21

ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ...

Citation preview

Page 1: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ
Page 2: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

Είναι μια άποψη. Όχι ερχόμενη για διακοπές, αλλά ζώντας ανάμεσα στον κόσμο του και ακουμπώντας τον παλμό του – αυτός, οφείλω να ομολογήσω, άλλες φορές είναι εντυπωσιακά δυναμικός και πρωτότυπος (;) και άλλες, στα όρια του θανάτου. Δε πειράζει, εγώ τον αγάπησα έτσι, με τα πάνω και τα κάτω του, χαλκομα-νία.

Υπάρχουν αγαπημένα σημεία. Ειδικά δε, αν ζεις το χώρο, ζεις και τις φωνές, και αναπτύσσεστε μαζί, αυ-τά τα σημεία είναι και απαραίτητα.

Δένεσαι. Και, για να πω την αλήθεια, δε ξέρω πως λύνεσαι. Ή αν απλά, ένα κομμάτι μου θα είναι για πάντα δεμένο στο λιμάνι των Αργοναυτών και εγώ απλά, θα συλλέξω προσεκτικά όλα τα υπόλοιπα, θα τα πακετάρω και θα αποχωρίσω. Κι έτσι να είναι, δε θα θέλω να αναγεννήσω αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι από τα μητρικά του, τα διπλανά του. Θα το αφήσω να λείπει. Χαμένος κόπος να το ξαναφτιάξω, όταν η αί-σθηση του να μείνει εδώ, ή να το κουβαλάω μαζί είναι περίπου, ίδια. Άλλωστε, πάντα χρειάζομαι λόγους να γυρνάω. Το Βολιώτικο λιμάνι, λοιπόν. Ή μήπως, όχι; Όλα τα λιμάνια. Η θάλασσα εκεί προβάρει πραγματικά την καλή της διαγωγή. Αναλογίζομαι. Αν νερό καλύπτει τη μεγαλύτερη επιφάνεια της υδρογείου, είναι θρά-σος, αν δύνασαι να το αγνοείς ως φυσικό στοιχείο. Το νερό της πόλης. Το νερό και η ροή, η ροή και το νερό, και τα δυο. Η ροή του λόγου. Λέξεις, κουβέντες (τραγουδιστά;) πετούν. Κομμάτια είναι κι αυτά και φεύγουν. Μπορείς να τα αναπαράγεις, ως να σου κοπεί η μιλιά.

Η σύνθεση. Η σύνθεση είναι δική σου. Δικαιούσαι μια στιγμή να νιώσεις πως το σύμπαν σου ανήκει. Αυτό είναι φτιαγμένο από αρμονία και η ουσία της αρμονίας είναι η μουσική. Περπατώ, περπατώ και ψιθυ-ριστά επαναλαμβάνω μουσικά στίχους. Γύρω μου συμβαίνουν διάφορες ενώσεις. Εκείνη είναι η στιγμή.

Η θάλασσα έχει ήχο. Ακόμα κι εγώ αχνά τον ακούω. Η θάλασσα έχει χρώμα. Όχι άλλο ασπρόμαυρο στη θάλασσα. Ντροπή. Κάνετε ησυχία. Η θάλασσα χορεύει. Το ίδιο και τα πόδια στις φωτογραφίες. Ίσως χορεύο-ντας να φτάσουν στο πίσω κομμάτι της πόλης, εκεί – που η θάλασσα δε φαίνεται, και πρέπει πρώτα να τη φανταστείς, να φαντασιωθείς μαζί της, για να κατέβεις κοντά της. Μήπως έτσι, έχει περισσότερη αξία.

_ F.N. _ Ο ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Να είσαι βαθύς και να φαίνεσαι βαθύς – εκείνος που ξέρει ότι είναι βαθύς, πασχίζει να γίνει ολοκάθαρος. Εκείνος που θα ήθελε να φαίνεται βαθύς στον όχλο, πασχίζει να γίνει σκοτεινός. Γιατί ο όχλος θεωρεί βαθύ καθετί, του οποίου το βάθος δε μπορεί να δει. Ο όχλος είναι πολύ φοβισμένος και μπαίνει πολύ απρόθυμα στο νερό.

Το Νερό.

Page 3: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Γ.Ρ. _ Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρό-φωτο, τόσο αδιάφορη κι αϋλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου, σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου). Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει – θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλια-σμένη πολυθρόνα. Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία – λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει - μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγά-ρι, πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα, τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πά-ντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,

όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μα-ντίλια. Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες - 8, 16, 32, 64 - κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 - κ’ οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα – ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα – έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; - έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα, ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων – και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,

πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα) μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια, στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα) - ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φθάνει ο θαυμασμός σου, - θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα, άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. – Όχι, δε φτάνει. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με, γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη ανένδοτη, μόνη και πάναγνη, ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη, γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια. Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου. Πρέπει πάντα να προσέχεις, να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε. Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις. Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει. Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του να απ’ τους νεκρούς του να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς, είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη, κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης, κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου. Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, - ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, - κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη, πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές, διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου, το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο. Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου; όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις; έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε, αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης

