδίες ψυχής ανάλαφρης μες στη σιωπή. Κι όσα δεν είπανε ποτέ τα χείλη, μα τα φυλάξαμε μες στην καρδιά, στ’ άστρα τα γράψαμε. Ομολογίες... Άγρυπνος μάρτυρας η σιγαλιά...

Page 89: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

87μύρτιλο τεύχος 2

Σε ένα χαρτί η ζωή μουΌ,τι αγάπησα πολύ κι ό,τι με πόνεσε με το χαρτί μοιράστηκα. Δάκρυα οι λέξεις κυλούσαν. Κι αυτό τρυφερά τις μάζευε. Σαν απαλό μαντήλι απ’ τον πόνο της ψυχής ρουφούσε λίγες στάλες και με παρηγορούσε. Κι αν κάποιο χαμόγελο παιχνίδιζε κάποια στιγμή στα χείλη, προσεχτικά το φύλαγε σαν εύθραυστο λουλούδι. Μέσα του κλείδωνε άρωμα κι ομορφιά· ερμητικά κρατούσε σφαλισμένα για να ‘χω για άλλες ώρες... τις πιο πολλές... τις δύσκολες!

Δροσοσταλίδες ψυχής«Αν δεν μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε...» πώς θα παρηγορούσα τις λέξεις μου; Τις σκέψεις πώς θα τις ηρεμούσα, που παγωμένες και φοβισμένες απ’ το σκοτάδι τις νύχτες κουρνιάζουν στην αγκαλιά μου της γαλήνης γυρεύοντας καταφύγιο; Σαν αργοπορημένα πουλιά που καρτερούν μια πρώιμη άνοιξη τα όνειρα θα τρόμαζαν κι αυτά αγγίζοντας την άγνοια της ημέρας. Ο κάθε πόνος πώς θα γινόταν ύμνος και η ανάμνηση ευωδία σπάνιου ανθού, το δάκρυ δροσιά στα ξεραμένα χείλη και κάθε καρδιοχτύπι μελωδία σε άρπα αγγελική; Πώς θα άντεχες, ψυχή μου, χωρίς φως;

Η Στέλλα Σοφία Νικ. Ζυγούρη γεννήθηκε και κατοικεί στο Γύθειο Λακω- Zνίας. Έχει σπουδάσει Τουριστικές Επιχειρήσεις. Έχει γράψει εννέα ποιητι-κές συλλογές, χωρίς να έχει κάνει ακόμα επίσημη έκδοση. Τις συλλογές της τις ετοιμάζει μόνη και τις χαρίζει σε μια όμορφη εκδήλωση παρουσία-σης στους φίλους που την τιμούν με την παρουσία τους. Ανήκει στον νεο-συσταθέντα σύλλογο Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας «Χείλων ο Λα-κεδαιμόνιος». Τα ποιήματα του παρόντος τεύχους περιλαμβάνονται στην τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο: «Στιγμές και Σκέψεις», 2012.

Page 90: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

88μύρτιλο τεύχος 2

Νίκος Τεντόμας

Τα τρία γουρουνάκια και ο κακός Νίκος

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τα τρία γουρουνάκια γλύτωσαν από τα δόντια του κακού Νίκου. Σήμερα θα μάθουμε τι έγινε στη συνέχεια.Ο κακός Νίκος, ανίκανος ν’ αντέξει την αποτυχία του, ξεκίνησε ψυχανάλυση με

στόχο να θεραπευτεί και ν’ αποδεχτεί τη γουρουνίσια πλευρά του. Μέρος της θερα-πείας του ήταν και η ενασχόλησή του με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, πράγμα που τον βοήθησε, όχι μόνο να θεραπευτεί αλλά στην πορεία να γίνει και φίλος με τα τρία γουρουνάκια.

Τα τρία γουρουνάκια, ωστόσο, ασχολήθηκαν πιο σοβαρά με τη φωτογραφία. Απέρριψαν το ασπρόμαυρο και μετά από φωτογραφικές σπουδές αφοσιώθηκαν στην έγχρωμη φωτογραφία. Έγιναν διάσημοι φωτογράφοι (οι γνωστοί trios pigos).

Αρκετά βράδια τα περνούσαν με τον κακό Νίκο βλέποντας ταινίες, μιλώντας για την τέχνη, για φιλοσοφία και γενικά για τη ζωή. Συζητούσαν και διαφωνούσαν. Τις με-γαλύτερες όμως διαφωνίες τις είχαν σχετικά με τη φωτογραφία. Η αλήθεια είναι ότι ο καημένος ο κακός Νίκος προσπαθούσε να καταλάβει και το έγχρωμο, αλλά δυσκο-λευόταν κάπως (σε αυτό συντελούσε επιπλέον η μόνιμη πείνα του, λόγω των πενι-χρών εισοδημάτων του). Μια μέρα, τα τρία γουρουνάκια του μίλησαν για έναν Έλλη-να φωτογράφο.

