16

ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

CATHERINE FISHER

Citation preview

Page 1: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ
Page 2: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ
Page 3: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

Κ ΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ,

ΤΑ Α ΣΤΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Θ ΡΥΛΟΙ

Page 4: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

95

8

Page 5: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

95

8

Ο Φιν ένιωσε να πέφτει χιλιάδες μίλια μέσα στην άβυσσο πριν σωριαστεί σε ένα βράχο. Σήκωσε το κεφάλι του με κομμένη

την ανάσα. Παντού γύρω του, μούγκριζε το σκοτάδι. Δίπλα του, ακουμπισμένος πλάι στο βράχο, καθόταν κάποιος.

«Το κλειδί…» είπε αμέσως ο Φιν. «Δίπλα σου». Ψηλάφισε με το χέρι του τα χαλάσματα, ένιωσε το απαλό του

βάρος. Μετά γύρισε το κεφάλι. Δίπλα του καθόταν ένας άγνωστος. Ήταν νέος και είχε μακριά

μαύρα μαλλιά. Φορούσε ένα πανωφόρι με ψηλό κολάρο, σαν το μανδύα του Σοφολογιότατου, αλλά ήταν κουρελιασμένο και μπαλωμένο. Έδειξε το βράχο και είπε: «Κοίτα, Φιν».

Στο βράχο υπήρχε μια κλειδαριά. Από μέσα έλαμπε φως. Και ο Φιν είδε ότι ο βράχος ήταν μια πόρτα, μικρή και μαύρη, και στο τζάμι της ήταν χαραγμένα αστέρια και γαλαξίες.

«Αυτός είναι ο Χρόνος. Αυτό πρέπει να ξεκλειδώσεις», είπε ο Σαφφίκ.

Ο Φιν προσπάθησε να σηκώσει το Κλειδί, αλλά ήταν τόσο

Τα χρόνια της Οργής έχουν τελειώσει και τίποτα δεν μπορεί να είναι πια το ίδιο. Ο πόλεμος έχει τρυπήσει το φεγγάρι και έχει στεγνώσει την παλίρροια. Πρέπει να βρούμε έναν απλούστερο τρόπο ζωής. Πρέπει να αποσυρθούμε μέσα στο παρελθόν, όλοι και τα πάντα, στη θέση τους, σε μια σειρά. Η ελευθερία είναι ένα μικρό τίμημα για την επιβίωσή μας.

—Διάταγμα του Βασιλιά Έντορ

Page 6: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

96

Catherine Fisher

97

βαρύ, που χρειαζόταν και τα δύο χέρια, και ακόμα κι έτσι, έτρεμε κάτω από το βάρος του. «Βοήθησέ με», είπε πνιχτά.

Αλλά η κλειδαριά έκλεινε βιαστικά, και μέχρι να καταφέρει να κρατήσει σταθερό το Κλειδί, δεν είχε μείνει τίποτα, παρά μόνο μια μικροσκοπική φωτεινή τρυπούλα.

«Τόσοι πολλοί έχουν προσπαθήσει», ψιθύρισε στο αφτί του ο Σαφφίκ. «Έχουν πεθάνει προσπαθώντας».

4Για μια στιγμή, η Κλόντια πάγωσε από απελπισία.

Μετά όμως, κινήθηκε. Έχωσε το κρυστάλλινο κλειδί στην τσέ-πη της, χρησιμοποίησε το δίσκο του Τζάρεντ για να φτιάξει ένα τέλειο ολόγραμμα πάνω στο μαύρο βελούδο και έκλεισε με κρό-το το συρτάρι. Με τα δάχτυλα ιδρωμένα απ’ τον πανικό, έβγαλε τη μικρή θηκούλα από πλεξιγκλάς που είχε ετοιμάσει γι΄ αυτήν ακριβώς την περίπτωση και έβγαλε έξω τις πασχαλίτσες. Πέταξαν έξω απ’ το κουτί, προσγειώθηκαν πάνω στον πίνακα ελέγχου και στο πάτωμα. Μετά, η Κλόντια γύρισε τον μπλε διακόπτη πάνω στο δίσκο στο κόκκινο, έκανε μια απότομη στροφή και τον πέτα-ξε στην πόρτα.