Page 4: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

με την γριά βαριά του αρκούδα με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας – κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της, μην ξέροντας για που και γιατί – έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της, την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου- την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της. Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα) και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών, τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες, φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα, δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια – ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες, τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελ-λούμενα, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη, κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια

μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου. Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε. Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα; Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου, τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω – κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα, είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε, ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, - ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι, ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε; Βαθύ βαθύ το πέσιμο, βαθύ βαθύ το ανέβασμα, το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του, βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, - τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα, ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα, εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο πού κάνουν οι σωλήνες του νερού, ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη, ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; - αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου, χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; - Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα. Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι – την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,- ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Ο χρόνος σχετικός για τα πάντα. Χρόνος ζωής. Χρόνος αναμονής. Άγχος για το χρόνο. Χάσιμο χρόνου.

Υπάρχεις και δεν υπάρχεις – Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

No hay Banda. Δεν υπάρχει ορχήστρα, κι όμως, ακούμε μια ορχήστρα. Είναι όλα κασέτα. Όλα έτοιμα. Όλα ανα-παράγονται. Ύπαρξη και μη ύπαρξη περνάνε στη σφαίρα της παραίσθησης.

Θαυμασμός : Η ανάγκη των ανθρώπων να έχουν πρότυπα – Αυτά τα πρότυπα όντως αξίζουν τη θέση που κατέ-λαβαν, ή είναι απλώς η πρόχειρη κάλυψη και συγκάλυψη ανάγκης;

Δοσοληψία – γίνεται αντιληπτή; Υγιές το δούναι χωρίς την αναμονή της ανταπόκρισης, αλλά – τι συμβαίνει στην αγνωμοσύνη; Μονάχα που δε ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν. Πάντως εγώ τα δίνω. Σημείο 0. Δίνεις όντως;

Ποτέ η ηρωίδα του κειμένου δε θέλησε ειλικρινά να φύγει. Αν ήταν έτσι, θα το είχε κάνει. Οι άνθρωποι κάνουν αυτό που θέλουν, έστω και λίγο περισσότερο. Ποτέ μια μετάνοια δεν έχει νόημα, παρά μόνο πέφτει στο κενό. Νήματα κινήθηκαν και δοχεία επικοινώνησαν, ώστε να πυροδοτήσουν μια ενέργεια. Αυτή έχει νόημα, όταν μελετάται στο χρό-νο που έλαβε χώρα. Κάνω ό,τι θέλω. Εγώ. Κι εσύ. Κι ο άλλος.

Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια…

Page 5: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ
Page 6: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Γ.Ρ. _ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΔΙΑΥΓΕΙΑ

Η κλιμακτηρική περίοδος έληξε για την αρχόντισσα του σπιτιού Έληξε για τις θυγατέρες της Έληξε για τα δέντρα του κήπου της. Μονάχα το γιασεμί που χιόνιζε τ’ άσπρα του αστέρια, τα βράδια, κάθε καλοκαίρι Στο τραπέζι του κήπου Θέριεψε ακλάδευτο, Έσφιξε στα πλοκάμια του το σπίτι. Σαν πελώριο χταπόδι Απομυζώντας τα θεμέλια του σπιτιού. Λοιπόν, τι να τον κάνεις το χρόνο;

Μένουμε μόνο να απορροφούμε πληροφορίες για όσα συνέβησαν στο χρόνο πριν από εμάς. Ένα ελάχιστο διά-

στημα είμαστε πραγματικοί μάρτυρες του χρόνου της φύσης. Θάνατος για την ύλη. Έμψυχη. Άψυχη. Αρκεί το γιασεμί για να συνεχίσει το σπίτι να έχει νόημα. Χώρος και χρόνος. Χώρος και χώρος. Πολλές οι όψεις του ίδιου εαυτού, μάλλον, πολλοί εαυτοί. Το

δι’αυτό ισχύει και για τις έννοιες. Περίεργο να έχεις κάτι ίδιο με αλλιώτικο όνομα. Σιωπή και λόγος. Όχι λοι-πόν – είναι εξίσου ενεργητικά. Είναι οι δυο εαυτοί. Χώρος και χώρος. Ουρανός και θάλασσα. Αυτοί οι δυο ζουν ένα μεγάλο έρωτα. Ο ένας δίνει χρώμα στον άλλο. Ο ένας είναι θυμωμένος και σκοτεινός και είναι και ο άλλος. Ο ουρανός δεν έχει πολλές ερωμένες, μόνο τη θάλασσα. Απλά, έχει όλους τις τους εαυτούς σε όλους τους πλανήτες. Η σχέση τους είναι τόσο ειλικρινής, αλήθεια …

