18
Μαρία-Τερέζα Παναγιώτου Ε.Α.Π. Θεματική Ενότητα: Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό (ΕΛΠ10) 2 η γραπτή εργασία Σύμβουλος καθηγήτρια: Δρ Ελένη Γεωργουλάκη 1

2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

Μαρία-Τερέζα Παναγιώτου

Ε.Α.Π.Θεματική Ενότητα: Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό (ΕΛΠ10)

2η γραπτή εργασία

Σύμβουλος καθηγήτρια: Δρ Ελένη Γεωργουλάκη

1

Page 2: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

2

Page 3: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

Περιεχόμενα

Εισαγωγή ………………………………………………………………… σελ. 4 -

5

Η ταυτότητα της επιστολής …………………………………………... σελ.

5 - 6

Από την αττική στην ελληνιστική Κοινή …………………………... σελ.

6 - 11

Η αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας ……………….. σελ.

11 - 13

Συμπεράσματα ……………………………………………………...... σελ. 13

– 14

Βιβλιογραφία …………………………………………………….……… σελ.

15

3

Page 4: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

Εισαγωγή Από τον 8ο π.Χ. αιώνα, οπότε καθιερώνεται το ελληνικό φωνολογικό αλφάβητο1, μέχρι και σήμερα τα ποικίλα γλωσσικά τεκμήρια που μας έχουν παραδοθεί (γλωσσολογικά δεδομένα, αρχαιολογικά ευρήματα, επιγραφικά κείμενα, γραπτές πηγές) μας επιτρέπουν να μελετήσουμε την ελληνική γλώσσα στη διαχρονική της διάσταση και να ανασυνθέσουμε τα επιμέρους στάδια της ιστορικής της πορείας. Η ακρίβεια και η πληρότητα αυτής της ανασύνθεσης και της μελέτης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πλήθος και το εύρος των στοιχείων που έχουμε κάθε φορά στη διάθεσή μας. Όπως είναι αναμενόμενο, εφόσον επιχειρούμε να ιχνογραφήσουμε μια διαδρομή που ξεδιπλώνεται σε χρονικό διάστημα χιλιετηρίδων, τα σωζόμενα τεκμήρια ανισοκατανέμονται. Για ορισμένες περιόδους ή περιοχές αφθονούν, ενώ για κάποιες άλλες σπανίζουν. Η ίδια η φύση τους, μιας και τις περισσότερες φορές πρόκειται για δημόσιες επιγραφές, επίσημες πηγές και λογοτεχνικά κείμενα, μας αφήνει λίγο-πολύ στο σκοτάδι όσον αφορά τη ζωντανή, ανεπιτήδευτη καθημερινή λαϊκή γλώσσα. Η έλλειψη αυτή, για διαφορετικούς εκάστοτε λόγους, χαρακτηρίζει εντονότερα συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, όπως η κλασική ή η πρώιμη βυζαντινή. Με βάση τα παραπάνω είναι πραγματικά ευτύχημα που οι ιδιάζουσες κλιματολογικές συνθήκες της αιγυπτιακής ερήμου επέτρεψαν τη διάσωση σε παπύρους αναρίθμητων επιστολών οι οποίες χρονολογούνται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. μέχρι και τον 8ο αι. μ.Χ.2, εκτείνονται δηλαδή σε μια περίοδο που εκκινεί από την ύστερη αρχαιότητα, για να περιλάβει συνολικά τους ελληνιστικούς χρόνους και να φθάσει μέχρι τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες. Οι εν λόγω επιστολές καλύπτουν όλο το φάσμα των δημόσιων και ιδιωτικών δραστηριοτήτων πολιτών από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις επαγγελματικές τάξεις και αντιπροσωπεύουν την ομιλούμενη γλώσσα τους3, γεγονός που τις καθιστά πολύτιμη για μας πηγή. Απόσπασμα μιας τέτοιας επιστολής είναι και το προς ανάλυση κείμενο, το οποίο βρέθηκε γραμμένο στην άκρη ενός παπύρου σε κακή κατάσταση και από το οποίο λείπουν η αρχή και το τέλος. Με

1 Φωνολογικό αλφάβητο: Το αλφάβητο κάθε γράμμα του οποίου αντιστοιχεί σε έναν μόνο φθόγγο, φωνήεν ή σύμφωνο.2 Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, επιστημονική επιμέλεια Κοπιδάκης Μ.Ζ., Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα: 2000, σ. 85· Browning Robert, Η Ελληνική Γλώσσα, Μεσαιωνική και Νέα, εκδόσεις Παπαδήμα, (Αθήνα: 1988), σ. 46.3 Ε.Α.Π., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Α (κεφ.4, ενότητα 4.4.), Πάτρα 1999, σ. 283· Ανδριώτης Νικόλαος, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 1992, σ.41.

4

Page 5: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

εργαλείο τον συνδυασμό βιβλιογραφικής και κειμενοκεντρικής προσέγγισης θα επιχειρηθεί στη συνέχεια ο προσδιορισμός της γλωσσικής μορφής της επιστολής, καθώς και η ένταξή της στον επί χιλιετίες αδιάκοπο, όπως θα φανεί, ρου του αστείρευτου ποταμού της ελληνικής γλώσσας.