Τρία από τα φώτα λέιζερ τρεμόπαιξαν και έσβησαν. Γλίστρησε ανάμεσα στο κενό που άφησαν, έτοιμη να τιναχτεί από χτυπή-ματα κρυμμένων όπλων. Η γρίλιες ήταν πιο δύσκολη υπόθεση, σκέτος εφιάλτης – ο δίσκος γουργούριζε και τιναζόταν και η Κλόντια τού ούρλιαζε απεγνωσμένα, βέβαιη ότι θα έσπαγε, θα έσβηνε από μπαταρία ή κάτι τέτοιο, αλλά είδε μια καυτή λευκή τρύπα να ανοίγει σιγά σιγά στο μέταλλο καθώς τα άτομά του σκορπίζονταν και αναδιατάσσονταν.

Μέσα σε δευτερόλεπτα, είχε περάσει, είχε ανοίξει την πόρτα και είχε βγει στο διάδρομο.

Ήταν ήσυχος.

Page 7: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

96 97

Ινκάρσερον

Αφουγκράστηκε έκπληκτη. Τη στιγμή που η πόρτα του γρα-φείου έκλεισε με ένα κλικ πίσω της, οι συναγερμοί έσβησαν σαν να ανήκαν σε έναν άλλο κόσμο.

Το σπίτι ήταν γαλήνιο. Τα περιστέρια γουργούριζαν απ’ έξω. Και στην αυλή άκουσε φωνές.

Άρχισε να τρέχει. Ανέβηκε την πίσω σκάλα, έστριψε δεξιά στις σοφίτες, έπειτα κατέβηκε μέσα από ένα στενό διάδρομο που δι-έσχιζε τις σοφίτες των υπηρετών, πέρασε μέσα από την αποθήκη στο βάθος, τη μυρωδιά από αψινθιά και μοσχοκάρφι. Όρμησε προσπαθώντας βιαστικά να βρει το μηχανισμό που άνοιγε την αρχαία καταπακτή, ξύνοντας με τα νύχια της τη βρόμα και τις αράχνες, και έπειτα, ναι! Βρήκε την τρύπα που χωρούσε ίσα ίσα τον αντίχειρά της.

Πίεσε με δύναμη, και η σχάρα έτριξε. η Κλόντια έπεσε πάνω της με όλο της το βάρος, βρίζοντας, σπρώχνοντάς τη για να ανοίξει. Γλίστρησε με ένα τρίξιμο, και η Κλόντια έπεσε μέσα.

Μόλις την έκλεισε πίσω από την πλάτη της, μπόρεσε να πάρει μια ανάσα.

Μπροστά της, η σήραγγα για τον πύργο του Τζάρεντ ήταν θε-οσκότεινη.

4Ο Φιν ήταν ξαπλωμένος στραβά πάνω στο κρεβάτι του.

Είχε μείνει εκεί πολλή ώρα, νιώθοντας σταδιακά τους ήχους της Σπηλιάς, απ’ έξω, κάποιον που έτρεχε, τους ήχους των πιατι-κών. Τελικά, ψηλαφώντας με το χέρι του, κατάλαβε ότι κάποιος είχε ρίξει πάνω του μια κουβέρτα.

Οι ώμοι και ο σβέρκος του πονούσαν. τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας.

Γύρισε ανάσκελα και κοίταξε το βρόμικο ταβάνι. Η ηχώ από ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό αντηχούσε στα αφτιά του, το ξέσπα-

Page 8: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

98

Catherine Fisher

99

σμα συναγερμών, ενώ αγχωτικά φώτα αναβόσβηναν μπροστά στα μάτια του. Για μια ανατριχιαστική στιγμή είχε την εντύπωση ότι η όρασή του εκτεινόταν σε ένα μακρύ σκοτεινό τούνελ μπρο-στά του, ότι μπορούσε να περπατήσει μέσα του και να βρει το δρόμο του ψηλαφώντας προς το φως.