Ο χρόνος για τη φύση, τον άνθρωπο και για τα… έντομα είναι τόσο σχετικός. Ο ένας (με αντίστροφη σειρά) ζει τόσο ανεξάρτητα χρονικά από τον άλλο. Πόσους εαυτούς της φύσης μπορεί να αντικρύσει μια αν-θρώπινη ύπαρξη; Γιατί μετράμε το χρόνο, όπως βόλεψε τον άνθρωπο; Οι δείκτες έμαθαν να κινούνται σε δευτερόλεπτα. Ορισμένα πώς;

Αν το σπίτι μας μπορεί να αισθάνεται, θα χαιρόταν άραγε, όταν πεθαίναμε; Ολοκληρωμένη πορεία, de facto γεγονότα, μπορεί να τα αναπαράγει στο μυαλό του οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Χρονική στιγμή.

Δε χτίζεις σε επιφάνειες ρευστές. Δε χτίζεις ούτε σε ρευστούς ανθρώπους. Ό,τι κάνεις από τα δυο, προ-καταβολικά το ξέρεις πως… Δε χτίζεις τη θάλασσα με κτίρια. Τη χτίζεις όμως, με δρόμους. Χτίζεις δρόμους. Και σκέψεις. Και πάντα – πέρα από χρονικούς ορισμούς – μένει τόσο μόνη της και άδεια. Βασίλισσα του έρω-τά της και του κενού. Έρωτας. Όλων των ανθρώπων και των θεών το νόημα.

Page 7: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ P.V. _ ΤΟ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Σκύλα, λαμπρή, απομάκρυνε τον κάθε ειδωλολάτρη! Όταν με ένα χαμόγελο ποιμενικό, μονήρης, Βόσκω για διάστημα μακρό, πρόβατα μυστηριώδη, Το ποίμνιο το κατάλευκο των ήρεμών μου τάφων, Τις φρόνιμες περιστέρες διώξε από αυτό τον τόπο, Τα μάταια ονειροπολήματα, τους περίεργους αγγέλους!

Εδώ που τώρα βρίσκομαι το μέλλον είναι αργία. Το έντομο κατακάθαρο την ξεραΐλα ξύνει Τα πάντα κάηκαν, χώνεψαν και ανεμοσκορπίστηκαν Δεν ξεύρω ούτε κι εγώ σε ποια αδυσώπητη ουσία… Από απουσία η ζωή μεθά, κι όλο πλαταίνει, Κι είναι η πικρία γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα.

Καλά που βρίσκονται οι νεκροί κρυμμένοι μες στο χώμα Που το μυστήριο των ρουφά και τους ξαναζεσταίνει. Η Μεσημβρία εκεί ψηλά, η ασάλευτη Μεσημβρία Ενδόμυχα στοχάζεται και αυτοσυνεννοείται… Συμπληρωμένη κεφαλή και διάδημα υπερτέλειο, Μόνον εγώ είμαι η μυστική παράλλαξις εντός σου.

Ένα σωρό πράγματα δίπλα στη θάλασσα. Ως και νεκροταφεία.

Θέλει θράσος να αναποδογυρίσεις το καθεστώς το θρησκευτικό και να φωνάξεις σε νεκροταφείο πως θα διώξεις τους αγγέλους. Κάνεις τα κεφάλια γύρω σου να γυρίσουν και να σε κοιτάξουν. Φυσικά και έχεις το δικαίωμα. Τους πε-ρίεργους αγγέλους. Επίσης, κάποια από τα στόματα των κεφαλιών που γύρισαν προς το μέρος σου, μάλλον θα ανοί-ξουν και το βλέμμα θα σαστίσει, όταν κάνεις τη δήλωση : Μόνον εγώ είμαι η μυστική παράλλαξις εντός σου. Προκλητι-κό. Ωραία προκλητικό.

Άραγε συμβαίνουν όλα αυτά τα παράδοξα σε ένα νεκροταφείο; Κι αν ναι, συμβαίνουν συγκεκριμένα σε αυτό, ε-πειδή είναι παραθαλάσσιο;

Οι νεκροί πληρώνουν κρίματα.

Page 8: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

Ο ρόλος της μουσικότητας είναι ζωτικός. Ζωτικός, όπως λέμε, δίνει ζωή. Η σχέση της φύσης και του ρυθμού επί-σης. Η φύση είναι δίκαιη και συχνά οργίζεται. Ευτυχώς πιο σπάνια, από όταν γλυκαίνει. Τα Τάρταρα είναι μυθικής ση-μασίας φυσική (;) τοποθεσία.

Οι νεκροί πληρώνουν κρίματα, ακόμα και οι πανίσχυροι.

