Upload
-
View
465
Download
0
Embed Size (px)
Citation preview
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ζωγραφική
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Φρανθίσκο Γκόγια
Περίπατος στην Ανδαλουσία
Ουίλλιαμ ΤέρνερΒενετία Το μεγάλο Κανάλι
Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ
Η σχεδία της Μέδουσας
Ευγένιος Ντελακρουά
Η Ελευθερία οδηγεί τους λαούς
Ευγένιος Ντελακρουά
Οι σφαγές
της Χίου
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ζωγραφική
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Φρανθίσκο Γκόγια
Περίπατος στην Ανδαλουσία
Ουίλλιαμ ΤέρνερΒενετία Το μεγάλο Κανάλι
Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ
Η σχεδία της Μέδουσας
Ευγένιος Ντελακρουά
Η Ελευθερία οδηγεί τους λαούς
Ευγένιος Ντελακρουά
Οι σφαγές
της Χίου
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Φρανθίσκο Γκόγια
Περίπατος στην Ανδαλουσία
Ουίλλιαμ ΤέρνερΒενετία Το μεγάλο Κανάλι
Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ
Η σχεδία της Μέδουσας
Ευγένιος Ντελακρουά
Η Ελευθερία οδηγεί τους λαούς
Ευγένιος Ντελακρουά
Οι σφαγές
της Χίου
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ουίλλιαμ ΤέρνερΒενετία Το μεγάλο Κανάλι
Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ
Η σχεδία της Μέδουσας
Ευγένιος Ντελακρουά
Η Ελευθερία οδηγεί τους λαούς
Ευγένιος Ντελακρουά
Οι σφαγές
της Χίου
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ
Η σχεδία της Μέδουσας
Ευγένιος Ντελακρουά
Η Ελευθερία οδηγεί τους λαούς
Ευγένιος Ντελακρουά
Οι σφαγές
της Χίου
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ευγένιος Ντελακρουά
Η Ελευθερία οδηγεί τους λαούς
Ευγένιος Ντελακρουά
Οι σφαγές
της Χίου
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ευγένιος Ντελακρουά
Οι σφαγές
της Χίου
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ζωγραφική
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Γκυστάβ Μορώ
Ο χορός της Σαλώμης
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Έντβαρτ Μουνκ
Η κραυγή
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ζωγραφική
ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ -ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Η επιμονή της μνήμης Salvador Dali
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ο Γιός του Ατόμου Rene Magritte
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Απάντηση στο κόκκινο Yves Tanguy
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ενθύμιον της κατοχής Αθηναία κυρία μπροστά σε Γερμανό
κατακτητή
Νίκος Εγγονόπουλος
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Θέτις και Πηλεύς
Νίκος Εγγονόπουλος
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Αργώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ερμής εν αναμονή
Νίκος Εγγονόπουλος
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Εμφύλιος πόλεμος
Νίκος Εγγονόπουλος
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Κόρη στο παραθύρι
Νίκος Εγγονόπουλος
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Λογοτεχνία
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Του νεκρού αδελφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένηΤην είχες δώδεκα χρονών και ήλιος δε σου την είδεΣτα σκοτεινά την έλουζε στrsquo άφεγγα τη χτενίζει στrsquo άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά τηςΠροξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξέναΟι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλειΜάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξέναΣτα ξένα εκεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμεΦρόνιμος είσαι Κωσταντή μrsquo άσκημα απιλογηθηςΚι αrsquo μο `ρτει γιε μου θάνατος κι αrsquo μο `ρτει γιε μου αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρειΒάλλω τον ουρανό κριτή και τους Αγιούς μαρτύρους αν τύχει κι έρτει θάνατος αν τύχει κι έρτει αρρώστια αν τύχει πίκρα γη χαρά εγώ να σου τη φέρω
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ερωτόκριτος του ΒΚορνάρου
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνεινα φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνειΕφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνεισημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνειΧορτάρια εβγήκαν εις τη γη τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ αγκάλες τ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνιαμέ πετά πασίχαρο μ άλλα πουλιά σιμώνειΓελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνουόλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουΚαι μες στη σκοτεινή φλακήν οπού το η Αρετούσα
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσαΣτην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσικαι φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσιΠάλι με τον κιλαδισμόν απ την φλακήν εφύγααγκαλιαστά περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα
Η νένα οπού το φρόνιμη γυναίκα του καιρού τηςκι ήκουσε κι είδε και πολλά ήβαλε μες στο νου τηςτο πως ετούτα τα πουλιά που εσμίξαν έτσι ομάδιχαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι ἐδῶ βουίζει μέλισσα ἐκεῖ σφήκα τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη ὄμορφή μου καλή γλυκειὰ πατρίδα
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα)
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ εικόνα και ομοίωσή μου
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
laquoΚάθε λέξη κι από να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέροςraquo είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ ακριβό του τ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Εκείνο που δε γίνεται Ελύτης Oδυσσέας Nα χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ το παρά-
θυρο έξω Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται Kο-ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδίακάποτε μ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγεμην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουνστο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κιαγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ άλλο μέρος της αγάπης από τ άλλο μέ-ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχταπερισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ ο έρωτας κάθετακαι ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέAλλ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνηκι έξω στο κατώφλιhellip
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Παράδοση και Μοντερνισμός
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