«Καιρός ήταν», είπε τότε ο Κίρο. Ζαλισμένος και αποπροσανατολισμένος, ο Φιν είδε τον ψυχα-

δελφό του να πηγαίνει και να κάθεται στο κρεβάτι του. «Φαίνεσαι χάλια».

Η φωνή του Φιν, όταν πήγε να μιλήσει, ήταν τραχιά. «Εσύ όχι».

Σιγά σιγά, κατάφερε να εστιάσει το βλέμμα του. Τα ατίθασα ξανθά μαλλιά του Κίρο ήταν δεμένα πίσω. Φορούσε το ριγωτό πανωφόρι του Σιμ με πολύ περισσότερη χάρη από τον ιδιοκτή-τη του, με μια φαρδιά ζώνη με διακοσμητικά καρφιά γύρω από τους γοφούς και ένα στολισμένο στιλέτο στερεωμένο πάνω της. Άνοιξε τα χέρια του: «Μου πάνε, δεν νομίζεις;»

Ο Φιν δεν απάντησε. Ένα κύμα θυμού και ντροπής ανάβλυζε από κάπου μέσα του. το μυαλό του προσπάθησε να το αποφύ-γει. Αν το άφηνε, θα τον έπνιγε. «Πόση ώρα;» τραύλισε. «Πόσο άσχημα;»

«Δύο ώρες. Έχασες τη μοιρασιά. Πάλι». Ο Φιν ανασηκώθηκε προσεκτικά. Οι κρίσεις τον άφηναν ζαλι-

σμένο και με το στόμα στεγνό. Ο Κίρο είπε: «Ήταν λίγο πιο έντονη απ’ ό,τι συνήθως. Είχες

συσπάσεις. Τιναζόσουν και τρανταζόσουν ολόκληρος, αλλά σε κράτησα στο χώμα, και ο Γκίλντας πρόσεχε να μη χτυπήσεις που-θενά. Κανένας άλλος δεν το πήρε είδηση – ήταν πολύ απασχολη-μένοι να γλεντάνε για το θησαυρό. Σε κουβαλήσαμε πίσω».

Ο Φιν φούσκωσε από απόγνωση. Οι κρίσεις του ήταν αδύνα-τον να προβλεφθούν, και ο Γκίλντας δεν ήξερε καμία θεραπεία,

Page 9: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

98 99

Ινκάρσερον

έτσι έλεγε τουλάχιστον. Ο Φιν δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε μετά από το καυτό, βροντερό σκοτάδι που τον τύλιγε, και δεν ήθελε να ξέρει. Ήταν μια αδυναμία, και ένιωθε πικρή ντροπή γι’ αυτό, ακόμα και αν το Κομιτάτο τον θαύμαζε. Τώρα ένιωθε λες και είχε αφήσει κάπου το σώμα του και το είχε βρει γυρνώντας άκαμπτο και αδειανό, σαν να μην του ταίριαζε ακριβώς. «Δεν το πάθαινα αυτό Έξω. Είμαι σίγουρος».

Ο Κίρο ανασήκωσε τους ώμους του. «Ο Γκίλντας πεθαίνει να ακούσει το όραμά σου».

Ο Φιν σήκωσε το κεφάλι του. «Μπορεί να περιμένει». Μεσολάβησε μια αμήχανη σιωπή. «Ο Τζόρμανρικ διέταξε το θά-νατό της;»

«Ποιος άλλος; Είναι από αυτά που τον διασκεδάζουν. Και μια προειδοποίηση για μας».

Ο Φιν κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι. Κρέμασε τα πόδια του στο πλάι του κρεβατιού και κοίταξε τις φθαρμένες του μπότες.

«Θα τον σκοτώσω γι’ αυτό που έκανε».Ο Κίρο τον κοίταξε ανασηκώνοντας το κομψό του φρύδι.