_ Γ.Σ. _ ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη. Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς. Απόμερα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας που αντηχούν ακόμη... Γαλήνη -Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον; Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια. Τ΄ όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς. Το βράδυ βρήκα την περικοπή: "τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει "τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι". Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος 31 του Μάρτη 1971

Page 9: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ
Page 10: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

Κάποτε σκεφτόμουν πως είναι δύσκολο να είναι κανείς μόνος σε ένα δωμάτιο. Πως κάνει άδειο το δω-μάτιο αυτό. Πως δεν έχουν αξία τα πράγματα, αν δε τα μοιράζεσαι. Πως όλες οι γνώσεις του κόσμου δε μπο-ρούν να γεννήσουν τίποτα, αν είναι συγκεντρωμένες σε ένα μοναχικό κεφάλι. Αλλά… κάπως η τύχη τα έφερε έτσι, να δω ξεκάθαρα τι είχα πει στον καθρέφτη. Να δω να σχηματίζεται το συμπληρωματικό, το ωραίο, το σχηματισμένο συμπληρωματικό της θέσης μου αυτής, δηλαδή πως… κάπου εδώ δε θέλω να εξηγήσω άλλο με λογικές σειρές. Όταν κάποιος βρίσκεται μόνος του ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Τι κάνει.

Αν κάνει κάτι. Ώριμες κινήσεις. Δε πρέπει να κάνει κάτι, γιατί εδώ το πρέπει ειλικρινά ακούγεται μάλλον άχρηστο. Υποθέτω. Υποθέτω πως πολλοί ναυτικοί παλιάς και περασμένης τώρα πια (γραφικής;) γενιάς, βρήκαν το δικό τους

πρέπει από λιμάνι σε λιμάνι. Μια συνεχής και αδιάκοπη φυγή – κοντά ή μακριά ή κυκλικά – σε σχέση με το σημείο αναφοράς και μοναξιάς τους. Έχω μπαρκάρει ξεκάθαρα αποτυχημένα στους δρόμους τους μονάχα στους δρόμους τους θαλάσσιους τους νοητούς. Και λέγοντας αποτυχημένα… όπως εγώ το όρισα. Γιατί εγώ βγαίνω στα λιμάνια μου και χρονοτριβώ. Δε ξέρω πώς είναι, πολύ πιθανά δε θα μάθω ποτέ, να φεύγεις με καράβι.

Και δεν εννοώ κυριολεκτικά. Η κυριολεξία είναι αυτή που λιγότερο ενδιαφέρει. Δε ξέρω πώς είναι τόσο γενναία να επιλέγεις μια μορφή μοναξιάς. Ή, μάλλον, ας μην πούμε μοναξιάς,

γιατί η μελαγχολία που συνοδεύει αυτή τη λέξη με τις τρεις συλλαβές είναι τουλάχιστον ασήκωτη. Και τώρα όχι, δε μιλώ για κάτι δυσάρεστο. Μιλώ για κάτι τραγικά ουδέτερο. Ας πούμε, λοιπόν, μοναχικότητα. Για μένα άλλαξαν τώρα, πολλά πράγματα. Και λέγω γενναία, γιατί είναι άμεση. Γενναία επιλογή, ακριβώς επειδή είναι άμεση. Επιλογή ανάμεσα στο αληθινό και… όχι στο ψεύτικο, αλλά ας πούμε – στο μακιγιαρισμένο. Στο κα-μουφλαρισμένο, τέλειο πρόσωπο της άχρηστης επικοινωνίας.

Γιατί είναι τόσο συνηθισμένο κάποιος να απαγγέλει ποιήματα, αλλά όχι τραγούδια; Πολύ έχει μπει μέ-σα μου ένα τραγούδι που λέει … « Κέρδισα τον κόσμο, μετά έχασα την ψυχή μου, ίσως είναι επειδή μεγαλώ-νω » .

_ N.K. _ ΤΟ ΠΟΥΣΙ

Έπεσε το πούσι αποβραδίς - το καραβοφάναρο χαμένο - κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω μες στην τιμονιέρα να με δεις. Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί , πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου. Κάτω στα νερά του Port Pegassu βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή. Μας παραμονεύει ο θερμαστής με τα δυο του πόδια στις καδένες. Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες με την τρικυμία' θα ζαλιστείς. Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό κι είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα. Από να φοβάμαι να καρτερώ κάλλιο περισκόπιο και τορπιλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη. Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

Page 11: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Ν.Κ. _ ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΡΙΑ

Τι με σπρώχνει να σας γράψω απόψε, κυρία; Αυτό μόνον εγώ δεν το ξέρω. Η ανάμνησή σας με βασανίζει. Σας εί-δα στο κατάστρωμα ενός Ιταλικού πλοίου χτες να περιφέρεστε γεμάτη αδιαφορία καπνίζοντας σιγαρέτα και κοιτάζο-ντας αόριστα γύρω. Αφήνατε τον καπνό τους να σας κυκλώνει το πρόσωπο κι εμένατε για λίγο με τα μάτια μισόκλει-στα… οραματιζόμενη κάτι…

Ίσως οι γκρίζες τολύπες να σχημάτιζαν πρόσωπα, πρόσωπα που κάποτε για σας υπήρξαν αγαπημένα. Μια στιγ-μήν επετάξατε το τσιγάρο και ακουμπήσατε σ’ ένα μέρος. Κρατώντας με τα κατάλευκα χέρια σας το πρόσωπό σας… Ποιος ξέρει τι σκεφτόσαστε εκείνη την ώρα, κυρία! Τα μάτια σας ή μάλλον των ματιών σας οι γύροι επρόδιδαν ότι από καιρό δεν εκοιμόσαστε μόνη.