Η ταυτότητα της επιστολής Πρόκειται κατ’ αρχάς για ιδιωτική επιστολή, γραμμένη σε λαϊκό, ανεπίσημο ύφος που χρονολογείται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα. Το γεγονός ότι συντάχθηκε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια πιστοποιείται και από δύο ενδείξεις που μας παρέχει το ίδιο το σωζόμενο κείμενο: την εναρκτήρια φράση [συν] Θεώ και την αναφορά σε κάποιον Θεοδόσιο (όνομα χριστιανικό > Θεός + δίδω[μι]). Θα ήταν ωστόσο μάλλον ανακριβές να θεωρηθεί η συγκεκριμένη επιστολή αμιγώς βυζαντινό κείμενο. Άλλωστε η μετάβαση από μια ιστορική περίοδο σε μιαν άλλη (εν προκειμένω από τον ελληνιστικό κόσμο στο βυζαντινό) δεν συντελείται διαμιάς, ούτε με άλματα, αλλά είναι απόρροια πολύπλοκων, πολύπλευρων και πολυχρόνιων διεργασιών. Στο προς ανάλυση κείμενο με τη μορφή που μας έχει δοθεί έχουν εξομαλυνθεί και αποκατασταθεί τα ορθογραφικά και λεξιλογικά λάθη. Στην αρχική του μορφή όμως, όπως ανακαλύφθηκε στον πάπυρο, βρίθει φρασεολογικών και υφολογικών σφαλμάτων και ανορθογραφιών4. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η επιστολή αποτελεί απλή καταγραφή του προφορικού λόγου και ότι ο συντάκτης της ήταν άνθρωπος χωρίς γραμματικές γνώσεις, πιθανότατα αγρότης, όπως συνάγεται από το περιεχόμενό της, και οπωσδήποτε υπηρέτης, δούλος ή δουλοπάροικος στην υπηρεσία κάποιου αγροκτήματος της αιγυπτιακής υπαίθρου. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί η μαρτυρία του ίδιου του επιστολογράφου ο οποίος απευθύνει στον αφέντη του την τιμητική προσφώνηση κύρι(ε) πάτερ. Στην ουσία η επιστολή συνιστά μιαν αναφορά του αποστολέα προς τον παραλήπτη και κύριό του σχετικά με τις τρέχουσες υποθέσεις του κτήματος5. Η γλώσσα του κειμένου είναι 4 Rees B.R. Papyri from Hermopolis, and Other Documents of the Byzantine Period, London, Egypt Exploration Society, 1964, σ. 26. Παρατίθεται το κείμενο στη αρχική μορφή του: Θεῶ. μάθαι, κύρι πάτερ, ὅτι εἰδού ἐζηφώνησα μετά τοῦ Θεοδοσίου τοῦ νομίσματος κάδες νζ. ἐάν θέλις, δές αὐτοῦ τό θέλις καί πῆσον τά ζήφωνά σου μετ’ αὐτοῦ, εἴνα κηδεύει τόν οἶνον. καί βλέπε περί τοῦ ὄνου, ὅτι τά ἠποκάτω τοῦ ποδίου αὐτοῦ πονί· φέρε τόν ἰατρόν καί πήει αὐτό… Όπως είναι εμφανές, τα ορθογραφικά λάθη αφθονούν: π.χ. ειδού αντί ιδού, είνα αντί ίνα, θέλις-πονί αντί θέλεις-πονεί, πήσον αντί ποίησον, πήει αντί ποίει, ηποκάτω αντί υποκάτω. Δεν λείπουν όμως και τα φρασεολογικά λάθη π.χ.: ποίησον τά ζήφωνά σου αντί την συμφωνίαν σου (ζήφωνα: ανύπαρκτη λέξη, όπως και πιο πάνω το εζηφώνησα).

5 Μια ενδεικτική απόδοση του κειμένου της επιστολής στη σημερινή γλώσσα θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: Με τη βοήθεια του Θεού, θα ήθελα να σου γνωρίσω, αφέντη μου, ότι συμφώνησα με τον Θεοδόσιο να λάβεις 57 πιθάρια στην τιμή ενός σόλιδου (σ. το χρυσό νόμισμα της εποχής). Εάν θέλεις, δώσε του αυτό το ποσό και κάνε τη δική σου συμφωνία μαζί του, ώστε να φροντίσει μετά

5

Page 6: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

η ελληνιστική Κοινή ή, ακριβέστερα, τα πρώιμα μεσαιωνικά ελληνικά. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί μια συνοπτική επισκόπηση των ζυμώσεων και διαδικασιών που διαμόρφωσαν τη συγκεκριμένη γλωσσική κατάσταση και θα ανιχνευθούν τα βασικά γνωρίσματά της.

Από την αττική στην ελληνιστική Κοινή Η ιστορική εξέλιξη της εσωτερικής δομής των γλωσσών διέπεται από δύο αντίρροπες δυνάμεις, μία διαφοροποιητική και μία ενοποιητική. Η πρώτη αποτυπώνεται στον κατακερματισμό μιας γλώσσας σε επιμέρους διαλέκτους. Η δεύτερη εκδηλώνεται μέσα από τη σύγκλιση των ποικίλων διαλέκτων και την απλοποίηση ή ομογενοποίηση βασικών ιδιοτυπιών τους εν όψει της διαμόρφωσης μιας Κοινής διαλέκτου η οποία καθίσταται το όργανο επικοινωνίας πολύ ευρύτερων πληθυσμιακών στρωμάτων από αυτά που εξυπηρετούσε στην προηγούμενη φάση το κάθε γλωσσικό ιδίωμα ξεχωριστά. Αυτή ωστόσο η Κοινή δεν αποτελεί προϊόν συγχώνευσης και ισομερούς ανάμειξης διαλέκτων, αλλά μάλλον ενοφθαλμισμού ελάσσονος εμβέλειας ιδιωμάτων στον κεντρικό κορμό μιας δεσπόζουσας διαλέκτου που υφίσταται επίσης κάποιες αλλοιώσεις λόγω της συνάφειάς της με τις άλλες διαλέκτους. Παράγοντες φυσικοί, γεωγραφικοί και προπάντων ιστορικοί επιβάλλουν την επικρατούσα εκάστοτε δύναμη. Έτσι άλλοτε αναδεικνύεται κυρίαρχη η αποσχιστική τάση κι άλλοτε η ενοποιητική. Η διαλεκτολογική πολυδιάσπαση της αρχαίας ελληνικής, για παράδειγμα, οφειλόταν αφενός στη μορφολογία του εδάφους με τους πολλούς ορεινούς όγκους που δυσχέραιναν την επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων και αφετέρου στη μορφή της πολιτικής οργάνωσης των κοινοτήτων αυτών που χαρακτηριζόταν από την πολιτική αυτοτέλεια των πόλεων-κρατών6. Με την πάροδο του χρόνου όμως, την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων, την ανάμειξη των φύλων στις αποικίες, την καθιέρωση τεχνητών υπερτοπικών διαλέκτων για κάθε λογοτεχνικό είδος, την από κοινού απόκρουση αλλόφυλων εισβολέων που συντέλεσε καθοριστικά στην εμπέδωση σε όλους του Έλληνες συνείδησης της κοινής τους καταγωγής, θρησκείας, μυθολογίας και, φυσικά, γλώσσας, καθώς και με τη σύναψη συμμαχιών πριν και μετά τους μηδικούς πολέμους ωρίμασαν οι συνθήκες για την επικράτηση της ενοποιητικής τάσης και τη διαμόρφωση μιας Κοινής διαλέκτου7. Προτού ακόμα εκδηλωθεί ο περσικός επεκτατισμός, οι ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούσαν μιαν ιωνική Κοινή. Μετά την απομάκρυνση του περσικού κινδύνου η εκρηκτική άνθηση της Αθήνας σε όλα τα πεδία, διπλωματικό, διοικητικό, στρατιωτικό, εμπορικό-