«Αδελφέ, τι νόημα έχει; Αφού πήρες αυτό που ήθελες». «Της έδωσα το λόγο μου. Της υποσχέθηκα ότι δεν θα πάθαινε

τίποτα».Ο Κίρο τον κοίταξε για μια στιγμή. «Είμαστε Λέρες, Φιν. Ο

λόγος μας δεν έχει καμία αξία. Το ήξερε αυτό. Ήταν όμηρος. αν είχαν πιάσει εσένα, οι Αστοί θα είχαν κάνει μάλλον το ίδιο, οπότε μην το σκέφτεσαι άλλο. Σ’ το έχω ξαναπεί, τα σκέφτεσαι υπερ-βολικά τα πράγματα. Σε κάνει αδύναμο. Δεν υπάρχει χώρος για αδυναμίες στο Ινκάρσερον. Κανένα έλεος για ένα ολέθριο λάθος. Εδώ, ή θα σκοτωθείς ή θα σκοτώσεις». Κοιτούσε ευθεία μπροστά του και είχε μια παράξενη πικρία στη φωνή που ο Φιν δεν είχε ξανακούσει. Όταν γύρισε προς το μέρος του όμως, το χαμόγελό του ήταν ξέφρενο.

Page 10: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

100

Catherine Fisher

101

«Τι θα πει κλειδί, λοιπόν;»Η καρδιά του Φιν βροντοχτύπησε. «Το κλειδί! Πού είναι;»Ο Κίρο κούνησε το κεφάλι του με ψεύτικη αγανάκτηση. «Τι θα

έκανες χωρίς εμένα;» Σήκωσε το χέρι του, και ο Φιν είδε το κρύ-σταλλο να κρέμεται από το λυγισμένο του δάχτυλο. Πήγε να το αρπάξει, αλλά ο Κίρο το τράβηξε. «Σε ρώτησα, τι θα πει κλειδί;»

Ο Φιν έγλειψε τα ξεραμένα του χείλη. «Ένα κλειδί είναι κάτι που ανοίγει».

«Ανοίγει;»«Ξεκλειδώνει».Ο Κίρο ζωήρεψε. «Τις κλειδαριές τις Πτέρυγας; Οποιαδήποτε

πόρτα;»«Δεν ξέρω! Απλώς το αναγνωρίζω». Άπλωσε πάλι το χέρι του,

και αυτήν τη φορά, απρόθυμα, ο Κίρο τού το έδωσε. Το αντικεί-μενο ήταν βαρύ, φτιαγμένο από παράξενα γυάλινα νήματα, και το ολογραφικό πουλί στην καρδιά του κοιτούσε τον Φιν επιβλη-τικά. Είδε ότι φορούσε ένα περίτεχνο κολάρο σαν στέμμα γύρω από το λαιμό του, και τραβώντας το μανίκι του, το σύγκρινε με τα αχνά μαβιά σημάδια στο δέρμα του.

Πάνω από τον ώμο του άκουσε τον Κίρο να λέει: «Μοιάζει πολύ».

«Είναι ολόιδιο». «Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Βασικά, αν σημαίνει κάτι, αυτό εί-

ναι ότι γεννήθηκες Μέσα».«Αυτό δεν είναι από Μέσα», είπε ο Φιν κρατώντας το προσε-

κτικά και με τα δύο του χέρια. «Κοίτα το. Τι υλικό έχουμε σαν αυτό; Η τέχνη του…»

«Μπορεί να το έφτιαξε η Φυλακή».Ο Φιν δεν είπε τίποτα.Εκείνη τη στιγμή όμως, λες και τους άκουγε, η Φυλακή έσβησε

όλα της τα φώτα.

