45
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ Η ΑΛΕΠΟΥ ΜΕ ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ1’ ΔΕΣΠΟΙΝΑ Γ1’

Οι μύθοι του Αισώπου από τη Γ τάξη

Embed Size (px)

Citation preview

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Η ΑΛΕΠΟΥ ΜΕ ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ1’ΔΕΣΠΟΙΝΑ Γ1’

Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ' ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει, μα πώς ν' ανεβεί. Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνουνται με τα νύχια τους και ν' ανεβαίνουν όπου τους αρέσει. Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές.Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθότανε μόνο κάτω,σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά καλά κι ο καημός τους την έτρωγε

Στα κατατελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τονεαυτό της: - Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγουνται.

Στα κατατελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τονεαυτό της: - Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγονται.

Αγίνωτα είναι ακόμη... Τα σταφύλια, ακούοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται να την περιγελούν.- Ακούς εκεί... Είμαστε, λέει, αγίνωτα!... Εμείς, κυρα-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε. Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δε μας φτάνεις, τι να πεις... μας λες αγίνωτα, για να ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Είναι εύκολο να υποτιμάμε αυτό που δεν μπορούμε να καταφέρουμε

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥ

Όλια από το Γ1

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας κόρακας. Μια μέρα ο κόρακας βρήκε ένα κομμάτι τυρί, το άρπαξε και κάθισε στο κλαδί μιας ελιάς να το φάει με την ησυχία του.

Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει κάτω από το δέντρο μια πονηρή και πεινασμένη αλεπού. Μόλις είδε το τυρί στο στόμα του κόρακα άρχισαν να της τρέχουν τα σάλια. Και αφού δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να κλέψει το τυρί από το στόμα  του κόρακα, άρχισε να σκέφτεται με ποια πονηριά θα ξεγελάσει τον κόρακα για να του πάρει το τυρί. 

Αφού σκέφτηκε καλά-καλά, είπε:- Ω, κόρακα τι όμορφο πουλί που είσαι! Το φτέρωμά σου είναι κατάμαυρο και λάμπει, τα πόδια σου είναι λεπτά και όμορφα και τα νύχια σου μοιάζουν με μαργαριτάρια. Τα μάτια σου είναι τα πιο όμορφα και τα πιο έξυπνα και το ράμφος σου θα το ζήλευαν όλα τα πουλιά!

Ο κόρακας, που ήταν κουτός, μόλις τα άκουσε αυτά άρχισε να καμαρώνει πάνω στο κλαδί όλος περηφάνια και χαρά.

Η αλεπού συνέχισε να λέει:- Με τόση ομορφιά και εξυπνάδα που έχεις θα έπρεπε να είσαι ο βασιλιάς όλων των πουλιών. Αχ, πόσο θα ήθελα να ακούσω την φωνή σου! Είμαι σίγουρη ότι θα είναι πιο γλυκιά και από του αηδονιού!

Ο κόρακας με όλα αυτά που άκουγε πήρε μεγάλη χαρά και μια και δυο ανοίγει το ράμφος του να τραγουδήσει:- Κρα, κρα, κρα…

Μόλις όμως άνοιξε το ράμφος του, το τυρί έπεσε κάτω και η πονηρή αλεπού άνοιξε το στόμα της και το έκανε μια χαψιά! Γύρισε τότε και είπε στον κόρακα:- Κουτέ κόρακα σταμάτα πια με την αγριοφωνάρα σου. Αν είχες μυαλό τώρα θα ήσουν εσύ χορτάτος και εγώ νηστική, αλλά εγώ σε κορόιδεψα και σου έφαγα το τυρί. Γειά σου τώρα και άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο αυτούς που σε κολακεύουν γιατί μπορεί να σε ξανακοροϊδέψουν!