για το κρασί. Και να δεις και για το γαϊδούρι, γιατί πονάει αποκάτω από το πόδι του. Να φέρεις το γιατρό και να κάνεις…6 Τομπαΐδης Δημήτριος, Επιτομή της Ιστορίας της ελληνικής Γλώσσας, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα: 1993, σ. 18.7 Ε.Α.Π., ό.π. σ. 271.

6

Page 7: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

οικονομικό, πολιτισμικό-καλλιτεχνικό, η πολιτική και πνευματική της ηγεμονία και η συνακόλουθη πανελλήνια, και όχι μόνο, αίγλη της σε συνδυασμό με τη σύμπηξη της πρώτης, αλλά και της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας, ανέδειξαν την αττική διάλεκτο σε πανελλήνιο γλωσσικό όργανο8. Καταλυτικό όμως για τις μετέπειτα γλωσσικές εξελίξεις γεγονός υπήρξε η απόφαση του βασιλέα της Μακεδονίας Φιλίππου του Β΄ να καταστήσει την αττική Κοινή επίσημη γλώσσα της διοίκησης και του κράτους του. Μετά τις κατακτήσεις του γιου του Αλέξανδρου, ο ελληνικός κόσμος εκτεινόταν πλέον ανατολικά ως τις Ινδίες και δυτικά, αν ληφθούν υπόψη οι ελληνόφωνες αποικίες στην Κάτω Ιταλία, Σικελία, Κελτική (Γαλλία) και Ιβηρική, ως τις Ηράκλειες Στήλες (πορθμός του Γιβραλτάρ). Σε όλη αυτή την αχανή έκταση που περιλάμβανε ένα μωσαϊκό λαών, φυλών, πολιτισμών και γλωσσών η αττική Κοινή, με κάποιες εξομαλύνσεις και απλοποιήσεις που είχε ήδη υποστεί κατά την εξάπλωσή της στον ελλαδικό χώρο, καθιερώθηκε ως η μοναδική διεθνής γλώσσα της διοίκησης, των κάθε είδους οικονομικών συναλλαγών και πολιτισμικών ή διαπολιτισμικών επαφών9. Η αττική διάλεκτος ήταν μια εξαιρετικά καλλιεργημένη γλώσσα, κατάλληλη να εκφράζει με ακρίβεια υψηλές πνευματικές έννοιες και λεπτές υφολογικές αποχρώσεις10. Η μετατροπή της σε γλώσσα οικουμενική που κλήθηκε να ανταποκριθεί στις ποικίλες επικοινωνιακές ανάγκες ευρύτατων και συχνά ετερόκλιτων πληθυσμιακών στρωμάτων ήταν φυσικό να επιφέρει σημαντικές μεταβολές και αλλοιώσεις σε όλα τα επίπεδά της (φωνητικό-φωνολογικό, μορφοσυντακτικό, λεξιλογικό-σημασιολογικό). Οι τροποποιήσεις αυτές διέπονται από μια γενική τάση απλοποίησης που ενισχύεται και από το γεγονός ότι για τους περισσότερους ανθρώπους που τη μιλούσαν πλέον δεν ήταν μητρική γλώσσα. Η νέα αυτή μορφή της ελληνικής, που χρησιμοποιήθηκε επί έξι αιώνες (3ος π.Χ αι. – 4ος μ.Χ. αι.) σε όλο τον γνωστό τότε κόσμο και κυριάρχησε πλήρως ιδιαίτερα στην ανατολική Μεσόγειο, χαρακτηρίζεται ως ελληνιστική (σπανιότερα αλεξανδρινή) Κοινή ή απλώς ως Κοινή11. Στη συνέχεια θα αναφερθούν ενδεικτικά ορισμένες από τις κυριότερες μεταβολές που σημειώνονται στην ελληνιστική Κοινή σε σχέση με την αττική. Στο φωνητικό-φωνολογικό επίπεδο χάνεται ο προσωδιακός χαρακτήρας της αρχαίας ελληνικής, η διάκριση δηλαδή των φωνηέντων σε μακρά και βραχέα και όλα τα φωνήεντα καθίστανται βραχύχρονα. Ταυτόχρονα ο τονισμός των λέξεων παύει να είναι μουσικός και μετατρέπεται σε δυναμικό, γεγονός που διαφοροποιεί ριζικά την προφορά της Κοινής σε σχέση με την αττική από την οποία κατ’ εξοχήν προήλθε. Τούτο σημαίνει ότι η τονιζόμενη συλλαβή της λέξης δεν προφέρεται πλέον πιο ψηλά, αλλά πιο δυνατά από τις υπόλοιπες. Προϊόντος του χρόνου 8 Ό.π. Κοπιδάκης Μ.Ζ., σ.849 Ε.Α.Π., ό.π. σ. 282.10 Ό.π. Ανδριώτης, σ.27. 11 Ό.π. Τομπαΐδης, σ.28· Ε.Α.Π. ό.π. σ. 288.