Page 11: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

100 101

Ινκάρσερον

4Όταν ο Φύλακας άνοιξε προσεκτικά την πόρτα του Παρατηρητηρίου, η οθόνη ήταν γεμάτη με εικόνες των Βασιλιάδων της δέκατης όγδοης Δυναστείας των Χαβάαρνα, των ξεπεσμένων γενεών, οι πράξεις των οποίων είχαν οδηγήσει κατευθείαν στα Χρόνια της Οργής. Ο Τζάρεντ καθόταν στο γρα-φείο, με το ένα πόδι ακουμπισμένο στην πλάτη της καρέκλας της Κλόντια, ενώ εκείνη έσκυβε μπροστά και διάβαζε από μια οθόνη που κρατούσε στο χέρι της.

«…Αλέξανδρος ο Έκτος. Αναβιωτής του Βασιλείου, δημιούργη-σε το Σύμφωνο της Διχοτόμησης. Έκλεισε όλα τα θέατρα και τους δημόσιους χώρους ψυχαγωγίας… Γιατί το έκανε αυτό;»

«Από φόβο», είπε ο Τζάρεντ στεγνά. «Μέχρι τότε, κάθε συ-γκέντρωση κόσμου θεωρείτο απειλή για την τάξη».

Η Κλόντια χαμογέλασε με στεγνό λαιμό. Αυτό έπρεπε να δει ο πατέρας της. την κόρη του και τον αγαπημένο της δάσκαλο. Φυσικά, θα ήξερε πολύ καλά ότι γνώριζαν πως βρισκόταν εκεί.

«Χμμμ».Η Κλόντια αναπήδησε. Ο Τζάρεντ γύρισε ξαφνιασμένος το

κεφάλι του. Η έκπληξή τους ήταν αριστοτεχνική. Ο Φύλακας τούς χάρισε ένα ψυχρό χαμόγελο, σαν να τους

θαύμαζε. «Κύριε;» είπε η Κλόντια, και σηκώθηκε, με το μεταξωτό της

φόρεμα να ξεδιπλώνεται. «Επιστρέψατε κιόλας; Νόμιζα ότι είχα-τε πει στις έντεκα».

«Αυτό ακριβώς είχα πει. Μπορώ να περάσω, Δάσκαλε;»«Φυσικά», είπε ο Τζάρεντ, και το αλεπουδάκι πήδηξε απ’ τα

χέρια του και κρύφτηκε στα ράφια. «Μας τιμά η παρουσία σας, Φύλακα».

Ο Φύλακας πήγε προς το τραπέζι, που ήταν γεμάτο με συσκευ-

Page 12: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

102

Catherine Fisher

103

ές, και άγγιξε έναν αποστακτήρα. «Οι λεπτομέρειες της Εποχής είναι λίγο… εκκεντρικές, Τζάρεντ. Αλλά οι Σοφολογιότατοι δεν δεσμεύονται τόσο από το Πρωτόκολλο, φυσικά». Σήκωσε το λε-πτεπίλεπτο γυαλί και το έφερε μπροστά στο πρόσωπό του. το αριστερό του μάτι, μεγεθυμένο σε τεράστιο βαθμό, τους κοίτα-ζε διαπεραστικά. «Οι Σοφολογιότατοι κάνουν ό,τι τους αρέσει. Επινοούν, πειραματίζονται, κρατάνε το μυαλό της ανθρωπότη-τας ζωντανό, ακόμα και μέσα στην τυραννία του παρελθόντος. Ψάχνουν πάντα για νέες πηγές ενέργειας, νέες θεραπείες. Είναι αξιοθαύμαστοι. Πες μου όμως, πώς πάει η πρόοδος της κόρης μου;»

Ο Τζάρεντ σταύρωσε τα λεπτά του δάχτυλα. «Η Κλόντια είναι πάντα μια αξιέπαινη μαθήτρια», είπε προσεκτικά.

«Μια λόγια». «Ακριβώς». «Έξυπνη και ικανή;» Ο Φύλακας χαμήλωσε το δοχείο. Τα μάτια

του είχαν καρφωθεί στην Κλόντια. σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε με ήρεμο ύφος.

«Είμαι σίγουρος» μουρμούρισε ο Τζάρεντ «ότι θα επιτύχει οποιοδήποτε στόχο θέσει».