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Το λιοντάρι και η αλεπού

Αλίσια από το Γ1

Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι αρρώστησε βαριά και έδωσε διαταγή να έρθουν όλα τα ζώα του δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γίνει καλά. Όλα τα ζώα είπαν τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε και η σειρά του λύκου. Λύκος: Βασιλιά μου, το μόνο ζώο που ξέρει από φάρμακα είναι η αλεπού! Μα αυτή δεν ήρθε στο κάλεσμά σου. Άκουσα, μάλιστα, ότι δεν τη νοιάζει κι αν πεθάνεις. Ο λύκος είπε αυτά τα λόγια για να κάνει κακό στην αλεπού!Λιοντάρι: Ώστε έτσι! Να τη βρείτε αμέσως και να τη φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα! Τότε ένα πουλάκι πέταξε γρήγορα, βρήκε την αλεπού και της είπε όλα όσα έγιναν πριν από λίγο. Εκείνη αμέσως μάζεψε αγριόχορτα και πήγε στη σπηλιά του λιονταριού. Το λιοντάρι, όταν την είδε άφρισε από το κακό του.

Αλεπού: Το έμαθα πως είσαι άρρωστος, γι' αυτό κι εγώ, μάζεψα αυτά τα βότανα που θα σε κάνουν καλά. Ο θυμός του λιονταριού έπεσε αμέσως. Λιοντάρι: Α, γι' αυτό άργησες να έρθεις; Καλά έκανες… Θα… γίνω καλά με αυτά τα βότανα; Αλεπού: Ναι, βασιλιά μου. Μόνο που χρειάζεται να τ' ανακατέψεις µε κάτι ακόμα.Λιοντάρι: Με τι;Αλεπού: Να τα βράσεις μαζί µε μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια… εσύ ξέρεις πού θα τη βρεις.Λιοντάρι: Και βέβαια ξέρω! Θα κόψω τη γλώσσα αυτού του λύκου!

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Δεν είναι σωστό να παριστάνουμε κάτι που δεν είμαστε.

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΛΩΝΑ

Λόρι και Κώστας από το

Γ1

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ένας λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι. Καθώς έτρωγε, είδε μια χελώνα να περνάει λίγο πιο μακριά και του φάνηκε τόσο αστείο το περπάτημα της, που άρχισε να την κοροϊδεύει ότι ήταν πιο αργή και από τα σαλιγκάρια. Η χελώνα σταμάτησε, γύρισε προς τον λαγό και του είπε: Τι θα έλεγες να τρέξουμε σε ένα αγώνα δρόμου για να δούμε ποιος είναι πιο γρήγορος από τους δυο; Αυτό ήταν! Ο λαγός έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια. Βλέποντας όμως ότι η χελώνα παρέμενε σοβαρή, κατάλαβε ότι δεν του το είπε για αστείο και έτσι δέχτηκε την πρόκληση. Η αλεπού ως καταλληλότερη, όρισε το σημείο που θα ξεκινούσαν, την διαδρομή και το σημείο τερματισμού.

Η ΧΕΛΩΝΑ ΝΊΚΗΣΕ

ΤΟΝ ΛΑΓΌ

Ο αγώνας ορίστηκε για το επόμενο πρωινό και πράγματι, οι δύο διαγωνιζόμενοι καθώς και πολλά ζώα του δάσους βρίσκονταν πρωί πρωί στην αφετηρία. Η αλεπού έδωσε το σύνθημα και ο αγώνας ξεκίνησε. Η χελώνα χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να περπατάει, αργά, και ήδη είχε καλύψει τα πρώτα εκατοστά της διαδρομής. Ο λαγός βλέποντας τοβέβαιαν ρυθμό της αντιπάλου του, και νυστάζοντας μιας και ήταν πολύ πρωί, σκέφτηκε να κοιμηθεί λιγάκι και όταν ξυπνήσει θα έτρεχε όπως μόνο αυτός μπορεί και θα τερμάτιζε σίγουρα πρώτος. Έτσι η χελώνα συνέχισε να περπατάει, στην ορισμένη από την αλεπού διαδρομή, ενώ ο λαγός το έριξε στον ύπνο.