«Έχεις ακούσει για τον Γερόλυκο; Ανήκει στους σύγχρονους Έλληνες φωτογρά-φους. Είναι από τους πιο γνωστούς στην έγχρωμη φωτογραφία. Να τον μελετήσεις, μήπως και καταλάβεις τίποτε!»

«Μα, τον γνωρίζω ήδη. Καλός είναι, αλλά εγώ είμαι καλύτερος».«Ρε, κακέ Νίκε, πότε θα πάρεις χαμπάρι επιτέλους ότι αυτά που κάνεις τα έκαναν

οι δεινόσαυροι; Σήμερα, ο κόσμος διψάει για χρώμα και θέλει να κρεμάει στους τοί-χους φωτογραφίες που μιλάνε για τη σύγχρονη εποχή».

«Εγώ δεν ξεπουλιέμαι σαν και σας στις γκαλερί! Εγώ κάνω τέχνη. Μπορεί να είμαι συνέχεια πεινασμένος, αλλά παράγω έργο που λίγοι κατανοούν. Παίρνω την πραγμα-τικότητα και τη μεταμορφώνω στη δική μου αλήθεια. Τα δικά σας έργα μπορεί να είναι εντυπωσιακά, αλλά μένουν στην επιφάνεια, δεν λένε τίποτε για τον καλλιτέχνη».

Ο Νίκος Τεντόμας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φω- Zτογραφία. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα φωτογραφίας στο εργαστήρι του Δήμου Πε-ριστερίου καθώς και το σεμινάριο του Πλάτωνα Ριβέλλη. Είναι μέλος του Φωτογρα-φικού Κύκλου και των Φωτογραφικών Παράλληλων. Διατηρεί το φωτογραφικό blog «flout.gr» όπου δημοσιεύει σχετικά με τη φωτογραφία πράγματα που βρίσκει ενδιαφέ-ροντα και σύντομα μυθοπλαστικά κείμενα.

Page 91: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

89μύρτιλο τεύχος 2

Αυτά και άλλα πολλά έλεγαν οι φίλοι μας. Με τον καιρό οι διαφωνίες τους γίνονταν όλο και πιο έντονες, μέχρι που μια μέρα ο κακός Νίκος βγήκε εκτός εαυτού και σκό-τωσε τα τρία γουρουνάκια. Για το επόμενο εξάμηνο, αυτός, η λύκαινα και τα πέντε λυ-κάκια τους, κάθε Κυριακή, έτρωγαν χοιρινό με πατάτες στον φούρνο.

Ο κακός Νίκος απέκρυψε όσο μπορούσε καλύτερα το γεγονός από τον ψυχανα-λυτή του, αλλά τελικά προδόθηκε από μικρές λεπτομέρειες. Ο αναλυτής παρατήρησε ότι ο ασθενής του είχε αρχίσει να φωτογραφίζει έγχρωμα, κάτι το οποίο αρχικά απλώς τον παραξένεψε. Βλέπετε, όχι μόνο γνώριζε την εμμονή του κακού Νίκου στο ασπρό-μαυρο αλλά ήταν και ο πρώτος που την είχε διαγνώσει. Όταν, όμως, σε κάποια συνε-δρία τυχαία αναφέρθηκε ότι είχε ανέβει η χοληστερίνη του, ο ψυχαναλυτής δεν άρ-γησε να συνδυάσει τα δύο στοιχεία και να καταλάβει πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Ο κακός Νίκος αναγκάστηκε να ομολογήσει τα πάντα και σήμερα εκτίνει ποινή φυλάκι-σης ισόβιας κάθειρξης.

Όποτε έχει επισκεπτήριο τα λυκάκια μαζί με τη μαμά λύκαινα πάνε στη φυλακή και τον βλέπουν. Του περιγράφουν πόσο διάσημος έχει γίνει πια και πόσο ακριβά πω-λούνται οι φωτογραφίες του.

Extras

«Τα τρία γουρουνάκια και ο κακός λύκος» είναι ένα παραμύθι που ασχολείται με την ενηλικίωση και την απομάκρυνση των παιδιών από το προστατευμένο περιβάλλον της οικογένειάς τους. Η πρώτη έντυπη έκδοση του παραμυθιού έγινε το 1840 από τον James Orchard Halliwell-Phillipps. Όμως, η πιο γνωστή έκδοση είναι αυτή που γρά-φτηκε από τον Joseph Jacobs και τυπώθηκε το 1890, με αναφορά στον Halliwell ως πηγή.