«Και θέτει υψηλούς στόχους». Ο Φύλακας άνοιξε τα δάχτυλά του και το δοχείο έπεσε. Άγγιξε τη γωνία του γραφείου και έγινε χίλια κομμάτια – μια έκρηξη από γυαλί που έκανε το κοράκι να ορμήσει τσιρίζοντας έξω απ’ το παράθυρο του πύργου.

Ο Τζάρεντ αναπήδησε και έμεινε ακίνητος στη θέση του. Η Κλόντια, πίσω του, κοιτούσε εντελώς ακίνητη.

«Λυπάμαι τόσο!» Ο Φύλακας κοίταξε τη ζημιά με ψύχραιμο ύφος. Έβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε τα δάχτυλά του. «Η αδε-ξιότητα της ηλικίας. Ελπίζω να μην περιείχε τίποτα ζωτικής ση-μασίας».

Ο Τζάρεντ κούνησε το κεφάλι του. Η Κλόντια διέκρινε μια

Page 13: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

102 103

Ινκάρσερον

ελάχιστη λάμψη ιδρώτα στο μέτωπό του. Ένιωθε ότι το πρόσωπό της ήταν χλωμό. «Κλόντια» είπε ο πατέρας της «πιστεύω ότι θα σε χαροποιήσει το γεγονός πως με το Λόρδο Εβιάν καταλήξαμε στο προικοσύμφωνο. Καλό θα ήταν να αρχίσεις να μαζεύεις τα προικιά σου, αγαπητή μου».

Στην πόρτα κοντοστάθηκε. Ο Τζάρεντ είχε σκύψει και μάζευε τα σπασμένα γυαλιά. Η Κλόντια δεν κουνήθηκε. Τον κοίταξε, και το βλέμμα του για μια στιγμή τής θύμισε τον εαυτό της, την εικόνα της στον καθρέφτη κάθε πρωί. «Δεν θα φάω μεσημεριανό, τελικά», είπε. «Έχω πολλή δουλειά. Στο γραφείο μου. Φαίνεται πως έχουμε κάποιο πρόβλημα με έντομα».

Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, κανείς τους δεν μίλησε. Η Κλόντια κάθισε στη θέση της και ο Τζάρεντ έριξε τα γυαλιά σε έναν κουβά και άναψε την οθόνη που έδειχνε τα σκαλιά του πύρ-γου. Παρακολούθησαν μαζί τη σκοτεινή μεγαλόσωμη μορφή του Φύλακα να προσπερνάει σχολαστικά τις κουτσουλιές και τους ιστούς απ’ τις αράχνες.

«Ξέρει», είπε τελικά ο Τζάρεντ. «Φυσικά και ξέρει». Η Κλόντια συνειδητοποίησε ότι έτρεμε.

Τύλιξε ένα παλιό παλτό του Τζάρεντ γύρω από τους ώμους της. Κάτω από το φόρεμά της είχε τη φόρμα, τα παπούτσια της φο-ρεμένα ανάποδα και τα μαλλιά της πιασμένα σε ένα ιδρωμένο κότσο. «Ήρθε εδώ μόνο και μόνο για να μας το δείξει».

«Δεν πιστεύει ότι ο συναγερμός χτύπησε εξαιτίας των εντό-μων».

«Σ’ το είπα. Το δωμάτιο δεν έχει παράθυρα. Δεν θα παραδεχθεί όμως ότι τον ξεγελάσαμε, ποτέ. Άρα, το παιχνίδι συνεχίζεται».

«Το Κλειδί όμως… Το πήρες απ’ το συρτάρι…»«Δεν θα καταλάβει ότι λείπει αν ανοίξει το συρτάρι και κοιτά-

ξει μέσα. Μόνο αν προσπαθήσει να το πιάσει. Θα βάλω το πρω-τότυπο πίσω σύντομα».