Πέρασε αρκετή ώρα και κάποια στιγμή ο λαγός ξύπνησε. Καιρός για τρέξιμο είπε και ξεκίνησε. Παραξενεύτηκε πολύ που δεν συναντούσε την χελώνα και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα είχε εγκαταλείψει τον αγώνα αφού έτσι κι αλλιώς τον είχε χαμένο από χέρι. Περισσότερο όμως ξέρετε πότε παραξενεύτηκε; Όταν έφτασε στο σημείο τερματισμού και είδε την χελώνα να τον περιμένει μασώντας ένα φυλλαράκι και έχοντας μια έκφραση θριάμβου στο πρόσωπο της. Έτσι η χελώνα κέρδισε τον λαγό σε αγώνα δρόμου, όχι βέβαια γιατί τρέχει πιο γρήγορα από αυτόν, αλλά γιατί παρέμεινε πιστή στον σκοπό της και δεν έδειξε όπως ο λαγός αλαζονεία.

ΜΥΘΟI TOY ΑΙΣΩΠΟΥ

Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ

ΚΑΙ Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑ

ΣANTΩΝΗΣ Γ1

Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει τη φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του.Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από τη φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Ο εργατικός μας φίλος εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου.

Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από τη φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, τη μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα των δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.

Το μυρμήγκι, έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, στο μυρμήγκι, και του είπε:- Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά.- Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες; Ρώτησε το μυρμήγκι.- Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα.- Ε! Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις, είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο. 

OΙ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥΤΟ ΚΑΤΣΙΚΙ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ

ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΚΗ Γ1

Ο λύκος συνάντησε μια μέρα έξω από το μαντρί ένα κατσικάκι. Αμέσως σκέφτηκε με τι τρόπο να το ξεγελάσει, να το τραβήξει μακριά και να το φάει με την ησυχία του. Το κατσικάκι όμως σαν είδε το λύκο, κατάλαβε τον κίνδυνο και σκέφτηκε κι αυτό με τι τρόπο θα του ξέφευγε και θα γλίτωνε από τα δόντια του. Έτσι άρχισαν μια κουβέντα. Για να δούμε όμως… ποιος θα ξεγελάσει τον άλλον;

- Καλησπέρα, χαριτωμένο μου κατσικάκι, είπε ο λύκος. Σε καμάρωνα που χοροπήδαγες. Γιατί είσαι τόσο χαρούμενο;- Γιατί είχα ξεφύγει από το μαντρί κι από το Μούργο μας. Μα τώρα δεν είναι πια χαρούμενο.- Γιατί; Εγώ σ’ αγαπώ πολύ. Έλα να καθίσεις κοντά μου, να τα πούμε.- Ευχαριστώ. Μα τι μπορεί να πει ένα κατσικάκι μ’ έναν λύκο. Ξέρω τι με περιμένει.- Μη με φοβάσαι. Θα δεις τις ωραία που θα περάσουμε οι δυο μας. Προχώρα να πάμε σε κείνο το δέντρο να καθίσουμε.Το κατσικάκι θυμήθηκε πως εκεί πριν λίγη ώρα καθόταν τ’ αφεντικό του, ο καλός τσοπάνος εκεί κάτω από τη μηλιά και πήγε να τον βρει. Και ζήσαν αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.

OI KAKOI ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΝ ΠΑΤΑΝΕ

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ1

Πριν από αρκετό καιρό, ένας χωρικός είχε μια κατσίκα και ένα γάιδαρο. Επειδή ο χωρικός έδινε περισσότερη τροφή στο γάιδαρο, η κατσίκα ζήλεψε. Σκέφτηκε τότε ένα κόλπο, για να τον βγάλει από την μέση και να τρώει αυτή όλο το φαγητό. Βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο της, πήγε μια μέρα κοντά στον γάιδαρο και του είπε:- Αχ, καημένε κυρ Γάιδαρε, σε λυπάμαι. Όλη μέρα εργάζεσαι και δεν στέκεσαι ούτε στιγμή. Την μια σε βλέπω να αλέθεις στον μύλο, την άλλη να κουβαλάς ξύλα, βάσανο είναι η ζωή σου. Δεν θέλεις κι εσύ να ξεκουραστείς λιγάκι;Ο γάιδαρος σκέφτηκε για λίγο αυτά που του είπε η κατσίκα και ύστερα την ρώτησε με φωνή γεμάτη παράπονο:- Δίκιο έχεις κυρά κατσίκα μου, αλλά τι να κάνω;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ1