Φαντάζομαι πως θα έχετε γνωρίσει άπειρους άντρες. Δεν αμφιβάλλω πως μέσα στην τσάντα σας υπάρχει ένα μι-κρό χρυσοδεμένο βιβλίο, γιομάτο από τα ονόματα εκείνων που κάποτε κοιμήθηκαν μαζί σας. (Τα’ όνομά μου δε θα είχε την τύχη να γραφτεί ποτέ εκεί μέσα). Με συγχωρείτε κυρία, αλλά νομίζω ότι το λεπτό σας πρόσωπο είχε πάρει το αμ-φίβολο και σκοτεινό χρώμα που παίρνουν τα πρόσωπα των γυναικών που έχουν θυσιάσει πολύ στην αγαπημένη θέα τους… Ποια είναι η Πατρίδα σας; Οι γυναίκες του είδους σας δεν έχουνε Πατρίδα. Γιατί τώρα σας γράφω; Αυτό μόνον εγώ δε το ξέρω.

Πόσα γράμματα τέτοια θα ‘χετε λάβει… Τα περισσότερα θα ήταν κοινά και ανιαρά σαν και τούτο και θα τα ‘χετε σχίσει, άλλα θα μένουν ακόμη λησμονημένα μέσα σε σκαλισμένα κουτιά από ινδικό ξύλο που ευωδιάζει κι άλλα πάλι θα ‘ναι κλεισμένα μέσα σε βιβλία, ανάμεσα σε κίτρινα φύλλα, κοντά σε πεθαμένες πεταλουδίτσες, μέσα σε βιβλία γιο-μάτα κοινοτυπίες και μάταιες λέξεις που εδιαβάζατε κάποτε, στην αρχή της ανίας σας μέσα σε δωμάτια φωτεινά στη μακρινή σας πατρίδα… Το δικό μου δε θα λάβει την τύχη τους, γιατί δε θα σας το στείλω ποτέ μου…

Κάποια στιγμή με κοιτάξατε μέσα στα μάτια, όπως ακριβώς θα κοιτούσατε ένα πράγμα χωρίς σημασία! Ασφαλώς δεν είδατε τίποτα μέσα τους. Τι μπορούσα εγώ να είμαι για σας; Ένα μηδέν, ένα τίποτα… Τι θα μπορούσε να είσαστε εσείς για μένα; Ούτε αυτό δε το ξέρω… Εγώ είδα στα μάτια σας ολόκληρους κόσμους… αναχωρήσεις… εγκαταλείψεις… θανάτους… επιθυμίες… Εγώ πάντα θα σας θυμάμαι… Γιατί; Μήπως σας έχω αγαπήσει; Αλλοίμονον! Όχι… Εγώ δεν έχω αγαπήσει ποτέ μου, κι ούτε ποτέ θα αγαπήσω. Όμως θα σας θυμάμαι, όπως όλες τις γυναίκες που έχω γνωρίσει… Έχω μιαν απέραντη μνήμη. Δυο τις θυμάμαι περισσότερο από όλες. Η πρώτη ήταν μια χορεύτρια στις Βερμούδες.

Κάποτε κλάψαμε χωρίς να ξέρουμε το γιατί, για πράγματα αόριστα, μακρυσμένα… Ήταν η πρώτη φορά που έ-κλαιγα μπροστά σε γυναίκα… Έχω από τότε να κλάψω… Η δεύτερη ήταν μια Ισπανίδα στη Χουέλμπα… Τι μπορεί να σας ενδιαφέρουν τέτοιες αφηγήσεις, κυρία; Γιατί τώρα σας γράφω; Γιατί; Γιατί εσείς είσαστε η Τρίτη… είσαστε η μόνη που δε μιλήσαμε διόλου κι όμως θα σας θυμάμαι περισσότερο απ’ όλες… «Τι ρομαντικός» θα λέγατε αν ποτέ διαβάζατε τούτες εδώ τις ανοησίες, κυρία… Λάθος… Λάθος μεγάλο… Τον ρομαντισμό μου τον έχω δει με τα μάτια μου να πεθαίνει μέσα σε βρώμικες πλώρες γεμάτες βαριά μυρωδιά και μέσα σε σκοτεινά δωμάτια που τα κατοικούσαν πένθιμες πόρ-νες… Τι βαριές, πρόστυχες λέξεις, κυρία!