Page 92: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

90μύρτιλο τεύχος 2

Δάφνη Υακίνθου

Τα καλικαντζαράκια

Κάτω στα βάθη της γης ζούνε κάτι ασχημούτσικα πλάσματα που όλοι έχετε ακού-σει να μιλούν γι’ αυτά. Τα λένε καλικαντζαράκια. Αυτά τα πλάσματα έχουν πολ-λά κουσούρια. Άλλο είναι κουτσό, άλλο καμπούρικο, άλλο στραβοκάνικο ή με

στραβό στόμα και κάθε λογής άλλο ελάττωμα. Περνάνε τον καιρό τους κάνοντας σκανδαλιές και αταξίες, όχι όμως όσες θα θέλανε, γιατί τα μαλώνει η γιαγιά τους, η Καλικαντζαρού.

Μια μέρα ένας ζωηρός, μικρός καλικάντζαρος, ο Μαντρακούκος, είπε: «Σήμερα, παιδιά, νιώθω πολύ άτακτος. Να ανέβουμε στη γη να πειράξουμε τους

ανθρώπους». «Αυτό δεν είναι σωστό», είπε ένα άλλο καλικαντζαράκι, ο Φρονιμούλης. «Nα ρω-

τήσουμε τη γιαγιά μας». «Όχι, να μην τη ρωτήσουμε», είπε ο Μαντρακούκος, αλλά ο Φρονιμούλης επέμει-

νε. Στο τέλος πήγε μόνος του και της τα είπε όλα.Τότε, η γιαγιά καλικαντζαρού φώναξε όλα τα καλικαντζαράκια κοντά της. «Να έχετε τον νου σας, μικρά μου», συμβούλεψε, «γιατί, αν ανέβετε εκεί που ζουν

οι άνθρωποι, θα φωνάξουνε τον τρελόπαπα με την αγιαστούρα του και με τη βρε-χτούρα του και αλίμονό σας».

«Η γιαγιά τα παραλέει», είπε ο Μαντρακούκος, και τα άλλα καλικαντζαράκια που πετάγανε τη σκούφια τους για αταξίες ανέβηκαν μαζί του στην επιφάνεια. Ανέβηκε όμως κι ο Φρονιμούλης μαζί, για να προσέχει τα αδελφάκια του να μην πάθουνε κα-κό. Μόλις βγήκανε τα καλικαντζαράκια στην επιφάνεια, κρυφτήκανε σ’ ένα τρίστρα-το και περιμένανε κάποιον να περάσει για να σκαρώσουν καμιά αταξία.

Πραγματικά, ένας βοσκός που τον είχε πάρει ο ύπνος κάτω από ένα δέντρο πέ-ρασε εκείνη την ώρα με τα πρόβατά του. Μόλις τον είδαν τα καλικαντζαράκια, έπια-σαν αμέσως δουλειά. Πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του και του έκοψαν τη χολή με την ασχήμια τους. Εκείνος, πάνω στην τρομάρα του, ξέχασε και τα πρόβατα και όλα και ήθελε να το βάλει στα πόδια, αλλά τα καλικαντζαράκια δεν τον άφηναν να φύγει. Ένα κρεμάστηκε από το πόδι του, ενώ ένα άλλο πήδηξε στον λαιμό του και έτσι, τον ανάγκασαν να χορέψει.

Η Δάφνη Υακίνθου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Το πρώτο της με- Zγάλο παιδικό μυθιστόρημα «Αστροζαχαρένια ιστορία» κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος.

Page 93: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

91μύρτιλο τεύχος 2

Πλήθος καλικαντζαράκια πιάσανε τον χορό γύρω του και ο καημένος ο βοσκός, θέλοντας και μη, χόρευε μαζί τους μέχρι που ζαλίστηκε και έπεσε κάτω. Τότε, τα καλικαντζαράκια ανέ-βηκαν στα πρόβατα και αρχίσανε να τους τρα-βάνε το μαλλί, να τα φοβίζουν και να τα κάνουν να τρέχουνε και να σκορπίζουνε παντού, αλλά σύντομα βαρέθηκαν και αυτό το παιχνίδι.

«Να πάμε στο χωριό των ανθρώπων», είπε ο Μαντρακούκος, να βρούμε μιαν ακαμάτρα και να την παιδέψουμε, να τη μάθουμε να δουλεύει όπως πρέπει.

«Όχι, παιδιά», είπε ο Φρονιμούλης, «αρκετά κάνατε. Καιρός να γυρίσουμε πίσω, πριν έρθει ο παπάς με την αγιαστούρα». «Ποιος τον ακούει αυτόν;» είπε γελώντας ο Μαντρακούκος και αμέσως τα καλικαντζαράκια τρέξανε στο χωριό των ανθρώπων και αρχίσανε να κοιτάνε από τα παράθυρα για να δουν ποιες κοπέλες ήταν άξιες και ποιες ακαμάτες. Στο τέλος βρήκανε μια κοπέλα που ήταν τεμπέλα και ανάξια κι αποφασίσανε να της δώσουνε ένα μάθημα.