Page 14: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

104

Catherine Fisher

105

Ο Τζάρεντ σκούπισε το πρόσωπό του με το ένα χέρι. Κάθισε τρέμοντας. «Ένας Σοφολογιότατος δεν θα έπρεπε να το λέει αυτό, αλλά με τρομοκρατεί».

«Είσαι καλά;»Έστρεψε τα σκούρα του μάτια προς το μέρος της, και το αλε-

πουδάκι πήδηξε από τη βιβλιοθήκη και τρίφτηκε στο πόδι του. «Ναι. Αλλά το ίδιο με τρομοκρατείς κι εσύ, Κλόντια. Δεν μπο-

ρώ να καταλάβω γιατί το έκλεψες; Ήθελες να καταλάβει ότι εσύ μπήκες στο γραφείο του;»

Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα. Μερικές φορές ήταν υπερβολικά εύστοχος. «Πού είναι;»

Ο Τζάρεντ την κοίταξε για μια στιγμή, και μετά πήρε ένα θλιμ-μένο ύφος. Σήκωσε το καπάκι ενός πήλινου αγγείου και ρίχνο-ντας μέσα ένα γάντζο έβγαλε το Κλειδί απ’ τη φορμαλδεΰδη. Η καυστική μυρωδιά του χημικού γέμισε το δωμάτιο. η Κλόντια σκέπασε το πρόσωπό της με το μανίκι του μανδύα. «Θεέ μου. Δεν μπορούσες να το βάλεις πουθενά αλλού;»

Το είχε πετάξει στο χέρι του όταν είχε μπει, και ήταν πολύ απα-σχολημένη με το να βάλει το φόρεμά της για να δει πού το έκρυ-ψε. Ο Τζάρεντ το ξεδίπλωσε προσεκτικά απ’ την προστατευτική θήκη στην οποία το είχε βάλει και το τοποθέτησε πάνω στο ρο-ζιασμένο, καμένο ξύλο του πάγκου του. Το κοίταξαν άφωνοι.

Ήταν όμορφο. Η Κλόντια το έβλεπε αυτό καθαρά. Οι πλευ-ρές του αντανακλούσαν το φως απ’ το παράθυρο ρίχνοντας λα-μπρά ουράνια τόξα στους τοίχους. Στην καρδιά του, ένας ένθετος εστεμμένος αετός, τους κοίταζε περήφανα.

Έμοιαζε όμως υπερβολικά εύθραυστο για να ανοίξει οποια-δήποτε κλειδαριά, και η διαφάνειά του δεν αποκάλυπτε καμία μικροκυκλοφορία. «Το σύνθημα για να ανοίξει το συρτάρι ήταν Ινκάρσερον», του είπε.

Ο Τζάρεντ ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Και υπέθεσες…»

Page 15: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

104 105

Ινκάρσερον

«Μα, είναι προφανές, δεν είναι; Τι άλλο θα μπορούσε να ανοί-γει ένα τέτοιο κλειδί; Δεν υπάρχει καμία κλειδαριά σαν αυτή στο σπίτι».

«Δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται το Ινκάρσερον. Ακόμα και να είχαμε όμως, δεν θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε».

Η Κλόντια μόρφασε. «Πρέπει να μάθω». Για μια στιγμή, ο Τζάρεντ το σκέφτηκε. Έπειτα, υπό το βλέμ-

μα της Κλόντια, έβαλε το Κλειδί πάνω σε μια μικρή ζυγαριά και το ζύγισε ακριβώς, μετρώντας τη μάζα και το μήκος του, σημει-ώνοντας τα νούμερα με τον προσεκτικό γραφικό του χαρακτή-ρα. «Δεν είναι γυαλί. Ένα κρυσταλλικό πυριτικό άλας. Επίσης» είπε ρυθμίζοντας τη ζυγαριά «έχει ένα πολύ ιδιαίτερο ηλεκτρο-μαγνητικό πεδίο. Θα έλεγα ότι δεν είναι κλειδί με την αυστηρή μηχανική έννοια του όρου, αλλά μια ιδιαίτερα σύνθετη τεχνολο-γία, και μάλιστα προ-Εποχής. Δεν ξεκλειδώνει απλώς μια πόρτα Φυλακής, Κλόντια».