7

Page 8: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

συντελείται και ο μονοφθογγισμός των διφθόγγων με υποτακτικό φωνήεν το ι: αι (ε), ει (ι), οι (ι), υι (ι). Τα σύμφωνα β, γ, δ, που προφέρονταν στην αρχαία σαν τα σημερινά δίψηφα μπ, γκ, ντ, αποκτούν την τωρινή τους προφορά. Από μορφολογικής πλευράς ο δυικός αριθμός εξαφανίζεται, τα ανώμαλα ουσιαστικά, επίθετα και παραθετικά αντικαθίστανται βαθμιαία από ομαλότερους τύπους, καταργείται η μέση φωνή στα ρήματα που έχουν πλέον μόνο ενεργητική και παθητική, συγχωνεύονται ο παρακείμενος με τον αόριστο, η ευκτική έγκλιση που διέθετε πληθώρα εκφραστικών δυνατοτήτων στην αττική διάλεκτο δίνει τώρα τη θέση της στην υποτακτική, καθώς και σε περιφραστικούς σχηματισμούς. Επίσης χάνεται και η δοτική. Στο πεδίο της σύνταξης αυτή η εξαφάνιση της δοτικής, ειδικά της λειτουργίας της ως εμμέσου αντικειμένου, ακολουθείται από την παράλληλη χρήση στη θέση της είτε της γενικής είτε της αιτιατικής. Ως προς την ευρύτερη δομή του λόγου η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων, τόσο διαδεδομένη στην αρχαιότητα, υποχωρεί δραστικά με ταυτόχρονη ανάδειξη της παρατακτικής που πολλαπλασιάζει τις σημασίες του και. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του μακροπερίοδου λόγου από πιο σύντομες προτάσεις12. Στο λεξιλογικό τέλος πεδίο με την εισαγωγή των παραγωγικών καταλήξεων –ιον, -ιδιον, -αριον η γλώσσα κατακλύζεται από υποκοριστικά (π.χ. ρυάκιον, σανίδιον, οψάριον), πολλά από τα οποία έφτασαν να υποκαταστήσουν τα αρχικά τους ονόματα και να αποκτήσουν δικά τους υποκοριστικά13. Στην καθημερινή επικοινωνία αρκετές αρχαίες λέξεις χάνονται, ιδιαίτερα εκείνες με τις μεγαλύτερες ιδιοτροπίες στο σχηματισμό και την κλίση, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες, είτε επίσης αρχαίες είτε νεότερες. Πολλές από αυτές τις λέξεις, ελαφρά παραλλαγμένες ή ακόμα και αυτούσιες, χρησιμοποιούνται και σήμερα (π.χ. μυς-ποντικός, ναυς-πλοίον, ύδωρ-νηρόν, άρτος-ψωμίον, ερυθρός-κόκκινος, λευκός-άσπρος, μέλας-μαύρος, εσθίω-τρώγω, ποιώ-κάμνω). Εκτός αυτού το κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός της συγγραφής της Καινής Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα της εποχής, δηλαδή στην ελληνιστική Κοινή που έγινε έτσι το όργανο για τη διατύπωση και το όχημα για την παγκόσμια διάδοση όχι απλώς μιας νέας θρησκείας, αλλά μιας εντελώς νέας περί κόσμου αντίληψης, συνέβαλε και στον λεξιλογικό εμπλουτισμό της Κοινής. Έτσι ορισμένες λέξεις προσέλαβαν με την εμφάνιση του Χριστιανισμού ένα νέο, ειδικό περιεχόμενο (εκκλησία, ιερόν, διάκονος, πρεσβύτερος, μοναχός, ηγούμενος, άγγελος, λειτουργία, επίσκοπος, μάρτυς κ.λπ.), ενώ αρκετές λέξεις εβραϊκής προέλευσης, παρμένες είτε από την Καινή Διαθήκη, είτε από την Παλαιά στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, ενσωματώθηκαν στον κορμό της Κοινής: Πάσχα, Σάββατον, Μεσσίας, αμήν, βάιον κ.λπ. Αλλά και λέξεις με αιγυπτιακές ρίζες εισάγονται την ίδια περίπου

12 Ό.π. Τομπαΐδης, σ. 10 και σ. 29-31.13 Ό.π. Browning, σ. 66· Ε.Α.Π. ό.π. σ. 284-285.