Μια και δυο, μπαίνουν από την καμινάδα μέσα στο σπίτι και αρχίζουν τις αταξίες. Άλλος βουτούσε τα πόδια του στη σούπα, άλλος άπλωνε τη μαρμελάδα στο πάτωμα, άλλος έκανε το γάλα να ξινίσει. Όσο για την τεμπέλα που κοιμότανε όπως συνήθως, ο Μαντρακούκος άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της και να φωνάζει έτσι που την κατα-τρόμαξε. «Μαμά μου! Καλικάντζαροι!» φώναξε εκείνη.

«Δεν σου αρέσει να δουλεύεις, ε;» της φώναζαν οι καλικάντζαροι. «Χοροπήδα τό-τε!» Η κοπέλα άρχισε να χοροπηδάει όπως τη διατάξανε, όμως πάλι οι καλικάντζαροι δεν ευχαριστήθηκαν.

«Να κάνει δουλειές», είπε ο Μαντρακούκος, «Να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει και να ξεσκονίσει, μέχρι το σπίτι ν’ αστράψει».

Μια και δυο, η κοπέλα πιάνει τη σκούπα και το σφουγγαρόπανο κι αρχίζει να δου-λεύει όπως δεν είχε δουλέψει ποτέ. Πώς να κάνεις δουλειές, όμως, με δυο καλικαντζά-ρους να κάνουν κούνια στα μαλλιά σου;

Ξεσκόνιζε, σκούπιζε κι έπλενε αλλά, όσο εκείνη έκανε δουλειές, τόσο τα καλικα-ντζαράκια χαλούσαν τα πάντα και τίποτα δεν γινόταν σωστό. Στο τέλος, βαρέθηκαν κι αυτό το παιχνίδι και βγήκαν έξω από το παράθυρο για να κάνουν άλλες αταξίες. Ποδοπάτησαν τα απλωμένα φρεσκοπλυμένα ρούχα και τα γέμισαν λάσπες, ανέβη-καν στις στέγες και άρχισαν να σπάνε τα κεραμίδια, να ουρλιάζουνε και να κάνουν τρομερή φασαρία.

Ξέρετε πώς είναι η φωνή ενός μικρού καλικάντζαρου, όταν αποφασίζει να ενο-χλήσει τον κόσμο; Χειρότερη από το ουρλιαχτό της γάτας τη νύχτα ή του λύκου όταν έχει φεγγάρι. Οι άνθρωποι φοβισμένοι κουκουλώνονταν στα κρεβάτια τους, μέχρι να περάσει το κακό.

«Είναι καλικάντζαροι», λέγανε οι γεροντότεροι κουνώντας τα κεφάλια.

Page 94: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

92μύρτιλο τεύχος 2

«Φτάνει, Μαντρακούκο», είπε φοβισμένος ο Φρονιμούλης. «Έτσι όπως πας, θα βρούμε τον μπελά μας. Η γιαγιά Καλικαντζαρού μας προειδοποίησε». Ο Μαντρακού-κος, όμως, δεν άκουγε πια κανέναν.

Τόσο πολύ είχαν ξεθαρρέψει οι καλικάντζαροι που γυρίζανε πια ολοφάνερα στους δρόμους κάνοντας κάθε λογής ζημιά και φασαρία και κοψοχολιάζοντας όποιον τολ-μούσε να βγει από το σπίτι του.

Αναποδογύριζαν τις σκάφες, καίγανε πράγματα και χόρευαν γύρω από τις φωτιές. Να, όμως, που ο γερο-παπάς του χωριού το πήρε επιτέλους είδηση και αποφάσισε να πάρει το πράγμα στα χέρια του. Μια και δυο, παίρνει αγιασμό, βγαίνει έξω κι αρχίζει ν’ αγιάζει τα πάντα. Μόλις μια σταγόνα αγιασμού ακουμπούσε ένα από τα καλικαντζα-ράκια, το τσουρούφλιζε.

«Ωχ, ωχ, ωχ, τι πάθαμε!» φώναζαν οι καλικάντζαροι. «Μας τσουρούφλισε ο τρε-λόπαπας!»

Φεύγετε να φεύγουμε τι έρχεται ο τρελόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του. Μας άγιασε, μας έβρεξε και μας εκατάκαψε!

Χωρίς να χάσουν άλλον χρόνο, όσα καλικαντζαράκια είχαν μείνει τρέξανε να χω-θούνε πάλι στη γη. Ο Φρονιμούλης πήγε μαζί τους.

«Δίκιο είχες», του είπε ο Μαντρακούκος ντροπιασμένος, «έπρεπε να είχα ακού-σει τη γιαγιά».

«Δεν σας το είπα, καλικαντζαράκια μου, να προσέχετε τον παπά;» ρώτησε η για-γιά Καλικαντζαρού, μόλις έμαθε τι είχαν πάθει τα εγγονάκια της. «Ελ-πίζω το πάθημα να σας έγινε μά-θημα».