Τώρα θα πέσω να κοιμηθώ! Αυτή την ώρα κι εσείς, φαντάζομαι θα κάνετε το ίδιο… Κάποιος θα έχει βρεθεί να σας απαλλάξει από τα βαριά ρούχα σας, και να πέσει κοντά σας! Κάποιος διώχνει σήμερα το κενό που χτες σας είχε κυκλώσει. Πόσο θα θελα να τον ξέρω! Εγώ τώρα θα πέσω όπως πάντοτε μόνος… Είναι χρόνια που κοιμάμαι μονάχος…

Καληνύχτα κυρία… Καληνύχτα… 1932

Καληνύχτα, πρέπει πάντα κανείς να αφήνει κάτι να τον βασανίζει.

_ Ν.Κ. _ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια ήθελα να πραγματοποιήσω κι ένα παλιό όνειρό μου, που πολλές φορές με βασά-νισε. Να γνωρίσω τον ποιητή που έχει συνδέσει το μυστήριό του με το μυστήριο της ηδονικής πόλεως, τον Καβάφη. Πέρασα πολλές φορές από το σπίτι που μου είπαν πως κάθεται και τον οραματίστηκα σκυμμένο να γράφει στο σκοτει-νό του δωμάτιο. Όμως δεν πήγα. Πρέπει ν’ αφήνει κανείς μιαν επιθυμία του ανεκπλήρωτη. Πρέπει κανείς να αφήνει κάτι να τον βασανίζει…

Page 12: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Ν.Κ. _ FATA MORGANA

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν. Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως. Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός, που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι. Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί, οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι, όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη. Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό. Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα, άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό, ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν. Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός, δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη. Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά. Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι. Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γερνά, μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει. Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι. 'Αγια λαβίδα κι ιερή από λαμινάρια. Μπροστά στη Πύλη, δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα. Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα. Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα. Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο όνομα. Εύα από τη Κίο. Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στ' Αμανάτι κι η τέταρτη είν' εν' αγόρι μ' ένα μάτι. Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια, όστρακα, λυσίκομες κοπέλες, φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια, άρμπουρα και τιμόνια και προπέλες. Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου ή το γέρο νάνο απ' τη Καντόνα. Στείλαμε το σήμα του κινδύνου πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

Δαίμονας γεννά τη νηνεμία. Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του. Λούφαξεν ο δέκτης τ' ασυρμάτου, και φυλλομετρά το καζαμία. Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του. Γεια χαρά, στεριά κι αντίο, μαστέλο. Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου, έχει και στη κόλαση μπορντέλο.

Η αιώνια περιπλάνηση, γραμμική ως συνήθως, βρίσκει τα σημεία τομής της με τον κύκλο της ζωής. Με την άγια σκουριά που μας γερνά, μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.

Σαν να μη μπορείς να ζήσεις, χωρίς αυτό που σε

σκοτώνει. Γιατί όλα τα άλλα θα σε ξεκάνουν … γρηγο-ρότερα. Είναι αγώνας δρόμου. Αγώνας ανάμεσα στη φυσική ( γραμμική ) φθορά και σε ό,τι δεν αντέχεις.

Η συνάντηση με τη Fata Morgana. Η συνάντηση

με τη Fata Morgana; Με την αιώνια, μοιραία γυναίκα. Margan στα αράβικα σημαίνει κοράλι. Δε τη βρίσκεις τη μυθική γυναίκα, βρίσκεις όμως, την πληθωρική θάλασ-σα. Είπες θάλασσα, είπες θηλυκό, το ίδιο κάνει.

Όλοι ψάχνουν κάπου ανάμεσα στα κενά των λέ-

ξεων και στα κενά των ζωών τους ( ή μήπως, στη ζωή των κενών; ) τη Fata Morgana τους.

Δεν αρκούν ανθρώπινες κινήσεις μετρημένες στο συμβατικό χρόνο.

_ N.K. _ MAL DU DEPART Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία. Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ, οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει, κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά: "Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει" Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει, κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει. Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες, θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Page 13: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ
Page 14: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Ν.Κ. _ ΒΑΡΔΙΑ

- Εσύ δε θα παντρευτείς; - Όχι. Φουκαράδες ναυτικοί. Τις είδα τις γυναίκες τους να κατεβαίνουν πριν έρθει το καράβι στο μώλο και να πε-

ριμένουν όρθιες στο λιοπύρι ή στη βροχή. Τις είδα να τους αποχαιρετάνε στο σάλπα, βασανισμένες, σακατεμένες από τα ριξίματα, με ένα τσούρμο παιδιά να τις τραβάνε από το φουστάνι. Στερημένες. Καταλαβαίνεις. Λείπει ο άντρας. Όταν βρεθεί ο έξυπνος τις καταφέρνει με το πρώτο. Οι κερατάδες θαλασσοπνίγονται. Ένα σωρό ξέρω, που πήραν αρρώστιες από τις γυναίκες τους. Παράτα με σου λέω.