8

Page 9: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

περίοδο στην ελληνική (πάπυρος, ζύθος, οθόνη, όασις κ.ά.). Εφόσον όμως αναφερόμαστε σε δάνειες λέξεις που μέσα από τη διαδικασία της παραγωγής και της σύνθεσης αφομοιώθηκαν από την Κοινή, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις λατινικές λέξεις που παρεισφρέουν, σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά στα ονόματα και σε ελάχιστο όσον αφορά στα ρήματα, στην ελληνική, ιδιαίτερα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους: κάστρον, κουστωδία, λεγεών, οσπίτιον, δικτάτωρ, τίτλος, μεμβράνη, παλάτι κ. ά.14. Είναι φανερό ότι πολλές από τις λέξεις αυτές όχι μόνο διατηρήθηκαν κατά τη μακραίωνη γλωσσική περίοδο που ακολούθησε, εκείνη της μεσαιωνικής ελληνικής, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται έως σήμερα. Υπάρχουν, τέλος, και κάποιες λέξεις οι οποίες κατά την περίοδο που εξετάζουμε απέκτησαν, εκτός από τις αρχικές τους και νέες σημασίες: ανακλίνομαι: ακουμπώ σε κάτι/ξαπλώνω για δείπνο, αντίληψις: κράτημα, υποστήριξη, απαίτηση/ νοητική σύλληψη, μνημείον: ανάμνηση, θύμηση/ τάφος, κηδεία: συγγένεια από γάμο/ ξόδι, πένθος, στενοχωρία: περιορισμένος χώρος/δυσκολία, στενοχώρια, παιδεύω: εκπαιδεύω/τιμωρώ15. Όλες αυτές οι βαθιές μεταβολές δεν συντελέστηκαν βέβαια ταυτόχρονα. Για ορισμένες από αυτές απαιτήθηκαν αιώνες και διεργασίες πολύπλοκες. Δεν θα απέχει κανείς πολύ από την πραγματικότητα, αν μάλιστα ισχυριστεί ότι οι πρώτες αλλαγές ξεκίνησαν από τα χρόνια του Αλέξανδρου και οι τελευταίες ολοκληρώθηκαν και αποκρυσταλλώθηκαν στα χρόνια του Ιουστινιανού, δηλαδή κατά την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο16. Αξίζει ακόμα να επισημανθεί ότι η Κοινή, στην αχανή γεωγραφική έκταση όπου αποτελούσε την επικρατούσα γλώσσα του προφορικού και του γραπτού λόγου, παρουσίαζε σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή, καθώς χρωματιζόταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τις τοπικές διαλέκτους17. Πρόκειται επομένως για μια γλώσσα πολυσυλλεκτική που, εκτός των τοπικών παραλλαγών, εμφανίζει και αισθητές υφολογικές αποκλίσεις οι οποίες απηχούν την κοινωνική προέλευση και το μορφωτικό επίπεδο εκείνων που τη μιλούσαν και την έγραφαν. Ο ιστορικός Πολύβιος λ.χ. χρησιμοποιεί μιαν εκλεπτυσμένη και πλούσια Κοινή18, η Καινή Διαθήκη αποτυπώνει την προφορική Κοινή της εποχής χωρίς να στερείται λογοτεχνικών αξιώσεων19, ενώ η επιστολή που αναλύουμε αποτελεί απόλυτα πιστή καταγραφή του προφορικού λόγου και μάλιστα της ομιλίας ενός αγράμματου ανθρώπου της αιγυπτιακής υπαίθρου που έχει πλήρη άγνοια της εξαιρετικής καλλιέργειας και της υψηλής λογοτεχνικής παράδοσης της ελληνικής. Αρκετά από τα γλωσσικά φαινόμενα που περιγράψαμε πιο πάνω ως βασικά γνωρίσματα της Κοινής απαντούν στο κείμενο της

14 Ό.π. Ανδριώτης, σ. 54-55.15 Ό.π. Browning, σ. 69-70.16 Στο ίδιο, σ. 47.17 Ό.π. Κοπιδάκης Μ.Ζ., σ. 90.18 Στο ίδιο, σ. 85.19 Ό.π. Browning, σ. 77.

9

Page 10: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

επιστολής. Ο μονοφθογγισμός των διφθόγγων με υποτακτικό φωνήεν το ι έγινε πηγή πολλών ορθογραφικών λαθών, ιδιαίτερα σε κείμενα συνταγμένα από ανθρώπους περιορισμένης μόρφωσης που δεν είχαν τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα. Πλήθος τέτοιων κειμένων σώζονται στους αιγυπτιακούς παπύρους20. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η συγκεκριμένη επιστολή. Ανορθογραφίες όπως μάθαι, εἰδού, θέλις, εἴνα, πονί εμφανίζονται συχνά στις επιστολές των παπύρων και οφείλονται στη σύγχυση που επικράτησε τα πρώτα χρόνια μετά τον μονοφθογγισμό και τη συνακόλουθη διάσταση μεταξύ της ιστορικής και της φωνητικής ορθογραφίας πολλών λέξεων. Η χρήση της λέξης του ποδίου φανερώνει ότι το αρχαίο αρσενικό ουσιαστικό πους έχει ήδη δώσει τη θέση του στο ουδέτερο και ομαλότερο πόδιον, από το οποίο προήλθε φυσικά το νεοελληνικό πόδι. Η σύνταξη δές (δος) αὐτοῦ αποδεικνύει την βαθμιαία κατάργηση της δοτικής, ειδικά της λειτουργίας της ως έμμεσου αντικειμένου, και την αντικατάστασή της από τη γενική (όπως εδώ) ή την αιτιατική. Αλλά και το γενικότερο ύφος του κειμένου, οι σύντομες και ζωηρές προτάσεις, η σαφής προτίμηση στον ευθύ λόγο έναντι του πλάγιου (εξ ου και οι πολλές προστακτικές), η εμφανής απλότητα που στην προκειμένη περίπτωση λόγω της μορφωτικής κατάστασης του επιστολογράφου αγγίζει τα όρια της απλοϊκότητας, δεν προσδιορίζουν τη συγκεκριμένη μόνο επιστολή, αλλά αντανακλούν μιαν ευρύτερη ροπή της Κοινής προς τον πιο ζωντανό, πιο απλοποιημένο και λιγότερο τεχνουργημένο σε σύγκριση με την αρχαία λόγο. Η ίδια ροπή προς την απλοποίηση, με πιο περιορισμένες όμως αλλαγές, θα σφραγίσει την πορεία της γλώσσας, προπάντων της ομιλούμενης, και κατά την επόμενη, ιδιαίτερα γόνιμη παρά τις αντιφάσεις της, περίοδο της μεσαιωνικής ελληνικής, αδιαμφισβήτητο θεμέλιο της οποίας υπήρξε η Κοινή21.