Αυτή η ιστορία μας λέει ότι κα-μιά φορά πρέπει να ακούμε τους μεγαλύτερούς μας και να μην κά-νουμε αταξίες που μετά τις πλη-ρώνουμε. Καλή αντάμωση.

Page 95: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

93μύρτιλο τεύχος 2

Πόλα Σαρρή

Μια άλλη πόλη

Τις τελευταίες μέρες αναζητώ την Αθήνα που έχασα. Την πόλη των παιδικών μου χρόνων με τους ανέμελους ανθρώπους, τα καλοσυνάτα πρόσωπα και τις μυρω-διές των λουλουδιών της άνοιξης. Αυτή η ωραιοποίηση ίσως είναι υπερβολική ή

και της φαντασίας μου. Το έχω, όμως, ανάγκη να αφεθώ στα περασμένα και να ξεχά-σω τα τωρινά, τα δύσκολα. Τα λόγια του αγαπημένου μου ποιητή «Μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθεῖ καλλίτερη ἀπ’ αὐτή» δεν τα βίωσα, γιατί ήξερα ότι κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη θα ήταν γραφτή.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω, παιδάκια πεινασμένα βλέπω εδώ. Άν-θρωποι καταρρακωμένοι περπατούν στους δρόμους με το βλέμμα στο άπειρο, με-λαγχολικές φιγούρες, με τ’ αδιέξοδα εμπρός τους.

Πάντα στην πόλη αυτή θα μένουν. Η πόλη θα τους ακολουθεί. Μερικοί τολμηροί φεύγουν αναζητώντας μια ελπίδα. Ελπίδα ή ουτοπία; «Δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό», γράφει ο ποιητής. Η δική του εποχή ταιριάζει μ’ αυτό. Τώρα η φράση αυτή παραβιάζεται. Οι συγκυρίες, βλέπεις... Ουρές για συσσίτια. Πώς θα διατηρήσουμε το ένα και μοναδικό σπίτι...

Τροχόσπιτο, καλύβα ή ουρανός...Η λέξη δόση έχει γίνει πια θετική. Ανυπόμονα την περιμένουμε. Ποιος να το πί-

στευε!Δεν μπορείς πια ν’ ανταποκριθείς στις απαιτήσεις αυτών που αποφασίζουν για σέ-

να χωρίς εσένα. Κοιταζόμαστε εχθρικά. Γιατί ζητούν από μένα παραπάνω; Αυτοκτονίες, αναζήτηση στους κάδους. Για το αυτονόητο μέχρι χθες. Για έρωτα πια ούτε λόγος.

Αυτή η καθημερινότητα συνθλίβει ανθρώπινες ζωές. Τα στρατόπεδα είναι δύο. Αυτοί που περνούν τη δοκιμασία και οι άλλοι που υποφέρουν βλέποντάς τους. Σε λί-γο μπορεί να είναι στη θέση τους οι δεύτεροι. Υπάρχει και η τρίτη κατηγορία, βέβαια, της εξουσίας. Αυτοί είναι ανέπαφοι, λειτουργούν στον πλανήτη εις βάρος των άλλων, χωρίς να τους αγγίζει κανείς.

Η συννεφιά ταυτίζεται με τις θαμμένες ελπίδες. Η Ελλάδα ρημάζει και χάνεται «στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή». «Ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ», προ-φήτευσε ο Καβάφης. «Γιὰ τὰ ἀλλοῦ –μὴ ἐλπίζεις–».

Η Πόλα Σαρρή γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Οι ρίζες της βρίσκο- Zνται στην Κωνσταντινούπολη. Εργάσθηκε στον Δημόσιο Τομέα. Έχει εκδώσει μία νουβέλα με τίτλο «Μια γλυκόπικρη γεύση» (Εκδ. Οσε-λότος, 2012).

Page 96: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

94μύρτιλο τεύχος 2

Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου

Μέσα στη νύχτα

Ολόγιομο το φεγγάρικι ο ήλιος στη φωλιά του.Αναρίθμητα αστέριατην πλάση με λάμψη πλημμυρίζουν.Κάστρα τριγύρω επιβλητικάδεσπόζουν μες στη νύχταλες μαρμαρωμένα.Απόκοσμη ομορφιά.Μες στο σκοτάδιθαλάσσια κύματα παφλάζουν,ταράζουν τη γαλήνη και τρομάζουν.Θροΐσματα φύλλων του δάσουςκι οι θόρυβοι απ’ τα νυχτοπούλιαώς την αυγή δεν σταματούν.Κι εμείς στον ύπνο βυθισμένοι,απ’ τον Μορφέα κυριαρχημένοι,ώς την αυγή ακόμα αγκαλιασμένοι.