- Είσαι άδικος, μουρμούρισε μες από τα δόντια του ο Γεράσιμος. Παραμύθια μου αραδιάζεις. Είναι χιλιάδες οι κα-λές, που σέβονται το ψωμί που τρώνε. Γεννάνε, βαφτίζουν, θάβουνε μονάχες τους. Δε μου λες; Όταν λείπουμε πέντε και δέκα χρόνια, τι να σου κάμουνε; Κορμί το λένε.

- Εσύ γιατί δε κρεμάστηκες; - Εγώ… Είχα κρεμαστεί κείνο το βράδυ στα σάπια δοκάρια του σταύλου. Ακόμα δε μ’ έχουν κατεβάσει. - Είσαι φονιάς. - Όχι, είναι μια άλλη ιστορία… - Σε σιχαίνομαι, φεύγω… Βρωμάς. - Τώρα θα μείνεις όσο θέλω. Έχω μιαν άλλη. Δίχως έρωτα, χωρίς νόημα, χωρίς δίκιο. Θέλω να σε δω να ξερνάς.

Χωρίς να ‘χει φουρτούνα. - Όχι. Δε θέλω. Σε λυπάμαι. Φεύγω. - Κάνε ό,τι διάολο θέλεις. Φύγεις δε φύγεις, εγώ θα ξελιμπάρω. (σ.σ. θα ξοφλήσω)

Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δε καταδέχονται να ξεκου-ραστούν στο κατάρτι. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο το έκανα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Έχω ξεράσει πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι. Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε με ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε λερωμένα πουκάμισα και ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφές στο κομοδίνο και εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κε-φτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλεία μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα. «Πέστε μας κάτι από τα ταξίδια σας…» Πόσες φορές το έχω ακούσει! Μα γιατί; Για να σπρώχνει ο ένας τον άλλο με τον αγκώνα και να γελάτε;

Σίδερα. Χαρά στο πράγμα. Να βάλεις μια δεκάρα στη μπάντα και να τα μουντζώσεις για πάντα. Να μην κατεβαί-νεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι… Όμως ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’ αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της, καθώς παντρεύεται με τον άνεμο… Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.

- Υγρασία, όπου να ακουμπήσεις μουσκεύεις, είπε ο γραμματικός. Τελείωσες; Η πουτάνα είναι πουτάνα. Έτσι έμα-θε, έτσι συνήθισε. Καλές καρδιές μπορεί να είναι, δε λέω. Πολλοί τις παντρεύονται. Σπιτωμένες, κρατάνε χαρα-κτήρα. στεφανωμένες τα σκαρτάρουνε. Τρεις δουλειές με φυλλάδιο : αυτές, οι θεατρίνοι κι εμείς. Λεκάνη. Σανίδι. Γέφυρα. Όλος ο κόσμος μπορεί να αλλάξει δουλειά σαν πουκάμισο, εμείς ποτέ.

- Θα προλάβεις να βγεις στη στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουμε. Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου. Θα σε φυλάω. - Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι. - Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι. - Όχι. - Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Πού είσαι; Έχω καινούρια tattoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς… Έτσι όπως είσαι,

θα σε βάλω φιγούρα σε πλώρη… Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. - Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος.

Page 15: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

Φυσικό Μοντάζ.

Γιατί βαριούνται να αρνηθούν. Ποτέ στο καράβι. Σέβονται το ψωμί που τρώνε. Κορμί το λένε. Αυτές, οι θεατρίνοι κι εμείς. Λεκάνη, σανίδι, γέφυρα. Σαράντα χρόνια πεθαμένη. Φοβάσαι το θάνατο; Το πιο δύσκολο ταξίδι το καμα στην άσφαλτο. Μας λυπάστε, γιατί δεν έχουμε σπίτι. Εγώ σας χαίρομαι. Πέστε μας κάτι απ’ τα ταξίδια σας. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δε τα πάμε. Μας πάνε. Θέλω να σε δω να ξερνάς. Σε λυπάμαι. Φύγεις, δε φύγεις, εγώ θα ξελιμπάρω. Κακό σημάδι. Να μη σε θέλουν τα παιδιά, να σε διώχνουν οι μεγάλοι. Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι. Θα σε βάλω φιγούρα σε πλώρη. Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος. Τώρα είσαι ξένος. Παλιό ναυτικό συνήθειο. Ο ξέμπαρκος είναι ένα σκουπίδι. νετά-ρεις. Ό,τι αγγίζω, σαπίζει. Δε πεθαίνει, σαπίζει.

Page 16: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Ν.Κ. _ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ' αγαπώ αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο τρόπος μέτρησης του χρόνου αλλάζει. Συμφωνεί με γεγονότα που σηματοδότησαν το βίο των πλοίων.

Μέσα στο ξέφτισμα αξιών, υποσχέσεων και κάθε χώρου, μια λαμπρή εξαίρεση. Η Θεσσαλονί-κη. Πόλη να ερωτευτείς, με παλμό, με δικό της …

Εξαγνισμός. Της πρέπει το καράβι.

Επιβολή. Προτροπή. Συμβουλή. Προστακτική.