Η αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας Αναφέρθηκε ήδη ότι η αττική διάλεκτος αποτέλεσε τη βάση της ελληνιστικής Κοινής που με τη σειρά της λειτούργησε ως ραχοκοκαλιά της μεσαιωνικής ελληνικής από την οποία προήλθε η σύγχρονη νεοελληνική. Αν συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι η αποκωδικοποίηση της Γραμμικής Β΄ το 1952 αποκάλυψε ότι η εν λόγω συλλαβική γραφή αποτύπωνε, έστω και ατελώς, μιαν αρχαϊκή μορφή της ελληνικής22 προκύπτει ένα διάγραμμα σύμφωνα με το οποίο η ελληνική γλώσσα έχει μια προφορική παράδοση τουλάχιστον 4000 χρόνων και μια γραπτή 3500 χρόνων23. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, στον ίδιο

20 Ό.π. Τομπαΐδης, σ. 29.21 Ε.Α.Π., ό.π. σ. 283.22Mossé Claude κ.ά, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μτφρ. Λύντια Στεφάνου, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα: 2008, σ. 79.23 Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Η ελληνική γλώσσα, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα: 1998, σ. 18.

10

Page 11: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

γεωγραφικό χώρο, την Ελλάδα, μιλάει επί 40 αιώνες χωρίς διακοπή και γράφει –με την ίδια γραφή από τον 8ο π.Χ. αιώνα και με την ίδια ορθογραφία από το 400 π.Χ. – την ίδια γλώσσα, την ελληνική24. Τα ελληνικά, παρά την κατά καιρούς εκτεταμένη γεωγραφική διασπορά και τη διαλεκτολογική ποικιλία τους παρέμειναν πάντα ενιαία γλώσσα. Κανένας Έλληνας, είτε στο παρελθόν είτε σήμερα, δεν αμφέβαλε ποτέ σχετικά με το αν η γλώσσα του συνομιλητή του είναι ή όχι ελληνική. Και ποτέ τα ελληνικά δεν εμφάνισαν κάποια τάση να διασπαστούν σε ξεχωριστές γλωσσικές ενότητες, όπως συνέβη με τα λατινικά και τις νεολατινικές γλώσσες25. Όταν μιλάμε για αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής σε μια πορεία 40 αιώνων, δεν εννοούμε ασφαλώς ότι η σύγχρονη νεοελληνική είναι φωνητικά, μορφολογικά, συντακτικά και λεξιλογικά ίδια και απαράλλακτη με τη γλώσσα του Ομήρου για παράδειγμα, αλλά ότι πρόκειται για μία γλώσσα η οποία στη μακραίωνη διαδρομή της έχει υποστεί πλήθος ανακατατάξεων και μεταβολών, διατήρησε όμως αλώβητο τον δομικό σκελετό της. Πράγματι οι αλλαγές που σημειώθηκαν αφορούν κυρίως στη δήλωση των δομικών κατηγοριών (σε καταλήξεις, φθόγγους κ.λπ.) και όχι στις ίδιες τις δομικές κατηγορίες (σε πτώσεις, αριθμούς και γένη των ουσιαστικών και των επιθέτων, χρόνους, πρόσωπα, φωνές, εγκλίσεις, ποιόν ενέργειας, τροπικότητα στα ρήματα) που συγκροτούν αναλλοίωτες τη δομική φυσιογνωμία της αρχαίας, της βυζαντινής και της σημερινής ελληνικής γλώσσας26. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η σύγχρονη ελληνική δεν έχει προκύψει από τη δημιουργία νέου τυπικού, αλλά από την απλοποίηση του τυπικού της αρχαίας. Οι σημαντικότερες διαδικασίες αυτής της απλοποίησης έλαβαν χώρα στα χρόνια της ελληνιστικής Κοινής και είναι αυτές που προαναφέρθηκαν27.

24 Ό.π. Κοπιδάκης Μ.Ζ., σ. 327.25 Ό.π. Browning, σ. 22. Ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα (Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009) με τίτλο: «Συνέχειες και ασυνέχειες» επισημαίνει και μιαν ενδεχομένως αρνητική πτυχή του φαινομένου: “«Πώς συνέβη», ρωτά ο Πέρι (σ. νεοελληνιστής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα), «και η ελληνική, η κατ΄ εξοχήν πολιτισμική γλώσσα», που κυριάρχησε από την αρχαία ως και τη βυζαντινή εποχή στα Βαλκάνια και σε ευρύτατες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, «σήμερα μιλιέται μόνο από 12-13 εκατομμύρια ανθρώπους; Η λατινική δεν μπορεί να καυχηθεί για μια παράδοση πιο πλούσια ούτε για ευρύτερη διάδοση. Γιατί λοιπόν η λατινική κατέκτησε την Ευρώπη και έφτασε ως την Αμερική και την Αυστραλία, ενώ η ελληνική συρρικνώθηκε βαθμιαία στα σύνορα της σημερινής Ελλάδας;». «Η αιτία», απαντά ο Πέρι, «βρίσκεται πιθανώς στο γεγονός ότι η ιστορία της ελληνικής είναι ένα continium κυριαρχούμενο από την εμμονή της συνέχειας. Σε τρεις χιλιάδες χρόνια δεν βρίσκουμε ποτέ ένα κενό, μια ρήξη συγκρίσιμη με εκείνη που συνέβη ανάμεσα στη λατινική και τις λατινογενείς γλώσσες. Την αιτία, με άλλα λόγια, φαίνεται να μας τη δίνει το Ευαγγέλιο: ο σπόρος πρέπει να πεθάνει για να δώσει καρπό. Η λατινική πέθανε γεννώντας τις λατινογενείς γλώσσες. Η ελληνική δεν πέθανε, δεν φάνηκε ποτέ ικανή να πεθάνει»’’.26 Ό.π. Μπαμπινιώτης, σ. 18· ό.π. Κοπιδάκης Μ.Ζ., σ. 327.