Το σχέδιο της κατσίκας προχωρούσε όπως το είχε φανταστεί. Με φωνή γεμάτη συμπάθεια αποκρίθηκε στο γάιδαρο:- Άκου τι θα κάνεις. Θα καμωθείς πως σεληνιάστηκες. Θα βγάζεις αφρούς από το στόμα και θα πέσεις σε ένα βαθύ λάκκο. Εκεί θα μπορέσεις να ξεκουραστείς αρκετά.Ο γαϊδαράκος της ιστορίας μας, δεν φημιζόταν ιδιαίτερα για την εξυπνάδα του και έτσι μόλις άκουσε την κατσίκα αποφάσισε να κάνει πράξη αυτά που του πρότεινε. Την επόμενη ημέρα, καθώς περπατούσε φορτωμένος, είδε στην άκρη του δρόμου ένα πολύ βαθύ λάκκο. Αρπάζοντας την ευκαιρία, δίνει ένα σάλτο και πηδάει μέσα στον λάκκο, που για κακή του τύχη στον πάτο ήταν γεμάτος πέτρες. Όπως ήταν φυσικό, ο συμπαθής γάιδαρος χτύπησε άσχημα.Ο χωρικός βλέποντας το ζώο του χτυπημένο, φώναξε αμέσως τον κτηνίατρο, ο οποίος του είπε:- Για να γίνει ο γαϊδαράκος σου καλά, θα σφάξεις την κατσίκα και από το πνευμόνι της θα κάνεις μια αλοιφή με την οποία θα αλείψεις τις πληγές του γάιδαρου.Και έτσι έγινε. Η κατσίκα σφάχτηκε, ενώ ο γαϊδαράκος γιατρεύτηκε και συνέχισε την ζωή του. Μάλιστα, μερικοί λένε ότι ο χωρικός του έδινε να φάει και την μερίδα της κατσίκας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ1

Ηθικό δίδαγμα: Η ζωή μπορεί να φέρει σε σας πολλές φτυαριές από σκουπίδια μέσα στο πηγάδι της ζωής σας. Να θυμάστε όμως πως κάθε ένα από τα προβλήματά σας αυτά είναι ένα εφαλτήριο. Μπορούμε να βγούμε από τα βαθύτερα πηγάδια απλά με ένα τίναγμα. Πατάμε πάνω στο πρόβλημα και κάνουμε ένα βήμα πάνω.

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ1

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ

ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΑΠΌ ΤΟ Γ’1

Ένα ελάφι βοσκούσε στο λόγγο μια μέρα, όταν ξαφνικά, βρέθηκαν μπροστά του, κυνηγοί. Το ελάφι, μ’ ένα πήδημα, πέρασε ένα στενό ποταμάκι, που έκοβε στα δύο το λόγγο και βρέθηκε στην αντικρινή  όχθη. Οι κυνηγοί όμως, έτρεξαν λίγο πιο κάτω, οπού το ποταμάκι στένευε πολύ, και πήδησαν και αυτοί στην αντικρινή του όχθη κι εξακολούθησαν να κυνηγούνε το ελάφι. Εκείνο, όμως, για να τους ξεφύγει, δεν έτρεξε μέσα στο λόγγο, αλλ’ άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά του βουνού. Γιατί, στο λόγγο μέσα, η βλάστηση ήταν πυκνή, τα κλαδιά των δέντρων του έκοβαν το δρόμο, κι αν μπερδεύονταν σ’ αυτά τα κέρατά του, ήτανε χαμένο.            Τράβηξε λοιπόν προς την πλαγιά, κι εκεί βρέθηκε μπροστά σ’ ένα πυκνόφυλλο  αμπέλι, που τα κλήματά του ήταν στηριγμένα σε παλούκια κι ανέβαιναν ψηλά. Εκεί μέσα κρύφτηκε το ελάφι, για να μην το βρουν οι κυνηγοί. Ακούμπησε το κορμί του στο πλάι σ’ ένα χοντρό κλήμα και, καθώς στεκόταν εκεί, πρόσεξε πόσο πράσινα και πόσο  τρυφερά ήταν τα κληματόφυλλα. Δοκίμασε ένα και το βρήκε πολύ νόστιμο.