Αλλά αυτό το είχε ήδη μαντέψει. Κάθισε πάλι και είπε σκεπτι-κή: «Παλιά ζήλευα τη Φυλακή».

Εκείνος γύρισε έκπληκτος, κάτι που την έκανε να γελάσει. «Αλήθεια. Όταν ήμουν μικρούλα και ήμασταν στην Αυλή.

Έρχονταν πλήθη να τον δουν – ο Φύλακας του Ινκάρσερον, ο Φρουρός των έγκλειστων Τροφίμων, Προστάτης του Βασιλείου. Δεν καταλάβαινα τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις, αλλά τις μισούσα. Νόμιζα ότι το Ινκάρσερον ήταν ένα άλλο παιδί, μια άλλη κόρη, μια μισητή κρυφή δίδυμη. Τη μισούσα». Έπιασε ένα ζευγάρι πυ-ξίδες από το τραπέζι και τις άνοιξε. «Όταν κατάλαβα ότι ήταν μια φυλακή, φανταζόμουν ότι ερχόμουν εδώ κάτω στα κελάρια, με μια λάμπα και ένα τεράστιο κλειδί, ένα σκουριασμένο, αρχαίο κλειδί. Έβρισκα λέει μια γιγάντια πόρτα, διακοσμημένη με καρ-φιά και το ξεραμένο δέρμα των κακοποιών».

Ο Τζάρεντ κούνησε το κεφάλι του. «Μάλλον σου έδινα πολλά

Page 16: ΙΝΚΑΡΣΕΡΟΝ

106

Catherine Fisher

107

9βικτοριανά μυθιστορήματα». Η Κλόντια στήριξε τις πυξίδες στην άκρη και τις στριφογύρισε.

«Για λίγο καιρό έβλεπα στον ύπνο μου τη Φυλακή, φανταζόμουν τους κλέφτες και τους δολοφόνους κάτω από το σπίτι μας, να χτυπάνε τις πόρτες, να προσπαθούν να βγουν έξω, και ξυπνούσα τρομαγμένη, νομίζοντας ότι τους άκουγα να έρχονται προς το μέρος μου. Και μετά συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν τόσο απλό». Σήκωσε το κεφάλι της. «Αυτή η οθόνη στο γραφείο. Πρέπει να μπορεί να το ελέγχει από εκεί».

Ο Τζάρεντ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του. «Το Ινκάρσερον, λένε όλα τα αρχεία, ετοιμάστη-κε και σφραγίστηκε. Δεν μπαίνει ούτε βγαίνει κανείς. Μόνο ο Φύλακας επιθεωρεί την πρόοδό του. Μόνο εκείνος ξέρει την το-ποθεσία του. Υπάρχει μια θεωρία, μια πολύ παλιά θεωρία, ότι βρί-σκεται κάτω από τη γη, πολλά πολλά μίλια κάτω από την επιφά-νεια του εδάφους, ένας αχανής λαβύρινθος. Μετά από τα Χρόνια της Οργής, ο μισός πληθυσμός μεταφέρθηκε εκεί. Μια τεράστια αδικία, Κλόντια».

Άγγιξε το κλειδί απαλά. «Ναι, αλλά τίποτα από αυτά δεν με βοηθάει. Εγώ χρειάζομαι αποδείξεις για ένα φόνο, όχι…»

Ένα τρέμουλο. Μια λάμψη φωτός.Τράβηξε απότομα το χέρι της. «Απίστευτο!» είπε πνιχτά ο Τζάρεντ. Στο κρύσταλλο έμεινε ένα σκοτεινό αποτύπωμα, ένα κυκλικό

μαύρο άνοιγμα, σαν μάτι. Μέσα του, κάπου στο βάθος, είδαν δύο μικροσκοπικές λάμ-

ψεις φωτός, σαν δύο μικρά αστέρια.