27 Ό.π. Τομπαΐδης, σ. 63.

11

Page 12: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

Αλλά και η λεξιλογική συνοχή της ελληνικής είναι μοναδική, γεγονός που της προσδίδει έναν αρχαϊκό χαρακτήρα παρόμοιο με εκείνον της λατινικής και της ρωσικής και την τοποθετεί στον αντίποδα των αναλυτικού τύπου γλωσσών, όπως είναι η σημερινή αγγλική. Ακριβώς αυτός ο αρχαϊκός χαρακτήρας καθιστά λίγο-πολύ κατανοητές στο σύγχρονο Έλληνα τις παλαιότερες μορφές της γλώσσας του σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση του σύγχρονου Άγγλου, για τον οποίο τα παλιά ή ακόμα και τα μεσαιωνικά αγγλικά είναι ακατανόητα28. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη συμβολή στην ευρείας κλίμακας αναβίωση αρχαίων λέξεων, που, παράλληλα με την αβίαστη επιβίωση άλλων, εξασφάλισε τη διαχρονική και εντυπωσιακή ενότητα του λεξιλογικού θησαυρού της ελληνικής, των λεγόμενων επιστροφικών κινημάτων, δηλαδή του αρχαίου και βυζαντινού αττικισμού, του κοραϊκού και μετακοραϊκού καθαρισμού, της αρχαΐζουσας και της μετέπειτα καθαρεύουσας29. Λέξεις όπως ουρανός, γη, θάλασσα, γλώσσα, παιδεία, ελευθερία, φίλος, αδελφός, αγαπώ, εγώ, και, ότι κ.λπ αποτελούν στοιχεία μιας ενιαίας γλώσσας, της ελληνικής, με διαχρονική χρήση. Στο κείμενο της παπυρικής επιστολής αποτυπώνεται ανάγλυφα η αρραγής συνοχή αυτής της ενιαίας γλώσσας σε λέξεις όπως μάθε, φέρε, βλέπε, ιδού, αυτό, νόμισμα, θέλεις, εάν, ότι, που χρησιμοποιούνται και σήμερα αμετάβλητες. Μικρές μορφολογικές αλλοιώσεις ανιχνεύονται σε τύπους όπως κύρι> κύριε, πάτερ> πατέρα, ποδίου> ποδιού, πονεί> πονάει, εσυφώνησα> συμφώνησα. Η έκφραση συν Θεώ είναι στερεοτυπική και, μολονότι σπάνια, βρίσκεται ακόμα σε χρήση, ενώ ο οίνος έχει αντικατασταθεί από το κρασί, αλλά σε πολλές περιπτώσεις επιλέγεται ως πιο δόκιμος όρος, ιδιαίτερα ως πρώτο συνθετικό σε λέξεις όπως οινοπαραγωγός, οινολογία, οινοποιείο κ.λπ. Η λέξη κηδεύω έχει

28 Ό.π. Browning, σ. 22-23.29 Ό.π. Κοπιδάκης Μ.Ζ., σ. 327. Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των επιστροφικών κινημάτων που ξεκίνησαν από τους φιλολόγους των ελληνιστικών χρόνων και έληξαν μόλις το 1976 με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους, είναι η προσπάθεια τεχνητής αναβίωσης και επιβολής αυτούσιας της αρχαίας ελληνικής ή κάποιας κατασκευασμένης αρχαΐζουσας μορφής της γλώσσας (π.χ. της καθαρεύουσας). Η προσπάθεια αυτή θεμελιωνόταν θεωρητικά στην άποψη των θιασωτών των διαφόρων επιστροφικών κινημάτων ότι μια αρχαΐζουσα γλωσσική μορφή θα σηματοδοτούσε την πολιτισμική αναγέννηση της Ελλάδας που είχε περιπέσει σε μαρασμό λόγω της εκφυλισμένης και «χυδαίας», όπως τη χαρακτήριζαν λαϊκής γλώσσας. Εκτός της πολιτισμικής διάστασης, στα πλαίσια του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους, η διαμάχη μεταξύ οπαδών της αρχαΐζουσας/καθαρεύουσας και υπέρμαχων της δημοτικής προσέλαβε και ευδιάκριτα πολιτικά χαρακτηριστικά, γεγονός που πυροδότησε πάθη, φανατισμούς και ενίοτε λυσσώδεις συγκρούσεις μεταξύ τους. Εξαιτίας αυτών των επιστροφικών κινημάτων η ελληνική γλώσσα ταλανίστηκε επί αιώνες από το φαινόμενο της διγλωσσίας και της διαρκούς διάστασης μεταξύ τεχνητού γραπτού και πηγαίου προφορικού λόγου, σε βαθμό που βέβαια ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές, τους συγγραφείς κ.λπ. Από την άποψη όμως του λεξιλογικού εμπλουτισμού της νεοελληνικής με λέξεις της αρχαίας και της λογιότερης παράδοσης η συνεισφορά τους αξιολογείται θετικά.

12

Page 13: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

αλλάξει σημασία και αντί του φροντίζω σημαίνει πλέον τελώ νεκρώσιμη τελετή. Το πιο καταλυτικό πάντως επιχείρημα υπέρ της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας που μπορεί κανείς να αντλήσει από το εν λόγω κείμενο είναι το γεγονός ότι, ενώ μας χωρίζουν από αυτό τουλάχιστον 15 αιώνες, το γενικό περιεχόμενό του γίνεται γρήγορα, εύκολα και άμεσα κατανοητό από τον σημερινό Έλληνα αναγνώστη.