Μη μου τρως τα φύλλα μου, τον παρακάλεσε το κλήμα. Εγώ μ’ αυτά ανασαίνω.            Αλλά το ελάφι, που είχε νοστιμευτεί, δεν έδωσε σημασία σ’ εκείνα τα λόγια κι άρχισε να τρώει τα κληματόφυλλα, με τόση όρεξη, ώστε το κλήμα κουνιόταν, καθώς το τραβούσε με τα δόντια του,.            Οι κυνηγοί, που είχανε χάσει το ελάφι, βλέποντας το κλήμα να κουνιέται με τέτοια ορμή, κατάλαβαν πως είχε κρυφτεί μέσα στ’ αμπέλι, κι έριξαν μερικές σαΐτες. Μια απ’ αυτές, βρήκε κατάστηθα το ελάφι, που σωριάστηκε στο χώμα και μουρμούρισε πεθαίνοντας:            -Καλά να πάθω, αφού δεν σεβάστηκα το ευεργέτη μου, που θα μου έσωζε την ζωή.          

ΌΤΑΝ ΣΟΥ ΛΕΝΕ ΚΑΤΙ ΟΙ

ΑΛΛΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ

ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

OI MYΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Η ΚΟΛΟΒΗ ΑΛΕΠΟΥΠΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ Γ1

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια αλεπού που είχε δύο αλεπουδάκια.Τα αλεπουδάκια πείνασαν. Πάει τότε η αλεπού να τους βρει φαγητό. Μπροστά της λοιπόν βλέπει μια αυλή που είχε μέσα ένα κοτέτσι που είχε μέσα πολλές κότες. Πηγαίνει τότε η αλεπού σιγά, σιγά, σιγά, σιγά και αρπάζει μια κότα. Την πηγαίνει έπειτα στα αλεπουδάκια της να την φάνε. Μετά από δύο μέρες ξαναπείνασαν. Πάει ξανά τότε η αλεπού σιγά, σιγά, σιγά, σιγά και παίρνει κι άλλη μία κότα. Ο ιδιοκτήτης όμως και είδε πως έλειπαν δύο κότες και λέει τότε: Ας βάλω μια σκανταλιά να μάθω ποιος μου κλέβει τις κότες. Πηγαίνει την άλλη μέρα η αλεπού χαρούμενη για να πάρει μια κότα. Πλησιάζει το κοτέτσι, βάζει μέσα το ποδαράκι και εκεί που πάει να αρπάξει την κότα πιάνει η σκανταλιά την ουρά της αλεπούς. Τραβάει η αλεπού, τραβάει η σκανταλιά κόπηκε της αλεπούς η ουρά. Κι από τότε η αλεπού έμεινε κολοβή.                   

Να μηνκλέβουμε

ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ

ΜΑΡΙΑ Γ1’

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μικρός βοσκός. Κάθε μέρα, έπαιρνε το κοπάδι με τα πρόβατα του και ανέβαινε στο λόφο έξω από το χωριό για τα βοσκήσει στα πράσινα λιβάδια. Στον ίδιο λόφο πήγαιναν κι άλλοι βοσκοί από το χωριό με τα πρόβατά τους, που ήταν πιο μεγάλοι και έμπειροι από το μικρό βοσκό.

«Πρέπει να προσέχεις τα πρόβατα σου», του έλεγαν οι μεγαλύτεροι βοσκοί. «Να κάθεσαι άγρυπνος και να τα φυλάς κάθε στιγμή, γιατί από το βουνό κατεβαίνουν λύκοι και τρώνε τα αφύλακτα κοπάδια». «Αν δεις κάποιο λύκο να πλησιάζει, θα τρέξεις και θα φωνάξεις με όλη τη δύναμη της φωνής σου: «Λύκος, λύκος!» και τότε εμείς, που είμαστε κοντά, θα έρθουμε να τον κυνηγήσουμε και να τον διώξουμε μακριά».,