Η Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχι- Zούχος του τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. όπου σήμερα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην κατεύθυνση Λογοτεχνίας. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά. Το βιβλίο της «Ένας κύβος παραμύθια» (εκδ. Ωρίωνας, Νοέμβριος 2011) κέρδισε το Α’ Βραβείο στα Σικελιανά 2012 και βραβεύθηκε από το Καφενείο των Ιδεών και τον Όμιλο Ουνέσκο Νή-σων-Πειραιώς. Στον ετήσιο διεθνή διαγωνισμό ποίησης 2011 του περιο-δικού ΚΕΛΑΙΝΩ βραβεύθηκε μια μικρή ποιητική της συλλογή γραμμέ-νη σε διάφορες αρχιτεκτονικές στίχου.

Page 97: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

95μύρτιλο τεύχος 2

Il canto dell’ amor

J’aime darti un beso

lo so molto bene ότι σου αρέσω.Vorrei diariamente chiamarti,

j’ai la pasión de parlarti.

Amore amore, dammi un bacione,

sulla bocca mia, ho trovato la vera ευτυχία!

I would like to give you un fiore.

Cuando no te veo me siento dolore.

Έχω για σένα αισθήματα πολλά,

desidererei fare con te πράγματα τρελά.Amore amore, dammi un bacione

sulla bocca mia, το φιλί σου είναι αμαρτία!

Είσαι il mio grande amore.Notre amor puó diventare superiore.

Όταν δεν με κοιτάς βαθιά στα μάτια,

il mio cuore γίνεται κομμάτια.

Amore amore dammi un bacione,

sulla bocca mia,

το κορμί σου είναι αμαρτία!

Page 98: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

96μύρτιλο τεύχος 2

Χριστίνα Κόλλια

Συναστρία

«Στη θάλασσα.Εκεί να μ’ αγαπάς.Σαν πειρατής ωκεανόςνα μου γελάς.Εσύ, ψαλμόςκι εγώ, το κύμα».

«Στον άνεμο.Εκεί να μ’ αγαπάς.Σαν ουρανός εαρινόςνα μου μιλάς.Μάης, εσύκι εγώ, η ρίμα».

«Στη γη.Εκεί να μ’ αγαπάς.Σαν δρόμος ανοιχτόςνα με ζητάς.Εγώ, το Άλφακι εσύ, το Σίγμα».

«Στο φως.Εκεί να μ’ αγαπάς.Σαν αειθαλής θεόςνα με κρατάς.Ήλιος, εμείςκι εμείς, το Ποίημα».

Η Χριστίνα Κόλλια είναι υπεύθυνη εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής του Z«Κέντρου Τέχνης Michelangelo» και συνεργάτιδα του εργαστηρίου Δημι-ουργικής Γραφής του Μουσείου Ηρακλειδών. Έχει εκδώσει «Το μυστικό της Ανεμότρυπας», Γ΄ βραβείο παιδικής λογοτεχνίας, εκδ. Φίλντισι (2012) και «Περιπέτεια στο βασίλειο των θεών», παιδικό, εκδ. Σιδέρη (2008). Συλλογι-κά έργα: «Δώδεκα», εκδ. Εμπειρία Εκδοτική, (2010) και «Ελληνικό Πάσχα», εκδ. Ψυχογιός (2012). Το ποίημά της «Οδύσσειος Έρως», απέσπασε Γ΄ διε-θνές βραβείο ποίησης το 2011.

Page 99: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

97μύρτιλο τεύχος 2

Ηelen M. Luke Μετάφραση: Έφη Ματθιοπούλου

H τρίτη ηλικία (απόσπασμα από τo βιβλίο Old age, A journey to simplicity, εκδ. Lindisfarne Books, 2010)

Τα δώρα αυτά που προορίζονται για τα γηρατειά, όπως περιγράφεται στους λίγους στίχους του μεγάλου ποιητή, δεν περιορίζονται, όπως ανέφερα όταν έγραφα για την Τρικυμία, σε εκείνους που ζουν πολλά χρόνια. Μπορεί να έρθουν σε οποιονδήποτε

έχει ζήσει μια ζωή στο έπακρο και γερνάει –καταλήγοντας– με ένα αληθινό νόημα. Επίσης, δεν έρχονται ξαφνικά, αλλά επανεμφανίζονται με όλο και βαθύτερη ένταση για μεγαλύτε-ρο ή μικρότερο διάστημα. Στο αδιαφοροποίητο ασυνείδητο, κάθε εικόνα ρέει στον καθέ-να και είναι για τον καθένα. Η γυναίκα, βέβαια, και στη συνέχεια ο άντρας, αφού έφαγαν το μήλο και επέλεξαν να γνωρίσουν το καλό και το κακό, πρέπει να αφήσουν την Εδέμ, τον παιδικό Παράδεισο, και να τραβήξουν χωριστά για το μακρύ ταξίδι στη διάσταση του χρό-νου, όπου ο καθένας μέσα από τους σκληρούς αγώνες των αντιθέσεων μπορεί να μάθει να διακρίνει κάθε ασήμαντο πράγμα ή εικόνα ως μοναδικό και ξεχωριστό. Έτσι, προοδευτι-κά πλησιάζουμε στην «αντικειμενική γνωστική λειτουργία», την οποία ο Γιουνγκ αποκάλε-σε «κεντρικό μυστικό», και ανακαλύπτουμε τελικά ότι, έχοντας ξεχωρίσει το Εγώ από τον Εαυτό, ο οποίος είναι και δεν είναι δικός μας, αρχίζουμε να μπαίνουμε στον χορό: και στο σημείο αυτό έρχεται η αλλαγή, που μπορεί να γίνει αισθητή ως μια πλήρης ανατροπή.