_ Ν.Κ. _ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή. Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί. Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της. Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού. Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι. Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού. Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει, μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ -της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι- και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό. Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια. Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί. Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια, κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί. Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει. Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά. Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει, Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

Page 17: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Ε.Β. _ Η ΡΟΔΑΛΙΝΑ ΔΙΩΧΝΕΙ ΤΗ ΡΟΔΑΛΙΝΑ

Εκείνη πάλι, όπως καθένας την ήθελε και στα σεντόνια του απάνω

Και είπανε λοιπόν ότι νυμφεύτηκε αυτή τη μέρα ο άρ-χοντας και η Ροδαλίνα, ενώ είχε καθίσει λιγάκι στα σκαλοπάτια της θύρας του με τον τζουτζέ πού τη σκέ-πασε απ’ την ψύχρα.

Τη Ροδαλίνα βάζω στον πύργο με το γάμο της

Είναι άσπρη και παχύτερη στο πρόσωπο

Μια Ροδαλίνα είχαμε

Γινήκαν δυο και παραδυό

Και καθεμιά μονάχη

Βγήκε στη θύρα του σπιτιού και έδιωξε την άλλη

_ Ε.Β. _ ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΟ

Επομένως τη Ροδαλίνα γράφοντας

Έχω μπροστά μου δρόμο

Εδώ εγώ που κάθομαι

Κι αλλού που τρέχει ο νους μου

Απρόβλεπτα τα πάθη της

Εσείς που τα διαβάζετε

Τι έκανε, τι έπαθε

Αλήθεια δε θα βρείτε

Κι αν μαθευτεί ποια ήτανε

Η Ροδαλίνα μια ή δύο

Κι η τρισκαταραμένη

Στην αμαρτία ανέπαφη

Και να τη διώξω, μένει

Ροδαλίνα θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα όνομα της συγγραφέως; Όταν γράφει στο α’ ενικό, τα φαντάζεται για τον εαυτό της; Και κυρίως, για ποιον εαυτό της; Σαφής διαχωρισμός. Αποδέχονται οι άνθρωποι τόσο εύκολα τη πολλαπλή τους υπόσταση;

- Αυτοί οι εαυτοί ζούνε όλοι στον ίδιο χώρο; - Συζούν. Αν πεις χώρο, το σώμα.

Αλλά αν ο ένας εαυτός διώχνει τον άλλο, τότε τι μένει;

Page 18: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ
Page 19: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ Κ.Π.Κ. _ ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ…

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ' εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ' ετρέμανε μες στη φωνή -- και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε. Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν, μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες εκείνες σαν να δόθηκες -- πώς γυάλιζαν, θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν· πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

Έγινε σιωπή. Σιωπή. Μη λόγος. Η θέση του μπροστά στο λόγο είναι άκρως ενεργητική. Είναι το ανε-στραμμένο είδωλο – ό,τι ποτέ δε θα συναντηθεί. Πιστεύω πολύ, η σιωπή ισοδυναμεί με χρόνια κρότων. Εί-ναι το κάτι ο λόγος, έστω. Έχεις, δεν έχεις το κάτι – η αίσθηση δεν αλλοιώνεται σημαντικά. Όταν αυτό τόσο το ποθείς, με όποιο τρόπο το πολιορκήσεις, το προσεγγίζεις, το κερδίσεις ή το χάσεις, το κάψεις ή το σώ-σεις, το έχεις μέσα σου το ίδιο. Τίποτα δεν ωφελεί. Και, μερικές φορές, ευτυχώς. Ποτέ μου δε κατάλαβα γιατί θανατική ηδονή μου χάριζε το κάθε σου φιλί. Ανεξάρτητα από το ανήκειν των αισθήσεων, τα ρευστά σου χείλη είναι πάντα κολλημένα στα ακροδάχτυλά μου. Καληνύχτες. Ευχαριστώ – περισσότερο για τη θα-νατική, παρά για την ηδονή την ίδια (ανάμεσα στα έντονα, απλές παύσεις ζω).

Page 20: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ

_ N.K. _ YARA YARA Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος. Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό. Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό. Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω. Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά. Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά. Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα. Ναυτάκι του γλυκού νερού. Σε πιάνει - μην το πεις αλλού - σα γάτα η λαμαρίνα Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού. Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι. Εγώ, - και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό. Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι. Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό. Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί. Πίσω απ' το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία Έβενος, - γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.

Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά, φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα, του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά. Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο. Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού. Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο, σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού. Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι, όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές. Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει. Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

«Το όριο λειτουργεί πραγματικά όταν δε περιορίζει μονάχα, αλλά δίνει και τη δυνατότητα της υπέρ-βασης. Αλλά κι αυτή δε παύει να είναι πάντα πεπερασμένη, πεπερασμένη δυνατότητα υπερβάσεως του πεπερασμένου» .

Αρνήσου. Αρνήσου. Δέξου.

Page 21: ΑΠΟ_ΠΡΟΣ_ΠΕΡΙ