Ο μικρός βοσκός δεν έδινε σημασία στα λόγια των μεγαλύτερων. Καθόταν κάτω από ένα δέντρο και έπαιζε την φλογέρα του και όταν βαριόταν πήγαινε έψαχνε στα δέντρα και έκλεβε τα αυγά από τις φωλιές των πουλιών. Οι άλλοι βοσκοί τον μάλωναν όταν τον έβλεπαν και του έλεγαν πως δεν πρέπει να κλέβει τα αυγά των πουλιών, γιατί από αυτά τα αυγά γεννιούνται μικρά πουλάκια που ομορφαίνουν τη φύση με τα χρώματα και τα κελαηδίσματα τους. Ο μικρός βοσκός όμως δεν έβαζε μυαλό. Αντί να φυλάει το κοπάδι του, όπως τον είχαν συμβουλέψει οι μεγαλύτεροι βοσκοί που ήταν πιο γνωστικοί, κοιτούσε μόνο πώς να περάσει την ώρα του, μέχρι να δύσει ο ήλιος και να γυρίσει πάλι στο χωριό.

Μία μέρα, μην έχοντας τι να κάνει, σκέφτηκε να σκαρώσει μια φάρσα στους άλλους βοσκούς. Ανέβηκε σε ένα βράχο πάνω στο λόφο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού «Λύκος! Λύκος! Βοήθεια συγχωριανοί! Βοήθεια!». Οι άντρες του χωριού άρπαξαν ότι βρήκαν μπροστά τους και έτρεξαν στο λόφο να βοηθήσουν το νεαρό βοσκό, που μόλις τους είδε άρχισε να γελάει με το πάθημα τους. Οι άλλοι βοσκοί έφυγαν θυμωμένοι με το αστείο του και τον προειδοποίησαν ότι δεν είναι σωστό να τους τρομάζει λέγοντας ψέματα.Ο νεαρός βοσκός δεν έδωσε σημασία και δύο μέρες μετά, άρχισε πάλι τα ίδια καμώματα. «Λύκος! Λύκος!» φώναζε. «Τρέξτε συγχωριανοί, βοήθεια!». Πάλι οι συγχωριανοί έτρεξαν πάνω στο λόφο να σώσουν τον μικρό βοσκό και το κοπάδι του από τους λύκους και πάλι έφυγαν θυμωμένοι με τον νεαρό βοσκό για το ψέμα του και την αγωνία που τους προκάλεσε. Ο νεαρός βοσκός επανέλαβε την φάρσα του και μία τρίτη φορά και πάλι οι άλλοι βοσκοί έτρεξαν στον λόφο να τον βοηθήσουν. Εκείνος κάθε φορά ξεκαρδιζόταν στο γέλιο και εκείνοι έφευγαν νευριασμένοι που τους τρόμαζε με τα ψέματα του.

Να όμως που μια μέρα, μια μεγάλη αγέλη πεινασμένων λύκων όρμησε στο κοπάδι του νεαρού βοσκού και άρχισε να τρώει τα πρόβατα του. Κατατρομαγμένος ο βοσκός πήδηξε πάνω στο βράχο και άρχισε να φωνάζει με όλη τη δύναμη της φωνής του: «Λύκος! Λύκος! Βοήθεια! Τρέξτε! Οι λύκοι τρώνε τα πρόβατα μου! Βοηθήστε με συγχωριανοί! Σας λέω αλήθεια! Βοήθεια! Τρέξτε! Είναι αλήθεια!». Κανείς όμως δεν πήγε για τον βοηθήσει, αφού όλοι νόμιζαν ότι ήταν πάλι μία από τις φάρσες του και ότι ήθελε πάλι να τους κάνει να τρέξουν πάνω στο λόφο για να γελάσει μαζί τους.Εκείνη τη φορά η μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι, που ανενόχλητοι έφαγαν όλα τα πρόβατα του νεαρού βοσκού. Ο μικρός βοσκός γύρισε στο χωριό τρομαγμένος και ταπεινωμένος.

Δίδαγμα του παραμυθιούΤα ψέματα καταστρέφουν την εμπιστοσύνη

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