Καθώς έγραφα την πιο πάνω παράγραφο, χάρηκα όταν μια ανάμνηση από το βιβλίο του Λιούις Κάρολ Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων παρέσυρε τη σκέψη μου:

«Γέρασες, Μπαμπα-Γουίλιαμ», είπε ο νέος, «και τα μαλλιά σου έχουν γίνει κά-τασπρα. Και όμως ακατάπαυστα επιμένεις να κάνεις τα ίδια. Νομίζεις ότι είναι σωστό για την ηλικία σου;»

«Στα νιάτα μου», απάντησε στον γιο του ο Μπαμπα-Γουίλιαμ, «φοβόμουν μή-πως και βλάψω το μυαλό μου. Τώρα όμως που είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν έχω καθόλου, ε, κάνω τα ίδια και τα ίδια».

Σκέφτομαι κάποιες φορές ότι σε κάθε στάδιο όπου παραιτούμαστε από το να προσεγ-γίζουμε με την παλιά αντίληψη το νόημα της ζωής, από το οποίο είμαστε τόσο εξαρτημέ-νοι για το εσωτερικό μας ταξίδι, είναι σαν να βλέπουμε τον κόσμο ανάποδα. Αν όμως, σαν τον Μπαμπα-Γουίλιαμ, διαπιστώσουμε τελικά ότι το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να δώ-σει φώτιση και ότι η πολύ ακριβής λογική μας, μολονότι ουσιαστική στον τρόπο της, δεν απαντά σε κανένα από τα βασικά μας ερωτήματα, τότε ίσως να είμαστε ευτυχισμένοι, έστω κι αν βλέπουμε τον κόσμο ανάποδα!

Η Έλεν Μ. Λουκ (1904-1995) γεννήθηκε στην Αγγλία. Σπούδασε στο Ιν- Zστιτούτο Γιουνγκ στη Ζυρίχη. Το 1962, ίδρυσε την Κοινότητα «Η Φάρ-μα των Μήλων» στους Τρεις Ποταμούς του Μίσιγκαν, «ένα κέντρο για ανθρώπους που αναζητούν να ανακαλύψουν και να εκμεταλλευτούν κα-τάλληλα τη μετασχηματιζόμενη δύναμη των συμβόλων στη ζωή τους». Το βιβλίο «Η Τρίτη Ηλικία, ένα ταξίδι στην απλότητα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οσελότος (2012)

Page 100: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

Σοφία Αποστολίδη

Κυκλοφορούν και σε e-book

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr

Page 101: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ Α Ι Σ Ε Ο Λ Α Τ Α Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α

Κω

νστα

ντίν

ος Τ

σουρ

έκης

Page 102: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

Κατερίνα Γκιόκα-Βούλγαρη

Σε μια πολυάσχολη εποχή που οι προτεραιότητες των ανθρώ-πων ισορροπούν μεταξύ ύλης και συναισθημάτων, δύο τρυ-

φερά παραμύθια, που μέσα από τις περιπέτειες των ζώων του δάσους θέλουν να μας υπενθυμίσουν για μια ακόμη φορά τη σημασία της οικογένειας και τη μεγάλη δύναμη της αγάπης, που μπορεί να κάνει τον κόσμο μας καλύτερο και όχι μόνο στα παραμύθια!

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr

Page 103: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;

Μαρία Γιαννάκη

Πώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι;

Πώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα

σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι;

Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη

για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη

διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και

νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν

για πάντα στη Γη;

Η Μαρία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Παιανία και ασχολείται με τα ναυτιλιακά. Από μικρή ηλικία της άρεσε να γράφει παραμύθια. Στην αρχή τα διάβαζε στον μικρό της αδελφό, αργότερα στους φίλους της και τώρα με χαρά τα μοιράζεται με τους μικρούς αναγνώστες σε τούτο το πρώτο της βιβλίο.