Συμπεράσματα Ξετυλίγοντας το νήμα μιας σύντομης επισκόπησης της ελληνικής στη διαχρονική της διάσταση με αφορμή ένα απόσπασμα επιστολής από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες που σώθηκε σε πάπυρο, η παρούσα εργασία επιχείρησε να ιχνογραφήσει την πορεία από την αττική διάλεκτο στην ελληνιστική Κοινή και να ρίξει περισσότερο φως στην τελευταία, μιας και αποτελεί τη γλωσσική μορφή του προαναφερθέντος επιστολικού αποσπάσματος. Στη συνέχεια παρατέθηκαν επί τροχάδην τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της, πανθομολογούμενης σχεδόν, συνέχειας της ελληνικής γλώσσας στους 40 αιώνες της ιστορικής διαδρομής της, επιχειρήματα προς επίρρωση των οποίων εντοπίστηκαν ερείσματα μέσα από το ίδιο το επιστολικό κείμενο. Αντί άλλου επιλόγου είναι ίσως προτιμότερο να προσφύγουμε στον σημαντικό Γάλλο συγγραφέα και διακεκριμένο νεοελληνιστή Ζακ Λακαρριέρ για μια νηφάλια και απροκατάληπτη αποτίμηση της ιστορικής διαδρομής της ελληνικής γλώσσας: «‘Άραγε να έχουμε ποτέ σκεφθεί σοβαρά αυτό το απλό, το άμεσο, θα ’λεγα το σχεδόν βίαιο γεγονός ότι η σύγχρονη ελληνική γλώσσα που μιλιέται σήμερα καθημερινά στην Ελλάδα, είναι πάνω από τριών χιλιάδων χρονών;… Ο Σταύρος, ο αμπελουργός από τη Νεμέα, με τον οποίο κουβεντιάσαμε μιαν αυγή του Σεπτέμβρη μιλούσε… τα ίδια ελληνικά που μιλούσαν στα μυκηναϊκά χρόνια… Λέγοντας τα ίδια ελληνικά εννοώ ότι μιλούσε μια γλώσσα που ήταν ήδη ελληνικά δεκαπέντε αιώνες πριν από τον Ιησού Χριστό και που, απλούστατα και πολύ φυσικά, εξελίχθηκε σαν όλες τις γλώσσες, για να καταλήξει στα ελληνικά που μιλιούνται σήμερα… Θα δώσω ένα παράδειγμα… Βρισκόμουνα στο Πόρτο Γερμενό, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, σε ένα μικρό ακρογιάλι… Κοντά μου δυο παιδιά ψαράδων έπαιζαν με το καβουράκι που είχαν πιάσει… Το κοιτούσαν να χτυπιέται μέσα σε μια γούβα του βράχου… Το ένα από τα δύο παιδιά προχώρησε να βουτήξει. «Τι κάνει;», ρώτησε το άλλο. Κι εκείνο απάντησε: «Χαροπαλεύει»… Θαύμα τούτης της λέξης της δυνατής, της πλούσιας, που φέρει μια ολόκληρη λησμονημένη ιστορία και που προφέρεται έτσι ανέμελα, φυσικά, από δύο παιδιά που παίζουν. Ο όρος δεν υπάρχει στα αρχαία, τον αποτελούν δυο λέξεις που, αυτές, υπάρχουν από την Αρχαιότητα: Χάρων και παλεύω, από το παλαιό παλαίω. Καθαυτός ο όρος θα πρέπει να ανήκει… σε εκείνο τον κύκλο των τραγουδιών του Διγενή που ανατρέχουν ως τον ΙΧ αιώνα μ.Χ. Ο Χάρων/Χάρος …και ο Διγενής επάλεψαν, ένα από τα περιφημότερα και

13

Page 14: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

δημοφιλέστερα επεισόδια αυτής της μεσαιωνικής εποποιίας… Έτσι…ο όρος έχει μια ζωή δώδεκα με δεκατριών αιώνων. Προφέροντάς τον τα δύο εκείνα παιδιά δεν είχαν φυσικά καμία συνείδηση της μακριάς ιστορίας της λέξης ούτε της έννοιας των συνθετικών της… Έτυχε ωστόσο …να συλλάβω ξαφνικά εκείνο εκεί το πρωί σε κείνο το ακρογιάλι αυτό που είναι πραγματικά μία γλώσσα σαν φορέας μιας ιστορίας, μιας κουλτούρας και μιας παράδοσης»30

Βιβλιογραφία

Ανδριώτης, Νικόλαος. Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη (1992). Browning, Robert. Η Ελληνική Γλώσσα Μεσαιωνική και Νέα. Εισαγωγή Μετάφραση και Σημειώσεις: Δημήτρη Σωτηρόπουλου. Εκδόσεις Παπαδήμα. Αθήνα (1988).

Ε.Α.Π. Βούρτσης, Ι. και άλλοι. Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό. Τόμος Α’. Πάτρα(1999).

Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Επιστημονική επιμέλεια: Κοπιδάκης Μ.Ζ. Αθήνα (2000).

Λακαρριέρ, Ζακ. Το Ελληνικό καλοκαίρι. Μετάφραση Ιωάννα Χατζηνικολή. Εκδόσεις Χατζηνικολή. Αθήνα (1980).

Mossé, Claude και άλλοι. Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Μετάφραση: Λύντια Στεφάνου. Εκδόσεις Παπαδήμα. Αθήνα (2008).

Μπαμπινιώτης, Γεώργιος. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε. Αθήνα (1998).

30 Λακαρριέρ Ζακ, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, μτφρ. Ι. Χατζηνικολή, Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα: 1980, σ. 180, 182-183.

14

Page 15: 2010-01-05 ΕΛΠ 10 2η εργασία

Τομπαΐδης, Δημήτριος. Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας. Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων. Αθήνα (1993).

15