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗλ. : 210 6431108e-mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ISBN 978-960-564-002-6

ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝ

ΝΑΚΗ • Ν

ΕΦΕΛΗ

, Ταξίδι στη Γη

140 × 210 SPiNe: 3 FlaPS: 80 Z

0_cover_nefeli.indd 1 1/7/2013 12:02:31 AM

Νεφέλη – ταξίδι στη Γη

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ Α Ι Σ Ε Ο Λ Α Τ Α Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α

Page 104: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Ο

Α. Παπανδρέου 6, Χαλάνδρι, Αθήνα 52 33 Τηλέφωνο: 210 6893 000

www.koraisbooks.gr

Αθήνα, Γραβιάς 3-5, 10678, Πλατεία Κάνιγγος, τηλ. 210 3801591Θεσσαλονίκη, Λ. Νίκης 3, 546 24, Παραλία, τηλ. 2310 226190, [email protected]Πάτρα, Γεροκωστοπούλου 31-33, 262 21, Πλατεία Γεωργίου, τηλ. 2610 278727, [email protected]

Δημιουργική ιδέα:

διαδικτυακή δημιουργική γραφή

ON LINE creative writing

Σκέψου διαφορετικά!

Διαδικτυακή, δημιουργική επικοινωνία.

Η περιπέτεια της γραφής, μια απόλαυση για όλους!

www.dimiourgikigrafionline.com

Page 105: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

μεταναστεύσεις

μετα

ναστ

εύσε

ις Μανόλης ΓιακόυΜακης

Πόιηςη

Μα

νό

λη

ς Γι

ακό

υΜ

ακ

ης

αΘηνα 2012

ISBN 978-960-564-017-0

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσελότος

140 × 210 SPiNe: 22.5 FlaPS: 80

0_cover_giakoumakis._natasaindd.indd 1 1/7/2013 5:14:36 PM

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ Α Ι Σ Ε Ο Λ Α Τ Α Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α

Page 106: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 • 210 6431137E-MAIL: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΕΝΗΜΕΡ Ω ΣΗ Γ Ι Α ΤΟΥ Σ Σ Υ Γ Γ ΡΑΦΕΙ Σ

Η συγκέντρωση ύλης για το 3ο τεύχος έχει ήδη ξεκινήσει. Μπορείτε να δηλώνετε ενδιαφέρον συμμετοχής και να στέλνετε κείμενά σας στη διεύθυνση

[email protected]

μέχρι 2 Απριλίου 2013. Τα κείμενα που θα σταλούν μετά την καταληκτική ημερομηνία αν επιλεγούν θα συμπεριληφθούν στο μεθε-πόμενο τεύχος.

Page 107: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο
Page 108: Μύρτιλο, λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 2ο

μύρτιλομυρτ

ιλο

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013

ΛΟ

ΓΟΤ

ΕΧ

ΝΙΚ

Ο Π

ΕΡ

ΙΟΔ

ΙΚΟ

• ΤΕ

ΥΧ

ΟΣ

2 Χ

ΕΙΜ

ΩΝ

ΑΣ

20

13

ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣο

σελ

ότο

ς

Έργα της ίδιας: «Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή«Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή

Υπό έκδοση:

«Η μέρα μου, η νύχτα σου», Μυθιστόρημα

Καθηγήτρια Πανεπιστημίου για σαρά-ντα χρόνια, διδάχτηκα περισσότερα απ’ όσα δίδαξα. Οι δρόμοι της γνώσης ανοίγουν ορίζοντες και προετοιμάζουν διαδρομές. Από το Ε.Μ.Π. στη Σορ-βόννη και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλί-ας, από το Παρίσι του ’68 στην Αθήνα

του 2012, οι διαδρομές μου εντός και εκτός ύλης εναλ-λάσσονται. Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φι-λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης δι-αδρομές σας.

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

ΣΗ

ΛΙΑ

ΝΙΚ

ΟΛ

ΑΪΔ

ΟΥ

• ΜΑ

ΘΗ

ΜΑ

ΤΑ Ε

ΚΤ

ΟΣ

ΥΛ

ΗΣISBN 978-960-564-001-9

120 × 150 SPiNe: 7 FlaPS: 60 Z

0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1 12/3/2012 11:45:24 AM

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr

ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ

ISSN: 2241-3685

Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

Γιώργος Κιουρτίδης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σοσελότος

Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φα-κέλου οδηγεί την ηρωίδα στα απρόσμενα μο-νοπάτια μιας αποκάλυψης. «Πώς πεθαίνει κα-νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με τους μεγαλύτερους φόβους και τις ψευδαισθή-σεις της, που την οδηγούν στο πιο βαθύ και ιερό ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– σε έρημα δάση και γραφικά χωριά. Δίνει αγώνα επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσο και πνευματι-κό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατο-τήτων που κρύβει μέσα της, ξεδιπλώνοντας έτσι το πραγματικό νόημα της ζωής σε όλο του το μεγαλείο.

Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-88-9

Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21

ISBN 978-960-9607-95-7

Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχι-σμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;

170 × 240 SPINE: 6.7 FLAPS: 70 Z

00_myrtilo2_cover.indd 1 3/7/2013 12:38:44 AM